37 Φωτιές στην Καιρχίν

Η Εγκουέν ανταπέδωσε με ένα χαριτωμένο νεύμα την όλο σεβασμό υπόκλιση του ναύτη, που πέρασε από δίπλα της ξυπόλητος, πηγαίνοντας να τραβήξει ένα σκοινί που ήδη έμοιαζε αρκετά τεντωμένο, για να κάνει μια απειροελάχιστη διόρθωση στα μεγάλα, τετράγωνα πανιά. Ο ναύτης, καθώς γυρνούσε τρέχοντας εκεί που στεκόταν ο στρογγυλοπρόσωπος καπετάνιος, πλάι στον τιμονιέρη, υποκλίθηκε πάλι μια φορά και η Εγκουέν ένευσε ξανά, πριν στρέψει την προσοχή της στη δασόφυτη ακτή της Καιρχίν, την οποία χώριζαν λιγότερες από είκοσι απλωσιές νερού από το Γαλάζιο Γερανό.

Ένα χωριό περνούσε δίπλα τους, ή τουλάχιστον ό,τι είχε μείνει από ένα χωριό. Τα μισά σπίτια ήταν χαλάσματα που κάπνιζαν, με καμινάδες που ξεπρόβαλλαν γυμνές από τα ερείπια. Στα άλλα σπίτια, οι πόρτες ανοιγόκλειναν όπως φυσούσε ο άνεμος και στο χωματόδρομο ήταν σπαρμένα θραύσματα από έπιπλα, κομμάτια ύφασμα και σπασμένα κουζινικά, σαν να τα είχαν πετάξει εκεί. Τίποτα ζωντανό δεν σάλευε στο χωριό, με εξαίρεση ένα λιμασμένο σκυλί, που αγνόησε το περαστικό πλοίο και σιγότρεξε, για να χαθεί πίσω από τους αναποδογυρισμένους τοίχους ενός κτιρίου που έμοιαζε με πανδοχείο. Η Εγκουέν δεν μπορούσε να αντικρίσει τέτοιο θέαμα δίχως να νιώσει ένα ανακάτεμα στο στομάχι της, αλλά προσπάθησε να διατηρήσει την απαθή γαλήνη που θεωρούσε ότι έπρεπε να έχουν οι Άες Σεντάι. Αυτό δεν τη βοηθούσε πολύ. Πέρα από το χωριό, μια χοντρή στήλη καπνού υψωνόταν στον ουρανό. Τρία-τέσσερα μίλια παραπέρα, όπως υπολόγιζε.

Δεν ήταν η πρώτη τέτοια στήλη καπνού που είχε δει από τότε που ο Ερινίν είχε συναντήσει και ακολουθούσε τα σύνορα της Καιρχίν και δεν ήταν το πρώτο τέτοιο χωριό. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν φαίνονταν πτώματα. Ο καπετάνιος Έλισορ έπρεπε μερικές φορές να φέρνει το πλοίο κοντά στην Καιρχινή όχθη, εξαιτίας των λασπερών υφάλων —έλεγε ότι μετακινούνταν σε αυτό το μέρος του ποταμού― όμως, όσο κοντά κι αν έρχονταν, η Εγκουέν δεν είχε δει ούτε ένα ζωντανό άνθρωπο.

Το χωριό και η στήλη καπνού έμειναν πίσω καθώς το πλοίο προχωρούσε, μα ήδη μπροστά τους έβλεπαν άλλη μια στήλη καπνού, μακρύτερα από το ποτάμι. Το δάσος αραίωνε, οι μελίες, τα λέδερλιφ και οι μαύρες αφροξυλιές έδιναν τη θέση τους σε ιτιές, φιλύρες και νεροβαλανιδιές, καθώς και μερικά άλλα δέντρα, που δεν τα αναγνώριζε.

Ο άνεμος τράβηξε το μανδύα της, αλλά αυτή τον άφησε ανοιχτό, νιώθοντας τη δροσερή καθαρότητα του αέρα, νιώθοντας την ελευθερία του να φορά καφέ αντί για οτιδήποτε λευκό, μολονότι δεν ήταν η πρώτη επιλογή της. Άλλο τόσο το φόρεμα όσο και ο μανδύας ήταν από το καλύτερο μαλλί, καλοκομμένα και καλοραμμένα.

Άλλος ένας ναύτης πέρασε τρέχοντας, κάνοντας μια υπόκλιση καθώς την προσπερνούσε. Η Εγκουέν ορκίστηκε ότι θα μάθαινε κάτι απ’ αυτά που έκαναν δεν ήθελε να νιώθει αδαής. Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, στο δεξί της χέρι, έφερνε άφθονες υποκλίσεις από τον καπετάνιο και το πλήρωμα, που οι περισσότεροι είχαν γεννηθεί στην Ταρ Βάλον.

Είχε κερδίσει σε αυτή τη διαφωνία με τη Νυνάβε, παρ’ όλο που η Νυνάβε ήταν βέβαιη ότι εκείνη ήταν η μόνη από τις τρεις που ήταν αρκετά μεγάλη για να την περάσουν για Άες Σεντάι. Αλλά η Νυνάβε είχε κάνει λάθος. Η Εγκουέν ήταν έτοιμη να παραδεχτεί ότι τόσο η ίδια όσο και η Ηλαίην είχαν δεχτεί αρκετές έκπληκτες ματιές εκείνο το απόγευμα που είχαν επιβιβαστεί στο Γαλάζιο Γερανό, στο Νότιο Λιμάνι· τα φρύδια του καπετάνιου Έλισορ είχαν ανεβεί τουλάχιστον ως εκεί που θα άρχιζαν τα μαλλιά του, αν είχε καθόλου, όμως τις είχε αντιμετωπίσει με χαμόγελα και υποκλίσεις.

«Τιμή μου, Άες Σεντάι. Τρεις Άες Σεντάι να ταξιδεύουν στο πλοίο μου; Είναι πραγματικά τιμή μου. Σας υπόσχομαι ένα γρήγορο ταξίδι, ως εκεί που επιθυμείτε. Και χωρίς μπελάδες με τους Καιρχινούς ληστές. Δεν πιάνω πια σε εκείνη την όχθη του ποταμού. Εκτός αν το επιθυμείτε, φυσικά, Άες Σεντάι. Οι Αντορανοί στρατιώτες έχουν καταλάβει μερικές πόλεις στην Καιρχινή πλευρά. Τιμή μου, Άες Σεντάι».

Τα φρύδια του είχαν αγγίξει πάλι την κορυφή του κεφαλιού του όταν αυτές ζήτησαν να μοιραστούν μια καμπίνα ― ακόμα και η Νυνάβε δεν ήθελε να μένει μόνη τις νύχτες, αν δεν υπήρχε λόγος. Τους είχε πει ότι θα μπορούσαν να έχουν καθεμιά δική της καμπίνα, χωρίς επιπλέον χρέωση· δεν είχε άλλους επιβάτες, το φορτίο ήταν ανεβασμένο στο πλοίο κι αν οι Άες Σεντάι είχαν επείγουσες δουλειές, τότε θα δεν περίμενε ούτε μια ώρα μήπως ερχόταν άλλος επιβάτης. Του είχαν ξαναπεί ότι μια καμπίνα θα αρκούσε.

Ο καπετάνιος, ο Τσιν Έλισορ, έμεινε έκπληκτος και ήταν φανερό από την έκφρασή του ότι δεν καταλάβαινε, αλλά ήταν γέννημα― θρέμμα της Ταρ Βάλον και δεν έκανε περιττές ερωτήσεις σε Άες Σεντάι, από τη στιγμή που είχαν αποσαφηνίσει τις προθέσεις τους. Κι οι δύο έμοιαζαν πολύ νέες ― ε, κάποιες Άες Σεντάι ήταν νέες.

Τα εγκαταλειμμένα ερείπια χάθηκαν πίσω από την Εγκουέν. Η στήλη του καπνού πλησίασε και υπήρχαν ίχνη άλλης μιας, πολύ πιο μακριά από την όχθη του ποταμού. Το δάσος έδινε τη θέση του σε χαμηλούς, χλοερούς λόφους, με σύδεντρα αραιά και πού. Όσα δένδρα έβγαζαν λουλούδια την άνοιξη ήταν ανθισμένα κι έβλεπες μικρά, άσπρα μπουμπούκια, χιονόμουρα και κατακόκκινα γλυκόμουρα. Ένα δέντρο, το οποίο η Εγκουέν δεν ήξερε πώς λεγόταν, ήταν σκεπασμένο από στρογγυλά, λευκά άνθη, πιο μεγάλα κι από τις δύο γροθιές της μαζί. Μερικές φορές, κάποια αναρριχώμενη τριανταφυλλιά άπλωνε κίτρινες ή άσπρες πινελιές πάνω σε κλαριά πυκνά από το πράσινο των φύλλων και το κόκκινο των καινούριων κλαριών. Ήταν τόσο ακραία η αντίθεση με τις στάχτες και τα χαλάσματα, που δεν ήταν και τόσο ευχάριστη.

Η Εγκουέν ευχήθηκε να είχε εκεί μπροστά της μια Άες Σεντάι, για να της κάνει ερωτήσεις. Μια την οποία να εμπιστευόταν. Χαϊδεύοντας το θύλακο με τα δάχτυλα, μόλις που μπορούσε να νιώσει μέσα το στρεβλωμένο, πέτρινο δαχτυλίδι του τερ’ανγκριάλ.

Από τότε που είχαν φύγει από την Ταρ Βάλον προσπαθούσε κάθε νύχτα, εκτός από δύο και το δαχτυλίδι δεν έφερνε ποτέ δεύτερη φορά τα ίδια αποτελέσματα. Πάντα, βέβαια, έβρισκε τον εαυτό της να είναι στον Τελ’αράν’ριοντ, αλλά το μόνο που έβλεπε και μπορούσε, ίσως, να φανεί χρήσιμο ήταν πάλι η Καρδιά της Πέτρας και ποτέ δεν ήταν εκεί η Σιλβί για να της λέει πράγματα. Το σίγουρο ήταν ότι δεν υπήρχε τίποτα σχετικό με το Μαύρο Άτζα.

Τα δικά της όνειρα, δίχως το τερ’ανγκριάλ, ήταν γεμάτα εικόνες, που έμοιαζαν με αποσπάσματα από τον Αθέατο Κόσμο. Σε ένα, ο Ραντ κρατούσε ένα σπαθί που έλαμπε σαν τον ήλιο, ώσπου η Εγκουέν σχεδόν δεν μπορούσε να διακρίνει ότι ήταν σπαθί, δεν μπορούσε να δει καν ότι ήταν εκείνος. Σε άλλο, ο Ραντ αντιμετώπιζε δέκα διαφορετικές απειλές, που καμιά δεν ήταν στο ελάχιστο πραγματική. Σε ένα όνειρο, ο ίδιος πάλι βρισκόταν σε έναν πελώριο άβακα για παιχνίδι με λίθους, με μαύρες πέτρες μεγάλες σαν βράχια, όπου προσπαθούσε να αποφύγει τα τεράστια χέρια που τις κινούσαν και προσπαθούσαν να τον λιώσουν. Αυτό ίσως σήμαινε κάτι. Πιθανότατα σήμαινε κάτι, αλλά εκτός του γεγονότος ότι ο Ραντ κινδύνευε από κάποιον, ή από δύο άτομα —της φαινόταν ότι αυτό ήταν αρκετά σαφές― πέρα απ’ αυτό, η Εγκουέν δεν ήξερε τίποτα. Τώρα δεν μπορώ να τον βοηθήσω. Έχω τα καθήκοντά μου. Δεν ζέρω καν πού είναι, μόνο ότι, πιθανότατα, βρίσκεται πεντακόσιες λεύγες μακριά από δω.

Είχε ονειρευτεί τον Πέριν μαζί με ένα λύκο, ένα γεράκι και έναν αστούριο ― το γεράκι και ο αστούριος πολεμούσαν τον Πέριν να τρέχει για να ξεφύγει από κάποιον που απειλούσε τη ζωή του· τον Πέριν να πηδά πρόθυμα από το χείλος ενός ψηλού γκρεμού λέγοντας «πρέπει να γίνει. Πρέπει να μάθω να πετώ, πριν πέσω κάτω». Σε ένα όνειρο υπήρχε ένας Αελίτης και της Εγκουέν της φάνηκε ότι είχε κάποια σχέση με τον Πέριν, αλλά δεν ήταν σίγουρη. Κι ένα όνειρο με τη Μιν να πατά μια ατσάλινη παγίδα που έκλεινε, αλλά παρ’ όλα αυτά να συνεχίζει το δρόμο της, χωρίς να έχει δει καν την παγίδα. Υπήρχαν, επίσης, όνειρα με τον Ματ. Τον Ματ, με ζάρια να στριφογυρνούν γύρω του ― κάτι της έλεγε ότι ήξερε πού βασιζόταν αυτό το όνειρο· τον Ματ, να τον ακολουθεί ένας άντρας που δεν ήταν εκεί ― αυτό, ακόμα, δεν το καταλάβαινε, υπήρχε ένας άντρας που τον ακολουθούσε, ή ίσως κι άλλοι, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν κανείς· τον Ματ, να καλπάζει με το άλογο απελπισμένα προς κάτι αθέατο στο βάθος, το οποίο έπρεπε να φτάσει· τον Ματ, με μια γυναίκα που έμοιαζε να πετά πυροτεχνήματα γύρω της. Η Εγκουέν υπέθεσε ότι ήταν Διαφωτίστρια, αλλά ούτε κι αυτό το όνειρο είχε νόημα.

Έβλεπε τόσα όνειρα, που είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα. Ίσως να είχε σχέση με το ότι χρησιμοποιούσε τόσο συχνά το τερ’ανγκριάλ, ή ίσως με το ότι το έφερε πάνω της. Ίσως, αυτό που συνέβαινε ήταν ότι τελικά μάθαινε τι έκαναν οι Ονειρεύτριες. Τρελά όνειρα, εξοντωτικά όνειρα. Άντρες και γυναίκες, που το έσκαγαν από ένα κλουβί και φορούσαν στέμμα. Μια γυναίκα που έπαιζε με μαριονέτες, καθώς και ένα άλλο όνειρο, όπου τα νήματα από τις μαριονέτες κατέληγαν στα χέρια μεγαλύτερων μαριονέτων και τα δικά τους νήματα σε ακόμα μεγαλύτερες μαριονέτες και ούτω καθεξής, ώσπου, στο τέλος, τα νήματα χάνονταν σε αφάνταστα ύψη. Βασιλιάδες που πέθαιναν, βασίλισσες που έκλαιγαν, μάχες που μαίνονταν. Λευκομανδίτες που ρήμαζαν τους Δύο Ποταμούς. Ακόμα και τους Σωντσάν είχε ονειρευτεί ξανά. Κι όχι μόνο μία φορά. Αυτά τα όνειρα τα έκλεινε σε μια σκοτεινή γωνία· δεν άφηνε τον εαυτό της να τα σκεφτεί. Τη μητέρα και τον πατέρα της, κάθε βράδυ.

Ήταν βέβαιη ότι αυτό, τουλάχιστον, ήξερε τι σήμαινε, ή ήταν σχεδόν βέβαιη. Σημαίνει ότι πάω να κυνηγήσω το Μαύρο Άτζα και δεν ξέρω τι σημαίνουν τα όνειρά μου και πώς να κάνω αυτό το ηλίθιο το τερ’ανγκριάλ να κάνει αυτό που θα έπρεπε να κάνει και φοβάμαι και... Και νοσταλγώ την πατρίδα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε τι ωραίο που θα ήταν να βρισκόταν εκεί η μητέρα της και να την έβαζε στο κρεβάτι, ξέροντας ότι το πρωί τα πάντα θα ήταν καλύτερα. Μόνο που η μητέρα μου δεν μπορεί πια να μου λύνει τα προβλήματα και ο πατέρας μου δεν μπορεί να μου υποσχεθεί ότι θα διώξει τα τέρατα, έτσι που να το πιστέψω. Τώρα πρέπει να το κάνω μόνη μου.

Πόσο μακριά στο παρελθόν ήταν όλα αυτά τώρα... Δεν ήθελε στ’ αλήθεια να ξαναγυρίσουν, αλλά ήταν μια εποχή ζεστασιάς και έμοιαζε πολύ μακρινή. Θα ήταν υπέροχο απλώς να τους ξανάβλεπε, να ξανάκουγε τη φωνή τους. Όταν βάζω αυτό το δαχτυλίδι στο δάχτυλο, έχω δικαίωμα να επιλέξω.

Τελικά, είχε αφήσει τη Νυνάβε και την Ηλαίην να κοιμηθούν από μια νύχτα η καθεμιά με το πέτρινο δαχτυλίδι —είχε ξαφνιαστεί όταν κατάλαβε πόσο απρόθυμη ήταν να το αφήσει από τα χέρια της― και αυτές, ξυπνώντας, είχαν μιλήσει για εκείνο που σίγουρα ήταν ο Τελ’αράν’ριοντ, αλλά καμιά τους δεν είχε δει την Καρδιά της Πέτρας, παρά μόνο φευγαλέα. Επίσης, δεν είχαν δει τίποτα που να είναι χρήσιμο.

Η πυκνή στήλη καπνού τώρα ήταν μπροστά στο Γαλάζιο Γερανό. Υπολόγισε ότι απείχε πέντε ή έξι μίλια από το ποτάμι. Η άλλη στήλη ήταν μια κηλίδα στον ορίζοντα. Μπορεί να ήταν σύννεφο, αλλά η Εγκουέν ήταν βέβαιη πως δεν ήταν. Σε κάποια σημεία, κατά μήκος της όχθης, υπήρχαν μικρά σύδεντρα κοντά το ένα στο άλλο και στο ενδιάμεσο η χλόη κατηφόριζε ως το ποτάμι, εκτός από τα σημεία όπου μέρη της όχθης είχαν φαγωθεί από τα νερά και είχαν καταρρεύσει.

Η Ηλαίην ανέβηκε στο κατάστρωμα και πήγε δίπλα της, στην κουπαστή. Ο άνεμος φύσηξε και το δικό της σκούρο μανδύα. Κι αυτή, επίσης, φορούσε ρούχα από καλό μαλλί. Ήταν μια διαφωνία στην οποία είχε νικήσει η Νυνάβε. Τα ρούχα τους. Η Εγκουέν είχε υποστηρίξει ότι οι Άες Σεντάι πάντα φορούσαν τα καλύτερα, ακόμα κι όταν ταξίδευαν —σκεφτόταν τα μεταξωτά που φορούσε στον Τελ’αράν’ριοντ― αλλά η Νυνάβε είχε τονίσει ότι ακόμα και με το χρυσάφι που τους είχε αφήσει η Άμερλιν στην ντουλάπα της, που ήταν ένα χοντρό πουγκί, δεν είχαν ιδέα πόσο μπορεί να κόστιζαν τα πράγματα κατάντη. Οι υπηρέτριες είχαν πει ότι ο Ματ είχε δίκιο για τον εμφύλιο πόλεμο στην Καιρχίν και τα αποτελέσματά του στις τιμές. Προς μεγάλη έκπληξη της Εγκουέν, η Ηλαίην είχε επισημάνει ότι οι Καφέ αδελφές φορούσαν πιο συχνά μάλλινα, παρά μετάξια. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι η Ηλαίην βιαζόταν τόσο να φύγει από τα μαγειρεία, που θα φορούσε ακόμα και κουρέλια.

Αναρωτιέμαι τι να κάνει ο Ματ. Σίγουρα προσπαθεί να παίξει ζάρια με τον καπετάνιο τον πλοίον στο οποίο βρίσκεται.

«Τρομερό», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Είναι τόσο τρομερό».

«Ποιο;» είπε αφηρημένα η Ηλαίην. Ελπίζω ο Ματ να μην πολυδείχνει το χαρτί που τον δώσαμε.

Η Ηλαίην την κοίταξε έκπληκτη και ύστερα έσμιξε τα φρύδια. «Αυτό!» Έδειξε το μακρινό καπνό. «Πώς μπορείς να το αγνοείς;»

«Μπορώ και το αγνοώ, επειδή δεν θέλω να σκέφτομαι τι περνάνε αυτοί οι άνθρωποι, επειδή δεν μπορώ να κάνω τίποτα κι επειδή πρέπει να φτάσουμε στο Δάκρυ. Επειδή αυτό που κυνηγάμε είναι στο Δάκρυ». Αυτά βγήκαν από μέσα της με τόση σφοδρότητα, που ξαφνιάστηκε και η ίδια. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Και το Μαύρο Άτζα είναι στο Δάκρυ.

Όσο περισσότερο το σκεφτόταν τόσο πιο πολύ βεβαιωνόταν ότι θα έπρεπε να βρουν τρόπο να μπουν κρυφά στην Καρδιά της Πέτρας. Μάλλον εκεί επιτρεπόταν η είσοδος μόνο στους Υψηλούς Άρχοντες του Δακρύου, αλλά η Εγκουέν είχε σχεδόν πειστεί ότι το κλειδί για να κλείσει η παγίδα του Μαύρου Άτζα και να ανατρέψουν τα σχέδια του βρισκόταν στην Καρδιά της Πέτρας.

«Τα ξέρω αυτά, Εγκουέν, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν συμπονώ τους Καιρχινούς».

«Άκουσα διαλέξεις για τους πολέμους του Άντορ με την Καιρχίν», είπε ξερά η Εγκουέν. «Η Μπενά Σεντάι λέει ότι δεν υπάρχουν άλλα έθνη που να πολέμησαν τόσες φορές μεταξύ τους όσο εσείς και η Καιρχίν, με εξαίρεση το Δάκρυ με το Ίλιαν».

Η άλλη γυναίκα τη λοξοκοίταξε. Η Ηλαίην δεν είχε συνηθίσει ποτέ την άρνηση της Εγκουέν να παραδεχτεί ότι ήταν Αντορανή. Τουλάχιστον οι γραμμές στο χάρτη έλεγαν ότι οι Δύο Ποταμοί ήταν τμήμα του Άντορ και η Ηλαίην πίστευε τους χάρτες.

«Πολεμήσαμε εναντίον τους, Εγκουέν, αλλά μετά τις καταστροφές που έπαθαν με τον Πόλεμο των Αελιτών, το Άντορ τους πουλάει όσα σιτηρά τους πουλάει και το Δάκρυ. Τώρα, το εμπόριο έχει διακοπεί. Με τους Καιρχινούς Οίκους να πολεμούν όλοι εναντίον όλων για το Θρόνο του Ήλιου, ποιος θα αγοράσει τα σιτηρά και ποιος θα τα διανείμει στον κόσμο; Αν οι μάχες είναι σε τόσο άσχημο σημείο, όσο έχουμε δει στις όχθες... Λοιπόν. Δεν μπορείς να ταΐζεις ένα λαό είκοσι χρόνια και να μη νιώσεις κάτι τώρα, που σίγουρα λιμοκτονούν».

«Ένας Φαιός Άνθρωπος», είπε η Εγκουέν και η Ηλαίην τινάχτηκε, προσπαθώντας να κοιτάξει παντού την ίδια στιγμή. Την κύκλωσε η λάμψη του σαϊντάρ.

«Που;»

Η Εγκουέν κοίταξε, πιο αργά τώρα, ολόγυρα στα καταστρώματα, αλλά για να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν ήταν τόσο κοντά που να ακούσει. Ο καπετάνιος Έλισορ ακόμα στεκόταν στην πρύμνη, πλάι στον άντρα δίχως πουκάμισο που κρατούσε το μακρύ τιμόνι. Ένας ναύτης είχε ανέβει ψηλά στην πλώρη και με το βλέμμα χτένιζε τα νερά μπροστά για ίχνη υφάλων από λάσπη, ενώ δύο άλλοι τριγυρνούσαν στο κατάστρωμα και μερικές φορές τέντωναν ή χαλάρωναν τα σκοινιά των πανιών. Το υπόλοιπο πλήρωμα ήταν κάτω. Ένας από τους δύο ναύτες στάθηκε να κοιτάξει αν η βάρκα ήταν καλά δεμένη, εκεί που βρισκόταν αναποδογυρισμένη στο κατάστρωμα· η Εγκουέν τον περίμενε να φύγει για να μιλήσει.

«Τι βλάκας!» μουρμούρισε μαλακά. «Εγώ, Ηλαίην, όχι εσύ, μη με αγριοκοιτάζεις έτσι, λοιπόν». Συνέχισε ψιθυριστά. «Ένας Φαιός Άνθρωπος κυνηγά τον Ματ. Αυτό πρέπει να σήμαινε το όνειρο, αλλά δεν το κατάλαβα. Είμαι βλάκας».

Η λάμψη γύρω από την Ηλαίην εξαφανίστηκε. «Μην είσαι τόσο σκληρή με τον εαυτό σου», της απάντησε κι αυτή ψιθυριστά. «Ίσως αυτό να σημαίνει, αλλά δεν το κατάλαβα, ούτε και η Νυνάβε». Κοντοστάθηκε· οι ξανθοκόκκινες μπούκλες της τινάχτηκαν, καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Αλλά δεν βγαίνει νόημα, Εγκουέν. Γιατί άραγε ένας Φαιός Άνθρωπος να κυνηγά τον Ματ; Στο γράμμα προς τη μητέρα μου δεν υπάρχει τίποτα που να είναι επιζήμιο για εμάς».

«Δεν ξέρω γιατί». Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια. «Κάποιος λόγος θα υπάρχει. Είμαι βέβαιη ότι αυτό σημαίνει το όνειρο».

«Ακόμα κι αν έχεις δίκιο, Εγκουέν, δεν μπορείς να κάνεις κάτι».

«Το ξέρω», είπε η Εγκουέν με πίκρα. Δεν ήξερε καν αν ο Ματ ήταν μπροστά ή πίσω από τις τρεις τους. Υποψιαζόταν ότι θα ήταν μπροστά· ο Ματ θα είχε φύγει δίχως καθυστέρηση. «Όπως κι αν έχει», μουρμούρισε μόνη της, «δεν βοηθάει καθόλου. Κατάλαβα, επιτέλους, τι σημαίνει ένα όνειρό μου και δεν βοηθά στο παραμικρό!»

«Μα, αν βρήκες το νόημα ενός» της είπε η Ηλαίην, «ίσως βρεις και άλλων. Αν καθίσουμε και τα συζητήσουμε, ίσως .-»

Ο Γαλάζιος Γερανός τραντάχτηκε ολόκληρος, ρίχνοντας την Ηλαίην στο κατάστρωμα και την Εγκουέν από πάνω της. Όταν η Εγκουέν σηκώθηκε όρθια με κόπο, οι όχθες δεν κυλούσαν πια δίπλα τους. Το σκάφος είχε σταματήσει, η πλώρη ήταν υψωμένη και το κατάστρωμα έγερνε. Τα πανιά διπλώνονταν και χτυπούσαν στον άνεμο.

Ο Τσιν Έλισορ στάθηκε στα πόδια του και έτρεξε στην πλώρη, αφήνοντας τον τιμονιέρη να σηκωθεί μόνος του. «Βρε τυφλοσκούληκο, βρε αγρότη!» μούγκρισε στον άνθρωπο στην πλώρη, που είχε κρεμαστεί από την κουπαστή για μην πέσει στο νερό. «Κατσίκας γέννα! Είσαι τόσο καιρό στο ποτάμι και δεν έμαθες πώς περνάνε τα νερά από τους λασποϋφάλους.» Άρπαξε από τους ώμους τον άντρα στην κουπαστή και τον τράβηξε μέσα, αλλά το έκανε μόνο για να ανοίξει χώρο και να κοιτάξει ο ίδιος από την πλώρη. «Αν άνοιξες τρύπα στο κύτος, θα τη βουλώσω με τα σπλάχνα σου!»

Οι άλλοι ναύτες σηκώνονταν όρθιοι και από κάτω ανέβαιναν κι άλλοι. Όλοι έτρεξαν και μαζεύτηκαν γύρω από τον καπετάνιο.

Η Νυνάβε εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας που οδηγούσε στις καμπίνες των επιβατών, ισιώνοντας τα φουστάνια της. Τραβώντας απότομα την πλεξούδα της, κοίταξε συνοφρυωμένη τους συγκεντρωμένους άντρες και ύστερα πλησίασε την Εγκουέν και την Ηλαίην. «Τα κατάφερε κι εξοκείλαμε, έτσι δεν είναι; Κι έλεγε τόσα, ότι ξέρει το ποτάμι όσο καλά ξέρει και τη σύζυγό του. Η γυναίκα, μάλλον, δεν έχει να περιμένει κάτι καλύτερο από ένα χαμόγελο του». Τέντωσε πάλι τη χοντρή πλεξούδα της και πήγε μπροστά, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα από τους ναύτες για να φτάσει στον καπετάνιο. Όλων τα βλέμματα ήταν καρφωμένα στα νερά από κάτω.

Δεν υπήρχε νόημα να την ακολουθήσουν. Ο καπετάνιος θα ξεμπερδέψει πιο γρήγορα αν τον αφήσουμε ήσυχο. Η Νυνάβε μάλλον του έλεγε πώς να κάνει τη δουλειά του. Κι η Ηλαίην έμοιαζε να σκέφτεται το ίδιο, κρίνοντας από τον τρόπο που κουνούσε πικρόχολα το κεφάλι, καθώς παρακολουθούσε τον καπετάνιο και το πλήρωμα να παρατάνε αυτό που κοίταζαν κάτω από την πλώρη και να στρέφουν με σεβασμό την προσοχή τους στη Νυνάβε.

Μια αναταραχή ξέσπασε ανάμεσα στους άντρες και δυνάμωσε. Για μια στιγμή, φάνηκαν τα χέρια του καπετάνιου, που ανέμιζαν διαμαρτυρόμενα πάνω από τα κεφάλια των άλλων και ύστερα η Νυνάβε γύρισε για να επιστρέψει με μεγάλες δρασκελιές —της άνοιξαν χώρο, υποκλινόμενοι βαθιά― ενώ ο Έλισορ έτρεχε πλάι της, σκουπίζοντας το στρογγυλό πρόσωπό του με ένα μεγάλο, κόκκινο μαντήλι. Η γεμάτη έγνοια φωνή του ακούστηκε πιο καθαρά καθώς πλησίαζαν.

«...τουλάχιστον δεκαπέντε μίλια ως το κοντινότερο χωριό από την πλευρά του Άντορ, Άες Σεντάι, και τουλάχιστον πέντε ή έξι μίλια κατάντη από την πλευρά της Καιρχίν! Είναι αλήθεια πως το φυλάνε Αντορανοί στρατιώτες, αλλά δεν φυλάνε την απόσταση από κει ως τα δω!» Σφούγγισε το πρόσωπό του, σαν να έσταζε ιδρώτας.

«Ένα βυθισμένο πλοίο», είπε η Νυνάβε στις άλλες δύο γυναίκες. «Έργο ληστών του ποταμού, κατά τη γνώμη του καπετάνιου. Θα δοκιμάσει να κάνουμε όπισθεν με τα κουπιά, αλλά δεν πιστεύει ότι αυτό θα φέρει αποτέλεσμα».

«Αρμενίζαμε με ταχύτητα όταν το χτυπήσαμε, Άες Σεντάι. Ήθελα να κάνουμε γρήγορα, για σένα». Ο Έλισορ έτριψε πιο δυνατά το πρόσωπό του. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι φοβόταν μήπως οι Άες Σεντάι τον κατηγορήσουν. «Κολλήσαμε για τα καλά. Αλλά δεν νομίζω να μπάζουμε νερά, Άες Σεντάι. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Κάποιο πλοίο θα περάσει. Με τα δικά του κουπιά και τα δικά μας, θα ξεκολλήσουμε. Δεν χρειάζεται να βγείτε στη στεριά, Άες Σεντάι. Το ορκίζομαι, μα το Φως».

«Σκεφτόσουν να αφήσουμε το πλοίο;» ρώτησε η Εγκουέν. «Πιστεύεις ότι είναι συνετό;»

«Φυσικά, είναι —!» Η Νυνάβε σταμάτησε και την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Η Εγκουέν της ανταπέδωσε το βλέμμα με μια ήρεμη ματιά. Η Νυνάβε συνέχισε πιο ήσυχα, αν και πάλι με κάποια ένταση. «Ο καπετάνιος λέει ότι μπορεί να περάσει πλοίο σε μια ώρα. Ένα πλοίο που να έχει αρκετά κουπιά για να βοηθήσει. Ή σε μια μέρα. Ή σε δυο, ίσως. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να χάσουμε μια-δυο μέρες περιμένοντας. Μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό το χωριό —πώς το είπες, καπετάνιε; Τζουρένε;― να πάμε περπατώντας στο Τζουρένε σε δυο ώρες, ή και λιγότερο. Αν ο καπετάνιος Έλισορ ελευθερώσει το πλοίο του όσο γρήγορα ελπίζει, τότε μπορούμε να επιβιβαστούμε ξανά. Λέει ότι θα κάνει μια στάση, για να δει αν είμαστε εκεί. Αν δεν ελευθερωθεί, όμως, μπορούμε να πάρουμε πλοίο από το Τζουρένε. Ίσως, μάλιστα, βρούμε πλοίο να μας περιμένει εκεί. Ο καπετάνιος λέει ότι οι έμποροι σταματούν εκεί, επειδή υπάρχουν οι Αντορανοί στρατιώτες». Πήρε μια βαθιά ανάσα, αλλά η φωνή της ακούστηκε πιο έντονη. «Σου εξήγησα επαρκώς τη συλλογιστική μου; Θέλεις κάτι περισσότερο;»

«Μου φαίνεται σαφής», έσπευσε να πει η Ηλαίην, πριν μπορέσει να μιλήσει η Εγκουέν. «Και μου φαίνεται καλή ιδέα. Κι εσύ βρίσκεις ότι είναι καλή ιδέα, Εγκουέν, έτσι δεν είναι;»

Η Εγκουέν κατένευσε απρόθυμα. «Έτσι λέω».

«Μα, Άες Σεντάι», διαμαρτυρήθηκε ο Έλισορ, «τουλάχιστον πηγαίνετε στην όχθη του Άντορ. Ο πόλεμος, Άες Σεντάι. Ληστές, στρατιώτες και κάθε λογής υποκείμενα είναι σχεδόν από την ίδια φάρα. Το σαμποτάζ κάτω από την πλώρη μας δείχνει τι είδους άνθρωποι είναι».

«Δεν έχουμε δει ψυχή στην πλευρά της Καιρχίν», είπε η Νυνάβε, «και, εν πάση περιπτώσει, είμαστε κάθε άλλο παρά απροστάτευτες, καπετάνιε. Επίσης, δεν πρόκειται να περπατήσω δεκαπέντε μίλια, ενώ μπορώ να κάνω έξι».

«Φυσικά, Άες Σεντάι». Ο Έλισορ τώρα ίδρωνε στ’ αλήθεια. «Δεν ήθελα να υπαινιχθώ... Φυσικά και δεν είστε απροστάτευτες, Άες Σεντάι. Δεν ήθελα να υπαινιχθώ τέτοιο πράγμα». Σκούπισε το πρόσωπό του νευρικά, αλλά αυτό ακόμα γυάλιζε.

Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, κοίταξε την Εγκουέν και φάνηκε να αλλάζει γνώμη και να λέει κάτι διαφορετικό από αυτό που σκόπευε αρχικά. «Θα κατέβω να πάρω τα πράγματά μου», είπε στον αέρα, απευθυνόμενη σε ένα σημείο κάπου ανάμεσα στην Εγκουέν και την Ηλαίην. Ύστερα, στράφηκε προς τον Έλισορ. «Καπετάνιε, ετοίμασε τη βάρκα σου». Εκείνος υποκλίθηκε και έφυγε, πριν καν η Νυνάβε στρίψει προς την μπουκαπόρτα. Πριν προλάβει η Νυνάβε να βρεθεί κάτω, ο Έλισορ φώναζε στους ναύτες να κατεβάσουν τη βάρκα από το πλάι.

«Όταν η μια λέει “πάνω”», μουρμούρισε η Ηλαίην, «η άλλη λέει “κάτω”. Αν δεν πάψετε, ίσως να μη φτάσουμε στο Δάκρυ».

«Θα φτάσουμε στο Δάκρυ», είπε η Εγκουέν. «Και πολύ πιο σύντομα, όταν η Νυνάβε συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι πια Σοφία. Είμαστε όλες» —δεν είπε Αποδεχθείσες· δύο ναύτες περνούσαν γοργά δίπλα τους― «στο ίδιο επίπεδο τώρα». Η Ηλαίην αναστέναξε.

Η βάρκα δεν άργησε να τις βγάλει στη στεριά και στάθηκαν εκεί στην όχθη, με ραβδί πεζοπορίας στο χέρι, μπαγκάζια στην πλάτη, σακίδια και δισάκια. Ολόγυρά τους υπήρχαν κυματιστοί λόφοι με σύδεντρα αραιά και πού, αν και οι λόφοι γίνονταν δασώδεις μερικά μίλια πιο μακριά από το ποτάμι. Τα κουπιά του Γαλάζιου Γερανού τίναζαν αφρούς, αλλά δεν κατάφερναν να κουνήσουν το πλοίο. Η Εγκουέν γύρισε και ξεκίνησε προς το νότο, δίχως δεύτερη ματιά. Και πριν προλάβει η Νυνάβε να μπει μπροστά.

Όταν οι άλλες την πρόφτασαν, η Ηλαίην τη μάλωσε με το βλέμμα. Η Νυνάβε περπατούσε ευθεία μπροστά. Η Ηλαίην είπε στη Νυνάβε αυτό που είχε πει η Εγκουέν για τον Ματ και τον Φαιό Άνθρωπο, αλλά η μεγαλύτερη γυναίκα την άκουσε σιωπηλά και είπε μόνο: «Θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του», δίχως να κόψει το βήμα της. Ύστερα από λίγο, η Κόρη-Διάδοχος εγκατέλειψε την προσπάθεια να τις κάνει να μιλήσουν και συνέχισαν όλες να βαδίζουν σιωπηλές.

Οι πυκνές συστάδες που σχημάτιζαν οι νεροβαλανιδιές και οι ιτιές κοντά στην όχθη δεν άργησαν να κρύψουν το Γαλάζιο Γερανό. Οι τρεις τους δεν πέρασαν μέσα από τις συστάδες, παρ’ όλο που ήταν σχετικά μικρές, επειδή στις σκιές των φύλλων τους δεν ήξερες τι μπορεί να κρυβόταν. Μερικοί κοντοί θάμνοι φύτρωναν ανάμεσα στις συστάδες κοντά στο ποτάμι, αλλά ήταν τόσο αραιοί, που δεν μπορούσαν να κρύψουν ούτε παιδί, πόσο μάλλον ληστή. Επίσης, απείχαν αρκετά μεταξύ τους.

«Αν δούμε ληστές», ανακοίνωσε η Εγκουέν, «θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Εδώ πέρα δεν υπάρχει Άμερλιν να μας φυλάει».

Το στόμα της Νυνάβε σφίχτηκε. «Αν χρειαστεί», είπε μιλώντας στον αέρα μπροστά της, «μπορούμε να τρομάξουμε τους ληστές, όπως κάναμε με εκείνους τους Λευκομανδίτες. Αν δεν βρούμε άλλο τρόπο».

«Μακάρι να μη μιλούσατε για ληστές», είπε η Ηλαίην. «Θα ήθελα να φτάσουμε στο χωριό δίχως —»

Μια καφεγκρίζα μορφή σηκώθηκε πίσω από ένα μοναχικό θάμνο σχεδόν ίσια μπροστά τους.

Загрузка...