Από τη σέλα του, ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος την επίπεδη πέτρα, που ήταν μισοθαμμένη στα χορτάρια πλάι στο δρόμο. Αυτός ο δρόμος από σκληρό, πατημένο χώμα ονομαζόταν Δρόμος του Λάγκαρντ, τώρα που πλησίαζαν τον ποταμό Μανεθερεντρέλε και τα σύνορα του Λάγκαρντ· κάποτε ήταν πλακοστρωμένος, έτσι είχε πει η Μουαραίν πριν από δυο μέρες και κομμάτια από τις πλάκες ακόμα έβγαιναν πού και πού στην επιφάνεια. Αυτή εδώ η πέτρα είχε ένα παράξενο σημάδι πάνω της.
Αν τα σκυλιά μπορούσαν να αφήσουν αχνάρια στην πέτρα, ο Πέριν θα έλεγε ότι ήταν το ίχνος ενός μεγάλου λαγωνικού. Στο γυμνό έδαφος που έβλεπε εκεί γύρω δεν υπήρχαν πατημασιές από σκυλιά, εκεί που υπήρχε μαλακό χώμα, στην άκρη του δρόμου, ούτε και οσμή από διάβα σκύλου. Μόνο ένα αμυδρό απομεινάρι στον αέρα από κάτι καμένο, περίπου σαν τη θειούχα μυρωδιά που άφηναν τα βεγγαλικά. Υπήρχε μια πόλη πιο μπροστά, εκεί που ο δρόμος έβρισκε το ποτάμι· μπορεί κάποια παιδιά να είχαν έρθει εδώ, με πυροτεχνήματα των Διαφωτιστών.
Παραείναι μακριά για να έχουν έρθει παιδιά κρυφά ως εδώ. Μα είχε δει αγροκτήματα. Ό,τι κι αν είναι, δεν έχει σχέση με αυτό το σημάδι. Τα άλογα δεν πετούν και τα σκυλιά δεν αφήνουν πατημασιές στην πέτρα.
Είμαι τόσο κουρασμένος, που δεν δουλεύει σωστά το μυαλό μου.
Χασμουρήθηκε και χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά του Γοργοπόδη. Το καφεγκρίζο άλογο άρχισε να καλπάζει ελαφρά για να πλησιάσει τους άλλους. Η Μουαραίν είχε βάλει γρήγορο ρυθμό στο ταξίδι τους από τότε που είχαν φύγει από την Τζάρα και αν σταματούσες έστω και για μια στιγμή, οι άλλοι δεν θα σε περίμεναν. Όταν αποφάσιζε κάτι η Άες Σεντάι, ήταν σκληρή σαν κρύος, σφυρηλατημένος σίδηρος. Ο Λόιαλ είχε σταματήσει να διαβάζει στη σέλα πριν από έξι μέρες, όταν, σηκώνοντας το βλέμμα, είχε βρει ότι ήταν ένα μίλι πίσω και οι υπόλοιποι χάνονταν πίσω από την κορυφή του επόμενου λόφου.
Ο Πέριν έκοψε ταχύτητα πλάι στο μεγάλο άλογο του Ογκιρανού, πίσω από τη λευκή φοράδα της Μουαραίν και χασμουρήθηκε πάλι. Ο Λαν ήταν κάπου μπροστά και ανίχνευε την περιοχή. Ο ήλιος πίσω τους ήθελε μια ώρα ακόμα για να αγγίξει τις κορυφές των δέντρων, αλλά ο Πρόμαχος είχε πει ότι θα έφταναν σε μια πόλη ονόματι Ρέμεν, πάνω στον Μανεθερεντρέλε, πριν σκοτεινιάσει. Ο Πέριν δεν ήξερε αν ήθελε να δει τι τους περίμενε εκεί. Δεν ήξερε τι θα ήταν αυτό, αλλά είχε μάθει να είναι επιφυλακτικός μετά την Τζάρα.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς», του είπε ο Λόιαλ. «Εγώ είμαι τόσο κουρασμένος όταν μας αφήνει να κάνουμε στάση για τη νύχτα, που αποκοιμιέμαι πριν καλά-καλά ξαπλώσω».
Ο Πέριν απλώς κούνησε το κεφάλι. Δεν υπήρχε τρόπος να εξηγήσει στον Λόιαλ ότι δεν τολμούσε να κοιμηθεί ήσυχα, ότι ακόμα και ο πιο ελαφρύς ύπνος ήταν γεμάτος ταραγμένα όνειρα. Σαν εκείνο το παράξενο, με την Εγκουέν και τον Άλτη. Ε, δεν είναι παράξενο που την ονειρεύομαι. Φως μου, τι να κάνει, άραγε; Τώρα θα είναι ασφαλής στον Πύργο, θα μελετά να γίνει Άες Σεντάι. Η Βέριν θα την προσέχει, θα προσέχει και τον Ματ, επίσης. Δεν του περνούσε από το νου ότι, ίσως, χρειαζόταν κάποιος να φροντίζει και τη Νυνάβε· κατά τη γνώμη του, όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω από τη Νυνάβε ήθελαν κάποιον να τους προσέχει.
Δεν ήθελε να σκέφτεται τον Άλτη. Κατόρθωνε να διώχνει τους ζωντανούς λύκους από το κεφάλι του, αν και το τίμημα ήταν ότι ένιωθε σαν να τον είχε πετσοκόψει ένα βιαστικό χέρι· δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί ότι μπορεί να τρύπωνε εκεί ένας νεκρός λύκος. Τίναξε το κεφάλι δυνατά και άνοιξε διάπλατα τα μάτια. Έστω κι αν αυτός ο λύκος ήταν ο Άλτης.
Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι που δεν κοιμόταν καλά, εκτός από τα άσχημα όνειρα. Είχαν βρει κι άλλα ίχνη του περάσματος του Ραντ. Από την Τζάρα ως τον ποταμό Έλνταρ ο Πέριν δεν είχε δει κανένα, αλλά όταν είχαν περάσει τον Έλνταρ, από μια πέτρινη γέφυρα που ένωνε δύο γκρεμούς ύψους τριάντα μέτρων, είχαν αφήσει πίσω τους μια πόλη ονόματι Σιδώνα, που είχε γίνει στάχτες. Όλα τα κτίριά της. Τα μόνα πράγματα που στέκονταν όρθια, ανάμεσα στα χαλάσματα, ήταν μερικοί πέτρινοι τοίχοι και καμινάδες.
Οι κάτοικοί της, σε άθλια κατάσταση, είπαν ότι η αρχή έγινε από ένα φανάρι, που είχε πέσει σε έναν αχυρώνα και η φωτιά μάνιασε και τα πάντα πήγαν στραβά. Οι μισοί κουβάδες που βρήκαν είχαν τρύπες. Όλοι μα όλοι οι τοίχοι που καίγονταν έπεφταν προς τα έξω, λαμπαδιάζοντας τα γειτονικά σπίτια. Τα φλεγόμενα καδρόνια από το πανδοχείο, με κάποιον τρόπο είχαν κυλήσει ως το κεντρικό πηγάδι στην πλατεία, έτσι που κανένας δεν μπορούσε να πάρει νερό από κει για να σβήσει τις πυρκαγιές, ενώ πάνω σε τρία άλλα πηγάδια είχαν σωριαστεί σπίτια. Ακόμα και ο άνεμος φαινόταν να αλλάζει, μεταφέροντας τις φλόγες προς κάθε κατεύθυνση.
Δεν είχε χρειαστεί να ρωτήσει τη Μουαραίν αν αίτιο ήταν η παρουσία του Ραντ· το πρόσωπό της, σαν παγωμένο σίδερο, ήταν αρκετή απάντηση. Το Σχήμα έπαιρνε μορφή γύρω από τον Ραντ και η τύχη είχε τρελαθεί.
Μετά τη Σιδώνα είχαν περάσει από τέσσερα ακόμα χωριά κι εκεί μόνο ο Λαν, ανιχνεύοντας, τους είπε ότι ο Ραντ ήταν ακόμα μπροστά. Τώρα ο Ραντ ήταν πεζός, εδώ και αρκετό διάστημα. Είχαν βρει το άλογό του νεκρό στην Τζάρα κι ήταν σαν να το είχαν φάει λύκοι, ή άγρια σκυλιά. Ο Πέριν δυσκολεύτηκε να μην αφήσει το νου του να απλωθεί, ειδικά όταν η Μουαραίν σήκωσε το βλέμμα από το άλογο και τον κοίταξε. Ευτυχώς που ο Λαν είχε βρει ίχνη από τις μπότες του Ραντ, που έδειχναν ότι είχε αρχίσει να τρέχει μετά το νεκρό άλογο. Το τακούνι της μιας μπότας είχε ένα τρίγωνο σκίσιμο, από κάποιο βράχο· έτσι, τα ίχνη του ήταν ευδιάκριτα. Αλλά, είτε έφιππος είτε πεζός, έμοιαζε να βρίσκεται συνέχεια μπροστά τους.
Στα τέσσερα χωριά μετά τη Σιδώνα, το πιο συναρπαστικό που τους είχε συμβεί ήταν ότι είχαν δει την είσοδο του Λόιαλ και ότι είχαν μάθει πως ήταν Ογκιρανός αληθινός, με σάρκα και οστά. Τόσο τους είχε συναρπάσει, που σχεδόν δεν είχαν προσέξει τα μάτια του Πέριν και όταν τα είδαν... Ε, αφού ήταν αληθινοί οι Ογκιρανοί, τότε και οι άνθρωποι μπορεί να είχαν ό,τι χρώμα ήθελαν στα μάτια τους.
Ύστερα, όμως, ήρθε η σειρά ενός μέρους που λεγόταν Γουίλαρ και είχε γιορτή. Η πηγή του κοινού λιβαδιού στο χωριό ξανάβγαζε νερό ― έναν ολόκληρο χρόνο ήταν αναγκασμένοι να κουβαλούν νερό από το ποταμάκι ένα μίλι παραπέρα, οι προσπάθειές τους να ανοίξουν πηγάδια είχαν αποτύχει και ο μισός πληθυσμός είχε πάει αλλού. Το Γουίλαρ, τελικά, δεν θα πέθαινε. Σε γοργή αλληλουχία βρήκαν άλλα τρία άθικτα χωριά, όλα την ίδια μέρα, ενώ το επόμενο ήταν το Σαμάχα, όπου όλα τα πηγάδια είχαν στερέψει ακριβώς την προηγούμενη νύχτα και ο κόσμος μουρμούριζε για τον Σκοτεινό· έπειτα ήταν το Τάλαν, όπου όλοι οι παλιοί καυγάδες που είχε γνωρίσει ποτέ το χωριό, το προηγούμενο πρωινό είχαν ξαναβγεί στην επιφάνεια, σαν βόθρος που ξεχείλιζε και χρειάστηκαν τρεις φόνοι για να ταρακουνηθούν όλοι και να ξαναβρούν τα λογικά τους· και, τελικά, το Φάυαλ, όπου τα σπαρτά αυτή την άνοιξη έμοιαζαν να είναι στη χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη φορά που θυμόταν ο κόσμος, αλλά ο δήμαρχος, σκάβοντας για καινούριο απόπατο πίσω από το σπίτι του, είχε βρει σαπισμένα, δερμάτινα σακιά γεμάτα χρυσάφι κι έτσι κανένας δεν θα πεινούσε. Κανείς στο Φάυαλ δεν αναγνώριζε τα χοντρά νομίσματα, που στη μια όψη είχαν ένα γυναικείο πρόσωπο και στην άλλη έναν αετό· η Μουαραίν είπε ότι είχαν κοπεί στη Μανέθερεν.
Ο Πέριν, στο τέλος, την είχε ρωτήσει γι’ αυτό, ένα βράδυ που κάθονταν γύρω από τη φωτιά. «Μετά την Τζάρα νόμισα μήπως... Ήταν όλοι πολύ ευτυχισμένοι με τους γάμους τους. Ακόμα και οι Λευκομανδίτες, το μόνο που έπαθαν ήταν να γελοιοποιηθούν. Το Φάυαλ ήταν εντάξει —ο Ραντ δεν μπορεί να είχε σχέση με τα σπαρτά τους· είχαν πρόβλημα από πριν εμφανιστεί και το χρυσάφι τους ήρθε μια χαρά, πάνω στην ανάγκη τους― μα όλα τα υπόλοιπα... Η πόλη που κάηκε, τα πηγάδια που στέρεψαν και... Αυτό είναι του κακού, Μουαραίν. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Ραντ είναι κακός. Μπορεί το Σχήμα να παίρνει μορφή γύρω του, αλλά πώς μπορεί το Σχήμα να είναι τόσο κακό; Δεν είναι λογικό και τα πράγματα πρέπει να είναι λογικά. Αν κάνεις ένα εργαλείο που δεν έχει λογική στην κατασκευή του, τότε είναι άχρηστο μέταλλο. Το Σχήμα δεν θα έκανε κάτι άχρηστο».
Ο Λαν τον κοίταξε ειρωνικά και χάθηκε στο σκοτάδι, για να κάνει μια βόλτα γύρω από το στρατόπεδό τους. Ο Λόιαλ, που ήταν ήδη ξαπλωμένος στην κουβέρτα του, σήκωσε το κεφάλι για να ακούσει, με τα αυτιά στριμμένα μπροστά.
Η Μουαραίν έμεινε για λίγο σιωπηλή, ζεσταίνοντας τα χέρια της. Στο τέλος μίλησε, ατενίζοντας τις φλόγες. «Ο Δημιουργός είναι καλός, Πέριν. Ο Πατέρας του Ψεύδους είναι κακός. Το Σχήμα της Εποχής, ακόμα και η Δαντέλα των Εποχών, δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το Σχήμα είναι αυτό που είναι. Ο Τροχός του Χρόνου υφαίνει κάθε ζωή στο Σχήμα, κάθε πράξη. Ένα σχήμα που έχει μονάχα ένα χρώμα, δεν είναι σχήμα. Για το Σχήμα μιας Εποχής, το καλό και το ρυπαρό είναι το υφάδι και το στημόνι».
Ακόμα κι εκεί που προχωρούσε με το άλογό του στην απογευματινή λιακάδα, ύστερα από τρεις μέρες, ο Πέριν ένιωθε την παγωνιά που είχε νιώσει όταν την είχε ακούσει να λέει πρώτη φορά τούτα τα λόγια. Ήθελε να πιστέψει ότι το Σχήμα ήταν καλό. Ήθελε να πιστέψει ότι, όταν οι άνθρωποι έκαναν κακά πράγματα, πήγαιναν ενάντια στο Σχήμα, το παραμόρφωναν. Γι’ αυτόν, το Σχήμα ήταν ένα λεπτό και περίτεχνο δημιούργημα ενός απαράμιλλου μάστορα. Ένιωθε παγωνιά στη σκέψη ότι το Σχήμα ανακάτευε, δίχως έγνοια, ευτελή μέταλλα μαζί με το καλό ατσάλι.
«Εγώ, όμως, νοιάζομαι», μουρμούρισε απαλά. «Φως μου, νοιάζομαι». Η Μουαραίν γύρισε το κεφάλι και του έριξε μια ματιά. Ο Πέριν έκλεισε το στόμα. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα νοιαζόταν η Άες Σεντάι, πέρα από τον Ραντ.
Έπειτα από μερικά λεπτά, ο Λαν ήρθε από μπροστά και έφερε το μαύρο, πολεμικό άλογό του πλάι στη φοράδα της Μουαραίν. «Το Ρέμεν είναι λίγο πιο πέρα από τον άλλο λόφο», είπε. «Φαίνεται ότι είχαν αρκετή δουλειά τις τελευταίες μέρες».
Τα αυτιά του Λόιαλ έκαναν ένα τίναγμα. «Ο Ραντ;»
Ο Πρόμαχος κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω. Ίσως να καταλάβει η Μουαραίν όταν το δει». Η Άες Σεντάι του έριξε μια ερευνητική ματιά και μετά κέντρισε τη φοράδα της να προχωρήσει πιο γρήγορα.
Βγήκαν στην κορυφή του λόφου και το Ρέμεν απλώθηκε μπροστά τους, ακριβώς δίπλα από το ποτάμι. Ο Μανεθερεντρέλε εδώ είχε πλάτος πάνω από μισό μίλι και δεν υπήρχε γέφυρα, αν και υπήρχαν δύο γεμάτα κόσμο πορθμεία, όμοια με σχεδίες, τα οποία προχωρούσαν αργά με την ώθηση μακριών κουπιών, ενώ ένα επέστρεφε σχεδόν άδειο. Υπήρχαν τρία ακόμη σε μακριές, πέτρινες αποβάθρες, μαζί με πέντε ή έξι σκάφη εμπόρων του ποταμού, πολλά μονοκάταρτα κι άλλα δικάταρτα. Υπήρχαν μερικές μεγάλες αποθήκες από γκρίζα πέτρα, που χώριζαν το λιμάνι από την πόλη. Και τα κτίρια της πόλης έμοιαζαν τα περισσότερα φτιαγμένα από πέτρα, παρ’ όλο που είχαν στέγες με κεραμίδια όλων των χρωμάτων, από κίτρινα μέχρι κόκκινα και μωβ· οι δρόμοι εκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις γύρω από μια κεντρική πλατεία.
Η Μουαραίν σήκωσε την πλατιά κουκούλα του μανδύα της για να κρύψει το πρόσωπό της, πριν κατέβουν κάτω.
Ως συνήθως, ο κόσμος στους δρόμους κοίταζε τον Λόιαλ, αλλά αυτή τη φορά ο Πέριν άκουσε κάποιους να μουρμουρίζουν με δέος «Ογκιρανός». Ο Λόιαλ καθόταν στη σέλα πιο κορδωμένος από ποτέ, με τα αυτιά του να σηκώνονται ολόισια, ενώ ένα χαμόγελο έκανε τις άκρες του μεγάλου του στόματος να γυρνούν ανεπαίσθητα προς τα πάνω. Προφανώς, προσπαθούσε να μη δείξει ότι χαιρόταν, αλλά έμοιαζε με γάτα που της έξυναν τα αυτιά.
Για τον Πέριν, το Ρέμεν έμοιαζε με συνηθισμένο χωριό —ήταν γεμάτο ανθρώπινες μυρωδιές, οσμές ανθρώπινων κατασκευασμάτων και, φυσικά, με έντονη τη μυρωδιά του ποταμού― κι αναρωτιόταν τι να εννοούσε άραγε ο Λαν, όταν οι τρίχες στο σβέρκο του τεντώθηκαν, καθώς οσμιζόταν κάτι άσχημο. Μόλις το ένιωσε η μύτη του, αυτό χάθηκε, σαν αλογότριχα που πέφτει στα κάρβουνα, αλλά ο Πέριν το θυμόταν. Είχε νιώσει την ίδια οσμή στην Τζάρα και είχε χαθεί και τότε, με τον ίδιο τρόπο. Δεν ήταν Στρεβλωμένος ή Ουδεγέννητος -Τρόλοκ λέμε, που να καώ, όχι Στρεβλωμένος! Ούτε Ουδεγέννητος! Μυρντράαλ, Ξέθωρος, Ημιάνθρωπος, ναι, αλλά ποτέ Ουδεγέννητος!― δεν ήταν Τρόλοκ ή Ξέθωρος, αλλά η μυρωδιά ήταν εξίσου δριμεία, εξίσου βρωμερή. Μα φαινόταν πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που ανάδινε αυτή τη μυρωδιά, δεν άφηνε μόνιμα το σημάδι του.
Μπήκαν στην πλατεία του Ρέμεν. Είχαν αφαιρέσει μια από τις μεγάλες πλάκες, ακριβώς στο κέντρο της πλατείας, για να μπορέσουν να στήσουν μια κρεμάλα. Από το χώμα υψωνόταν ένα χοντρό δοκάρι, το οποίο στήριζε το οριζόντιο ξύλο απ’ όπου κρεμόταν ένα σιδερένιο κλουβί, που το κάτω μέρος του ήταν τέσσερα βήματα ψηλότερα από το έδαφος. Μέσα στο κλουβί καθόταν ένας ψηλός άντρας, που φορούσε γκρίζα και καφετιά ρούχα, κρατώντας τα γόνατα κάτω από το σαγόνι του. Δεν είχε χώρο για να κάνει τίποτα άλλο. Τρία αγοράκια του πετούσαν πέτρες. Ο άντρας κοίταζε ίσια μπροστά, χωρίς καν να συσπάται το πρόσωπό του όταν τον πετύχαινε κάποια πέτρα ανάμεσα από τα κάγκελα. Μικρά ρυάκια αίματος κυλούσαν στο πρόσωπό του. Ούτε και οι χωρικοί, που περνούσαν από κει, έδιναν σημασία σε αυτό που έκαναν τα αγόρια, αν και όλοι έριχναν μια ματιά στο κλουβί, οι περισσότεροι επιδοκιμαστικά και κάποιοι με φόβο.
Η Μουαραίν έκανε έναν ήχο στο λαιμό της, που μπορεί να δήλωνε την αηδία της.
«Δεν είναι μόνο αυτό», είπε ο Λαν. «Έλα. Έχω κλείσει δωμάτια σε ένα πανδοχείο. Νομίζω πως θα το βρεις ενδιαφέρον».
Ο Πέριν κοίταξε πάνω από τον ώμο του τον άντρα στο κλουβί, καθώς ακολουθούσε τους άλλους δύο. Κάτι γνώριμο υπήρχε στον άντρα, αλλά δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.
«Δεν είναι σωστό». Το μπουμπουνητό στη φωνή του Λόιαλ έμοιαζε έτοιμο να γίνει γρύλισμα. «Εννοώ, αυτό που κάνουν τα παιδιά. Οι μεγάλοι θα έπρεπε να τα σταματήσουν».
«Θα έπρεπε», συμφώνησε ο Πέριν, χωρίς να τον προσέχει. Γιατί μου φαίνεται γνώριμος;
Η ταμπέλα πάνω από την πόρτα του πανδοχείου στο οποίο τους οδήγησε ο Λαν, που βρισκόταν προς το ποτάμι, έλεγε το Καμίνι του Στρατοκόπου κι ο Πέριν το θεώρησε καλό οιωνό, αν και το μέρος δεν φαινόταν να έχει καμία σχέση με σιδηρουργείο, με εξαίρεση το σφυρί που ήταν ζωγραφισμένο στην ταμπέλα. Ήταν ένα μεγάλο, διώροφο κτίριο, με λουλακιά κεραμίδια, από τετραγωνισμένη, στιλβωμένη πέτρα, με μεγάλα παράθυρα και σπειροειδή σκαλίσματα στις πόρτες ― μια εμφάνιση που έδειχνε ευημερία. Σταβλίτες ήρθαν τρέχοντας να πάρουν τα άλογα και οι υποκλίσεις τους έγιναν ακόμα πιο βαθιές όταν ο Λαν τους πέταξε κέρματα.
Μέσα, το βλέμμα του Πέριν καρφώθηκε στον κόσμο. Οι άντρες και οι γυναίκες που κάθονταν στα τραπέζια φορούσαν όλοι τα γιορτινά τους και είχε πολύ καιρό να δει τόσα ολοκέντητα σακάκια, τόση δαντέλα σε φορέματα, τόσο πολύχρωμες κορδέλες και φουλάρια με κρόσσια. Μόνο τέσσερις άντρες σε ένα τραπέζι φορούσαν απλά σακάκια και ήταν οι μόνοι που δεν σήκωσαν το βλέμμα με προσδοκία όταν μπήκαν μέσα ο Πέριν με τους άλλους. Οι τέσσερις άντρες συνέχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα. Ο Πέριν μπόρεσε να διακρίνει κάποια από τα λόγια τους, αν ήταν προτιμότερο να έχεις για φορτίο παγοπιπεριές ή γούνες και αν η αναταραχή στη Σαλδαία θα είχε κάποια επίδραση στις τιμές. Συμπέρανε πως ήταν καπετάνιοι εμπορικών πλοίων. Οι υπόλοιποι έμοιαζαν να είναι ντόπιοι. Ακόμα και οι σερβιτόρες φαινόταν να φοράνε τα καλύτερά τους ρούχα και οι μακριές ποδιές τους σκέπαζαν κεντητά φορέματα με δαντέλα στο λαιμό.
Η κουζίνα δούλευε εντατικά· ο Πέριν μύριζε βοδινό, αρνίσιο και μοσχαρίσιο κρέας, κοτόπουλο, καθώς επίσης και κάποια λαχανικά. Κι ένα μοσχοβολιστό γλυκό, που τον έκανε να ξεχάσει για μια στιγμή το κρέας.
Ο ίδιος ο πανδοχέας τους προϋπάντησε μόλις μπήκαν, ένας παχουλός, φαλακρός άντρας με λαμπερά καστανά μάτια και ροδαλό, απαλό πρόσωπο, που υποκλινόταν και σκούπιζε τα χέρια του. Αν δεν είχε πάει να τους βρει, ο Πέριν δεν θα καταλάβαινε ότι ήταν ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, διότι αντί για την αναμενόμενη άσπρη ποδιά, φορούσε σακάκι, σαν όλους τους άλλους, με άσπρα και πράσινα κεντίδια πάνω σε χοντρό, γαλάζιο, μάλλινο ύφασμα, που έκανε τον πανδοχέα να ιδρώνει από το βάρος του.
Γιατί όλοι φοράνε γιορτινά ρούχα; απόρησε ο Πέριν.
«Α, ο αφέντης Άτρα», είπε ο πανδοχέας, απευθυνόμενος στον Λαν. «Κι ένας Ογκιρανός, όπως το είπες. Όχι ότι αμφέβαλλα, φυσικά. Με τόσα που έγιναν, ποτέ το λόγο σου, αφέντη. Γιατί όχι και Ογκιρανός; Α, φίλε Ογκιρανέ, μου δίνει μεγαλύτερη χαρά απ’ όσο νομίζεις που σε υποδέχομαι στο σπίτι μου. Είναι ένα θαυμάσιο, ένα ταιριαστό αποκορύφωμα. Α, και η κυρά...» Το βλέμμα του πλανήθηκε στο βαθυγάλανο μετάξι του φορέματός της και το παχύ μάλλινο ύφασμα του μανδύα της, που ήταν σκονισμένο από το ταξίδι, αλλά ακόμα άθικτο. «Συγχώρεσέ με, αρχόντισσα, σε παρακαλώ». Υποκλίθηκε κι έγινε σαν πέταλο. «Ο αφέντης Άτρα δεν μίλησε πιο συγκεκριμένα για τη θέση σου, κυρά. Δεν ήθελα να φανώ ασεβής. Είσαι ακόμα πιο ευπρόσδεκτη κι από το φίλο Ογκιρανό εδώ, αρχόντισσα. Σε παρακαλώ, μην προσβάλλεσαι από την αδέξια γλώσσα του Γκάινορ Φέρλαν».
«Κάθε άλλο», είπε με ήρεμη φωνή η Μουαραίν, αποδεχόμενη τον τίτλο που της απένειμε ο Φέρλαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Άες Σεντάι χρησιμοποιούσε άλλο όνομα, ή υποκρινόταν ότι ήταν κάτι που δεν ήταν. Ούτε ήταν η πρώτη φορά που ο Πέριν άκουγε τον Λαν να δίνει το όνομα Άτρα. Η βαθιά κουκούλα ακόμη έκρυβε τα απαλά χαρακτηριστικά της Άες Σεντάι και με το ένα χέρι έσφιγγε γύρω της το μανδύα, σαν να την είχε πιάσει ρίγος. Όχι, όμως, με το χέρι που φορούσε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. «Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, πανδοχέα, υπήρξαν παράξενα συμβάντα στο χωριό. Φαντάζομαι να μην είναι κάτι που θα προκαλέσει προβλήματα στους ταξιδιώτες».
«Αχ, αρχόντισσά μου, καλά τα λες παράξενα. Η ακτινοβόλος παρουσία σου αρκεί και με το παραπάνω για να τιμήσει αυτό τον ταπεινό οίκο, αρχόντισσα, όπως και το ότι έχεις μαζί σου έναν Ογκιρανό, αλλά στο Ρέμεν έχουμε, επίσης, και Κυνηγούς. Βρίσκονται εδώ πέρα, στο Καμίνι του Στρατοκόπου. Κυνηγοί του Κέρατος του Βαλίρ, που ξεκίνησαν από το Ίλιαν για περιπέτεια. Κι αυτό βρήκαν — περιπέτεια, εδώ στο Ρέμεν, δηλαδή ένα-δυο μίλια ανάντη του ποταμού, όπου απ’ όλους, ποιους βρήκαν να πολεμήσουν; Αελίτες. Μπορείς να φανταστείς βάρβαρους του Αελ, με μαύρα πέπλα, στην Αλτάρα, αρχόντισσα;»
Το Άελ. Τώρα, ο Πέριν ήξερε τι είχε βρει γνώριμο στον άντρα που ήταν μέσα στο κλουβί. Είχε δει Αελίτη κάποτε, έναν από εκείνους τους αδάμαστους, σχεδόν θρυλικούς κατοίκους της σκληρής γης που λεγόταν Ερημιά. Ο άντρας εκείνος έμοιαζε πολύ με τον Ραντ· ήταν ψηλός, γκριζομάτης και κοκκινομάλλης και ήταν ντυμένος σαν τον άντρα στο κλουβί, με γκρίζα και καφετιά ρούχα, που γίνονταν ένα με τους βράχους και τους θάμνους, όπως και μπότες από μαλακό δέρμα, που έφταναν ως τα γόνατα. Ο Πέριν ξανάκουγε με το νου του τη φωνή της Μιν. Αελίτης στο κλουβί. Σημείο καμπής στη ζωή σου, ή κάτι σημαντικό που θα συμβεί.
«Γιατί βάλατε...;» Σταμάτησε και ξερόβηξε, για να μην ακουστεί τόσο τραχιά η φωνή του. «Πώς ένας Αελίτης κατέληξε σε κλουβί στην πλατεία του χωριού σας;»
«Α, νεαρέ αφέντη, αυτή την ιστορία θα την...» Η φωνή του Φέρλαν έσβησε και το βλέμμα του τον περιεργάστηκε από την κορφή ως τα νύχια, παρατηρώντας τα απλά, χωριάτικα ρούχα του και το μακρύ τόξο στα χέρια του, κάνοντας μια στάση στο τσεκούρι που κρεμόταν από τη ζώνη του, δίπλα από τη φαρέτρα. Ο παχουλός άντρας τινάχτηκε όταν το ερευνητικό του βλέμμα έφτασε στο πρόσωπο του Πέριν, λες και με την παρουσία μιας αρχόντισσας και ενός Ογκιρανού ήταν φυσικό να έχει μόλις τώρα προσέξει τα κίτρινα μάτια του Πέριν. «Είναι υπηρέτης σου, αφέντη Άτρα;» ρώτησε επιφυλακτικά.
«Απάντησέ του», ήταν το μόνο που είπε ο Λαν.
«Α. Α, καλά, αφέντη Άτρα. Μα υπάρχει κάποιος που μπορεί να το πει καλύτερα από μένα. Είναι ο Άρχοντας Όρμπαν αυτοπροσώπως. Αυτόν συναχτήκαμε να ακούσουμε».
Ένας μελαχρινός νεαρός, με κόκκινο σακάκι κι έναν επίδεσμο τυλιγμένο ολόγυρα στους κροτάφους του, κατέβαινε τα σκαλιά που ήταν στο πλάι της κοινής αίθουσας, με δεκανίκια με μαλακή επένδυση· το αριστερό μπατζάκι του φαρδιού παντελονιού του ήταν κομμένο και φαίνονταν κι άλλοι επίδεσμοι, που έδεναν την κνήμη του από τον αστράγαλο ως το γόνατο. Οι χωρικοί άρχισαν να μουρμουρίζουν, σαν να έβλεπαν κάτι θαυμαστό. Οι πλοίαρχοι συνέχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα· γούνες, ήταν το συμπέρασμα τους.
Ο Φέρλαν μπορεί να πίστευε ότι ο άντρας με το κόκκινο σακάκι θα έλεγε την ιστορία καλύτερα, αλλά προχώρησε και την είπε ο ίδιος. «Ο Άρχοντας Όρμπαν και ο Άρχοντας Γκαν, έχοντας μονάχα δέκα ακόλουθους, τα έβαλαν με είκοσι άγριους Αελίτες. Ναι, η μάχη ήταν σκληρή και αιματηρή, με πολλές πληγές, που δέχτηκαν και οι μεν και οι δε. Σκοτώθηκαν έξι βοηθοί, καλοί άνθρωποι και δεν έμεινε κανείς που να μην τραυματιστεί και χειρότερα απ’ όλους ο Άρχοντας Όρμπαν και ο Άρχοντας Γκαν, όμως έσφαξαν όλους τους Αελίτες, εκτός από εκείνους που το έβαλαν στα πόδια κι αυτόν που πάρθηκε αιχμάλωτος. Αυτός είναι που βλέπετε έξω, στην πλατεία, απ’ όπου δεν πρόκειται να προκαλέσει άλλα προβλήματα στα μέρη μας, τουλάχιστον όχι περισσότερα από τους νεκρούς».
«Είχατε προβλήματα με το Άελ σε αυτή την περιφέρεια;» ρώτησε η Μουαραίν.
Ο Πέριν αναρωτιόταν το ίδιο πράγμα, με αρκετή ανησυχία. Το γεγονός ότι κάποιοι, ακόμα, χρησιμοποιούσαν περιστασιακά τον όρο «κάνει σαν Αελίτης με μαύρο πέπλο» για να περιγράψουν κάποιον που ήταν βίαιος, μαρτυρούσε τις εντυπώσεις που είχε αφήσει πίσω του ο Πόλεμος του Άελ, ο οποίος, όμως, είχε τελειώσει πριν από είκοσι χρόνια και το Άελ δεν είχε εξορμήσει έκτοτε από την Ερημιά, όπως δεν είχε εξορμήσει και πριν από τον Πόλεμο. Μα έχω δει Αελίτη σε αυτή την πλευρά της Ραχοκοκαλιάς τον Κόσμου και τώρα βλέπω και δεύτερο.
Ο πανδοχέας έτριψε το φαλακρό κεφάλι του. «Α, όχι, αρχόντισσα, δεν είναι έτσι ακριβώς. Μα θα είχαμε, να είσαι βέβαια γι’ αυτό, με είκοσι άγριους να τριγυρνούν αδέσποτοι. Όλοι θυμούνται που σκότωναν και διαγούμιζαν και έκαιγαν, περνώντας από την Καιρχίν. Ακόμα κι από αυτό το χωριό πήγαν άντρες στη Μάχη των Λαμπερών Τειχών, όταν συγκεντρώθηκαν τα έθνη για να τους κόψουν την πορεία. Εγώ, προσωπικά, υπέφερα από θλάση στην πλάτη τον καιρό εκείνο κι έτσι δεν μπορούσα να πάω, αλλά τα θυμάμαι καλά, όπως και όλοι μας. Πώς ήρθαν εδώ οι Αελίτες, τόσο μακριά από τη δική τους γη, γιατί ήρθαν εδώ, δεν το ξέρω, αλλά ο Άρχοντας Όρμπαν και ο Άρχοντας Γκαν μας έσωσαν απ’ αυτούς». Ο κόσμος γύρω, με τα γιορτινά ρούχα, μουρμούρισε ότι συμφωνούσε.
Ο Όρμπαν αυτοπροσώπως διέσχισε τρεκλίζοντας την κοινή αίθουσα και έμοιαζε να μη βλέπει κανέναν, εκτός από τον πανδοχέα. Ο Πέριν μύρισε ξινό κρασί, πριν καν ο άλλος τους πλησιάσει. «Πού χάθηκε εκείνη η γριά με τα βότανά της, Φέρλαν;» απαίτησε να μάθει ο Όρμπαν με τραχιά φωνή. «Οι πληγές του Γκαν τον πονούνε και νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να ανοίξει στα δύο».
Ο Φέρλαν έσκυψε τόσο, που παραλίγο να αγγίξει το πάτωμα με το μέτωπο. «Ε, η Μητέρα Λιτς θα έρθει το πρωί, Άρχοντα Όρμπαν. Γεννητούρια, αφέντη. Αλλά είπε ότι έραψε τις πληγές σου και έβαλε κατάπλασμα. Το ίδιο έκανε και στον Άρχοντα Γκαν κι έτσι δεν χρειάζεται να ανησυχείς. Ε, Άρχοντα Όρμπαν, είμαι βέβαιος ότι θα σε φροντίσει μόλις ξημερώσει».
Ο άντρας με τους επιδέσμους μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του —που ξέφυγε από τα αυτιά των άλλων, αλλά όχι του Πέριν — ότι θα έπρεπε να περιμένει μια χωριάτισσα που «γεννοβολούσε σαν ζώο» και ότι τον είχε ράψει σαν «σακί με αλεύρι». Κοίταξε αλλού με το βλοσυρό, θυμωμένο βλέμμα του και φάνηκε να προσέχει για πρώτη φορά τους νεοφερμένους. Δεν έριξε δεύτερη ματιά στον Πέριν, κάτι για το οποίο ο Πέριν δεν ξαφνιάστηκε καθόλου. Τα μάτια του άνοιξαν λίγο όταν αντίκρισε τον Λόιαλ -έχει δει Ογκιρανό, σκέφτηκε ο Πέριν, αλλά δεν περίμενε να βρει κάποιον τέτοιο εδώ― και στένεψαν λίγο όταν κοίταξε τον Λαν -ξέρει πότε βλέπει μαχητή μπροστά τον και δεν τον αρέσει που είναι εδώ― και φωτίστηκαν καθώς έσκυβε για να κοιτάξει μέσα στην κουκούλα της Μουαραίν, αν και δεν ήταν αρκετά κοντά για να δει το πρόσωπό της.
Ο Πέριν αποφάσισε να μη σκεφτεί τίποτα γι’ αυτό, για ό,τι είχε να κάνει με μια Άες Σεντάι και έλπισε να μη δώσουν σημασία η Μουαραίν και ο Λαν, επίσης. Μια λάμψη στα μάτια του Προμάχου του είπε ότι αυτή η ελπίδα δεν θα έβγαινε αληθινή.
«Εσείς οι δώδεκα τα βάλατε με είκοσι Αελίτες;» ρώτησε ο Λαν με ουδέτερο τόνο.
Ο Όρμπαν ίσιωσε το κορμί με ένα μορφασμό. Με επιμελημένα ανέμελη φωνή, είπε: «Βέβαια, πρέπει να είσαι έτοιμος για τέτοια πράγματα όταν αναζητάς το Κέρας του Βαλίρ. Δεν ήταν η πρώτη τέτοια συνάντηση για τον Γκαν κι εμένα και δεν θα είναι η τελευταία, μέχρι να βρούμε το Κέρας. Αν το Φως λάμψει πάνω μας». Έτσι που τα έλεγε, θα ήταν αδιανόητο να πράξει διαφορετικά το Φως. «Δεν ήταν όλες οι μάχες μας με Αελίτες, φυσικά, αλλά υπάρχουν πάντα κάποιοι που θα ήθελαν να σταματήσουν τους Κυνηγούς, αν μπορούσαν. Εμένα και τον Γκαν δεν μας σταματά κάποιος τόσο εύκολα». Άλλο ένα μουρμουρητό επιδοκιμασίας ακούστηκε από τους χωρικούς. Ο Όρμπαν ίσιωσε κι άλλο το κορμί του.
«Έχασες έξι και πήρες έναν αιχμάλωτο». Από τη φωνή του Λαν, δεν ήταν σαφές αν η αναλογία ήταν καλή ή κακή.
«Βέβαια», είπε ο Όρμπαν, «σφάξαμε τους υπόλοιπους, εκτός από εκείνους που το έβαλαν στα πόδια. Το δίχως άλλο, τώρα κρύβουν τους νεκρούς τους· άκουσα ότι το συνηθίζουν. Οι Λευκομανδίτες βγήκαν και τους ψάχνουν, αλλά δεν πρόκειται να τους βρουν».
«Υπάρχουν Λευκομανδίτες εδώ;» ρώτησε κοφτά ο Πέριν.
Ο Όρμπαν του έριξε μια ματιά και για άλλη μια φορά δεν καταδέχτηκε να του δώσει σημασία. Απευθύνθηκε πάλι στον Λαν. «Οι Λευκομανδίτες πάντα χώνουν τη μύτη τους εκεί που ούτε τους θέλουν, ούτε τους έχουν ανάγκη. Ανίκανα τομάρια είναι όλοι τους. Βέβαια, μπορούν να ψάχνουν μέρες ολόκληρες με τα άλογά τους, αλλά αμφιβάλλω αν βρίσκουν έστω και τη σκιά τους».
«Κι εγώ αυτό λέω», είπε ο Λαν.
Ο άντρας με τον επίδεσμο έσμιξε τα φρύδια, σαν να μην καταλάβαινε τι ακριβώς εννοούσε ο Λαν και μετά στράφηκε ξανά στον πανδοχέα. «Βρες αυτή τη γριά, με άκουσες; Το κεφάλι μου πάει να σπάσει». Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον Λαν, απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια ένα-ένα, ενώ τον ακολουθούσαν μουρμουρητά θαυμασμού ― ένας Κυνηγός του Κέρατος, που είχε σκοτώσει Αελίτες.
«Ζωντανή πόλη». Η βαθιά φωνή του Λόιαλ τράβηξε πάνω του τα βλέμματα όλων. Με εξαίρεση τους καπετάνιους, οι οποίοι, απ’ όσο διέκρινε ο Πέριν, συζητούσαν για σκοινιά. «Όπου πάω, εσείς οι άνθρωποι κάνετε διάφορα, σας συμβαίνουν διάφορα, τρέχετε όλο φούρια. Πώς αντέχετε τόση έξαψη;»
«Α, φίλε Ογκιρανέ», είπε ο Φέρλαν, «είναι στο πετσί μας, εμείς οι άνθρωποι να θέλουμε έξαψη. Πόσο λυπάμαι που δεν είχα καταφέρει να πάω στα Λαμπερά Τείχη. Που να σας τα λέω, ήταν —»
«Τα δωμάτιά μας». Η Μουαραίν δεν ύψωσε τη φωνή της, αλλά τα λόγια της έκοψαν σαν μαχαίρι την ιστορία του πανδοχέα. «Ο Άτρα φρόντισε για δωμάτια, έτσι δεν είναι;»
«Α, αρχόντισσά μου, συγχώρεσε με. Μάλιστα, ο αφέντης Άτρα πράγματι έκλεισε δωμάτια. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ, αρχόντισσα. Από δω, αν έχεις την καλοσύνη. Αν θέλεις να με ακολουθήσεις». Με υποκλίσεις και ρεβεράντζες, ζητώντας συγγνώμη, φλυαρώντας δίχως τέλος, ο Φέρλαν τους οδήγησε στα σκαλιά.
Στο κεφαλόσκαλο, ο Πέριν κοίταξε πίσω. Άκουγε να μουρμουρίζουν «αρχόντισσα» και «Ογκιρανός» εκεί κάτω, ένιωθε όλα εκείνα τα βλέμματα, αλλά του φαινόταν ότι αισθανόταν περισσότερο δυο συγκεκριμένα μάτια, κάποιον να κοιτάζει όχι τη Μουαραίν και τον Λόιαλ, μα τον ίδιο.
Τα βρήκε αμέσως. Αφενός, στεκόταν χωριστά από τους υπόλοιπους και αφετέρου ήταν η μοναδική γυναίκα στην αίθουσα που δεν είχε πάνω της ούτε ίχνος δαντέλας. Το σκουρόγκριζο, σχεδόν μαύρο φόρεμά της ήταν απλό, σαν τα ρούχα των καπετάνιων, με πλατιά μανίκια και στενή φούστα, δίχως το παραμικρό στόλισμα ή κεντίδι. Όταν η γυναίκα σάλεψε, ο Πέριν είδε ότι το φόρεμα άνοιγε στη μέση, για να μπορεί να καβαλήσει άλογο και από τον ποδόγυρο ξεπρόβαλλαν μαλακές μπότες. Ήταν νεαρή —το πολύ στην ηλικία του, ίσως― και ψηλή για γυναίκα, με μαύρα μαλλιά που έπεφταν ως τους ώμους. Η μύτη της ήταν στο όριο να χαρακτηριστεί μεγάλη και χοντρή, τα χείλη της ήταν σαρκώδη, τα ζυγωματικά της ψηλά και τα μάτια της μαύρα και κάπως γερτά. Ο Πέριν δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν όμορφη ή όχι.
Μόλις κάρφωσε το βλέμμα του πάνω της, εκείνη γύρισε για να μιλήσει σε μια σερβιτόρα και δεν ξανακοίταξε τις σκάλες, αλλά ο Πέριν ήταν σίγουρος πως δεν είχε κάνει λάθος. Τον κοίταζε.