Ο Τροχός του Χρόνου γυρνά και οι Εποχές έρχονται και φεύγουν, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις, που γίνονται θρύλος. Ο θρύλος ξεθωριάζει και γίνεται μύθος, ενώ ακόμα και ο μύθος έχει ξεχαστεί από καιρό όταν ξανάρχεται η Εποχή που τον γέννησε. Σε μια Εποχή, που μερικοί την αποκαλούν Τρίτη Εποχή, σε μια Εποχή που ακόμα δεν έχει έρθει, σε μια Εποχή που έχει περάσει, ένας άνεμος φύσηξε στα Όρη της Ομίχλης. Ο άνεμος δεν ήταν η αρχή. Το γύρισμα του Τροχού του Χρόνου δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Αλλά ήταν κάποια αρχή.
Ο άνεμος χίμηξε σε μεγάλες κοιλάδες, κοιλάδες που έδειχναν γαλάζιες από την ομίχλη που κρεμόταν στον αέρα, μερικές γεμάτες δάση από αειθαλή δέντρα, μερικές γυμνές, όπου σύντομα θα ξεφύτρωναν χόρτα και αγριολούλουδα. Αλύχτησε, περνώντας από μισοθαμμένα ερείπια και γκρεμισμένα μνημεία, που ήταν ξεχασμένα, σαν κι εκείνους που τα είχαν χτίσει. Αναστέναξε στα περάσματα, σε χάσματα που είχε σκάψει ο καιρός μέσα σε κορυφές σκεπασμένες από χιόνια που δεν έλιωναν ποτέ. Πυκνά σύννεφα κολλούσαν στις βουνοκορφές, έτσι που το χιόνι και τα λευκά πέπλα έμοιαζαν ένα.
Στις πεδιάδες και τους κάμπους ο χειμώνας περνούσε, ή είχε ήδη περάσει, όμως εδώ, στα ψηλώματα, άντεχε ακόμα κι άπλωνε εδώ κι εκεί στις βουνοπλαγιές πλατιά χαλιά από χιόνι. Μόνο τα αειθαλή φυτά διατηρούσαν φύλλα ή βελόνες· όλα τα άλλα κλαριά στέκονταν γυμνά κι ήταν καφετιά ή σταχτιά, πάνω σε βράχια ή σε χώμα που δεν είχε ζωντανέψει ακόμα. Δεν ακουγόταν άλλος ήχος, παρά μόνο το ξερό θρόισμα του ανέμου στο χιόνι και τις πέτρες. Η γη έμοιαζε να περιμένει. Έμοιαζε να περιμένει κάτι να ξεπηδήσει.
Ο Πέριν Αϋμπάρα, όπως καθόταν στο άλογό του μέσα σε ένα αλσύλλιο από πεύκα και ρείκια, ανατρίχιασε και τύλιξε σφιχτά το μανδύα με τη γούνινη επένδυση πάνω του, όσο σφιχτά μπορούσε, καθώς είχε ένα μακρύ τόξο στο ένα χέρι και ένα μεγάλο τσεκούρι, με λεπίδα σαν μισοφέγγαρο, στη ζώνη του. Ήταν ένα καλό τσεκούρι, με λεπίδα από ψυχρό ατσάλι· ο Πέριν είχε δουλέψει ο ίδιος το φυσερό, τη μέρα που το είχε κατασκευάσει ο αφέντης Λούχαν. Ο άνεμος του τράβηξε το μανδύα, κατέβασε την κουκούλα από τις μπλεγμένες μπούκλες του και τρύπησε το πανωφόρι του· ο Πέριν κούνησε τα δάχτυλα των ποδιών μέσα στις μπότες του για να τα ζεστάνει και κουνήθηκε πάνω στη σέλα του με την ψηλή ράχη, αλλά το μυαλό του δεν το απασχολούσε το κρύο. Κοιτάζοντας τους πέντε συντρόφους του, αναρωτήθηκε αν το ένιωθαν κι αυτοί, επίσης. Δεν ήταν η αναμονή γι’ αυτό που είχαν σταλεί εδώ — ήταν κάτι περισσότερο.
Ο Γοργοπόδης, το άλογό του, σάλεψε και τίναξε το κεφάλι. Ο Πέριν είχε βαφτίσει έτσι τον καφεγκρίζο επιβήτορα λόγω του σβέλτου βηματισμού του, αλλά τώρα ο Γοργοπόδης έμοιαζε να νιώθει τον εκνευρισμό και την αδημονία του αναβάτη του. Βαρέθηκα να περιμένουμε, να καθόμαστε κι η Μουαραίν να μας κρατά σφιχτά τα λουριά. Να πάνε να καούν οι Άες Σεντάι! Πότε θα τελειώσουν όλα αυτά;
Ασυναίσθητα, οσφράνθηκε τον αέρα. Κυριαρχούσαν οι οσμές των αλόγων, των ανθρώπων και του ανθρώπινου ιδρώτα. Ένας λαγός είχε περάσει κοντά από εκείνα τα δέντρα, όχι πολλή ώρα πριν, με το φόβο να δίνει φτερά στα πόδια του, αλλά η αλεπού, που ακολουθούσε τα ίχνη του, δεν τον είχε σκοτώσει εδώ. Ο Πέριν συνειδητοποίησε τι έκανε και σταμάτησε. Με τέτοιο άνεμο να φυσάει, δεν μπορούσε να βουλώσει η μύτη μου; Σχεδόν το ευχόταν. Και, βέβαια, δεν θα άφηνα τη Μουαραίν να τη γιατρέψει.
Κάτι τον γαργάλησε στο βάθος του μυαλού του. Αρνήθηκε να του δώσει σημασία. Δεν ανέφερε αυτή την αίσθηση στους συντρόφους του.
Οι άλλοι πέντε άντρες κάθονταν στη σέλα, με τα κοντά τόξα έτοιμα και τα βλέμματά τους να ερευνούν τον ουρανό και τις πλαγιές με τα αραιά δέντρα. Δεν έδειχναν να τους ενοχλεί ο άνεμος, που σήκωνε τους μανδύες τους σαν λάβαρα. Πάνω από τον ώμο τους ξεπρόβαλε η μακριά λαβή ενός σπαθιού, μέσα από ένα σχίσιμο του μανδύα. Η όψη των γυμνών κεφαλιών τους, που ήταν ξυρισμένα, εκτός από έναν κότσο στην κορυφή, έκανε τον Πέριν να νιώσει κι άλλη παγωνιά. Γι’ αυτούς, τούτος ο καιρός έδειχνε ότι είχε ήδη έρθει η άνοιξη. Τίποτα μαλακό δεν είχαν πάνω τους, σφυρηλατημένοι καθώς ήταν σε καμίνι σκληρότερο απ’ οτιδήποτε είχε γνωρίσει ποτέ ο Πέριν. Ήταν Σιναρανοί, από τις Μεθόριους εκεί ψηλά, πλάι στη Μεγάλη Μάστιγα, όπου οι Τρόλοκ μπορεί να εφορμούσαν οποιαδήποτε νύχτα και ακόμα κι ένας αγρότης, ή ένας έμπορος ίσως, μπορεί να αναγκαζόταν να σηκώσει σπαθί ή τόξο. Αυτοί οι άντρες δεν ήταν γεωργοί, αλλά στρατιώτες, σχεδόν από γεννησιμιού τους.
Μερικές φορές απορούσε που τον σέβονταν και ακολουθούσαν τις εντολές του. Λες και πίστευαν πως είχε κάποιο ξεχωριστό δικαίωμα, κάποιες γνώσεις κρυφές απ’ αυτούς. Ή, ίσως, γι αυτό να φταίνε οι φίλοι μου, σκέφτηκε πικρόχολα. Δεν τον έφταναν στο ύψος, ούτε και στον όγκο —ήταν χρόνια μαθητευόμενος σιδεράς και είχε αποκτήσει μπράτσα και ώμους διπλάσιους από ένα φυσιολογικό άντρα― αλλά είχε αρχίσει να ξυρίζεται κάθε μέρα, για να δώσει τέλος στα πειράγματά τους για το νεαρό της ηλικίας του. Φιλικά πειράγματα, αλλά δεν έπαυαν να είναι πειράγματα. Δεν θα τους έκανε να τα ξαναρχίσουν, μιλώντας για κάτι που είχε νιώσει.
Ο Πέριν τινάχτηκε και θύμισε στον εαυτό του ότι έπρεπε κι ο ίδιος να φυλά σκοπιά. Κοίταξε το βέλος που είχε έτοιμο στη χορδή του μακριού τόξου του και ατένισε την κοιλάδα, που κατηφόριζε προς τα δυτικά και πλάταινε καθώς χαμήλωνε· το έδαφος ήταν γεμάτο πλατιές, φιδίσιες κορδέλες χιονιού, απομεινάρια του χειμώνα. Τα περισσότερα αραιά δέντρα εκεί κάτω ακόμα άπλωναν στον ουρανό γυμνά, χειμωνιάτικα κλαριά, αλλά στις πλαγιές και τον πυθμένα της κοιλάδας υπήρχαν ακόμα αρκετά αειθαλή —πεύκα και ρείκια, έλατα και λιόπρινα, ακόμα και μερικές ψηλές πρασινάδες με πυκνά φυλλώματα― που πρόσφεραν κάλυψη για όσους ήξεραν πώς να τα χρησιμοποιήσουν. Κανένας, όμως, δεν θα έρχονταν εδώ χωρίς ειδικό σκοπό. Τα ορυχεία ήταν μακριά στα νότια, ή πιο πέρα, στο βορρά· οι πιο πολλοί άνθρωποι πίστευαν ότι τους περίμενε κακοτυχία στα Βουνά της Ομίχλης και οι περισσότεροι τα απέφευγαν, αν μπορούσαν. Τα μάτια του Πέριν έλαμψαν σαν στιλβωμένο χρυσάφι.
Ίο γαργάλημα έγινε φαγούρα. Όχι!
Μπορούσε να παραμερίσει τη φαγούρα, αλλά η αίσθηση της αναμονής δεν έφευγε. Έμοιαζε να ταλαντεύεται μπροστά σε χάσμα. Σαν να ταλαντεύονταν όλοι. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι δυσάρεστο στα βουνά γύρω τους. Ίσως να υπήρχε τρόπος να το μάθει. Σε τέτοια μέρη, όπου σπάνια έρχονταν άνθρωποι, υπήρχαν σχεδόν πάντα λύκοι. Έπνιξε αμέσως αυτή τη σκέψη, πριν προλάβει να εδραιωθεί. Καλύτερα να μείνω με την απορία. Καλύτερα αυτό. Μπορεί να μην ήταν πολυάριθμοι, αλλά είχαν ανιχνευτές. Αν υπήρχε κάτι εκεί, οι καβαλάρηδες που είχαν πάει μπροστά θα το έβρισκαν. Αυτό είναι το δικό μου καμίνι· θα το φροντίσω και θα αφήσω τους άλλους να φροντίσουν το δικό τους.
Μπορούσε να δει πιο μακριά από τους υπόλοιπους κι έτσι ήταν ο πρώτος που είδε τον αναβάτη, που ερχόταν από την κατεύθυνση του Τάραμπον. Ακόμα και για τα μάτια του, ο αναβάτης ήταν μονάχα μια κηλίδα με λαμπερά χρώματα, πάνω σε ένα άλογο που διέσχιζε στριφογυριστά το δάσος στο βάθος και πότε φαινόταν, πότε κρυβόταν. Ένα άλογο με ασπρόμαυρες βούλες, σκέφτηκε ο Πέριν. Πάνω στην ώρα! Άνοιξε το στόμα για να ανακοινώσει την άφιξη της —θα ήταν γυναίκα· όλες τις άλλες φορές, οι καβαλάρηδες ήταν γυναίκες― όταν ο Μασέμα μουρμούρισε ξαφνικά «κοράκι!» σαν να καταριόταν.
Ο Πέριν τίναξε το κεφάλι ψηλά. Ένα μεγάλο, μαύρο πουλί καραδοκούσε πάνω από τις δεντροκορφές, ούτε εκατό βήματα πιο πέρα. Ίσως το θήραμά του να ήταν κάποιο ψοφίμι στο χιόνι, ή κάποιο ζωάκι, αλλά ο Πέριν δεν μπορούσε να το διακινδυνεύσει. Αμέσως μόλις εντόπισε το κοράκι, σήκωσε το τόξο, τράβηξε τη χορδή —τα φτερά του βέλους άγγιξαν το μάγουλο και μετά το αυτί του― και την άφησε, όλα αυτά με μια στρωτή, αβίαστη κίνηση. Ένιωσε αμυδρά το πλατάγισμα άλλων χορδών πλάι του, όμως όλη η προσοχή του ήταν στραμμένη στο μαύρο πουλί.
Ξαφνικά, όταν το βέλος του το βρήκε, το κοράκι στριφογύρισε, αφήνοντας πίσω του πούπουλα στο χρώμα της νύχτας και γκρεμίστηκε από τον ουρανό, ενώ άλλα δύο βέλη έσχιζαν το σημείο στο οποίο βρισκόταν πριν. Με τα βέλη μισοτραβηγμένο, οι άλλοι Σιναρανοί έψαξαν τον ουρανό, για να δουν αν είχε σύντροφο.
«Άραγε, πρέπει να δώσει αναφορά», ρώτησε ο Πέριν με μαλακή φωνή, «ή μήπως... εκείνος... βλέπει ό,τι και το κοράκι;» Δεν το είπε για να ακουστεί, αλλά ο Ράγκαν, ο νεότερος Σιναρανός, ούτε δέκα χρόνια μεγαλύτερός του, απάντησε καθώς έβαζε άλλο ένα βέλος στο κοντό τόξο του.
«Πρέπει να δώσει αναφορά. Συνήθως σε κάποιον Ημιάνθρωπο». Στις Μεθόριους τα κοράκια ήταν επικηρυγμένα· κανένας δεν τολμούσε να θεωρήσει πως ένα κοράκι ήταν απλώς ένα πουλί. «Φως μου, αν ο Σκοτεινόκαρδος έβλεπε ό,τι βλέπουν τα κοράκια, θα ήμασταν νεκροί πριν καν φτάσουμε στα βουνά». Η φωνή του Ράγκαν δεν κόμπιαζε καθόλου· για τους Σιναρανούς στρατιώτες, αυτή ήταν μια καθημερινή υπόθεση.
Ο Πέριν ανατρίχιασε — όχι από το κρύο. Στο βάθος του κεφαλιού του κάτι γρύλισε, με μια πρόκληση για μάχη μέχρι θανάτου. Ο Σκοτεινόκαρδος. Είχε διαφορετικό όνομα σε κάθε χώρα —Ψυχοφονιάς και Δόντι της Καρδιάς, Άρχοντας του Τάφου και Άρχοντας του Σούρουπου― και παντού τον έλεγαν Πατέρα του Ψεύδους και Σκοτεινό, για να αποφύγουν να τον πουν με το πραγματικό του όνομα και να τραβήξουν την προσοχή του. Ο Σκοτεινός συχνά χρησιμοποιούσε κοράκια και στις πόλεις ποντίκια. Ο Πέριν πήρε άλλο ένα βέλος με πλατιά αιχμή από τη φαρέτρα στο γοφό του, η οποία ισορροπούσε το τσεκούρι στην άλλη μεριά.
«Μπορεί να είναι μεγάλο, σαν ραβδί», είπε με θαυμασμό ο Ράγκαν, κοιτάζοντας το τόξο του Πέριν, «αλλά ρίχνει βέλη μια χαρά. Δεν θέλω ούτε να σκεφτώ τι ζημιά θα έκανε σε άνθρωπο με πανοπλία». Οι Σιναρανοί φορούσαν μόνο ελαφριά αρματωσιά, τώρα, κάτω από τα απλά πανωφόρια τους, αλλά συνήθως πολεμούσαν βαριά αρματωμένοι, τόσο οι άνθρωποι όσο και τα άλογα.
«Είναι μακρύ και δεν βολεύει να ρίχνεις καβάλα στο άλογο», χλεύασε ο Μασέμα. Η τριγωνική ουλή στο μελαψό μάγουλό του έκανε το περιφρονητικό χαμόγελό του να φανεί ακόμα πιο στραβό. «Ο καλός θώρακας σταματά ακόμα και μακρύ βέλος, εκτός αν εκτοξεύτηκε από κοντά. Επίσης, αν η πρώτη βολή σου ξαστοχήσει, τότε αυτός που σημάδευες θα σε ξεκοιλιάσει».
«Αυτό είναι το ζήτημα, Μασέμα». Ο Ράγκαν χαλάρωσε λίγο, βλέποντας ότι ο ουρανός ήταν ακόμα άδειος. Το κοράκι πρέπει να ήταν μόνο του. «Με αυτό το τόξο των Δύο Ποταμών, βάζω στοίχημα ότι δεν είναι ανάγκη να πλησιάσεις κοντά». Ο Μασέμα άνοιξε το στόμα.
«Κόφτε τη φλυαρία εσείς οι δύο, που να πάρει!» τους αποπήρε ο Ούνο. Με τη μακριά ουλή στην αριστερή πλευρά του προσώπου του και το αριστερό μάτι βγαλμένο, τα χαρακτηριστικά του έδειχναν ιδιαίτερη σκληράδα, ακόμα και για Σιναρανό. Είχε βρει ένα χρωματιστό κάλυμμα για το μάτι του το φθινόπωρο, καθώς έρχονταν στα βουνά· το μόνιμα συνοφρυωμένο μάτι πάνω στο φλογερό κόκκινο φόντο δεν βοηθούσε ιδιαίτερα να αντικρίσει κάποιος πιο άνετα το βλέμμα του. «Ανάθεμά με, δεν μπορείτε να έχετε κατά νου τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε; Αν κάτσετε μερικές ώρες σκοπιά παραπάνω απόψε, ίσως πάρετε ένα καλό μάθημα». Ο Ράγκαν και ο Μασέμα φάνηκαν να υποτάσσονται στο βλέμμα του. Τους έριξε μια τελευταία βλοσυρή ματιά, η οποία καταλάγιασε καθώς στρεφόταν προς τον Πέριν. «Είδες τίποτα, ή ακόμα;» Ο τόνος του ήταν κάπως πιο τραχύς απ’ όσο θα μιλούσε σε ένα διοικητή που του είχε διορίσει πάνω από το κεφάλι του ο Βασιλιάς του Σίναρ, ή ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα, αλλά, επίσης, έδειχνε ότι ήταν έτοιμος να κάνει ό,τι του πρότεινε ο Πέριν.
Οι Σιναρανοί ήξεραν πόσο μακριά μπορούσε να δει ο Πέριν, αλλά φαινόταν να το δέχονται σαν φυσιολογικό, τόσο αυτό όσο και το χρώμα των ματιών του. Δεν ήξεραν όλη την ιστορία, ούτε τη μισή δεν ήξεραν, αλλά τον αποδέχονταν όπως ήταν. Όπως πίστευαν ότι ήταν. Έμοιαζαν να αποδέχονται τους πάντες και τα πάντα. Ο κόσμος αλλάζει, έλεγαν. Όλα στριφογυρνούσαν πάνω στους τροχούς της τύχης και της αλλαγής. Αν κάποιος είχε μάτια σε χρώμα που δεν είχε ξαναφανεί σε μάτια ανθρώπου, τι σημασία είχε τώρα;
«Έρχεται», είπε ο Πέριν. «Σε λίγο θα τη δείτε. Να, εκεί». Την έδειξε και ο Ούνο προσπάθησε να κοιτάξει, μισοκλείνοντας το μοναδικό αληθινό του μάτι. Τελικά, κατένευσε με αμφιβολία.
«Κάτι κινείται εκεί κάτω, ανάθεμά το». Κάποιοι από τους άλλους ένευσαν και μουρμούρισαν κι αυτοί. Ο Ούνο τους αγριοκοίταξε κι αυτοί ξανακοίταξαν με προσοχή τον ουρανό και τα βουνά.
Ξαφνικά, ο Πέριν συνειδητοποίησε τι σήμαιναν τα φανταχτερά χρώματα της μακρινής καβαλάρισσας. «Είναι Ταξιδιώτισσα», είπε ξαφνιασμένος. Δεν ήξερε άλλους που να ντύνονται, με τη θέληση τους, με τόσο λαμπερά χρώματα, σε τόσο αλλόκοτους συνδυασμούς.
Οι γυναίκες, τις οποίες συναντούσαν μερικές φορές και τις οδηγούσαν ακόμα πιο βαθιά στα βουνά, ήταν κάθε λογής: μια ζητιάνα κουρελού, που πάλευε να προχωρήσει πεζή μέσα σε χιονοθύελλα· μια έμπορος, που οδηγούσε κάποια φορτωμένα υποζύγια· μια κυρά όλο μετάξια και εκλεκτές γούνες, με κόκκινες φουντίτσες στα χαλινάρια του μικρόσωμου αλόγου της και χρυσοστόλιστη σέλα. Η ζητιάνα αναχώρησε μαζί με ένα πουγκί γεμάτο ασήμι ― ο Πέριν σκεφτόταν πως δεν τους περίσσευε να δώσουν τόσο πολύ, μέχρι που η κυρά τους άφησε ένα ακόμα πιο βαρύ πουγκί με χρυσάφι. Γυναίκες κάθε κοινωνικής θέσης, ολομόναχες, από το Τάραμπον, την Γκεάλνταν, ακόμα και από την Αμαδισία. Αλλά δεν περίμενε πως θα έβλεπε μια Τουάθα’αν.
«Μια Μαστόρισσα, ανάθεμά την;» αναφώνησε ο Μασέμα.
Και οι άλλοι τον μιμήθηκαν, έκπληκτοι.
Ο κότσος του Ράγκαν ανέμισε καθώς κουνούσε το κεφάλι του. «Οι Μάστορες δεν ανακατεύονται σ’ αυτά. Είτε δεν είναι Μαστόρισσα, είτε δεν είναι αυτή που περιμένουμε να συναντήσουμε».
«Μάστορες», μούγκρισε ο Μασέμα. «Άχρηστοι δειλοί».
Το μάτι του Ούνο στένεψε, ώσπου κατέληξε να μοιάζει με την τρύπα του αμονιού· δίπλα στο κόκκινο ζωγραφισμένο μάτι του καλύμματος, του έδινε μια εγκληματική όψη. «Δειλοί, Μασέμα;» είπε απαλά. «Αν ήσουν γυναίκα, θα είχες το κουράγιο να έρθεις ως εδώ, μονάχη και άοπλη, που να πάρει;» Αν ήταν Τουάθα’αν, σίγουρα θα ήταν άοπλη. Ο Μασέμα κράτησε το στόμα του κλειστό, αλλά η ουλή του προσώπου του ξεχώριζε πιο έντονη, στενή και ωχρή.
«Που να με κάψει, δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα», είπε ο Ράγκαν. «Ούτε κι εσύ θα το έκανες, Μασέμα, που να καώ». Ο Μασέμα τράβηξε το μανδύα του και προφασίστηκε πως έψαχνε με το βλέμμα τον ουρανό.
Ο Ούνο ξεφύσησε. «Το Φως να δώσει να ήταν μόνο εκείνο το καμένο το όρνιο», μουρμούρισε.
Σιγά-σιγά, η δασύτριχη ασπροκαφετιά φοράδα πλησίασε, ακολουθώντας μια πορεία όλο στροφές, καθώς προχωρούσε στο καθαρό έδαφος αποφεύγοντας τα πολύ χιονισμένα σημεία. Κάποια στιγμή, η γυναίκα με τα πολύχρωμα ρούχα κοντοστάθηκε για να κοιτάξει κάτι στο έδαφος κι έπειτα κατέβασε την κουκούλα του μανδύα της πιο χαμηλά στο κεφάλι και σπιρούνισε το άλογά της να προχωρήσει με αργό βηματισμό. Το κοράκι, σκέφτηκε ο Πέριν. Σταμάτα πια να το κοιτάζεις και προχώρα, κυρά μου. Μπορεί να μας έφερες την είδηση που, επιτέλους, θα μας επιτρέψει να φύγουμε από δω. Ας μας αφήσει η Μουαραίν να φύγουμε πριν από την άνοιξη. Που να καεί! Για μια στιγμή, δεν ήξερε αν εννοούσε την Άες Σεντάι ή τη Μαστόρισσα, που έμοιαζε να έρχεται με το πάσο της.
Αν η γυναίκα συνέχιζε έτσι την πορεία της, θα βρισκόταν τριάντα απλωσιές μακρύτερα από την άκρη του αλσυλλίου. Είχε το βλέμμα στυλωμένο εκεί όπου πατούσε η φοράδα της και δεν έδειχνε να τους έχει δει εκεί, ανάμεσα στα δέντρα.
Ο Πέριν άγγιξε με τις φτέρνες τα πλευρά του αλόγου του και ο καφεγκρίζος επιβήτορας πήδηξε μπροστά, τινάζοντας βροχή το χιόνι με τις οπλές του. Πίσω του, ο Ούνο έδωσε ήρεμα το πρόσταγμα, «Εμπρός!»
Ο Γοργοπόδης είχε διανύσει τη μισή απόσταση που τους χώριζε και μόνο τότε η γυναίκα φάνηκε να τους αντιλαμβάνεται. Σταμάτησε απότομα τη φοράδα της, ξαφνιασμένη. Τους παρακολούθησε να σχηματίζουν ένα ημικύκλιο, με την ίδια στο κέντρο. Κεντητά στολίσματα, από ένα γαλάζιο χρώμα που σου θάμπωνε τα μάτια, στο σχέδιο που αποκαλούσαν Ακρινό λαβύρινθο, έδιναν ακόμα πιο φανταχτερή όψη στο μανδύα της. Δεν ήταν νεαρή —όπου η κουκούλα αποκάλυπτε τα μαλλιά της, φαινόταν πυκνό το γκρίζο χρώμα― αλλά το πρόσωπό της είχε ελάχιστες ρυτίδες, μαζί κι αυτές που εμφανίστηκαν όταν συνοφρυώθηκε στη θέα των όπλων τους. Μπορεί να είχε ταραχτεί, βλέποντας ένοπλους άντρες στην καρδιά της ερημιάς των βουνών, αλλά δεν υπήρχε ένδειξη γι αυτό. Τα χέρια της αναπαύονταν χαλαρά στο ψηλό μπροστάρι της σέλας της, που ήταν φθαρμένη αλλά περιποιημένη. Και δεν ανέδιδε καμία μυρωδιά φόβου.
Κόφ’ το! είπε μέσα του ο Πέριν. Έκανε τη φωνή του απαλή, για να μην την τρομάξει. «Το όνομά μου είναι Πέριν, καλή κυρά. Αν θέλεις βοήθεια, θα κάνω ό,τι μπορώ. Αν όχι, πήγαινε στο δρόμο του Φωτός, Αλλά, αν δεν άλλαξαν οι Τουάθα’αν τις συνήθειές τους, βρίσκεσαι μακριά από τις άμαξές σας».
Εκείνη τον περιεργάστηκε για μια στιγμή, πριν ανοίξει το στόμα της. Τα μαύρα μάτια της έδειχναν τρυφερότητα, κάτι που δεν ήταν παράξενο για τους Ταξιδιώτες. «Αναζητώ μια... μια γυναίκα».
Η παύση ήταν μικρή, μα υπαρκτή. Δεν αναζητούσε μια τυχαία γυναίκα, μα μια Άες Σεντάι. «Έχει όνομα, καλή μου κυρά;» ρώτησε ο Πέριν. Το είχε ξανακάνει αυτό πολλές φορές τους τελευταίους μήνες και δεν είχε ανάγκη την απάντησή της· μα το σίδερο σκουριάζει, αν δεν το φροντίζεις.
«Τη λένε... Μερικές φορές, τη λένε Μουαραίν. Το όνομά μου είναι Λέγια».
Ο Πέριν ένευσε. «Θα σε πάμε να τη βρεις, Κυρά Λέγια. Έχουμε φωτιές που καίνε και, με λίγη τύχη, ίσως κάτι ζεστό να φας». Αλλά δεν σήκωσε αμέσως τα χαλινάρια. «Πώς μας βρήκες;» Το είχε ξαναρωτήσει αυτό, κάθε φορά που η Μουαραίν τον έστελνε να περιμένει σ’ ένα μέρος που του υποδείκνυε, για μια γυναίκα την οποία η Μουαραίν γνώριζε ότι θα έρθει. Η απάντηση θα ήταν ίδια, όπως πάντα, αλλά έπρεπε να ρωτήσει.
Η Λέγια σήκωσε τους ώμους και απάντησε διστακτικά. «Ήξερα... ότι αν ερχόμουν κατά δω, κάποιος θα με έβρισκε για να με πάει σε εκείνη. Απλώς... το ήξερα. Της φέρνω μαντάτα».
Ο Πέριν δεν ρώτησε τι μαντάτα ήταν. Οι γυναίκες έδιναν μόνο στη Μουαραίν τις πληροφορίες που είχαν.
Και η Άες Σεντάι μας λέει μόνο αυτά που η ίδια διαλέγει να μας πει. Αυτό σκεφτόταν. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν ψεύδονταν, αλλά ο κόσμος έλεγε ότι η αλήθεια που σου λένε οι Άες Σεντάι δεν είναι πάντα η αλήθεια που νομίζεις ότι άκουσες. Πολύ αργά για δισταγμούς τώρα. Έτσι δεν είναι;
«Από δω, Κυρά Λέγια», είπε, δείχνοντας πιο πάνω τα βουνά. Οι Σιναρανοί, με τον Ούνο επικεφαλής, ακολούθησαν τον Πέριν και τη Λέγια καθώς αυτοί ανηφόριζαν. Οι Μεθορίτες ακόμα χτένιζαν με το βλέμμα τον ουρανό και τη γη και οι δύο τελευταίοι πρόσεχαν τη διαδρομή πίσω τους.
Για λίγη ώρα προχωρούσαν σιωπηλά και ο μόνος ήχος ερχόταν από τις οπλές των αλόγων, που μερικές φορές έτριζαν πάνω σε παλιούς, λεπτούς πάγους και άλλες φορές τίναζαν πέτρες, που κροτούσαν καθώς διέσχιζαν γυμνό χώμα. Η Λέγια έριχνε πού και πού βλέμματα στον Πέριν, στο τόξο του, στο τσεκούρι του, στο πρόσωπό του, αλλά δεν του μιλούσε. Εκείνος σάλευε αμήχανα κάτω από την εξεταστική ματιά της και απέφευγε να την κοιτάζει. Πάντα προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να μη δίνει σε ξένους την ευκαιρία να προσέξουν τα μάτια του.
Τελικά, της είπε: «Με ξαφνιάζει που βλέπω κάποιον από τους Ταξιδιώτες, με τις πεποιθήσεις που έχετε».
«Μπορεί κανείς να αντιταχθεί στο κακό δίχως να ασκήσει βία». Η φωνή της είχε την απλότητα κάποιου που δηλώνει μια ολοφάνερη αλήθεια.
Ο Πέριν γρύλισε ξινά και αμέσως μουρμούρισε μια συγγνώμη. «Μακάρι να ήταν όπως τα λες, Κυρά Λέγια».
«Η βία βλάπτει τόσο το θύμα όσο κι εκείνον που την ασκεί», είπε γαλήνια η Λέγια. «Γι’ αυτό φεύγουμε μακριά από εκείνους που μας κάνουν κακό, όχι μόνο για τη δική μας ασφάλεια, αλλά και για να τους γλιτώσουμε από το κακό που κάνουν στον εαυτό τους. Αν καταφεύγαμε στη βία για να αντιμετωπίσουμε το κακό, σε λίγο θα ήμασταν όμοιοι με αυτό που πολεμούμε. Μαχόμαστε τη Σκιά με τη δύναμη των πεποιθήσεών μας».
Ο Πέριν δεν κρατήθηκε και ξεφύσησε. «Κυρά, ελπίζω να μη χρειαστεί ποτέ να αντιμετωπίσετε Τρόλοκ με τη δύναμη των πεποιθήσεών σας, Η δύναμη των σπαθιών τους θα σας κάνει κομματάκια πριν προλάβετε να το κουνήσετε ρούπι».
«Προτιμότερο να πεθάνει κανείς, παρά —» άρχισε εκείνη, μα ο θυμός τον έκανε να της αντιμιλήσει. Θυμός, επειδή η Μαστόρισσα δεν εννοούσε να καταλάβει. Θυμός, επειδή στα αλήθεια θα προτιμούσε να χάσει τη ζωή της παρά να βλάψει κάποιον, όσο κακός κι αν ήταν.
«Αν το βάλεις στα πόδια, θα σε κυνηγήσουν, θα σε σκοτώσουν και θα φάνε το πτώμα σου. Ή μπορεί να μην περιμένουν μέχρι να γίνει πτώμα. Είτε έτσι είτε αλλιώς, θα έχεις πεθάνει και το κακό θα έχει νικήσει. Και υπάρχουν άνθρωποι εξίσου άσπλαχνοι. Σκοτεινόφιλοι και άλλοι. Περισσότεροι απ’ όσους νόμιζα πως υπήρχαν, ακόμα και πριν από ένα χρόνο. Περίμενε μέχρι να κρίνουν οι Λευκομανδίτες ότι εσείς, οι Μάστορες, δεν περπατάτε στο Φως και τότε θα δεις αν θα σας σώσει η δύναμη των πεποιθήσεών σας».
Εκείνη του έριξε μια διεισδυτική ματιά. «Παρ’ όλα αυτά, δεν νιώθεις ευτυχισμένος με τα όπλα σου».
Πού το ήξερε αυτό; Κούνησε ενοχλημένος το κεφάλι του και τα μπερδεμένα μαλλιά του ανέμισαν. «Ο Δημιουργός έπλασε τον κόσμο», μουρμούρισε, «όχι εγώ. Πρέπει να ζήσω όπως καλύτερα μπορώ στον κόσμο, που είναι όπως είναι».
«Πολύ θλιμμένα λόγια για κάποιον τόσο νεαρό», του είπε αυτή γλυκά. «Γιατί είσαι τόσο θλιμμένος;»
«Πρέπει να έχω τα μάτια ανοιχτά, όχι να κουβεντιάζω», της είπε αυτός απότομα. «Δεν θα έχεις να με ευχαριστείς, αν καταφέρω και χαθούμε». Χτύπησε με τις φτέρνες τον Γοργοπόδη για να προχωρήσει και να κόψει τη συζήτηση, αλλά την ένιωθε να τον κοιτάζει. Θλιμμένος; Δεν είμαι θλιμμένος, απλώς... Φως μου, δεν ζέρω. Θα έπρεπε να υπάρχει καλύτερος τρόπος, αυτό είναι όλο. Ξανάνιωσε το γαργάλημα στο βάθος του μυαλού του, αλλά καθώς προσπαθούσε να αγνοήσει το βλέμμα της Λέγια στη ράχη του, το απώθησε κι αυτό.
Συνέχισαν το δρόμο τους πάνω στην πλαγιά του βουνού και μετά στην κατηφοριά και πέρασαν μια δασόφυτη κοιλάδα, που τη διέσχιζε ένα πλατύ, κρύο ποταμάκι, στο οποίο τα άλογα χώθηκαν ως τα γόνατα. Στο βάθος, είχαν σμιλέψει στη βουνοπλαγιά δύο πανύψηλες μορφές. Του Πέριν του φαινόταν πως ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, αν και ο αέρας και οι βροχές τις είχαν κάνει από καιρό αγνώριστες. Ακόμα και η Μουαραίν ισχυριζόταν πως δεν ήξερε ποιους ήθελαν να αναπαραστήσουν εκεί, ούτε και πότε είχαν κόψει το γρανίτη.
Μικροί σολομοί και πέστροφες το τινάζονταν γύρω από τις οπλές των αλόγων, σαν ασημένιες λάμψεις στο καθαρό νερό. Ένα ελάφι που έβοσκε σήκωσε το κεφάλι, δίστασε καθώς η ομάδα έβγαινε από το ποταμάκι και μετά πετάχτηκε στα δέντρα, ενώ μια μεγάλη βουνίσια αγριόγατα, με γκρίζες λουρίδες και μαύρες πιτσιλιές, φάνηκε να σηκώνεται από το χώμα, απογοητευμένη που η ενέδρα της είχε πάει άδικα. Κοίταξε για μια στιγμή τα άλογα, τίναξε την ουρά και χάθηκε στο κατόπι του ελαφιού. Αλλά ακόμα δεν φαίνονταν πολλά ζώα στα βουνά. Μια χούφτα πουλιά κούρνιαζαν στα κλωνιά ή τσιμπολογούσαν στα σημεία του εδάφους όπου είχαν λιώσει τα χιόνια. Σε λίγες βδομάδες θα είχαν επιστρέψει πολύ περισσότερα, όχι όμως ακόμα. Η ομάδα δεν είδε άλλα κοράκια.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν ο Πέριν τους οδήγησε ανάμεσα σε δύο βουνά με απότομες πλαγιές, με τις κορυφές τους κρυμμένες από σύννεφα, όπως πάντα, και μετά έστριψε σε ένα μικρότερο ποταμάκι, που πλατσούριζε σε γκρίζες πέτρες σχηματίζοντας μια σειρά από μικρούς καταρράκτες. Ένα πουλί κελάηδησε το κάλεσμα του στα δέντρα κι ένα άλλο απάντησε πιο μπροστά.
Ο Πέριν χαμογέλασε. Κελαηδίσματα σπίνων. Πουλιά των Μεθορίων. Κανένας δεν περνούσε από δω χωρίς να τον δουν. Έτριψε τη μύτη του και δεν ξανακοίταξε προς το δέντρο απ’ όπου είχε ακουστεί το πρώτο πουλί.
Ο δρόμος τους στένεψε, καθώς ανηφόριζαν ανάμεσα σε πυκνούς θάμνους και μερικές ροζιασμένες, ορεινές βελανιδιές. Το έδαφος, που ήταν αρκετά ίσιο ώστε να προχωρούν δίπλα από το ποταμάκι, τώρα στένεψε και άφηνε χώρο σχεδόν μόνο για έναν έφιππο, ενώ και το ποταμάκι είχε στενέψει τόσο που, αν ήσουν αρκετά ψηλός, μπορούσες να το περάσεις με μια δρασκελιά.
Ο Πέριν άκουσε τη Λέγια πίσω του να μουρμουρίζει μόνη της. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και την είδε να ρίχνει ανήσυχες ματιές στις απότομες πλαγιές δεξιά κι αριστερά τους. Σκόρπια δέντρα ρίζωναν ετοιμόρροπα πιο πάνω. Φαινόταν απίστευτο που στέκονταν όρθια. Οι Σιναρανοί προχωρούσαν με άνεση κι επιτέλους άρχιζαν να χαλαρώνουν.
Ξαφνικά, ένα βαθύ, ωοειδές λάκκωμα άνοιξε μπροστά τους, με πλευρές απότομες, αλλά όχι τόσο απόκρημνες όσο το στενό πέρασμα. Το ποταμάκι ξεπηδούσε από μια πηγούλα στην άλλη άκρη. Το κοφτερό βλέμμα του Πέριν εντόπισε έναν άντρα, με κότσο Σιναρανού, ψηλά στα κλαριά μιας βελανιδιάς, στα αριστερά του. Αν είχε κελαηδήσει κοκκινόφτερη κίσσα, ο άντρας δεν θα ήταν μόνος του και η είσοδός τους δεν θα ήταν τόσο εύκολη. Μια χούφτα άντρες μπορούσαν να κρατήσουν αυτό το πέρασμα, ακόμα και μπροστά σε στρατό. Βέβαια, αν ερχόταν στρατός, αυτή η χούφτα άντρες θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσουν.
Ανάμεσα στα δέντρα, γύρω από το λάκκωμα, υπήρχαν ξύλινες καλύβες, που δεν φαίνονταν εύκολα με την πρώτη ματιά κι έτσι αυτοί που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τις φωτιές, στον πυθμένα του λακκώματος, στην αρχή έμοιαζαν να μην έχουν καταφύγιο. Το μάτι έβλεπε λιγότερους από δέκα-δώδεκα. Ο Πέριν ήξερε ότι δεν ήταν πολύ περισσότεροι οι άλλοι, που δεν φαίνονταν. Οι περισσότεροι κοίταξαν τριγύρω όταν ακούστηκαν τα άλογα και μερικοί κούνησαν το χέρι. Το λάκκωμα έμοιαζε γεμάτο από τις οσμές των ανθρώπων και των αλόγων, των φαγητών που μαγειρεύονταν και των ξύλων που καίγονταν. Ένα μακρύ, λευκό λάβαρο κρεμόταν, σαν παράλυτο, από ένα ψηλό ιστό κοντά τους. Μια μορφή, τουλάχιστον μιάμιση φορά ψηλότερη από τους υπόλοιπους, καθόταν σ’ ένα κούτσουρο, απορροφημένη στο διάβασμα ενός βιβλίου, που φαινόταν μικροσκοπικό στα πελώρια χέρια της. Η προσοχή αυτής της μορφής δεν αποσπάστηκε, ούτε ακόμα και όταν το μοναδικό άλλο άτομο που δεν είχε κότσο τα μαλλιά, φώναξε: «Τη βρήκες, λοιπόν, ε; Έλεγα ότι αυτή τη φορά θα έλειπες όλη τη νύχτα». Ήταν η φωνή μιας νεαρής γυναίκας, αλλά φορούσε φαρδύ παντελόνι, πανωφόρι αγορίστικο και τα μαλλιά της ήταν κοντοκομμένα.
Μια ριπή ανέμου στροβιλίστηκε στο λάκκωμα, τινάζοντας τους μανδύες και σηκώνοντας το λάβαρο, που ξετυλίχτηκε ολόκληρο. Για μια στιγμή, το πλάσμα εκεί πάνω φάνηκε να ιππεύει τον άνεμο. Ήταν ένα τετράποδο ερπετό, με χρυσές και πορφυρές φολίδες και χρυσαφένια λιονταρίσια χαίτη, που κάθε πόδι του κατέληγε σε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ένα λάβαρο από τους θρύλους. Ένα λάβαρο που οι περισσότεροι δεν θα το γνώριζαν βλέποντάς το, αλλά θα το φοβούνταν μαθαίνοντας το όνομά του.
Ο Πέριν έκανε μια πλατιά χειρονομία προς όλα αυτά, καθώς οδηγούσε την ομάδα βαθιά στο λάκκωμα. «Καλώς ήρθες στο στρατόπεδο του Αναγεννημένου Δράκοντα, Λέγια».