42 Το Βόλεμα του Ασβού

Η οχλοβοή της πόλης δεν άργησε να πνίξει το γέλιο της Ζαρίν —αν ήταν γέλιο εκείνο― μέσα στον ορυμαγδό που θυμόταν ο Πέριν από το Κάεμλυν και την Καιρχίν. Οι ήχοι εδώ πέρα ήταν αλλιώτικοι, πιο αργοί και σε άλλους τόνους, αλλά παράλληλα ίδιοι. Μπότες, ρόδες και οπλές πάνω στις σκληρές, ανώμαλες πέτρες των στενών δρόμων, κάρα, άμαξες και άξονες που έσκουζαν, μουσικές, τραγούδια και γέλια, που ακούγονταν από πανδοχεία και ταβέρνες. Φωνές. Μια βουή από φωνές, σαν να έχωνε το κεφάλι του σε μια γιγαντιαία κυψέλη. Μια λαμπρή πόλη, που ζούσε.

Από ένα πλαϊνό δρομάκι άκουσε την κλαγγή ενός σφυριού πάνω σε αμόνι και ασυναίσθητα κούνησε τους ώμους του. Του έλειπαν το σφυρί και οι λαβίδες στα χέρια, όπως και το λευκοπυρωμένο μέταλλο, που τίναζε σπίθες από τα χτυπήματα του καθώς του έδινε μορφή. Ο ήχος του σιδηρουργείου έσβησε πίσω του, θάφτηκε κάτω από το σαματά που έκαναν τα κάρα, οι άμαξες και η φλυαρία από τους μαγαζάτορες και τους περαστικούς. Κάτω από όλες τις οσμές ανθρώπων και αλόγων, φαγητών που έβραζαν και ψήνονταν, κάτω από εκατό οσμές που είχε διακρίνει μόνο στις πόλεις, βρισκόταν η μυρωδιά του έλους και του αλμυρού νερού.

Ξαφνιάστηκε την πρώτη φορά που βρήκαν γέφυρα μέσα στην πόλη —μια χαμηλή, πέτρινη καμάρα, πάνω από ένα ρυάκι πλάτους το πολύ τριάντα βημάτων― αλλά στην τρίτη παρόμοια γέφυρα κατάλαβε ότι το Ίλιαν το διέτρεχαν τόσα ποταμάκια όσα και δρόμοι, ενώ οι άνθρωποι ήταν εξίσου συνηθισμένοι να σπρώχνουν με κοντάρια φορτωμένες βάρκες όσο και να χτυπούν με το μαστίγιο τα άλογα για να μετακινήσουν βαριά κάρα. Ανάμεσα στα πλήθη των δρόμων ελίσσονταν χειράμαξες και, αραιά και πού, οι στιλβωμένες άμαξες κάποιων πλούσιων εμπόρων, ή ευγενών, με θυρεούς ή διακριτικά Οίκων ζωγραφισμένα φαρδιά-πλατιά στις πόρτες τους. Πολλοί από τους άντρες έτρεφαν ιδιόμορφες γενειάδες, που άφηναν το πάνω χείλος γυμνό, ενώ οι γυναίκες έμοιαζαν να προτιμούν καπέλα με μεγάλο γείσο και φουλάρια, τα οποία τα έδεναν στο λαιμό τους.

Κάποια στιγμή διέσχισαν μια μεγάλη πλατεία, εμβαδού αρκετών τομαριών, που την έζωναν πελώριες κολώνες από άσπρο μάρμαρο, ύψους τουλάχιστον δεκαπέντε απλωσιών και πλάτους δέκα, που δεν στήριζαν παρά ένα στεφάνι από σμιλεμένα κλαριά ελιάς στην κορυφή τους. Σε αντικριστές πλευρές της πλατείας ορθώνονταν δύο πελώρια, λευκά παλάτια, γεμάτα φαρδιές βεράντες και διαδρόμους με κιονοστοιχίες, λιγνούς πύργους και άλικες στέγες. Εκ πρώτης όψεως, κάθε παλάτι καθρέφτιζε το άλλο επακριβώς, αλλά ο Πέριν, ύστερα, κατάλαβε ότι το ένα ήταν κατά ένα ελάχιστο ποσοστό μικρότερο του άλλου σε κάθε διάσταση και οι πύργοι του ήταν, ίσως, ένα βήμα μικρότεροι.

«Το Παλάτι του Βασιλιά», είπε η Ζαρίν πίσω από την πλάτη του, «και η Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου. Λέγεται ότι ο πρώτος Βασιλιάς του Ίλιαν είπε ότι τα μέλη του Συμβουλίου των Εννιά μπορούσαν να έχουν ό,τι παλάτι ήθελαν, αρκεί να μην το έφτιαχναν μεγαλύτερο από το δικό του. Έτσι, το Συμβούλιο αντέγραψε ακριβώς το παλάτι του Βασιλιά, αλλά μισό μέτρο μικρότερο σε κάθε τι. Έτσι γίνεται από τότε στο Ίλιαν. Ο Βασιλιάς και το Συμβούλιο των Εννιά μονομαχούν και η Συνέλευση παλεύει και με τους δύο, ενώ όσο αυτοί συνεχίζουν να μάχονται, ο λαός ζει σχεδόν όπως επιθυμεί, σχεδόν χωρίς να κανένας να κοιτάζει συνεχώς πάνω από τον ώμο του. Δεν είναι άσχημη ζωή, αν πρέπει να ζεις σε μια πόλη. Επίσης, σιδερά, νομίζω ότι θα ήθελες να μάθεις ότι αυτή είναι η Πλατεία του Ταμούζ, όπου έδωσα τον Όρκο των Κυνηγών. Κάτι μου λέει ότι θα σου μάθω τόσα πολλά, που δεν θα προσέξει κανείς χα άχυρα στα μαλλιά σου».

Ο Πέριν, με μεγάλο κόπο, κατάφερε να κρατήσει το στόμα του κλειστό και αποφάσισε άλλη φορά να μην κοιτάζει έτσι απροκάλυπτα.

Κανένας δεν φάνηκε να θεωρεί τον Λόιαλ ασυνήθιστο. Κάποιοι τον κοίταξαν και δεύτερη φορά, ενώ μερικά παιδάκια τους πήραν τρέχοντας στο κατόπι για λίγο, αλλά απ’ ό,τι φαινόταν, οι Ογκιρανοί δεν ήταν κάτι άγνωστο στο Ίλιαν. Επίσης, κανένας δεν έδινε σημασία στη ζέστη και την υγρασία.

Αυτή τη φορά, ο Λόιαλ δεν φαινόταν ευχαριστημένος με την αποδοχή του πλήθους. Τα μακριά φρύδια του είχαν πέσει ως τα μάγουλά του και τα αυτιά του είχαν κρεμάσει, αν και ο Πέριν ήταν βέβαιος πως δεν έφταιγε γι αυτό μόνο ο αέρας. Το πουκάμισο του σιδερά κολλούσε πάνω του, από τον ιδρώτα και τον υγρό αέρα.

«Φοβάσαι μήπως βρεις κι άλλους Ογκιρανούς εδώ, Λόιαλ;» ρώτησε. Ένιωσε τη Ζαρίν να σαλεύει στην πλάτη του και έβρισε τη στιγμή που είχε ανοίξει το στόμα του. Ήθελε να λέει όσο το δυνατόν λιγότερα σε αυτή τη γυναίκα, ακόμα πιο λίγα απ’ όσα της έλεγε η Μουαραίν. Ίσως, έτσι να την έπιανε βαρεμάρα και να έφευγε. Αν η Μουαραίν την αφήσει να φύγει τώρα πια. Που να καώ, δεν θέλω άλλο γεράκι να κουρνιάσει στον ώμο μου, ακόμα κι αν είναι όμορφη.

Ο Λόιαλ ένευσε. «Μερικές φορές έρχονται εδώ οι λιθοξόοι μας». Μιλούσε σχεδόν ψιθυριστά, όχι μόνο για τους Ογκιρανούς, αλλά και για τους ανθρώπους. Ακόμα και ο Πέριν μόλις που τον άκουγε. «Εννοώ από το Στέντιγκ Σανγκτάι. Λιθοξόοι από το δικό μας στέντιγκ κατασκεύασαν ένα μέρος του Ίλιαν —το Παλάτι της Συνέλευσης, τη Μεγάλη Αίθουσα του Συμβουλίου, καθώς και κάποια άλλα― και πάντα ζητούν εμάς όταν χρειάζονται επισκευές. Πέριν, αν υπάρχουν Ογκιρανοί εδώ, θα με πάρουν πίσω, στο στέντιγκ. Κακώς δεν το σκέφτηκα πρωτύτερα. Αυτό το μέρος μου φέρνει ανησυχία, Πέριν». Τα αυτιά του σάλεψαν νευρικά.

Ο Πέριν πλησίασε τον Λόιαλ με τον Γοργοπόδη και του χάιδεψε τον ώμο. Χρειάστηκε να απλώσει πολύ το χέρι πάνω από το κεφάλι του. Νιώθοντας έντονα την παρουσία της Ζαρίν πίσω του, διάλεξε τα λόγια του με προσοχή. «Λόιαλ, δεν πιστεύω ότι η Μουαραίν θα αφήσει να σε πάρουν. Έχεις πολύ καιρό με εμάς και δείχνει να σε θέλει μαζί μας. Δεν θα τους αφήσει να σε πάρουν, Λόιαλ». Γιατί όχι; αναρωτήθηκε ξαφνικά. Με κρατάει επειδή νομίζει ότι είμαι σημαντικός για τον Ραντ και, ίσως, επειδή δεν θέλει να πω σε κανέναν αυτά που ξέρω. Ίσως γι’ αυτό θέλει και τον Λόιαλ κοντά.

«Φυσικά δεν θα με άφηνε», είπε ο Λόιαλ με κάπως πιο δυνατή φωνή και τα αυτιά του σηκώθηκαν. «Στο κάτω-κάτω, είμαι χρήσιμος. Ίσως χρειαστεί να ταξιδέψει ξανά στις Οδούς και δεν μπορεί χωρίς εμένα». Η Ζαρίν σάλεψε στην πλάτη του Πέριν και εκείνος κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να πιάσει το βλέμμα του Λόιαλ. Όμως, ο Λόιαλ δεν τον κοίταζε. Έμοιαζε να έχει μόλις συνειδητοποιήσει τι είχε πει και οι άκρες των αυτιών του είχαν πέσει λίγο. «Ελπίζω να μη συμβαίνει αυτό, Πέριν». Ο Ογκιρανός κοίταξε την πόλη ολόγυρά τους και τα αυτιά του ξανάπεσαν. «Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος, Πέριν».

Η Μουαραίν πλησίασε τον Λαν με το άλογό της και μίλησε χαμηλόφωνα, αλλά ο Πέριν κατόρθωσε να ακούσει τα λόγια της. «Κάτι δεν πάει καλά σε αυτή την πόλη». Ο Πρόμαχος ένευσε.

Ο Πέριν ένιωσε μια φαγούρα ανάμεοα στους ώμους του. Η Άες Σεντάι είχε ένα βλοσυρό τόνο. Πρώτα ο Λόιαλ και τώρα αυτή. Τι είναι αυτό που δεν βλέπω; Το δυνατό φως του ήλιου χυνόταν στις αστραφτερές κεραμιδοσκεπές, άστραφτε στους ανοιχτόχρωμους, πέτρινους τοίχους. Αυτά τα κτίσματα έδειχναν ότι μέσα θα ήταν δροσερά. Τα κτίρια ήταν καθαρά και λαμπερά, το ίδιο και οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι.

Στην αρχή δεν είδε τίποτα που να ξεφεύγει από τα συνηθισμένα. Άντρες και γυναίκες που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, κάθε άλλο παρά αργόσχολα, αλλά πιο αργά απ’ όσο είχε συνηθίσει στα βόρεια. Του φάνηκε ότι έφταιγε η ζέστη και ο αστραφτερός ήλιος. Έπειτα, πρόσεξε το βοηθό ενός αρτοποιού, που προχωρούσε στο δρόμο με ένα μεγάλο δίσκο γεμάτο φρεσκοψημένα καρβέλια να ισορροπεί στο κεφάλι του· ο νεαρός είχε μια γκριμάτσα στο πρόσωπο, σαν ζώο που γρυλίζει απειλητικά. Μια γυναίκα μπροστά από ένα υφαντήριο έμοιαζε έτοιμη να δαγκώσει τον άντρα που της σήκωνε στον αέρα πολύχρωμα τόπια ύφασμα, για να τα εξετάσει με το βλέμμα της. Ένας ταχυδακτυλουργός στη γωνιά του δρόμου έτριζε τα δόντια και κάρφωνε με τα μάτια τους ανθρώπους που έριχναν κέρματα στο καπέλο μπροστά του, με ύφος σαν να τους μισούσε. Δεν είχαν όλοι τέτοιες εκφράσεις, αλλά του φαινόταν ότι τουλάχιστον ένα πρόσωπο στα πέντε ήταν γεμάτο θυμό και μίσος. Και του φαινόταν πως ούτε καν το αντιλαμβάνονταν.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Ζαρίν. «Σφίγγεσαι. Νιώθω σαν να κρατιέμαι από βράχο».

«Κάτι δεν πάει καλά», της είπε. «Δεν ξέρω τι, αλλά κάτι δεν πάει καλά». Ο Λόιαλ ένευσε λυπημένα και μουρμούρισε ότι θα τον έπαιρναν πίσω.

Τα κτίρια γύρω τους άρχισαν να αλλάζουν όπως η ομάδα προχωρούσε, περνώντας κι άλλες γέφυρες καθώς διέσχιζαν το Ίλιαν για να πάνε στην άλλη μεριά του. Τώρα, οι ανοιχτόχρωμες πέτρες ήταν άλλοτε στιλβωμένες κι άλλοτε τραχιές. Οι πύργοι και τα παλάτια χάθηκαν και τη θέση τους πήραν πανδοχεία και αποθήκες. Πολλοί από τους άντρες στο δρόμο, καθώς και αρκετές γυναίκες, είχαν ένα παράξενο, πηδηχτό βήμα· όλοι ήταν ξυπόλητοι, κάτι που ο νους του συσχέτιζε με τους ναύτες. Ο αέρας μύριζε έντονα πίσσα και κάνναβη και υπήρχε μια οσμή από ξύλα, πρόσφατα κομμένα, καθώς και ξεραμένα, ενώ παντού απλωνόταν η μυρωδιά της ξινής λάσπης. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι οσμές των καναλιών άλλαζαν και έκαναν τον Πέριν να σουφρώνει τη μύτη. Δοχεία νυκτός, σκέφτηκε. Δοχεία νυκτός και παλιά αποχωρητήρια. Του προκαλούσαν αναγούλα.

«Η Γέφυρα των Λουλουδιών», ανακοίνωσε ο Λαν καθώς περνούσαν άλλη μια χαμηλή γέφυρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Και τώρα είμαστε στην Αρωματισμένη Συνοικία. Οι Ιλιανοί είναι ποιητικός λαός».

Η Ζαρίν έπνιξε ένα γέλιο στην πλάτη του Πέριν.

Ο Πρόμαχος, σαν να είχε μπουχτίσει πια τον αργό ρυθμό του Ίλιαν, τους οδήγησε γρήγορα μέσα από τους δρόμους, πηγαίνοντάς τους σε ένα πανδοχείο ― ένα μονώροφο κτίριο από αστίλβωτη πέτρα με πράσινες φλέβες, που είχε λαχανί κεραμίδια στη στέγη.

Έπεφτε το σούρουπο και το φως μαλάκωνε καθώς ο ήλιος έδυε. Αυτό τους πρόσφερε κάποια ανακούφιση από τη ζέστη, μα όχι πολύ. Οι νεαροί, που κάθονταν στα πεζούλια ίππευσης μπροστά από το πανδοχείο, έσπευσαν να τους πάρουν τα άλογα. Ένα μελαχρινό αγοράκι, περίπου δέκα χρόνων, ρώτησε τον Λόιαλ μήπως ήταν Ογκιρανός και όταν ο Λόιαλ αποκρίθηκε ότι ναι, ήταν, τότε το αγόρι είπε «καλά το κατάλαβα» με έναν τόνο ικανοποίησης. Οδήγησε αλλού το άλογο του Λόιαλ, πετώντας στον αέρα και ξαναπιάνοντας το χάλκινο νόμισμα που του είχε δώσει ο Ογκιρανός.

Ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος την ταμπέλα του πανδοχείου για μια στιγμή και μετά ακολούθησε μέσα τους υπόλοιπους. Ένας ασβός με άσπρες ρίγες χόρευε στα πίσω πόδια του, μαζί με έναν άντρα που έμοιαζε να κρατά ένα ασημένιο φτυάρι. Το Βόλεμα του Ασβού, έλεγε. Θα είναι κάποια ιστορία που δεν έτυχε να ακούσω.

Η κοινή αίθουσα είχε ροκανίδι στο πάτωμα και ο καπνός του ταμπάκ πλανιόταν στον αέρα. Επίσης, μύριζε κρασί και ψάρια που ψήνονταν στην κουζίνα, καθώς και ένα βαρύ, λουλουδάτο άρωμα. Τα καδρόνια του ψηλού ταβανιού ήταν κακοπλανισμένα και είχαν μαυρίσει από τον καιρό. Τόσο νωρίς το απόγευμα, ήταν πιασμένες μόνο μία στις τέσσερις θέσεις εκεί στα σκαμνιά και στους πάγκους, από ανθρώπους που φορούσαν απλά εργατικά σακάκια και γιλέκα, ενώ μερικοί ήταν ξυπόλητοι, σαν ναύτες. Όλοι κάθονταν όσο πιο κολλητά μεταξύ τους γινόταν σε ένα τραπέζι· εκεί, μια ομορφούλα μαυρομάτα, αυτή που φορούσε το άρωμα, έπαιζε ένα δωδεκάχορδο μπίτερν και χόρευε πάνω στο τραπέζι τινάζοντας τη φούστα της. Η φαρδιά, άσπρη μπλούζα της είχε ένα εξαιρετικά βαθύ ντεκολτέ. Ο Πέριν αναγνώρισε το σκοπό ―«Η Κοπελιά που Χόρευε»― αλλά τα λόγια που τραγουδούσε το κορίτσι ήταν διαφορετικά από εκείνα που ήξερε.

«Μια κοπέλα από το Λάγκαρντ κατέβηκε στην πόλη,

για να δει τι είχε να δει.

Με ένα κλείσιμο του ματιού κι ένα χαμόγελο στα χείλη,

πλάνεψε ένα αγόρι, μπορεί και τρία, ή τρία.

Με αστράγαλο λεπτό και επιδερμίδα χλωμή,

πλάνεψε έναν καραβοκύρη, ή καραβοκύρη.

Με ένα γλυκό στεναγμό και ένα χαρούμενο γελάκι,

έκανε ό,τι ήθελε. Ό,τι ήθελε».

Άρχισε την επόμενη στροφή και όταν ο Πέριν κατάλαβε τι τραγουδούσε, το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. Έχοντας δει Μαστόρισσες να χορεύουν, νόμιζε ότι τίποτα δεν θα τον κατέπλησσε, αλλά εκείνες έκαναν μόνο υπαινιγμούς. Τούτη εδώ τραγουδούσε και τα έλεγε στα ίσια.

Η Ζαρίν κουνούσε το κεφάλι στο ρυθμό της μουσικής και χαμογελούσε. Το χαμόγελό της πλάτυνε ακόμα περισσότερο όταν κοίταξε τον Πέριν. «Για δες, χωριατόπαιδο, νόμιζα ότι δεν υπάρχει άντρας της ηλικίας σου που μπορούσε να κοκκινίσει».

Αυτός την αγριοκοίταξε και μόλις που σταμάτησε τον εαυτό του, πριν πει κάτι που σίγουρα θα ήταν ανόητο. Άτιμο θηλυκό, με κάνει να ξεσπάω πριν προλάβω να το σκεφτώ. Φως μου, σίγουρα νομίζει ότι ποτέ μου δεν φίλησα κορίτσι, πάω στοίχημα! Προσπάθησε να μην ακούει αυτά που τραγουδούσε η κοπέλα. Η Ζαρίν δεν θα το άφηνε ασχολίαστο, αν τον ξανάβλεπε κατακόκκινο.

Ένα βλέμμα έκπληξης άστραψε στο πρόσωπο της ιδιοκτήτριας όταν μπήκαν μέσα. Ήταν μια μεγαλόσωμη, αφράτη γυναίκα, με τα μαλλιά τυλιγμένα σε σφιχτό κότσο στο σβέρκο της και μύριζε έντονα σαπούνι· όμως, γρήγορα έπνιξε το ξάφνιασμά της και έτρεξε στη Μουαραίν.

«Κυρά Μαρί», είπε, «δεν μου πέρασε από το νου ότι θα σε δω σήμερα εδώ πέρα». Δίστασε βλέποντας τον Πέριν και τη Ζαρίν και μετά έριξε μια ματιά στον Λόιαλ, αλλά όχι με τον ίδιο ερευνητικό τρόπο που είχε κοιτάξει και εκείνους. Για την ακρίβεια, τα μάτια της φωτίστηκαν βλέποντας τον Ογκιρανό, αλλά η πραγματική προσοχή της ήταν στραμμένη στην «κυρά Μαρί». Χαμήλωσε τη φωνή και είπε: «Μήπως τα περιστεράκια μου δεν έφτασαν γερά κι απείραχτα;» Φαινόταν να αποδέχεται τον Λαν σαν κομμάτι της Μουαραίν.

«Είμαι βέβαιη ότι έφτασαν, Νιέντα», είπε η Μουαραίν. «Έλειπα, αλλά είμαι σίγουρη ότι η Αντίν σημείωσε ό,τι ανέφερες». Κοίταξε την κοπέλα που τραγουδούσε στο τραπέζι, δίχως να δείχνει αποδοκιμασία ή οτιδήποτε άλλο. «Ο Ασβός ήταν πολύ πιο ήσυχος την άλλη φορά που βρέθηκα εδώ».

«Καλά λες, κυρά Μαρί, έτσι ήταν. Αλλά τα καθάρματα λες κι ακόμα δεν συνήρθαν από το χειμώνα. Δέκα χρόνια είχε να γίνει καυγάς στον Ασβό κι έγινε τώρα, που ο χειμώνας ξεψυχά». Έδειξε με το κεφάλι το μοναδικό άντρα που δεν καθόταν δίπλα στην τραγουδίστρια, έναν τύπο πιο μεγαλόσωμο και από τον Πέριν, που έγερνε σε έναν τοίχο, με τα χοντρά μπράτσα του σταυρωμένα και χτυπούσε το πόδι μαζί με τη μουσική. «Ακόμα κι ο Μπίλι δυσκολευόταν να τους κάνει ζάφτι, έτσι πήρα την κοπέλα για να διώχνει το θυμό από το μυαλό τους. Είναι από κάποιο μέρος στην Αλτάρα». Έγειρε το κεφάλι και αφουγκράστηκε για μια στιγμή. «Καλούτσικη φωνή, αλλά εγώ το τραγουδούσα καλύτερα —κι όχι μόνο αυτό, αλλά χόρευα και καλύτερα― όταν είχα τα χρόνια της».

Ο Πέριν έμεινε με το στόμα ανοιχτό καθώς σκεφτόταν εκείνη την πελώρια γυναίκα να χοροπηδά σε ένα τραπέζι, τραγουδώντας εκείνο το σκοπό —ακούστηκε ένας στίχος του εκείνη τη στιγμή· «Δεν θα φορώ καθόλου πουκάμισο. Καθόλου»― ώσπου η Ζαρίν του έχωσε μια μπουνιά χαμηλά στα παίδια. Μούγκρισε.

Η Νιέντα τον κοίταξε. «Θα ανακατέψω λίγο μέλι και θειάφι για το λαιμό σου, παλικάρι μου. Πρόσεχε μην κρυολογήσεις, τώρα που ακόμα δεν ζέστανε ο καιρός κι έχεις και τόσο ωραία κοπέλα στο πλευρό σου».

Η Μουαραίν του έριξε μια ματιά που έλεγε ότι είχε μπλεχτεί στις δουλειές της. «Παράξενο που έχεις πρόβλημα με καυγάδες», είπε. «Θυμάμαι καλά ότι ο ανιψιός σου τους σταματούσε γρήγορα. Συνέβη κάτι, που έκανε τον κόσμο ευέξαπτο;»

Η Νιέντα το συλλογίστηκε για λίγο. «Ίσως. Δύσκολο να πει κανείς. Τα αρχοντόπουλα έρχονται στο λιμάνι για τις γυναίκες και τα γλέντια, που δεν μπορούν να βρουν εκεί που έχει πιο μυρωδάτο αέρα. Ίσως έρχονται πιο συχνά, τώρα, μετά τη βαρυχειμωνιά. Ίσως. Κι ο κόσμος βάζει πιο εύκολα τις φωνές. Ήταν βαρύς ο χειμώνας. Έτσι οι άνθρωποι θυμώνουν πιο πολύ ― και οι άντρες και οι γυναίκες. Ίσως φταίνε οι τόσες βροχές και τα κρύα. Δυο φορές ξύπνησα και βρήκα πάγο στο νιπτήρα μου. Δεν ήταν τόσο βαρύς όσο ο προηγούμενος, βέβαια, αλλά χειμώνες σαν εκείνον έρχονται μία φορά στα χίλια χρόνια. Παραλίγο να πιστέψω τις ιστορίες που λένε οι ταξιδιώτες, για το παγωμένο νερό που πέφτει από τον ουρανό». Χαχάνισε, για να δείξει πόσο λίγο τις πίστευε. Ήταν ένας παράξενος ήχος για μια τόσο μεγαλόσωμη γυναίκα.

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Δεν πιστεύει στο χιόνι; Μα αφού η Νιέντα θεωρούσε αυτό τον καιρό ψυχρό, δεν ήταν παράξενο.

Η Μουαραίν έσκυψε σκεφτική το κεφάλι κι η κουκούλα έκρυψε στη σκιά το πρόσωπό της.

Η κοπέλα στο τραπέζι άρχιζε καινούρια στροφή κι ο Πέριν, ασυναίσθητα, τέντωσε τα αυτιά του για να ακούσει. Δεν είχε ακούσει ποτέ του για γυναίκα που να κάνει έστω και κατά προσέγγιση αυτά που έλεγε το τραγούδι, αλλά του φάνηκε ενδιαφέρον. Πρόσεξε ότι η Ζαρίν τον παρακολουθούσε που άκουγε και προσπάθησε να προσποιηθεί ότι δεν είχε δώσει σημασία.

«Τι το ασυνήθιστο συνέβη στο Ίλιαν τώρα τελευταία;» είπε τελικά η Μουαραίν.

«Φαντάζομαι θα έλεγες ασυνήθιστη την άνοδο του Άρχοντα Μπρεντ στο Συμβούλιο των Εννιά», είπε η Νιέντα. «Που να με φάει η μοίρα μου, δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ το όνομά του πριν από το χειμώνα, αλλά ήρθε στην πόλη —από κάπου κοντά στα σύνορα με το Μουράντυ, έτσι ψιθυρίζεται― και μπήκε στο Συμβούλιο μέσα σε μία βδομάδα. Λέγεται ότι είναι καλός άνθρωπος, ότι είναι ο ισχυρότερος από τους Εννιά —λένε ότι όλοι ακολουθούν τις διαταγές του, παρ’ όλο που είναι νέος και άγνωστος― αλλά μερικές φορές τον βλέπω σε παράξενα όνειρα».

Η Μουαραίν είχε ανοίξει το στόμα —για να πει στη Νιέντα ότι εννοούσε τις τελευταίες νύχτες, ο Πέριν ήταν σίγουρος γι’ αυτό― αλλά δίστασε και, τελικά, είπε: «Τι είδους παράξενα όνειρα, Νιέντα;»

«Α, χαζομάρες, κυρά Μαρί. Κάτι χαζομάρες είναι. Στ’ αλήθεια θέλεις να τα ακούσεις; Όνειρα με τον Άρχοντα Μπρεντ σε παράξενα μέρη, να περπατάει σε γέφυρες που κρέμονται στον αέρα. Είναι θολά αυτά τα όνειρα, μα έρχονται κάθε βράδυ. Άκουσες ποτέ σου τέτοιο πράγμα; Χαζομάρες. Που να με φάει η μοίρα μου! Μα είναι πράγματι παράξενα. Ο Μπίλι λέει ότι βλέπει κι αυτός τα ίδια όνειρα. Νομίζω ότι ακούει τα δικά μου όνειρα και τα αντιγράφει. Ο Μπίλι δεν είναι πολύ έξυπνος μερικές φορές, νομίζω».

«Ίσως τον αδικείς», είπε απαλά η Μουαραίν.

Ο Πέριν κοίταξε τη σκοτεινή κουκούλα της. Ακουγόταν ταραγμένη, πιο ταραγμένη κι από τότε που νόμιζε ότι ένας καινούριος ψεύτικος Δράκοντας είχε εμφανιστεί στην Γκεάλνταν. Δεν μύριζε φόβο πάνω της, αλλά... η Μουαραίν ήταν φοβισμένη. Τούτη η σκέψη ήταν πολύ πιο τρομακτική κι από το να ήταν θυμωμένη. Ο Πέριν μπορούσε να τη φανταστεί θυμωμένη· ο νους του δεν μπορούσε να τη συλλάβει τρομαγμένη.

«Όλο λέω και σταματημό δεν έχω», είπε η Νιέντα χαϊδεύοντας τον κότσο στο σβέρκο της. «Λες κι είναι σημαντικά τα ανόητα όνειρά μου». Χαχάνισε ξανά. Ήταν ένα σύντομο χαχάνισμα· δεν ήταν το ανόητο γελάκι που είχε αφήσει πριν, όταν έλεγε ότι δεν πίστευε στο χιόνι. «Φαίνεσαι κουρασμένη, κυρά Μαρί. Θα σας δείξω τα δωμάτιά σας. Και μετά θα φάτε φρέσκο κοκκινόριγο, για να χορτάσετε».

Κοκκινόριγο; Πρέπει να ήταν ψάρι, σκέφτηκε· του μύριζε ψάρι που μαγειρευόταν.

«Δωμάτια», είπε η Μουαραίν. «Ναι. Θέλουμε δωμάτια. Το φαγητό ας περιμένει. Πλοία. Νιέντα, τι πλοία σαλπάρουν για το Δάκρυ; Νωρίς, με την αυγή. Έχω να κάνω κάτι απόψε». Ο Λαν την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια.

«Για το Δάκρυ, κυρά Μαρί;» Η Νιέντα γέλασε. «Μα, δεν υπάρχει κανένα καράβι για το Δάκρυ. Οι Εννιά απαγορεύουν να σαλπάρει πλοίο για το Δάκρυ, έχει ένα μήνα τώρα, όπως και να πιάσει εδώ πλοίο από το Δάκρυ, αν και νομίζω ότι οι Θαλασσινοί δεν δίνουν σημασία. Αλλά δεν υπάρχει πλοίο Θαλασσινών στο λιμάνι. Αυτό είναι παράξενο. Η διαταγή των Εννιά εννοώ και που ο Βασιλιάς δεν είπε τίποτα γι’ αυτό, ενώ πάντα υψώνει τη φωνή του όταν κάνουν ένα βήμα χωρίς να τους οδηγεί αυτός. Ή, ίσως, να μην είναι ακριβώς έτσι. Όλο ακούς για πόλεμο με το Δάκρυ, αλλά οι ναυτικοί και οι αμαξάδες, που κουβαλάνε προμήθειες στο στρατό, λένε ότι όλοι οι στρατιώτες είναι παραταγμένοι στο βορρά, προς το Μουράντυ».

«Τα μονοπάτια της Σκιάς είναι κουβαριασμένα», είπε η Μουαραίν με πνιχτή φωνή. «Θα κάνουμε ό,τι πρέπει να γίνει. Τα δωμάτια, Νιέντα. Και μετά θα δειπνήσουμε, όπως είπες».

Το δωμάτιο του Πέριν ήταν πιο άνετο απ’ όσο περίμενε, κρίνοντας από την όψη του Ασβού. Το κρεβάτι ήταν πλατύ, το στρώμα μαλακό. Η πόρτα ήταν φτιαγμένη από γερτά φύλλα ξύλου κι όταν άνοιξε τα παράθυρα, μια αύρα μπήκε στο δωμάτιο, φέρνοντας μαζί της τις μυρωδιές του λιμανιού. Και κάποιες από τα κανάλια, επίσης, αλλά τουλάχιστον η αύρα ήταν δροσερή. Κρέμασε το μανδύα του σε ένα κρεμαστάρι, μαζί με τη φαρέτρα και το τσεκούρι και ακούμπησε το τόξο στη γωνία. Τα υπόλοιπα τα άφησε στα σακίδια της σέλας και στην τυλιγμένη κουβέρτα του. Η νύχτα μπορεί να μην τους χάριζε ανάπαυση.

Αν προηγουμένως η Μουαραίν είχε ακουστεί φοβισμένη, δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τη στιγμή που είχε πει ότι κάτι έπρεπε να κάνει απόψε. Για μια στιγμή, τότε, η οσμή του φόβου είχε ξεχυθεί από πάνω της, σαν από γυναίκα που ανακοινώνει ότι θα βάλει το χέρι σε φωλιά σφηκών και θα τις λιώσει με τα γυμνά δάχτυλά της. Τι στο Φως σκαρώνει; Αν η Μουαραίν φοβάται, εγώ θα έπρεπε να είμαι έντρομος.

Αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν. Δεν ήταν έντρομος, ούτε καν φοβισμένος. Ένιωθε... έξαψη. Ήταν έτοιμος για να αντιμετωπίσει κάτι που θα συνέβαινε, σχεδόν ενθουσιώδης. Αποφασισμένος. Αναγνώριζε τα συναισθήματα αυτά. Ήταν αυτό που ένιωθαν οι λύκοι πριν πολεμήσουν. Που να καώ, καλύτερα να ένιωθα φόβο!

Ήταν ο πρώτος, εκτός από τον Λόιαλ, που ξανακατέβηκε στην κοινή αίθουσα. Η Νιέντα τους είχε στρώσει ένα μεγάλο τραπέζι και είχε βάλει καρέκλες με ράχη γύρω του, αντί για πάγκους. Είχε βρει ακόμα και μια καρέκλα που χωρούσε τον Λόιαλ. Η κοπέλα στην άλλη άκρη του δωματίου τραγουδούσε για έναν πλούσιο έμπορο, ο οποίος, έχοντας χάσει τα άλογά του με κάποιον απίστευτο τρόπο, είχε αποφασίσει, για κάποιο λόγο, να ζευτεί και να τραβήξει ο ίδιος την άμαξά του. Οι άντρες, που άκουγαν το τραγούδι ολόγυρά της, είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια. Τα παράθυρα έδειχναν ότι το σκοτάδι έπεφτε πιο γρήγορα απ’ όσο υπολόγιζε ο Πέριν ο αέρας είχε μια μυρωδιά που προμήνυε βροχή.

«Το πανδοχείο έχει δωμάτιο για Ογκιρανούς», είπε ο Λόιαλ καθώς ο Πέριν καθόταν. «Απ’ ό,τι φαίνεται, το ίδιο συμβαίνει με όλα τα ξενοδοχεία στο Ίλιαν, επειδή θέλουν να έχουν την πελατεία των Ογκιρανών όταν έρχονται οι λιθοξόοι. Η Νιέντα ισχυρίζεται ότι είναι καλοτυχία να έχεις Ογκιρανό κάτω από τη σκεπή σου. Δεν νομίζω να έρχονται πολλοί. Οι κατασκευαστές πάντα μένουν μαζί όταν πάνε Έξω για να δουλέψουν. Οι άνθρωποι είναι πολύ βιαστικοί και οι Πρεσβύτεροι πάντα φοβούνται ότι θα ανάψουν τα πνεύματα και ότι όλο και κάποιος θα τραβήξει το τσεκούρι του». Κοίταξε τους άντρες γύρω από την τραγουδίστρια, σαν να υποψιαζόταν ότι αυτό θα έκαναν. Τα αυτιά του ήταν πάλι κρεμασμένα.

Ο πλούσιος έμπορος έχανε την άμαξά του, προκαλώντας κι άλλα γέλια. «Βρήκες αν υπάρχουν στο Ίλιαν Ογκιρανοί από το Στέντιγκ Σανγκτάι;»

«Υπήρχαν, αλλά η Νιέντα λέει ότι έφυγαν το χειμώνα. Είπε ότι δεν είχαν τελειώσει τη δουλειά τους. Οι κατασκευαστές δεν θα άφηναν μισοτελειωμένη δουλειά, παρά μόνο αν ήταν απλήρωτοι και η Νιέντα είπε ότι δεν ήταν αυτό. Ένα πρωί, έτσι απλά, είχαν φύγει, αν και κάποιος τους είδε να περπατούν τη νύχτα στην Οδό Μαρέντο, το δρόμο που διασχίζει το έλος. Πέριν, δεν μου αρέσει αυτή η πόλη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου προκαλεί... αναστάτωση».

«Οι Ογκιρανοί», είπε ο Μουαραίν, «είναι ευαίσθητοι σε τέτοια πράγματα». Ακόμα έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά η Νιέντα φαίνεται ότι είχε στείλει κάποιον να της αγοράσει ένα ελαφρύ μανδύα από σκούρο γαλάζιο λινό. Η οσμή του φόβου είχε χαθεί από πάνω της, αλλά η φωνή της έδειχνε ότι κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία της. Ο Λαν της τράβηξε την καρέκλα· το βλέμμα του έδειχνε ανησυχία.

Η Ζαρίν ήταν η τελευταία που κατέβηκε, περνώντας τα δάχτυλα από τα μόλις λουσμένα μαλλιά της. Η μυρωδιά των βοτάνων γύρω της ήταν δυνατότερη από ποτέ. Κοίταξε την πιατέλα που είχε ακουμπήσει η Νιέντα στο τραπέζι και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. «Σιχαίνομαι τα ψάρια», είπε δυνατά.

Η σωματώδης γυναίκα είχε φέρει τα φαγητά σε ένα καροτσάκι με ράφια· σε μερικά σημεία ήταν σκουριασμένο, σαν να το είχε βγάλει βιαστικά από την αποθήκη, προς τιμή της Μουαραίν. Τα πιάτα ήταν από φίνα πορσελάνη των Θαλασσινών, αν και μερικά ήταν σπασμένα στο χείλος.

«Φάε», είπε η Μουαραίν, κοιτάζοντας κατάματα τη Ζαρίν. «Μην ξεχνάς ότι κάθε γεύμα μπορεί να είναι το τελευταίο σου. Διάλεξες να ταξιδέψεις μαζί μας, οπότε απόψε θα φας ψάρι. Αύριο, ίσως πεθάνεις».

Ο Πέριν δεν αναγνώριζε τα σχεδόν στρογγυλά, άσπρα ψάρια με τις κόκκινες ρίγες, αλλά μύριζαν όμορφα. Έβαλε δύο στο πιάτο του με το πιρούνι του σερβιρίσματος και μασώντας, χαμογέλασε στη Ζαρίν. Και η γεύση τους, επίσης, ήταν καλή, ελαφρώς πικάντικη. Φάε το παλιοψάρι σου, γεράκι, σκέφτηκε. Σκέφτηκε, επίσης, ότι η Ζαρίν έμοιαζε έτοιμη να τον δαγκώσει.

«Θέλεις να σταματήσω την τραγουδίστρια, κυρά Μαρί;» ρώτησε η Νιέντα. Άφηνε στο τραπέζι γαβάθες με μπιζέλια και κάποιον πηχτό, κίτρινο χυλό. «Για να φάτε με την ησυχία σας;»

Η Μουαραίν κοίταζε το πιάτο της και δεν έδειξε να την ακούει.

Ο Λαν έστρεψε εκεί την προσοχή του για ένα λεπτό —ο έμπορος είχε ήδη χάσει, διαδοχικά, την άμαξά του, το μανδύα του, τις μπότες του, το χρυσάφι του και τα υπόλοιπα ρούχα του και είχε καταντήσει να παλεύει με ένα γουρούνι για να βγάλει το φαΐ του — και κούνησε το κεφάλι. «Δεν μας ενοχλεί». Για μια στιγμή, παραλίγο να χαμογελάσει και μετά κοίταξε τη Μουαραίν. Στα μάτια του ξαναφάνηκε η ανησυχία.

«Τι δεν πάει καλά;» είπε η Ζαρίν. Δεν είχε δώσει σημασία στα ψάρια. «Ξέρω ότι κάτι τρέχει. Βραχοπρόσωπε, από τη μέρα που σε γνώρισα, ποτέ δεν έχω δει τόση έκφραση πάνω σου».

«Τέρμα οι ερωτήσεις!» είπε κοφτά η Μουαραίν. «Θα ξέρεις μόνο αυτά που θα σου λέω και τίποτα παραπάνω!»

«Τι θα μου λες;» ρώτησε απαιτητικά η Ζαρίν.

Η Άες Σεντάι χαμογέλασε. «Φάε το ψάρι σου».

Έπειτα από αυτό, το δείπνο συνεχίστηκε σχεδόν μέσα στη σιωπή, με εξαίρεση τα τραγούδια που γέμιζαν την αίθουσα. Ένα έλεγε για κάποιον πλούσιο, που η γυναίκα και η κόρη του τον γελοιοποιούσαν συνεχώς, αλλά δεν κατόρθωναν να γκρεμίσουν την έπαρση του. Ένα άλλο αφορούσε μια κοπέλα, που είχε αποφασίσει να κάνει μια βόλτα δίχως ρούχα και κάποιο άλλο έλεγε για ένα σιδερά, που είχε καταφέρει να πεταλώσει τον εαυτό του, αντί για το άλογο. Η Ζαρίν παραλίγο να πνιγεί από τα γέλια με αυτό, ξεχάστηκε και έβαλε μια μπουκιά ψάρι στο στόμα της και ξαφνικά έκανε μια γκριμάτσα, σαν να είχε βάλει λάσπη στο στόμα.

Δεν θα γελάσω μαζί της, προειδοποίησε τον εαυτό του ο Πέριν. Όσο ανόητη κι αν δείχνει, θα της δείξω τι σημαίνουν τρόποι. «Νόστιμα, ε;» είπε. Η Ζαρίν του έριξε μια πικρή ματιά, η Μουαραίν τον κοίταξε κατσουφιάζοντας που είχε διακόψει τις σκέψεις της κι αυτή ήταν όλη η συζήτηση.

Η Νιέντα έπαιρνε τα πιάτα και έβαζε μια ποικιλία τυριών στο τραπέζι, όταν μια δυσωδία έκανε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκωθούν όρθιες. Ήταν η μυρωδιά από κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει και την είχε μυρίσει άλλες δύο φορές. Κοίταξε ανήσυχα τριγύρω στην κοινή αίθουσα.

Η κοπέλα ακόμα τραγουδούσε στην παρέα των ακροατών της, κάποιοι άντρες είχαν μπει από την εξώπορτα και διέσχιζαν την κοινή αίθουσα και ο Μπίλι ακόμα έγερνε στον τοίχο και χτυπούσε το πόδι του στο ρυθμό του μπίτερν. Η Νιέντα χτύπησε ελαφρά τον κότσο της, έριξε μια γοργή ματιά στην αίθουσα και γύρισε για να πάρει το καροτσάκι, σπρώχνοντάς το.

Ο Πέριν κοίταξε τους συντρόφους του. Ο Λόιαλ είχε βγάλει ένα βιβλίο από την τσέπη του, κάτι που δεν αποτελούσε έκπληξη και έμοιαζε να έχει ξεχάσει πού βρισκόταν. Η Ζαρίν, που έτριβε αφηρημένα ένα κομμάτι λευκό τυρί και το είχε κάνει μπαλάκι, κοίταζε πρώτα τον Πέριν, έπειτα τη Μουαραίν και μετά ξανάρχιζε το ίδιο, ενώ προσπαθούσε να μην δείξει ότι αυτό έκανε. Όμως ο Πέριν ενδιαφερόταν για τον Λαν και τη Μουαραίν. Μπορούσαν να νιώσουν έναν Μυρντράαλ, ή έναν Τρόλοκ, ή οποιοδήποτε Σκιογέννητο, πολύ πριν καταφέρουν να απέχουν μερικές εκατοντάδες βήματα, αλλά η Άες Σεντάι κοίταζε απόμακρα το τραπέζι μπροστά της και ο Πρόμαχος έκοβε ένα κομμάτι κίτρινο τυρί και την παρακολουθούσε. Αλλά η ρυπαρή μυρωδιά ήταν εκεί, όπως και πριν, στην Τζάρα, καθώς και έξω από το Ρέμεν και αυτή τη φορά δεν έσβηνε. Έμοιαζε να έρχεται από κάτι μέσα στην κοινή αίθουσα.

Ξανακοίταξε προσεκτικά την αίθουσα. Ο Μπίλι ακουμπούσε στον τοίχο, κάποιοι άντρες διέσχιζαν την αίθουσα, η κοπέλα τραγουδούσε στο τραπέζι και όλοι οι γελαστοί άντρες κάθονταν γύρω της. Άντρες που διασχίζουν την αίθουσα; Τους κοίταξε συνοφρυωμένος. Έξι άντρες με συνηθισμένα πρόσωπα, που περπατούσαν προς το μέρος του. Πολύ συνηθισμένα πρόσωπα. Έκανε να ξανακοιτάξει προσεκτικά τους άντρες που άκουγαν την κοπέλα, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι η ρυπαρή μυρωδιά ερχόταν από τους έξι. Ξαφνικά, βρέθηκαν με εγχειρίδια στα χέρια, σαν να είχαν καταλάβει ότι τους είχε δει.

«Έχουν μαχαίρια!» βρυχήθηκε και τους πέταξε την πιατέλα με τα τυριά.

Στην κοινή αίθουσα επικράτησε χάος, οι άντρες φώναζαν, η τραγουδίστρια τσίριζε, η Νιέντα φώναζε τον Μπίλι ― όλα αυτά συνέβαιναν μονομιάς. Ο Λαν πετάχτηκε όρθιος και μια μπάλα φωτιάς εξαπολύθηκε από το χέρι της Μουαραίν, ενώ ο Λόιαλ άρπαξε την καρέκλα του σαν ρόπαλο και η Ζαρίν έκανε ένα χορευτικό βήμα στο πλάι, βρίζοντας. Κρατούσε κι αυτή ένα μαχαίρι, αλλά ο Πέριν είχε άλλα στο νου του και δεν προλάβαινε να προσέξει τι έκαναν οι υπόλοιποι. Αυτοί οι άντρες έμοιαζαν να κοιτάζουν κατευθείαν αυτόν και ο πέλεκύς του κρεμόταν σε ένα κρεμαστάρι στο δωμάτιό του.

Άρπαξε μια καρέκλα, ξεκόλλησε ένα χοντρό καρεκλοπόδαρο, που αρκετά ψηλό ώστε να αποτελεί και το στήριγμα της ράχης της, πέταξε την υπόλοιπη στους άντρες και ανέλαβε δράση με το μακρύ ρόπαλο του. Προσπαθούσαν να τον φτάσουν με το γυμνό ατσάλι τους, σαν ο Λαν και οι υπόλοιποι να ήταν απλώς εμπόδια στο δρόμο τους. Όλοι ήταν ο ένας πάνω στον άλλο, με δυσκολία απέκρουε τις λεπίδες που τον πλησίαζαν και οι άγριες, απλωτές κινήσεις του απειλούσαν όχι μόνο τους έξι επιτιθέμενους, αλλά και τον Λαν, τον Λόιαλ και τη Ζαρίν. Με την άκρη του ματιού είδε τη Μουαραίν να στέκεται στο πλάι, με τη σύγχυση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της· ήταν όλοι τους μπλεγμένοι στη μάχη και η Άες Σεντάι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς να βάλει σε κίνδυνο τόσο τους εχθρούς όσο και τους φίλους. Οι μαχαιροβγάλτες ούτε την κοίταζαν δεν βρισκόταν ανάμεσα σε αυτούς και τον Πέριν.

Λαχανιασμένος, κατόρθωσε να χτυπήσει στο κεφάλι έναν από τους ανθρώπους που έμοιαζαν φυσιολογικοί, τόσο δυνατά που άκουσε κόκαλο να σπάει και, ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι είχαν πέσει όλοι κάτω. Του φαινόταν ότι όλα αυτά είχαν κρατήσει ένα τέταρτο της ώρας, μπορεί και παραπάνω, αλλά είδε ότι ο Μπίλι μόλις σταματούσε, κουνώντας τα μεγάλα χέρια του, καθώς έβλεπε τους έξι νεκρούς άντρες σωριασμένους στο πάτωμα. Ο Μπίλι δεν είχε προλάβει ούτε να πλησιάσει τον καυγά, πριν αυτός τελειώσει.

Ο Λαν είχε ακόμα πιο βλοσυρή έκφραση απ’ ό,τι συνήθως· άρχισε να ψάχνει τα πτώματα εξονυχιστικά, αλλά με μια βιασύνη που πρόδιδε απέχθεια. Ο Λόιαλ ακόμα είχε την καρέκλα σηκωμένη κι έτοιμη να την κατεβάσει με δύναμη· τινάχτηκε έκπληκτος και την ακούμπησε κάτω με ένα ντροπαλό, πλατύ χαμόγελο. Η Μουαραίν κοίταζε εντατικά τον Πέριν, το ίδιο και η Ζαρίν, καθώς έπαιρνε το μαχαίρι της από το στήθος ενός από τους νεκρούς. Η ρυπαρή βρώμα είχε χαθεί, σαν να είχε σβήσει μαζί τους.

«Φαιοί Άνθρωποι», είπε μαλακά η Άες Σεντάι, «που γυρεύουν εσένα».

«Φαιοί Άνθρωποι;» γέλασε η Νιέντα, δυνατά και νευρικά μαζί. «Έλα τώρα, κυρά Μαρί, μετά θα μας πεις ότι πιστεύεις σε φόβητρα, σε καλικάντζαρους, σε Άρπαγες και στο γερο-Σκοτεινό, που πάει καβάλα με τα μαύρα σκυλιά του στο Τρελό Κυνήγι». Μαζί της γέλασαν και μερικοί από τους άντρες που άκουγαν τα τραγούδια, αν και εξακολουθούσαν να κοιτάζουν ταραγμένοι τόσο τη Μουαραίν όσο και τους νεκρούς. Και η τραγουδίστρια, επίσης, κοίταζε τη Μουαραίν, με τα μάτια γουρλωμένα. Ο Πέριν θυμήθηκε εκείνη την πύρινη μπάλα, πριν ξεσπάσει το χάος. Ένας από τους Φαιούς Ανθρώπους φαινόταν καψαλισμένος και ανάδινε μια γλυκερή μυρωδιά καμένης σάρκας.

Η Μουαραίν τράβηξε το βλέμμα της από τον Πέριν και γύρισε προς τη σωματώδη γυναίκα. «Μπορεί κάποιος να περπατά στη Σκιά», είπε γαλήνια η Άες Σεντάι, «χωρίς να είναι Σκιογέννημα».

«Α, μάλιστα, Σκοτεινόφιλοι». Η Νιέντα στήριξε τα χέρια στους πλούσιους γοφούς της και κοίταξε τα πτώματα κατσουφιασμένη. Ο Λαν είχε τελειώσει την έρευνά του και έριξε μια ματιά στη Μουαραίν κουνώντας το κεφάλι, σαν να μην περίμενε ότι θα έβρισκε τίποτα. «Κλέφτες, το πιθανότερο, αν και δεν άκουσα ποτέ για κλέφτες τόσο τολμηρούς, που να μπουκάρουν σε πανδοχείο. Ποτέ άλλοτε δεν σκοτώθηκε κάποιος στον Ασβό. Μπίλι! Ξεφορτώσου τους σε κανένα κανάλι και ρίξε φρέσκο ροκανίδι. Πρόσεξε να τους βγάλεις από πίσω. Δεν θέλω τη Φρουρά να χώνει τη μύτη της στον Ασβό». Ο Μπίλι κατένευσε, σαν να ανυπομονούσε να φανεί χρήσιμος μετά την προηγούμενη αποτυχία του να κάνει κάτι. Άρπαξε ένα πτώμα από τη ζώνη σε κάθε χέρι και τα κουβάλησε στην κουζίνα.

«Άες Σεντάι;» είπε η τραγουδίστρια. «Δεν ήθελα να σε προσβάλλω με τα απλοϊκά τραγούδια μου». Προσπαθούσε με τα χέρια να κρύψει το εκτεθειμένο μέρος του κόρφου της, που ήταν και το μεγαλύτερο μέρος. «Μπορώ να τραγουδήσω άλλα, αν το επιθυμείς».

«Τραγούδα ό,τι θέλεις, κοπέλα μου», της είπε η Μουαραίν. «Ο Λευκός Πύργος δεν είναι τόσο αποκομμένος από τον κόσμο όσο νομίζεις και έχω ακούσει πιο χυδαία τραγούδια από αυτά που θα πεις». Ακόμα κι έτσι, δεν φαινόταν ευχαριστημένη που οι απλοί άνθρωποι του πανδοχείου ήξεραν ότι ήταν Άες Σεντάι. Έριξε μια ματιά στον Λαν, τυλίχτηκε με το λινό μανδύα της και κίνησε προς την πόρτα.

Ο Πρόμαχος της έκλεισε το δρόμο με μια σβέλτη κίνηση και μίλησαν χαμηλόφωνα μπροστά στην πόρτα, αλλά ο Πέριν τους άκουγε μια χαρά, λες και ψιθύριζαν δίπλα του.

«Θέλεις να πας χωρίς εμένα;» είπε ο Λαν. «Ορκίστηκα να σε φυλάω, Μουαραίν, όταν δέχτηκα το δεσμό σου».

«Πάντα ήξερες ότι υπάρχουν κίνδυνοι τους οποίους δεν έχεις τη δυνατότητα να αντιμετωπίσεις, Γκαϊντίν μου. Πρέπει να πάω μονάχη».

«Μουαραίν —»

Εκείνη τον έκοψε. «Άκουσε με, Λαν. Αν αποτύχω, θα το καταλάβεις και θα αναγκαστείς να επιστρέψεις στο Λευκό Πύργο. Αυτό δεν θα το άλλαζα, ακόμα κι αν είχα χρόνο να το κάνω. Δεν θέλω να πεθάνεις σε μια μάταια απόπειρα να με εκδικηθείς. Πάρε μαζί σου τον Πέριν. Φαίνεται ότι η Σκιά μου αποκάλυψε τη σημασία του για το Σχήμα, αν και δεν ξεκαθάρισε ποια είναι. Ήμουν ανόητη. Ο Ραντ είναι ένας τόσο ισχυρός τα’βίρεν, που αγνόησα τι μπορεί να σημαίνει το γεγονός ότι είχε δυο άλλους δίπλα του. Με τον Πέριν και τον Ματ, η Άμερλιν ίσως ακόμα και τώρα μπορέσει να επηρεάσει το ρου των γεγονότων. Με τον Ραντ ανεξέλεγκτο, θα αναγκαστεί να το κάνει. Πες της τι συνέβη, Γκαϊντίν μου».

«Μιλάς σαν να είσαι ήδη νεκρή», είπε τραχιά ο Λαν.

«Ο Τροχός υφαίνει τα νήματα όπως ο Τροχός το θέλει και η Σκιά σκεπάζει τον κόσμο. Άκουσέ με, Λαν, και υπάκουσε, όπως ορκίστηκες». Λέγοντας αυτά, έφυγε.

Загрузка...