48 Ακολουθώντας την Τέχνη

Καθώς ο Σβέλτος προχωρούσε προς το Δάκρυ, στη δυτική όχθη του ποταμού Ερινίν, γέρνοντας πότε από τη μια και πότε από την άλλη, η Εγκουέν δεν έβλεπε την πόλη που πλησίαζε. Με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από την κουπαστή ατένιζε τα νερά του Ερινίν, που κυλούσαν πλάι στο χοντρό κύτος του πλοίου, καθώς και το μπροστινό κουπί από την πλευρά της, που εμφανιζόταν στο οπτικό πεδίο της και χανόταν ξανά, ανοίγοντας άσπρα αυλάκια στο ποτάμι. Της έφερνε ναυτία, αλλά ήξερε ότι, αν σήκωνε το κεφάλι, η αναγούλα θα χειροτέρευε. Αν κοίταζε την ακτή, η αργή, ρυθμική κίνηση του Σβέλτου θα φαινόταν εντονότερη.

Το πλοίο λικνιζόταν με αυτό τον τρόπο από τότε που είχαν φύγει από το Τζουρένε. Δεν την ένοιαζε πώς το πλοίο αρμένιζε πρωτύτερα· έπιασε τον εαυτό της να εύχεται να είχε βουλιάξει ο Σβέλτος πριν φτάσει στο Τζουρένε. Ευχόταν να είχε αναγκάσει τον καπετάνιο να πιάσει στο Αρινγκίλ, για να βρουν άλλο πλοίο. Ευχόταν να μην είχε πλησιάσει ποτέ στη ζωή της πλοίο. Ευχόταν αδιάκοπα διάφορα πράγματα, τα περισσότερα για να μη σκέφτεται πού βρισκόταν.

Το λίκνισμα ήταν πιο ήρεμο τώρα που χρησιμοποιούσαν τα κουπιά, παρά πριν, με τα πανιά, αλλά συνεχιζόταν εδώ και τόσες μέρες, που δεν της φαινόταν να υπάρχει ιδιαίτερη διαφορά. Το στομάχι της από μέσα πάφλαζε, σαν γάλα σε κανάτα. Κατάπιε και προσπάθησε να ξεχάσει αυτή την εικόνα.

Με την Ηλαίην και τη Νυνάβε δεν είχαν κατορθώσει να καταστρώσουν τα σχέδια τους στον Σβέλτο. Η Νυνάβε δεν άντεχε πάνω από δέκα λεπτά χωρίς να κάνει εμετό και όταν η Εγκουέν το έβλεπε αυτό, έβγαζε κι αυτή το λίγο φαγητό που είχε καταφέρει να φάει. Η ζέστη, που δυνάμωνε καθώς κατηφόριζαν το ποτάμι, χειροτέρευε την κατάσταση. Τώρα, η Νυνάβε ήταν πάλι κάτω και σίγουρα η Ηλαίην της κρατούσε τη λεκάνη.

Αχ, Φως μου, όχι! Μην το σκέφτεσαι! Πράσινοι αγροί. Λιβάδια. Φως μου, τα λιβάδια δεν λικνίζονται σαν αυτό το πλοίο. Κολιμπρί. Όχι, όχι κολιμπρί! Κορυδαλλοί. Κορυδαλλοί που κελαηδούν.

«Κυρά Τζόσλυν; Κυρά Τζόσλυν!»

Στην αρχή δεν αναγνώρισε το όνομα που είχε δώσει στον καπετάνιο Κάνιν, ούτε τη φωνή του. Σήκωσε αργά το κεφάλι και στύλωσε το βλέμμα στο μακρουλό πρόσωπό του.

«Σε λίγο πιάνουμε στο λιμάνι, κυρά Τζόσλυν. Όλο έλεγες πόσο ανυπομονούσες να πατήσεις στη στεριά. Ε, τώρα φτάσαμε». Η φωνή του δεν έκρυβε την επιθυμία του να ξεφορτωθεί τις τρεις επιβάτισσές του, από τις οποίες οι δύο δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να τις πιάνει το ποτάμι, όπως έλεγε, και να βογκούν όλη τη νύχτα.

Οι ναύτες, ξυπόλητοι και χωρίς πουκάμισο, πετούσαν σκοινιά στους άντρες στην πέτρινη αποβάθρα, που ξεπρόβαλε στο ποτάμι· οι λιμενεργάτες φορούσαν μακριά δερμάτινα γιλέκα, αντί για πουκάμισα. Στο πλοίο είχαν ήδη τραβήξει τα κουπιά, με εξαίρεση ένα ζευγάρι, με το οποίο κατηύθυναν το πλοίο για να μην πλησιάσει με φόρα την αποβάθρα. Οι πλάκες της αποβάθρας ήταν υγρές· ο αέρας ήταν νοτισμένος, σαν να είχε βρέξει πρόσφατα κι αυτό ήταν κάποια ανακούφιση. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι το λίκνισμα είχε πάψει από ώρα, αλλά το στομάχι της ακόμα το θυμόταν. Ο ήλιος έγερνε στα δυτικά. Προσπάθησε να μη σκεφτεί το δείπνο.

«Πολύ ωραία, καπετάνιε Κάνιν», είπε επιστρατεύοντας όση αξιοπρέπεια μπορούσε. Δεν θα είχε τέτοιο ύφος, αν φορούσα το δαχτυλίδι μου, ακόμα κι αν έκανα εμετό πάνω στις μπότες του. Η εικόνα στο νου της την έκανε να ανατριχιάσει.

Το δαχτυλίδι της με το Μέγα Ερπετό και το στρεβλωμένο δαχτυλίδι του τερ’ανγκριάλ τώρα κρέμονταν από ένα δερμάτινο κορδόνι γύρω από το λαιμό της. Το πέτρινο δαχτυλίδι το ένιωθε ψυχρό πάνω στο δέρμα της —αρκετά για να αντισταθμίσει την υγρή ζέστη του αέρα― αλλά, πέρα απ’ αυτό, είχε βρει ότι όσο περισσότερο χρησιμοποιούσε το τερ’ανγκριάλ, τόσο περισσότερο ήθελε να το αγγίζει, χωρίς θύλακο ή ρούχο ανάμεσα τους.

Ο Τελ’αράν’ριοντ ακόμα της έδειχνε ελάχιστα πράγματα που να έχουν άμεση χρησιμότητα. Μερικές φορές έβλεπε κλεφτά τον Ραντ, τον Ματ ή τον Πέριν και πιο πολύ στα δικά της όνειρα, χωρίς το τερ’ανγκριάλ, αλλά καμία δεν έβγαζε νόημα. Έβλεπε τους Σωντσάν, τους οποίους αρνούνταν να σκεφτεί. Εφιάλτες με Λευκομανδίτες, που έβαζαν τον αφέντη Λούχαν σε μια πελώρια, οδοντωτή παγίδα ως δόλωμα. Γιατί άραγε ο Πέριν είχε ένα γεράκι στον ώμο και τι το σημαντικό υπήρχε στο να διαλέξει ανάμεσα στο τσεκούρι που φορούσε τώρα και στο σφυρί σιδερά; Τι σήμαινε το ότι ο Ματ έπαιζε ζάρια με τον Σκοτεινό, γιατί φώναζε «έρχομαι!» και γιατί η Εγκουέν μέσα στο όνειρο πίστευε ότι το φώναζε σ’ αυτήν; Ήταν κι ο Ραντ. Τρυπώνοντας στο σκοτάδι, προχωρούσε προς το Καλαντόρ, ενώ ολόγυρά του βάδιζαν έξι άντρες και πέντε γυναίκες, που κάποιοι τον κυνηγούσαν και κάποιοι τον αγνοούσαν, κάποιοι προσπαθούσαν να τον οδηγήσουν προς το αστραφτερό κρυστάλλινο σπαθί και κάποιοι προσπαθούσαν να τον εμποδίσουν πριν το φτάσει κι έμοιαζαν να μην ξέρουν πού βρισκόταν, ή τον έβλεπαν μόνο φευγαλέα. Ένας άντρας είχε μάτια όλο φλόγες και ήθελε τον Ραντ νεκρό με τόση απόγνωση, που η Εγκουέν σχεδόν την ένιωθε. Της φαινόταν πως τον ήξερε. Ο Μπα’άλζαμον. Μα ποιοι ήταν οι άλλοι; Έβλεπε τον Ραντ πάλι σε εκείνο τον ξερό, σκονισμένο θάλαμο, με εκείνα τα μικρά πλάσματα να χώνονται κάτω από το δέρμα του. Τον Ραντ να αντιμετωπίζει μια ορδή Σωντσάν. Τον Ραντ να αντιμετωπίζει την ίδια και τις γυναίκες που ήταν μαζί της, που μια απ’ αυτές ήταν Σωντσάν. Όλα της έφερναν υπερβολική σύγχυση. Έπρεπε να πάψει να σκέφτεται τον Ραντ και τους άλλους και να συγκεντρωθεί σε αυτό που θα έβρισκε μπροστά της. Τι σκαρώνει το Μαύρο Άτζα; Γιατί δεν ονειρεύομαι κάτι γι’ αυτό; Φως μου, γιατί δεν μπορώ να μάθω ηώς να κάνει αυτό που θέλω;

«Κατέβασε τα άλογα στη στεριά, καπετάνιε», είπε στον Κάνιν. «Θα πω στην κυρά Μαρυίμ και στην κυρά Καρύλα ότι φτάσαμε». Αυτές ήταν η Νυνάβε —Μαρυίμ― και η Ηλαίην ― Καρύλα.

«Έστειλα άνθρωπο να τους το πει, κυρά Τζόσλυν. Και τα άλογά σας θα είναι στην αποβάθρα μόλις στήσουν τη δοκό οι ναύτες μου».

Φαινόταν πολύ ευχαριστημένος που τις ξεφορτωνόταν. Σκέφτηκε να του πει να μη βιαστεί, αλλά έδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Ο Σβέλτος μπορεί να είχε σταματήσει το λίκνισμά του, αλλά η Εγκουέν ήθελε να ξαναπατήσει σε σταθερό έδαφος. Τώρα. Πάντως, σταμάτησε για να χτυπήσει φιλικά τη μύτη της Ομίχλης και να αφήσει την γκρίζα φοράδα να γλείψει την παλάμη της, για να δείξει στον Κάνιν ότι δεν βιαζόταν και τόσο.

Η Νυνάβε και η Ηλαίην φάνηκαν στη σκάλα που οδηγούσε στις καμπίνες τους, φορτωμένες μπαγκάζια και σακίδια σέλας, ενώ η Ηλαίην σχεδόν κουβαλούσε μαζί με τα άλλα και τη Νυνάβε. Όταν η Νυνάβε είδε την Εγκουέν να τις παρακολουθεί, ξεκόλλησε από την Κόρη-Διάδοχο και έκανε χωρίς βοήθεια τον υπόλοιπο δρόμο, ως εκεί που οι ναύτες έστηναν μια στενή σανιδόσκαλα για την αποβάθρα. Δύο ναύτες πήγαν και έδεσαν μια πλατιά μουσαμαδένια θηλιά κάτω από την κοιλιά της Ομίχλης και η Εγκουέν κατέβηκε τρέχοντας για να πάρει τα πράγματά της. Όταν ξανανέβηκε, το άλογό της ήταν κιόλας στο μόλο και η σκουρόχρωμη, βουλάτη φοράδα της Ηλαίην κρεμόταν στη μουσαμαδένια θηλιά στα μισά του δρόμου.

Για μια στιγμή, όταν τα πόδια της πάτησαν το μόλο, την κατέκλυσε μια ανακούφιση. Το έδαφος δεν θα έγερνε, δεν θα λικνιζόταν. Και μετά κοίταξε την πόλη, που είχαν περάσει τόσα βάσανα για να τη φτάσουν.

Πέτρινες αποθήκες κατέληγαν σε μακριές αποβάθρες και φαινόταν να υπάρχουν πλήθος πλοία, μεγάλα και μικρά, παραταγμένα στις αποβάθρες ή αγκυροβολημένα στο ποτάμι. Το βλέμμα της έσπευσε να αποφύγει τα πλοία. Το Δάκρυ ήταν θεμελιωμένο σε επίπεδη γη, σχεδόν χωρίς καθόλου υψώματα. Στους λασπωμένους χωματόδρομους φαίνονταν σπίτια, πανδοχεία και ταβέρνες, κτίρια ξύλινα και πέτρινα. Είχαν σκεπές από πλάκες ή κεραμίδια, με αλλόκοτες άκρες, που μερικές υψώνονταν σχηματίζοντας μύτες. Παραπέρα, διέκρινε ένα ψηλό τείχος από σκούρα γκρίζα πέτρα και πιο πίσω κορυφές πύργων, τους οποίους έζωναν ψηλές βεράντες. Διέκρινε, επίσης, παλάτια με άσπρους θόλους. Οι θόλοι είχαν τετραγωνισμένη κοψιά και οι κορυφές των πύργων έμοιαζαν μυτερές, σαν μερικές από τις στέγες έξω από το τείχος. Συνολικά, το Δάκρυ ήταν ίσο σε μέγεθος με το Κάεμλυν ή την Ταρ Βάλον και παρ’ όλο που υστερούσε σε ομορφιά, δεν έπαυε να είναι μια από τις λαμπρές πόλεις. Αλλά η Εγκουέν δυσκολευόταν να κοιτάξει οτιδήποτε εκτός από την Πέτρα του Δακρύου.

Είχε ακούσει γι’ αυτήν από παραμύθια, είχε ακούσει ότι ήταν το πιο σπουδαίο οχυρό στον κόσμο και το παλαιότερο, το πρώτο που είχε κατασκευαστεί μετά το Τσάκισμα του Κόσμου. Εντούτοις, τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει γι’ αυτό το θέαμα. Στην αρχή, της φάνηκε πως ήταν ένας πελώριος λόφος από γκρίζο βράχο, ή ένα μικρό, στέρφο βουνό με έκταση εκατοντάδες τομάρια, ξεκινώντας από τον Ερινίν δυτικά και προχωρώντας από τα τείχη μέσα στην πόλη. Ακόμα κι όταν είδε το πελώριο λάβαρο να ανεμίζει από την ψηλότερη κορφή του —τρεις λευκές ημισέληνοι, που έγερναν πάνω από ένα χωράφι μισό κόκκινο, μισό χρυσό· ένα λάβαρο που ανέμιζε τουλάχιστον τριακόσια βήματα πάνω από το ποτάμι, αλλά ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να φαίνεται καθαρά σε εκείνο το ύψος― κι όταν διέκρινε τους προμαχώνες και τους πύργους, της φαινόταν δύσκολο να πιστέψει ότι η Πέτρα του Δακρύου ήταν κατασκευασμένη κι όχι σμιλεμένη σε ένα βουνό που ήδη υπήρχε εκεί.

«Κατασκευάστηκε με τη Δύναμη», μουρμούρισε η Ηλαίην. Κι αυτή ατένιζε την Πέτρα. «Ροές Γης υφασμένες έτσι ώστε να σηκώσουν πέτρα από το έδαφος, Αέρα για να τη φέρουν από κάθε άκρη του κόσμου και Γη και Φωτιά για να το κάνουν όλο μονοκόμματο, δίχως αρμούς, ενώσεις ή κονίαμα. Η Ατουάν Σεντάι λέει ότι ο Πύργος σήμερα δεν θα μπορούσε να το κάνει. Παράξενο, αν σκεφτείς τι γνώμη έχουν οι Υψηλοί Άρχοντες τώρα για τη Δύναμη».

«Νομίζω», είπε μαλακά η Νυνάβε, κοπάζοντας τους λιμενεργάτες που κινούνταν γύρω τους, «πως δεδομένου αυτού ακριβώς του πράγματος, δεν θα έπρεπε να αναφέρουμε φωναχτά ορισμένα άλλα πράγματα». Η Ηλαίην φάνηκε να διχάζεται ανάμεσα στην αγανάκτηση —είχε μιλήσει με πολύ απαλή φωνή― και τη συμφωνία· η Κόρη-Διάδοχος συμφωνούσε πολύ συχνά και πολύ εύκολα με τη Νυνάβε και αυτό δεν άρεσε στην Εγκουέν.

Μόνο όταν η Νυνάβε έχει δίκιο, παραδέχτηκε μέσα της μουτρωμένη. Εδώ θα είχαν τα μάτια τους τέσσερα, αν έβλεπαν μια γυναίκα να φορά το δαχτυλίδι ή να έχει κάποια σχέση με την Ταρ Βάλον. Οι ξυπόλητοι λιμενεργάτες, με τα δερμάτινα γιλέκα, δεν πρόσεχαν καθόλου τις τρεις τους καθώς προχωρούσαν βιαστικά, κουβαλώντας μπάλες και δεμάτια, άλλοτε με καρότσια και άλλοτε στην πλάτη. Ο αέρας είχε μια έντονη μυρωδιά ψαριού· οι τρεις διπλανές αποβάθρες είχαν δεκάδες ψαρόβαρκες μαζεμένες γύρω τους, όπως ήταν κι εκείνες στον πίνακα, στο μελετητήριο της Άμερλιν. Άντρες δίχως πουκάμισο και γυναίκες ξυπόλητες έβγαζαν καλάθια με ψάρια από τις βάρκες, σωρούς ψαριών σε χρώμα ασημί και χρυσό και πράσινο, καθώς και σε άλλα χρώματα, που η Εγκουέν ποτέ δεν θα μάντευε ότι θα έβρισκε σε ψάρια, όπως λαμπερό κόκκινο, βαθύ μπλε και αστραφτερό κίτρινο, μερικά, μάλιστα, με ρίγες ή πιτσιλάδες, είτε άσπρες, είτε σε άλλα χρώματα.

Χαμήλωσε τη φωνή της, για να την ακούσει μονάχα η Ηλαίην. «Έχει δίκιο, Καρύλα. Μην ξεχνάς γιατί σε λένε Καρύλα». Δεν ήθελε να την ακούσει η Νυνάβε να το παραδέχεται. Η έκφραση της δεν άλλαξε ακούγοντάς το, αλλά η Εγκουέν ένιωσε την ικανοποίηση να ακτινοβολεί από μέσα της, σαν κουζίνα που ανάδινε θερμότητα.

Τώρα κατέβαζαν το μαύρο άτι της Νυνάβε στην αποβάθρα· οι ναύτες είχαν κατεβάσει το σανό από το πλοίο και τον είχαν ρίξει, έτσι απλά, στις υγρές πέτρες της αποβάθρας. Η Νυνάβε έριξε μια ματιά στα άλογα και άνοιξε το στόμα —η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι ήθελε να τους πει να σελώσουν τα ζώα τους― και ύστερα το ξανάκλεισε, σφίγγοντας τα χείλη, σαν να της είχε στοιχίσει μεγάλο κόπο αυτό. Τράβηξε απότομα την πλεξούδα της. Πριν καλά-καλά πάρουν τη μουσαμαδένια θηλιά, η Νυνάβε έριξε στη ράχη του μαύρου αλόγου μια κουβέρτα με γαλάζιες ρίγες και ανέβασε από πάνω τη σέλα με το ψηλό μπροστάρι. Ούτε που κοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες.

Η Εγκουέν κάθε άλλο παρά ανυπομονούσε να καβαλήσει το άλογό της εκείνη την ώρα —η κίνησή του ίσως θύμιζε στο στομάχι της τον Σβέλτο― αλλά ξανακοίταξε τους λασπωμένους δρόμους και πείστηκε. Φορούσε γερά παπούτσια, αλλά δεν θα ήταν ευχάριστο να τα καθαρίζει μετά, ούτε και να ανασηκώνει τα φουστάνια της περπατώντας. Σέλωσε στα γρήγορα την Ομίχλη, ανέβηκε στην πλάτη της, έσιαξε τα φουστάνια της και μετά σκέφτηκε ότι μπορεί, τελικά, η λάσπη να μην ήταν και τόσο άσχημη. Λίγη δουλειά με το βελονάκι στον Σβέλτο —αυτή τη φορά τα είχε κάνει όλα η Ηλαίην· η Κόρη-Διάδοχος ήταν πολύ καλή στο κέντημα και το ράψιμο― και όλες οι φούστες τους άνοιγαν στη μέση κι έτσι οι τρεις τους μπορούσαν να ιππεύουν τα άλογα κανονικά.

Όπως η Νυνάβε ανέβαινε στη σέλα, το πρόσωπό της χλώμιασε για μια στιγμή, καθώς το άλογο έκανε μερικά νευρικά χοροπηδητά. Συγκρατήθηκε, έσφιξε τα χείλη, κράτησε σταθερά τα γκέμια και σε λίγο το είχε ηρεμήσει. Μέχρι να περάσουν αργά δίπλα από τις αποθήκες, μπορούσε πια να μιλήσει. «Πρέπει να βρούμε τη Λίαντριν και τις άλλες, δίχως να μάθουν ότι τις ψάχνουμε. Σίγουρα ξέρουν ότι ερχόμαστε —ότι κάποια έρχεται, εν πάση περιπτώσει― αλλά θα ήθελα να μη μάθουν ότι είμαστε εδώ, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά γι’ αυτές». Ανάσανε βαθιά. «Ομολογώ ότι δεν σκέφτηκα πώς μπορεί να γίνει αυτό. Ακόμα. Εσείς έχετε καμιά πρόταση;»

«Με κλεφτοκυνηγό», είπε η Ηλαίην, δίχως να διστάσει. Η Νυνάβε την κοίταξε συνοφρυωμένη.

«Θες να πεις, σαν τον Χούριν;» είπε η Εγκουέν. «Αλλά ο Χούριν ήταν στην υπηρεσία του βασιλιά του. Αν έχει κλεφτοκυνηγούς εδώ, δεν θα υπηρετούν τους Υψηλούς Άρχοντες;»

Η Ηλαίην κατένευσε και, για μια στιγμή, η Εγκουέν ζήλεψε το στομάχι της Κόρης-Διαδόχου. «Ναι, βέβαια. Αλλά οι κλεφτοκυνηγοί δεν είναι σαν τους Φρουρούς της Βασίλισσας, ή σαν τους Δακρινούς Υπερασπιστές της Πέτρας. Υπηρετούν τον ηγέτη, αλλά καμιά φορά τα θύματα των κλεφτών τους πληρώνουν για να ξαναβρούν τα κλεμμένα. Επίσης, μερικές φορές πληρώνονται για να βρουν ανθρώπους. Τουλάχιστον, έτσι γίνεται στο Κάεμλυν. Δεν φαντάζομαι να είναι διαφορετικά εδώ, στο Δάκρυ».

«Τότε θα κλείσουμε δωμάτια σε πανδοχείο», είπε η Εγκουέν, «και θα ζητήσουμε από τον πανδοχέα να μας βρει κλεφτοκυνηγό».

«Όχι σε πανδοχείο», είπε η Νυνάβε, με την ίδια αποφασιστικότητα που οδηγούσε το άτι της· φαινόταν να μην αφήνει ποτέ το άλογο να ξεφύγει από τον έλεγχό της. Έπειτα από λίγο, χαμήλωσε λίγο τον τόνο της φωνής της. «Η Λίαντριν μας γνωρίζει και το ίδιο πρέπει να υποθέσουμε και για τις άλλες. Σίγουρα θα παρακολουθούν τα πανδοχεία, για να βρουν όσες ακολούθησαν τα ίχνη που έσπειραν στο διάβα τους. Θέλω να τους κλείσω την παγίδα κατάμουτρα, αλλά όχι με εμάς μέσα. Δεν θα μείνουμε σε πανδοχείο».

Η Εγκουέν δεν της έδωσε την ικανοποίηση να ρωτήσει.

«Τότε πού;» Το μέτωπο της Ηλαίην γέμισε ζάρες. «Αν έκανα γνωστή την παρουσία μου —υποθέτοντας ότι θα μπορούσα να πείσω με αυτά τα ρούχα και δίχως συνοδεία― θα μας καλοδέχονταν στους περισσότερους Οίκους των ευγενών και πιθανότατα στο ίδιο το Δάκρυ, αλλά δεν θα μπορούσαμε να το κρατήσουμε μυστικό. Πριν βασιλέψει ο ήλιος, θα το είχε μάθει ολόκληρη η πόλη. Δεν μπορώ να σκεφτώ πού αλλού να μείνουμε, παρά μόνο σε κάποιο πανδοχείο, Νυνάβε. Εκτός αν εννοείς να πάμε σε κάποιο αγρόκτημα στην εξοχή, αλλά αποκλείεται να βρούμε κανένα».

Η Νυνάβε κοίταξε την Εγκουέν. «Θα το καταλάβω όταν το δω. Αφήστε με να κοιτάξω».

Η Ηλαίην κοίταξε συννεφιασμένη τη Νυνάβε και ύστερα την Εγκουέν. «“Μην κόβεις τα αυτιά σου, επειδή δεν σου αρέσουν τα σκουλαρίκια”», μουρμούρισε.

Η Εγκουέν έστρεψε πάλι την προσοχή της στο δρόμο τους. Που να καώ, δεν θα την αφήσω να νομίσει ότι μου καίγεται καρφάκι!

Δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι έξω, σε σύγκριση με την Ταρ Βάλον. Ίσως τους αποθάρρυνε η πυκνή λάσπη στους δρόμους. Δίπλα τους αγκομαχούσαν κάρα και άμαξες, που συνήθως τα τραβούσαν βόδια με πλατιά κέρατα, με τους καροτσιέρηδες και τους αμαξάδες να τα συνοδεύουν περπατώντας και κρατώντας μακριές βέργες από κάποιο ανοιχτόχρωμο, ροζιασμένο ξύλο. Από αυτούς τους δρόμους δεν περνούσαν χειράμαξες και ανοιχτές άμαξες ευγενών. Κι εδώ, επίσης, ο αέρας μύριζε ψαρίλα κι αρκετοί από τους άντρες που τις προσπερνούσαν βιαστικά, κουβαλούσαν στη ράχη πελώρια καλάθια γεμάτα ψάρια. Τα μαγαζιά δεν φαίνονταν να ευημερούν κανένα δεν επιδείκνυε έξω τα αγαθά του και η Εγκουέν σπάνια έβλεπε κόσμο να μπαίνει μέσα. Τα καταστήματα είχαν πινακίδες —βελόνα μαζί με ένα τόπι ύφασμα οι ράφτες, μαχαίρι και ψαλίδι οι μαχαιροποιοί, αργαλειό οι υφάντρες και ούτω καθεξής― αλλά στις περισσότερες η μπογιά είχε ξεφτίσει. Τα λίγα πανδοχεία είχαν ταμπέλες που ήταν στα ίδια χάλια και δεν φαίνονταν να έχουν περισσότερη πελατεία. Τα σπιτάκια, που στριμώχνονταν ανάμεσα στα πανδοχεία και τα μαγαζιά, συχνά είχαν στέγες απ’ όπου έλειπαν κεραμίδια ή πλάκες. Αυτό το τμήμα του Δακρύου, πάντως, ήταν φτωχό. Κι απ’ αυτό που έβλεπε στα πρόσωπά τους, ελάχιστοι από τους ανθρώπους εδώ νοιάζονταν για να κάνουν μια προσπάθεια ακόμα. Προχωρούσαν, δούλευαν, αλλά οι περισσότεροι είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Ελάχιστοι έριξαν έστω και μια ματιά στις τρεις γυναίκες που πήγαιναν καβάλα στα άλογά τους, εκεί που οι περισσότεροι περπατούσαν.

Οι άντρες φορούσαν σακουλιασμένα παντελόνια, συνήθως δεμένα στους αστραγάλους. Τα σακάκια των λιγοστών που είχαν, ήταν μακριά και σκούρα, στένευαν στα μανίκια και στο στήθος και φάρδαιναν κάτω από τη μέση. Αυτοί που φορούσαν χαμηλά παπούτσια ήταν περισσότεροι από τους άλλους, με τις αρβύλες, όμως οι πιο πολλοί βάδιζαν ξυπόλητοι στη λάσπη. Ήταν αρκετοί εκείνοι που δεν είχαν ούτε σακάκι, ούτε πουκάμισο και το παντελόνι τους το συγκρατούσε ένα πλατύ κομμάτι ύφασμα, μερικές φορές χρωματιστό και συχνά βρώμικο. Κάποιοι φορούσαν πλατιά, κωνικά, ψάθινα καπέλα και μερικοί είχαν μάλλινους σκούφους, που κρέμονταν από τη μια πλευρά του προσώπου τους. Τα γυναικεία φορέματα είχαν ψηλό γιακά, που έφτανε ως το πηγούνι και ποδόγυρο που σταματούσε στον αστράγαλο. Πολλές φορούσαν κοντές ποδίτσες σε ανοιχτά χρώματα, μερικές φορές δυο-τρεις μαζί, που η καθεμιά ήταν μικρότερη από την πιο κάτω της. Οι περισσότερες γυναίκες φορούσαν ίδια ψάθινα καπέλα με τους άντρες, αλλά βαμμένα ασορτί με τις ποδιές.

Η Εγκουέν, βλέποντας μια γυναίκα, κατάλαβε πώς τα έβγαζαν πέρα με τη λάσπη όσοι φορούσαν παπούτσια. Η γυναίκα είχε μικρούς, ξύλινους τάκους δεμένους στις σόλες των παπουτσιών της, που τα σήκωναν δυο χέρια ψηλότερα από τη λάσπη· περπατούσε λες και τα πόδια της πατούσαν σταθερά στο έδαφος. Η Εγκουέν είδε κι άλλες να φορούν αυτούς τους τάκους, τόσο γυναίκες όσο και άντρες. Μερικές γυναίκες βάδιζαν ξυπόλητες, όχι όμως τόσο πολλές όσο οι άντρες.

Αναρωτιόταν ποιο μαγαζί άραγε να πουλούσε τέτοιους τάκους, όταν ξαφνικά η Νυνάβε στράφηκε σε ένα σοκάκι, ανάμεσα σε ένα μακρύ, στενό μονώροφο κτίριο και στο μαγαζάκι ενός αγγειοπλάστη, που είχε τοίχο από πέτρα. Η Εγκουέν κοιτάχτηκε με την Ηλαίην —η Κόρη-Διάδοχος σήκωσε τους ώμους― και ύστερα την ακολούθησαν. Η Εγκουέν δεν ήξερε πού πήγαινε η Νυνάβε, ούτε γιατί —και θα της έλεγε δυο κουβέντες γι’ αυτό― αλλά και δεν ήθελε να χωριστούν.

Το σοκάκι ξαφνικά κατέληξε σε μια μικρή αυλή πίσω από το σπίτι, στην οποία τα κτίρια γύρω της έπαιζαν το ρόλο του φράχτη. Η Νυνάβε είχε ήδη ξεπεζέψει και είχε δέσει τα γκέμια της σε μια συκιά, απ’ όπου το άλογό της δεν θα μπορούσε να φτάσει τα λαχανικά που φύτρωναν σε ένα μικρό λαχανόκηπο, ο οποίος έπιανε τη μισή αυλή. Μια σειρά από πέτρες είχαν τοποθετηθεί έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα διάδρομο προς την πίσω πόρτα. Η Νυνάβε πλησίασε την πόρτα και χτύπησε.

«Τι είναι;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν, χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε. «Γιατί σταματήσαμε εδώ;»

«Δεν είδες τα βοτάνια στα μπροστινά παράθυρα;» Η Νυνάβε ξαναχτύπησε την πόρτα.

«Βοτάνια;» είπε η Ηλαίην.

«Μια Σοφία», της είπε η Εγκουέν, ενώ κατέβαινε από τη σέλα για να δέσει την Ομίχλη πλάι στο μαύρο άλογο. Το Γκαϊντίν δεν είναι καλό όνομα για άλογο. Τι νομίζει, ότι δεν καταλαβαίνω για ποιον το ονόμασε έτσι; «Η Νυνάβε βρήκε Σοφία, ή Αναζητήτρια, ή όπως τις λένε εδώ πέρα, τέλος πάντων».

Η πόρτα άνοιξε μια χαραμάδα και μια γυναίκα τις κοίταξε καχύποπτα. Στην αρχή, η Εγκουέν τη νόμισε χοντρή, αλλά μετά η γυναίκα άνοιξε κι άλλο την πόρτα. Ήταν σίγουρα αφράτη, αλλά οι κινήσεις της έδειχναν ότι από κάτω είχε μυς. Έμοιαζε γεροδεμένη, σαν την κυρά Λούχαν και υπήρχαν κάποιοι στο Πεδίο του Έμοντ που ισχυρίζονταν ότι η Άλσμπετ Λούχαν έφτανε στη δύναμη το σύζυγο της. Δεν ήταν αλήθεια, μα δεν ήταν κι ολότελα ψέμα.

«Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» είπε η γυναίκα με προφορά που θύμιζε την Άμερλιν. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε πυκνές μπούκλες, που χύνονταν σαν ποτάμι γύρω από το κεφάλι της και οι τρεις ποδίτσες της είχαν αποχρώσεις του πράσινου, η καθεμιά πιο σκούρα από την από κάτω της, αλλά ακόμα και η πιο πάνω ήταν ανοιχτόχρωμη. «Ποια από σας έχει την ανάγκη μου;»

«Εγώ», είπε η Νυνάβε. «Θέλω κάτι για το ανακάτεμα στο στομάχι μου. Και ίσως κάποια από τις συντρόφισσές μου να θέλει κάτι. Αν ήρθαμε στο κατάλληλο μέρος, εννοείται».

«Δεν είστε Δακρινές», είπε η γυναίκα. «Έπρεπε να το καταλάβω από τα ρούχα σας, πριν μιλήσεις. Με λένε Μητέρα Γκουένα. Επίσης, με λένε και Σοφή Γυναίκα, αλλά στην ηλικία που έφτασα, έμαθα να μην παίρνουν τα μυαλά μου αέρα. Ήρθες και θα σου δώσω κάτι για το στομάχι σου».

Η κουζίνα της ήταν περιποιημένη, αν και όχι μεγάλη. Είχε μπακιρένια κατσαρολικά κρεμασμένα στους τοίχους και ξεραμένα βότανα και λουκάνικα, που κρέμονταν από το ταβάνι. Υπήρχαν αρκετά ψηλά ντουλάπια από ανοιχτόχρωμο ξύλο και στα πορτάκια τους ήταν σμιλεμένες εικόνες, που έμοιαζαν να παριστάνουν ψηλό χορτάρι. Το τραπέζι ήταν σχεδόν κάτασπρο από το τρίψιμο και στις ράχες των καρεκλών ήταν σκαλισμένα λουλούδια. Πάνω στην κουζίνα, σε μια κατσαρόλα, σιγόβραζε σούπα, από την οποία μοσχομύριζε κάποιο ψάρι, ενώ μια ψιλή τσαγιέρα μόλις είχε αρχίσει να αχνίζει. Δεν υπήρχε φωτιά στο πέτρινο τζάκι και η Εγκουέν ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό· η αναμμένη κουζίνα χειροτέρευε τη ζέστη, αν και η Μητέρα Γκουένα δεν έμοιαζε να δίνει σημασία. Στην κορνίζα του τζακιού ήταν απλωμένα πιάτα στη σειρά, ενώ άλλα ήταν στοιβαγμένα τακτικά σε ράφια δεξιά κι αριστερά του. Το πάτωμα φαινόταν σαν να το είχε μόλις σκουπίσει.

Η Μητέρα Γκουένα έκλεισε πίσω τους την πόρτα και καθώς προχωρούσε στην κουζίνα και πλησίαζε τα ντουλάπια της, η Νυνάβε είπε: «Τι τσάι θα μου δώσεις; Αλυσιδόφυλλο; Ή γαλανόριζα;»

«Ή το ένα ή το άλλο, αν δεν μου είχαν τελειώσει». Η Μητέρα Γκουένα έψαξε για λίγο στα ράφια και βρήκε ένα πέτρινο βαζάκι. «Μιας και δεν πρόλαβα να μαζέψω καθόλου τώρα τελευταία, θα σου δώσω ζωμό από φύλλα βαλτόλευκου».

«Αυτό δεν το ξέρω», είπε αργά η Νυνάβε.

«Κάνει την ίδια δουλειά με το αλυσιδόφυλλο, αλλά έχει τόσο πικρή γεύση, που μερικοί δεν το αντέχουν». Η μεγαλόσωμη γυναίκα έριξε ξερά, σπασμένα φύλλα σε ένα γαλάζιο κατσαρολάκι και το έφερε στο τζάκι, για να ρίξει από πάνω καυτό νερό. «Ακολουθείς την τέχνη, λοιπόν; Καθίστε». Έδειξε το τραπέζι με το χέρι που κρατούσε δύο γαλάζια φλιτζάνια, τα οποία είχε πάρει από την κορνίζα του τζακιού. «Καθίστε και θα μιλήσουμε. Ποιας άλλης το στομάχι πονάει;»

«Εγώ είμαι μια χαρά», είπε με αδιάφορο τόνο η Εγκουέν καθώς καθόταν σε μια καρέκλα. «Εσύ νιώθεις αναγούλα, Καρύλα;» Η Κόρη-Διάδοχος κούνησε το κεφάλι, ίσως με μια δόση αγανάκτησης.

«Δεν πειράζει». Η γκριζομάλλα γυναίκα γέμισε ένα φλιτζάνι με το σκούρο υγρό για τη Νυνάβε και ύστερα κάθισε αντίκρυ της στο τραπέζι. «Έφτιαξα αρκετό για δύο, αλλά το τσάι βαλτόλευκου αντέχει πιο πολύ κι από το παστό ψάρι. Όσο κάθεται τόσο δυναμώνει, αλλά και πικρίζει. Είναι σαν αγώνας, από τη μια πόσο χάλια είναι το στομάχι σου, από την άλλη πόσο αντέχει η γλώσσα σου. Πιες, κοπέλα μου». Έπειτα από μια στιγμή, γέμισε το δεύτερο φλιτζάνι και ήπιε μια γουλιά. «Βλέπεις; Δεν παθαίνεις τίποτα».

Η Νυνάβε σήκωσε το φλιτζάνι της και άφησε ένα μικρό ήχο δυσαρέσκειας καθώς το πρωτογευόταν. Όταν ξανακατέβασε το φλιτζάνι, όμως, το πρόσωπό της ήταν ανέκφραστο. «Ίσως να είναι λιγάκι πικρό. Πες μου, Μητέρα Γκουένα, θα υπομένουμε πολύ ακόμα αυτή τη βροχή και τις λάσπες;»

Η άλλη γυναίκα κατσούφιασε, με μια δυσαρεστημένη έκφραση που απευθυνόταν και στις τρεις, πριν στραφεί πάλι στη Νυνάβε. «Δεν είμαι Ανεμοσκόπος των Θαλασσινών, κορίτσι μου», είπε ήσυχα. «Αν ήξερα να λέω τον καιρό, θα προτιμούσα να χώσω ζωντανά ασημόκαρφα στον κόρφο μου, παρά να το παραδεχτώ. Οι Υπερασπιστές θεωρούν κάτι τέτοια δουλειά παρόμοια με αυτή των Άες Σεντάι. Λοιπόν, ακολουθείτε την τέχνη ή όχι; Από την όψη, φαίνεται ότι ταξιδεύατε. Τι είναι καλό για την εξάντληση;» φώναξε ξαφνικά.

«Το τσάι φλάτγουορτ», είπε γαλήνια η Νυνάβε, «ή η ρίζα αντιλάυ. Μιας άρχισες τις ερωτήσεις, τι θα έκανες για να διευκολύνεις τη γέννα;»

Η Μητέρα Γκουένα ξεφύσησε. «Θα έβαζα ζεστές πετσέτες, παιδί μου, και ίσως να έδινα λίγο ασπρομάραθο, αν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η γέννα. Η γυναίκα δεν θέλει κάτι παραπάνω απ’ αυτά, καθώς και ένα χέρι να τη γαληνεύει. Δεν έχεις καμιά ερώτηση που να μην ξέρουν την απάντηση όλες οι μαμές στα χωριά; Τι θα έδινες για τους πόνους της καρδιάς; Τους πόνους που σκοτώνουν».

«Τριμμένο μπουμπούκι γκεάντιν στη γλώσσα», είπε κοφτά η Νυνάβε. «Αν η γυναίκα έχει οξείς πόνους στην κοιλιά και φτύνει αίμα, τι κάνεις;»

Συνέχισαν σαν να δοκίμαζαν η μια την άλλη, πετώντας ερωτήσεις και απαντήσεις ανάμεσά τους ολοένα και πιο γοργά. Μερικές φορές, οι ερωταποκρίσεις καθυστερούσαν λίγο, όταν η μια μιλούσε για ένα φυτό που η άλλη το ήξερε με αλλιώτικο όνομα, αλλά μετά συνέχιζαν εξίσου γοργά· συζητούσαν για τα πλεονεκτήματα που πρόσφεραν τα βάμματα σε σύγκριση με το τσάι διαφόρων ειδών, τα βάλσαμα συγκριτικά με τα καταπλάσματα και πότε τα μεν ήταν καλύτερα από τα δε. Σιγά-σιγά, οι γοργές ερωτήσεις στράφηκαν προς τα βότανα και τις ρίζες που ήξερε η μια και αγνοούσε η άλλη, με σκοπό τη γνώση. Η Εγκουέν άρχισε να εκνευρίζεται καθώς άκουγε.

«Όταν του δώσεις το κοκαλοβότανο», έλεγε η Μητέρα Γκουένα, «τυλίγεις το σπασμένο μέλος με μια πετσέτα, που έχει μουλιάσει σε νερό όπου έχεις βράσει γαλάζια γιδολούλουδα ― πρόσεχε, μόνο τα γαλάζια!» Η Νυνάβε ένευσε ανυπόμονα. «Το νερό να είναι όσο πιο καυτό αντέχει. Ένα μέρος γαλάζια γιδολούλουδα σε δέκα μέρη νερό, όχι πιο αραιά. Αλλάζεις τις πετσέτες μόλις σταματήσουν να αχνίζουν και συνεχίζεις όλη τη μέρα. Το κόκαλο θα θρέψει δυο φορές γρηγορότερα απ’ ότι με το κοκαλοβότανο σκέτο και θα γίνει δυο φορές πιο δυνατό».

«Θα το θυμάμαι», είπε η Νυνάβε. «Ανέφερες ότι χρησιμοποιείς ρίζα προβατόγλωσσας για τον πόνο του ματιού. Πρώτη φορά ακούω —»

Η Εγκουέν δεν άντεχε άλλο. «Μαρυίμ», την έκοψε, «στ’ αλήθεια πιστεύεις ότι κάποτε θα χρειαστεί να ξέρεις αυτά τα πράγματα; Δεν είσαι πια Σοφία, ή μήπως το ξέχασες;»

«Δεν ξέχασα τίποτα», είπε απότομα η Νυνάβε. «Θυμάμαι άλλοτε, που ενθουσιαζόσουν όσο κι εγώ όταν μάθαινες καινούρια πράγματα».

«Μητέρα Γκουένα», είπε μελιστάλαχτα η Ηλαίην, «τι κάνεις για δυο γυναίκες που δεν σταματούν να τσακώνονται;»

Η γκριζομάλλα γυναίκα σούφρωσε τα χείλη και κοίταξε το τραπέζι συνοφρυωμένη. «Συνήθως, είτε είναι άντρες, είτε είναι γυναίκες, λέω να μην πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Αυτό είναι το καλύτερο και το ευκολότερο».

«Συνήθως;» είπε η Ηλαίην. «Κι αν υπάρχει λόγος που δεν γίνεται να είναι χώρια; Ας πούμε ότι είναι αδελφές».

«Έχω τον τρόπο μου να σταματήσω αυτόν που καυγαδίζει», είπε αργά η άλλη. «Είναι κάτι που δεν λέω σε καμιά να το δοκιμάσει, αλλά κάποιες έρχονται σε μένα». Της Εγκουέν της φάνηκε ότι στις άκρες του στόματός της υπήρχε η υποψία ενός χαμόγελου. «Χρεώνω ένα ασημένιο μάρκο για κάθε γυναίκα. Δύο για τους άντρες, επειδή οι άντρες κάνουν πιο πολλή φασαρία. Υπάρχει κόσμος που θα αγοράσει ό,τι κι αν είναι, αρκεί να στοιχίζει».

«Μα ποια είναι η γιατρειά;» ρώτησε η Ηλαίην.

«Τους λέω ότι πρέπει να φέρουν το άλλο άτομο εδώ, μαζί τους, εκείνον που τσακώνονται. Καθένας τους περιμένει ότι θα κλείσω το στόμα του άλλου». Ασυναίσθητα, η Εγκουέν είχε στήσει αυτί. Πρόσεξε ότι και η Νυνάβε έμοιαζε να δίνει μεγάλη προσοχή. «Αφού με πληρώσουν πρώτα», συνέχισε η Μητέρα Γκουένα, λυγίζοντας το γεροδεμένο μπράτσο της, «τους παίρνω πίσω και τους χώνω το κεφάλι στο βαρέλι που έχω για τα βροχόνερα, ώσπου να συμφωνήσουν ότι θα πάψουν να τσακώνονται».

Η Ηλαίην έβαλε τα γέλια.

«Μου φαίνεται ότι κι εγώ κάτι τέτοιο θα έκανα», είπε η Νυνάβε με φωνή που ακουγόταν υπερβολικά ανάλαφρη. Η Εγκουέν έλπισε να μην έμοιαζε καθόλου η έκφρασή της με αυτή της Νυνάβε.

«Αυτό δεν θα με ξάφνιαζε». Η Μητέρα Γκουένα τώρα χαμογελούσε απροκάλυπτα. «Τους λέω ότι την άλλη φορά που θα ακούσω ότι τσακώθηκαν, θα κάνω το ίδιο τζάμπα, αλλά στο ποτάμι. Είναι καταπληκτικό πόσο συχνά πετυχαίνει η γιατρειά, ειδικά για τους άντρες. Και είναι καταπληκτικό πόσο έχει βοηθήσει τη φήμη μου. Για κάποιον λόγο, κανένας από τους ανθρώπους που θεραπεύω με αυτό τον τρόπο δεν λέει ποτέ σε άλλον τις λεπτομέρειες κι έτσι κάθε λίγους μήνες όλο και κάποιος έρχεται για τη γιατρειά. Αν ήσουν αρκετά βλάκας ώστε να φας λασπόψαρο, δεν το λες στον κόσμο. Πιστεύω ότι καμία από εσάς δεν θέλει να ξοδέψει ένα ασημένιο μάρκο».

«Δεν νομίζω», είπε η Εγκουέν και αγριοκοίταξε την Ηλαίην όταν εκείνη ξανάβαλε τα γέλια.

«Ωραία», είπε η γκριζομάλλα. «Εκείνοι που τους θεραπεύω από τους τσακωμούς συνήθως με αποφεύγουν, σαν να πιάστηκε βρωμόχορτο στα δίχτυα τους, εκτός αν αρρωστήσουν στ’ αλήθεια ― κι απολαμβάνω την παρέα τους. Οι περισσότεροι που έρχονται αυτό τον καιρό θέλουν κάτι που να διώξει τα άσχημα όνειρά τους και ξινίζουν τη μούρη μαθαίνοντας ότι δεν έχω τι να τους δώσω». Για μια στιγμή ξεχάστηκε και έσμιξε τα φρύδια, ενώ έτριβε τους κροτάφους της. «Είναι ωραίο που βλέπω τρία πρόσωπα που δεν δείχνουν να θεωρούν μοναδική διέξοδο το να πέσουν στη θάλασσα για να πνιγούν. Αν μείνετε καιρό στο Δάκρυ, πρέπει να με επισκεφτείτε ξανά. Η κοπέλα σε φώναξε Μαρυίμ; Εμένα με λένε Αϊλχουίν. Την άλλη θα φορά, θα μιλήσουμε πίνοντας ωραίο τσάι των Θαλασσινών κι όχι κάτι που σου κάνει τη γλώσσα κουρέλι. Φως μου, πόσο σιχαίνομαι τη γεύση του βαλτόλευκου· τα λασπόψαρα θα ήταν γλυκύτερα. Μάλιστα, αν μείνετε τώρα, θα βράσω ένα κατσαρολάκι μαύρο τσάι του Τρεμάλκινγκ. Κοντεύει η ώρα του βραδινού. Έχω μόνο ψωμί, σούπα και τυρί, αλλά είστε καλοδεχούμενες».

«Αυτό θα ήταν πολύ ευχάριστο, Αϊλχουίν», είπε η Νυνάβε. «Για την ακρίβεια... Αϊλχουίν, αν σου περισσεύει κανένα δωμάτιο, θα ήθελα να το νοικιάσω για τις τρεις μας».

Η μεγαλόσωμη γυναίκα τις κοίταξε αμίλητη. Σηκώθηκε όρθια, έβαλε το κατσαρολάκι με το τσάι βαλτόλευκου στο ντουλάπι με τα βότανα και ύστερα, από ένα άλλο ντουλάπι, πήρε ένα κόκκινο κατσαρολάκι και ένα σακουλάκι. Έβρασε μαύρο τσάι του Τρεμάλκινγκ, έβαλε στο τραπέζι τέσσερα καθαρά φλιτζάνια και μια γαβάθα με κερήθρα μαζί με τέσσερα μπακιρένια κουταλάκια, ξανακάθισε στην καρέκλα της και μόνο τότε μίλησε.

«Πάνω έχω τρεις αδειανές κρεβατοκάμαρες, τώρα που παντρεύτηκαν οι κόρες μου. Ο άντρας μου, που το Φως να τον οδηγεί, χάθηκε σε μια θύελλα στα Δάχτυλα του Δράκοντα, πριν από είκοσι χρόνια. Δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για ενοίκιο, αν αποφασίσω να σας δώσω τα δωμάτια. Αν, Μαρυίμ». Έβαλε μέλι στο τσάι της και το ανακάτεψε, εξετάζοντάς τες πάλι με το βλέμμα.

«Πώς θα το αποφασίσεις;» ρώτησε χαμηλόφωνα η Νυνάβε.

Η Αϊλχουίν συνέχισε το ανακάτωμα, σαν να είχε ξεχάσει να πιει. «Τρεις νεαρές γυναίκες, που καβαλούν φίνα άλογα. Δεν ξέρω πολλά για άλογα, αλλά αυτά μου μοιάζουν σαν εκείνα που έχουν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες. Εσύ, Μαρυίμ, ξέρεις τόσα για την τέχνη, που θα έπρεπε να έχεις ήδη κρεμάσει βότανα στο παράθυρό σου, ή να ετοιμάζεσαι γι’ αυτό. Ποτέ δεν άκουσα για γυναίκα που ασκεί την τέχνη μακριά από κει που γεννήθηκε, αλλά κρίνοντας από τη λαλιά σου, πρέπει να έχεις κάνει μεγάλο δρόμο». Έριξε μια ματιά στην Ηλαίην. «Μαλλιά σε τέτοιο χρώμα δεν βρίσκονται σε πολλά μέρη. Στο Άντορ, θα έλεγα, από τη μιλιά σου. Οι άμυαλοι οι άντρες όλο λένε ότι θα βρουν μια ξανθομάλλα Αντορανή. Αυτό που θέλω να μάθω είναι, γιατί; Το σκάτε από κάτι; Ή τρέχετε να βρείτε κάτι; Μόνο που δεν μου μοιάζετε για κλέφτρες και ποτέ δεν άκουσα τρεις γυναίκες μαζί να κυνηγούν τον ίδιο άντρα. Πείτε μου λοιπόν γιατί κι αν μου αρέσει, τα δωμάτια είναι δικά σας. Το κρέας στοιχίζει από τότε που χάλασε το εμπόριο με την Καιρχίν. Μα πρώτα το γιατί, Μαρυίμ».

«Κυνηγάμε κάτι, Αϊλχουίν», είπε η Νυνάβε. «Ή μάλλον κάποιους». Η Εγκουέν ανάγκασε τον εαυτό της να μην κουνηθεί και ευχήθηκε να τα κατάφερνε εξίσου καλά με την Ηλαίην, η οποία σιγόπινε το τσάι της σαν να άκουγε να συζητούν για φορέματα. Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι ξέφευγαν πολλά από το μαύρο βλέμμα της Αϊλχουίν. «Έκλεψαν κάποια πράγματα, Αϊλχουίν», συνέχισε η Νυνάβε. «Από τη μητέρα μου. Και σκότωσαν. Ήρθαμε εδώ για να αποδοθεί δικαιοσύνη».

«Που να καεί η ψυχή μου», είπε η μεγαλόσωμη γυναίκα, «δεν έχετε άντρες στο σόι; Τις πιο πολλές φορές, οι άντρες είναι καλοί μόνο για να κουβαλάνε πράγματα και να μπλέκονται στα πόδια σου —και για φιλιά και άλλα τέτοια― αλλά, αν είναι για πόλεμο ή για να πιαστεί κανένας κλέφτης, εγώ λέω άσε να το κάνουν αυτοί. Το Άντορ είναι πολιτισμένο, όπως είναι και το Δάκρυ. Δεν είστε Αελίτισσες».

«Δεν υπήρχε άλλος, εκτός από μας», είπε η Νυνάβε. «Οι άλλοι, που θα μπορούσαν να έρθουν αντί για εμάς, σκοτώθηκαν».

Οι τρεις δολοφονημένες Άες Σεντάι, σκέφτηκε η Εγκουέν. Δεν μπορεί να ήταν Μαύρο Άτζα. Αλλά αν δεν είχαν σκοτωθεί, η Άμερλιν δεν θα μπορούσε να τις εμπιστευτεί. Προσπαθεί να τηρήσει τους Τρεις Όρκους, αλλά είναι στα όρια.

«Α», έκανε θλιμμένα η Αϊλχουίν. «Σκότωσαν τους άντρες σας; Αδέρφια, συζύγους ή πατεράδες;» Τα μάγουλα της Νυνάβε κοκκίνισαν και η άλλη γυναίκα παρεξήγησε το συναίσθημα. «Άσε, μη μου λες, κοπέλα μου. Δεν θέλω να σκαλίσω παλιές λύπες. Ας μείνουν στα βάθη, μέχρι να λιώσουν. Έλα, έλα τώρα, ησύχασε». Η Εγκουέν μόλις που κρατήθηκε για να μη μουγκρίσει από αηδία.

«Πρέπει να σου πω κάτι», είπε η Νυνάβε με παγωμένη φωνή. Ακόμα το πρόσωπό της ήταν κόκκινο. «Αυτοί οι εγκληματίες και οι κλέφτες είναι Σκοτεινόφιλοι. Είναι γυναίκες, μα είναι επικίνδυνες σαν άντρες, Αϊλχουίν. Αν αναρωτιόσουν γιατί δεν ψάχνουμε για πανδοχείο, να ο λόγος. Ίσως ξέρουν ότι τις ακολουθούμε και μπορεί να μας περιμένουν».

Η Αϊλχουίν ξεφύσησε, για να δείξει ότι δεν έδινε σημασία σε αυτά. «Από τους τέσσερις πιο επικίνδυνους ανθρώπους που ξέρω, οι δύο είναι γυναίκες, που δεν κουβαλάνε πάνω τους ούτε μαχαιράκι κι από τους άντρες μονάχα ένας είναι ξιφομάχος. Όσο για Σκοτεινόφιλους... Μαρυίμ, όταν φτάνεις στα χρόνια μου, μαθαίνεις ότι οι ψεύτικοι Δράκοντες είναι επικίνδυνοι, τα λιονταρόψαρα είναι επικίνδυνα, οι καρχαρίες είναι επικίνδυνοι, όπως και τα μπουρίνια από το νότο· αλλά οι Σκοτεινόφιλοι είναι βλάκες. Βρωμεροί βλάκες, αλλά βλάκες. Ο Σκοτεινός είναι κλειδωμένος εκεί που τον έβαλε ο Δημιουργός και δεν θα τον βγάλουν έξω ούτε οι Άρπαγες, ούτε τα μαχαιρόψαρα που σκιάζουν τα παιδάκια. Δεν με φοβίζουν οι βλάκες, παρά μόνο αν δουλεύουν στο πλοίο που ανέβηκα. Φαντάζομαι ότι δεν έχετε αποδείξεις, τις οποίες θα μπορούσατε να πάτε στους Υπερασπιστές της Πέτρας, έτσι δεν είναι; Θα ήταν ο λόγος σας εναντίον του δικού τους;»

Τι να είναι οι «Άρπαγες»; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Και τα «λιονταρόψαρα», τώρα που το σκέφτομαι.

«Θα έχουμε αποδείξεις όταν τις βρούμε», είπε η Νυνάβε. «Θα έχουν τα πράγματα που έκλεψαν και μπορούμε να τα περιγράψουμε. Είναι παλιά πράγματα, που δεν έχουν αξία για άλλους, παρά μόνο για εμάς και τις φίλες μας».

«Θα ξαφνιαζόσουν μαθαίνοντας πόσο μπορεί να αξίζουν μερικά παλιά πράγματα», είπε ξερά η Αϊλχουίν. «Πέρυσι, ο γερο-Λιούζε Μουλάν είχε πιάσει στα δίχτυα του τρεις γαβάθες και μια κούπα, όλα από καρδιόπετρα, εκεί κάτω, στα Δάχτυλα του Δράκοντα. Τώρα, αντί για την ψαρόβαρκά του, έχει ολόκληρο πλοίο και κάνει εμπόριο στο ποτάμι. Ο γερο-βλάκας δεν ήξερε τι είχε πιάσει, πριν του το πω εγώ. Το πιθανότερο είναι να έχει κι άλλα εκεί που τα βρήκε αυτά, αλλά ο Λιούζε δεν θυμόταν ακριβώς το σημείο. Δεν ξέρω πώς κατάφερνε να πιάνει ψάρια στα δίχτυα του. Ύστερα απ’ αυτό, οι μισές ψαροπούλες του Δακρύου ήταν εκεί κάτω μήνες ολόκληρους και έσερναν τα δίχτυα για να βρουν κουεντιγιάρ, όχι πέρκες και γλώσσες, ενώ σε μερικές επέβαιναν άρχοντες, που έλεγαν πού να πάνε τα δίχτυα. Να πόσο μπορεί να αξίζουν τα παλιά πράγματα, αν είναι αρχαία. Λοιπόν, όπως το βλέπω, χρειάζεστε έναν άντρα σε αυτή την υπόθεση και ξέρω τον κατάλληλο».

«Ποιον;» είπε βιαστικά η Νυνάβε. «Αν εννοείς έναν άρχοντα, κάποιον από τους Υψηλούς Άρχοντες, μην ξεχνάς ότι δεν θα έχουμε να παρουσιάσουμε αποδείξεις, πριν τις βρούμε».

Η Αϊλχουίν γέλασε τόσο δυνατά, που την έπιασε βήχας. «Κοπέλα μου, κανένας στο Μάουλε δεν έχει γνωριμίες με Υψηλούς Άρχοντες, ούτε με κάποιο άλλο είδος άρχοντα. Τα λασπόψαρα δεν κάνουν κοπάδι με τους ασημόπλευρους. Θα σου φέρω εκείνον τον επικίνδυνο που ξέρω, που δεν είναι ξιφομάχος, αλλά είναι ο πιο επικίνδυνος από τους δυο. Ο Τζούιλιν Σάνταρ είναι κλεφτοκυνηγός. Ο καλύτερος. Δεν ξέρω πώς γίνεται στο Άντορ, αλλά εδώ ένας κλεφτοκυνηγός μπορεί να δουλέψει όχι μόνο για άρχοντες και εμπόρους, αλλά και για μένα κι εσένα και να χρεώσει λιγότερο. Ο Τζούιλιν θα βρει αυτές τις γυναίκες, αν μπορεί να βρεθούν και θα φέρει πίσω τα πράγματά σας, χωρίς να χρειαστεί να πλησιάσετε αυτές τις Σκοτεινόφιλες».

Η Νυνάβε συμφώνησε, με ύφος που έλεγε ότι δεν ήταν τελείως σίγουρη. Η Αϊλχουίν έδεσε τους τάκους στα παπούτσια της —ξυλοπέδιλα τους έλεγε― και έφυγε βιαστικά. Η Εγκουέν την παρακολούθησε να βγαίνει, να περνά μπροστά από τα παράθυρα της κουζίνας, δίπλα από τα άλογα και να στρίβει τη γωνία του σοκακιού.

«Μαθαίνεις πώς να είσαι Άες Σεντάι, Μαρυίμ», είπε καθώς γυρνούσε από το παράθυρο. «Χειραγωγείς τους ανθρώπους εξίσου καλά με τη Μουαραίν». Το πρόσωπο της Νυνάβε άσπρισε.

Η Ηλαίην διέσχισε την κουζίνα και χαστούκισε την Εγκουέν. Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε τόσο, που έμεινε να την κοιτάζει. «Το παρατράβηξες», είπε αυστηρά η χρυσομαλλούσα. «Το παράκανες. Πρέπει να ζήσουμε μαζί, αλλιώς είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουμε μαζί! Έδωσες στην Αϊλχουίν το πραγματικό σου όνομα; Η Νυνάβε της είπε ό,τι μπορούσαμε ― ότι αναζητούμε Σκοτεινόφιλες κι αυτό ήταν αρκετό ρίσκο από μόνο του, αφού δείχνει ότι έχουμε σχέση με Σκοτεινόφιλες. Της είπε ότι είναι επικίνδυνες, ότι είναι φόνισσες. Θα ήθελες να της πει ότι είναι Μαύρο Άτζα; Στο Δάκρυ; Θα ρίσκαρες τα πάντα, για το ενδεχόμενο να φυλάξει η Αϊλχουίν αυτό το μυστικό;»

Η Εγκουέν έτριψε απαλά το μάγουλό της. Η Ηλαίην είχε δυνατό χέρι. «Δεν μου αρέσουν αυτά που κάνουμε».

«Το ξέρω». Η Ηλαίην αναστέναξε. «Ούτε εμένα. Αλλά πρέπει να τα κάνουμε».

Η Εγκουέν γύρισε την πλάτη και κοίταξε από το παράθυρο τα άλογα. Ξέρω ότι πρέπει. Αλλά δεν μου αρέσουν.

Загрузка...