Εκείνο το χωριουδάκι, το Νταϊράιν, αναπαυόταν πλάι στον ποταμό Ερινίν περίπου όσα χρόνια καταλάμβανε η Ταρ Βάλον το νησάκι. Τα σπιτάκια και τα μαγαζάκια του, όλα με καφετιά τούβλα και κόκκινα κεραμίδια, καθώς και οι λιθόστρωτοι δρόμοι του, έδιναν μια αίσθηση διάρκειας στο χρόνο ― αλλά το χωριό είχε καεί στους Πολέμους των Τρόλοκ, είχε λεηλατηθεί, όταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου είχαν πολιορκήσει την Ταρ Βάλον, είχε διαγουμιστεί αρκετές φορές στον Εκατονταετή Πόλεμο και είχε πυρποληθεί ξανά στον Πόλεμο των Αελιτών― δεν είχαν περάσει είκοσι χρόνια από τότε. Ταραγμένη ιστορία για ένα τόσο μικρό χωριό, αλλά η θέση του Νταϊράιν, στη ρίζα μιας από τις γέφυρες που έβγαζαν στην Ταρ Βάλον, ήταν εγγύηση ότι πάντα θα το ξανάχτιζαν, όσες φορές κι αν καταστρεφόταν. Όσο έστεκε η Ταρ Βάλον, δηλαδή.
Στην αρχή, της Εγκουέν της φάνηκε ότι το Νταϊράιν περίμενε κι άλλο πόλεμο. Μια ομάδα σαρισσοφόρων προχωρούσε στο δρόμο, με τα όπλα να ξεμυτίζουν απ’ όλες τις πλευρές, σαν δόντια χτένας και την ακολουθούσαν τοξότες με ρηχά, γεισωτά κράνη, ξέχειλες φαρέτρες στους γοφούς και τόξα φορεμένα χιαστί στα στήθη. Μια διμοιρία ένοπλων ιππέων, με πρόσωπα κρυμμένα πίσω από ατσαλένιες προσωπίδες, άνοιξαν χώρο για τη Βέριν και την ομάδα της με μια κίνηση του γαντοφορεμένου χεριού του αρχηγού τους. Όλοι είχαν στο στήθος τη Λευκή Φλόγα της Ταρ Βάλον, σαν δάκρυ από χιόνι.
Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι του χωριού πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους μοιάζοντας ατάραχοι και το πλήθος στην αγορά χώριζε γύρω από τους στρατιώτες, λες και οι προελαύνοντες άντρες ήταν ένα εμπόδιο το οποίο είχαν συνηθίσει. Κάποιοι άντρες και γυναίκες, που σήκωναν δίσκους με φρούτα, ακολουθούσαν το βηματισμό των στρατιωτών προσπαθώντας να τους πουλήσουν μαραγκιασμένα μήλα και αχλάδια, τα οποία προέρχονταν από κελάρια με αποθέματα για το χειμώνα, αλλά αν εξαιρούσες αυτούς τους λίγους, ούτε οι μαγαζάτορες ούτε οι ντελάληδες έδιναν σημασία στους στρατιώτες. Η Βέριν έμοιαζε κι αυτή να τους αγνοεί, καθώς οδηγούσε την Εγκουέν και τους άλλους μέσα από το χωριό και προς τη λαμπρή γέφυρα, που διέτρεχε μια έκταση νερού περίπου οκτακοσίων μέτρων, όμοια με δαντέλα σμιλεμένη σε πέτρα.
Στην αρχή της γέφυρας υπήρχαν κι άλλοι στρατιώτες, που στέκονταν και φρουρούσαν, δώδεκα σαρισσοφόροι και έξι τοξότες, οι οποίοι έλεγχαν όσους ήθελαν να περάσουν, Ο διοικητής τους, ένας φαλακρός, με το κράνος του να κρέμεται από τη λαβή του σπαθιού του, φαινόταν ενοχλημένος από την ουρά που σχημάτιζε ο κόσμος ― πεζοί, καβαλάρηδες και άνθρωποι με κάρα, που τα έσερναν βόδια, άλογα ή οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους. Η ουρά είχε μάκρος μόνο εκατό βήματα, μα κάθε φορά που άφηναν κάποιον να πατήσει τη γέφυρα, κάποιος άλλος έμπαινε στην άλλη άκρη. Σαν να μην έτρεχε τίποτα, ο φαλακρός φαινόταν να κάνει τη δουλειά με το πάσο του και φρόντιζε να βεβαιωθεί ότι αυτοί τους οποίους άφηνε να περάσουν στην Ταρ Βάλον είχαν δικαίωμα να μπουν.
Άνοιξε το στόμα του θυμωμένα όταν η Βέριν οδήγησε την ομάδα της στην αρχή της ουράς και μετά κοίταξε καλά το πρόσωπό της και φόρεσε βιαστικά το κράνος του. Όσοι ήξεραν καλά τις Άες Σεντάι, δεν χρειάζονταν δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό για να τις αναγνωρίσουν. «Καλή σου ημέρα, Άες Σεντάι», είπε, ενώ υποκλινόταν με το χέρι στην καρδιά. «Καλή σου ημέρα. Προχώρα ευθύς αμέσως, αν αυτό επιθυμείς».
Η Βέριν τράβηξε τα γκέμια δίπλα του. Ένα μουρμουρητό ακούστηκε από τους ανθρώπους που περίμεναν, αλλά κανένας δεν τόλμησε να διαμαρτυρηθεί. «Προβλήματα με τους Λευκομανδίτες, φρουρέ;»
Γιατί σταματήσαμε; αναρωτήθηκε η Εγκουέν, που είχε τη φούρια της. «Άραγε, ξέχασε τον Ματ;»
«Όχι ακριβώς, Άες Σεντάι», είπε ο αξιωματικός. «Δεν έχουμε εμπλακεί. Επιχείρησαν να προωθηθούν στην Αγορά του Έλντον, στην άλλη όχθη του ποταμού, αλλά τους δώσαμε ένα μάθημα. Η Άμερλιν σκοπεύει να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξαναπροσπαθήσουν».
«Βέριν Σεντάι», άρχισε να λέει μαζεμένα η Εγκουέν. «Ο Ματ —»
«Μια στιγμή, τέκνο μου», είπε η Άες Σεντάι, που δεν φαινόταν εντελώς αφηρημένη. «Δεν τον ξέχασα». Η προσοχή της στράφηκε πάλι στο φρουρό. «Και τα απομακρυσμένα χωριά;»
Ο άντρας σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Δεν μπορούμε να κρατήσουμε τους Λευκομανδίτες σε απόσταση, Άες Σεντάι, αλλά απομακρύνονται όταν πηγαίνουν εκεί τα περίπολά μας». Η Βέριν ένευσε και θα είχε προχωρήσει, αλλά ο φρουρός ξαναμίλησε. «Με συγχωρείς, Άες Σεντάι, αλλά φαίνεται ότι έρχεσαι από μακριά. Είχες καθόλου νέα; Με κάθε εμπορικό πλοίο που ανεβαίνει το ποτάμι, έρχονται και καινούριες φήμες. Λένε ότι κάπου στα δυτικά υπάρχει ένας καινούριος ψεύτικος Δράκοντας. Λένε, αν είναι δυνατόν, πως έχει τις στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου να τον ακολουθούν, που επέστρεψαν από τους νεκρούς και πως σκότωσε πλήθος Λευκομανδίτες και κατέστρεψε μια πόλη —Φάλμε την ονομάζουν― στο Τάραμπον, έτσι λένε μερικοί».
«Λένε πως τον βοήθησαν Άες Σεντάι!» ήχησε μια αντρική φωνή από την ουρά. Ο Χούριν πήρε μια βαθιά ανάσα και σάλεψε, σαν να περίμενε ότι θα ξεσπούσε βίαιο επεισόδιο.
Η Εγκουέν κοίταξε ολόγυρα, μα δεν φαινόταν ίχνος από εκείνον που είχε φωνάξει. Μοναδικό μέλημα όλων έμοιαζε να είναι η αναμονή, είτε υπομονετικά είτε ανυπόμονα, μέχρι τη στιγμή που θα περνούσαν. Τα πράγματα είχαν αλλάξει και όχι προς το καλύτερο. Όταν η Εγκουέν είχε φύγει από την Ταρ Βάλον, όποιος σήκωνε φωνή κατά των Άες Σεντάι θα ήταν τυχερός αν τη γλίτωνε με μια μπουνιά στη μύτη από όποιον τον είχε ακούσει. Ο αξιωματικός, με κατακόκκινο πρόσωπο, αγριοκοίταζε την ουρά που σχημάτιζε το πλήθος.
«Οι φήμες σπανίως είναι αληθινές», του είπε η Βέριν. «Μπορώ να σου πω ότι το Φάλμε είναι ακόμη απόρθητο. Δεν βρίσκεται καν στο Τάραμπον, φρουρέ. Να ακούς λιγότερο τις φήμες και περισσότερο την Έδρα της Άμερλιν. Το Φως να λάμπει πάνω σου».
Η θέα της γέφυρας γέμισε την Εγκουέν με θαυμασμό, όπως συνέβαινε πάντα με τις γέφυρες της Ταρ Βάλον. Τα σκαλιστά τοιχώματα έμοιαζαν τόσο λεπτοδουλεμένοι που θα ανταγωνίζονταν ακόμα και το έργο της καλύτερης κεντήστρας. Δεν θα πίστευε κανείς ότι γινόταν τέτοια δουλειά πάνω σε πέτρα, ή ότι θα άντεχε έστω και το ίδιο της το βάρος. Ο ποταμός κυλούσε, δυνατός και σταθερός, πενήντα βήματα ή περισσότερα πιο κάτω και για οκτακόσια μέτρα η γέφυρα απλωνόταν χωρίς στηρίγματα, από την όχθη ως το νησί.
Ακόμα πιο θαυμαστό, με το δικό του τρόπο, ήταν το συναίσθημα ότι η γέφυρα την πήγαινε στο σπίτι της ― θαυμαστό και τρομερό. Σπίτι μου είναι το Πεδίο του Έμοντ. Μα η Ταρ Βάλον ήταν το μέρος όπου η Εγκουέν θα μάθαινε αυτά που έπρεπε για να επιζήσει, για να διατηρήσει την ελευθερία της. Εκεί, στην Ταρ Βάλον, θα μάθαινε —έπρεπε να μάθει― γιατί την τάραζαν τόσο τα όνειρά της και γιατί μερικές φορές έμοιαζαν να έχουν νοήματα που δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει. Η ζωή της τώρα ήταν δεμένη με την Ταρ Βάλον. Αν επέστρεφε ποτέ στο Πεδίο του Έμοντ —το «αν» ήταν οδυνηρό, αλλά έπρεπε να φανεί ειλικρινής― θα ήταν για επίσκεψη, για να δει τους γονείς της. Η Εγκουέν ήταν ήδη κάτι παραπάνω από κόρη του πανδοχέα. Ούτε αυτά τα δεσμά θα την κρατούσαν πια, όχι επειδή τα μισούσε, αλλά επειδή τα είχε ξεπεράσει.
Η γέφυρα ήταν μονάχα η αρχή. Σχημάτιζε μια αψίδα που έφτανε ίσαμε τα τείχη που έζωναν το νησί, τα ψηλά τείχη από αστραφτερή, άσπρη πέτρα με ασημένιες φλέβες, που οι επάλξεις τους ατένιζαν τη γέφυρα από ψηλά. Κατά διαστήματα στα τείχη παρεμβάλλονταν πυργίσκοι, φτιαγμένοι από τις ίδιες άσπρες πέτρες, με ογκώδεις βάσεις, που τις αγκάλιαζαν τα νερά του ποταμού. Αλλά πάνω από τα τείχη και πιο πέρα υψώνονταν οι πραγματικοί πύργοι της Ταρ Βάλον, οι πύργοι οι παραμυθένιοι, με μυτερά βέλη, ραβδώσεις και σπείρες, που μερικοί ενώνονταν με ψηλές γέφυρες, εκατό βήματα, ή και περισσότερα, ψηλά πάνω από το έδαφος. Και ήταν μονάχα η αρχή.
Δεν είχαν φρουρούς οι επενδυμένες με μπρούτζο θύρες, έστεκαν τόσο πλατιές, που είκοσι ιππείς δίπλα-δίπλα χωρούσαν να περάσουν και άνοιγαν σε έναν από τους τεράστιους δρόμους που διέτρεχαν όλο το νησί. Ίσως η άνοιξη να είχε πεισμώσει, ο αέρας όμως ευωδίαζε άνθη, αρώματα και μπαχαρικά.
Η πόλη έκοψε την ανάσα της Εγκουέν, λες και δεν την είχε ξαναδεί. Σε όλες τις πλατείες και τα σταυροδρόμια υπήρχε ένα σιντριβάνι, ένα μνημείο ή κάποιο άγαλμα, μερικά πάνω σε πελώριους κίονες, ψηλούς όσο οι πύργοι, αλλά αυτό που θάμπωνε το βλέμμα ήταν η πόλη αυτή καθαυτήν. Εκεί, κάτι που ήταν απλό στο σχήμα, μπορεί να είχε τόσα στολίσματα και σχέδια που έμοιαζε να είναι στόλισμα και το ίδιο, ή, άλλες φορές, στερημένο από στολίδια, χρησιμοποιούσε μόνο το σχήμα για να επιδείξει μεγαλείο. Ήταν κτίρια μεγάλα και μικρά, από πέτρες σε όλη την γκάμα των χρωμάτων, όμοια με κοχύλια, με κύματα ή γκρεμούς σμιλεμένους από τον άνεμο, που κυμάτιζαν και θάμπωναν, έχοντας συλληφθεί από τη φύση ή γεννηθεί στα μονοπάτια της ανθρώπινης σκέψης. Οι κατοικίες, τα πανδοχεία, οι στάβλοι ― ακόμα και τα πιο ασήμαντα κτίσματα στην Ταρ Βάλον ήταν φτιαγμένα με απώτερο στόχο την ομορφιά. Οι Ογκιρανοί λιθοξόοι είχαν κατασκευάσει σχεδόν ολόκληρη την πόλη τα ατέλειωτα χρόνια μετά το Τσάκισμα του Κόσμου και ισχυρίζονταν πως ήταν η πιο έξοχη δουλειά τους.
Άντρες και γυναίκες όλων των εθνών συνωθούνταν στους δρόμους. Είχαν δέρμα σκούρο και ανοιχτό, καθώς και όλα τα ενδιάμεσα χρώματα, ενώ τα ρούχα τους άλλα είχαν φωτεινά χρώματα και μοτίβα, άλλα ήταν μουντά μα γεμάτα κρόσσια, πλεξούδες και γυαλιστερά κουμπιά και άλλα ήταν λιτά και αυστηρά· έδειχναν περισσότερη σάρκα απ’ όσο η Εγκουέν θεωρούσε ότι άρμοζε, ή δεν αποκάλυπταν τίποτα, παρεκτός τα μάτια και τις άκρες των δαχτύλων. Καροτσάκια και φορεία ελίσσονταν μέσα από το πλήθος και οι βαστάζοι, που σιγότρεχαν, φώναζαν «κάντε στην άκρη!». Αμαξίδια με σκεπή προχωρούσαν αργά και οι αμαξάδες με τις λιβρέες κραύγαζαν «άντε!» και «όπα!», λες και πίστευαν πως έτσι θα τάχυναν το ρυθμό τους. Πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν φλάουτο, άρπα ή αυλό, μερικές φορές ακομπανιάροντας κάποιον ταχυδακτυλουργό ή ακροβάτη, πάντα με το σκούφο απλωμένο για νομίσματα. Περιπλανώμενοι πωλητές διαλαλούσαν τα καλά τους και οι μαγαζάτορες, που στέκονταν μπροστά από τα καταστήματά τους, διακήρυσσαν την ποιότητα της πραμάτειας τους. Ένα βουητό γέμιζε την πόλη, σαν το τραγούδι ενός ζωντανού πλάσματος.
Η Βέριν είχε σηκώσει την κουκούλα για να κρύψει το πρόσωπό της. Κανένας δεν φαινόταν να δίνει ιδιαίτερη σημασία εδώ στα πλήθη, σκέφτηκε η Εγκουέν. Ακόμα και το φορείο του Ματ, που το έσερνε το άλογο, δεν τραβούσε τα βλέμματα, αν και κάποιοι αποτραβιόνταν μόλις τους έβλεπαν να έρχονται βιαστικά. Οι άνθρωποι μερικές φορές έφερναν τους αρρώστους τους στο Λευκό Πύργο για Θεραπεία και μπορεί αυτό που είχε ο ασθενής να ήταν κολλητικό.
Η Εγκουέν οδήγησε το άλογό της κοντά στη Βέριν και έγειρε να της μιλήσει. «Στ’ αλήθεια περιμένεις ότι θα έχουμε φασαρίες τώρα; Είμαστε στην πόλη. Κοντεύουμε». Τώρα ο Λευκός Πύργος δέσποζε μπροστά τους, ένα μεγάλο κτίριο που άστραφτε πλατύ και ψηλό πάνω από τις στέγες.
«Πάντα περιμένω φασαρίες», αποκρίθηκε ατάραχα η Βέριν, «και το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ. Πολύ περισσότερο στο Λευκό Πύργο. Πρέπει όλες να προσέχετε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά τώρα. Τα... κολπάκια σου» —το στόμα της σφίχτηκε για μια στιγμή, πριν ξαναβρεί τη γαλήνια έκφρασή της― «τρόμαξαν τους Λευκομανδίτες, αλλά μέσα στον Πύργο μπορεί να σε οδηγήσουν στο θάνατο, ή στο σιγάνεμα».
«Δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα στον Πύργο», διαμαρτυρήθηκε η Εγκουέν. «Καμία μας δεν θα το έκανε». Η Νυνάβε και η Ηλαίην είχαν ζυγώσει κοντά τους, αφήνοντας τον Χούριν να προσέχει τα υποζύγια. Οι κοπέλες ένευσαν, η Ηλαίην ζωηρά και η Νυνάβε σαν να είχε επιφυλάξεις, ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε στην Εγκουέν.
«Δεν πρέπει να το ξανακάνεις, παιδί μου. Δεν πρέπει! Ποτέ!» Η Βέριν τις λοξοκοίταξε από το άνοιγμα της κουκούλας της και κούνησε το κεφάλι. «Και, ειλικρινά, ελπίζω να μάθατε τι απερισκεψία είναι να μιλάτε, όταν θα έπρεπε να είστε αμίλητες». Το πρόσωπο της Εγκουέν έγινε κατακόκκινο και τα μάγουλα της Εγκουέν πύρωσαν. «Όταν μπούμε στο χώρο του Πύργου, κλείστε το στόμα και αποδεχτείτε οτιδήποτε κι αν συμβεί. Οτιδήποτε κι αν συμβεί! Δεν ξέρετε τίποτα γι’ αυτά που μας περιμένουν στον Πύργο και ακόμη κι αν ξέρατε, δεν θα γνωρίζατε πώς να αντεπεξέλθετε. Σιωπή, λοιπόν».
«Θα κάνω ό,τι πεις, Βέριν Σεντάι», είπε η Εγκουέν και η Ηλαίην τη μιμήθηκε. Η Νυνάβε φύσηξε τη μύτη της. Η Άες Σεντάι την κάρφωσε με το βλέμμα και εκείνη ένευσε απρόθυμα.
Ο δρόμος έβγαζε σε μια πελώρια πλατεία στο κέντρο της πόλης. Στη μέση της πλατείας στεκόταν ο Λευκός Πύργος, που άστραφτε στον ήλιο και στεκόταν πανύψηλος, μοιάζοντας σχεδόν να αγγίζει τον ουρανό, ξεπηδώντας από ένα παλάτι με θόλους και ντελικάτους, μυτερούς πυργίσκους, καθώς και από άλλα σχήματα, τα οποία κύκλωνε ο περίβολος του Πύργου. Ήταν παράξενο το πόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκονταν στην πλατεία. Η Εγκουέν θύμισε στον εαυτό της, ανήσυχη, ότι κανένας δεν έμπαινε στον Πύργο χωρίς να έχει δουλειά εκεί.
Ο Χούριν οδήγησε μπροστά το άλογο με το φορείο, μόλις μπήκαν στην πλατεία. «Βέριν Σεντάι, τώρα πρέπει να σας αφήσω». Έριξε μια σύντομη ματιά στον Πύργο και κατόρθωσε να μην τον ξανακοιτάξει, παρ’ όλο που ήταν δύσκολο να στρέψεις το βλέμμα οπουδήποτε αλλού. Ο Χούριν καταγόταν από μια χώρα όπου σέβονταν τις Άες Σεντάι ― όμως, άλλο ήταν να τις σέβεσαι και άλλο να σε έχουν περικυκλώσει.
«Μας βοήθησες τα μέγιστα στο ταξίδι μας, Χούριν», του είπε η Βέριν, «ένα πολύ μεγάλο ταξίδι. Έχει μέρος για να αναπαυτείς στον Πύργο, πριν πάρεις πάλι το δρόμο του γυρισμού».
Ο Χούριν κούνησε έντονα το κεφάλι. «Δεν μπορώ να χαραμίσω ούτε μια μέρα, Βέριν Σεντάι. Ούτε μια ώρα. Πρέπει να ξαναγυρίσω στο Σίναρ, για να πω στο Βασιλιά Ήζαρ και στον Άρχοντα Άγκελμαρ την αλήθεια γι’ αυτά που συνέβησαν στο Φάλμε. Πρέπει να τους πω για...» Σταμάτησε απότομα και κοίταξε τριγύρω. Κανείς δεν ήταν κοντά για να κρυφακούσει, αλλά έστω κι έτσι, χαμήλωσε τη φωνή του και είπε μονάχα: «Για τον Ραντ, Ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Πρέπει να υπάρχουν εμπορικά πλοία που ανεβαίνουν το ποτάμι και σκοπεύω να βρεθώ στο επόμενο που θα σηκώσει πανιά».
«Πήγαινε με το Φως, τότε, Χούριν του Σίναρ», είπε η Βέριν.
«Το Φως να λάμπει πάνω σε όλες σας», απάντησε εκείνος πιάνοντας τα γκέμια. Μα δίστασε μια στιγμή και συμπλήρωσε μετά: «Αν με χρειαστείς —όποτε κι αν είναι― στείλε μήνυμα στο Φαλ Ντάρα και θα βρω τρόπο να έρθω». Ξερόβηξε, σαν να ένιωθε αμηχανία, έστριψε το άλογο και έφυγε με τροχασμό, με κατεύθυνση πέρα από τον Πύργο. Δεν άργησε καθόλου να χαθεί από το βλέμμα τους.
Η Νυνάβε κούνησε αγανακτισμένη το κεφάλι. «Αυτοί οι άντρες! Όλο λένε να στείλεις μήνυμα, αν είναι ανάγκη, αλλά όταν είναι να χρειαστείς κάποιον, θα τον χρειαστείς αμέσως».
«Κανένας άντρας δεν μπορεί να μας βοηθήσει εκεί που πάμε τώρα», είπε ξερά η Βέριν. «Μην ξεχνάτε. Σιωπή».
Η Εγκουέν ένιωσε να χάνει κάτι, τώρα που έφευγε ο Χούριν. Με το ζόρι θα μπορούσε να μιλήσει στα άλλα μέλη της ομάδας, με εξαίρεση τον Ματ. Η Βέριν είχε δίκιο. Ήταν απλώς ένας άντρας, τίποτα παραπάνω και θα ήταν ανήμπορος, σαν μωρό, όταν θα ερχόταν η στιγμή να αντιμετωπίσουν αυτό που τις περίμενε στον Πύργο, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Αλλά η αναχώρησή του σήμαινε ότι η ομάδα τους είχε λιγοστέψει κατά έναν και η Εγκουέν δεν έβγαζε από το νου της τη σκέψη ότι ήταν χρήσιμο να έχεις κοντά έναν άντρα με σπαθί. Πέραν αυτού, ο Χούριν αποτελούσε ένα σύνδεσμο με τον Ραντ και τον Πέριν. Τώρα έχω να ασχοληθώ με τα δικά μου προβλήματα. Ο Ραντ και ο Πέριν θα έπρεπε να αρκεστούν στη Μουαραίν, που θα τους πρόσεχε. Κι εκείνη η Μιν σίγουρα θα προσέχει τον Ραντ, σκέφτηκε με μια αναλαμπή ζήλιας, την οποία προσπάθησε να αποδιώξει. Σχεδόν τα κατάφερε.
Αναστέναξε και πήρε τα ηνία του αλόγου που έσερνε το φορείο. Ο Ματ ήταν κουκουλωμένος ως το πηγούνι· η αναπνοή του ηχούσε σαν βραχνό τρίξιμο. Σύντομα θα Θεραπευτείς, τώρα που φτάσαμε. Και θα βρούμε τι περιμένει εμάς. Ευχήθηκε να σταματούσε πια η Βέριν να τις τρομάζει. Ευχήθηκε να μη σκεφτόταν μέσα της ότι η Βέριν βάσιμα τις τρόμαζε.
Η Βέριν τις οδήγησε γύρω από τον Πύργο, σε μια μικρή, πλαϊνή πύλη, που ήταν ανοιχτή και είχε δυο φρουρούς. Η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε, έριξε πίσω την κουκούλα και έσκυψε από τη σέλα για να μιλήσει χαμηλόφωνα στον έναν. Εκείνος ξαφνιάστηκε και έριξε ένα έκπληκτο βλέμμα στην Εγκουέν και τους άλλους. Είπε γοργά «όπως προστάζεις, Άες Σεντάι» και μπήκε τρεχάλα στον περίβολο του παλατιού. Η Βέριν ήδη, στο μεταξύ, περνούσε την πύλη, πριν αυτός τελειώσει τη φράση του. Η Άες Σεντάι προχωρούσε σαν να μην υπήρχε καμία βιασύνη.
Η Εγκουέν ακολούθησε με το φορείο, ανταλλάσσοντας ματιές με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, ενώ αναρωτιόταν τι να είχε πει η Βέριν στο φρουρό.
Λίγο πιο μέσα από την πύλη υπήρχε ένα φυλάκιο από γκρίζες πέτρες, με σχήμα εξάκτινου αστεριού γερμένου στο πλάι. Μια μικρή παρέα φρουρών στέκονταν νωθρά στην είσοδο· έκοψαν τη συζήτηση και υποκλίθηκαν καθώς η Βέριν περνούσε.
Αυτό το τμήμα του Πύργου θα μπορούσε να ήταν το πάρκο κάποιου άρχοντα, όλο δέντρα, περιποιημένους θάμνους και πλατιά, χαλικόστρωτα μονοπάτια. Ανάμεσα στα δέντρα φαίνονταν κι άλλα κτίρια, αλλά ο Πύργος δέσποζε πάνω απ’ όλα.
Το μονοπάτι τις οδήγησε στην αυλή ενός στάβλου ανάμεσα στα δέντρα, όπου σταβλίτες με δερμάτινα γιλέκα ήρθαν τρέχοντας να πάρουν τα άλογά τους. Με τις οδηγίες της Άες Σεντάι, κάποιοι από τους σταβλίτες έλυσαν το φορείο και το κατέβασαν με προσοχή στο πλάι. Καθώς οδηγούσαν τα άλογα στο στάβλο, η Βέριν πήρε το δερμάτινο σακούλι από τα πόδια του Ματ και το έχωσε αδιάφορα κάτω από το μπράτσο της.
Η Νυνάβε, που έτριβε την πλάτη της με τις αρθρώσεις των δαχτύλων της, σταμάτησε και κοίταξε την Άες Σεντάι σμίγοντας τα φρύδια. «Είπες ότι έχει λίγες μόνο ώρες. Δεν θα κάνεις —»
Η Βέριν ύψωσε το χέρι, αλλά η Εγκουέν δεν κατάλαβε αν η Νυνάβε έπαψε να μιλά γι’ αυτό το λόγο, ή επειδή είχε ακουστεί τρίξιμο βημάτων πάνω στα χαλίκια.
Μέσα σε μια στιγμή, εμφανίστηκε η Σέριαμ Σεντάι ακολουθούμενη από τρεις Αποδεχθείσες, που τα λευκά φορέματά τους είχαν στον ποδόγυρο τα χρώματα και των επτά Άτζα, από το Γαλάζιο ως το Κόκκινο, όπως, επίσης, και από δύο ψηλούς και γεροδεμένους άντρες με κακοραμμένα σακάκια, σαν αυτά που φορούσαν οι απλοί εργάτες. Η Κυρά των Μαθητευομένων ήταν μια παχουλή γυναίκα με ψηλά ζυγωματικά, κάτι που ήταν συνηθισμένο στη Σαλδαία. Τα μαλλιά της, που ήταν κόκκινα σαν πυρκαγιά και τα λοξά, πράσινα μάτια της τόνιζαν με έναν εντυπωσιακό τρόπο τα ευγενικά χαρακτηριστικά των Άες Σεντάι. Κοίταξε γαλήνια την Εγκουέν και τις άλλες, αλλά το στόμα της ήταν σφιγμένο.
«Έφερες πίσω, λοιπόν, τις τρεις δραπέτισσές μας, Βέριν. Με όσα έχουν συμβεί, σχεδόν εύχομαι να μην το είχες κάνει».
«Εμείς δεν...» άρχισε να λέει η Εγκουέν, αλλά η Βέριν τη σταμάτησε με ένα κοφτό «ΣΙΩΠΗ!» Η Βέριν την κοίταξε —κοίταξε και τις τρεις― με ένα πολύ έντονο βλέμμα, σαν να ήθελε με αυτό τον τρόπο να τις κάνει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό.
Η Εγκουέν ήταν βέβαια πως η ίδια αυτό θα έκανε. Δεν είχε δει άλλοτε τη Βέριν θυμωμένη. Η Νυνάβε σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της, αλλά δεν είπε τίποτα. Οι τρεις Αποδεχθείσες πίσω από τη Σέριαμ παρέμειναν σιωπηλές, φυσικά, αλλά της Εγκουέν της φάνηκε πως τα αυτιά τους είχαν πλατύνει για να ακούσουν καλύτερα.
Όταν η Βέριν βεβαιώθηκε πως η Εγκουέν και οι άλλες θα έμεναν ήσυχες, στράφηκε πάλι προς τη Σέριαμ. «Το αγόρι πρέπει να μεταφερθεί κάπου που να είναι μακριά από όλους. Είναι άρρωστος, σε επικίνδυνο βαθμό. Επικίνδυνος για τους άλλους, όπως και για τον ίδιο».
«Μου είπαν ότι έχεις ένα φορείο που πρέπει να μεταφερθεί». Η Σέριαμ έδειξε το φορείο στους δύο άντρες, είπε χαμηλόφωνα μια λέξη στον έναν και χωρίς πολλά-πολλά πήραν τον Ματ αλλού.
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να πει ότι ο Ματ είχε ανάγκη να τον βοηθήσουν τώρα αμέσως, αλλά το ξανάκλεισε έπειτα από ένα γοργό και οργισμένο βλέμμα της Βέριν. Η Νυνάβε τραβούσε την πλεξούδα της τόσο δυνατά που κόντευε να την ξεριζώσει.
«Φαντάζομαι ότι τώρα, πια, ολόκληρος ο Πύργος ξέρει ότι επιστρέψαμε» είπε η Βέριν.
«Όσοι δεν το ξέρουν», της είπε η Σέριαμ, «δεν θα αργήσουν να το μάθουν. Το κύριο θέμα των συζητήσεων και των κουτσομπολιών είναι ποιοι έρχονται και ποιοι φεύγουν. Ακόμα και πριν από το Φάλμε, καθώς και πολύ πριν από τον πόλεμο στην Καιρχίν. Πίστευες ότι θα το κρατούσες μυστικό;»
Η Βέριν έπιασε το δερμάτινο σακούλι και με τα δύο χέρια. «Πρέπει να δω την Άμερλιν. Ευθύς αμέσως».
«Και τι θα γίνει με αυτές τις τρεις;»
Η Βέριν κοίταξε συλλογισμένα την Εγκουέν και τις φίλες της, σμίγοντας τα φρύδια. «Πρέπει να τις φυλάξουμε καλά, μέχρι να θελήσει η Άμερλιν να τις δει. Αν το θελήσει. Να τις φυλάξουμε καλά, κατάλαβες; Νομίζω ότι τα δωμάτιά τους θα είναι κατάλληλα γι’ αυτό το σκοπό. Δεν χρειάζονται κελιά. Ούτε λέξη σε κανέναν».
Η Βέριν ακόμα μιλούσε στη Σέριαμ, αλλά η Εγκουέν κατάλαβε ότι η τελευταία φράση ήταν μια υπενθύμιση για την ίδια και τις άλλες. Η Νυνάβε είχε χαμηλώσει τα φρύδια και τίναζε την πλεξούδα της, σαν να ήθελε να χτυπήσει κάτι με αυτήν. Τα γαλανά μάτια της Ηλαίην ήταν διάπλατα ανοιχτά και το πρόσωπό της ήταν ακόμα πιο χλωμό απ’ ό,τι συνήθως. Η Εγκουέν δεν ήξερε ποια συναισθήματα συμμεριζόταν, το θυμό, το φόβο ή την ανησυχία. Λίγο κι από τα τρία, σκέφτηκε.
Ρίχνοντας μια τελική, εξεταστική ματιά στις τρεις συνταξιδιώτισσές της, η Βέριν έφυγε βιαστικά, σφίγγοντας το σακίδιο στον κόρφο της, ενώ ο μανδύας ανέμιζε πίσω της. Η Σέριαμ στήριξε τα χέρια στους γοφούς της και περιεργάστηκε την Εγκουέν και τις άλλες δύο. Για μια στιγμή, η Εγκουέν ένιωσε την ένταση να υποχωρεί. Η Κυρά των Μαθητευομένων πάντα συγκρατούσε τα νεύρα της και είχε μια πονετική αίσθηση του χιούμορ, ακόμα κι όταν σε φόρτωνε παραπανίσιες αγγαρείες επειδή είχες καταπατήσει κάποιον κανόνα.
Αλλά η φωνή της Σέριαμ ήταν βαριά όταν μίλησε. «Ούτε λέξη, είπε η Βέριν Σεντάι και δεν πρόκειται να πείτε ούτε λέξη. Αν μιλήσει κάποια από εσάς, εκτός, φυσικά, για να απαντήσετε σε Άες Σεντάι, θα το μετανιώσει ― θα εύχεστε να σας είχα δείρει με τη βίτσα και να σας είχα βάλει να σφουγγαρίζετε πατώματα για ώρες. Έγινα κατανοητή;»
«Μάλιστα, Άες Σεντάι», είπε η Εγκουέν και άκουσε τις άλλες δύο να λένε το ίδιο, παρ’ όλο που η Νυνάβε ξεστόμισε τις λέξεις με ένα προκλητικό ύφος.
Η Σέριαμ έβγαλε έναν αηδιασμένο ήχο από το λαιμό της, σχεδόν σαν γρύλισμα. «Τώρα έρχονται λιγότερα κορίτσια απ’ ό,τι άλλοτε για να εκπαιδευτούν στον Πύργο, μα συνεχίζουν να έρχονται. Τα πιο πολλά φεύγουν χωρίς να έχουν μάθει να αισθάνονται την Αληθινή Πηγή και πολύ λιγότερο να την αγγίζουν. Μερικά, φεύγοντας, έχουν μάθει αρκετά ώστε να μη βλάψουν τον εαυτό τους. Μια χούφτα μόνο μπορεί να ελπίζουν ότι θα φτάσουν να γίνουν Αποδεχθείσες και πολύ λιγότερα ότι θα φορέσουν το επώμιο. Είναι μια σκληρή ζωή, είναι σκληρή η μάθηση, όμως όλες οι μαθητευόμενες βάζουν τα δυνατά τους για να κρατηθούν, για να αποκτήσουν το δαχτυλίδι και το επώμιο. Ακόμα κι όταν ο φόβος τις κάνει να κλαίνε κάθε βράδυ μόνες, μέχρι να αποκοιμηθούν, παλεύουν για να συνεχίσουν. Κι εσείς οι τρεις, που έχετε περισσότερες ικανότητες έμφυτες μέσα σας απ’ όσες έλπιζα να δω στη ζωή μου, αφήσατε τον Πύργο δίχως άδεια, το σκάσατε ουσιαστικά ανεκπαίδευτες. Και τώρα γυρνάτε πίσω σαν να μην έγινε τίποτα, λες και μπορείτε να ξαναρχίσετε την εκπαίδευση αύριο το πρωί». Άφησε την ανάσα της να βγει αργά, σαν να ήταν έτοιμη να εκραγεί. «Φαολάιν!»
Οι τρεις Αποδεχθείσες τινάχτηκαν σαν να τις είχαν συλλάβει να κρυφακούν και η μια τους, μια με μαύρα, κατσαρά μαλλιά, προχώρησε μπροστά. Ήταν νεαρές γυναίκες, αλλά μεγαλύτερες από τη Νυνάβε. Η ταχεία Αποδοχή της Νυνάβε ήταν άκρως ασυνήθιστη. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, περνούσαν χρόνια ως μαθητευόμενες για να κερδίσουν το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού που φορούσαν και χρειάζονταν χρόνια ακόμα για να ανέλθουν στο επίπεδο μιας κανονικής Άες Σεντάι.
«Πάρτε τες στα δωμάτιά τους», διέταξε η Σέριαμ, «και κρατήστε τες εκεί. Μπορούν να έχουν ψωμί, κρύο ζωμό και νερό, μέχρι να πει κάτι άλλο η Έδρα της Αμερλιν. Κι αν κάποια πει έστω και μία λέξη, μπορείτε να την πάρετε στα μαγειρεία και να τη βάλετε να πλένει τις κατσαρόλες». Γύρισε επιτόπου και απομακρύνθηκε, ενώ ακόμα και η πλάτη της έδειχνε θυμό.
Η Φαολάιν κοίταξε την Εγκουέν και τις άλλες σχεδόν με ελπίδα, ειδικά τη Νυνάβε, που είχε μια άγρια έκφραση, σαν να φορούσε μάσκα. Το στρογγυλό πρόσωπο της Φαολάιν δεν φανέρωνε την παραμικρή αγάπη για εκείνες που καταπατούσαν τους κανόνες τόσο επιδεικτικά και πολύ λιγότερο για κάποια σαν τη Νυνάβε, μια αδέσποτη, που είχε κερδίσει το δαχτυλίδι της δίχως καν να γίνει μαθητευόμενη, που είχε διαβιβάσει πριν καν έρθει στην Ταρ Βάλον. Όταν έγινε φανερό ότι η Νυνάβε θα συγκρατούσε το θυμό της, η Φαολάιν σήκωσε τους ώμους. «Όταν παρουσιαστείς μπροστά στην Άμερλιν, μάλλον θα σε στείλει για σιγάνεμα».
«Σταμάτα, Φαολάιν», είπε μια άλλη Αποδεχθείσα. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις, είχε λεπτό, όμορφο λαιμό, σκούρα επιδερμίδα και κινήσεις όλο χάρη. «Θα σε πάρω εγώ», είπε στη Νυνάβε. «Με λένε Τέοντριν και είμαι κι εγώ αδέσποτη. Θα φροντίσω να υπακούσεις στις διαταγές της Σέριαμ Σεντάι, αλλά δεν θα σε τσιγκλήσω. Έλα».
Η Νυνάβε έριξε μια ανήσυχη ματιά στην Εγκουέν και την Ηλαίην και μετά αναστέναξε και άφησε την Τέοντριν να την πάρει.
«Αδέσποτες», μουρμούρισε η Φαολάιν. Ο τρόπος που αυτή η λέξη έβγαινε από τα χείλη της έμοιαζε με βλαστήμια. Γύρισε το βλέμμα στην Εγκουέν.
Η τρίτη Αποδεχθείσα, μια όμορφη νεαρή με ροδοκόκκινα μάγουλα, πήρε θέση δίπλα στην Ηλαίην. Οι γωνιές του στόματός της ήταν γυρισμένες ελαφρώς προς τα πάνω, σαν να ήθελε να χαμογελάσει, αλλά η αυστηρή ματιά που έριξε στην Ηλαίην έλεγε ότι δεν θα ανεχόταν καμία ανοησία τώρα.
Η Εγκουέν ανταπέδωσε το επίμονο βλέμμα της Φαολάιν όσο πιο γαλήνια μπορούσε και επίσης, όπως έλπιζε, με λίγη από την υπεροπτική, σιωπηλή περιφρόνηση που επεδείκνυε η Ηλαίην. Κόκκινο Άτζα, σκέφτηκε. Αυτή εδώ οπωσδήποτε θα διαλέξει το Κόκκινο. Μα ήταν δύσκολο να βγάλει από τις σκέψεις της τα δικά της προβλήματα. Φως μου, τι θα μας κάνουν, άραγε; Εννοούσε τις Άες Σεντάι, τον Πύργο, όχι αυτές τις γυναίκες.
«Έλα, λοιπόν», είπε απότομα η Φαολάιν. «Λες και δεν μου φτάνει που θα στέκομαι σκοπός έξω από την πόρτα σου, πρέπει να φάω όλη τη μέρα μου εδώ; Έλα μαζί μου».
Η Εγκουέν πήρε μια βαθιά ανάσα, έσφιξε το χέρι της Ηλαίην και ακολούθησε. Φως μου, μακάρι να πήγαν να Θεραπεύσουν τον Ματ.