Γέρνοντας στην κουπαστή, ο Ματ παρακολουθούσε την περιτειχισμένη πόλη του Αρινγκίλ να ζυγώνει, καθώς τα κουπιά έσπρωχναν τον Γκρίζο Γλάρο προς τις μακριές αποβάθρες από πισσωμένους κορμούς. Προφυλαγμένες από τον άνεμο με ψηλά, πέτρινα τείχη που χώνονταν στο ποτάμι, οι αποβάθρες αυτές ξεχείλιζαν από κόσμο, ενώ ακόμα περισσότεροι άνθρωποι αποβιβάζονταν από μικρά και μεγάλα πλοία που ήταν δεμένα ολόγυρα. Κάποιοι έσπρωχναν καροτσάκια, κάποιοι έσερναν έλκηθρα ή αμαξάκια με μεγάλους τροχούς, αλλά ο περισσότεροι είχαν τα μπαγκάζια τους στην πλάτη. Δεν ήταν, όμως, όλοι βιαστικοί. Πολλοί άντρες και γυναίκες ζάρωναν ο ένας δίπλα στον άλλο γεμάτοι αβεβαιότητα και τα παιδιά κολλούσαν στα πόδια τους κλαίγοντας. Υπήρχαν στρατιώτες με κόκκινα σακάκια και αστραφτερούς θώρακες, που προσπαθούσαν να τους μετακινήσουν από τις αποβάθρες στην πόλη, αλλά οι περισσότεροι ήταν τόσο φοβισμένοι που δεν το κουνούσαν ρούπι.
Ο Ματ γύρισε και σκίασε τα μάτια του για να κοιτάξει το ποτάμι που άφηναν. Ο Ερινίν εδώ ήταν γεμάτος κίνηση, πιο πολύ από κάθε άλλο μέρος νότια της Ταρ Βάλον· φαίνονταν εκεί καμιά δωδεκαριά σκάφη, από ένα μακρύ πλοίο, σαν σφήνα, με μυτερή πλώρη, που ανέβαινε το ποτάμι κόντρα στο ρεύμα με την ώθηση που του εξασφάλιζαν δύο τριγωνικά πανιά, μέχρι ένα φαρδύ πλοίο με ίσια πλώρη και τετράγωνα πανιά, που ερχόταν ταλαντευόμενο από τα βόρεια.
Εντούτοις, σχεδόν τα μισά πλοία που διέκρινε ο Ματ δεν είχαν καμία σχέση με το εμπόριο του ποταμού. Δύο πλατιά σκάφη με άδεια καταστρώματα διέσχιζαν κάθετα το ποτάμι, με κατεύθυνση μια μικρότερη πόλη στην απέναντι όχθη, ενώ τρία άλλα πλησίαζαν αγκομαχώντας το Αρινγκίλ, με τις κουβέρτες πήχτρα ανθρώπους, σαν βαρέλια με ψάρια. Ο ήλιος που έδυε, απέχοντας ένα δάχτυλο από τον ορίζοντα, έριχνε μια σκιά σε ένα λάβαρο που ανέμιζε πάνω από την αντικρινή πόλη. Εκείνη η όχθη ήταν της Καιρχίν, αλλά ο Ματ δεν είχε ανάγκη να δει το λάβαρο για να καταλάβει ότι ήταν το Άσπρο Λιοντάρι του Άντορ. Είχε ακούσει αρκετές συζητήσεις στα λίγα Αντορανά χωριά όπου είχε σταματήσει βιαστικά ο Γκρίζος Γλάρος.
Κούνησε το κεφάλι. Τα πολιτικά δεν τον ενδιέφεραν. Αρκεί να μη μου ξαναπούν ότι είμαι Αντορανός, εξαιτίας ενός χάρτη. Που να καώ, μπορεί να θελήσουν να με βάλουν στον παλιοστρατό τους να πολεμήσω, αν χειροτερέψουν τα πράγματα με την Καιρχίν. Να ακολουθώ διαταγές. Φως μου! Ανατρίχιασε και στράφηκε πάλι προς το Αρινγκίλ. Οι ξυπόλητοι ναύτες του Γκρίζου Γλάρου ετοίμαζαν σκοινιά, για να τα πετάξουν στους εργάτες στις αποβάθρες.
Ο καπετάνιος Μάλια τον κάρφωνε με το βλέμμα, από κει πίσω, κοντά στο τιμόνι. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε πάψει στιγμή να προσπαθεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, να μάθει ποια ήταν η σημαντική αποστολή τους. Στο τέλος, ο Ματ του είχε δείξει τη σφραγισμένη επιστολή και του είχε πει ότι την πήγαινε στη Βασίλισσα, από την Κόρη-Διάδοχο. Ένα προσωπικό μήνυμα από μια κόρη στη μητέρα της· τίποτα παραπάνω. Ο Μάλια φάνηκε να είχε ακούσει μονάχα τις λέξεις «Βασίλισσα Μοργκέις».
Ο Ματ χαμογέλασε μόνος του. Σε μια βαθιά τσέπη του σακακιού του είχε δυο πουγκιά, πολύ πιο χοντρά τώρα απ’ ό,τι πριν, όταν επιβιβαζόταν στο πλοίο· και είχε αρκετά χύμα ψιλά για να γεμίσει άλλα δύο. Η τύχη του δεν ήταν τόσο καλή όσο εκείνη την πρώτη, παράξενη νυχτιά, που τα ζάρια και όλα τα άλλα είχαν τρελαθεί, αλλά ήταν καλούτσικη. Μετά την τρίτη νύχτα, ο Μάλια δεν προσπαθούσε πια να δείξει τη φιλικότητά του στοιχηματίζοντας, αλλά το σεντούκι με τα χρήματά του είχε ήδη ελαφρύνει. Στο Αρινγκίλ θα ελάφραινε κι άλλο. Ο Μάλια έπρεπε να ανανεώσει τις προμήθειές του —ο Ματ έριξε μια ματιά στον κόσμο που συνωστιζόταν στις αποβάθρες― αν μπορούσε, εδώ, με κάθε κόστος.
Το χαμόγελο έσβησε, καθώς ο νους του γύριζε πάλι στο γράμμα. Λίγος κόπος με μια καυτή λεπίδα μαχαιριού και η σφραγίδα με το χρυσό κρίνο είχε ξεκολλήσει. Δεν είχε βρει τίποτα· η Ηλαίην ήταν αφοσιωμένη στη μελέτη, προόδευε και ήταν ενθουσιασμένη που μάθαινε. Ήταν μια υπάκουη θυγατέρα και η Έδρα της Άμερλιν την είχε τιμωρήσει επειδή το είχε σκάσει και της είχε πει να μην ξαναμιλήσει ποτέ γι’ αυτό, έτσι η μητέρα της θα καταλάβαινε γιατί δεν μπορούσε να πει περισσότερα. Έλεγε ότι είχε προβιβαστεί σε Αποδεχθείσα κι αυτό ήταν υπέροχο, έτσι γρήγορα που είχε γίνει, της εμπιστεύονταν σημαντικότερα καθήκοντα και θα έπρεπε για λίγο να φύγει από την Ταρ Βάλον, στην υπηρεσία της ίδιας της Άμερλιν. Η μητέρα της δεν έπρεπε να ανησυχήσει.
Κι αυτή ωραία και καλά τα έλεγε στη Μοργκέις να μην ανησυχεί. Τα δύσκολα, όμως, τα είχε φορτώσει σε αυτόν. Αυτό το χαζό γράμμα πρέπει να ήταν η αιτία που τον κυνηγούσαν, αλλά ακόμα και ο Θομ δεν είχε κατορθώσει να βγάλει άκρη, αν και μουρμούριζε κάτι για «κρυπτογραφήματα» και «κώδικες» και «το Παιχνίδι των Οίκων».
Τώρα, ο Ματ είχε το γράμμα ασφαλές στη φόδρα του σακακιού του, είχε ξαναβάλει τη σφραγίδα και πρόθυμα θα στοιχημάτιζε ότι δεν θα το καταλάβαινε κανένας. Αφού κάποιος το ήθελε τόσο πολύ, που την πρώτη φορά δεν είχε διστάσει να καταφύγει σε απόπειρα δολοφονίας, δεν ήταν απίθανο να ξαναδοκιμάσει. Σον είπα ότι θα το παραδώσω, Νυνάβε, και θα το κάνω, όποιος κι αν πάει να με εμποδίσει. Έστω κι έτσι, είχε να πει δυο λογάκια σ’ αυτές τις τρεις ενοχλητικές γυναίκες, την επόμενη φορά που θα τις έβλεπε -αν τις ξαναδώ ποτέ. Φως μου, αυτό δεν το σκέφτηκα― και δεν θα χαίρονταν με αυτά που θα άκουγαν.
Καθώς οι ναύτες έριχναν τα σκοινιά στην αποβάθρα, ο Θομ ανέβηκε στο κατάστρωμα, με τις θήκες των οργάνων του στην πλάτη και τον μπόγο του στο χέρι. Παρ’ όλο που χώλαινε, ήρθε με αγέρωχο βήμα στην κουπαστή, τινάζοντας με μικρές, επιδεικτικές κινήσεις την άκρη του μανδύα του για να κάνει τα πολύχρωμα μπαλώματα να πεταρίσουν και φυσώντας με περισπούδαστο ύφος το μακρύ, λευκό μουστάκι του.
«Κανένας δεν μας βλέπει, Θομ», είπε ο Ματ. «Νομίζω ότι δεν θα πρόσεχαν καν ένα βάρδο, εκτός αν είχε φαΐ στα χέρια».
Ο Θομ κοίταξε τις αποβάθρες. «Φως μου! Είχα ακούσει ότι ήταν άσχημη η κατάσταση, αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο! Οι φουκαράδες. Οι μισοί μοιάζουν να λιμοκτονούν. Μπορεί απόψε να μας κοστίσει το ένα πουγκί σου για να βρούμε δωμάτιο. Και το άλλο θα πάει για φαγητό, αν συνεχίσεις να τρως με τον ίδιο τρόπο. Σχεδόν μου ερχόταν αναγούλα που σε έβλεπα. Κάνε ότι τρως έτσι εδώ πέρα, μπροστά σε κόσμο και μπορεί να σου σερβίρουν τα μυαλά σου βουτυρωμένα».
Ο Ματ απλώς του χαμογέλασε.
Ο Μάλια κατέβηκε βαριά στο κατάστρωμα, τραβώντας την άκρη του γενιού του, ενώ ο Γκρίζος Γλάρος αγκυροβολούσε. Οι ναύτες έτρεξαν να στήσουν μια σανιδόσκαλα κι ο Σάνορ κάθισε φρουρός, με τα βαριά μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος, σε περίπτωση που το μελίσσι στις αποβάθρες προσπαθούσε να ανέβει στο πλοίο. Κανένας δεν το δοκίμασε.
«Θα με αφήσεις εδώ, λοιπόν», είπε ο Μάλια στον Ματ. Το χαμόγελο του καπετάνιου δεν ήταν αυθόρμητο, όπως άλλες φορές. «Είσαι βέβαιος ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω; Που να καεί η ψυχή μου, πρώτη φορά βλέπω τέτοιον όχλο! Αυτοί οι στρατιώτες θα έπρεπε να αδειάσουν τις αποβάθρες —με το σπαθί, εν ανάγκη!― για να μπορέσει ο τίμιος έμπορος να κάνει τη δουλειά του. Ίσως ο Σάνορ μπορέσει να ανοίξει δρόμο ανάμεσα σ’ αυτούς τους άθλιους, μέχρι το πανδοχείο σας».
Για να ξέρεις πού θα μείνουμε; Δεν νομίζω. «Σκεφτόμουν να φάω πριν βγω στη στεριά και ίσως να έπαιζα καμιά παρτίδα ζάρια, για να περάσει η ώρα». Ο Μάλια άσπρισε. «Αλλά νομίζω ότι θα ήθελα να έχω σταθερό έδαφος κάτω από την πόδια μου την επόμενη φορά που θα φάω. Θα σε αφήσουμε τώρα, λοιπόν, καπετάνιε. Το ταξίδι ήταν ευχάριστο».
Ενώ στο πρόσωπο του καπετάνιου η ανακούφιση πάλευε με την ανησυχία, ο Ματ μάζεψε τα πράγματά του από το κατάστρωμα και, χρησιμοποιώντας την πολεμική του ράβδο για ραβδί πεζοπορίας, πλησίασε τη σανιδόσκαλα μαζί με τον Θομ. Ο Μάλια τους ακολούθησε ως την αρχή της σανιδόσκαλας, μουρμουρίζοντας πόσο λυπόταν για την αναχώρησή τους με τόνο που από ειλικρινής γινόταν ψεύτικος και ύστερα πάλι ειλικρινής. Ο Ματ ήταν βέβαιος ότι ο άλλος δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να ανέβει στην υπόληψη του Υψηλού Άρχοντα Σάμον, μαθαίνοντας λεπτομέρειες για ένα σύμφωνο μεταξύ Άντορ και Ταρ Βάλον.
Καθώς ο Ματ και ο βάρδος άνοιγαν δρόμο ανάμεσα από το πλήθος, ο Θομ μουρμούρισε: «Ξέρω ότι ο άνθρωπος είναι κάθε άλλο παρά συμπαθητικός, αλλά εσύ γιατί έπρεπε να τον τσιγκλάς; Δεν σου έφτασε που έφαγες όλα του τα τρόφιμα, που υπολόγιζε να του φτάσουν ως το Δάκρυ;»
«Τις δύο τελευταίες μέρες δεν τα έτρωγα όλα». Η πείνα είχε χαθεί έτσι απλά ένα πρωί, προς μεγάλη του ανακούφιση. «Τα πετούσα από την κουπαστή και ήταν πολύ δύσκολο, επειδή πρόσεχα να μη με δει κανείς». Ανάμεσα σε αυτά τα κοκαλιάρικα πρόσωπα, που πολλά ανήκαν σε παιδιά, τούτο δεν φαινόταν πια τόσο αστείο. «Του Μάλια του άξιζε η κοροϊδία. Τι λες για εκείνο το πλοίο χθες; Εκείνο που είχε κολλήσει σε λασποΰφαλο, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Θα μπορούσε να σταματήσει και να βοηθήσει, αλλά δεν ήθελε ούτε να πλησιάσει, όσο κι αν φώναζαν οι άλλοι». Μπροστά τους ήταν μια γυναίκα με μακριά, μαύρα μαλλιά, που μπορεί να ήταν και όμορφη, αν δεν φαινόταν τόσο κατάκοπη, η οποία κοίταζε στο πρόσωπο κάθε άντρα που την περνούσε, σαν να έψαχνε για κάποιον ένα αγόρι, που έφτανε ως τη μέση της και δύο κορίτσια λίγο πιο μικρά κρέμονταν από πάνω της, όλα κλαίγοντας. «Έλεγε και ξανάλεγε για ληστές του ποταμού και παγίδες. Εμένα δεν μου φάνηκε για παγίδα, πάντως».
Ο Θομ έκανε μια απότομη στροφή γύρω από ένα αμαξάκι με μεγάλους τροχούς —είχε σκέπασμα από μουσαμά κι εκεί πάνω ήταν δεμένο ένα κλουβί με δύο γουρουνάκια που στρίγκλιζαν― και παραλίγο να σκοντάψει σε ένα έλκηθρο, το οποίο έσερναν ένας άντρας και μια γυναίκα. «Ενώ εσύ τρέχεις να βοηθήσεις τους άλλους όποτε χρειαστεί, έτσι δεν είναι; Παράξενο που μου διέφυγε αυτό».
«Βοηθάω όσους μπορούν να πληρώσουν», είπε με σταθερή φωνή ο Ματ. «Μόνο κάτι βλάκες στα παραμύθια κάνουν πράγματα χωρίς ανταπόδοση».
Τα δύο κοριτσάκια κλαψούριζαν στα φουστάνια της μητέρας τους, ενώ το αγόρι πάλευε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Το βλέμμα μέσα στις βαθουλωμένες κόχες της γυναίκας σταμάτησε για μια στιγμή στον Ματ, μελετώντας το πρόσωπό του και μετά συνέχισε αλλού· έδειχνε κι αυτή σαν να ήθελε να κλάψει. Από μια παρόρμηση, έβγαλε μια χούφτα νομίσματα από την τσέπη, χωρίς να δει τι ήταν και τα έβαλε στο χέρι της. Εκείνη τινάχτηκε έκπληκτη, κοίταξε το χρυσάφι και το ασήμι στο χέρι της με μια έκφραση απορίας, που γρήγορα έγινε χαμόγελο και άνοιξε το στόμα, ενώ δάκρυα ευγνωμοσύνης ξεχείλιζαν από τα μάτια της.
«Πάρ’ τους κάτι να φάνε», της είπε ο Ματ γοργά και βιάστηκε να φύγει, πριν η γυναίκα μιλήσει. Πρόσεξε τον Θομ, που τον παρατηρούσε. «Τι κοιτάζεις; Από λεφτά άλλο τίποτα, αρκεί να βρω κάποιον που να θέλει να παίξει ζάρια». Ο Θομ ένευσε αργά, αλλά ο Ματ δεν ήξερε αν τον είχε πείσει. Τα παλιόπαιδα, μου τσιγκλούσαν τα νεύρα με το κλάμα τους, αυτό είναι όλο. Ο βλάκας ο βάρδος τώρα θα νομίζει ότι θα μοιράζω χρυσάφι σε όποιο αδέσποτο βρω μπροστά μου. Βλάκα! Για μια αμήχανη στιγμή, δεν ήταν βέβαιος αν με αυτό το τελευταίο εννοούσε τον Θομ ή τον εαυτό του.
Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του κι απέφευγε να κοιτάζει πρόσωπα, παρά μόνο φευγαλέα, ώσπου βρήκε εκείνο που έψαχνε, στην αρχή της αποβάθρας. Εκεί στεκόταν ένας στρατιώτης δίχως κράνος, με θώρακα και κόκκινο σακάκι, που έλεγε στους ανθρώπους να προχωρήσουν προς την πόλη· έμοιαζε με ψημένο διμοιρίτη, έμπειρο ηγέτη δύναμης περίπου δέκα αντρών. Όπως μισόκλεινε τα μάτια στον ήλιο που έδυε, θύμιζε στον Ματ τον Ούνο, αν και αυτός εδώ δεν ήταν μονόφθαλμος. «Προχωρήστε», φώναζε με βραχνή φωνή. «Απαγορεύεται να στέκεστε εδώ. Προχωρήστε. Πηγαίνετε στην πόλη».
Ο Ματ σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το στρατιώτη και χαμογέλασε. «Με συγχωρείς, λοχαγέ, αλλά μήπως μπορείς να μου πεις πού θα βρω ένα αξιοπρεπές πανδοχείο; Κι ένα στάβλο που να έχει καλά άλογα για πούλημα. Έχουμε να κάνουμε πολύ δρόμο όταν ξημερώσει».
Ο στρατιώτης τον κοίταξε από την κορφή ως τα νύχια, εξετάζοντας τον Θομ με το μανδύα βάρδου που φορούσε και ύστερα ξανακοίταξε τον Ματ. «Λοχαγέ, ε; Αγόρι μου, πρέπει να έχεις την τύχη του Σκοτεινού για να βρεις έστω και στάβλο να κοιμηθείς. Οι πιο πολλοί απ’ αυτό το λεφούσι θα κοιμηθούν πλάι σε φράχτες. Κι αν βρεις άλογο που δεν το έσφαξαν για να το μαγειρέψουν, θα πρέπει να πολεμήσεις με τον ιδιοκτήτη του για να σου το πουλήσει».
«Άλογα για φαΐ!» μουρμούρισε με αηδία ο Θομ. «Τόσο δύσκολα πάνε τα πράγματα σε αυτή την όχθη; Δεν στέλνει η Βασίλισσα τρόφιμα;»
«Είναι δύσκολα, βάρδε». Ο στρατιώτης πήρε μια έκφραση σαν να ήθελε να φτύσει. «Πολύς κόσμος περνά το ποτάμι και οι μύλοι δεν προφταίνουν να αλέθουν αλεύρι, ούτε τα κάρα να κουβαλάνε τρόφιμα από τα αγροκτήματα. Αύριο θα απαγορεύσουμε τη διέλευση του ποταμού και όσοι προσπαθήσουν να περάσουν, θα τους γυρίσουμε πίσω». Κοίταξε με σκοτεινό βλέμμα τους ανθρώπους που συνωθούνταν στο μόλο, σαν να ήταν δικό τους το λάθος και μετά κοίταξε με το ίδιο σκληρό βλέμμα τον Ματ. «Εμποδίζεις εδώ πέρα, ταξιδιώτη. Προχώρα». Η φωνή του δυνάμωσε πάλι, καθώς απευθυνόταν στον κόσμο γύρω του. «Προχωράτε! Απαγορεύεται να στέκεστε εδώ! Προχωράτε!»
Ο Ματ και ο Θομ ακολούθησαν το ρεύμα αυτής της θάλασσας από ανθρώπους, καρότσια και έλκηθρα, που κυλούσε προς τις πύλες της πόλης. Μπήκαν στο Αρινγκίλ.
Οι κεντρικοί δρόμοι ήταν στρωμένοι με ίσιες, γκρίζες πλάκες, αλλά το πλήθος ήταν τόσο πυκνό, που δεν έβλεπες τις πέτρες κάτω από τις μπότες σου. Οι περισσότεροι έμοιαζαν να προχωρούν άσκοπα, δίχως να έχουν πού να πάνε· κάποιοι είχαν εγκαταλείψει την προσπάθεια και ζάρωναν αποθαρρυμένοι στις άκρες του δρόμου, ενώ όσοι ήταν τυχεροί, είχαν τα πράγματά τους μπροστά τους ή έσφιγγαν στην αγκαλιά ό,τι πολύτιμο είχαν περισώσει. Ο Ματ είδε τρεις άντρες να κρατάνε ρολόγια, καθώς καμιά δεκαριά ακόμα με ασημένια κύπελλα ή δίσκους. Οι γυναίκες έσφιγγαν στον κόρφο τα παιδιά τους κυρίως. Μια οχλοβοή πλανιόταν στον αέρα, ένα χαμηλό, δίχως λόγια, μουρμούρισμα ανησυχίας. Ο Ματ άνοιγε δρόμο ανάμεσα από το πλήθος κατσουφιασμένος, ψάχνοντας για ταμπέλες πανδοχείων. Υπήρχαν κάθε λογής κτίρια, από ξύλο, πέτρα ή τούβλα, το ένα κολλητά στο άλλο, με στέγες από κεραμίδι, καλάμια, ή από πλάκες σχιστόλιθου.
«Δεν είναι έτσι η Μοργκέις», είπε ύστερα από ώρα ο Θομ, σχεδόν μονολογώντας. Τα φουντωτά φρύδια του ήταν χαμηλωμένα, σαν λευκό βέλος που σημάδευε τη μύτη του.
«Έτσι πώς;» ρώτησε αφηρημένα ο Ματ.
«Που απαγορεύει τη διέλευση. Που στέλνει πίσω τον κόσμο. Ανέκαθεν ήταν νευρικό πλάσμα, αλλά είχε και καρδιά, που συμπονούσε τους φτωχούς και τους πεινασμένους». Κούνησε το κεφάλι.
Ο Ματ, τότε, είδε μια ταμπέλα —ο Ποταμίσιος, έγραφε και έδειχνε έναν ξυπόλητο, χωρίς πουκάμισο, να χορεύει τζιγκ― και έστριψε προς τα κει, ανοίγοντας ένα λοξό δρόμο ανάμεσα από το πλήθος με τη ράβδο του. «Αυτή θα το είπε. Ποιος άλλος; Ξέχνα τη Μοργκέις, Θομ. Έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι το Κάεμλυν. Πρώτα, όμως, πρέπει να δούμε πόσο χρυσάφι θα χρειαστούμε για να βρούμε κρεβάτι απόψε».
Η κοινή αίθουσα του Ποταμίσιου ήταν πήχτρα κόσμο, όσο κι ο δρόμος απ’ έξω κι όταν ο πανδοχέας άκουσε τι ήθελε ο Ματ, γέλασε τόσο δυνατά, που τα σαγόνια του έτριξαν. «Τώρα τους κοιμίζω τέσσερις σε κάθε κρεβάτι. Η ίδια μου η μάνα να ερχόταν, δεν θα μπορούσα να της δώσω ούτε κουβέρτα πλάι στη φωτιά».
«Όπως πρέπει να πρόσεξες», είπε ο Θομ, με φωνή που είχε αποκτήσει εκείνη την ηχηρή ένταση, «είμαι βάρδος. Σίγουρα θα βρεις τουλάχιστον ξυλοκρέβατα σε μια γωνιά και σε αντάλλαγμα θα ψυχαγωγήσω τους πελάτες σου, λέγοντας ιστορίες, καταπίνοντας φωτιά και κάνοντας ταχυδακτυλουργικά». Ο πανδοχέας του γέλασε κατάμουτρα.
Όταν ο Ματ τον τράβηξε πίσω στο δρόμο, ο Θομ μούγκρισε με τη φυσιολογική φωνή του: «Δεν μου έδωσες μια ευκαιρία να ρωτήσω για το στάβλο του. Σίγουρα θα μας εξασφάλιζα το λιγότερο μια θέση στο πατάρι με το σανό».
«Κοιμήθηκα σε αρκετούς στάβλους και αχυρώνες από τότε που άφησα το Πεδίο του Έμοντ», του είπε ο Ματ, «όπως και κάτω από αρκετούς θάμνους. Θέλω κρεβάτι».
Αλλά και στα επόμενα τέσσερα πανδοχεία που βρήκε, ο πανδοχέας του έδινε την ίδια απάντηση με τον πρώτο· στα δύο τελευταία παραλίγο να τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές, όταν πρότεινε να παίξουν ζάρια για ένα κρεβάτι. Κι όταν ο ιδιοκτήτης του πέμπτου του είπε ότι δεν θα μπορούσε να δώσει ξυλοκρέβατο ούτε ακόμα και στην ίδια τη Βασίλισσα —κι αυτό σε ένα μέρος που λεγόταν η Καλή Βασίλισσα― τότε αναστέναξε και είπε: «Ο στάβλος σου, τότε; Σίγουρα θα μπορούμε να κοιμηθούμε στο πατάρι, με το ανάλογο αντίτιμο».
«Ο στάβλος μου είναι για άλογα», είπε ο στρογγυλοπρόσωπος πανδοχέας, «όχι ότι έχουν μείνει πολλά στην πόλη». Καθώς μιλούσε, γυάλιζε ένα ασημένιο κύπελλο· άνοιξε το πορτάκι ενός ρηχού ντουλαπιού, που στηριζόταν πάνω σε μια βαθιά συρταριέρα και το έβαλε μαζί με τα άλλα· δεν υπήρχαν δύο όμοια μεταξύ τους. Πάνω στη ραφιέρα υπήρχε μια ζαροθήκη από επεξεργασμένο δέρμα, λίγο πιο μπροστά από την τροχιά που διέγραφαν οι πόρτες του ντουλαπιού ανοίγοντας. «Δεν βάζω ανθρώπους εκεί που μπορεί να τρομάξουν τα άλογα και ίσως να τα κλέψουν, κιόλας. Αυτοί που με πληρώνουν για να σταβλίσω τα άλογά τους τα θέλουν περιποιημένα και, επίσης, έχω και δύο δικά μου εκεί μέσα. Δεν υπάρχουν κρεβάτια στο στάβλο μου για εσάς».
Ο Ματ κοίταξε σκεφτικός τη ζαροθήκη. Έβγαλε μια χρυσή Αντορανή κορώνα από την τσέπη του και την ακούμπησε πάνω στη ραφιέρα. Το επόμενο νόμισμα ήταν ένα ασημένιο μάρκο της Ταβόλιν, ύστερα ένα χρυσό και μετά μια χρυσή Δακρινή κορώνα. Ο πανδοχέας κοίταξε τα νομίσματα και έγλειψε τα παχουλά χείλη του. Ο Ματ πρόσθεσε δύο ασημένια Ιλιανά μάρκα, άλλη μια χρυσή Αντορανή κορώνα και κοίταξε το στρογγυλοπρόσωπο άντρα. Ο πανδοχέας δίστασε. Ο Ματ άπλωσε το χέρι στα νομίσματα. Το χέρι του πανδοχέα έφτασε πρώτο.
«Ίσως οι δυο σας, μόνοι, να μην αποτελούσατε μεγάλη ενόχληση για τα άλογα».
Ο Ματ του χαμογέλασε. «Μιας και μιλάμε για άλογα, πόσο κοστίζουν τα δύο τα δικά σου; Με σέλες και γκέμια, φυσικά».
«Δεν πουλάω τα άλογά μου», είπε ο πανδοχέας, σφίγγοντας τα νομίσματα στο στήθος.
Ο Ματ πήρε τη ζαροθήκη και την κούνησε. «Τα διπλά για τα άλογα, τις σέλες και τα χάμουρά τους». Χτύπησε την τσέπη του σακακιού του, για να κουδουνίσουν τα νομίσματα και να δείξει ότι μπορούσε να καλύψει το στοίχημα. «Μία ζαριά δική μου κι εσύ ρίξε δύο. Μετράει η καλύτερη». Παραλίγο να γελάσει, βλέποντας την απληστία να φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπο του πανδοχέα.
Όταν ο Ματ μπήκε στο στάβλο, το πρώτο που έκανε ήταν να ψάξει τα έξι παχνιά που είχαν άλογα για να βρει ένα ζευγάρι καφέ μουνούχια. Δεν είχαν τίποτα το ξεχωριστό αυτά τα ζώα, αλλά ήταν δικά του. Ήθελαν πολύ και προσεκτικό ξύστρισμα, αλλά κατά τα άλλα έμοιαζαν να είναι σε καλή κατάσταση, ειδικά αν υπολόγιζες ότι όλοι οι σταβλίτες, εκτός από έναν, το είχαν σκάσει. Ο πανδοχέας ήταν άκρως επικριτικός προς τις διαμαρτυρίες που είχαν διατυπώσει, σύμφωνα με τις οποίες δεν μπορούσαν πια να ζήσουν με τα χρήματα που τους πλήρωνε και θεωρούσε εγκληματικό ότι ο ένας, που είχε απομείνει, είχε το θράσος να πει ότι θα πήγαινε σπίτι του να κοιμηθεί, επειδή είχε κουραστεί κάνοντας τη δουλειά τριών ατόμων.
«Πέντε εξάρια», μουρμούρισε πίσω του ο Θομ. Η ματιά που έριξε ολόγυρα στο στάβλο δεν έδειχνε την ικανοποίηση που θα ήταν αναμενόμενη, δεδομένου ότι πρώτος αυτός το είχε προτείνει. Στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, που έμπαιναν από τις μεγάλες πόρτες, άστραφταν κόκκοι σκόνης και τα σκοινιά που χρησιμοποιούσαν για να ανεβάζουν δεμάτια σανού κρέμονταν από τροχαλίες στα δοκάρια, σαν κλήματα. Το πατάρι με το σανό ήταν χαμένο στο ζόφο εκεί ψηλά. «Όταν έριξε τέσσερα εξάρια και ένα πέντε στη δεύτερη ζαριά του, πίστεψε ότι σίγουρα θα έχανες, το ίδιο κι εγώ. Τώρα τελευταία δεν κερδίζεις με την κάθε ζαριά».
«Κερδίζω αρκετά συχνά». Ο Ματ ένιωθε ανακούφιση που δεν κέρδιζε κάθε φορά. Ήταν καλό πράγμα η τύχη, αλλά κάθε φορά που θυμόταν εκείνη τη βραδιά, ένιωθε ένα ρίγος να κατηφορίζει την πλάτη του. Πάντως, για μια στιγμή, καθώς κουνούσε τη ζαροθήκη, σχεδόν ήξερε τι θα έδειχναν οι βουλίτσες. Καθώς έριχνε τη ράβδο στο πατάρι, ακούστηκε ένας κεραυνός στον ουρανό. Σκαρφάλωσε γοργά τη σκάλα, μιλώντας στον Θομ. «Ήταν καλή ιδέα. Νόμιζα θα χαιρόσουν που γλίτωσες τη βροχή απόψε».
Ο περισσότερος σανός ήταν σε δεμάτια στοιβαγμένα στους τοίχους, αλλά κάτω υπήρχε πεσμένος αρκετός. Ρίχνοντας από πάνω το μανδύα του, ο Ματ κατάφερε να φτιάξει ένα κρεβάτι. Ο Θομ εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας, καθώς ο Ματ έβγαζε από το δερμάτινο δισάκι του δύο καρβέλια ψωμί και ένα κομμάτι τυρί με πράσινες φλέβες. Ο πανδοχέας —το όνομά του ήταν Τζέραλ Φλόρυ― τα είχε αποχωριστεί με αντάλλαγμα μερικά νομίσματα, τα οποία θα έφταναν για να αγοράσει κανείς άλογο σε πιο ειρηνικούς καιρούς. Άρχισαν να τρώνε, καθώς η βροχή έδερνε τη στέγη και ξέπλυναν το στόμα με νερό από τα παγούρια τους —ο Φλόρυ δεν είχε κρασί με οποιοδήποτε τίμημα― και όταν τελείωσαν, ο Θομ έβγαλε την ίσκα και την τσακμακόπετρα, γέμισε ταμπάκ την μακριά πίπα του και έγειρε πίσω για να καπνίσει.
Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα χαζεύοντας τη γεμάτη σκιές οροφή, ενώ αναρωτιόταν αν η βροχή θα κόπαζε πριν από το ξημέρωμα —ήθελε το συντομότερο δυνατόν να ξεφορτωθεί το γράμμα από τα χέρια του― όταν άκουσε μέσα στο στάβλο να τρίζει ένας άξονας τροχού. Κύλησε στο χείλος του παταριού και κοίταξε χαμηλότερα. Το σούρουπο κρατούσε ακόμα και τον βοήθησε να δει.
Μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα άφηνε κάτω τις λαβές από το αμαξάκι της με τους μεγάλους τροχούς, το οποίο είχε σύρει μέσα στο στάβλο, μακριά από τη βροχή· κατέβασε το μανδύα της και άρχισε να μονολογεί χαμηλόφωνα, καθώς τον τίναζε για να φύγουν τα νερά. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε πλήθος μικρών κοτσίδων και το μεταξωτό φόρεμά της —του φάνηκε ότι είχε λαχανί χρώμα― ήταν περίτεχνα κεντημένο στον κόρφο της. Το φόρεμα κάποτε ήταν πολυτελές, αλλά τώρα ήταν κουρελιασμένο και λεκιασμένο. Έτριψε την πλάτη της και συνεχίζοντας το χαμηλόφωνο μονόλογό της, έτρεξε στις πόρτες του στάβλου για να κοιτάξει έξω τη βροχή. Εξίσου βιαστικά, έσκυψε για να κλείσει τις μεγάλες πόρτες, αφήνοντας το στάβλο στο σκοτάδι. Από κάτω ακούστηκε ένα θρόισμα, ένα «κλικ» και ένα πάφλασμα και ξαφνικά μια μικρή φλόγα άνθισε σε ένα φανάρι στα χέρια της. Κοίταξε ολόγυρα, βρήκε ένα κρεμαστάρι στον πάσσαλο ενός παχνιού, κρέμασε το φανάρι και πήγε να ψάξει κάτι στο δεμένο μουσαμά που σκέπαζε το αμαξάκι της.
«Γρήγορα το έκανε», είπε ο Θομ με μαλακή φωνή, χωρίς να βγάλει την πίπα από το στόμα. «Θα μπορούσε να βάλει φωτιά στο στάβλο, έτσι που χτυπούσε την τσακμακόπετρα στα σκοτεινά».
Η γυναίκα βρήκε μια γωνιά ψωμί κι άρχισε να τη ροκανίζει με έναν τρόπο που έδειχνε ότι ήταν ξερή. Η πείνα της, όμως, δεν φαινόταν να δίνει σημασία σε αυτό.
«Έμεινε καθόλου τυρί;» ψιθύρισε ο Ματ. Ο Θομ κούνησε το κεφάλι.
Η γυναίκα οσμίστηκε τον αέρα και ο Ματ κατάλαβε ότι, μάλλον, είχε διακρίνει τον καπνό από το ταμπάκ του Θομ. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να αναγγείλει την παρουσία τους, όταν ξανάνοιξε μια από τις πόρτες του στάβλου.
Η γυναίκα ζάρωσε, έτοιμη να το βάλει στα πόδια, καθώς τέσσερις άντρες έμπαιναν από τη βροχή κι έβγαζαν τους βρεγμένους μανδύες τους, για να αποκαλύψουν ανοιχτόχρωμα σακάκια με πλατιά μανίκια και κεντίδια στο στήθος, καθώς και φαρδιά παντελόνια, κεντητά στα μπατζάκια. Τα ρούχα τους ήταν φανταχτερά και όλοι τους ήταν μεγαλόσωμοι, με βλοσυρή έκφραση.
«Έτσι, λοιπόν, Αλούντρα», είπε ένας άντρας με κίτρινο σακάκι, «δεν πήγες όσο μακριά νόμιζες όταν το έσκαγες, έτσι δεν είναι;» Η προφορά του ήχησε παράξενη στα αυτιά του Ματ.
«Ταμούζ», είπε η γυναίκα σαν να καταριόταν. «Δεν αρκεί που αποπέμφθηκα από τη Συντεχνία χάρη στις γκάφες σου, άμυαλο ζώο, αλλά τώρα με παίρνεις και στο κυνήγι». Είχε κι αυτή την ίδια παράξενη λαλιά. «Λες να χαίρομαι βλέποντάς σε;»
Εκείνος που λεγόταν Ταμούζ γέλασε. «Είσαι πολύ ανόητη, Αλούντρα, αυτό πάντα το ήξερα. Αν απλώς είχες φύγει, θα μπορούσες να ζήσεις πολλά χρόνια από τη ζωή σου σε κάποιο ήσυχο μέρος. Αλλά δεν μπορούσες να ξεχάσεις τα μυστικά στο μυαλό σου, έτσι δεν είναι; Τι πίστευες, πως δεν θα μαθαίναμε ότι προσπαθούσες να βγάλεις το ψωμί σου κάνοντας αυτό που μονάχα η Συντεχνία έχει δικαίωμα να κάνει;» Ξαφνικά, φάνηκε μια λεπίδα μαχαιριού στο χέρι του. «Θα είναι μεγάλη χαρά μας να σου κόψουμε το λαρύγγι, Αλούντρα».
Ο Ματ δεν είχε καν αντιληφθεί ότι είχε σηκωθεί όρθιος, παρά μόνο όταν χιμούσε από το πατάρι κρατώντας ένα από τα κουλουριασμένα σχοινιά που κρέμονταν από τη στέγη. Που να καώ για τη βλακεία μου!
Πρόφτασε μόνο να σχηματίσει αυτή τη βιαστική σκέψη και μετά είχε πέσει πάνω στους μανδυοφορεμένους άντρες, σκορπίζοντάς τους σαν κορύνες σε παιχνίδι μπόουλινγκ. Τα σκοινιά γλίστρησαν από τα χέρια του και σωριάστηκε κάτω, κουτρουβαλώντας και ο ίδιος στο γεμάτο σανό πάτωμα, με τα νομίσματα να χύνονται από τις τσέπες του. Σταμάτησε κόντρα σε ένα παχνί. Όταν σηκώθηκε, έπειτα από μεγάλη προσπάθεια, είχαν αρχίσει να σηκώνονται και οι άλλοι τέσσερις. Και τώρα όλοι κρατούσαν μαχαίρια. Φωτοκατάρατε βλάκα! Που να καώ! Να καώ!
«Ματ!»
Σήκωσε το βλέμμα και ο Θομ του πέταξε τη ράβδο. Την άρπαξε στον αέρα, μόλις προφταίνοντας να τινάξει τη λεπίδα από τη γροθιά του Ταμούζ και να του καταφέρει ένα ηχηρό χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού. Ο άλλος σωριάστηκε χάμω, αλλά οι τρεις που είχαν μείνει, έρχονταν στο κατόπι του· μέσα σε μια αγωνιώδη στιγμή, ο Ματ μόλις που κατόρθωσε, στριφογυρνώντας τη ράβδο του, να αποκρούσει τις λεπίδες τους, χτυπώντας γόνατα, αστραγάλους, παίδια και, στο τέλος, να σημαδέψει με δύναμη τα κεφάλια τους. Όταν έπεσε και ο τελευταίος, στάθηκε κοιτάζοντάς τους για μια στιγμή και μετά έστρεψε το άγριο βλέμμα του στη γυναίκα. «Ήταν ανάγκη να διαλέξεις αυτό το στάβλο για να σε δολοφονήσουν;»
Εκείνη έχωσε ξανά ένα εγχειρίδιο με λεπτή λεπίδα στη θήκη της ζώνης της. «Θα σε βοηθούσα, αλλά φοβήθηκα μη με πάρεις για καμιά απ’ αυτούς τους γελοίους, αν πλησίαζα με ατσάλι στο χέρι. Επίσης, διάλεξα αυτό το στάβλο επειδή η βροχή είναι υγρή και το ίδιο κι εγώ και κανένας δεν παρακολουθούσε αυτό το μέρος».
Ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο του είχε φανεί αρχικά, τουλάχιστον δέκα ή δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη του, αλλά ακόμα κι έτσι ήταν όμορφη, με μεγάλα, μαύρα μάτια και μικρό, σαρκώδες στόμα, που έμοιαζε έτοιμο να σφιχτεί παραπονιάρικα. Ή σαν να ετοιμάζεται για φιλί. Άφησε ένα γελάκι και έγειρε στη ράβδο του. «Ε, ό,τι έγινε, έγινε. Φαντάζομαι ότι δεν ήθελες να μας βάλεις σε μπελάδες».
Ο Θομ κατέβαινε από το πατάρι αδέξια, εξαιτίας του ποδιού του και η Αλούντρα τον κοίταξε και μετά έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον Ματ. Ο βάρδος είχε ξαναφορέσει το μανδύα του ― σπάνια άφηνε κάποιον να τον δει χωρίς αυτόν, ειδικά όταν ήταν για πρώτη φορά. «Είναι σαν παραμύθι», είπε η γυναίκα. «Με έσωσαν ένας βάρδος και ένας νεαρός ήρωας» ―σμίγοντας τα φρύδια, κοίταξε τους άντρες που κείτονταν στο δάπεδο του στάβλου― «απ’ αυτούς, που είχαν γουρούνια για μητέρες!»
«Γιατί ήθελαν να σε σκοτώσουν;» ρώτησε ο Ματ. «Κάτι είπε ο ένας για μυστικά».
Ο Θομ είπε με την επιδεικτική φωνή του: «Τα μυστικά της κατασκευής πυροτεχνημάτων, εκτός αν λαθεύω. Δεν είσαι Φωτοδότρια;» Υποκλίθηκε αριστοκρατικά, με ένα εντυπωσιακό στροβίλισμα του μανδύα του. «Είμαι ο Θομ Μέριλιν. Βάρδος, όπως είδες». Και σαν να ήταν κάτι δευτερεύον, πρόσθεσε: «Κι αυτός είναι ο Ματ, ένας νεαρός με κλίση στο να μπλέκει σε μπελάδες».
«Ήμουν Φωτοδότρια», είπε δαγκωμένη η Αλούντρα, «αλλά αυτό το γουρούνι, ο Ταμούζ, κατέστρεψε μια παράσταση για τον Βασιλιά της Καιρχίν και παραλίγο να διαλύσει και τον τοπικό οίκο μας. Αλλά εγώ ήμουν Κυρά του Τοπικού Οίκου κι έτσι η Συντεχνία θεώρησε υπεύθυνη εμένα». Πήρε αμυντικό τόνο. «Δεν φανερώνω τα μυστικά της Συντεχνίας, ό,τι κι αν λέει ο Ταμούζ, αλλά δεν θα μείνω και νηστική, τη στιγμή που μπορώ να φτιάξω πυροτεχνήματα. Δεν είμαι πια στη Συντεχνία, άρα οι νόμοι της δεν με δεσμεύουν πλέον».
«Ο Γκάλντριαν», είπε ο Θομ, σχεδόν με το ίδιο μουδιασμένο ύφος. «Ε, είναι ένας νεκρός βασιλιάς τώρα πια και δεν θα ξαναδεί πυροτεχνήματα».
«Η Συντεχνία», είπε αυτή κουρασμένα, «λίγο έλειψε να με κατηγορήσει για εκείνο τον πόλεμο στην Καιρχίν, λες κι εκείνη η ολέθρια νύχτα προκάλεσε το θάνατο του Γκάλντριαν». Ο Θομ έκανε μια γκριμάτσα. «Φαίνεται ότι δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ», συνέχισε. «Ο Ταμούζ και τα άλλα βόδια δεν θα αργήσουν να ξυπνήσουν. Ίσως να πουν, αυτή τη φορά, στους στρατιώτες ότι αυτά που έχω είναι κλεμμένα». Κοίταξε τον Θομ και μετά τον Ματ, σμίγοντας τα φρύδια καθώς σκεφτόταν και φάνηκε να καταλήγει σε μια απόφαση. «Πρέπει να σας ανταμείψω, αλλά δεν έχω χρήματα. Πάντως, έχω κάτι που ίσως να είναι εξίσου καλό με το χρυσάφι. Ίσως και καλύτερο. Για να δούμε τι νομίζετε».
Ο Ματ κοιτάχτηκε με τον Θομ, καθώς η Αλούντρα έψαχνε κάτω από το μουσαμά που προστάτευε το αμαξάκι της. Βοηθάω όσους μπορούν να πληρώσουν. Του φάνηκε ότι ένα παράξενο φως είχε εμφανιστεί στα γαλανά μάτια του Θομ.
Η Αλούντρα ξεχώρισε ένα ρολό από κάποια άλλα, ένα κοντό ρολό από βαρύ, λαδωμένο ύφασμα, τόσο χοντρό που μετά βίας μπορούσε να το αγκαλιάσει με τα δύο χέρια. Το ακούμπησε στα άχυρα, έλυσε τα κορδόνια που το έσφιγγαν και ξετύλιξε το ύφασμα στο πάτωμα. Είχε τέσσερις σειρές από τσέπες κατά μήκος του και οι τσέπες κάθε σειράς ήταν μεγαλύτερες από της προηγούμενης. Κάθε τσέπη είχε έναν κερωμένο χάρτινο κύλινδρο, από τον οποίο ξεπρόβαλε μόνο η άκρη, που κατέληγε σε ένα σκούρο κορδόνι.
«Πυροτεχνήματα», είπε ο Θομ. «Το ήξερα. Αλούντρα, δεν πρέπει να το κάνεις αυτό. Έτσι και τα πουλήσεις, τα χρήματα που θα βγάλεις θα είναι αρκετά για να μείνεις τουλάχιστον δέκα μέρες σε καλό πανδοχείο και να τρως καλά κάθε μέρα. Δηλαδή, οπουδήποτε αλλού εκτός από το Αρινγκίλ».
Εκείνη γονάτισε πλάι στη μακριά λωρίδα του ξετυλιγμένου υφάσματος και τον κοίταξε ξεφυσώντας. «Κλείσε το στόμα, γέρο μου». Το είπε με καλοσυνάτο ύφος. «Δεν επιτρέπεται να δείξω ευγνωμοσύνη; Λες να τα έδινα όλα αυτά, αν δεν είχα άλλα για πούλημα; Δώσε προσοχή».
Ο Ματ γονάτισε δίπλα της μαγεμένος. Δυο φορές στη ζωή του είχε δει πυροτεχνήματα. Τα είχαν φέρει έμποροι στο Πεδίο του Έμοντ, με μεγάλο κόστος για το Συμβούλιο του Χωριού. Όταν ήταν δέκα χρόνων, είχε προσπαθήσει να ανοίξει ένα για να δει τι είχε μέσα και τους είχε αναστατώσει όλους. Ο Μπραν αλ’Βερ, ο δήμαρχος, τον είχε καρπαζώσει· η Ντόραλ Μπάραν, που ήταν τότε η Σοφία του χωριού, τον είχε δείρει με τη βίτσα· κι ο πατέρας του τον είχε δείρει με το λουρί, όταν είχε γυρίσει σπίτι. Επί ένα μήνα, κανένας στο χωριό δεν του μιλούσε, εκτός από τον Ραντ και τον Πέριν κι αυτοί πιο πολύ του έλεγαν τι βλάκας που ήταν. Άπλωσε το χέρι σε έναν κύλινδρο. Η Αλούντρα του μπάτσισε το χέρι.
«Πρόσεξε πρώτα, λέω! Αυτά τα μικρότερα κάνουν δυνατό κρότο, αλλά τίποτα άλλο». Ήταν ίδια στο μέγεθος με το μικρό του δαχτυλάκι. «Τα άλλα, δίπλα, βροντούν και βγάζουν αστραφτερό φως. Αυτά, πιο πέρα, κάνουν “μπαμ”, βγάζουν φως και πολλές σπίθες. Τα τελευταία» —ήταν πιο χοντρά από τον αντίχειρά του― «τα κάνουν όλα αυτά, αλλά οι σπίθες είναι πολύχρωμες. Σχεδόν σαν νυχτολούλουδο, αλλά όχι ψηλά στον ουρανό».
Νυχτολουλουδο; σκέφτηκε ο Ματ.
«Αυτά θέλουν ιδιαίτερη προσοχή. Βλέπεις, το φυτίλι είναι πολύ μακρύ». Είδε το ανέκφραστο πρόσωπό του και κούνησε ένα από τα μακριά, σκούρα κορδόνια. «Αυτό εδώ, αυτό!»
«Όπου βάζεις τη φωτιά», μουρμούρισε εκείνος. «Το ξέρω». Ο Θομ έβγαλε έναν ήχο από το λαρύγγι του και χάιδεψε τα μουστάκια του με την άρθρωση του δαχτύλου, σαν να ήθελε να κρύψει ένα χαμόγελο.
Η Αλούντρα μούγκρισε. «Όπου βάζεις τη φωτιά. Ναι. Μη μείνεις κοντά τους, αλλά ειδικά στα μεγάλα, τρέξε μακριά όταν ανάψεις το φυτίλι. Με αντιλαμβάνεσαι;» Τύλιξε με γοργές κινήσεις το μακρύ ύφασμα. «Μπορείς να τα πουλήσεις, αν θέλεις, ή να τα χρησιμοποιήσεις. Μην ξεχνάς ότι δεν πρέπει να τα αφήσεις ποτέ κοντά στη φωτιά. Η φωτιά θα τα κάνει να ανατιναχτούν. Τόσα πολλά μαζεμένα, ίσως μπορούν να γκρεμίσουν ολόκληρο σπίτι». Δίστασε πριν ξαναδέσει τα κορδόνια και μετά πρόσθεσε: «Και κάτι τελευταίο, που μπορεί να το έχεις ακούσει. Μην τα ανοίξεις, όπως κάνουν μερικοί βλάκες, για να δεις τι έχουν μέσα. Μερικές φορές, όταν αυτό που είναι μέσα αγγίξει αέρα, ανατινάζεται δίχως να χρειαστεί φωτιά. Μπορεί να χάσεις δάχτυλα, ίσως και το χέρι σου».
«Το έχω ακούσει αυτό», είπε ξερά ο Ματ.
Εκείνη τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, σαν να αναρωτιόταν αν σκόπευε να κάνει αυτό ακριβώς το πράγμα και, τελικά, του έδωσε το τυλιγμένο δέμα. «Να. Τώρα πρέπει να πηγαίνω, πριν ξυπνήσουν αυτοί οι γιοι κατσίκας». Κοίταξε την πόρτα, που ήταν ακόμα ανοιχτή, καθώς και τη βροχή έξω και αναστέναξε. «Ίσως βρω αλλού στεγνό μέρος. Λέω αύριο να ξεκινήσω για το Λάγκαρντ. Αυτά τα γουρούνια θα περιμένουν να πάω στο Κάεμλυν, έτσι δεν είναι;»
Το Λάγκαρντ ήταν ακόμα πιο μακριά από το Κάεμλυν κι ο Ματ, ξαφνικά, θυμήθηκε το ξεροκόμματο το ψωμί. Επίσης, η Αλούντρα είχε πει ότι δεν είχε χρήματα. Με τα πυροτεχνήματα μόνο δεν θα μπορούσε να πληρώσει το φαΐ της, παρά μόνο όταν θα έβρισκε κάποιον που μπορούσε να τα αγοράσει. Το βλέμμα της δεν είχε πέσει στιγμή στα χρυσά και τα ασημένια νομίσματα που είχαν ξεχυθεί από τις τσέπες του Ματ, καθώς έπεφτε· στο φως του φαναριού, άστραφταν και έλαμπαν ανάμεσα στα άχυρα. Φως μου, τι να πω, δεν μπορώ να την αφήσω να πεινάσει. Μάζεψε όσα μπόρεσε να πιάσει στα γρήγορα.
«Ε... Αλούντρα; Μου περισσεύουν, όπως βλέπεις. Σκέφτηκα μήπως...» Της έδειξε τα νομίσματα. «Μπορώ να κερδίσω κι άλλα».
Εκείνη κοντοστάθηκε, με το μανδύα μισοριγμένο στους ώμους της και μετά χαμογέλασε στον Θομ, καθώς τον τύλιγε καλύτερα γύρω της. «Είναι μικρός ακόμα, έτσι δεν είναι;»
«Μικρός είναι», συμφώνησε ο Θομ. «Και δεν είναι τόσο κακός όσο νομίζει τον εαυτό του. Καμιά φορά, καθόλου».
Ο Ματ τους αγριοκοίταξε και κατέβασε το χέρι.
Η Αλούντρα πλησίασε το αμαξάκι, σήκωσε τις λαβές και το γύρισε. Ύστερα ξεκίνησε για την πόρτα, κλωτσώντας τον Ταμούζ στα πλευρά καθώς τον προσπερνούσε. Εκείνος βόγκηξε ζαλισμένος.
«Θα ήθελα να μάθω κάτι, Αλούντρα», είπε ο Θομ. «Πώς άναψες αυτό το φανάρι τόσο γρήγορα μέσα στο σκοτάδι;»
Εκείνη σταμάτησε μπροστά από την πόρτα και του χαμογέλασε πάνω από τον ώμο της. «Θέλεις να σου πω όλα τα μυστικά μου; Νιώθω ευγνωμοσύνη, αλλά δεν είμαι κι ερωτευμένη. Αυτό το μυστικό ούτε και η Συντεχνία δεν το ξέρει, διότι είναι δική μου ανακάλυψη. Ένα μόνο θα σου πω. Όταν θα ξέρω πώς να το κάνω να δουλεύει σωστά και να δουλεύει μόνο όταν το θέλω, θα βγάλω μια περιουσία από ξυλαράκια». Έριξε το βάρος της στις λαβές, τράβηξε το αμαξάκι έξω στη βροχή και η νύχτα την κατάπιε.
«Ξυλαράκια;» είπε ο Ματ. Αναρωτήθηκε μήπως της είχε σαλέψει λιγάκι.
Ο Ταμούζ βόγκηξε πάλι.
«Καλύτερα να κάνουμε ό,τι κι αυτή», είπε ο Θομ. «Αλλιώς, είτε θα πρέπει να κόψουμε τέσσερις λαιμούς, είτε, ίσως, να περάσουμε μερικές μέρες εξηγώντας στους Φρουρούς της Βασίλισσας τα καθέκαστα. Αυτοί εδώ μοιάζουν να είναι τύποι που θα μας κάρφωναν από καθαρή μνησικακία. Και μου φαίνεται ότι έχουν λόγο να είναι μνησίκακοι». Ένας από τους συντρόφους του Ταμούζ σάλεψε, σαν να συνερχόταν και μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο.
Όταν πια είχαν μαζέψει τα πάντα και είχαν σελώσει τα άλογα, ο Ταμούζ είχε σηκωθεί στα χέρια και τα γόνατα, με το κεφάλι κρεμασμένο. Και οι άλλοι, επίσης, σάλευαν και βογκούσαν.
Ο Ματ ανέβηκε με μια γοργή κίνηση στη σέλα και κοίταξε τη βροχή από τις ανοιχτές πόρτες, που έπεφτε πιο δυνατά από πριν. «Ήρωας να σου πετύχει», είπε. «Θομ, αν σου φανεί ποτέ ότι πάω να το παίξω ήρωας, ρίξε μια κλωτσιά».
«Τι θα έκανες διαφορετικά;»
Ο Ματ τον κοίταξε μουτρωμένος. Έπειτα, σήκωσε την κουκούλα του και άπλωσε την ουρά του μανδύα πάνω στον κυλινδρικό μπόγο, που ήταν δεμένος πίσω από την ψηλή ράχη της σέλας. Έστω κι αν είχε το λαδωμένο ύφασμα, δεν θα έβλαπτε λίγη προστασία, ακόμα από τη βροχή. «Εσύ, απλώς, ρίξε μου μια κλωτσιά!» Κέντρισε με τις μπότες του τα πλευρά του αλόγου και άρχισε να καλπάζει στη βροχερή νύχτα.