24 Ανίχνευση και Ανακαλύψεις

Το φως του ήλιου, που έμπαινε από τα αψιδωτά παντζούρια και σερνόταν στο κρεβάτι, ξύπνησε τον Ματ. Για μια στιγμή, έμεινε ακίνητος στο κρεβάτι, κατσουφιάζοντας. Μπορεί πριν τον πάρει ο ύπνος να μην είχε καταστρώσει κάποιο σχέδιο για να ξεφύγει από την Ταρ Βάλον, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι τα είχε παρατήσει. Ήταν πολλές οι μνήμες, που τις σκέπαζε η ομίχλη, αλλά δεν θα τα παρατούσε.

Δύο υπηρέτριες ήρθαν φουριόζες, κουβαλώντας ζεστό νερό και ένα παραφορτωμένο δίσκο με φαγητά, γελώντας, λέγοντάς του πόσο καλύτερος έδειχνε κιόλας και πόσο σύντομα θα στεκόταν ξανά στα πόδια του, αν έκανε ό,τι του έλεγαν οι Άες Σεντάι. Αυτός απάντησε κοφτά, προσπαθώντας να μη δείξει πικρία. Άσ’ τες να πιστέψουν ότι θα πάω με τα νερά τους. Το στομάχι του γουργούρισε με τις ευωδιές που έρχονταν από το δίσκο.

Όταν οι γυναίκες έφυγαν, πέταξε στο πλάι την κουβέρτα και πήδηξε από το κρεβάτι, κάνοντας μια στάση για να χώσει μισή φέτα χοιρομέρι στο στόμα, πριν βάλει λίγο νερό για να πλυθεί και να ξυριστεί. Ενώ σαπούνιζε το πρόσωπό του, είδε τον καθρέφτη πάνω από τη λεκάνη και κοντοστάθηκε. Πράγματι, φαινόταν καλύτερα.

Τα μάγουλά του ήταν ακόμα ρουφηγμένα, αλλά όχι όσο πριν. Είχαν χαθεί οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, τα οποία τώρα δεν έμοιαζαν να είναι τόσο βαθουλωτά. Ήταν σαν κάθε μπουκιά που είχε φάει το προηγούμενο βράδυ να είχε βάλει αμέσως σάρκα στα κόκαλα του. Επίσης, ένιωθε δυνατότερος.

«Με αυτό το ρυθμό», μουρμούρισε, «θα φύγω πριν το καταλάβουν». Αλλά ξαφνιάστηκε πάλι όταν, μετά το ξύρισμα, κάθισε κάτω και καταβρόχθισε και την τελευταία μπουκιά από το χοιρομέρι, τα γογγύλια και τα αχλάδια που ήταν στο δίσκο.

Ήταν σίγουρος ότι εκείνες περίμεναν πως θα ξάπλωνε πάλι στο κρεβάτι μετά το φαγητό, αλλά, αντιθέτως, ντύθηκε. Χτύπησε τα πόδια στο πάτωμα για να βολευτεί στις μπότες του, κοίταξε τα υπόλοιπα ρούχα και αποφάσισε να τα αφήσει προς το παρόν. Πρώτα, πρέπει να ξέρω τι κάνω. Και, αν χρειαστεί, να τις αφήσω... Έχωσε τις ζαροθήκες στο θύλακό του. Με αυτές, θα μπορούσε να βρει όσα ρούχα χρειαζόταν.

Άνοιξε την πόρτα και κρυφοκοίταξε έξω. Ο διάδρομος ήταν γεμάτος πόρτες από ανοιχτόχρωμο, χρυσοστόλιστο ξύλο και πολύχρωμα υφαντά ανάμεσά τους, ενώ ένα γαλάζιο, στενό καρπέτο σκέπαζε τα λευκά πλακάκια του πατώματος. Δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί. Ούτε φρουρός. Έριξε το μανδύα στον ώμο του και προχώρησε βιαστικά. Τώρα έπρεπε να βρει το δρόμο για να βγει έξω.

Περιπλανήθηκε λιγάκι στην αρχή, κατέβηκε σκάλες και πέρασε διαδρόμους, διέσχισε ανοιχτές αυλές και ύστερα βρήκε αυτό που έψαχνε, μια πόρτα που έβγαζε έξω. Τότε είδε ανθρώπους: υπηρέτριες και μαθητευόμενες στα λευκά, που έτρεχαν στις δουλειές τους και, μάλιστα, οι μαθητευόμενες έτρεχαν πιο γρήγορα από τις υπηρέτριες· μερικούς άντρες υπηρέτες, ντυμένους με κακοραμμένα ρούχα, που κουβαλούσαν μεγάλα κιβώτια και άλλα βαριά φορτία· Αποδεχθείσες με ριγωτά φορέματα. Ακόμα και λίγες Άες Σεντάι.

Οι Άες Σεντάι δεν έδειξαν να τον προσέχουν, καθώς προχωρούσαν με μεγάλα βήματα προσηλωμένες στον προορισμό τους, ή απλώς του έριχναν μια σύντομη ματιά. Φορούσε ρούχα χωρικού, αλλά ήταν καλοφτιαγμένα· δεν έμοιαζε με περιπλανώμενο και η παρουσία υπηρετών έδειχνε ότι σ’ αυτό το μέρος του Πύργου επιτρέπονταν οι άντρες. Υποψιάστηκε ότι τον έπαιρναν κι αυτόν για υπηρέτη κι αυτό δεν τον πείραζε καθόλου, αρκεί να μην του ζητούσε κάποιος να σηκώσει κάτι.

Λυπήθηκε κάπως που ανάμεσα στις γυναίκες που έβλεπε δεν ήταν η Εγκουέν ή η Νυνάβε, ή ακόμα και η Ηλαίην. Ομορφούλα είναι, άσχετα που πολλές φορές το παίζει ακατάδεχτη. Και θα μπορούσε να μου πει πού να βρω την Εγκουέν και τη Σοφία. Δεν γίνεται να φύγω δίχως να τις αποχαιρετήσω. Φως μου, δεν φαντάζομαι να με καρφώσουν στις άλλες, επειδή τώρα πάνε να γίνουν Άες Σεντάι; Που να καώ, τι βλάκας που είμαι! Δεν πρόκειται να κάνουν τέτοιο πράγμα. Εν πάση περιπτώσει, θα το διακινδυνεύσω.

Όταν, όμως, βγήκε έξω, κάτω από το λαμπερό, πρωινό ουρανό, που είχε μόνο λίγα περαστικά συννεφάκια, έβγαλε για λίγο τις γυναίκες από το νου του. Είδε μπροστά του μια πλατιά, πλακοστρωμένη αυλή με ένα σιντριβάνι από ακατέργαστη πέτρα στο κέντρο και έναν γκρίζο, λιθόκτιστο στρατώνα στην άλλη πλευρά. Ο στρατώνας έμοιαζε περισσότερο με πελώριο αγκωνάρι ανάμεσα στα λιγοστά δέντρα, που φύτρωναν παραδίπλα, σε ειδικά ανοιγμένες τρύπες στο πλακόστρωτο. Μπροστά στο χαμηλό, μακρύ κτίριο κάθονταν φρουροί, που είχαν μείνει με τα πουκάμισα και περιποιούνταν τα όπλα, τις αρματωσιές και τις σέλες τους. Αυτό ακριβώς ήθελε τώρα ― φρουρούς.

Προχώρησε αργά στην αυλή και παρακολουθούσε τους στρατιώτες, σαν να μην είχε να κάνει τίποτα καλύτερο. Ενώ δούλευαν, μιλούσαν και γελούσαν μεταξύ τους, όπως έκαναν οι άντρες μετά το θερισμό. Αραιά και πού κάποιος σήκωνε το βλέμμα στον Ματ, καθώς τριγυρνούσε ανάμεσά τους, αλλά κανένας δεν αμφισβήτησε ότι είχε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Κάποιες φορές, ο Ματ έκανε αθώες ερωτήσεις. Και κάποια στιγμή, άκουσε την απάντηση που περίμενε.

«Φρουρός της γέφυρας;» είπε ένας γεροδεμένος, μελαχρινός άντρας, που το πολύ να ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Ματ. Η ομιλία του είχε τη βαριά προφορά των Ιλιανών. Μπορεί να ήταν νεαρός, αλλά μια λεπτή, άσπρη ουλή χάραζε το αριστερό μάγουλό του και τα χέρια του, που λάδωναν το σπαθί, κινούνταν με άνεση και δεξιοτεχνία. Μισόκλεισε τα μάτια και μετά ξανάρχισε τη δουλειά του. «Εγώ είμαι φρουρός στη γέφυρα και θα ξαναγυρίσω απόψε. Γιατί ρωτάς;»

«Απλώς αναρωτιέμαι πώς είναι η κατάσταση στην άλλη όχθη του ποταμού». Να μάθω κι αυτό, τουλάχιστον, «Κάνει για ταξίδι; Δεν φαντάζομαι να είναι λασπωμένη, εκτός αν έπεσαν πιο πολλές βροχές απ’ όσο ξέρω».

«Ποια όχθη;» ρώτησε ήρεμα ο φρουρός. Το βλέμμα του δεν σηκώθηκε από το λαδωμένο πανί, που χάιδευε τη λεπίδα του.

«Ε... την ανατολική. Την ανατολική μεριά».

«Λάσπες, όχι. Λευκομανδίτες». Ο άντρας έγειρε στο πλάι για να φτύσει, αλλά η φωνή του δεν άλλαξε. «Οι Λευκομανδίτες χώνουν τη μύτη τους σε όλα τα χωριά, μέχρι δέκα μίλια παραέξω. Ακόμα δεν πείραξαν κανέναν, αλλά και μόνο που είναι εκεί, ο κόσμος δεν βρίσκει ησυχία. Που να με φάει η μοίρα μου, κάτι μου λέει ότι θέλουν να μας προκαλέσουν, επειδή δείχνουν ότι θα επιτίθονταν, αν μπορούσαν. Άσχημη κατάσταση για όσους θέλουν να ταξιδέψουν».

«Δυτικά, τότε;»

«Τα ίδια». Ο φρουρός σήκωσε το βλέμμα στον Ματ. «Αλλά δεν περνάς απέναντι, παλικάρι μου, ούτε ανατολικά, ούτε δυτικά. Αν δεν σε λένε Μάτριμ Κώθον, να με καταραστεί η μοίρα μου. Χθες το βράδυ μια αδελφή, η ίδια αυτοπροσώπως, ήρθε στη γέφυρα, εκεί που φυλούσα. Μας έκανε κήρυγμα για το παρουσιαστικό σου, μέχρι που, στο τέλος, όλοι μπορούσαμε να της το ξαναπούμε σωστά. Καλεσμένος, μας είπε, που δεν πρέπει να πειράξουμε ούτε τρίχα του. Αλλά απαγορεύεται να βγει από την πόλη, ακόμα κι αν χρειαστεί να τον δέσουμε χειροπόδαρα, για να τον σταματήσουμε». Τα μάτια του στένεψαν. «Μήπως τους έκλεψες κάτι;» ρώτησε με αμφιβολία. «Δεν μοιάζεις με εκείνους που προσκαλούν οι αδελφές».

«Δεν έκλεψα τίποτα», είπε αγανακτισμένα ο Ματ. Που να καώ, δεν πρόφτασα ούτε να του το πλασάρω με το μαλακό. Όλοι θα με ξέρουν εδώ. «Δεν είμαι κλέφτης!»

«Μπα, δεν βλέπω τέτοιο πράγμα στο πρόσωπό σου. Δεν είσαι κλέφτης. Μοιάζεις, όμως, με τον άλλο, που πήγε να μου πουλήσει το Κέρας του Βαλίρ πριν από τρεις μέρες. Αυτό έλεγε ότι ήταν, χτυπημένο και ταλαιπωρημένο, όπως έπρεπε να είναι. Έχεις να μου πουλήσεις το Κέρας του Βαλίρ; Ή, ίσως, το σπαθί του Δράκοντα;»

Ο Ματ τινάχτηκε ακούγοντας τον άλλο να αναφέρει το Κέρας, αλλά κατάφερε να κρατήσει ήρεμο τον τόνο του. «Ήμουν άρρωστος». Τώρα τον κοίταζαν κι άλλοι φρουροί. Φως μου, τώρα όλοι θα μάθουν ότι απαγορεύεται να φύγω. Ανάγκασε τον εαυτό του να χαμογελάσει. «Οι αδελφές με Θεράπευσαν». Κάποιοι από τους φρουρούς τον κοίταξαν σμίγοντας τα φρύδια. Μπορεί να πίστευαν ότι οι υπόλοιποι άντρες έπρεπε να δείχνουν σεβασμό στις Άες Σεντάι και όχι να τις αποκαλούν αδελφές. «Φαίνεται ότι οι Άες Σεντάι δεν θέλουν να φύγω, πριν ξαναβρώ τη δύναμή μου». Προσπάθησε με τη δύναμη της σκέψης του να πείσει τους άντρες —που τώρα τον κοίταζαν όλοι — να το πιστέψουν. Είναι απλώς κάποιος που Θεραπεύτηκε. Τίποτα παραπάνω. Δεν υπάρχει λόγος να ασχολείστε άλλο μαζί του.

Ο Ιλιανός ένευσε. «Πράγματι» το πρόσωπό σου δείχνει αρρώστια. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος. Αλλά δεν άκουσα ποτέ να νοιάζονται τόσο για να κρατήσουν έναν άρρωστο μέσα στην πόλη».

«Αυτός είναι ο λόγος», είπε σταθερά ο Ματ. Ακόμα τον κοίταζαν όλοι. «Να πηγαίνω τώρα. Είπαν ότι πρέπει να κάνω περιπάτους. Πολλούς και μεγάλους περιπάτους. Ξέρεις, για να ξαναβρώ τη δύναμή μου».

Φεύγοντας, ένιωθε τα βλέμματά τους να τον ακολουθούν και κατσούφιασε. Σκόπευε, απλώς, να βρει αν είχαν κυκλοφορήσει καλά την περιγραφή του. Αν την είχαν μόνο οι αξιωματικοί των φρουρών της γέφυρας, ίσως τότε κατάφερνε να ξεγλιστρήσει. Πάντα ήταν καλός στο να χώνεται αθέατος σε διάφορα μέρη. Και να ξαναβγαίνει. Ήταν ένα ταλέντο που το εξασκούσες καλά όταν η μητέρα σου πάντα σε υποψιαζόταν για κάποια σκανταλιά και είχες τέσσερις αδελφές που σε μαρτυρούσαν. Και τώρα κατάφερα να με μάθει μισός στρατώνας φρουροί. Μα το αίμα και τις στάχτες!

Μεγάλο τμήμα της περιοχής του Παλατιού το αποτελούσαν κήποι γεμάτοι δέντρα ― λέδερλιφ, πέιπερμπαρκ και φτελιές. Σε λίγο, ο Ματ βρέθηκε να περπατά σε ένα πλατύ, φιδίσιο μονοπάτι στρωμένο με χαλίκια. Θα έλεγε κανείς ότι βρισκόταν στην εξοχή, αν δεν φαινόταν οι πύργοι πάνω από τις κορυφές των δέντρων, καθώς και ο λευκός όγκος του Πύργου, που ήταν πίσω του, αλλά τον πλάκωνε σαν να τον κουβαλούσε στους ώμους του. Αν υπήρχαν αφύλακτες έξοδοι από τον περίβολο του Παλατιού, σ’ αυτό το μέρος θα βρίσκονταν. Αν υπήρχαν.

Μπροστά του, στο δρομάκι, εμφανίστηκε μια κοπέλα με τα λευκά ρούχα των μαθητευόμενων, που προχωρούσε με μεγάλα, σίγουρα βήματα προς το μέρος του. Χαμένη στις σκέψεις της, στην αρχή δεν τον είδε. Όταν τον πλησίασε αρκετά ώστε να διακρίνει τα μεγάλα, μαύρα μάτια της και τον τρόπο που ήταν δεμένα πλεξούδες τα μαλλιά της, ο Ματ, ξαφνικά, χαμογέλασε πλατιά. Ήξερε αυτή την κοπέλα —μια ανάμνηση αναδύθηκε από τα ομιχλώδη βάθη του μυαλού του― παρ’ όλο που δεν περίμενε πως θα την έβρισκε ποτέ εδώ. Δεν περίμενε πως θα την ξανάβλεπε. Καλή τύχη, για να εξισορροπήσει την κακή. Απ’ ό,τι θυμόταν ο Ματ, η κοπέλα καλόβλεπε τα αγόρια.

«Έλσε», τη φώναξε. «Έλσε Γκρίνγουελ. Με θυμάσαι, έτσι δεν είναι; Ο Ματ Κώθον είμαι. Ένας φίλος μου κι εγώ επισκεφτήκαμε τη φάρμα του πατέρα σου. Θυμάσαι; Τι έγινε, αποφάσισες να γίνεις Άες Σεντάι;»

Εκείνη σταμάτησε απότομα, καρφώνοντας το βλέμμα της πάνω του. «Τι σηκώθηκες και βγήκες έξω;» του είπε ψυχρά.

«Α, ξέρεις για όλα αυτά;» Την πλησίασε, αλλά εκείνη οπισθοχώρησε, κρατώντας απόσταση. Αυτός σταμάτησε. «Δεν είναι κολλητικό. Θεραπεύτηκα, Έλσε». Τα μεγάλα, μαύρα μάτια της του φαίνονταν πιο συνετά απ’ όσο τα θυμόταν και όχι τόσο τρυφερά, αλλά σκέφτηκε πως μπορεί έτσι να γινόταν όταν μελετούσες για να γίνεις Άες Σεντάι, «Τι τρέχει, Έλσε; Κάνεις σαν να μη με ξέρεις».

«Σε ξέρω», του είπε. Ούτε και το φέρσιμο της ήταν όπως το θυμόταν απ’ ό,τι έβλεπε τώρα, η Έλσε είχε γίνει χειρότερη από την Ηλαίην. «Έχω... δουλειές. Άφησέ με να περάσω».

Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα. Το δρομάκι ήταν αρκετά πλατύ για να περάσουν έξι άτομα δίπλα-δίπλα, χωρίς να στριμωχτούν. «Σου είπα ότι δεν είναι κολλητικό».

«Άσε με να περάσω!»

Μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια του, έκανε στην άκρη του δρόμου. Η Έλσε προχώρησε από την αντίθετη μεριά, κοιτώντας τον για να είναι σίγουρη ότι δεν θα την πλησίαζε. Όταν τον πέρασε, τάχυνε το βήμα της και τον κοιτούσε πάνω από τον ώμο της, ώσπου χάθηκε από το βλέμμα του, όταν πήρε μια στροφή.

Ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν θα την ακολουθούσα, σκέφτηκε ξινά. Πρώτα οι φρουροί και τώρα η Έλσε. Σήμερα δεν έχω τύχη.

Συνέχισε το δρόμο του και σε λίγο άκουσε μανιασμένους κρότους σε μια μεριά πιο μπροστά, λες και δεκάδες ξύλα χτυπούσαν το ένα το άλλο. Περίεργος, έστριψε προς τα κει και χώθηκε στα δέντρα.

Με λίγο περπάτημα βρέθηκε σε μια ανοιχτή έκταση, της οποίας το χώμα ήταν πατημένο και σκληρό, με πλάτος τουλάχιστον πενήντα απλωσιές και μήκος σχεδόν το διπλάσιο. Γύρω-γύρω, ανά διαστήματα, κάτω από τα δέντρα, υπήρχαν ξύλινα στηρίγματα για όπλα, που είχαν πολεμικές ράβδους και σπαθιά εξάσκησης φτιαγμένα από κομμάτια ξύλου δεμένα χαλαρά μεταξύ τους, καθώς και μερικά αληθινά σπαθιά, πέλεκεις και δόρατα.

Αραιά στην ανοιχτή έκταση, ζευγάρια αντρών, γυμνοί από τη μέση και πάνω οι περισσότεροι, πολεμούσαν με σπαθιά εξάσκησης. Κάποιοι κινούνταν με τόση χάρη που έμοιαζαν να χορεύουν, περνώντας αρμονικά από τη μια στάση στην άλλη, σπαθίζοντας και αποκρούοντας με μια διαρκή κίνηση. Δεν υπήρχε κάτι, εκτός από τη δεξιοτεχνία, που να τους ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, αλλά ο Ματ ήταν βέβαιος πως έβλεπε Προμάχους.

Εκείνοι που δεν κινούνταν με τόση χάρη ήταν οι νεώτεροι και κάθε ζευγάρι βρισκόταν κάτω από το προσεκτικό βλέμμα ενός μεγαλύτερου άντρα, του οποίου η στάση έμοιαζε να ακτινοβολεί μια επικίνδυνη χάρη, ακόμα κι όταν έστεκε ακίνητος. Πρόμαχοι και μαθητές, συμπέρανε ο Ματ.

Δεν ήταν ο μόνος θεατής. Ούτε δέκα απλωσιές πιο πέρα, πέντε-έξι γυναίκες με τα αγέραστα πρόσωπα των Άες Σεντάι και άλλες τόσες, με τα ριγωτά, λευκά φορέματα των Αποδεχθεισών, στέκονταν παρακολουθώντας ένα ζευγάρι μαθητών, γυμνών από τη μέση και πάνω και υπό την καθοδήγηση ενός Προμάχου, ο οποίος έμοιαζε με κομμάτι βράχου. Ο Πρόμαχος κρατούσε στο ένα χέρι μια κοντή πίπα, που ευωδίαζε καπνό από ταμπάκ, για να καθοδηγεί τους μαθητές του.

Ο Ματ κάθισε ανακούρκουδα κάτω από ένα λέδερλιφ, ξεκόλλησε τρεις μεγαλούτσικες πέτρες από το χώμα και άρχισε να παίζει με αυτές αφηρημένα. Όχι ότι ένιωθε αδύναμος, αλλά ήταν ωραία που καθόταν. Αν υπήρχε έξοδος από το Παλάτι, δεν θα χανόταν όσο αυτός αναπαυόταν λιγάκι.

Πριν περάσουν πέντε λεπτά, κατάλαβε ποιους παρακολουθούσαν οι Άες Σεντάι και οι Αποδεχθείσες. Ένας από τους μαθητές του κοντόχοντρου Προμάχου ήταν ένας ψηλός, λυγερός άντρας, με κινήσεις γάτας. Κι όμορφος σχεδόν σαν κορίτσι, σκέφτηκε σαρκαστικά ο Ματ. Όλες οι γυναίκες χάζευαν τον ψηλό άντρα με μάτια που άστραφταν, ακόμα και οι Άες Σεντάι.

Ο ψηλός χειριζόταν το σπαθί εξάσκησης σχεδόν εξίσου επιδέξια με τους Προμάχους και, κάποιες φορές, κέρδιζε το επιδοκιμαστικό, σοβαρό σχόλιο του δασκάλου του. Όχι ότι ήταν άμαθος ο αντίπαλός του, ένας νεαρός πιο κοντά στην ηλικία του Ματ, με ξανθοκόκκινα μαλλιά. Κάθε άλλο, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει ο Ματ, αν και δεν υποστήριζε ότι ήταν γνώστης της ξιφασκίας. Αυτός με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά σταματούσε όλες τις αστραπιαίες επιθέσεις του αντιπάλου του και τις απέκρουε πριν το σπαθί εξάσκησης μπορέσει να τον χτυπήσει, ενώ μερικές φορές εξαπέλυε και δικές του επιθέσεις. Αλλά ο ωραίος απέκρουε τις σπαθιές του και ορμούσε ξανά με χάρη, σχεδόν την ίδια στιγμή.

Ο Ματ πήρε τις πετρούλες στο ένα χέρι και συνέχισε να τις πετάει στον αέρα και να τις πιάνει. Δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει κάποιον απ’ αυτούς τους δύο. Οπωσδήποτε όχι με σπαθί.

«Χωρίστε!» Η φωνή του Προμάχου ήχησε σαν πέτρες που έπεφταν από κουβά. Λαχανιασμένοι, οι δύο άντρες χαμήλωσαν τα σπαθιά εξάσκησης στο πλάι. Τα μαλλιά τους ήταν βρεγμένα από τον ιδρώτα. «Ξεκουραστείτε μέχρι να καπνίσω την πίπα μου. Γρήγορα, όμως· σε λίγο τελειώνω».

Τώρα που είχαν πάψει να χοροπηδούν, ο Ματ μπόρεσε να κοιτάξει καλά το νεαρό με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά. Ξαφνικά, οι πέτρες του έπεσαν από τα χέρια. Που να καώ, πάω στοίχημα ό,τι έχω στο πουγκί μου ότι αυτός είναι ο αδελφός της Ηλαίην. Κι αν ο άλλος δεν είναι ο Γκάλαντ, θα φάω τις μπότες μου. Στο ταξίδι από το Τόμαν Χεντ, του φαινόταν ότι τα μισά απ’ όσα έλεγε η Ηλαίην ήταν για τις αρετές του Γκάγουιν και τα ελαττώματα του Γκάλαντ. Εντάξει, κατά τη γνώμη της Ηλαίην, ο Γκάγουιν είχε και κάποια ελαττώματα, αλλά ήταν μικρά· του Ματ του φαινόταν ότι ήταν πράγματα που μόνο μια αδελφή θα τα θεωρούσε ελαττώματα. Όσο για τον Γκάλαντ, όταν στρίμωχνε την Ηλαίην στο ζήτημα, έμοιαζε με το γιο που, κατά τα λεγόμενά τους, θέλουν όλες οι μητέρες. Ο Ματ δεν είχε ιδιαίτερη διάθεση για την παρέα του Γκάλαντ. Η Εγκουέν κοκκίνιζε κάθε φορά που αναφερόταν το όνομά του, αν και νόμιζε ότι κανείς δεν την καταλάβαινε.

Όταν σταμάτησαν ο Γκάγουιν και ο Γκάλαντ, ακούστηκε ένα σούσουρο από τις γυναίκες που παρακολουθούσαν και φάνηκαν έτοιμες να κάνουν, όλες μαζί, ένα βήμα εμπρός. Αλλά ο Γκάγουιν πρόσεξε τον Ματ, είπε χαμηλόφωνα κάτι στον Γκάλαντ και οι δύο τους προσπέρασαν τις γυναίκες. Οι Άες Σεντάι και οι Αποδεχθείσες γύρισαν για να τους παρακολουθήσουν με το βλέμμα. Ο Ματ σηκώθηκε με κόπο όταν είδε ότι τον πλησίαζαν.

«Είσαι ο Ματ Κώθον, έτσι δεν είναι;» είπε ο Γκάγουιν με ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλά σε κατάλαβα, από την περιγραφή της Εγκουέν. Και της Ηλαίην. Άκουσα ότι ήσουν άρρωστος. Έχεις αναρρώσει;»

«Καλά είμαι», είπε ο Ματ. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να αποκαλέσει τον Γκάγουιν «Άρχοντά μου» ή κάτι ανάλογο. Αρνιόταν να αποκαλεί την Ηλαίην «Αρχόντισσά μου» —όχι ότι η κοπέλα το είχε απαιτήσει ― και αποφάσισε να μη φερθεί καλύτερα στον αδελφό της.

«Ήρθες στο γυμναστήριο για να μάθεις το σπαθί;» ρώτησε το Γκάλαντ.

Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Απλώς βγήκα μια βόλτα. Δεν ξέρω πολλά από σπαθιά. Περισσότερο εμπιστεύομαι ένα καλό τόξο, ή μια καλή πολεμική ράβδο. Αυτά ξέρω πώς να τα κουμαντάρω».

«Αν βρίσκεσαι συχνά κοντά στη Νυνάβε», είπε ο Γκάλαντ, «θα χρειαστείς τόξο, ράβδο και σπαθί για να προστατευτείς. Και δεν ξέρω αν θα φτάσουν».

Ο Γκάγουιν τον κοίταξε με απορία. «Γκάλαντ, παραλίγο να έλεγες κάτι αστείο».

«Μα έχω αίσθηση του χιούμορ, Γκάγουιν», είπε ο Γκάλαντ κατσουφιάζοντας. «Εσύ νομίζεις πως δεν έχω, επειδή δεν με αρέσει να χλευάζω τους ανθρώπους».

Ο Γκάγουιν κούνησε το κεφάλι και στράφηκε ξανά στον Ματ. «Πρέπει να μάθεις τα βασικά του σπαθιού. Έτσι που είναι τα πράγματα, όλοι θα έπρεπε. Ο φίλος σου —ο Ραντ αλ’Θορ― είχε ένα ασυνήθιστο σπαθί. Έχεις νέα του;»

«Έχω πολύ καιρό να δω τον Ραντ», βιάστηκε να πει ο Ματ. Για μια στιγμή, αναφέροντας τον Ραντ, τα μάτια του Γκάγουιν είχαν σπιθίσει. Φως μου, μήπως ξέρει για τον Ραντ; Δεν μπορεί. Αν ήξερε, θα με κατήγγειλε για Σκοτεινόφιλο, μόνο και μόνο επειδή είμαι φίλος τον Ραντ. Αλλά κάτι ξέρει. «Τα σπαθιά δεν είναι το παν, ξέρεις. Νομίζω πως θα τα κατάφερνα μια χαρά εναντίον σας, αν ήμουν εγώ με τη ράβδο κι εσείς με σπαθί».

Ο βήχας του Γκάγουιν προφανώς είχε σκοπό να προλάβει το γέλιο του. Είπε, με υπερβολική ευγένεια: «Θα πρέπει να είσαι πολύ καλός». Το πρόσωπο του Γκάλαντ έδειχνε απροκάλυπτη δυσπιστία.

Ίσως επειδή και οι δύο ολοφάνερα πίστευαν ότι κόμπάζε. Ίσως επειδή είχε κάνει γκάφα με τις ερωτήσεις του στο φρουρό. Ίσως επειδή η Έλσε, που γλυκόβλεπε τα αγόρια, δεν ήθελε ούτε να τον πλησιάσει και όλες αυτές οι γυναίκες είχαν στυλώσει το βλέμμα στον Γκάγουιν, σαν γάτες που κοιτάζουν πιατάκι με κρέμα. Μπορεί να ήταν Άες Σεντάι και Αποδεχθείσες, αλλά δεν έπαυαν να είναι γυναίκες. Όλες αυτές οι ερμηνείες πέρασαν από το μυαλό του Ματ, αλλά τις απέρριψε θυμωμένα, ειδικά την τελευταία. Θα το έκανε, επειδή θα είχε πλάκα. Και, ίσως, επιπλέον, να κέρδιζε και μερικά κέρματα. Δεν θα χρειαζόταν καν την καλοτυχία του.

«Πάω στοίχημα», είπε, «δύο ασημένια μάρκα προς δύο από τον καθένα σας ότι μπορώ να σας νικήσω και τους δύο μαζί, έτσι όπως είπα. Δεν θα βρείτε πιο δίκαιες πιθανότητες. Είστε δύο και είμαι ένας, άρα δύο προς ένα είναι καλές πιθανότητες». Παραλίγο να βάλει τα γέλια όταν είδε το σάστισμα στα πρόσωπά τους.

«Ματ», είπε ο Γκάγουιν, «δεν χρειάζεται να βάλουμε στοίχημα. Ήσουν άρρωστος. Ίσως να το δοκιμάσουμε κάποια άλλη φορά, που θα είσαι σε καλύτερη κατάσταση».

«Δεν θα ήταν τίμιο στοίχημα», είπε ο Γκάλαντ. «Δεν θα δεχτώ το στοίχημά σου, ούτε τώρα ούτε άλλοτε. Είσαι από το χωριό της Εγκουέν, σωστά; Δεν... δεν θέλω να θυμώσει μαζί μου».

«Τι σχέση έχει με αυτό; Αν ένας από εσάς με χτυπήσει με το σπαθί του, θα δώσω ένα ασημένιο μάρκο στον καθένα σας. Αν σας χτυπώ εγώ μέχρι να εγκαταλείψετε, τότε θα μου δώσετε δύο ο καθένας. Νομίζετε ότι δεν το μπορείτε;»

«Είναι εξωφρενικό», είπε ο Γκάλαντ. «Δεν έχεις καμία ελπίδα βάζοντάς τα με ένα γυμνασμένο ξιφομάχο, πόσο μάλλον με δύο. Δεν δέχομαι αυτό το πλεονέκτημα».

«Έτσι πιστεύεις;» ρώτησε μια φωνή σκληρή, σαν βράχος. Ο βραχύσωμος Πρόμαχος τους πλησίασε, με τα πυκνά, μαύρα φρύδια του χαμηλωμένα σε μια βλοσυρή έκφραση. «Νομίζετε ότι οι δυο σας είστε τόσο καλοί στο σπαθί, που μπορείτε να τα βάλετε με ένα αγόρι που κρατά ράβδο;»

«Δεν θα ήταν δίκαιο, Χάμαρ Γκαϊντίν», είπε ο Γκάλαντ.

«Ήταν άρρωστος», πρόσθεσε ο Γκάγουιν. «Δεν υπάρχει λόγος».

«Στο ξέφωτο», είπε τραχιά ο Χάμαρ, κάνοντας νόημα προς τα πίσω με ένα κοφτό τίναγμα της κεφαλής του. Ο Γκάλαντ και ο Γκάγουιν κοίταξαν απογοητευμένοι τον Ματ και έπειτα υπάκουσαν. Ο Πρόμαχος κοίταξε τον Ματ από την κορφή ως τα νύχια με ένα βλέμμα αμφιβολίας. «Είσαι σίγουρος ότι το μπορείς, παλικάρι μου; Τώρα που σε βλέπω καλύτερα, μου φαίνεται ότι θέλεις κρεβάτι και γιατρικά».

«Μόλις σηκώθηκα», είπε ο Ματ, «και το μπορώ. Πρέπει. Δεν θέλω να χάσω τα δύο μάρκα μου».

Τα βαριά φρύδια του Χάμαρ υψώθηκαν από την έκπληξη. «Δηλαδή επιμένεις για το στοίχημα, παλικάρι μου;»

«Χρειάζομαι τα λεφτά». Ο Ματ γέλασε.

Το γέλιο του κόπηκε απότομα όταν γύρισε προς το κοντινότερο στήριγμα με τις πολεμικές ράβδους. Τα γόνατα του σχεδόν λύγισαν. Τα ίσιωσε τόσο γρήγορα που πίστεψε πως, αν τον έβλεπε κανείς, θα νόμιζε ότι είχε σκοντάψει. Στο οπλοβαστό δεν βιάστηκε να διαλέξει μια ράβδο, που είχε πάχος πέντε πόντους και στο ύψος ξεπερνούσε τριάντα πόντους τον Ματ. Πρέπει να κερδίσω αυτό τον αγώνα. Άνοιξα, σαν χαζός, το στόμα μου και τώρα πρέπει να κερδίσω. Δεν μπορώ να χάσω τα δύο μάρκα. Δίχως αυτά, για μαγιά, θα κάνω χρόνια για να κερδίσω τα λεφτά που χρειάζομαι.

Όταν επέστρεψε, κρατώντας τη ράβδο με τα δύο χέρια μπροστά του, ο Γκάγουιν και ο Γκάλαντ ήδη τον περίμεναν, στο σημείο που πριν έκαναν εξάσκηση. Πρέπει να νικήσω. «Τύχη», μουρμούρισε. «Είναι καιρός να ρίξω το ζάρι».

Ο Χάμαρ τον κοίταξε παράξενα. «Μιλάς την Παλιά Γλώσσα, παλικάρι μου;»

Ο Ματ τον κοίταξε για μια στιγμή αμίλητος. Ένιωσε μια παγωνιά να διαπερνά το μεδούλι του. Με κόπο, διέταξε τα πόδια του να τον οδηγήσουν στο ξέφωτο. «Μην ξεχνάτε το στοίχημα», είπε δυνατά. «Δύο ασημένια μάρκα από τον καθένα σας, προς δύο από μένα».

Ένα σούσουρο ακούστηκε από τις Αποδεχθείσες, καθώς καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Οι Άες Σεντάι παρακολουθούσαν μέσα στη σιωπή. Μια σιωπή αποδοκιμασίας.

Ο Γκάγουιν και ο Γκάλαντ χώρισαν και πήγαν δεξιά κι αριστερά του, κρατώντας απόσταση, ενώ και οι δύο μόλις που είχαν μισοσηκώσει το σπαθί.

«Όχι στοίχημα», είπε ο Γκάγουιν. «Δεν υπάρχει στοίχημα».

Την ίδια στιγμή, ο Γκάλαντ είπε: «Δεν παίρνω έτσι τα λεφτά σου».

«Εγώ δηλώνω, πάντως, ότι θα πάρω τα δικά σου», είπε ο Ματ.

«Έγινε!» βρυχήθηκε ο Χάμαρ. «Αν δεν έχουν το κουράγιο να δεχτούν το στοίχημά σου, παλικάρι μου, τότε θα πληρώσω εγώ ο ίδιος τα χαμένα».

«Πολύ καλά», είπε ο Γκάγουιν. «Αφού επιμένεις... έγινε!»

Ο Γκάλαντ δίστασε μια στιγμή, πριν μουγκρίσει: «Έγινε, λοιπόν. Ας τελειώσουμε αυτή τη φάρσα».

Η έξαψη της στιγμής ήταν το μόνο που χρειαζόταν ο Ματ. Καθώς ο Γκάλαντ χιμούσε καταπάνω του, άφησε τα χέρια του να γλιστρήσουν στη ράβδο και τη στριφογύρισε. Η άκρη της ράβδου χτύπησε τα πλευρά του ψηλού, κάνοντάς τον να γρυλίσει και να παραπατήσει. Ο Ματ άφησε τη ράβδο να αναπηδήσει πάνω στον Γκάλαντ και αμέσως γύρισε το σώμα του από την άλλη μεριά, για να υποδεχτεί τον Γκάγουιν, που τον πλησίαζε. Η ράβδος χαμήλωσε, πέρασε κάτω από το σπαθί εξάσκησης του Γκάγουιν και τον χτύπησε στον αστράγαλο. Καθώς ο Γκάγουιν έπεφτε, ο Ματ ολοκλήρωσε την περιστροφή του πάνω στην ώρα για να πετύχει τον ανασηκωμένο καρπό του Γκάλαντ και να πετάξει μακριά το σπαθί εξάσκησής του. Λες και ο καρπός του δεν τον πονούσε καθόλου, ο Γκάλαντ έκανε μια άψογη τούμπα και ξανασηκώθηκε, κρατώντας και με τα δύο χέρια το σπαθί.

Ο Ματ τον αγνόησε προς στιγμή και στράφηκε από την άλλη μεριά, γυρνώντας τους καρπούς του για να φέρει όλο το μήκος της ράβδου πλάι του. Ο Γκάγουιν, που μόλις σηκωνόταν, δέχτηκε το χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού με ένα δυνατό γδούπο, που λιγάκι μόνο μαλάκωσε από το στρώμα των μαλλιών του. Σωριάστηκε φαρδύς-πλατύς κάτω.

Ο Ματ συνειδητοποίησε μέσα στην παραζάλη του ότι μια Λες Σεντάι έτρεχε για να περιποιηθεί τον πεσμένο αδελφό της Ηλαίην. Ελπίζω να είναι καλά. Θα πρέπει να είναι καλά. Εγώ έχω χτυπήσει πιο δυνατά, πέφτοντας από φράχτη. Ακόμα είχε να αντιμετωπίσει τον Γκάλαντ και, από τον τρόπο που στεκόταν ο Γκάλαντ, ισορροπώντας καλά, με το σπαθί υψωμένο εκεί που έπρεπε, φαινόταν ότι είχε πάρει τον Ματ στα σοβαρά.

Τα πόδια του Ματ διάλεξαν εκείνη τη στιγμή για να αρχίσουν να τρέμουν. Φως μου, δεν μπορεί να λυγίσω τώρα. Αλλά ένιωθε να τον ξαναπλησιάζει εκείνο το συναίσθημα ναυτίας, εκείνη η πείνα, σαν να είχε μέρες να φάει. Αν τον περιμένω να με πλησιάσει, θα σωριαστώ με τα μούτρα στο χώμα μέχρι να έρθει. Δυσκολεύτηκε να κρατήσει τα γόνατά του ίσια καθώς προχωρούσε. Τύχη, μείνε μαζί μου.

Από το πρώτο χτύπημα κατάλαβε ότι η τύχη, ή η δεξιοτεχνία, ή ό,τι άλλο ήταν αυτό που τον είχε φέρει ως εδώ, υπήρχε ακόμα. Ένας ξερός κρότος από το σπαθί του Γκάλαντ έδειξε ότι είχε καταφέρει να αποκρούσει αυτό το χτύπημα, καθώς και το άλλο και ύστερα το επόμενο, όμως το πρόσωπό του έδειξε ότι είχε αρχίσει να ζορίζεται. Αυτός ο επιδέξιος ξιφομάχος, που ήταν σχεδόν εξίσου καλός με τους Προμάχους, πάλευε με όλες του τις ικανότητες για να σταματά τη ράβδο του Ματ. Δεν έκανε ο ίδιος επιθέσεις· μόλις που μπορούσε να αμύνεται. Γυρνούσε συνεχώς στο πλάι, σε μια προσπάθεια να μην υποχωρήσει και ο Ματ τον πίεζε, με τη ράβδο του να κινείται τόσο γοργά που σχεδόν δεν φαινόταν. Και ο Γκάλαντ έκανε και ξανάκανε βήματα πίσω και η ξύλινη λεπίδα του αποτελούσε μια πολύ λεπτή ασπίδα για την πολεμική ράβδο.

Η πείνα ροκάνιζε τον Ματ, σαν να είχε καταπιεί νυφίτσες. Ιδρώτας έτρεχε στα μάτια του και η δύναμή του άρχισε να στερεύει, σαν να κυλούσε μαζί με τον ιδρώτα. Όχι ακόμα. Δεν γίνεται να πέσω ακόμα. Πρέπει να νικήσω. Τώρα. Με ένα βρυχηθμό, έριξε ό,τι αποθέματα δύναμης είχε σε μια τελευταία εφόρμηση.

Η ράβδος σφύριξε δίπλα από το σπαθί του Γκάλαντ και γοργά, διαδοχικά, τον πέτυχε στο γόνατο, στον καρπό και στα πλευρά, καταλήγοντας, τελικά, στο στομάχι του Γκάλαντ σαν λόγχη. Ο Γκάλαντ διπλώθηκε στα δύο, μουγκρίζοντας και βάζοντας τα δυνατά του να μην πέσει. Η ράβδος σπαρτάρισε στα χέρια του Ματ, στα πρόθυρα ενός δυνατού, συντριπτικού χτυπήματος στο λαιμό. Ο Γκάλαντ σωριάστηκε στο έδαφος.

Ο Ματ κόντεψε να πετάξει τη ράβδο κάτω όταν συνειδητοποίησε τι ετοιμαζόταν να κάνει. Θέλω να κερδίσω, όχι να σκοτώσω. Φως μου, τι με έπιασε; Κάρφωσε αντανακλαστικά την άκρη της ράβδου στο έδαφος κι αμέσως στηρίχτηκε πάνω της για να μείνει όρθιος. Η πείνα τον είχε αδειάσει, σαν μαχαίρι που ξύνει το μεδούλι από το κόκαλο. Ξαφνικά, κατάλαβε ότι δεν παρακολουθούσαν μόνο οι Άες Σεντάι και οι Αποδεχθείσες. Όσοι έκαναν ασκήσεις και μαθήματα είχαν σταματήσει. Τόσο οι Πρόμαχοι όσο και οι μαθητές στέκονταν ακίνητοι και τον κοιτούσαν.

Ο Χάμαρ πήγε και στάθηκε πλάι στον Γκάλαντ, που ακόμα αγκομαχούσε στο χώμα και προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Πρόμαχος ύψωσε τη φωνή και φώναξε: «Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος ξιφομάχος όλων των εποχών;»

Από το λαρύγγι δεκάδων μαθητών ακούστηκε η ομαδική κραυγή: «Ο Τζήρομ, Γκαϊντίν!»

«Ναι!» φώναξε ο Χάμαρ, γυρνώντας για να τον ακούσουν όλοι. «Σε όλη του τη ζωή, ο Τζήρομ πολέμησε πάνω από δέκα χιλιάδες φορές, στη μάχη και σε μονομαχίες. Μια φορά νικήθηκε. Από έναν αγρότη με πολεμική ράβδο! Να το θυμάστε αυτό. Να θυμάστε τι είδατε». Χαμήλωσε το βλέμμα στον Γκάλαντ και χαμήλωσε επίσης και τη φωνή του. «Αν ακόμα δεν μπορείς να σηκωθείς, παλικάρι μου, τότε τελείωσε». Σήκωσε το χέρι και οι Άες Σεντάι, μαζί με τις Αποδεχθείσες, χίμηξαν για να περικυκλώσουν τον Γκάλαντ.

Ο Ματ γλίστρησε πάνω στη ράβδο, ώσπου βρέθηκε στα γόνατα. Καμία Άες Σεντάι δεν του έριξε έστω και μια ματιά. Μόνο μια Αποδεχθείσα ― μια παχουλή κοπέλα στην οποία θα σκεφτόταν, σε άλλες περιστάσεις, να της ζητήσει να χορέψουν, αν δεν προοριζόταν για Άες Σεντάι. Αυτή τον κοίταξε, ξεφύσησε και ξανακοίταξε τις Άες Σεντάι που κύκλωναν τον Γκάλαντ.

Ο Ματ πρόσεξε, με ανακούφιση, ότι ο Γκάγουιν ήταν όρθιος. Σηκώθηκε αργά όταν είδε τον Γκάγουιν να τον πλησιάζει. Δεν πρέπει να το καταλάβουν. Δεν θα βγω ποτέ από δω, αν αρχίσουν να με νταντεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Τα ξανθοκόκκινα μαλλιά του Γκάγουιν είχαν σκουρύνει από το αίμα στο πλάι, αλλά δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιο κόψιμο ή μελάνιασμα.

Έβαλε δυο ασημένια μάρκα στο χέρι του Ματ, λέγοντας ξερά: «Μου φαίνεται ότι την άλλη φορά θα σε ακούσω». Όταν πρόσεξε το βλέμμα του Ματ, έφερε το χέρι στο κεφάλι του. «Το Θεράπευσαν, αλλά δεν ήταν σοβαρό. Η Ηλαίην πολλές φορές μου είχε κάνει χειρότερα. Μια χαρά τα καταφέρνεις με αυτό».

«Δεν είμαι τόσο καλός όσο ο πατέρας μου. Από τότε που θυμάμαι, κάθε χρονιά στο Μπελ Τάιν είναι ο νικητής στη ράβδο, εκτός από μια-δυο φορές, που κέρδισε ο μπαμπάς του Ραντ». Το βλέμμα του Γκάγουιν ξανάδειξε ενδιαφέρον και ο Ματ ευχήθηκε να μην είχε πει κουβέντα για τον Ταμ αλ’Θορ. Οι Άες Σεντάι και οι Αποδεχθείσες ήταν ακόμα μαζεμένες γύρω από τον Γκάλαντ. «Μου... μου φαίνεται ότι τον πλήγωσα σοβαρά. Δεν το ήθελα».

Ο Γκάγουιν έριξε μια ματιά εκεί —δεν φαινόταν τίποτα, εκτός από τους δύο δακτυλίους που σχημάτιζαν οι πλάτες των γυναικών, με τα λευκά φορέματα των Αποδεχθεισών να σχηματίζουν τον εξωτερικό δακτύλιο, καθώς κοίταζαν πάνω από τους ώμους των σκυμμένων Άες Σεντάι― και γέλασε. «Δεν τον σκότωσες —τον άκουσα να βογκά— άρα τώρα θα έπρεπε να έχει σηκωθεί όρθιος, αλλά δεν θα αφήσουν να χαθεί αυτή η ευκαιρία, τώρα που τον έχουν στα χέρια τους. Φως μου, οι τέσσερις είναι του Πράσινου Άτζα!» Ο Ματ τον κοίταξε μπερδεμένος -Πράσινο Άτζα; Τι σχέση έχει αυτό;― και ο Γκάγουιν κούνησε το κεφάλι έντονα. «Δεν πειράζει. Να είσαι βέβαιος ότι το μόνο που έχει να φοβάται ο Γκάλαντ είναι μήπως καταλήξει να είναι Πρόμαχος κάποιας Πράσινης Άες Σεντάι, πριν ξεζαλιστεί». Γέλασε. «Όχι, δεν θα έκαναν τέτοιο πράγμα. Αλλά πάω στοίχημα τα δύο μάρκα μου στο χέρι σου ότι κάποιες αυτό ακριβώς εύχονται».

«Δεν είναι δικά σου αυτά τα μάρκα», είπε ο Ματ, χώνοντάς τα στην τσέπη του σακακιού του, «είναι δικά μου». Δεν είχε βγάλει νόημα με την εξήγηση, εκτός από το ότι ο Γκάλαντ ήταν καλά. Το μόνο που ήξερε για όσα συνέβαιναν μεταξύ Προμάχων και Άες Σεντάι ήταν οι σκόρπιες αναμνήσεις που είχε από τον Λαν και τη Μουαραίν και σε αυτές δεν υπήρχε τίποτα σχετικό με αυτό που υπονοούσε ο Γκάγουιν. «Λες να ενοχληθούν, αν πάω να πάρω τα λεφτά του στοιχήματος;»

«Το πιθανότερο», είπε ξερά ο Χάμαρ καθώς πήγαινε κοντά τους. «Αυτή τη στιγμή, οι συγκεκριμένες Άες Σεντάι σε βλέπουν με μισό μάτι». Ξεφύσησε. «Θα πίστευε κανείς ότι ακόμα και οι Πράσινες Άες Σεντάι είναι καλύτερες από κοριτσάκια που μόλις ξεκόλλησαν από την ποδιά της μάνας τους. Δεν είναι και τόσο ωραίος».

«Δεν είναι», συμφώνησε ο Ματ.

Ο Γκάγουιν τους κοίταξε χαμογελώντας και ο Χάμαρ του έριξε μια άγρια ματιά. «Να», είπε ο Πρόμαχος, βάζοντας στο χέρι του Ματ ακόμα δύο ασημένια νομίσματα. «Θα τα πάρω μετά, από τον Γκάλαντ. Από πού είσαι, παλικάρι μου;»

«Από τη Μανέθερεν». Ο Ματ πάγωσε όταν άκουσε το όνομα να βγαίνει από το στόμα του. «Θέλω να πω, είμαι από τους Δύο Ποταμούς. Με τόσες παλιές ιστορίες που έχω ακούσει...» Έμειναν να κοιτάζονται χωρίς να λένε τίποτα. «Λέω... λέω να γυρίσω, μήπως βρω κάτι να φάω». Δεν είχε ηχήσει ούτε καν η καμπάνα του Προμεσήμερου, όμως οι άλλοι ένευσαν, σαν να ήταν λογικό αυτό που είχε πει.

Κράτησε τη ράβδο —κανείς δεν του είχε πει να την ξαναβάλει στη θέση της― και περπάτησε αργά, ώσπου τα δέντρα τον έκρυψαν από το ξέφωτο. Τότε έγειρε στο ραβδί, σαν να ήταν μόνο αυτό που τον κρατούσε όρθιο. Μπορεί και να ήταν.

Του φαινόταν ότι, αν άνοιγε το σακάκι του, θα έβλεπε μια τρύπα στη θέση του στομαχιού του, μια τρύπα που μεγάλωνε, καθώς κατάπινε και το υπόλοιπο σώμα του. Αλλά δεν σκεφτόταν σχεδόν καθόλου την πείνα του. Άκουγε αδιάκοπα φωνές στο κεφάλι του. Μιλάς την Παλιά Γλώσσα, παλικάρι μου; Μανέθερεν, Τον έπιασε ρίγος. Βοηθά με, Φως μου, κάθε φορά που ανοίγω το στόμα, μπαίνω σε μπελάδες. Πρέπει να φύγω από δω. Μα πώς; Προχώρησε κουτσαίνοντας προς το κεντρικό κτίριο του Πύργου, σαν να ήταν υπέργηρος. Πώς;

Загрузка...