Φορώντας μονάχα το φαρδύ παντελόνι του, ο Ματ μόλις τελείωνε το κολατσιό του μετά το πρόγευμα —λίγο χοιρομέρι, τρία μήλα, ψωμί και βούτυρο― όταν άνοιξε η πόρτα του δωματίου του και μπήκαν μέσα η Νυνάβε, η Εγκουέν και η Ηλαίην, χαμογελώντας του κι οι τρεις φωτεινά. Σηκώθηκε για να πάρει ένα πουκάμισο και μετά πείσμωσε και ξανακάθισε. Θα μπορούσαν να είχαν χτυπήσει την πόρτα. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ευχάριστο που τις ξανάβλεπε. Τουλάχιστον στην αρχή.
«Φαίνεσαι καλύτερα», είπε η Εγκουέν.
«Σαν να πέρασες ένα μήνα με καλό φαγητό και ανάπαυση», είπε η Ηλαίην.
Η Νυνάβε δοκίμασε το μέτωπό του. Αυτός τινάχτηκε, πριν θυμηθεί ότι στην πατρίδα έκανε το ίδιο πράγμα, επί περίπου πέντε χρόνια. Τότε ήταν απλώς η Σοφία, σκέφτηκε. Δεν φορούσε το δαχτυλίδι.
Η Νυνάβε είχε προσέξει την αντίδραση του. Του χαμογέλασε σφιγμένα. «Για μένα, δείχνεις έτοιμος να σηκωθείς και να τριγυρνάς. Κουράστηκες κλεισμένος μέσα, ή ακόμα; Ποτέ δεν άντεχες να μείνεις μέσα δυο μέρες συνέχεια».
Ο Ματ κοίταξε απρόθυμα τα κουκούτσια του τελευταίου μήλου και μετά το ξανάριξε στην πιατέλα. Παραλίγο να έγλειφε το ζουμί από τα δάχτυλά του, αλλά τον κοίταζαν και οι τρεις. Και χαμογελούσαν ακόμα. Κατάλαβε, ξαφνικά, ότι προσπαθούσε να κρίνει ποια ήταν ομορφότερη και δεν μπορούσε. Αν δεν ήταν αυτές που ήταν, αν δεν ήταν αυτό που ήταν, θα ζητούσε από οποιαδήποτε να χορέψουν ένα τζιγκ ή ένα ρηλ. Είχε χορέψει αρκετές φορές με την Εγκουέν, τότε στην πατρίδα, ακόμα και με τη Νυνάβε μια φορά, αλλά έμοιαζε να έχει περάσει πολύς καιρός από τότε.
«“Μια όμορφη γυναίκα σημαίνει ότι θα περάσεις καλά στο χορό. Δύο όμορφες γυναίκες σημαίνουν ότι θα έχεις μπελάδες στο σπίτι. Τρεις όμορφες γυναίκες σημαίνουν βάλ’ το στα πόδια”». Κοίταξε τη Νυνάβε ακόμα πιο μαζεμένα. «Έτσι έλεγε ο πατέρας μου. Κάτι σκαρώνεις, Νυνάβε. Χαμογελάτε, σαν γάτες που βλέπουν ένα σπίνο να έχει σκαλώσει στα κλαριά και νομίζω ότι αυτός ο σπίνος είμαι εγώ».
Τα χαμόγελα τρεμόπαιξαν και έσβησαν. Πρόσεξε τα χέρια τους και αναρωτήθηκε γιατί όλες έμοιαζαν να έχουν περάσει ώρες κάνοντας λάντζα. Η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ αποκλείεται να είχε πλύνει πιάτο στη ζωή της και του ήταν εξίσου δύσκολο να φανταστεί τη Νυνάβε να κάνει το ίδιο, ακόμα και ξέροντας ότι έκανε μόνη τις δουλειές της στο Πεδίο του Έμοντ. Τώρα και οι τρεις φορούσαν το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Να κάτι καινούριο. Και αυτή δεν ήταν μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη. Φως μου, κάποια στιγμή θα γινόταν. Δεν είναι δική μου δουλειά, αυτό είναι όλο. Δεν είναι δική μου δουλειά. Όχι.
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι, απευθυνόμενη όχι μόνο στον Ματ, αλλά και στις υπόλοιπες. «Σας είπα ότι έπρεπε να τον ρωτήσουμε στα ίσια. Όταν θέλει, είναι πεισματάρης σαν μουλάρι και άτακτος σαν γάτα. Έτσι είναι, Ματ. Το ξέρεις καλά, μην κατσουφιάζεις, λοιπόν».
Αυτός ξαναφόρεσε, αμέσως, το χαμόγελό του.
«Σταμάτα, Εγκουέν», είπε η Νυνάβε. «Ματ, μπορεί να θέλουμε μια χάρη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν νοιαζόμαστε για τα αισθήματα σου. Νοιαζόμαστε και το ξέρεις, εκτός αν σήμερα έχεις τις ανάποδές σου. Είσαι καλά; Δείχνεις εξαιρετικά καλά, σε σύγκριση με την τελευταία φορά που σε είδα. Πραγματικά, είναι σαν να πέρασε μήνας κι όχι μόνο δύο μέρες».
«Μπορώ να τρέξω δέκα μίλια και, όταν σταματήσω, να χορέψω τζιγκ». Το στομάχι του γουργούρισε, θυμίζοντας του ότι το μεσημέρι αργούσε, αλλά το αγνόησε και ευχήθηκε να μην το είχαν ακούσει. Ένιωθε σχεδόν σαν να είχε περάσει ένα μήνα χωρίς να κάνει τίποτα άλλο, παρά να τρώει και να ξεκουράζεται. Και ότι την προηγούμενη μέρα είχε φάει μόνο μία φορά. «Τι χάρη;» ρώτησε καχύποπτα. Η Νυνάβε δεν ζητούσε χάρες, απ’ όσο θυμόταν η Νυνάβε σου έλεγε τι να κάνεις και περίμενε ότι θα το έκανες αμέσως.
«Θέλω να μεταφέρεις ένα γράμμα εκ μέρους μου», είπε η Ηλαίην, πριν προλάβει να μιλήσει η Νυνάβε. «Στη μητέρα μου, στο Κάεμλυν». Χαμογέλασε, αφήνοντας να φανεί ένα λακκάκι στο μάγουλό της. «Θα το εκτιμούσα πολύ, Ματ». Το πρωινό φως, που έμπαινε από τα παράθυρα, έριχνε ανταύγειες στα μαλλιά της.
Άραγε, της αρέσει να χορεύει; Έδιωξε αμέσως τη σκέψη από το μυαλό του. «Αυτό δεν φαίνεται τόσο δύσκολο, αλλά είναι μεγάλο ταξίδι. Τι θα κερδίσω εγώ;» Από την έκφραση που πήρε το πρόσωπό της, ο Ματ κατάλαβε ότι εκείνο το λακκάκι πολύ σπάνια δεν πετύχαινε το σκοπό του.
Η Ηλαίην ίσιωσε το κορμί της, λεπτή και περήφανη. Ο Ματ σχεδόν μπορούσε να δει το θρόνο πίσω της. «Είσαι πιστός υπήκοος του Άντορ; Δεν θέλεις να προσφέρεις τις υπηρεσίες σου στο Θρόνο του Λιονταριού και στην Κόρη-Διάδοχο;»
Ο Ματ χαχάνισε.
«Σου είπα ότι, στον Ματ, ούτε αυτό θα πετύχαινε»» είπε η Εγκουέν.
Η Ηλαίην είχε στραβώσει τα χείλη, με μια πικρή έκφραση. «Σκέφτηκα ότι άξιζε να δοκιμάσω. Στους Φρουρούς, στο Κάεμλυν, πάντα φέρνει αποτέλεσμα. Είπες ότι, αν χαμογελούσα —» Σταμάτησε απότομα κι ήταν φανερό ότι απέφευγε να τον κοιτάξει.
Τι είπες, Εγκουέν, σκέφτηκε θυμωμένος. Ότι χαζεύω με κάθε κοπέλα που θα μου χαμογελάσει; Δεν έχασε, όμως, τη γαλήνια στάση του και κατάφερε να διατηρήσει το χαμόγελό του.
«Μακάρι να αρκούσε μια ερώτηση», είπε η Εγκουέν, «αλλά δεν κάνεις χατίρια, έτσι δεν είναι, Ματ; Έχεις κάνει ποτέ κάτι, χωρίς να σε καλοπιάσουν, να σε κολακέψουν, ή να σε φοβερίσουν;»
Αυτός της χαμογέλασε ανέκφραστα. «Θα χορέψω και με τις δύο σας, Εγκουέν, αλλά δεν κάνω θελήματα». Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι η Εγκουέν θα του έβγαζε τη γλώσσα.
«Ας επιστρέψουμε σε αυτό που σχεδιάζαμε εξ αρχής», είπε η Νυνάβε με υπερβολικά ήρεμη φωνή. Οι άλλες κατένευσαν και η Νυνάβε έστρεψε την προσοχή της στον Ματ, Για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχαν μπει μέσα, ήταν σαν τη Σοφία του παλιού καιρού, με βλέμμα που σε έκανε να μαρμαρώνεις επί τόπου και πλεξούδα έτοιμη να τιναχτεί, σαν ουρά γάτας.
«Είσαι ακόμα πιο αγενής απ’ όσο θυμόμουν, Ματ Κώθον. Τόσο καιρό που είσαι άρρωστος —με την Εγκουέν, την Ηλαίην κι εμένα να σε περιποιούμαστε, σαν μωρό στην κούνια― το είχα σχεδόν ξεχάσει. Ακόμα κι έτσι, νόμιζα ότι θα έχεις λίγη ευγνωμοσύνη μέσα σου. Έλεγες ότι ήθελες να δεις τον κόσμο, να δεις λαμπρές πολιτείες. Ποια πόλη είναι καλύτερη από το Κάεμλυν; Θα κάνεις αυτό που θέλεις, θα δείξεις ευγνωμοσύνη και θα βοηθήσεις κάποιον ― όλα αυτά μαζί». Έβγαλε μια διπλωμένη περγαμηνή από το μανδύα της και την άφησε στο τραπέζι. Ήταν σφραγισμένη με ένα κρίνο, σε χρυσοκίτρινο κερί. «Τι παραπάνω να ζητήσεις;»
Ο Ματ κοίταξε με λύπη το χαρτί. Θυμόταν αμυδρά που κάποτε είχε περάσει από το Κάεμλυν, μαζί με τον Ραντ. Θα ήταν κρίμα να τις σταματήσει τώρα, αλλά του φαινόταν ότι αυτό ήταν το καλύτερο. Μπορείς να χαρείς το τζιγκ, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να πληρώσεις τον αρπιστή. Κι έτσι που τον κοίταζε η Νυνάβε, όσο αργούσε να πληρώσει, τόσο χειρότερα θα ήταν. «Νυνάβε, δεν μπορώ».
«Τι εννοείς, δεν μπορείς; Τι είσαι, μύγα στον τοίχο, ή άντρας; Έχεις μια ευκαιρία να κάνεις μια χάρη στην Κόρη-Διάδοχο του Άντορ, να δεις το Κάεμλυν και, κατά πάσα πιθανότητα, να συναντήσεις την ίδια τη Βασίλισσα Μοργκέις και δεν μπορείς; Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις. Αυτή τη φορά δεν θα ξεγλιστρήσεις, σαν λίπος στο τηγάνι, Ματ Κώθον! Ή, μήπως, η καρδιά σου άλλαξε τόσο, που σου αρέσει να τα έχεις όλα αυτά γύρω σου;» Κούνησε το χέρι της μπροστά από το πρόσωπό του και παραλίγο να τον χτυπήσει στη μύτη με το δαχτυλίδι.
«Σε παρακαλώ, Ματ», είπε η Ηλαίην και η Εγκουέν τον κοίταζε λες και είχε βγάλει κέρατα, σαν Τρόλοκ.
Σπαρτάρισε στην καρέκλα του. «Δεν είναι ότι δεν θέλω. Δεν μπορώ! Η Άμερλιν φρόντισε να μην μπορώ να ξεφύγω από το ματωμ... από το νησί. Κάνε κάτι γι’ αυτό κι εγώ θα μεταφέρω το γράμμα σου με τα δόντια μου, Ηλαίην».
Αντάλλαξαν ματιές. Μερικές φορές, ο Ματ αναρωτιόταν αν οι γυναίκες μπορούσαν να διαβάσουν η μια το νου της άλλης. Το σίγουρο ήταν ότι διάβαζαν το δικό του και, μάλιστα, τη χειρότερη στιγμή. Αυτή τη φορά, όμως, ό,τι κι αν είχαν αποφασίσει μεταξύ τους, δεν είχαν διαβάσει τις σκέψεις του.
«Εξήγησε», είπε απότομα η Νυνάβε. «Γιατί θέλει η Άμερλιν να σε κρατήσει εδώ;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους, την κοίταξε κατάματα και της χάρισε το πιο μελετημένο, πικρό χαμόγελό του. «Επειδή ήμουν άρρωστος. Επειδή η αρρώστια κράτησε πολύ. Είπε ότι δεν θα με αφήσει να φύγω, αν δεν είναι σίγουρη ότι δεν θα εξαφανιστώ κάπου για να πεθάνω. Όχι ότι θα κάνω τέτοιο πράγμα. Όχι ότι θα πεθάνω, θέλω να πω».
Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και τράβηξε την πλεξούδα της. Ξαφνικά, πήρε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της· ένα ρίγος τον διαπέρασε. Φως μου, η Δύναμη! Πριν τελειώσει τη σκέψη του, η άλλη τον είχε αφήσει.
«Τι...; Τι μου έκανες, Νυνάβε;»
«Ούτε το ένα δέκατο απ’ αυτό που σου αξίζει, πιθανότατα», είπε. «Είσαι υγιής σαν ταύρος. Πιο αδύνατος από παλιά, αλλά υγιής».
«Σου το είπα», είπε αυτός ανήσυχα. Προσπάθησε να ξαναβρεί το χαμόγελό του. «Νυνάβε, έκανε σαν κι εσένα. Η Άμερλιν, εννοώ. Κατάφερνε να δείχνει ψηλή και φοβερή κι ας ήταν πιο κοντή από μένα. Ήταν απειλητική...» Από τον τρόπο που υψώθηκαν τα φρύδια της, ο Ματ συμπέρανε ότι θα ήταν καλύτερο να αλλάξει κουβέντα. Αρκεί να τις κρατούσε μακριά από το θέμα του Κέρατος. Αναρωτήθηκε αν ήξεραν. «Μάλιστα. Τέλος πάντων, νομίζω ότι θέλουν να με κρατήσουν εδώ, εξαιτίας του εγχειριδίου. Εννοώ, μέχρι να βρουν πώς ακριβώς γινόταν αυτό το πράγμα. Ξέρεις πώς είναι οι Άες Σεντάι». Άφησε ένα σύντομο γέλιο. Αυτές απλώς τον κοίταζαν. Ίσως να μην έπρεπε να το πω αυτό. Που να καώ! Θέλουν να γίνουν Άες Σεντάι. Που να καώ, κακώς μιλάω τόσο πολύ. Μακάρι να μη με κοίταζε η Νυνάβε έτσι. Μίλα και τελείωνε. «Η Άμερλιν κανόνισε να μην μπορώ να περάσω γέφυρα, ή να ανέβω σε πλοίο, χωρίς δική της διαταγή. Βλέπεις; Δεν είναι ότι δεν θέλω να βοηθήσω. Είναι που δεν μπορώ».
«Θα βοηθήσεις, αν σε βγάλουμε από την Ταρ Βάλον;» ρώτησε με έντονο ύφος η Νυνάβε.
«Βγάλτε με από την Ταρ Βάλον και θα πάω την Ηλαίην στη μητέρα της καθισμένη στην πλάτη μου».
Αυτή τη φορά, ύψωσε τα φρύδια η Ηλαίην και η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι, προφέροντας το όνομά του χωρίς ήχο, με μια αυστηρή ματιά. Οι γυναίκες, μερικές φορές, δεν είχαν αίσθηση του χιούμορ.
Η Νυνάβε έκανε νόημα στις άλλες να την ακολουθήσουν κοντά στα παράθυρα, του γύρισαν τις πλάτες και μίλησαν τόσο χαμηλόφωνα που ο Ματ άκουγε μόνο ένα μουρμουρητό. Του φάνηκε ότι άκουσε την Εγκουέν να λέει ότι θα χρειάζονταν μόνο ένα, αν ήταν μαζί. Παρακολουθώντας τες, αναρωτήθηκε αν, πράγματι, πίστευαν ότι θα παρέκαμπταν τη διαταγή της Άμερλιν. Αν το καταφέρουν, θα το πάω το παλιογράμμα. Στ’ αλήθεια θα το πάω με τα δόντια.
Δίχως να σκεφτεί, πήρε το φαγωμένο μήλο και δάγκωσε την άκρη. Το μάσησε για μια στιγμή και έφτυσε βιαστικά τα πικρά κουκούτσια στην πιατέλα.
Όταν ξανάρθαν στο τραπέζι, η Εγκουέν του έδωσε ένα χοντρό, διπλωμένο χαρτί. Τις κοίταξε καχύποπτα, πριν το ανοίξει. Διαβάζοντάς το, άρχισε να σιγοτραγουδά χωρίς να το καταλαβαίνει.
Αυτό που κάνει ο κομιστής, το κάνει κατόπιν εντολής μου και με δική μου εξουσία. Υπάκουσε και σιώπησε, κατά διαταγή μου.
Και στο κάτω μέρος ήταν σφραγισμένο με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον, σε έναν κύκλο από άσπρο κερί, σκληρό σαν πέτρα.
Κατάλαβε ότι σιγοτραγουδούσε το «Τσέπη Γεμάτη Χρυσάφι» και σταμάτησε. «Είναι αληθινό; Δεν το...; Που το βρήκατε;»
«Δεν το πλαστογράφησε, αν εννοείς αυτό», είπε η Ηλαίην.
«Μη σε νοιάζει που το βρήκαμε», είπε η Νυνάβε. «Είναι αληθινό. Αυτό μόνο πρέπει να σε ενδιαφέρει. Αν ήμουν στη θέση σου, δεν θα το έδειχνα εδώ κι εκεί, αλλιώς η Αμερλιν θα το πάρει πίσω, αλλά μπορείς να περάσεις τους φρουρούς και να βρεις θέση σε πλοίο. Είπες ότι έτσι θα πήγαινες το γράμμα».
«Πες πως είναι κιόλας στα χέρια της Μοργκέις». Ήθελε να διαβάσει και να ξαναδιαβάσει το έγγραφο, αλλά το δίπλωσε όπως ήταν και το ακούμπησε πάνω στο γράμμα της Ηλαίην. «Δεν φαντάζομαι να περισσεύει κανένα κέρμα, έτσι δεν είναι; Λίγο ασήμι; Κανά-δυο χρυσά μάρκα; Έχω σχεδόν αρκετά για το ταξίδι, αλλά άκουσα ότι κατάντη του ποταμού όλα ακριβαίνουν».
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχεις χρήματα; Κάθε βράδυ έπαιζες με τον Χούριν, ώσπου αρρώστησες τόσο που δεν μπορούσες να κρατήσεις τα ζάρια. Γιατί να είναι πιο ακριβά τα πράγματα κατάντη;»
«Παίζαμε για χάλκινα, Νυνάβε, και ύστερα από ένα σημείο σταμάτησε να στοιχηματίζει. Δεν πειράζει. Θα τα βγάλω πέρα. Δεν ακούς τι λέει ο κόσμος; Ακόμα έχουν εμφύλιο στην Καιρχίν, άκουσα ότι και στο Δάκρυ είναι σκούρα τα πράγματα. Άκουσα ότι ένα δωμάτιο στο Αρινγκίλ κοστίζει περισσότερο από ένα καλό άλογο στο χωριό».
«Είχαμε δουλειές», είπε κοφτά και αντάλλαξε ανήσυχες ματιές με την Εγκουέν και την Ηλαίην, κάτι που τον ξαναγέμισε απορίες.
«Δεν πειράζει. Θα τα βολέψω». Σίγουρα θα έπαιζαν στα πανδοχεία κοντά στο λιμάνι. Αν έπαιζε ζάρια μια νύχτα, την άλλη μέρα θα βρισκόταν μέσα σε ένα πλοίο με το πουγκί γεμάτο.
«Απλώς παρέδωσε το γράμμα στη Βασίλισσα Μοργκέις, Ματ», είπε η Νυνάβε. «Και μη μάθει κανείς ότι το έχεις».
«Θα της το πάω. Αυτό δεν είπα; Λες και δεν κρατάω τις υποσχέσεις μου». Οι ματιές που του έριξαν η Νυνάβε και η Εγκουέν του θύμισαν κάποιες υποσχέσεις που είχε αμελήσει. «Θα το κάνω. Μα το αίμα και... Θα το κάνω!»
Έμειναν λιγάκι ακόμα, κυρίως μιλώντας για την πατρίδα. Η Εγκουέν και η Ηλαίην κάθισαν στο κρεβάτι και η Νυνάβε πήρε την πολυθρόνα, ενώ ο Ματ έμεινε στο σκαμνί του. Η συζήτηση για το Πεδίο του Έμοντ του έφερε νοσταλγία και προκάλεσε μια θλίψη στη Νυνάβε και την Εγκουέν, σαν να μιλούσαν για κάτι το οποίο δεν θα ξανάβλεπαν. Ήταν σίγουρος ότι τα μάτια τους είχαν δακρύσει, αλλά όταν προσπάθησε να το γυρίσει αλλού, αυτές αρνήθηκαν να αλλάξουν θέμα και συνέχισαν να μιλούν για τους ανθρώπους που ήξεραν, για τις γιορτές του Μπελ Τάιν και της Μέρας του Ήλιου, για τους χορούς του θερισμού και τις εκδρομές για το κούρεμα των προβάτων.
Η Ηλαίην του μίλησε για το Κάεμλυν, τι έπρεπε να περιμένει στο Βασιλικό Παλάτι, σε ποιον να μιλήσει και του είπε μερικά πράγματα για την πόλη. Μερικές φορές, η στάση της ήταν τέτοια, που του φαινόταν ότι έβλεπε μια κορώνα στο κεφάλι της. Θα ήταν ανόητος όποιος άντρας μπλεκόταν με τέτοια γυναίκα. Όταν σηκώθηκαν, ένιωσε λύπη που έφευγαν.
Στάθηκε στα πόδια του, νιώθοντας ξαφνικά αμήχανος. «Κοιτάξτε, μου κάνατε μια χάρη εδώ πέρα». Άγγιξε το χαρτί της Αμερλιν στο τραπέζι. «Μια μεγάλη χάρη. Ξέρω ότι όλες θα γίνετε Άες Σεντάι» —κόμπιασε λίγο καθώς το έλεγε― «και εσύ, Ηλαίην, κάποτε θα γίνεις βασίλισσα, αλλά αν ποτέ χρειαστείτε βοήθεια, αν υπάρχει ποτέ κάτι που μπορώ να κάνω, θα έρθω. Βασιστείτε πάνω μου. Είπα τίποτα αστείο;»
Η Ηλαίην έκρυβε το στόμα με το χέρι και η Εγκουέν φαινόταν καθαρά να παλεύει με το γέλιο της. «Όχι, Ματ», είπε γλυκά η Νυνάβε, αλλά τα χείλη της έτρεμαν. «Απλώς, είναι κάτι που έχω παρατηρήσει στους άντρες».
«Θα έπρεπε να είσαι γυναίκα για να το καταλάβεις», είπε η Ηλαίην.
«Καλό ταξίδι και να προσέχεις, Ματ», είπε η Εγκουέν. «Και μην ξεχνάς, όταν μια γυναίκα χρειάζεται ήρωα, τον χρειάζεται σήμερα, όχι αύριο». Το γέλιο βγήκε κελαρυστό από μέσα της.
Κοίταξε την πόρτα, που έκλεινε πίσω τους. Οι γυναίκες, συμπέρανε σχεδόν για εκατοστή φορά, ήταν παράξενες.
Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στο γράμμα της Ηλαίην και το διπλωμένο χαρτί πάνω του. Το χαρτί της Άμερλιν, ευλογημένο, που δεν μπορούσες να το καταλάβεις, αλλά ήταν ευπρόσδεκτο, σαν φωτιά το χειμώνα. Χόρεψε χαζά στο κέντρο του λουλουδάτου χαλιού. Τα ίδια σου τα λόγια θα με ελευθερώσουν, Άμερλιν. Και θα με γλιτώσουν από τη Σελήνη.
«Δεν θα με πιάσετε ποτέ», γέλασε. «Δεν θα πιάσετε ποτέ τον Ματ Κώθον».