Η Εγκουέν σκούπιζε τα χέρια της με μια πετσέτα, καθώς έτρεχε στον αχνά φωτισμένο διάδρομο. Τα είχε πλύνει δύο φορές, αλλά ακόμα ένιωθε τη λίγδα. Δεν είχε φανταστεί ότι υπήρχαν τόσες κατσαρόλες στον κόσμο. Και σήμερα ήταν μέρα για ψήσιμο, έτσι είχε να κουβαλήσει και στάχτη με τους κουβάδες από τους φούρνους. Και να καθαρίσει τις σχάρες. Και να τρίψει με ψιλή άμμο τα τραπέζια, μέχρι να γίνουν κάτασπρα, σαν κόκαλα και να σφουγγαρίσει τα πατώματα πεσμένη στα τέσσερα. Στάχτες και λίγδες λέκιαζαν το λευκό φόρεμά της. Την πονούσε η πλάτη της και ήθελε να ξαπλώσει, αλλά η Βέριν είχε έρθει στο μαγειρείο, υποτίθεται για να πάρει φαγητό στα διαμερίσματά της και περνώντας από δίπλα της, της είχε ψιθυρίσει να πάει να τη βρει.
Η Βέριν είχε τα διαμερίσματά της πάνω από τη βιβλιοθήκη, σε διαδρόμους που χρησιμοποιούσαν μόνο κάποιες άλλες Καφέ αδελφές. Εκεί οι προθάλαμοι είχαν μια σκονισμένη όψη, λες και οι γυναίκες που έμεναν εκεί ήταν πολύ απασχολημένες με άλλα πράγματα και δεν έκαναν τον κόπο να καλούν τακτικά υπηρέτριες, ενώ οι διάδρομοι έκαναν αλλόκοτες στροφές και γύρες και μερικές φορές κατηφόριζαν ή υψώνονταν απρόσμενα. Τα υφαντά ήταν λιγοστά και μουντά, ίσως επειδή τα καθάριζαν σπανίως, όπως και κάθε τι άλλο εδώ. Πολλά από τα φανάρια δεν ήταν αναμμένα και ο χώρος ήταν βυθισμένος στο ημίφως. Η Εγκουέν σκεφτόταν πως ήταν μόνη της εκεί, με μόνη εξαίρεση κάποια στιγμιαία λευκή λάμψη μπροστά της, που ίσως να ήταν κάποια μαθητευόμενη, ή υπηρέτρια, που έτρεχε στις αγγαρείες της. Τα παπούτσια της άφηναν ξερούς κρότους πάνω στα γυμνά, ασπρόμαυρα πλακάκια του δαπέδου και αντηχούσαν ολόγυρα. Δεν ήταν ένα ευχάριστο μέρος για να σκέφτεσαι το Μαύρο Άτζα.
Βρήκε αυτό για το οποίο της είχε πει η Βέριν να έχει το νου της. Μια σκοτεινή πόρτα βρισκόταν πάνω σε μια ανηφόρα, πλάι σε ένα σκονισμένο υφαντό ενός έφιππου βασιλιά που δεχόταν την παράδοση ενός άλλου βασιλιά. Η Βέριν είχε πει τα ονόματα των δύο τους —άντρες που είχαν πεθάνει εκατοντάδες χρόνια πριν γεννηθεί ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος· η Βέριν πάντα έμοιαζε να ξέρει τέτοια πράγματα― αλλά η Εγκουέν δεν θυμόταν τα ονόματά τους, ή τις από καιρό χαμένες χώρες που κυβερνούσαν. Ήταν, όμως, το μόνο υφαντό που είχε δει να ταιριάζει με την περιγραφή που είχε δώσει η Βέριν.
Τώρα που δεν ακούγονταν τα βήματά της, ο διάδρομος έμοιαζε ακόμα πιο άδειος και απειλητικός. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε βιαστικά, ευθύς μόλις ακούστηκε ένα αφηρημένο «ποιος είναι; Μπες μέσα».
Κάνοντας ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, σταμάτησε και κοίταξε προσεχτικά γύρω της. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια, με εξαίρεση μια πόρτα, που πρέπει να οδηγούσε στα μέσα δωμάτια κι επίσης τα σημεία όπου κρέμονταν γεωγραφικοί χάρτες, συχνά κατά στρώματα, καθώς και χάρτες του νυχτερινού ουρανού. Αναγνώρισε τα ονόματα μερικών αστερισμών —ο Ζευγάς και η Αχυράμαξα, ο Τοξότης και οι Πέντε Αδελφές― μα οι άλλοι της ήταν άγνωστοι. Σχεδόν κάθε λεία επιφάνεια ήταν σκεπασμένη με βιβλία, χαρτιά και πάπυρους, με κάθε λογής αντικείμενα ανάμεσα στις στοίβες και μερικές φορές πάνω τους. Παράξενα γυάλινα ή μεταλλικά αντικείμενα, σφαίρες και σωλήνες που ενώνονταν, κύκλοι μέσα σε κύκλους, όλα αυτά ανάμεσα σε κόκαλα και κρανία κάθε μορφής και σχήματος. Κάτι που έμοιαζε με ταριχευμένη, καφέ κουκουβάγια, όχι πολύ μεγαλύτερη από τον καρπό της Εγκουέν, στεκόταν πάνω σε κάτι που έμοιαζε με ξασπρισμένο κρανίο σαύρας, αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτό, επειδή το κρανίο ήταν μεγάλο σαν το βραχίονά της και είχε στραβά δόντια, μακριά όσο τα δάχτυλα της. Τυχαία εδώ κι εκεί ήταν τοποθετημένα κεριά, που αλλού έριχναν δυνατό φως κι αλλού σκιές, παρ’ όλο που σε μερικά σημεία υπήρχε κίνδυνος να πάρουν φωτιά τα χαρτιά. Η κουκουβάγια ανοιγόκλεισε τα μάτια και η Εγκουέν τινάχτηκε ξαφνιασμένη.
«Α, ναι», είπε η Βέριν. Καθόταν πίσω από ένα τραπέζι, γεμάτο όπως κάθε τι άλλο στο δωμάτιο, κρατώντας προσεκτικά μια σχισμένη σελίδα. «Εσύ είσαι. Ναι». Πρόσεξε τη λοξή ματιά που έριξε η Εγκουέν στην κουκουβάγια και είπε αφηρημένα: «Διώχνει τα ποντίκια. Μασουλάνε το χαρτί». Έδειξε με μια χειρονομία ολόκληρο το δωμάτιο και τούτη η κίνηση της θύμισε το φύλλο που κρατούσε. «Τι συναρπαστικό. Η Ρόσελ του Έσαμ ισχυρίζεται ότι πάνω από εκατό σελίδες διασώθηκαν από το Τσάκισμα και κάτι πρέπει να ξέρει, δεδομένου ότι έγραψε μόλις διακόσια χρόνια αργότερα, αλλά μόνο αυτό το κομμάτι σώζεται, εξ όσων γνωρίζω. Ίσως μονάχα αυτό το αντίτυπο. Η Ρόσελ έγραφε ότι εδώ υπήρχαν μυστικά τα οποία ο κόσμος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και ότι δεν θα μιλούσε απροκάλυπτα γι’ αυτά. Διάβασα χίλιες φορές αυτή τη σελίδα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τι εννοούσε».
Η μικρή κουκουβάγια ανοιγόκλεισε πάλι τα μάτια στην Εγκουέν. Εκείνη προσπάθησε να μην την κοιτάζει. «Τι λέει, Βέριν Σεντάι;»
Η Βέριν βλεφάρισε, σχεδόν όπως και η κουκουβάγια. «Τι λέει; Πρόσεξε, είναι μια απευθείας μετάφραση και μοιάζει σαν βάρδος που απαγγέλλει σε Υψηλό Ρυθμό. Άκουσε. “Η Καρδιά του Σκότους. Ο Μπα’άλζαμον. Όνομα κρυμμένο μέσα σε όνομα σαβανωμένο σε όνομα. Μυστικό θαμμένο μέσα σε μυστικό αγκαλιασμένο σε μυστικό. Ο Προδότης της Ελπίδας. Ο Ισαμαήλ προδίδει κάθε ελπίδα. Η ελπίδα καίει και κορώνει. Η ελπίδα υποχωρεί μπροστά στην αλήθεια. Ένα ψέμα είναι η ασπίδα μας. Ποιος μπορεί να σταθεί ενάντια στην Καρδιά του Σκότους; Ποιος μπορεί να αντιμετωπίσει τον Προδότη της Ελπίδας; Ψυχή της σκιάς, Ψυχή της Σκιάς, αυτός είναι —”» Σταμάτησε με έναν αναστεναγμό. «Σταματάει εδώ. Πώς το ερμηνεύεις;»
«Δεν ξέρω», είπε η Εγκουέν. «Δεν μου αρέσει».
«Και γιατί να σου αρέσει, παιδί μου; Ή να το καταλαβαίνεις; Το μελετώ κοντά σαράντα χρόνια και ούτε μου αρέσει, ούτε το καταλαβαίνω». Η Βέριν έβαλε με προσοχή το φύλλο μέσα σε ένα σκληρό, δερμάτινο χαρτοφύλακα με μεταξωτή επένδυση και μετά στρίμωξε το χαρτοφύλακα σε μια στοίβα χαρτιά. «Αλλά δεν ήρθες εδώ γι’ αυτό». Έψαξε στο τραπέζι, μουρμουρίζοντας μόνη της και αρκετές φορές μόλις που πρόφτασε να πιάσει μια στοίβα βιβλίων ή χαρτιών, πριν αναποδογυρίσει. Στο τέλος, βρήκε μερικές σελίδες γραμμένες με ένα λεπτό, νευρικό γραφικό χαρακτήρα και δεμένες με ένα κορδόνι γεμάτο κόμπους. «Να, παιδί μου. Όσα είναι γνωστά για τη Λίαντριν και τις γυναίκες που έφυγαν μαζί της. Ονόματα, ηλικίες, Άτζα, πού γεννήθηκαν. Όσα μπόρεσα να βρω στα αρχεία. Ακόμα και πόσο καλά τα πήγαιναν στις σπουδές τους. Επίσης, τι ξέρουμε για τα τερ’ανγκριάλ που πήραν — όχι πολλά. Μόνο περιγραφές, ως επί το πλείστον. Δεν ξέρω αν κάτι απ’ αυτά θα βοηθήσει. Δεν είδα τίποτα χρήσιμο».
«Ίσως κάποια από εμάς βρει κάτι». Ένα απότομο κύμα καχυποψίας ξάφνιασε την Εγκουέν. Αν δεν αφαίρεσε κάτι. Η Άμερλιν έδειχνε να εμπιστεύεται τη Βέριν μόνο επειδή ήταν αναγκασμένη. Αν, όμως, η Βέριν ήταν στο Μαύρο Άτζα; Η Εγκουέν ταρακούνησε νοερά τον εαυτό της, για να συνέλθει. Είχε ταξιδέψει τόσο δρόμο μαζί με τη Βέριν, από το Τόμαν Χεντ ως την Ταρ Βάλον και δεν ήταν διατεθειμένη να πιστέψει ότι αυτή η παχουλή λόγια μπορούσε να είναι Σκοτεινόφιλη. «Σε εμπιστεύομαι, Βέριν Σεντάι». Μπορώ, στ’ αλήθεια;
Η Άες Σεντάι την ξανακοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και ύστερα κούνησε απότομα το κεφάλι, για να αποδιώξει τη σκέψη που είχε περάσει από το νου της, όποια κι αν ήταν. «Αυτός ο κατάλογος που σου έδωσα μπορεί να είναι σημαντικός, ή μπορεί και να είναι σπατάλη χαρτιού, αλλά δεν είναι ο λόγος που σε κάλεσα». Άρχισε να μετακινεί πράγματα στο τραπέζι, φτιάχνοντας μερικές τρεμάμενες στοίβες πιο ψηλές, για να ανοίξει χώρο. «Όπως μου έδωσε να καταλάβω η Ανάγια, ίσως γίνεις Ονειρεύτρια. Η τελευταία ήταν η Κοριάνιν Νεντέαλ, πριν τετρακόσια εβδομήντα τρία χρόνια και, απ’ όσα μπορώ να βρω από τα αρχεία, μόλις που της άξιζε ο τίτλος. Θα ήταν ενδιαφέρον, αν εσένα σου αξίζει».
«Με εξέτασε, Βέριν Σεντάι, αλλά δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν κάποια όνειρά μου πρόλεγαν το μέλλον».
«Αυτό είναι μόνο ένα μέρος απ’ όσα κάνει μια Ονειρεύτρια, παιδί μου. Ίσως το πιο μικρό. Η Ανάγια πιστεύει ότι τα κορίτσια πρέπει να μαθαίνουν με υπερβολικά αργό ρυθμό, κατά τη γνώμη μου. Κοίταξε εδώ». Με ένα δάχτυλο, η Βέριν ζωγράφισε μερικές παράλληλες γραμμές στη σκόνη που είχε μαζευτεί στην κερωμένη επιφάνεια του τραπεζιού. «Ας πούμε ότι αυτές αντιπροσωπεύουν κόσμους που ίσως υπήρχαν, αν είχαν ληφθεί διαφορετικές αποφάσεις, αν σημαντικά σημεία καμπής στο Σχήμα είχαν ακολουθήσει άλλο δρόμο».
«Ο κόσμοι τους οποίους φτάνουν οι Διαβατικές Πέτρες», είπε η Εγκουέν, για να δείξει ότι άκουγε τις διαλέξεις της Βέριν στο ταξίδι από το Τόμαν Χεντ. Τι σχέση μπορεί να είχαν με το αν ήταν Ονειρεύτρια ή όχι;
«Πολύ ωραία. Αλλά το Σχήμα μπορεί να είναι ακόμη πιο πολύπλοκο, παιδί μου. Ο Τροχός υφαίνει τις ζωές μας για να κάνει το Σχήμα της Εποχής, αλλά οι Εποχές υφαίνονται στη Δαντέλα των Εποχών, στο Μεγάλο Σχήμα. Ποιος ξέρει, όμως, αν αυτό είναι έστω και το ένα δέκατο της ύφανσης; Κάποιοι στην Εποχή των Θρύλων φαίνεται να πίστευαν πως υπήρχαν κι άλλοι κόσμοι —ακόμα πιο δύσκολο να βρεθούν απ’ όσο οι κόσμοι των Διαβατικών Πετρών, αν μπορείς να πιστέψεις κάτι τέτοιο― που είναι έτσι». Ζωγράφισε κι άλλες γραμμές, που διασταυρώνονταν με τις προηγούμενες. Για μια στιγμή, στάθηκε κοιτάζοντάς τες αμίλητη. «Το υφάδι και το στημόνι του υφαντού. Ίσως ο Τροχός του Χρόνου να παίρνει τους κόσμους και να υφαίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο Σχήμα». Ορθώθηκε και τίναξε τα χέρια της. «Αυτό, πάντως, δεν είναι του παρόντος. Σε όλους αυτούς τους κόσμους, όποιες κι αν είναι οι άλλες παραλλαγές τους, μερικά πράγματα είναι σταθερά. Το ένα είναι ότι ο Σκοτεινός είναι φυλακισμένος σε όλους».
Ασυναίσθητα, η Εγκουέν πλησίασε για να κοιτάξει τις γραμμές που είχε ζωγραφίσει η Βέριν. «Σε όλους; Πώς γίνεται αυτό; Λες ότι υπάρχει ένας Πατέρας του Ψεύδους σε κάθε κόσμο;» Η σκέψη τόσων Σκοτεινών την έκανε να ανατριχιάσει.
«Όχι, παιδί μου. Υπάρχει ένας Δημιουργός, που υπάρχει παντού ταυτοχρόνως, σε όλους αυτούς τους κόσμους. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχει μόνο ένας Σκοτεινός, που επίσης υπάρχει σε όλους αυτούς τους κόσμους ταυτοχρόνως. Αν σε έναν κόσμο ελευθερωθεί από τη φυλακή που έφτιαξε ο Δημιουργός, ελευθερώνεται σε όλους. Όσο μένει φυλακισμένος σε έναν, μένει φυλακισμένος σε όλους».
«Αυτό δεν βγάζει νόημα», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν.
«Παράδοξο, παιδί μου. Ο Σκοτεινός είναι η προσωποποίηση του παραδόξου και του χάους, ο καταστροφέας της κρίσης και της λογικής, ο ανατροπέας της ισορροπίας, ο ολετήρας της τάξης».
Η κουκουβάγια, ξαφνικά, πέταξε με σιωπηλά φτερά και πάτησε σε ένα μεγάλο, άσπρο κρανίο, σε ένα ράφι πίσω από την Άες Σεντάι. Περιεργάστηκε τις δύο γυναίκες, βλεφαρίζοντας. Η Εγκουέν είχε προσέξει το κρανίο μπαίνοντας μέσα, με τα στριφογυριστά κερατά του και τη μουσούδα του και αναρωτήθηκε αόριστα τι είδους κριάρι είχε τόσο μεγάλο κεφάλι. Τώρα είδε όλη την καμπύλη του, το πλατύ μέτωπο. Δεν ήταν κρανίο κριαριού. Ανήκε σε Τρόλοκ.
Ρούφηξε μια τρεμουλιαστή ανάσα. «Βέριν Σεντάι, τι σχέση έχουν αυτά με το αν είμαι Ονειρεύτρια; Ο Σκοτεινός είναι παγιδευμένος στο Σάγιολ Γκουλ και δεν θέλω ούτε να σκεφτώ ότι θα δραπετεύσει». Αλλά οι σφραγίδες της φυλακής του εξασθενούν. Τώρα το ξέρουν ακόμα και οι μαθητευόμενες.
«Τι σχέση έχουν με το αν είσαι Ονειρεύτρια; Μα, καμία, παιδί μου. Μόνο που όλοι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον Σκοτεινό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τώρα είναι αιχμαλωτισμένος, αλλά το Σχήμα δεν έφερε χωρίς λόγο τον Ραντ αλ’Θορ στον κόσμο. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας θα αντιμετωπίσει τον Άρχοντα του Ψεύδους· αυτό, αν μη τι άλλο, είναι βέβαιο. Αν, φυσικά, ο Ραντ επιζήσει ως τότε. Ο Σκοτεινός θα επιχειρήσει να διαστρεβλώσει το Σχήμα, αν μπορεί. Τέλος πάντων, νομίζω ότι πολύ το τραβήξαμε, έτσι δεν είναι;»
«Συγχώρεσέ με, Βέριν Σεντάι, αλλά αν αυτό» —η Εγκουέν έδειξε τις γραμμές που ήταν σχεδιασμένες στη σκόνη― «δεν έχει σχέση με τις Ονειρεύτριες, τότε γιατί μου τα λες όλα τούτα;»
Η Βέριν την κοίταξε ― έμοιαζε να κάνει επίτηδες την αργόστροφη. «Δεν έχει σχέση; Φυσικά κι έχει σχέση, παιδί μου. Το θέμα είναι ότι υπάρχει και τρίτη σταθερά, εκτός του Δημιουργού και του Σκοτεινού. Υπάρχει ένας κόσμος που βρίσκεται μέσα σε κάθε έναν από αυτούς τους άλλους, εντός όλων τους την ίδια στιγμή. Ή, ίσως, που τους περικυκλώνει. Οι συγγραφείς της Εποχής των Θρύλων τον αποκαλούσαν Τελ’αράν’ριοντ, “Αθέατο Κόσμο”. Ίσως “Κόσμος των Ονείρων” να είναι καλύτερη μετάφραση. Πολύς κόσμος —συνηθισμένοι άνθρωποι, που δεν σκέφτονται καν για τη διαβίβαση― μερικές φορές βλέπουν κλεφτά τον Τελ’αράν’ριοντ στα όνειρά τους, ακόμα και φευγαλέες εικόνες των άλλων εκείνων κόσμων ανάμεσα. Σκέψου μερικά από τα αλλόκοτα πράγματα που έχεις δει στα όνειρά σου. Αλλά μια Ονειρεύτρια, παιδί μου —μια αληθινή Ονειρεύτρια― μπορεί να εισέλθει στον Τελ’αράν’ριοντ».
Η Εγκουέν προσπάθησε να καταπιεί, αλλά την εμπόδισε ένας κόμπος στο λαιμό της. Να εισέλθει; «Δεν... δεν νομίζω να είμαι Ονειρεύτρια, Βέριν Σεντάι. Οι δοκιμασίες της Ανάγια Σεντάι —»
Η Βέριν την έκοψε. «-δεν αποδεικνύουν ούτε ότι είσαι, ούτε ότι δεν είσαι. Και η Ανάγια ακόμα πιστεύει ότι μπορεί να είσαι».
«Φαντάζομαι ότι τελικά θα μάθω αν είμαι ή όχι», μουρμούρισε η Εγκουέν. Φως μου, θέλω να είμαι, σωστά; Θέλω να μάθω. Τα θέλω όλα.
«Δεν έχεις χρόνο να περιμένεις, παιδί μου. Η Άμερλιν εμπιστεύτηκε ένα σπουδαίο καθήκον σε σένα και τη Νυνάβε. Πρέπει να ψάξεις να βρεις ό,τι εργαλείο μπορείς να χρησιμοποιήσεις». Η Βέριν ξέθαψε ένα κόκκινο, ξύλινο κουτί από το χάος του τραπεζιού. Το κουτί ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να χωρά φύλλα χαρτιού, αλλά όταν η Άες Σεντάι μισάνοιξε το καπάκι, το μόνο που έβγαλε ήταν ένα δαχτυλίδι σκαλισμένο σε πέτρα, με πιτσιλάδες και ρίγες γαλάζιες, καφέ και κόκκινες, που παραήταν μεγάλο για να φοριέται στο δάχτυλο. «Να, παιδί μου».
Η Εγκουέν μετακίνησε τα χαρτιά για να το πάρει και τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη. Το δαχτυλίδι έμοιαζε να είναι πέτρινο, αλλά το ένιωθε σκληρότερο από ατσάλι και βαρύτερο από μολύβι. Και ο κύκλος ήταν στρεβλωμένος. Αν ακολουθούσε με το δάχτυλό της μια πλευρά του, θα έκανε δύο γύρους, από μέσα και επίσης απ’ έξω· είχε μόνο μία πλευρά. Ακολούθησε την πλευρά δύο φορές, έτσι για να πειστεί.
«Η Κοριάνιν Νεντέαλ», είπε η Βέριν, «είχε στην κατοχή της αυτό το τερ’ανγκριάλ σχεδόν ολόκληρη τη ζωή της. Τώρα θα το κρατήσεις εσύ».
Η Εγκουέν παραλίγο να ρίξει το δαχτυλίδι. Ένα τερ’ανγκριάλ; Θα κρατήσω ένα τερ’ανγκριάλ;
Η Βέριν δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται το ξάφνιασμά της. «Κατά τα λεγόμενά της, διευκολύνει το πέρασμα στον Τελ’αράν’ριοντ. Ισχυριζόταν ότι θα λειτουργούσε και για εκείνους που δεν έχουν Ταλέντο, όπως και για τις Άες Σεντάι, αρκεί να το άγγιζες όταν κοιμόσουν. Υπάρχουν κίνδυνοι, φυσικά. Ο Τελ’αράν’ριοντ δεν είναι σαν τα άλλα όνειρα. Αυτό που συμβαίνει εκεί είναι πραγματικό· είσαι όντως εκεί, αντί να το βλέπεις». Τράβηξε το μανίκι της, αποκαλύπτοντας μια ξεθωριασμένη ουλή, που διέτρεχε όλο τον πήχη της. «Το δοκίμασα κι εγώ, μια φορά, πριν από πολλά χρόνια. Η Θεραπεία της Ανάγια δεν πέτυχε, όπως θα έπρεπε. Θυμήσου το αυτό». Η Άες Σεντάι άφησε το μανίκι να σκεπάσει ξανά την ουλή.
«Θα προσέχω, Βέριν Σεντάι». Πραγματικό; Τα όνειρά μου είναι ήδη αρκετά άσχημα. Δεν θέλω όνειρα που αφήνουν ουλές! Θα το βάλω σε ένα σακούλι, θα το ρίξω σε μια σκοτεινή γωνιά και θα το αφήσω εκεί. Θα... Αλλά ήθελε να μάθει. Ήθελε να γίνει Άες Σεντάι και καμία Άες Σεντάι δεν είχε γίνει Ονειρεύτρια εδώ και περίπου πεντακόσια χρόνια. «Θα προσέχω πολύ». Έχωσε το δαχτυλίδι στο θύλακό της, τράβηξε το κορδόνι για να το κλείσει κι έπειτα πήρε τα χαρτιά που της είχε δώσει η Βέριν.
«Μην ξεχάσεις να το έχεις κρυμμένο, παιδί μου. Καμία μαθητευόμενη, ή έστω και Αποδεχθείσα, δεν θα έπρεπε να έχει κάτι τέτοιο στην κατοχή της. Αλλά ίσως σου φανεί χρήσιμο. Έχε το κρυμμένο».
«Μάλιστα, Βέριν Σεντάι». Ξανάφερε στο νου της την ουλή της Βέριν και σχεδόν ευχήθηκε να ερχόταν μια άλλη Άες Σεντάι και να της το έπαιρνε επιτόπου.
«Ωραία, παιδί μου. Πήγαινε τώρα. Η ώρα περνάει και πρέπει να σηκωθείς νωρίς, για να βοηθήσεις στο πρόγευμα. Καλόν ύπνο».
Η Βέριν έμεινε να κοιτάζει την πόρτα για αρκετή ώρα, όταν έκλεισε πίσω από την Εγκουέν. Η κουκουβάγια χουχούτισε απαλά. Τράβηξε κοντά της το κόκκινο κουτί, άνοιξε διάπλατα το καπάκι και κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια αυτό που το γέμιζε σχεδόν όλο.
Σελίδες επί σελίδων, γραμμένες με έναν προσεγμένο γραφικό χαρακτήρα, που το μαύρο μελάνι είχε σχεδόν ξεθωριάσει έπειτα από σχεδόν πεντακόσια χρόνια. Ήταν οι σημειώσεις της Κοριάνιν Νεντέαλ, όσα είχε μάθει τα πενήντα χρόνια που μελετούσε αυτό το αλλόκοτο τερ’ανγκριάλ. Μυστικοπαθής γυναίκα η Κοριάνιν. Είχε αποκρύψει τις περισσότερες γνώσεις της απ’ όλους και τις είχε εμπιστευτεί μόνο σε αυτές τις σελίδες. Μόνο η τύχη και η συνήθεια να σκαλίζει παλιά χαρτιά στη βιβλιοθήκη είχαν οδηγήσει εκεί τη Βέριν. Απ’ όσο είχε μπορέσει να βρει, καμία Άες Σεντάι, εκτός από την ίδια, δεν ήξερε γι’ αυτό το τερ’ανγκριάλ· η Κοριάνιν είχε καταφέρει να σβήσει την ύπαρξή του από τα αρχεία.
Άλλη μια φορά σκέφτηκε να κάψει το χειρόγραφο, όπως είχε σκεφτεί και να το δώσει στην Εγκουέν. Αλλά θεωρούσε ανάθεμα την καταστροφή της γνώσης, οποιασδήποτε γνώσης. Κι όσο για το άλλο... Όχι. Το καλύτερο είναι να αφήσω τα πράγματα ως έχουν. Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Άφησε το καπάκι να πέσει και να κλείσει. Τώρα, πού έβαλα εκείνο το ψύλλο;
Σμίγοντας τα φρύδια, άρχισε να ψάχνει στις στοίβες των βιβλίων και των χαρτιών για το δερμάτινο χαρτοφύλακα. Η Εγκουέν είχε ήδη χαθεί από τις σκέψεις της.