Η γυναίκα που μπήκε μέσα, φορώντας κατάλευκα μετάξια και ασήμι, έκλεισε την πόρτα και έγειρε πάνω της, για να τον εξετάσει με τα πιο μαύρα μάτια που είχε δει ποτέ ο Ματ. Ήταν τόσο όμορφη, που ο Ματ σχεδόν λησμόνησε να ανασάνει ― τα μαλλιά της ήταν σκοτεινά, σαν τη νύχτα, δεμένα με μια λεπτοδουλεμένη, ασημένια κορδέλα. Είχε τόση χάρη, όπως έγερνε έτσι, όση θα είχε μια άλλη γυναίκα χορεύοντας. Κάπως του πέρασε από το νου ότι την ήξερε, αλλά απόδιωξε αμέσως την ιδέα. Κανένας άντρας δεν θα ξεχνούσε τέτοια γυναίκα.
«Μου φαίνεται πως δεν θα είσαι άσχημος όταν ξαναβάλεις λίγο βάρος πάνω σου», του είπε, «αλλά, προς το παρόν» ίσως να μπορούσες να φορέσεις κάτι».
Για μια στιγμή, ο Ματ συνέχισε να την ατενίζει· έπειτα, ξαφνικά, κατάλαβε ότι στεκόταν εκεί ολόγυμνος. Με το πρόσωπο κατακόκκινο, έτρεξε τρεκλίζοντας στο κρεβάτι, τύλιξε την κουβέρτα γύρω του σαν μανδύα και περισσότερο έπεσε, παρά κάθισε στην άκρη του στρώματος. «Συγγνώμη για το... θέλω να πω ότι... να, δεν περίμενα... ότι... ότι...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ζητώ συγγνώμη που με βρήκες σε αυτή την κατάσταση».
Ακόμα ένιωθε τα μάγουλά του πυρωμένα. Για μια στιγμή, ευχήθηκε να ήταν εκεί ο Ραντ —σε ό,τι κι αν είχε μεταμορφωθεί― ή ο Πέριν, για να τον συμβουλεύσουν. Πάντα έδειχναν να τα πάνε καλά με τις γυναίκες. Ακόμα και οι κοπέλες που ήξεραν ότι ο Ραντ ήταν σχεδόν λογοδοσμένος με την Εγκουέν τον χάζευαν, ενώ έμοιαζαν να σκέφτονται ότι το αργό φέρσιμο του Πέριν ήταν τρυφερό και ελκυστικό. Ο Ματ, όσο κι αν προσπαθούσε, πάντα κατάφερνε να γελοιοποιείται μπροστά στα κορίτσια. Όπως είχε κάνει τώρα.
«Δεν θα σε επισκεπτόμουν με αυτό τον τρόπο, Ματ» αλλά βρισκόμουν εδώ στο... στο Λευκό Πύργο —» Χαμογέλασε, λες και έβρισκε διασκεδαστικό το όνομα «― για άλλο σκοπό και ήθελα να δω πώς είσαι». Ο Ματ κοκκίνισε ξανά και τύλιξε πιο σφιχτά την κουβέρτα γύρω του, μα η γυναίκα δεν φαινόταν να τον περιπαίζει. Πλησίασε στο τραπέζι, πιο χαριτωμένα κι από κύκνο. «Πεινάς. Αυτό είναι αναμενόμενο, έτσι όπως δουλεύουν εδώ. Φρόντισε να τρως όλα όσα σου φέρνουν. Θα ξαφνιαστείς βλέποντας πόσο γρήγορα θα ξαναπάρεις βάρος και θα ανακτήσεις τη δύναμή σου».
«Με συγχωρείς», είπε με σεβασμό ο Ματ, «αλλά σε ξέρω; Δεν θέλω να σε προσβάλω, όμως μου φαίνεσαι... γνωστή». Εκείνη τον κοίταξε» ώσπου αυτός άρχισε να σαλεύει ανήσυχα. Τέτοια γυναίκα θα ήταν συνηθισμένη να τη θυμούνται.
«Ίσως να με έχεις δει», του είπε τελικά. «Κάπου. Λέγε με Σελήνη». Το κεφάλι της έγειρε λιγάκι· έμοιαζε να περιμένει ότι ο Ματ θα αναγνώριζε το όνομα.
Αυτό άγγιξε κάποια σκοτεινή πλευρά της μνήμης του. Του φαινόταν πως το είχε ξανακούσει, αλλά δεν ήξερε πότε ή πού. «Είσαι Άες Σεντάι, Σελήνη;»
«Όχι». Ο τόνος της ήταν απαλός, αλλά ασυνήθιστα εμφατικός.
Για πρώτη φορά την περιεργάστηκε, τώρα που μπορούσε να δει κάτι άλλο εκτός από την ομορφιά της. Η Σελήνη σχεδόν τον έφτανε στο ύψος, ήταν λεπτή και, όπως μάντευε ο Ματ από τις κινήσεις της, δυνατή. Δεν μπορούσε να εκτιμήσει την ηλικία της ―ένα-δυο χρόνια μεγαλύτερή του, ίσως ακόμα και δέκα― αλλά τα μάγουλά της ήταν απαλά. Το μενταγιόν της, από λεία, λευκά πετράδια και δουλεμένο ασήμι, ταίριαζε με τη φαρδιά ζώνη της, αλλά δεν φορούσε το δαχτυλίδι με το Μεγάλο Ερπετό. Η απουσία του δεν θα έπρεπε να τον εκπλήξει —καμία Άες Σεντάι δεν θα έλεγε απερίφραστα ότι δεν ήταν Άες Σεντάι― αλλά, όμως, αυτό έγινε. Η Σελήνη είχε έναν αέρα πάνω της —αυτοπεποίθηση, βεβαιότητα πως η δύναμή της ήταν ίση με οποιασδήποτε βασίλισσας και κάτι παραπάνω― τον οποίο πάντα συσχέτιζε με τις Άες Σεντάι.
«Δεν πιστεύω να είσαι μαθητευόμενη, έτσι δεν είναι;» Είχε ακούσει ότι οι μαθητευόμενες φορούσαν λευκά, αλλά δεν μπορούσε να το πιστέψει γι’ αυτήν. Κάνει την Ηλαίην να φαίνεται σαν κακομοίρα. Η Ηλαίην. Άλλο ένα όνομα που εμφανίστηκε στο νου του.
«Κάθε άλλο», είπε η Σελήνη στρίβοντας σαρκαστικά τα χείλη της. «Ας πούμε, απλώς, ότι είμαι κάποια της οποίας τα συμφέροντα συμπίπτουν με τα δικά σου. Αυτές οι... Άες Σεντάι σκοπεύουν να σε εκμεταλλευθούν, αλλά νομίζω πως, κατά βάση, θα σου αρέσει. Και θα το αποδεχτείς. Δεν χρειάζεται να σε πείσω να αναζητήσεις τη δόξα».
«Να με εκμεταλλευθούν;» Του ξανάρθε μια ανάμνηση, ότι είχε ο ίδιος κάνει αυτή τη σκέψη, αλλά για τον Ραντ, ότι οι Άες Σεντάι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν τον Ραντ, όχι τον Ματ. Δεν με χρειάζονται, που να πάρει. Φως μου, δεν μπορεί να με χρειάζονται! «Τι εννοείς; Δεν είμαι κάποιος σπουδαίος. Είμαι άχρηστος για όλους, εκτός από μένα. Τι δόξα;»
«Ήξερα ότι αυτό θα σε δελέαζε. Εσένα, πάνω απ’ όλους».
Το χαμόγελό της τον έκανε να ζαλιστεί. Έξυσε το κεφάλι του. Η κουβέρτα γλίστρησε και την έπιασε βιαστικά, πριν πέσει. «Κοίτα να δεις, δεν ενδιαφέρονται για μένα». Μα για μένα, που φύσηξα το Κέρας; «Είμαι ένας αγρότης και τίποτα παραπάνω». Ίσως νομίζουν ότι έχω κάποια σχέση με τον Ραντ. Όχι, η Βέριν είπε... Δεν ήταν βέβαιος τι είχε πει η Βέριν, ή η Μουαραίν, αλλά νόμιζε ότι οι περισσότερες Άες Σεντάι δεν ήξεραν απολύτως τίποτα για τον Ραντ. Και όσο βρισκόταν εδώ, δεν ήθελε να μάθουν. «Ένας απλός χωριάτης. Θέλω μόνο να δω τον κόσμο και να ξαναγυρίσω στο αγρόκτημα του μπαμπά μου». Τι εννοεί, δόξα;
Η Σελήνη κούνησε το κεφάλι, σαν να είχε ακούσει τις σκέψεις του. «Είσαι πιο σημαντικός απ’ όσο νομίζεις τώρα. Οπωσδήποτε πολύ πιο σημαντικός απ’ όσο νομίζουν οι λεγόμενες Άες Σεντάι. Μπορείς να αποκτήσεις δόξα, αρκεί να καταλάβεις και να μην τις εμπιστεύεσαι».
«Εσύ, πάντως, μιλάς σαν να μην τις εμπιστεύεσαι». Λεγόμενες; Του ήρθε μια σκέψη, αλλά δεν κατόρθωσε να την πει. «Είσαι μια...; Είσαι...;» Δεν ήταν από τα πράγματα που θα μπορούσες να κατηγορήσεις κάποιον.
«Μια Σκοτεινόφιλη;» είπε χλευαστικά η Σελήνη. Αυτό φαινόταν να τη διασκεδάζει, όχι να τη θυμώνει. Έδειχνε περιφρόνηση. «Από εκείνους τους θλιβερούς οπαδούς του Μπα’άλζαμον, που νομίζουν πως θα τους δώσει αθανασία και εξουσία; Δεν ακολουθώ κανέναν. Υπάρχει ένας άντρας που θα στεκόμουν στο πλάι του, αλλά δεν ακολουθώ».
Ο Ματ γέλασε νευρικά. «Και βέβαια όχι». Μα το αίμα και τις στάχτες, μια Σκοτεινόφιλη δεν θα έλεγε ότι είναι Σκοτεινόφιλη. Αν είναι, μπορεί να κουβαλά φαρμακωμένο μαχαίρι πάνω της. Είχε την αόριστη ανάμνηση μιας γυναίκας, που ήταν ντυμένη σαν αριστοκράτισσα, μια Σκοτεινόφιλη, με ένα θανατηφόρο εγχειρίδιο στο λεπτό χεράκι της. «Δεν εννοούσα καθόλου τέτοιο πράγμα. Μοιάζεις... Μοιάζεις με βασίλισσα. Αυτό εννοούσα. Είσαι Κυρά;»
«Ματ, Ματ, πρέπει να μάθεις να μου έχεις εμπιστοσύνη. Θα σε εκμεταλλευτώ κι εγώ, βεβαίως —είσαι πολύ καχύποπτη φύση, ειδικά από τότε που άρχισες να κουβαλάς εκείνο το εγχειρίδιο και γι’ αυτό δεν πρόκειται να το αρνηθώ― αλλά με τον τρόπο που θα σε εκμεταλλευτώ, θα κερδίσεις πλούτη, εξουσία και δόξα. Δεν θα σε πιέσω. Ανέκαθεν πίστευα ότι οι άντρες αποδίδουν καλύτερα όταν τους πείθεις, παρά όταν τους εξαναγκάζεις. Αυτές οι Άες Σεντάι ούτε που καταλαβαίνουν πόσο σημαντικός είσαι και ο άλλος θα επιχειρήσει να σε αποθαρρύνει ή να σε σκοτώσει, αλλά εγώ μπορώ να σου δώσω αυτό που λαχταράς».
«Ο άλλος;» είπε απότομα ο Ματ. Να με σκοτώσει; Φως μου, τον Ραντ κυνηγούν, όχι εμένα. Πού ξέρει αυτή για το εγχειρίδιο; Μου φαίνεται ότι ολόκληρος ο Λευκός Πύργος το ξέρει. «Ποιος θέλει να με σκοτώσει;»
Η Σελήνη έσφιξε τα χείλη, σαν να είχε πει πολλά. «Ξέρεις τι θέλεις, Ματ, και το ξέρω κι εγώ πολύ καλά. Πρέπει να επιλέξεις ποιον να εμπιστευτείς για να σε βοηθήσει να το αποκτήσεις. Παραδέχομαι ότι θα σε εκμεταλλευτώ. Οι Άες Σεντάι δεν θα το έκαναν ποτέ. Θα σε οδηγήσω στη δόξα και στα πλούτη. Αυτές θα σε κρατήσουν δεμένο στο λουρί, μέχρι να πεθάνεις».
«Λες πολλά», είπε ο Ματ, «αλλά πού ξέρω τι είναι αλήθεια απ’ όλα αυτά; Πού ξέρω ότι μπορώ να σε εμπιστευτώ περισσότερο απ’ αυτές;»
«Ακούγοντας αυτά που σου λένε και αυτά που δεν σου λένε. Θα σου πουν ότι ο πατέρας σου ήρθε στην Ταρ Βάλον;»
«Ο μπαμπάς μου ήταν εδώ;»
«Ένας άντρας ονόματι Άμπελ Κώθον και ένας άλλος, ονόματι Ταμ αλ’Θορ. Ήρθαν και έκαναν φασαρία, ώσπου τους δέχτηκαν σε ακρόαση, έτσι έμαθα, και ήθελαν να μάθουν πού ήσασταν εσύ και οι φίλοι σου. Και η Σιουάν Σάντσε τους ξανάστειλε πίσω, στους Δύο Ποταμούς, με άδεια χέρια, χωρίς καν να τους φανερώσει ότι ήσασταν ζωντανοί. Άραγε, θα σου τα πουν αυτά, αν δεν ρωτήσεις; Μάλλον ούτε και τότε, επειδή ίσως προσπαθήσεις να το σκάσεις και να γυρίσεις στην πατρίδα σου».
«Ο μπαμπάς μου με νομίζει πεθαμένο;» είπε αργά ο Ματ.
«Γίνεται να μάθει ότι ζεις. Μπορώ να το φροντίσω αυτό. Σκέψου ποιον να εμπιστευτείς, Ματ Κώθον. Άραγε, θα σου πουν ότι, ενώ μιλάμε, ο Ραντ προσπαθεί να δραπετεύσει και ότι η εκείνη που ονομάζεται Μουαραίν τον κυνηγά; Θα σου πουν ότι το Μαύρο Άτζα μόλυνε το λατρευτό Λευκό Πύργο τους; Θα σου πουν, έστω, πώς σκοπεύουν να σε χρησιμοποιήσουν;»
«Ο Ραντ προσπαθεί να δραπετεύσει; Μα —» Ίσως να ήξερε ότι ο Ραντ είχε αυτοανακηρυχτεί Αναγεννημένος Δράκοντας και ίσως να μην το ήξερε, αλλά δεν θα της το έλεγε ο ίδιος. Το Μαύρο Άτζα! Μα το αίμα και τις στάχτες! «Ποια είσαι, Σελήνη; Αν δεν είσαι Άες Σεντάι, τότε τι είσαι;»
Το χαμόγελό της έκρυβε μυστικά. «Εσύ, απλώς να θυμάσαι ότι υπάρχει κι άλλη επιλογή. Δεν χρειάζεται να είσαι μαριονέτα του Λευκού Πύργου ή λεία των Σκοτεινόφιλων του Μπα’άλζαμον. Ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος απ’ όσο μπορείς να φανταστείς. Πράξε ό,τι επιθυμούν αυτές οι Άες Σεντάι, προς το παρόν, αλλά να θυμάσαι τι επιλογές έχεις. Θα το κάνεις αυτό;»
«Δεν βλέπω να έχω κάποια επιλογή», είπε αυτός μελαγχολικά. «Μάλλον αυτό θα κάνω».
Τα χαρακτηριστικά της Σελήνης σκλήρυναν. Το φιλικό προσωπείο γλίστρησε από πάνω της, σαν φιδοπουκάμισο. «Μάλλον; Δεν ήρθα σε σένα έτσι όπως είμαι, να σου μιλήσω με αυτό τον τρόπο, για ένα “μάλλον”, Μάτριμ Κώθον». Άπλωσε το λεπτό χέρι της.
Το χέρι της ήταν άδειο, στεκόταν στην άλλη άκρη του δωματίου, αλλά ο Ματ έγειρε πίσω, μακριά από το χέρι της, σαν να την είχε πάνω του με ένα εγχειρίδιο. Δεν ήξερε γιατί, αλλά έβλεπε απειλή στα μάτια της και ο Ματ ήταν βέβαιος ότι ήταν αληθινή. Το δέρμα του άρχισε να τον γαργαλά και τον ξανάπιασε πονοκέφαλος.
Ξαφνικά, το γαργάλημα και ο πονοκέφαλος χάθηκαν και το κεφάλι της Σελήνης γύρισε απότομα, σαν να άκουγε κάτι πέρα από τους τοίχους. Έδειξε να κατσουφιάζει λιγάκι και κατέβασε το χέρι. Το κατσούφιασμα έφυγε. «Θα ξαναμιλήσουμε, Ματ. Έχω πολλά να σου πω. Θυμήσου τις επιλογές σου. Θυμήσου ότι υπάρχουν πολλά χέρια που θα ήθελαν να σε σκοτώσουν. Εγώ μόνο εγγυώμαι τη ζωή σου και όλα όσα αναζητάς, αν κάνεις αυτό που λέω». Ξεγλίστρησε από την πόρτα με την ίδια σιωπή και χάρη που είχε μπει.
Ο Ματ άφησε να βγει μακρόσυρτη η ανάσα του. Στο πρόσωπό του κυλούσε ο ιδρώτας. Για το Φως, ποια είναι αυτή; Σκοτεινόφιλη, ίσως. Μόνο που φαινόταν να περιφρονεί εξίσου τον Μπα’άλζαμον και τις Άες Σεντάι. Οι Σκοτεινόφιλοι μιλούσαν για τον Μπα’άλζαμον όπως ο υπόλοιπος κόσμος μιλούσε για τον Δημιουργό. Και δεν του είχε ζητήσει να κρατήσει την επίσκεψή της κρυφή από τις Άες Σεντάι.
Ναι, πώς, σκέφτηκε ξινά. Με το συμπάθιο, Άες Σεντάι, αλλά ήρθε να με βρει μια γυναίκα. Δεν ήταν Άες Σεντάι, αλλά μου φαίνεται ότι έκανε να χρησιμοποιήσει πάνω μου τη Μία Δύναμη και είπε ότι δεν ήταν Σκοτεινόφιλη, αλλά ότι σκοπεύετε να με εκμεταλλευτείτε και το Μαύρο Άτζα είναι στον Πύργο σας. Α, κι επίσης είπε ότι είμαι σημαντικός. Δεν ξέρω γιατί. Δεν σας πειράζει να φύγω τώρα, έτσι δεν είναι;
Με κάθε λεπτό που περνούσε, η αναχώρηση φαινόταν όλο και πιο καλή ιδέα. Κατέβηκε αδέξια από το κρεβάτι και πλησίασε με ασταθή βήματα την ντουλάπα, σφίγγοντας ακόμα την κουβέρτα πάνω του. Οι μπότες του ήταν στο δάπεδο της ντουλάπας και ο μανδύας του σε ένα κρεμαστάρι, κάτω από τη ζώνη του, μαζί με ένα πουγκί και ένα μαχαίρι στη θήκη της ζώνης. Ήταν ένα απλό μαχαίρι, σαν αυτά που έφτιαχναν στα χωριά, με γερή λεπίδα, αλλά θα τον βόλευε όσο κι ένα καλό εγχειρίδιο. Τα υπόλοιπα ρούχα του —δύο χοντρά, μάλλινα σακάκια, τρία ζευγάρια φαρδιά παντελόνια, πέντε-έξι λινά πουκάμισα και ασπρόρουχα― ήταν όπως έπρεπε, βουρτσισμένα ή πλυμένα και προσεκτικά διπλωμένα στα ράφια, που καταλάμβαναν τη μια πλευρά της ντουλάπας. Ψηλάφισε το σακίδιο που κρεμόταν από τη ζώνη, μα ήταν άδειο. Τα περιεχόμενά του βρίσκονταν ανακατωμένα σε ένα ράφι, μαζί με ό,τι άλλο υπήρχε στις τσέπες του.
Παραμέρισε το πούπουλο ενός κοκκινογέρακου, μια λεία, ριγωτή πέτρα της οποίας τα χρώματα του άρεσαν, το ξυράφι του, το μικρό του μαχαίρι με την κοκάλινη λαβή και ξέμπλεξε από τις κουλούρες της εφεδρικής χορδής του ένα δερμάτινο πουγκί. Όταν το άνοιξε, βρήκε ότι, σε αυτή την περίπτωση, η μνήμη του, δυστυχώς, είχε πει την αλήθεια.
«Δύο ασημένια μάρκα και μια χούφτα χάλκινα», μουρμούρισε. «Δεν θα πάω μακριά με τόσα». Κάποτε θα του φαίνονταν μια μικρή περιουσία, αλλά αυτό πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ.
Κοντοστάθηκε και περιεργάστηκε πάλι το ράφι. Πού είναι; Φοβήθηκε μήπως οι Άες Σεντάι τα είχαν πετάξει, όπως θα έκανε η μητέρα του, αν τα έβρισκε. Πού...; Ένιωσε να τον πλημμυρίζει ανακούφιση. Στο βάθος, πίσω από το κουτί με την ίσκα και το κουβάρι με το νήμα για παγίδες και τα λοιπά, ήταν οι δύο δερμάτινες θήκες των ζαριών του.
Τα ζάρια κουδούνισαν, μα αυτός άνοιξε τα σφιχτά, στρογγυλά καπάκια έτσι κι αλλιώς. Όλα ήταν κανονικά. Πέντε ζάρια με χαραγμένα τα σύμβολα για κορώνες και πέντε με χαραγμένες βούλες. Εκείνα με τις βούλες χρησιμοποιούνταν σε αρκετά παιχνίδια, αλλά οι περισσότεροι έπαιζαν κυρίως κορώνες. Με αυτά τα ζάρια, τα δύο μάρκα του θα έφταναν για να φύγει μακριά από την Ταρ Βάλον. Μακριά κι από τις Άες Σεντάι κι από τη Σελήνη.
Ακούστηκε ένα αυστηρό χτύπημα και η πόρτα αμέσως άνοιξε. Ο Ματ γύρισε. Μέσα έμπαιναν η Έδρα της Αμερλιν και η Τηρήτρια των Χρονικών. Θα τις αναγνώριζε ακόμα και χωρίς το πλατύ, ριγωτό επιτραχήλιο της Άμερλιν και το πιο στενό, γαλάζιο επώμιο της Τηρήτριας. Τις είχε δει μια φορά, μια φορά μονάχα, μακριά από την Ταρ Βάλον, αλλά δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτές τις δύο γυναίκες, που ήταν οι ισχυρότερες μεταξύ των Άες Σεντάι.
Η Άμερλιν ύψωσε τα φρύδια, βλέποντας τον Ματ να στέκεσαι εκεί, με την κουβέρτα να κρέμεται από τους ώμους, με το πουγκί και τις ζαροθήκες στα χέρια του. «Νομίζω ότι θα περάσει καιρός μέχρι να τα χρειαστείς ξανά αυτά, παιδί μου», είπε ξερά. «Βάλ’ τα πάλι στη θέση τους και έλα στο κρεβάτι, πριν σωριαστείς χάμω».
Εκείνος κοντοστάθηκε, η πλάτη του σφίχτηκε, αλλά τα γόνατά του διάλεξαν εκείνη τη στιγμή για να τρεμουλιάσουν και οι δύο Άες Σεντάι τον ατένιζαν — τα γαλάζια μάτια της μιας και τα μαύρα της άλλης έμοιαζαν να διαβάζουν κάθε ανυπότακτη σκέψη του. Έκανε ό,τι του είπαν, κρατώντας την κουβέρτα γύρω του με τα δύο χέρια. Ξάπλωσε με το κορμί ίσιο, σαν σανίδα, αβέβαιος για το χι άλλο θα μπορούσε να κάνει.
«Πώς νιώθεις;» ρώτησε κοφτά η Άμερλιν, καθώς ακουμπούσε το κεφάλι του. Τον διέτρεξε μια ανατριχίλα. Άραγε, είχε κάνει κάτι με τη Μία Δύναμη, ή μήπως ο Ματ ένιωσε τα ρίγη επειδή τον είχε αγγίξει μια Άες Σεντάι;
«Μια χαρά», της είπε. «Και, μάλιστα, είμαι έτοιμος να φύγω. Μόνο να αποχαιρετήσω την Εγκουέν και τη Νυνάβε, αν επιτρέπετε και θα σας αδειάσω τη γωνιά... Εννοώ, να πηγαίνω... ε, Μητέρα». Η Μουαραίν και η Βέριν δεν έδειχναν να νοιάζονται για τον τρόπο που μιλούσε, αλλά στο κάτω-κάτω αυτή εδώ ήταν η Έδρα της Άμερλιν.
«Σαχλαμάρες», είπε η Άμερλιν. Τράβηξε από την άλλη μεριά την καρέκλα με την ψηλή ράχη, πιο κοντά στο κρεβάτι και κάθισε, μιλώντας στη Ληάνε. «Οι άντρες πάντα αρνούνται να παραδεχτούν ότι είναι άρρωστοι, παρά μόνο όταν είναι τόσο άρρωστοι, που χρειάζεται να κάνουν διπλή δουλειά οι γυναίκες. Μετά βιάζονται να ισχυριστούν ότι είναι καλά, με το ίδιο αποτέλεσμα».
Η Τηρήτρια έριξε μια ματιά στον Ματ και ένευσε. «Ναι, Μητέρα, αλλά αυτός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι καλά, τη στιγμή που μετά βίας μπορεί να σταθεί όρθιος. Τουλάχιστον, έφαγε ό,τι υπήρχε στο δίσκο».
«Θα ξαφνιαζόμουν αν είχε αφήσει ψίχουλα για να χορτάσει έστω κι ένας σπίνος. Και πεινάει ακόμα, αν δεν κάνω λάθος».
«Μπορώ να πω να του φέρουν μια πίτα, Μητέρα. Ή μερικά γλυκά».
«Όχι, νομίζω ότι έφαγε όσο μπορεί να αντέξει προς το παρόν. Αν τα βγάλει, δεν γίνεται τίποτα».
Ο Ματ μούτρωσε. Του φαινόταν ότι, όταν αρρώσταινες, γινόσουν αόρατος στις γυναίκες, εκτός από τη στιγμή που επέλεγαν να σου μιλήσουν απευθείας. Και τότε αφαιρούσαν δέκα χρόνια από την ηλικία σου. Η Νυνάβε, η μητέρα του, οι αδελφές του, η Έδρα της Άμερλιν, όλες το ίδιο έκαναν.
«Δεν πεινάω καθόλου», ανακοίνωσε. «Είμαι καλά. Αν με αφήσετε να βάλω τα ρούχα μου, θα σας δείξω πόσο καλά είμαι. Θα φύγω από δω ήσυχα, πριν το καταλάβετε». Τώρα και οι δύο τον κοίταζαν. Ξερόβηξε. «Ε... Μητέρα».
Η Αμερλιν ξεφύσησε. «Έφαγες φαγητό για πέντε και θα τρως έτσι τρεις-τέσσερις φορές τη μέρα, για πολλές μέρες ακόμα, αλλιώς θα πεθάνεις της πείνας. Μόλις Θεραπεύτηκες από ένα σύνδεσμο με το κακό που σκότωσε κάθε άντρα, γυναίκα και παιδί της Αριντόλ, που δεν έχασε καθόλου τη δύναμή του τα δύο χιλιάδες χρόνια που περίμενε να το μαζέψεις. Σε σκότωνε αναπότρεπτα, όπως σκότωσε και εκείνους. Αυτό εδώ, παιδί μου, δεν είναι σαν να σου καρφώθηκε ψαροκόκαλο στο δάχτυλο. Παραλίγο να σε σκοτώναμε κι εμείς οι ίδιες, στην προσπάθειά μας να σε σώσουμε».
«Δεν πεινάω», πείσμωσε αυτός. Το στομάχι του γουργούρισε ηχηρά, διαψεύδοντάς τον.
«Σε κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σε είδα», είπε η Άμερλιν. «Ήξερα, από τότε, ότι θα το σκάσεις σαν τρομαγμένο ψαροπούλι, αν σου φαινόταν ότι κάποιος προσπαθεί να σε κρατήσει στο κλουβί. Πάλι καλά που έλαβα τα μέτρα μου».
Αυτός τις κοίταξε επιφυλακτικά. «Μέτρα;» Αυτές του ανταπέδωσαν το βλέμμα με κάθε γαλήνη. Ένιωσε ότι οι ματιές τους τον κάρφωναν στο κρεβάτι.
«Το όνομά σου και η περιγραφή σου οδεύουν προς τους φρουρούς της πύλης», είπε η Άμερλιν, «και τους υπεύθυνους του λιμανιού. Θα προσπαθήσω να μη σε κρατήσω μέσα στον Πύργο, αλλά δεν θα φύγεις από την Ταρ Βάλον, αν δεν γιατρευτείς. Σε περίπτωση που προσπαθήσεις να κρυφτείς στην πόλη, η πείνα θα σε οδηγήσει πάλι εδώ, στο τέλος κι αν όχι, θα σε βρούμε πριν πεθάνεις της πείνας».
«Γιατί θέλετε τόσο πολύ να με κρατήσετε εδώ;» ζήτησε να μάθει. Άκουσε τη φωνή της Σελήνης. Θέλουν να σε χρησιμοποιήσουν. «Τι σας νοιάζει αν λιμοκτονήσω ή όχι; Θα βρω φαΐ μόνος μου».
Η Άμερλιν άφησε ένα γελάκι, που δεν έδειχνε ιδιαίτερη ευθυμία. «Με δύο ασημένια μάρκα και μια χούφτα χάλκινα, παιδί μου; Θα πρέπει να έχεις πολύ μεγάλη τύχη στα ζάρια για να πληρώσεις το φαγητό που θα χρειαστείς τις επόμενες μέρες. Δεν Θεραπεύουμε ανθρώπους για να τους αφήσουμε μετά να χαραμίσουν τον κόπο μας πεθαίνοντας, ενώ ακόμα χρειάζονται περίθαλψη. Πέραν τούτου, μπορεί να χρειαστείς κι άλλη Θεραπεία».
«Κι άλλη; Είπες ότι με Θεραπεύσατε. Γιατί να χρειαστώ κι άλλη;»
«Παιδί μου, κουβαλούσες αυτό το εγχειρίδιο επί μήνες. Πιστεύω ότι βγάλαμε από μέσα σου κάθε ίχνος του, αλλά, αν μας ξέφυγε έστω και ο μικρότερος κόκκος του, πάλι μπορεί να αποβεί μοιραίο. Και ποιος, άραγε, ξέρει τι συνέπειες μπορεί να έχει το γεγονός ότι ήταν στην κατοχή σου τόσο καιρό; Σε μισό χρόνο από τώρα, σε ένα χρόνο, ίσως εύχεσαι να είχες μια Άες Σεντάι να σε Θεραπεύσει πάλι».
«Θέλεις να μείνω εδώ ένα χρόνο;» είπε χωρίς να πιστεύει στα αυτιά του, με δυνατή φωνή. Η Ληάνε σάλεψε από τη θέση της και του έριξε μια αιχμηρή ματιά, αλλά τα γαλήνια χαρακτηριστικά της Άμερλιν δεν ταράχτηκαν.
«Ίσως όχι τόσο καιρό, παιδί μου. Αλλά αρκετό καιρό για να βεβαιωθούμε. Σίγουρα κι εσύ θα θέλεις το ίδιο. Θα σαλπάριζες με πλοίο, μη ξέροντας αν το σκαρί είναι σωστά καλαφατισμένο, ή αν υπήρχαν σάπιες σανίδες;».
«Δεν ξέρω πολλά από πλοία», μουρμούρισε ο Ματ. Μπορεί να ήταν αλήθεια. Οι Άες Σεντάι ποτέ δεν έλεγαν ψέματα, αλλά εδώ άκουγε πολλά «αν» και «ίσως». «Λείπω πολύ καιρό από το σπίτι, Μητέρα. Ο μπαμπάς και η μαμά μου μάλλον θα με έχουν για πεθαμένο».
«Αν θέλεις να τους γράψεις γράμμα, μπορώ να φροντίσω να φτάσει στο Πεδίο του Έμοντ».
Ο Ματ περίμενε, αλλά η Άες Σεντάι δεν συνέχισε. «Ευχαριστώ, Μητέρα», της είπε. Τόλμησε να αφήσει ένα γελάκι. «Με ξαφνιάζει λιγάκι που ο μπαμπάς μου δεν ήρθε να με ψάξει. Είναι από τους ανθρώπους που κάνουν τέτοια πράγματα». Δεν ήταν βέβαιος, αλλά του φάνηκε ότι η Άμερλιν δίστασε πριν απαντήσει.
«Ήρθε. Η Ληάνε του μίλησε».
Η Τηρήτρια, αμέσως, συμπλήρωσε: «Τότε ακόμα δεν ξέραμε πού ήσουν, Ματ. Του το είπα κι αυτός έφυγε πριν έρθουν τα πυκνά χιόνια. Του έδωσα λίγο χρυσάφι, για να διευκολύνω το ταξίδι της επιστροφής του».
«Αναμφίβολα», είπε η Άμερλιν, «θα χαρεί να μάθει νέα σου. Το ίδιο και η μητέρα σου, σίγουρα. Δώσε μου το γράμμα όταν το γράψεις και θα φροντίσω το ζήτημα».
Του το είχαν πει, αλλά είχε αναγκαστεί να ρωτήσει. Και δεν είπαν κουβέντα για τον μπαμπά τον Ραντ. Ίσως σκέφτηκαν ότι δεν θα με ενδιέφερε, ίσως επειδή... Που να καώ, δεν ξέρω. Ποιος βγάζει άκρη με τις Άες Σεντάι; «Ταξίδευα με ένα φίλο, τον Ραντ αλ’Θορ. Τον θυμάσαι. Ξέρεις αν είναι καλά; Πάω στοίχημα ότι και ο δικός του μπαμπάς ανησυχεί».
«Απ’ όσο ξέρω», είπε η Άμερλιν χωρίς να κομπιάσει, «το αγόρι είναι μια χαρά, αλλά ποιος μπορεί να πει με σιγουριά; Τον είδα μόνο μια φορά, τότε που είχε δει εσένα, στο Φαλ Ντάρα». Στράφηκε προς την Τηρήτρια. «Ίσως θέλει ένα κομματάκι πίτα, Ληάνε. Και κάτι για το λαιμό του, αν συνεχίσει να μιλάει τόσο πολύ. Θα φροντίσεις να του φέρουν;»
Η ψηλή Άες Σεντάι έφυγε μουρμουρίζοντας: «Στις προσταγές σου, Μητέρα».
Όταν η Άμερλιν στράφηκε πάλι στον Ματ, χαμογελούσε, αλλά τα μάτια της ήταν ένας γαλάζιος πάγος. «Υπάρχουν πράγματα που είναι επικίνδυνο να συζητάς, ακόμη και μπροστά στη Ληάνε. Περισσότεροι έχουν σκοτωθεί από απρόσεχτη γλώσσα παρά από άξαφνο μπουρίνι».
«Επικίνδυνο, Μητέρα;» Ξαφνικά, ένιωσε το στόμα του κατάξερο, αλλά αντιστάθηκε στην πειρασμό να γλείψει τα χείλη του. Φως μου, πόσα ξέρει για τον Ραντ; Μακάρι να μην είχε τόσα μυστικά η Μουαραίν. «Μητέρα, δεν ξέρω τίποτα το επικίνδυνο. Με δυσκολία θυμάμαι τα μισά απ’ όσα ξέρω».
«Θυμάσαι το Κέρας;»
«Ποιο κέρας είναι αυτό, Μητέρα;»
Η Άες Σεντάι σηκώθηκε και ορθώθηκε απειλητικά από πάνω του, τόσο γρήγορα που ο Ματ σχεδόν δεν πρόφτασε να δει την κίνησή της. «Αν πας να παίξεις μαζί μου, μικρέ, θα σε κάνω να παρακαλάς κλαίγοντας για τη μητέρα σου. Δεν έχω καιρό για παιχνίδια, ούτε κι εσύ. Τώρα, θυ-μά-σαι;»
Κρατώντας σφιχτά την κουβέρτα γύρω του, αναγκάστηκε να καταπιεί, πριν μπορέσει να πει: «Θυμάμαι, Μητέρα».
Εκείνη φάνηκε να χαλαρώνει κάπως και ο Ματ ανασήκωσε τους ώμους ανήσυχα. Ένιωθε σαν να σηκωνόταν από τη σανίδα του δήμιου.
«Ωραία. Πολύ ωραία, Ματ». Κάθισε αργά πίσω, μελετώντας τον. «Ξέρεις ότι είσαι συνδεμένος με το Κέρας;» Αυτός, εμβρόντητος, πρόφερε σιωπηλά τη λέξη «συνδεμένος» κι εκείνη ένευσε. «Νόμιζα ότι δεν το ήξερες. Ήσουν ο πρώτος που ήχησε το Κέρας του Βαλίρ από τότε που βρέθηκε. Για σένα, θα καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο. Για οποιονδήποτε άλλο, είναι ένα απλό κέρας ― όσο ζεις».
Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Όσο ζω», είπε άτονα και η Αμερλιν ένευσε. «Θα μπορούσες να με αφήσεις να πεθάνω». Ένευσε πάλι. «Τότε θα μπορούσες να βάλεις να το ηχήσει όποιος ήθελες και θα δούλευε». Ένευσε ξανά. «Μα το αίμα και τις στάχτες! Θέλεις να το ηχήσω για σένα. Όταν έρθει η Τελευταία Μάχη, θέλεις να καλέσω ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν τον Σκοτεινό για σένα. Μα το αίμα και τις στάχτες!»
Εκείνη ακούμπησε τον αγκώνα της στο μπράτσο της καρέκλας και στήριξε το πρόσωπό της με το χέρι. Το βλέμμα της δεν ξεκόλλησε από πάνω του. «Θα προτιμούσες την εναλλακτική λύση;»
Αυτός συνοφρυώθηκε κι έπειτα θυμήθηκε ποια ήταν η εναλλακτική λύση. Για να φυσήξει άλλος το Κέρας.., «Θέλεις να ηχήσω το Κέρας; Τότε θα το ηχήσω. Δεν είπα ποτέ ότι δεν θα το έκανα, έτσι δεν είναι;»
Η Άμερλιν άφησε έναν απηυδισμένο στεναγμό. «Μου θυμίζεις το θείο μου, τον Χούαν. Κανένας δεν τον έκανε ζάφτι. Κι από πάνω, του άρεσε να παίζει τυχερά παιχνίδια και προτιμούσε να διασκεδάζει παρά να δουλεύει. Πέθανε βγάζοντας παιδιά από ένα σπίτι που καιγόταν. Όσο είχε παιδιά μέσα, αυτός έμπαινε και ξανάμπαινε. Είσαι σαν κι αυτόν, Ματ; Θα είσαι εκεί όταν οι φλόγες ψηλώσουν;»
Ο Ματ δεν αντίκρισε το βλέμμα της. Εξέταζε τα δάχτυλά του, καθώς σκάλιζαν με ενόχληση την κουβέρτα. «Δεν είμαι ήρωας. Κάνω αυτό που πρέπει να γίνει, αλλά δεν είμαι ήρωας».
«Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που λέμε ήρωες, απλώς έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει. Φαντάζομαι να είναι αρκετό. Προς το παρόν. Δεν πρέπει να μιλήσεις για το Κέρας σε κανέναν άλλο, εκτός από μένα, παιδί μου. Ούτε για το σύνδεσμό σου με αυτό».
Προς το παρόν; σκέφτηκε αυτός. Μόνο αυτό θα σου δώσω, είτε τώρα είτε άλλοτε. «Μα τις στάχτες, δεν θα πάω να πω σε όλο τον —» Εκείνη σήκωσε τα φρύδια κι ο Ματ ξαναμίλησε με ήρεμο τόνο. «Δεν θέλω να το πω σε κανέναν. Μακάρι να μην το ήξερε κανείς. Γιατί θέλεις να το κρατήσεις κρυφό; Δεν εμπιστεύεσαι τις Άες Σεντάι σου;»
Για μια στιγμή, που φάνηκε ατέλειωτη, πίστεψε ότι το είχε παρατραβήξει. Το πρόσωπο της Άες Σεντάι είχε σκληρύνει και το βλέμμα της μπορούσε να σμιλέψει λαβή τσεκουριού.
«Αν ήταν στο χέρι μου να το ξέρουμε μόνο εγώ κι εσύ», του είπε ψυχρά, «θα το έκανα. Όσο περισσότεροι ξέρουν κάτι τέτοιο τόσο περισσότερο εξαπλώνεται αυτή η γνώση, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις. Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι το Κέρας του Βαλίρ είναι μονάχα θρύλος κι αυτοί που ξέρουν κάτι παραπάνω, πιστεύουν ότι οι Κυνηγοί ακόμα δεν το έχουν βρει. Μα το Σάγιολ Γκουλ ξέρει ότι βρέθηκε κι αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν τουλάχιστον κάποιοι Σκοτεινόφιλοι που γνωρίζουν. Όμως, δεν ξέρουν που είναι κι αν το Φως λάμψει πάνω μας, δεν θα ξέρουν ούτε ότι το φύσηξες εσύ. Στ’ αλήθεια, θέλεις να σε κυνηγούν Σκοτεινόφιλοι; Ημιάνθρωποι ή άλλοι Σκιογέννητοι; Θέλουν το Κέρας. Σίγουρα το ξέρεις αυτό. Το Κέρας λειτουργεί και για τη Σκιά, όπως και για το Φως. Μα για να λειτουργήσει γι’ αυτούς, πρέπει να σε πιάσουν, ή να σε σκοτώσουν. Θέλεις να το διακινδυνέψεις;»
Ο Ματ ευχήθηκε να είχε άλλη μια κουβέρτα, ίσως κι ένα μαξιλάρι από πούπουλα χήνας. Το δωμάτιο, ξαφνικά, του φαινόταν παγωμένο. «Θέλεις να μου πεις ότι οι Σκοτεινόφιλοι θα έρθουν εδώ πέρα για να με βρουν; Νόμιζα ότι ο Λευκός Πύργος μπορούσε να σταματήσει τους Σκοτεινόφιλους ώστε να μην μπορούν να περάσουν». Θυμήθηκε τι είχε πει η Σελήνη για το Μαύρο Άτζα και αναρωτήθηκε τι θα έλεγε γι’ αυτό η Άμερλιν.
«Καλός λόγος για να μείνεις, δεν συμφωνείς;» Σηκώθηκε όρθια και έσιαξε τα φουστάνια της. «Αναπαύσου, παιδί μου. Σε λίγο θα νιώσεις καλύτερα. Αναπαύσου». Έκλεισε γρήγορα την πόρτα πίσω της.
Ο Ματ έμεινε πολλή ώρα να ατενίζει το ταβάνι. Μόλις που πρόσεξε τη γυναίκα, που ήρθε με ένα κομμάτι πίτα και μια ακόμα κανάτα με γάλα και πήρε μαζί της το δίσκο με τα άδεια πιάτα. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά όταν μύρισε τη ζεστή μοσχοβολιά των μήλων και των μυρωδικών, αλλά ο Ματ δεν έδωσε σημασία. Η Άμερλιν νόμιζε πως τον κρατούσε σαν πρόβατο στο μαντρί. Και η Σελήνη... Για το Φως, ποια είναι; Τι γυρεύει; Η Σελήνη σε μερικά είχε δίκιο· αλλά η Άμερλιν του είχε πει ότι σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει, καθώς και το πώς. Κατά κάποιον τρόπο. Οι εξηγήσεις της είχαν αρκετά κενά κι αυτό δεν του άρεσε, τόσα κενά που από κει χωρούσε να περάσει κάτι θανάσιμο. Η Άμερλιν ήθελε κάτι και η Σελήνη ήθελε κάτι και ο Ματ ήταν το σκοινί που τραβούσαν μεταξύ τους. Του φαινόταν ότι θα προτιμούσε να τα βάλει με Τρόλοκ, παρά να μπει ανάμεσα σε αυτές τις δύο.
Σίγουρα υπήρχε κάποια έξοδος από την Ταρ Βάλον, τρόπος να ξεφύγει από τα βρόχια και των δύο. Από τη στιγμή που θα βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του ποταμού, θα μπορούσε να ξεφύγει από τα χέρια των Άες Σεντάι ― και της Σελήνης και των Σκοτεινόφιλων, επίσης. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Σίγουρα υπήρχε τρόπος. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να το σκεφτεί απ’ όλες τις πλευρές. Η πίτα στο τραπέζι κρύωνε.