Ο Πέριν γύρισε στο δωμάτιό του από τον πίσω δρόμο και έπειτα από λίγο ο Σίμιον ανέβηκε κουβαλώντας ένα σκεπασμένο δίσκο. Το πανί δεν έκρυβε τις ευωδιές από το ψημένο αρνί, τα φασολάκια, τα γογγύλια και το φρεσκοψημένο ψωμί, αλλά ο Πέριν έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του ατενίζοντας το ασβεστωμένο ταβάνι, ώσπου οι μυρωδιές κρύωσαν. Στο κεφάλι του στριφογυρνούσαν εικόνες του Νόαμ. Του Νόαμ να μασάει τα ξύλινα κάγκελα. Του Νόαμ να τρέχει και να χάνεται στο σκοτάδι. Προσπάθησε να σκεφτεί την κατασκευή της κλειδαριάς, το προσεκτικό σβήσιμο και πλάσιμο του ατσαλιού, αλλά ήταν χαμένος κόπος.
Μη δίνοντας σημασία στο δίσκο, σηκώθηκε και βγήκε στο διάδρομο για το δωμάτιο της Μουαραίν. Όταν χτύπησε απαλά την πόρτα, εκείνη του απάντησε «Έλα μέσα, Πέριν».
Για μια στιγμή, του ξανάρθαν στο νου όλες οι παλιές ιστορίες για τις Άες Σεντάι, αλλά τις παραμέρισε και άνοιξε την πόρτα.
Η Μουαραίν ήταν μόνη της —ένιωσε ευγνωμοσύνη γι’ αυτό — και καθόταν, ισορροπώντας ένα μελανοδοχείο στο γόνατό της και γράφοντας σε ένα μικρό, δερματόδετο βιβλιαράκι. Έκλεισε το μελανοδοχείο και σκούπισε την ατσαλένια μύτη της πέννας της σε ένα κομματάκι περγαμηνής, δίχως να τον κοιτάξει. Στο τζάκι ήταν αναμμένη η φωτιά.
«Εδώ και ώρα σε περιμένω», του είπε. «Δεν μίλησα άλλοτε γι’ αυτό, επειδή ήταν φανερό ότι δεν ήθελες να μιλήσω. Όμως, μετά τα αποψινά... Τι θέλεις να μάθεις;»
«Αυτό με περιμένει;» τη ρώτησε. «Αυτό το τέλος θα έχω;»
«Ίσως».
Την περίμενε να πει κι άλλα, όμως εκείνη απλώς έβαλε την πέννα και το μελάνι σε μια θηκούλα από στιλβωμένο ξύλο τριανταφυλλιάς και φύσηξε το χαρτί για να στεγνώσει. «Αυτό είναι όλο; Μουαραίν, άσε τις κουτοπόνηρες απαντήσεις των Άες Σεντάι. Αν ξέρεις κάτι, πες το μου. Σε παρακαλώ».
«Ελάχιστα ξέρω, Πέριν, Ψάχνοντας για άλλες απαντήσεις ανάμεσα στα βιβλία και τα χειρόγραφα που είχαν δυο φίλες για τις έρευνές τους, βρήκα ένα αντιγραμμένο απόσπασμα ενός βιβλίου από την Εποχή των Θρύλων. Μιλούσε για... καταστάσεις σαν τη δική σου. Μπορεί να είναι το μοναδικό αντίτυπο σε ολόκληρο τον κόσμο και δεν μου είπε πολλά».
«Τι σου είπε, λοιπόν; Ό,τι κι αν μάθω, θα είναι παραπάνω απ’ όσα ξέρω τώρα. Που να καώ, ανησυχούσα μήπως τρελαθεί ο Ραντ, αλλά δεν μου πέρασε από το νου ότι πρέπει να ανησυχώ για μένα!»
«Πέριν, ακόμα και στην Εποχή των Θρύλων, ελάχιστα ήξεραν γι’ αυτό. Αυτή που το έγραψε, όποια κι αν ήταν, φαινόταν να μην ξέρει αν ήταν αλήθεια ή θρύλος. Και μην ξεχνάς ότι εγώ είδα μονάχα ένα απόσπασμα. Έλεγε ότι μερικοί απ’ αυτούς που μιλούν στους λύκους χάνουν τον εαυτό τους, ότι το ανθρώπινο κομμάτι απορροφάται από το λυκίσιο. Μερικοί. Αν εννοούσε τον ένα στους δέκα, ή τους πέντε, ή τους εννιά, αυτό δεν το ξέρω».
«Καταφέρνω να τους κλείνω απ’ έξω. Δεν ξέρω πώς το κάνω, αλλά μπορώ να αρνηθώ να τους ακούσω. Μπορώ να τους κλείσω έξω. Βοηθάει αυτό;»
«Ίσως». Τον κοίταξε εξεταστικά, έδειξε να διαλέγει τα λόγια της με προσοχή. «Κυρίως έγραφε για όνειρα. Τα όνειρα ίσως αποτελούν κίνδυνο για σένα, Πέριν».
«Το έχεις πει και παλιότερα αυτό. Τι εννοείς;»
«Σύμφωνα με αυτά που γράφει, οι λύκοι ζουν εν μέρει σε αυτό τον κόσμο και εν μέρει σε έναν κόσμο ονείρων».
«Έναν κόσμο ονείρων;» είπε εκείνος, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει.
Η Μουαραίν του έριξε μια αυστηρή ματιά. «Αυτό είπα κι αυτό έγραφε. Ο τρόπος που μιλούν μεταξύ τους οι λύκοι, ο τρόπος που σου μιλούν, με κάποιον τρόπο συνδέεται με τον κόσμο των ονείρων. Δεν λέω ότι καταλαβαίνω πώς γίνεται αυτό». Κοντοστάθηκε και έσμιξε ανάλαφρα τα φρύδια. «Απ’ όσα διάβασα για τις Άες Σεντάι που είχαν το Ταλέντο που ονομάζεται Ονείρεμα, μερικές φορές οι Ονειρεύτριες έλεγαν ότι συναντούσαν λύκους στα όνειρά τους, ακόμα και λύκους που έπαιζαν το ρόλο οδηγού. Φοβάμαι πως θα πρέπει να μάθεις να είσαι εξίσου προσεκτικός όταν κοιμάσαι, όπως και όταν είσαι ξύπνιος, αν θέλεις να αποφύγεις τους λύκους. Αν είναι αυτή η απόφασή σου».
«Αν είναι αυτή η απόφασή μου; Μουαραίν, δεν θα καταντήσω σαν τον Νόαμ. Όχι!»
Εκείνη τον κοίταξε ερωτηματικά, κουνώντας αργά το κεφάλι. «Μιλάς λες και μπορείς να αποφασίζεις μόνος σου, Πέριν. Μην ξεχνάς ότι είσαι τα’βίρεν». Εκείνος της γύρισε την πλάτη, ατενίζοντας τη σκοτεινιά της νύχτας στα παράθυρα, αλλά η Μουαραίν συνέχισε: «Ίσως, ξέροντας τι είναι ο Ραντ, ξέροντας πόσο ισχυρός τα’βίρεν είναι, να μην έδωσα την απαραίτητη προσοχή στους δύο άλλους τα’βίρεν που βρήκα μαζί του. Τρεις τα’βίρεν στο ίδιο χωριό, που γεννήθηκαν λίγες βδομάδες ο ένας μετά τον άλλο; Αυτό είναι ανήκουστο. Ίσως εσύ και ο Ματ να έχετε μέσα στο Σχήμα κάποιον προορισμό ανώτερο απ’ αυτόν που πιστεύατε και που πίστευα».
«Δεν θέλω κανέναν προορισμό στο Σχήμα», μουρμούρισε ο Πέριν. «Και σίγουρα δεν θα έχω κανέναν, αν ξεχάσω πως είμαι άνθρωπος. Θα με βοηθήσεις, Μουαραίν;» Δυσκολεύτηκε να το πει. Άραγε, αυτό σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσει τη Μία Δύναμη; Μήπως προτιμώ να ξεχάσω ότι είμαι άνθρωπος; «Θα με βοηθήσεις να μη... χάσω τον εαυτό μου;»
«Αν μπορέσω να σε προφυλάξω, θα το κάνω. Σου το υπόσχομαι, Πέριν. Αλλά δεν θα θέσω σε κίνδυνο τον αγώνα κατά της Σκιάς. Πρέπει να το ξέρεις κι αυτό».
Όταν γύρισε να την ξανακοιτάξει, εκείνη είχε στυλώσει το βλέμμα πάνω του, χωρίς να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Κι αν ο αγώνας σημαίνει ότι αύριο θα με πετάξεις στον τάφο, θα το κάνεις κι αυτό; Ένιωθε μέσα του την παγερή βεβαιότητα ότι αυτό ακριβώς θα έκανε η Μουαραίν. «Τι είναι αυτό που δεν μου είπες;»
«Μην παίρνεις πολύ θάρρος, Πέριν», του είπε ψυχρά, «Μη με πιέζεις να πάω παραπέρα απ’ αυτό που θεωρώ αρμόζον».
Δίστασε πριν κάνει την επόμενη ερώτηση. «Μπορείς να κάνεις για μένα αυτό που έκανες για τον Λαν; Μπορείς να θωρακίσεις τα όνειρά μου;»
«Ήδη έχω έναν Πρόμαχο, Πέριν». Τα χείλη της στράβωσαν, σχεδόν σχηματίζοντας χαμόγελο. «Και δεν πρόκειται να πάρω δεύτερο. Είμαι από το Γαλάζιο Άτζα, όχι από το Πράσινο».
«Ξέρεις τι εννοώ. Δεν θέλω να γίνω Πρόμαχος». Φως μου, να είμαι δεσμευμένος σε μια Σεντάι για ολόκληρη τη ζωή μου; Κάτι τέτοιο δεν είναι καλύτερο από τους λύκους.
«Αυτό δεν θα μπορούσε να σε βοηθήσει, Πέριν. Η θωράκιση είναι για όνειρα από έξω. Ο κίνδυνος στα όνειρά σου είναι από μέσα σου». Ξανάνοιξε το βιβλιαράκι. «Πρέπει να κοιμηθείς», είπε διώχνοντάς τον. «Πρόσεχε τα όνειρά σου, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να κοιμηθείς». Γύρισε σελίδα και ο Πέριν έφυγε.
Όταν ξαναβρέθηκε στο δωμάτιό του, χαλάρωσε το φράγμα που είχε βάλει στον εαυτό του, το χαλάρωσε λιγάκι μόνο, άφησε τις αισθήσεις του να απλωθούν. Οι λύκοι ήταν ακόμα εκεί έξω, πέρα από τα όρια του χωριού, ολόγυρα από την Τζάρα. Σχεδόν αμέσως άσκησε πάλι όσο αυστηρά μπορούσε τον αυτοέλεγχό του. «Αυτό που θέλω είναι μια πόλη», μουρμούρισε. Η πόλη θα τους κρατούσε σε απόσταση. Αφού πρώτα να βρω τον Ραντ. Αφού πρώτα τελειώσω ό,τι είναι να τελειώσω μαζί του. Δεν ήξερε αν και πόσο λυπόταν που η Μουαραίν δεν ήθελε να τον θωρακίσει. Η Μία Δύναμη ή οι λύκοι· κανένας άνθρωπος δεν έπρεπε να βρεθεί σε τέτοιο δίλημμα.
Δεν άναψε τα ξύλα, που περίμεναν έτοιμα στο τζάκι, αλλά άνοιξε διάπλατα και τα δύο παράθυρα. Ο παγωμένος αέρας της νύχτας χίμηξε μέσα. Πέταξε τις κουβέρτες και το μαξιλάρι στο πάτωμα και ξάπλωσε ντυμένος στο γεμάτο λακκούβες κρεβάτι, χωρίς να ψάξει για μια πιο βολική θέση. Η τελευταία του σκέψη, πριν τον πάρει ο ύπνος, ήταν ότι, αν υπήρχε κάτι που θα τον εμπόδιζε να κοιμηθεί βαθιά και να δει επικίνδυνα όνειρα, αυτό θα ήταν το στρώμα.
Βρισκόταν σε ένα μακρύ διάδρομο με ψηλό, πέτρινο ταβάνι και τοίχους που γυάλιζαν από την υγρασία, γεμάτος αλλόκοτες σκιές. Οι σκιές σχημάτιζαν στραβές λωρίδες και σταματούσαν απότομα, όπως άρχιζαν, υπερβολικά σκοτεινές, αν λάμβανε κανείς υπόψη το φως ανάμεσά τους. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα από πού ερχόταν εκείνο το φως.
«Όχι», είπε και ύστερα πρόσθεσε πιο δυνατά: «Όχι! Είναι όνειρο. Θέλω να ξυπνήσω. Ξύπνα!»
Ο διάδρομος δεν άλλαξε.
Κίνδυνος. Ήταν η σκέψη ενός λύκου, αμυδρή και απόμακρη.
«Θα ξυπνήσω. Και βέβαια θα ξυπνήσω!» Βρόντηξε τη γροθιά του στον τοίχο. Πόνεσε, αλλά δεν ξύπνησε. Του φάνηκε πως μια φιδίσια σκιά είχε κινηθεί για να αποφύγει το χτύπημά του.
Τρέξε, αδελφέ. Τρέξε.
«Άλτη;» απόρησε. Ήταν σίγουρος πως ήξερε το λύκο του οποίου τις σκέψεις άκουγε. Ο Άλτης, που ζήλευε τους αετούς. «Ο Άλτης είναι πεθαμένος».
Τρέξε!
Ο Πέριν το έβαλε στα πόδια, κρατώντας με το ένα χέρι το τσεκούρι του για να μην τον χτυπά η λαβή στο πόδι. Δεν είχε ιδέα προς τα πού έτρεχε, ούτε γιατί, αλλά δεν μπορούσε να αγνοήσει την αγωνία στο μήνυμα του Άλτη. Ο Άλτης είναι πεθαμένος, σκέφτηκε. Είναι πεθαμένος! Αλλά ο Πέριν συνέχισε να τρέχει.
Άλλοι διάδρομοι έκοβαν εκείνον στον οποίο έτρεχε σχηματίζοντας παράξενες γωνίες, μερικές φορές κατηφορίζοντας, άλλες ανηφορίζοντας. Όμως, κανένας δεν έδειχνε διαφορετικός από αυτόν. Υγροί, πέτρινοι τοίχοι, χωρίς πόρτες, με λωρίδες σκοταδιού.
Πλησιάζοντας μια διασταύρωση, σταμάτησε απότομα. Εκεί στεκόταν κάποιος άντρας, που τον κοίταζε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια με απορία, φορώντας σακάκι και παντελόνι σε παράξενο στυλ· το σακάκι φάρδαινε στους γοφούς του και το παντελόνι στις μπότες. Τα ρούχα του ήταν κατακίτρινα και οι μπότες είχαν το ίδιο χρώμα, ελάχιστα πιο ανοιχτό.
«Αυτό, πια, δεν το αντέχω», είπε ο άντρας, όχι στον Πέριν, αλλά μονολογώντας. Είχε παράξενη προφορά, γοργή και κοφτή. «Όχι μόνο ονειρεύομαι χωρικούς, αλλά είναι, μάλιστα, ξένοι χωρικοί, κρίνοντας από τα ρούχα. Φύγε από τα όνειρά μου, άνθρωπέ μου!»
«Ποιος είσαι;» ρώτησε ο Πέριν. Ο άλλος ύψωσε τα φρύδια, σαν να είχε προσβληθεί.
Οι λωρίδες της σκιάς ολόγυρά τους σπαρτάρισαν. Μίας η άκρη ξεκόλλησε από το ταβάνι, χαμήλωσε αργά και άγγιξε το κεφάλι του παράξενου ανθρώπου. Έδειξε να μπλέκεται στα μαλλιά του. Τα μάτια του γούρλωσαν και μετά όλα φάνηκαν να συμβαίνουν την ίδια στιγμή. Η σκιά ξανανέβηκε στο ταβάνι με μια απότομη κίνηση, τραβώντας κάτι ανοιχτόχρωμο. Υγρές σταγόνες πιτσίλισαν στο πρόσωπο του Πέριν. Ένα ουρλιαχτό, που τράνταζε μέχρι και τα κόκαλα, έσχιζε τον αέρα.
Ο Πέριν, μαρμαρωμένος, κοίταξε τη ματωμένη μορφή με τα ρούχα του άντρα, που ούρλιαζε και σπαρταρούσε στο πάτωμα. Ασυναίσθητα, το βλέμμα του Πέριν σηκώθηκε προς το ανοιχτόχρωμο πράγμα, που έμοιαζε με αδειανό σακί και κρεμόταν από το ταβάνι. Η μαύρη λωρίδα είχε απορροφήσει ένα μέρος του, αλλά ο Πέριν δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει ότι ήταν ανθρώπινο δέρμα, που έμοιαζε να είναι μονοκόμματο, ολόκληρο.
Οι σκιές γύρω του άρχισαν να τρεμοπαίζουν γεμάτες προσμονή και ο Πέριν άρχισε να τρέχει, ενώ τον καταδίωκαν τα επιθανάτια ουρλιαχτά. Κατά μήκος των σκιερών λωρίδων έτρεχαν κυματάκια, ακολουθώντας τον.
«Άλλαξε, που να καείς!» φώναξε. «Ξέρω ότι είναι όνειρο! Που να σε κάψει το φως, άλλαξε!»
Πολύχρωμα υφαντά κρέμονταν στους τοίχους, ανάμεσα σε ψηλά, χρυσά κηροπήγια, που βαστούσαν δεκάδες κεριά και φώτιζαν τα άσπρα πλακάκια του πατώματος και το ταβάνι, που είχε ζωγραφισμένα πουπουλένια σύννεφα και εξωτικά πουλιά που πετούσαν. Σε ολόκληρο εκείνο τον πλατύ διάδρομο τίποτα δεν σάλευε, εκτός από τις τρεμουλιαστές φλόγες των κεριών, ούτε και στις μυτερές καμάρες από άσπρη πέτρα, που διέκοπταν εδώ κι εκεί τους τοίχους.
Κίνδυνος. Το μήνυμα ήταν ακόμα πιο αχνό τώρα. Και πιο αγωνιώδες, αν ήταν δυνατόν.
Με το τσεκούρι στο χέρι, ο Πέριν προχώρησε επιφυλακτικά στο διάδρομο, μουρμουρίζοντας μονάχος. «Ξύπνα. Ξύπνα, Πέριν. Όταν καταλαβαίνεις ότι είναι όνειρο, αλλάζει ή ξυπνάς. Ξύπνα, που να καείς!» Ο διάδρομος παρέμεινε πραγματικός, σαν τους άλλους που είχε περπατήσει ξύπνιος.
Έφτασε μπροστά στην πρώτη μυτερή, λευκή καμάρα. Έβγαζε σε μια πελώρια αίθουσα, που έμοιαζε να μην έχει παράθυρα, αλλά κατά τα άλλα ήταν επιπλωμένη με κάθε πολυτέλεια, σαν να ανήκε σε παλάτι, με έπιπλα σμιλεμένα και επιχρυσωμένα και στολισμένα με φίλντισι. Στο κέντρο της αίθουσας στεκόταν μια γυναίκα, που κοίταζε συνοφρυωμένη ένα κουρελιασμένο χειρόγραφο, ανοιχτό σε ένα τραπέζι. Μια μελαχρινή, μαυρομάτα καλλονή, με ρούχα κατάλευκα, όλο ασήμι.
Καθώς συνειδητοποιούσε ότι την ήξερε, την ίδια στιγμή εκείνη σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάματα. Τα μάτια της πλάτυναν από κατάπληξη, από θυμό. «Εσύ! Τι ζητάς εδώ; Πώς...; Θα καταστρέψεις πράγματα που δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς!»
Ξαφνικά, το μέρος φάνηκε να γίνεται επίπεδο, σαν να κοίταζε τη ζωγραφιά ενός δωματίου. Η επίπεδη εικόνα γύρισε στο πλάι, έγινε μια λαμπερή, κάθετη γραμμή στο κέντρο μιας μαυρίλας. Η γραμμή άστραψε κάτασπρη και χάθηκε, αφήνοντας μόνο το σκοτάδι, που ήταν πιο μαύρο κι από το μαύρο.
Ακριβώς μπροστά από τις μπότες του Πέριν, τα πλακάκια του δαπέδου κόπηκαν απότομα. Καθώς τα κοίταζε, οι λευκές άκρες χάθηκαν μέσα στο μαύρο, σαν άμμος που την παρασέρνει το νερό. Έκανε βιαστικά προς τα πίσω.
Τρέξε.
Ο Πέριν γύρισε και εκεί μπροστά αντίκρισε τον Άλτη, ένα μεγάλο, γκρίζο λύκο, όλο γδαρσίματα και ουλές. «Είσαι πεθαμένος. Σε είδα να πεθαίνεις. Σε ένιωσα να πεθαίνεις!» Ένα μήνυμα πλημμύρισε το νου του Πέριν.
Τρέξε τώρα! Δεν πρέπει να είσαι εδώ πέρα. Κίνδυνος. Μεγάλος κίνδυνος. Χειρότερος απ’ όλους τους Ουδεγέννητους. Πρέπει να φύγεις. Φύγε τώρα! Τώρα!
«Πώς;» φώναξε ο Πέριν. «Θέλω να φύγω, αλλά πώς;» Φύγε! Με τα δόντια γυμνωμένα, ο Άλτης χίμηξε στο λαιμό του Πέριν.
Ο Πέριν άφησε μια πνιχτή κραυγή και ανακάθισε στο κρεβάτι, σηκώνοντας τα χέρια στο λαιμό για να σταματήσει το αίμα που κυλούσε. Άγγιξε μονάχα απείραχτο δέρμα. Ξεροκατάπιε με ανακούφιση, αλλά αμέσως μετά τα δάχτυλά του βρήκαν ένα υγρό σημείο.
Σχεδόν πέφτοντας από τη βιάση του, κατέβηκε από το κρεβάτι, πλησίασε σκοντάφτοντας τη λεκάνη που ήταν για πλύσιμο και άρπαξε την κανάτα, πιτσιλίζοντας νερό παντού καθώς γέμιζε τη λεκάνη. Το νερό έγινε ροζ καθώς ξέπλενε το πρόσωπό του. Ροζ από το αίμα του ανθρώπου με τα παράξενα ρούχα.
Το πανωφόρι και το παντελόνι του είχαν γεμίσει σκούρες βούλες. Τα έβγαλε βιαστικά και τα πέταξε στην πιο μακρινή γωνιά του δωματίου. Θα τα άφηνε εκεί πέρα. Ας τα έκαιγε ο Σίμιον.
Μια ριπή ανέμου μαστίγωσε το ανοιχτό παράθυρο. Ριγώντας, καθώς φορούσε μονάχα την πουκαμίσα και τα ασπρόρουχά του, κάθισε στο πάτωμα και έγειρε την πλάτη στο κρεβάτι. Έτσι άβολα είναι ό,τι πρέπει. Μια αίσθηση πίκρας χρωμάτιζε τις σκέψεις του ― και ανησυχίας και φόβου. Και αποφασιστικότητας. Δεν θα σταματήσω να το παλεύω. Ποτέ!
Ακόμα έτρεμε όταν, επιτέλους, τον πήρε ο ύπνος, ένα ρηχό μισοΰπνι στο οποίο αντιλαμβανόταν αόριστα το δωμάτιο γύρω του και την αίσθηση του κρύου. Αλλά τα άσχημα όνειρα που ακολούθησαν ήταν καλύτερα από κάποια άλλα.
Ο Ραντ ήταν κουλουριασμένος κάτω από τα δέντρα μέσα στη νύχτα, παρακολουθώντας το μαύρο σκυλί με τη δυνατή πλάτη να πλησιάζει την κρυψώνα του. Τον πονούσε το πλευρό του, η πληγή την οποία η Μουαραίν δεν μπορούσε να Θεραπεύσει, αλλά αυτός το αγνοούσε. Το φεγγάρι μόλις που έριχνε λίγο φως, ίσα για να διακρίνει το σκυλί, που έφτανε ως τη μέση του, με γερό λαιμό και ογκώδες κεφάλι, ενώ τα δόντια του έμοιαζαν να αστράφτουν, σαν υγρό ασήμι, μέσα στη νύχτα. Το σκυλί οσμίστηκε τον αέρα και ζύγωσε τον Ραντ με ένα ανάλαφρο τρεχαλητό.
Κοντύτερα, σκέφτηκε ο Ραντ. Έλα κοντύτερα. Να μην προειδοποιηθεί ο αφέντης σου αυτή τη φορά. Κοντύτερα. Έτσι μπράβο. Το σκυλί τώρα απείχε μονάχα δέκα βήματα κι ένα βαθύ μουγκρητό γουργούρισε στο στήθος του, καθώς ξαφνικά χίμηξε μπροστά. Προς τον Ραντ.
Τον γέμισε η Δύναμη. Κάτι τινάχτηκε από τα απλωμένα χέρια του· δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν. Ένα κοντάρι από λευκό φως, συμπαγές σαν ατσάλι. Υγρή φωτιά. Για μια στιγμή, καταμεσής σε εκείνο το κάτι, το σκυλί φάνηκε να γίνεται διαφανές και ύστερα χάθηκε.
Το λευκό φως ξεθώριασε, το μόνο που απέμεινε ήταν το μετείκασμα στην όραση του. Ο Ραντ σωριάστηκε στον κοντινότερο κορμό, ένιωσε το φλοιό τραχύ στο πρόσωπό του. Το σώμα του σείστηκε από ανακούφιση και από ένα άηχο γέλιο. Πέτυχε. Που να με σώσει το Φως, αυτή τη φορά πέτυχε. Δεν πετύχαινε πάντα. Την ίδια βραδιά είχαν έρθει κι άλλα σκυλιά.
Η Μία Δύναμη παλλόταν μέσα του και το στομάχι του ξίνιζε από το μίασμα του Σκοτεινού στο σαϊντίν, ήθελε να αδειάσει ό,τι είχε. Κόμποι ιδρώτα γέμισαν το πρόσωπο του παρά τον παγωμένο, νυχτερινό αέρα και το στόμα του είχε μια αηδιαστική γεύση. Ο Ραντ ήθελε να ξαπλώσει κάτω και να πεθάνει. Ήθελε να έρθει η Νυνάβε και να του δώσει τα γιατρικά της, ή η Μουαραίν να τον θεραπεύσει, ή... κάτι, οτιδήποτε, για να σταματήσει αυτή η άρρωστη αίσθηση, που τον έπνιγε.
Ταυτόχρονα, όμως, το σαϊντίν τον γέμιζε ζωή ― ζωή και ενέργεια και επίγνωση μέσα σ’ αυτή την αρρώστια. Η ζωή δίχως το σαϊντίν ήταν ένα χλωμό αντίγραφο. Όλα τα άλλα ήταν μια κακή απομίμηση.
Αλλά θα μπορέσουν να με βρουν, αν την κρατήσω. Θα ψάξουν τα ίχνη μου, θα με βρουν. Πρέπει να φτάσω στο Δάκρυ. Θα το βρω εκεί έξω. Αν είμαι ο Δράκοντας, θα δοθεί ένα τέλος. Κι άμα δεν είμαι... Αν όλα αυτά είναι ένα ψέμα, τότε θα δοθεί ένα τέλος και σ’ αυτό, επίσης. Ένα τέλος.
Απρόθυμα, με άπειρη βραδύτητα, έκοψε την επαφή με το σαϊντίν, άφησε την αγκαλιά του, σαν να παρατούσε την πνοή της ζωής. Η νύχτα, πια, φάνηκε μουντή. Οι σκιές έχασαν τις άπειρες, έντονες αποχρώσεις τους και έμοιασαν όλες ξεθωριασμένες.
Κάπου στο βάθος, προς τα δυτικά, ακούστηκε ένα σκυλίσιο αλύχτημα, μια διαπεραστική κραυγή στη σιωπηλή νυχτιά.
Ο Ραντ σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε κατά κει, λες και θα έβλεπε το σκυλί αν έβαζε τα δυνατά του.
Ένα δεύτερο σκυλί απάντησε στο πρώτο κι έπειτα άλλο ένα και μετά ακόμα δύο, όλα κάπου στα δυτικά του.
«Κυνηγήστε με», γρύλισε ο Ραντ. «Κυνηγήστε με, αν θέλετε. Δεν είμαι εύκολο θήραμα. Όχι πια!»
Ξεκόλλησε από το δέντρο, προχώρησε πλατσουρίζοντας σε ένα ρηχό, κρύο ποταμάκι και μετά άρχισε να προχωρά προς τα ανατολικά με ένα άνετο, σταθερό τροχάδην. Το παγωμένο νερό γέμιζε τις μπότες του και το πλευρό του πονούσε, αλλά αυτός δεν έδινε σημασία. Η νύχτα ήταν πάλι ήσυχη πίσω του, αλλά δεν έδωσε ούτε σε αυτό σημασία. Κυνηγήστε με. Κι εγώ μπορώ να κυνηγήσω. Δεν είμαι εύκολο θήραμα.