13 Τιμωρίες

Ξαπλωμένη στο στενό κρεβάτι της, η Εγκουέν κοίταζε μουτρωμένη τις τρεμουλιαστές σκιές που έριχνε στο ταβάνι το μοναχικό φανάρι της. Ευχόταν να μπορούσε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο δράσης, ή να μπορούσε να σκεφτεί τι, άραγε, την περίμενε από δω και πέρα. Δεν της ερχόταν τίποτα. Οι σκιές είχαν περισσότερη τάξη από τις σκέψεις της. Μετά βίας μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να νιώσει ανησυχία για τον Ματ, αλλά η ντροπή που ένιωθε γι’ αυτό ήταν πολύ μικρή, τη σύντριβαν οι τοίχοι γύρω της.

Ήταν ένα λιτό δωμάτιο, δίχως παράθυρο, όπως ήταν όλα στα καταλύματα των μαθητευομένων, μικρό, τετράγωνο, βαμμένο άσπρο, με χοντρά καρφιά στον ένα τοίχο για να κρεμά τα υπάρχοντα της, με το κρεβάτι κολλητά στον άλλο και ένα μικρό ράφι στον τρίτο, όπου σε αλλοτινές μέρες έβαζε μερικά βιβλία, τα οποία είχε δανειστεί από τη βιβλιοθήκη του Πύργου. Μια λεκάνη για πλύσιμο σε ένα τραπεζάκι και ένα σκαμνί με τρία πόδια συμπλήρωναν την επίπλωση. Τα σανίδια του πατώματος ήταν σχεδόν άσπρα από το τρίψιμο. Έκανε αυτή την αγγαρεία, πεσμένη στα χέρια και τα πόδια, κάθε μέρα που είχε ζήσει εκεί, παρά τις άλλες δουλειές και τα μαθήματά της. Οι μαθητευόμενες ζούσαν απλά κι αυτό ίσχυε είτε ήσουν κόρη πανδοχέα, είτε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ.

Η Εγκουέν φορούσε πάλι το απλό, λευκό φόρεμα της μαθητευόμενης

-το ίδιο χρώμα είχαν ακόμα η ζώνη και ο μικρός της σάκος― αλλά δεν χαιρόταν καθόλου που είχε ξεφορτωθεί το μισητό εκείνο γκρίζο. Το δωμάτιό της παραήταν όμοιο τώρα με κελί φυλακής. Τι θα γίνει αν έχουν σκοπό να με κρατήσουν εδώ; Σε αυτό το δωμάτιο; Σαν κελί είναι. Σαν κολάρο και...

Έριξε μια ματιά στην πόρτα —ήξερε ότι η μελαψή Αποδεχθείσα θα στεκόταν ακόμα σκοπός από την άλλη πλευρά― και έγειρε πάνω στο λευκό, γυψωμένο τοίχο. Λίγο πάνω από το στρώμα υπήρχε μια τρυπούλα, σχεδόν αόρατη αν δεν ήξερες πού να κοιτάξεις, που την είχαν ανοίξει μαθητευόμενες για να φτάνει ως το διπλανό δωμάτιο, πριν από πάρα πολύ καιρό. Η Εγκουέν μίλησε ψιθυριστά.

«Ηλαίην;» Δεν ακούστηκε καμία απάντηση. «Ηλαίην; Κοιμάσαι;»

«Πώς να κοιμηθώ;» ήταν η απάντηση της Ηλαίην, ένα βραχνό ψιθύρισμα μέσα από την τρύπα. «Πίστευα ότι θα είχαμε μπελάδες, αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Εγκουέν, τι θα μας κάνουν;»

Η Εγκουέν δεν είχε απάντηση να δώσει και αυτά που υπέθετε δεν ήταν από εκείνα για τα οποία θα ήθελε να μιλήσει. Δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται. «Νόμιζα ότι θα ήμασταν ηρωίδες, Ηλαίην. Φέραμε πίσω σώο και ασφαλές το Κέρας του Βαλίρ. Ανακαλύψαμε ότι η Λίαντριν ανήκε στο Μαύρο Άτζα». Η φωνή της κόμπιασε λέγοντάς το. Οι Άες Σεντάι πάντα αρνούνταν την ύπαρξη του Μαύρου Άτζα, ενός Άτζα που υπηρετούσε τον Σκοτεινό και οργίζονταν όταν υπαινισσόταν κανείς πως ήταν υπαρκτό. Μα εμείς ξέρουμε ότι υπάρχει, «Θα έπρεπε να ήμασταν ηρωίδες, Ηλαίην».

«“Με τα θα και με τα αν, γέφυρα δεν χτίζεις”», είπε η Ηλαίην. «Φως μου, πόσο το σιχαινόμουν αυτό όταν μου το έλεγε η μητέρα μου, αλλά είναι αλήθεια. Η Βέριν είπε ότι για το Κέρας, ή για τη Λίαντριν, δεν πρέπει να μιλήσουμε σε κανέναν, εκτός από αυτήν ή την Έδρα της Άμερλιν. Κάτι μου λέει ότι όλα αυτά δεν θα έχουν την κατάληξη που περιμέναμε. Δεν είναι σωστό. Περάσαμε τόσα πολλά· πέρασες τόσα πολλά. Δεν είναι σωστό».

«Η Βέριν λέει. Η Μουαραίν λέει. Ξέρω γιατί ο κόσμος θεωρεί ότι οι Άες Σεντάι είναι σαν να κινούν τα νήματα σε μαριονέτες. Σαν να νιώθω τους σπάγκους στα χέρια και τα πόδια μου να με ελέγχουν. Ό,τι κι αν κάνουν, θα το κάνουν γι’ αυτό που θα αποφασίσουν οι ίδιες ότι είναι καλό για το Λευκό Πύργο, όχι επειδή θα είναι καλό ή σωστό για εμάς».

«Αλλά ακόμα κι έτσι, θέλεις να γίνεις Άες Σεντάι. Δεν θέλεις;»

Η Εγκουέν δίστασε, αλλά δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία για την απάντηση της. «Ναι», είπε. «Ακόμα το θέλω. Είναι ο μόνος τρόπος για να είμαστε ποτέ ασφαλείς. Αλλά ένα πράγμα έχω να σου πω. Δεν θα τις αφήσω να με σιγανέψουν». Τούτη ήταν μια καινούρια σκέψη, την οποία ξεστόμισε μόλις της ήρθε στο νου, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ήθελε να την πάρει πίσω. Να μην αγγίζω πια την Αληθινή Πηγή; Την ένιωθε εκεί, ακόμα και τώρα, τη λάμψη λίγο πάνω από τον ώμο της» τη λάμψη λίγο πιο μακριά από κει που μπορούσε να δει. Αντιστάθηκε στη λαχτάρα να ανοιχτεί σε αυτή. Να μη με γεμίζει πια η Μία Δύναμη, κάνοντάς με να νιώθω πιο ζωντανή από ποτέ; Όχι! «Δεν θα παραδοθώ χωρίς να παλέψω».

Μακριά σιωπή επικράτησε στην άλλη πλευρά του τοίχου. «Πώς θα μπορούσες να το σταματήσεις; Ίσως να είσαι δυνατή όσο οποιαδήποτε απ’ αυτές, αλλά καμία από εμάς δεν ξέρει αρκετά για να εμποδίσει έστω και μία Άες Σεντάι να μας αποκόψει από την Πηγή ― και είναι δεκάδες αδελφές εδώ πέρα».

Η Εγκουέν το σκέφτηκε. Στο τέλος, είπε: «Θα μπορούσα να το σκάσω. Αυτή τη φορά, να το σκάσω στ’ αλήθεια».

«θα μας κυνηγήσουν, Εγκουέν. Είμαι βέβαιη γι’ αυτό. Από τη στιγμή που θα δείξεις έστω και το παραμικρό σημάδι της ικανότητας, δεν σε αφήνουν να φύγεις πριν μάθεις αρκετά για να μη σκοτωθείς. Ή να μην πεθάνεις απ’ αυτό».

«Δεν είμαι πια μια απλή χωριατοπούλα. Είδα ένα μέρος του κόσμου. Μπορώ να ξεφύγω από τα χέρια των Άες Σεντάι, αν χρειαστεί». Προσπαθούσε να πείσει και τον εαυτό της, όχι μόνο την Ηλαίην. Αλλά, αν δεν γνωρίζω ακόμα αρκετά; Αν δεν ξέρω αρκετά για τον κόσμο, για τη Δύναμη; Αν και μόνο η διαβίβαση μπορεί να με σκοτώσει; Δεν ήθελε να το σκέφτεται αυτό. Έχω τόσα πολλά να μάθω ακόμα. Δεν θα τις αφήσω να με σταματήσουν.

«Η μητέρα μου ίσως να μας προστάτευε», είπε η Ηλαίην, «αν είναι αλήθεια αυτό που είπε ο Λευκομανδίτης. Δεν μου πέρασε ποτέ από το νου ότι θα ευχόμουν να ήταν αλήθεια κάτι τέτοιο. Αλλά, αν δεν είναι, η μητέρα μου δεν αποκλείεται να μας ξαναστείλει πίσω αλυσοδεμένες. Θα με μάθεις πώς να ζω σε χωριό;»

Η Εγκουέν κοίταξε τον τοίχο, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Θα έρθεις μαζί μου; Αν καταλήξουμε σ’ αυτή τη λύση, εννοώ;»

Άλλη μια μεγάλη παύση ακολούθησε και μετά ένας αχνός ψίθυρος. «Δεν θέλω να με σιγανέψουν, Εγκουέν. Δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν πρόκειται!»

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα, χτυπώντας τον τοίχο με πάταγο και η Εγκουέν ανακάθισε τρομαγμένη. Άκουσε το βρόντο μιας πόρτας από την άλλη πλευρά του τοίχου. Η Φαολάιν μπήκε στο δωμάτιο της Εγκουέν και χαμογέλασε όταν το βλέμμα της βρήκε την τρυπούλα. Παρόμοιες τρύπες ένωναν τα περισσότερα δωμάτια των μαθητευομένων όποια γυναίκα ήταν μαθητευόμενη, τις ήξερε.

«Ψιθυρίζεις στη φίλη σου, ε;» είπε με αναπάντεχη συμπάθεια στη φωνή της η κατσαρομάλλα Αποδεχθείσα. «Είναι φυσικό να νιώθεις μοναξιά όταν περιμένεις μόνη. Ήταν ευχάριστη η κουβεντούλα σας;»

Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα κι ύστερα το ξανάκλεισε βιαστικά. Η Σέριαμ είχε πει ότι μπορούσε να απαντήσει μόνο σε Άες Σεντάι. Σε κανέναν άλλο. Κοίταξε την Αποδεχθείσα με μια ήρεμη έκφραση και περίμενε.

Η ψεύτικη συμπόνια γλίστρησε από το πρόσωπο της Φαολάιν, σαν νερό που πέφτει από στέγη. «Όρθια. Η Άμερλιν δεν πρέπει να περιμένει κάποιες σαν και του λόγου σου. Είσαι τυχερή που δεν σε πέτυχα να μιλάς. Κουνήσου!»

Οι μαθητευόμενες, κανονικά, έπρεπε να υπακούν τις Αποδεχθείσες με την ίδια προθυμία που θα υπάκουγαν και τις Άες Σεντάι, αλλά η Εγκουέν σηκώθηκε αργά και καθυστέρησε, όσο τολμούσε, για να ισιώσει το φόρεμά της. Έκανε μια μικρή υπόκλιση προς τη Φαολάιν και της έστειλε ένα μικρό χαμόγελο. Η βλοσυρή έκφραση που εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Αποδεχθείσας έκανε το χαμόγελο της Εγκουέν να πλατύνει, πριν θυμηθεί να το κρύψει· δεν υπήρχε λόγος να ωθήσει τη Φαολάιν στα άκρα. Με το κορμί στητό, υποκρινόμενη ότι τα πόδια της δεν έτρεμαν, βγήκε από ίο δωμάτιο, μπροστά από την Αποδεχθείσα.

Η Ηλαίην ήδη περίμενε έξω μαζί με την Αποδεχθείσα με τα ροδοκόκκινα μάγουλα και έδειχνε αποφασισμένη να φανεί γενναία. Κατά κάποιον τρόπο, κατόρθωνε να δίνει την εντύπωση ότι η Αποδεχθείσα ήταν μια υπηρέτρια που της μετέφερε τα γάντια. Η Εγκουέν ευχήθηκε να μπορούσε και η ίδια να κάνει κάτι τέτοιο, έστω και εν μέρει.

Τα καταλύματα των μαθητευομένων κατέληγαν σε κυκλικούς εξώστες, με κιγκλιδώματα γύρω-γύρω που σχημάτιζαν μια κούφια κολώνα και υπήρχαν κι άλλοι όροφοι, τόσο από πάνω όσο και από κάτω τους, ως την Αυλή των Μαθητευομένων. Το βλέμμα δεν αντάμωνε άλλες γυναίκες. Όμως, ακόμα κι αν βρίσκονταν εδώ όλες οι μαθητευόμενες του Πύργου, δεν θα ήταν γεμάτο ούτε το ένα τέταρτο των δωματίων. Οι τέσσερίς τους περπάτησαν στους άδειους εξώστες και κατέβηκαν τις σπειροειδείς ράμπες σιωπηλές· καμία δεν άντεχε να ακούσει τον ήχο κάποιας φωνής, που απλώς θα τόνιζε το κενό.

Η Εγκουέν δεν είχε ξαναβρεθεί στο τμήμα του Πύργου όπου ήταν τα καταλύματα της Άμερλιν. Οι διάδρομοι εκεί ήταν τόσο πλατιοί που άνετα χωρούσε να περάσει άμαξα, ενώ το ύψος τους ήταν μεγαλύτερο από το πλάτος τους. Πολύχρωμα υφαντά κρέμονταν στους τοίχους, υφαντά σε μια ποικιλία θεματολογιών, με λουλούδια και σκηνές δάσους, ηρωικούς άθλους και πολύπλοκα μοτίβα, μερικά τόσο αρχαία που έμοιαζαν έτοιμα να θρυμματιστούν, αν τα άγγιζε κανείς. Τα παπούτσια τους έκαναν δυνατούς, ξερούς ήχους στα ρομβοειδή πλακάκια του δαπέδου, που επαναλάμβαναν τα χρώματα των επτά Άτζα.

Ελάχιστες άλλες γυναίκες φαίνονταν ― πού και πού, κάποια Άες Σεντάι που περνούσε μεγαλοπρεπώς, δίχως χρόνο για να προσέξει Αποδεχθείσες ή μαθητευόμενες· πέντε-έξι Αποδεχθείσες που έτρεχαν με περισπούδαστο ύφος στις δουλειές ή τα μαθήματα τους· κάτι λίγες υπηρέτριες, με δίσκους, σφουγγαρίστρες ή με μια αγκαλιά σεντόνια ή πετσέτες· μερικές μαθητευόμενες που έτρεχαν για τις αγγαρείες τους ακόμα πιο βιαστικά απ’ όσο οι υπηρέτριες.

Τις βρήκαν η Νυνάβε και η συνοδός της με το λιγνό λαιμό, η Τέοντριν. Καμία δεν μίλησε. Η Νυνάβε φορούσε φόρεμα Αποδεχθείσας τώρα, λευκό, με τις επτά χρωματιστές λωρίδες στον ποδόγυρο, αλλά η ζώνη και ο μικρός σάκος ήταν τα δικά της. Χαμογέλασε καθησυχαστικά στην Εγκουέν και την Ηλαίην και τις αγκάλιασε —η Εγκουέν ένιωσε τόση ανακούφιση βλέποντας άλλο ένα φιλικό πρόσωπο, που ανταπέδωσε την αγκαλιά δίχως να σκεφτεί ότι η Νυνάβε φερόταν σαν να παρηγορούσε παιδιά― αλλά, όπως συνέχισαν το δρόμο τους, η Νυνάβε πού και πού τραβούσε απότομα την πυκνή πλεξούδα της.

Ελάχιστοι άντρες πήγαιναν σε εκείνο το τμήμα του Πύργου και η Εγκουέν είδε μόνο δυο: Προμάχους, που περπατούσαν μαζί και συζητούσαν, ο ένας έχοντας το σπαθί του στο γοφό, ο άλλος στη ράχη. Ο ένας ήταν κοντός και λιγνός, κοντοπίθαρος θα έλεγε κανείς, ο άλλος φαρδύς σχεδόν όσο ήταν και ψηλός, μα και οι δυο κινούνταν με απειλητική σβελτάδα. Οι μανδύες Προμάχου, που άλλαζαν χρώματα, σε ζάλιζαν αν τους κοίταζες ώρα πολλή και κομμάτια τους έμοιαζαν να γίνονται ένα με τους τοίχους πίσω τους. Η Εγκουέν είδε τη Νυνάβε να τους κοιτάζει και κούνησε το κεφάλι της. Κάτι πρέπει να κάνει με τον Λαν. Αν μετά τη σημερινή μέρα μας έχει απομείνει οποιαδήποτε επιλογή.

Ο προθάλαμος του μελετητηρίου της Έδρας της Άμερλιν είχε μια μεγαλοπρέπεια που θα άρμοζε σε παλάτι, αν και οι καρέκλες, που ήταν απλωμένες ολόγυρα για όσους τυχόν περίμεναν, ήταν αρκετά απλές, αλλά η Εγκουέν είχε μάτια μόνο για τη Ληάνε Σεντάι. Η Τηρήτρια φορούσε το στενό επιτραχήλιο του αξιώματός της, γαλάζιο, για να δείχνει ότι είχε μεγαλώσει στο Γαλάζιο Άτζα και το πρόσωπό της έμοιαζε σμιλεμένο σε λεία, καφετιά πέτρα. Δεν υπήρχε άλλος κανείς εκεί.

«Προκάλεσαν κάποιο πρόβλημα;» Ο κοφτός τρόπος που μιλούσε η Τηρήτρια δεν φανέρωνε ούτε θυμό ούτε συμπάθεια.

«Όχι, Άες Σεντάι», είπαν ταυτοχρόνως η Τέοντριν και η Αποδεχθείσα με τα κόκκινα μάγουλα.

«Αυτήν εδώ την τράβηξα από το αυτί για να έρθει, Άες Σεντάι», είπε η Φαολάιν, δείχνοντας την Εγκουέν. Η Αποδεχθείσα φαινόταν αγανακτισμένη. «Τσινάει σαν να έχει ξεχάσει την πειθαρχία του Λευκού Πύργου».

«Για να οδηγείς», είπε η Ληάνε, «δεν πρέπει ούτε να τραβάς, ούτε να σπρώχνεις. Πήγαινε στη Μάρις Σεντάι, Φαολάιν, και ζήτησέ της να σου επιτρέψει να το στοχαστείς αυτό, όσο θα καθαρίζεις με την τσουγκράνα τα μονοπάτια του Εαρινού Κήπου». Έκανε νόημα στη Φαολάιν και στις άλλες δύο Λποδεχθείσες να αποσυρθούν κι εκείνες έκαναν βαθιά υπόκλιση. Από εκεί χαμηλά που ήταν, η Φαολάιν έριξε μια οργίλη ματιά στην Εγκουέν.

Η Τηρήτρια δεν έδωσε σημασία στις Αποδεχθείσες που έφευγαν. Αντίθετα, περιεργάστηκε τις γυναίκες που είχαν παραμείνει, χτυπώντας απαλά με το δάχτυλο τα χείλη, ώσπου στο τέλος η Εγκουέν είχε την εντύπωση ότι η άλλη τις είχε μετρήσει από την κορυφή ως τα νύχια. Τα μάτια της Νυνάβε είχαν ένα επικίνδυνο σπίθισμα τώρα και έσφιγγε δυνατά την πλεξούδα της.

Στο τέλος, η Ληάνε σήκωσε το χέρι, δείχνοντας την είσοδο του μελετητηρίου της Άμερλιν. Σε κάθε φύλλο της διπλής πόρτας, φτιαγμένης από σκούρο ξύλο, υπήρχε ένα Μέγα Ερπετό, ούτε ένα βήμα μπροστά τους, που δάγκωνε την ουρά του. «Εισέλθετε», είπε.

Η Νυνάβε έσπευσε να προχωρήσει και άνοιξε τη μία πόρτα. Αυτό έδωσε το σύνθημα για να κινηθεί και η Εγκουέν. Η Ηλαίην της έσφιξε δυνατά το χέρι και η Εγκουέν της ανταπέδωσε το σφίξιμο, Η Ληάνε τις ακολούθησε και πήρε θέση παραδίπλα, ανάμεσα στις τρεις τους και στο τραπέζι, που βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου.

Η Έδρα της Άμερλιν καθόταν πίσω από το τραπέζι, εξετάζοντας κάποια χαρτιά. Δεν σήκωσε το βλέμμα. Η Νυνάβε άνοιξε κάποια στιγμή το στόμα, αλλά το ξανάκλεισε, έπειτα από μια κοφτερή ματιά της Τηρήτριας. Οι τρεις τους στέκονταν σε σειρά μπροστά από το τραπέζι της Άμερλιν και περίμεναν. Η Εγκουέν προσπάθησε να μην παίζει τα δάχτυλά της. Πέρασαν αρκετά ατέλειωτα λεπτά —έμοιαζαν με ώρες― πριν η Άμερλιν σηκώσει το κεφάλι, όταν όμως τα γαλάζια μάτια της στυλώθηκαν με τη σειρά στην καθεμιά τους, η Εγκουέν σκέφτηκε πως δεν θα την πείραζε αν περίμενε κι άλλο. Το βλέμμα της Άμερλιν ήταν σαν δύο κομμάτια πάγου που τρύπωναν στην καρδιά της. Το δωμάτιο ήταν δροσερό, μα στη ράχη της άρχισε να κυλά ένα ποταμάκι ιδρώτα.

«Λοιπόν!» είπε τελικά η Άμερλιν. «Οι δραπέτισσες επιστρέφουν».

«Δεν δραπετεύσαμε, Μητέρα». Ήταν φανερό πως η Νυνάβε πάσχιζε να κρατήσει τη γαλήνη της, αλλά η φωνή της έτρεμε από το συναίσθημα μέσα της. Ήταν θυμός, η Εγκουέν το ήξερε. Αυτή την ισχυρή θέληση συχνά τη συνόδευε θυμός. «Η Λίαντριν μας είπε ότι έπρεπε να πάμε μαζί της και...» Τη διέκοψε ο ξερός κρότος της παλάμης της Άμερλιν πάνω στο τραπέζι.

«Μη μνημονεύεις εδώ μέσα το όνομα της Λίαντριν, τέκνο μου!» είπε κοφτά η Άμερλιν. Η Ληάνε τις παρακολουθούσε με μια έκφραση αυστηρότητας και γαλήνης.

«Μητέρα, η Λίαντριν είναι του Μαύρου Άτζα», ξέσπασε η Ηλαίην.

«Αυτό είναι γνωστό, τέκνο μου. Τουλάχιστον υπήρχε η υποψία και είναι σαν να ήταν γνωστό. Η Λίαντριν έφυγε από τον Πύργο πριν από μήνες και δώδεκα άλλες —γυναίκες― την ακολούθησαν. Έκτοτε δεν έχουμε ξαναδεί καμία τους. Πριν φύγουν, επιχείρησαν να διαρρήξουν την αποθήκη όπου φυλάσσονται τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ και κατάφεραν να μπουν εκεί όπου είναι αποθηκευμένα τα τερ’ανγκριάλ. Έκλεψαν κάποια απ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένων μερικών των οποίων τη χρήση αγνοούμε».

Η Νυνάβε ατένιζε την Άμερλιν με φρίκη και η Ηλαίην, ξαφνικά, έτριψε τα μπράτσα της σαν να κρύωνε. Η Εγκουέν ένιωθε ρίγη και η ίδια. Πολλές φορές είχε φανταστεί πως επέστρεφε, για να αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο τη Λίαντριν και να την κατηγορήσει. Στη φαντασία της, επίσης, έβλεπε να την καταδικάζουν σε κάποια τιμωρία ― μόνο που ποτέ δεν είχε κατορθώσει να φανταστεί μια τιμωρία αρκετά μεγάλη που να ταιριάζει στα εγκλήματα αυτής της Άες Σεντάι με το κουκλίστικο πρόσωπο. Είχε, μάλιστα, δει με το νου της ότι γυρνούσε και έβρισκε ότι η Λίαντριν είχε ήδη διαφύγει ― συνήθως, έντρομη από την επιστροφή της Εγκουέν. Αλλά δεν είχε φανταστεί κάτι τέτοιο. Αν η Λίαντριν και οι άλλες —δεν ήθελε καν να πιστέψει ότι υπήρχαν και άλλες― είχαν κλέψει αυτά τα απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, ποιος άραγε να ήξερε τι μπορούσαν να κάνουν με αυτά. Δόξα στο Φως που δεν πήραν κανένα σα’ανγκριάλ, σκέφτηκε. Αυτά που είχαν κλαπεί ήταν κι από μόνα τους κακή είδηση.

Τα σα’ανγκριάλ ήταν σαν τα ανγκριάλ κι επέτρεπαν σε μια Άες Σεντάι να διαβιβάσει με ασφάλεια περισσότερη Μία Δύναμη απ’ όση θα μπορούσε να διαβιβάσει αβοήθητη, αλλά ήταν πολύ πιο ισχυρά από τα ανγκριάλ και πιο σπάνια. Τα τερ’ανγκριάλ ήταν άλλο πράγμα. Ήταν πιο πολυάριθμα από τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ, χωρίς να είναι βέβαια κάτι συνηθισμένο, χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να βοηθούν τη διαβίβασή της και δεν υπήρχε κανείς που να τα καταλαβαίνει πραγματικά. Πολλά δούλευαν μόνο για κάποιον που μπορούσε να διαβιβάσει, για κάποιον που χρειαζόταν μόνο να διαβιβάσει, ενώ άλλα έκαναν αυτό που έκαναν για τον καθένα. Αν και όλα τα ανγκριάλ και τα σα’ανγκριάλ για τα οποία είχε ακούσει ποτέ η Εγκουέν ήταν μικρά, τα τερ’ανγκριάλ έμοιαζαν να μπορούν να έχουν οποιοδήποτε μέγεθος. Φαινόταν ότι το καθένα τους είχε κατασκευαστεί για ένα συγκεκριμένο σκοπό από εκείνους τους Άες Σεντάι που ζούσαν πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια, για να κάνει ένα συγκεκριμένο πράγμα και από τότε αρκετές Άες Σεντάι είχαν πεθάνει στην προσπάθειά τους να μάθουν τι ήταν αυτό· είχαν πεθάνει, ή είχε καεί μέσα τους η ικανότητα να διαβιβάζουν. Υπήρχαν αδελφές του Καφέ Άτζα που είχαν κάνει τα τερ’ανγκριάλ αντικείμενο μελέτης όλης της ζωής τους.

Μερικά χρησιμοποιούνταν πιθανώς όχι για τους σκοπούς που είχαν κατασκευαστεί. Η γερή, λευκή ράβδος που κρατούσε η Αποδεχθείσα όταν έδινε τους Τρεις Όρκους ή γινόταν Άες Σεντάι ήταν ένα τερ’ανγκριάλ, που τη δέσμευε στους όρκους λες και ήταν κάτι που υπήρχε μέσα της. Ένα άλλο τερ’ανγκριάλ ήταν ο τόπος της τελευταίας δοκιμασίας πριν η μαθητευόμενη ανέβει στις τάξεις των Αποδεχθεισών. Υπήρχαν κι άλλα, συμπεριλαμβανομένων πολλών τα οποία κανείς δεν μπορούσε να κάνει να λειτουργήσουν, καθώς και πολλά άλλα, που δεν έμοιαζαν να έχουν πρακτική αξία.

Γιατί πήραν πράγματα που κανείς δεν ξέρει πώς να τα χρησιμοποιήσει; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Ή ίσως να ξέρει το Μαύρο Άτζα. Αυτό το ενδεχόμενο την έκανε να αναγουλιάσει. Μπορεί να ήταν εξίσου άσχημο με το να έπεφταν σα’ανγκριάλ σε χέρια Σκοτεινόφιλων.

«Η κλοπή», συνέχισε η Άμερλιν με τόνο παγωμένο, σαν το βλέμμα της, «ήταν το λιγότερο απ’ αυτά που έκαναν. Τρεις αδελφές πέθαναν εκείνη τη νύχτα, όπως επίσης και δύο Πρόμαχοι, επτά φρουροί και εννιά υπηρέτες. Εγκλήματα τα οποία διέπραξαν για να κρύψουν την κλοπή και τη φυγή τους. Μπορεί να μην είναι απόδειξη ότι ήταν Μαύρο Άτζα» —οι λέξεις βγήκαν σαν να έγδερναν τα χείλη της― «αλλά ελάχιστες πιστεύουν κάτι διαφορετικό. Ούτε κι εγώ, για να πω την αλήθεια. Όταν τα νερά έχουν ψαροκέφαλα και αίμα, δεν είναι ανάγκη να δεις τα ασημόκαρφα για να καταλάβεις ότι υπάρχουν».

«Τότε γιατί αυτή η αντιμετώπιση, λες και είμαστε εγκληματίες;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. «Μας ξεγέλασε μια γυναίκα του... του Μαύρου Άτζα. Αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να μας απαλλάξει από κάθε κατηγορία».

Η Άμερλιν άφησε ένα ψυχρό, κοφτό γελάκι. «Έτσι νομίζεις, ε, τέκνο μου; Μπορεί να είναι σωτήριο για εσάς το γεγονός ότι στον Πύργο, αν εξαιρέσουμε τη Βέριν, τη Ληάνε και εμένα, κανένας δεν υποψιάζεται καν ότι έχετε οποιαδήποτε σχέση με τη Λίαντριν. Αν γινόταν γνωστό αυτό, πέρα από το θέαμα εκείνο με τους Λευκομανδίτες —μην ξαφνιάζεσαι· η Βέριν μου είπε τα πάντα-, αν ήταν γνωστό ότι το είχατε σκάσει με τη Λίαντριν, δεν αποκλείεται η Αίθουσα να ψήφιζε το σιγάνεμά σας πριν προλάβετε να κάνετε κιχ».

«Δεν είναι δίκαιο αυτό!» είπε η Νυνάβε. Η Ληάνε ανασάλεψε, αλλά η Νυνάβε συνέχισε. «Δεν είναι δίκαιο! Είναι —!»

Η Άμερλιν σηκώθηκε όρθια. Αυτό ήταν όλη κι όλη η αντίδρασή της, όμως η Νυνάβε έπαψε.

Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήταν συνετό που είχε μείνει σιωπηλή. Πάντα πίστευε ότι η Νυνάβε ήταν δυνατή, ότι κανένας δεν είχε τόσο ισχυρή θέληση. Μέχρι που είχε γνωρίσει τη γυναίκα που φορούσε το επιτραχήλιο με τις ρίγες. Σε παρακαλώ, Νυνάβε, κράτα τα νεύρα σου. Εδώ δεν έχουμε διαφορά από παιδιά —από μωρά― που αντιμετωπίζουν τη μητέρα τους και αυτή η Μητέρα μπορεί όχι μόνο να μας δείρει, αλλά να κάνει πολύ χειρότερα.

Της φαινόταν ότι ανάμεσα στα λεγόμενα της Άμερλιν είχε προσφερθεί μια διέξοδος, αλλά δεν ήξερε ποια ήταν. «Μητέρα, συγχώρεσε με που μιλώ, αλλά τι σκοπεύεις να μας κάνεις;»

«Τι να σας κάνω, τέκνο μου; Σκοπεύω να τιμωρήσω εσένα και την Ηλαίην, που φύγατε από τον Πύργο δίχως άδεια και τη Νυνάβε, που έφυγε από την πόλη δίχως άδεια. Πρώτα, θα κληθείτε στο μελετητήριο της Σέριαμ Σεντάι, όπου της είπα να σας δείρει με μια βέργα, ώσπου στο τέλος μια ολόκληρη μια βδομάδα θα παρακαλάτε να έχετε μαξιλαράκι για να κάθεστε. Αυτό ήδη το ανακοίνωσα στις μαθητευόμενες και τις Αποδεχθείσες».

Η Εγκουέν ανοιγόκλεισε τα μάτια έκπληκτη. Η Ηλαίην άφησε ένα δυνατό γρύλισμα, ίσιωσε την πλάτη και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Η Νυνάβε ήταν η μόνη που φαινόταν να το δέχεται χωρίς να ξαφνιάζεται. Η τιμωρία, είτε ήταν παραπανίσιες αγγαρείες είτε κάτι άλλο, πάντα αφορούσε την Κυρά των Μαθητευομένων και εκείνες που παρουσιάζονταν μπροστά της. Αυτές ήταν συνήθως μαθητευόμενες, αλλά συμπεριλαμβάνονταν και Αποδεχθείσες που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια. Η Σέριαμ ποτέ δεν αποκαλύπτει λεπτομέρειες σε άλλους, σκέφτηκε αποθαρρυμένη η Εγκουέν. Δεν μπορεί να το είπε σε όλους. Καλύτερο, όμως, αυτό παρά να μας φυλάκιζαν. Καλύτερο αυτό, παρά να μας σιγάνευαν.

«Η δημοσιοποίηση της τιμωρίας είναι, φυσικά, μέρος του συνετισμού σας», συνέχισε η Άμερλιν, σαν να είχε διαβάσει το μυαλό της Εγκουέν. «Επίσης, φρόντισα να ανακοινωθεί ότι τοποθετείστε στα μαγειρεία, για να εργαστείτε μαζί με τις λαντζιέρες μέχρι περαιτέρω ειδοποίησης. Και άφησα να ψιθυρίζουν ότι η “περαιτέρω ειδοποίηση” ίσως να σημαίνει την υπόλοιπη ζωή σας. Άκουσα καμιά αντίρρηση γι’ αυτά;»

«Όχι, Μητέρα», βιάστηκε να πει η Εγκουέν. Η Νυνάβε θα μισούσε περισσότερο από τις άλλες το να τρίβει κατσαρόλες. Υπάρχουν και χειρότερα, Νυνάβε. Φως μου, θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερα. Η Νυνάβε είχε μια θυμωμένη έκφραση, αλλά κούνησε ελαφρά το κεφάλι.

«Κι εσύ, Ηλαίην;» είπε η Άμερλιν. «Η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ είναι μαθημένη σε καλύτερη αντιμετώπιση».

«Θέλω να γίνω Άες Σεντάι, Μητέρα», είπε με αταλάντευτη φωνή η Ηλαίην.

Η Άμερλιν άγγιξε με το δάχτυλο ένα χαρτί στο τραπέζι μπροστά της και φάνηκε να το μελετά για μια στιγμή. Όταν σήκωσε το κεφάλι, το χαμόγελό της δεν ήταν καθόλου ευχάριστο. «Αν κάποια από εσάς ήταν τόσο χαζή ώστε να πει οτιδήποτε άλλο, είχα έτοιμο και κάτι άλλο, που θα σας έκανε να βλαστημήσετε τη στιγμή που η μητέρα σας άφησε τον πατέρα σας να κλέψει εκείνο το πρώτο φιλί. Αφήσατε να σας παρασύρουν από τον Πύργο σαν απερίσκεπτα παιδιά. Ακόμα κι ένα μωρό δεν θα είχε πέσει σε αυτή την παγίδα. Θα σας μάθω να σκέφτεστε πριν ενεργήσετε, αλλιώς σας περιμένουν πολύ χειρότερα!»

Η Εγκουέν μέσα της είπε ένα βουβό «ευχαριστώ». Ένα ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά της, καθώς η Άμερλιν συνέχιζε να μιλά.

«Τώρα, σχετικά με το τι άλλο σκοπεύω να σας κάνω. Φαίνεται ότι από τότε που αφήσατε τον Πύργο, η ικανότητά σας να διαβιβάζετε έχει αυξηθεί σε εκπληκτικό βαθμό. Μάθατε πολλά. Συμπεριλαμβανομένων μερικών πραγμάτων», πρόσθεσε αυστηρά, «που σκοπεύω να ξεμάθετε!»

Η Νυνάβε ξάφνιασε την Εγκουέν λέγοντας «ξέρω ότι κάναμε... πράγματα... που δεν έπρεπε, Μητέρα. Σε διαβεβαιώνω ότι θα βάλουμε τα δυνατά μας να ζήσουμε σαν να είχαμε δώσει τους Τρεις Όρκους».

Η Άμερλιν μούγκρισε. «Έτσι πρέπει»» είπε ξερά. «Αν μπορούσα, θα σας έβαζα στα χέρια τη Ράβδο του Όρκου απόψε, αλλά αφού αυτή την κρατάμε για εκείνες που εισέρχονται στις Άες Σεντάι, πρέπει να εμπιστευτώ τη σωφροσύνη σας —αν έχετε τέτοιο πράγμα — για να μην πάθετε κακό. Τώρα όμως εσύ, Εγκουέν, κι εσύ, Ηλαίην, γίνεστε Αποδεχθείσες».

Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγή και η Εγκουέν τραύλισε έκπληκτη: «Σε ευχαριστούμε, Μητέρα». Η Ληάνε κουνήθηκε ελαφρά από τη θέση της. Η Εγκουέν δεν έβλεπε την Τηρήτρια ευχαριστημένη. Δεν ήταν ξαφνιασμένη —προφανώς γνώριζε τι θα γινόταν― αλλά ούτε και ευχαριστημένη.

«Μη με ευχαριστείτε. Οι ικανότητές σας έχουν αυξηθεί τόσο που δεν μπορεί να παραμείνετε μαθητευόμενες. Κάποιες θα θεωρήσουν ότι δεν θα έπρεπε να φορέσετε το δαχτυλίδι έπειτα από αυτό που κάνατε, αλλά όταν σας δουν χωμένες στις λιγδερές κατσαρόλες, οι επικρίσεις θα σβήσουν. Και πριν αρχίσετε να σκέφτεστε ότι είναι κάτι σαν ανταμοιβή, θυμηθείτε ότι τις πρώτες βδομάδες ως Αποδεχθείσες θα ξεδιαλέγετε τα σάπια ψάρια από τα τελάρα με τα καλά. Η χειρότερη μέρα σας, ως μαθητευόμενες, θα είναι ένα γλυκό όνειρο σε σύγκριση με την πιο ανώδυνη μέρα μελέτης των ερχόμενων βδομάδων. Υποπτεύομαι ότι κάποιες από τις αδελφές, που θα σας διδάξουν, θα κάνουν τις δοκιμασίες σας ακόμα χειρότερες απ’ όσο θα μπορούσαν να είναι, αλλά κάτι μου λέει ότι δεν πρόκειται να παραπονεθείτε. Έτσι δεν είναι;»

Μπορώ να μάθω, σκέφτηκε η Εγκουέν. Να διαλέξω τι θα μελετήσω. Μπορώ να μάθω για τα όνειρα, να μάθω πώς να...

Το χαμόγελο της Άμερλιν διέκοψε τον ειρμό της. Αυτό το χαμόγελο έλεγε ότι τίποτα απ’ όσα θα έκαναν οι αδελφές δεν θα ήταν χειρότερο απ’ όσο χρειαζόταν, αν κατάφερναν να επιζήσουν έπειτα απ’ αυτό. Το πρόσωπο της Νυνάβε φανέρωνε βαθιά συμπόνια, ανάμικτη με τη φρίκη της ανάμνησης των πρώτων βδομάδων που είχε περάσει η ίδια ως Αποδεχθείσα. Ο συνδυασμός ήταν τέτοιος που έκανε την Εγκουέν να ξεροκαταπιεί. «Όχι, Μητέρα», είπε αχνά. Η απάντηση της Ηλαίην ήταν ένας βραχνός ψίθυρος.

«Τελειώσαμε, λοιπόν. Η μητέρα σου δεν χάρηκε καθόλου για την εξαφάνισή σου, Ηλαίην».

«Το ξέρει;» έσκουξε η Ηλαίην.

Η Ληάνε ξεφύσησε και η Αμερλιν ύψωσε το ένα της φρύδι, λέγοντας: «Μα δεν θα μπορούσα να της το κρατήσω κρυφό. Δεν την πρόλαβες —είχε έρθει λιγότερο από μήνα πριν― κι αυτό ίσως να είναι καλύτερο για σένα. Μπορεί να μην επιζούσες από τέτοιο αντάμωμα. Ήταν τόσο θυμωμένη που θα μας τα έψαλλε για τα καλά, σε εσένα, σε εμένα, σε ολόκληρο το Λευκό Πύργο».

«Το φαντάζομαι, Μητέρα», είπε ξεψυχισμένα η Ηλαίην.

«Δεν το νομίζω, τέκνο μου. Ίσως έχεις δώσει τέλος σε μια παράδοση που άρχισε πριν καν υπάρξει το Άντορ. Ένα έθιμο ισχυρότερο από τους περισσότερους νόμους. Η Μοργκέις αρνήθηκε να πάρει πίσω την Ελάιντα μαζί της. Για πρώτη φορά στην ιστορία, η Βασίλισσα του Άντορ δεν έχει Άες Σεντάι για σύμβουλο. Απαίτησε την άμεση επιστροφή σου στο Κάεμλυν, αμέσως μόλις σε βρίσκαμε. Την έπεισα ότι θα ήταν ασφαλέστερο για σένα να εκπαιδευθείς εδώ ακόμα λίγο. Ήταν, επίσης, έτοιμη να πάρει και τα δύο αδέλφια σου από την εκπαίδευσή τους με τους Προμάχους. Μόνοι τους τη μετάπεισαν. Ακόμα δεν ξέρω πώς το κατάφεραν».

Το βλέμμα της Ηλαίην φαινόταν να είναι στραμμένο βαθιά μέσα της, ίσως βλέποντας τη Μοργκέις υπό το κράτος του θυμού της. Ανατρίχιασε. «Ο Γκάγουιν είναι αδελφός μου», είπε αφηρημένα. «Ο Γκάλαντ όχι».

«Μην φέρεσαι παιδιάστικα», της είπε η Άμερλιν. «Αφού έχετε τον ίδιο πατέρα, ο Γκάλαντ είναι κι αυτός αδελφός σου, είτε τον συμπαθείς είτε όχι. Δεν θα σου επιτρέψω παιδιαρίσματα, μικρή μου. Μια δόση βλακείας μπορεί να είναι ανεκτή σε μια μαθητευόμενη· στις Αποδεχθείσες απαγορεύεται».

«Μάλιστα, Μητέρα», είπε σκοτεινά η Ηλαίην.

«Η Βασίλισσα άφησε ένα γράμμα για σένα στη Σέριαμ. Εκτός του ότι σου ρίχνει μια γερή κατσάδα, πιστεύω ότι δηλώνει την πρόθεσή της να σε πάρει στο σπίτι, μόλις θα είναι ασφαλές να γυρίσεις. Είναι βέβαιη ότι σε λίγους μήνες, το πολύ, θα μπορείς να διαβιβάζεις χωρίς να κινδυνεύεις να σκοτωθείς».

«Μα θέλω να μάθω, Μητέρα». Η αποφασιστικότητα είχε επιστρέψει στη φωνή της Ηλαίην. «Θέλω να γίνω Άες Σεντάι».

Το χαμόγελο της Άμερλιν ήταν ακόμα πιο σκοτεινό από το προηγούμενο. «Και καλά κάνεις, τέκνο μου, επειδή δεν προτίθεμαι να αφήσω τη Μοργκέις να σε πάρει. Κρύβεις μέσα σου τη δυνατότητα να γίνεις η ισχυρότερη Άες Σεντάι που έζησε εδώ και χίλια χρόνια και δεν θα σε αφήσω να φύγεις, μέχρι να κερδίσεις και το επώμιο, εκτός από το δαχτυλίδι. Ακόμα κι αν χρειαστεί να σου αργάσω το τομάρι για να το πετύχω. Δεν θα σε αφήσω να φύγεις. Είμαι σαφής;»

«Μάλιστα, Μητέρα». Η Ηλαίην φαινόταν ταραγμένη και η Εγκουέν δεν την κατηγορούσε γι’ αυτό. Ήταν ανάμεσα στη Μοργκέις και το Λευκό Πύργο, σαν πετσέτα ανάμεσα σε δύο σκυλιά, ανάμεσα στη Βασίλισσα του Άντορ και την Έδρα της Άμερλιν. Μπορεί κάποτε η Εγκουέν να είχε ζηλέψει τα πλούτη της Ηλαίην και το θρόνο στον οποίο κάποτε θα ανέβαινε, αλλά οπωσδήποτε όχι τώρα.

Η Άμερλιν είπε κοφτά: «Ληάνε, πάρε την Ηλαίην κάτω, στο μελετητήριο της Σέριαμ. Έχω να πω κάτι λογάκια στις άλλες δυο. Λογάκια που δεν νομίζω ότι θα χαρούν να τα ακούσουν».

Η Εγκουέν αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τη Νυνάβε· για μια στιγμή, η ανησυχία παραμέρισε την ένταση μεταξύ τους. Τι έχει να πει σε μας και όχι στην Ηλαίην; απόρησε. Δεν με νοιάζει, αρκεί να μη μου απαγορεύσει να συνεχίσω να μαθαίνω. Μα γιατί όχι και την Ηλαίην;

Η Ηλαίην έκανε μια γκριμάτσα ακούγοντας για το μελετητήριο της Κυράς της Μαθητευομένων, αλλά ίσιωσε το ανάστημά της καθώς η Ληάνε την πλησίαζε. «Όπως προστάζεις, Μητέρα», είπε με τυπικότητα και έκανε μια τέλεια υπόκλιση, τραβώντας στο πλάι τα φουστάνια της, «θα υπακούσω». Ακολούθησε τη Ληάνε με το κεφάλι ψηλά.

Загрузка...