Σε όλη την πόλη του Δακρύου οι άνθρωποι ξύπνησαν με την αυγή, μιλώντας για τα όνειρα που είχαν δει — όνειρα με τον Δράκοντα να πολεμά τον Μπα’άλζαμον στην Καρδιά της Πέτρας και όταν η ματιά τους υψώθηκε στο μεγάλο φρούριο της Πέτρας, είδαν ένα λάβαρο να ανεμίζει στην πιο ψηλή κορφή του. Σε άσπρο φόντο κυλούσε μια φιδίσια μορφή, σαν μεγάλο ερπετό με πορφυρό και χρυσό χρώμα στις φολίδες, αλλά με χρυσή, λιονταρίσια χαίτη και τέσσερα πόδια, που το καθένα είχε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ήρθαν άνθρωποι από την Πέτρα, σαστισμένοι και φοβισμένοι, και μίλησαν μουδιασμένοι για όσα είχαν συμβεί τη νύχτα. Άντρες και γυναίκες γέμισαν τους δρόμους κλαίγοντας, καθώς ανέκραζαν την εκπλήρωση της Προφητείας.
«Ο Δράκοντας!» φώναζαν. «Αλ’Θορ! Ο Δράκοντας! Αλ’Θορ!»
Κοιτάζοντας από μια σχισμή για βέλη στα τοιχώματα της Πέτρας, ο Ματ κούνησε το κεφάλι, ενώ άκουγε τις φωνές που ξεπηδούσαν από την πόλη κατά κύματα. Ε, μπορεί και να είναι. Ακόμα δυσκολευόταν να συνηθίσει την ιδέα ότι ο Ραντ ήταν στ’ αλήθεια εκεί πέρα.
Οι πάντες στην Πέτρα έμοιαζαν να συμφωνούν με το πλήθος από κάτω ή, αν δεν συμφωνούσαν, δεν το έλεγαν. Είχε δει τον Ραντ μόνο μια φορά από την προηγούμενη νύχτα, να διασχίζει ένα διάδρομο με το Καλαντόρ στο χέρι, περικυκλωμένος από δεκάδες πεπλοφόρους Αελίτες, ένα σμάρι από Δακρινούς πίσω του, έναν κόμπο Υπερασπιστές της Πέτρας και μερικούς εναπομείναντες Υψηλούς Άρχοντες. Οι Υψηλοί Άρχοντες έμοιαζαν να πιστεύουν ότι Ραντ θα τους χρειαζόταν για να κυβερνήσει τον κόσμο· οι Αελίτες, όμως, τους κρατούσαν όλους σε απόσταση με αιχμηρές ματιές και με δόρατα όταν υπήρχε ανάγκη. Σίγουρα πίστευαν ότι ο Ραντ ήταν ο Δράκοντας, αν και τον αποκαλούσαν Εκείνος που Έρχεται με την Αυγή. Υπήρχαν κοντά στους διακόσιους Αελίτες στην Πέτρα. Είχαν χάσει το ένα τρίτο των δυνάμεων τους στη μάχη, αλλά είχαν σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει δεκαπλάσιους Υπερασπιστές.
Γυρνώντας από τη σχισμή, το βλέμμα του έπεσε στον Ρούαρκ. Σε μια άκρη του δωματίου υπήρχε ένα ψηλό αναλόγιο, που αποτελούνταν σκαλισμένους και στιλβωμένους όρθιους τροχούς από κάποιο ανοιχτόχρωμο ξύλο με σκούρες ρίγες, που ανάμεσά τους είχαν ράφια, κρεμασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε όλα να μένουν επίπεδα καθώς οι τροχοί περιστρέφονταν. Κάθε ράφι είχε ένα μεγάλο βιβλίο, χρυσόδετο, με αστραφτερά πετράδια να στολίζουν τα εξώφυλλα. Ο Αελίτης είχε ανοίξει ένα βιβλίο και διάβαζε. Του Ματ του φάνηκε ότι ήταν κάποια δοκίμια. Ποιος να το πίστευε ότι οι Αελίτες διαβάζουν βιβλία; Ποιος να το πίστευε ότι οι Αελίτες ξέρουν να διαβάζουν;
Ο Ρούαρκ έριξε μια ματιά προς το μέρος του, με μάτια ψυχρά γαλανά και βλέμμα ευθύ. Ο Ματ κοίταξε βιαστικά αλλού, πριν ο Αελίτης διαβάσει τις σκέψεις του στο πρόσωπό του. Τουλάχιστον δεν φορά το πέπλο, δόξα στο Φως! Που να καώ, εκείνη η Αβιέντα παραλίγο να μου πάρει το κεφάλι όταν τη ρώτησα αν ξέρει άλλους χορούς, χωρίς δόρατα. Η Μπάιν και η Τσιάντ ήταν άλλο ένα πρόβλημα. Ήταν, βέβαια, όμορφες και κάτι παραπάνω από φιλικές, αλλά δεν κατάφερνε να μιλήσει στη μια χωρίς να είναι μπροστά η άλλη. Οι άντρες Αελίτες έμοιαζαν να θεωρούν αστείες τις προσπάθειές του να ξεμοναχιάσει τη μια τους και, μάλιστα, το ίδιο σκέφτονταν και εκείνες οι δύο. Οι γυναίκες είναι παράξενες, αλλά οι Αελίτισσες κάνουν το παράξενο να μοιάζει φυσιολογικό!
Το μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, με περίτεχνα σκαλίσματα, επιχρυσωμένες άκρες και χοντρά πόδια, ήταν γιο τις συγκεντρώσεις των Υψηλών Αρχόντων. Η Μουαραίν καθόταν σε μια από τις καρέκλες που έμοιαζαν με θρόνους, που στην ψηλή ράχη της είχε το Λάβαρο της Ημισελήνου του Δακρύου, δουλεμένο με χρυσάφι, στιλβωμένο καρνεόλιο και όστρακα. Η Εγκουέν, η Νυνάβε και η Ηλαίην κάθονταν κοντά της.
«Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Πέριν είναι εδώ, στο Δάκρυ», είπε η Νυνάβε. «Σίγουρα είναι καλά;»
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Περίμενε να βρει τον Πέριν στην Πέτρα την προηγούμενη νύχτα· ο σιδεράς ήταν όχι μόνο μυαλωμένος, αλλά και γενναίος.
«Καλά ήταν όταν τον άφησα». Η φωνή της Μουαραίν ήταν γαλήνια. «Αν είναι ακόμα καλά, αυτό δεν το ξέρω. Η... παρέα του αντιμετωπίζει σημαντικό κίνδυνο και μπορεί να αναμίχθηκε κι αυτός».
«Η παρέα του;» είπε έντονα η Εγκουέν. «Τι... Ποια παρέα είναι αυτή;»
«Τι κίνδυνο;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε.
«Δεν είναι κάτι που σε αφορά», είπε ήρεμα η Νυνάβε. «Σε λίγο θα πάω να τη φροντίσω. Καθυστέρησα μονάχα για να σας δείξω κάτι, το οποίο βρήκα ανάμεσα στα τερ’ανγκριάλ και τα υπόλοιπα αντικείμενα της Δύναμης που είχαν συλλέξει με τα χρόνια οι Υψηλοί Άρχοντες». Έβγαλε κάτι από το πουγκί της και το άφησε στο τραπέζι μπροστά της. Ήταν ένας δίσκος στο μέγεθος ανθρώπινης παλάμης, που έμοιαζε φτιαγμένος από δύο δάκρυα συνταιριασμένα, το ένα μαύρο σαν κατράμι, το άλλο άσπρο σαν το χιόνι.
Ο Ματ σαν να θυμόταν ότι είχε δει κι άλλα τέτοια. Αρχαία, σαν κι αυτό, αλλά τσακισμένα, ενώ αυτό εδώ ήταν απείραχτο. Είχε δει τρία· όχι και τα τρία μαζί, μα όλα ήταν σπασμένα σε κομμάτια. Όμως αυτό ήταν αδύνατον· θυμήθηκε ότι ήταν κατασκευασμένα από κουεντιγιάρ, που δεν το έσπαζε καμία δύναμη, ούτε ακόμα και η Μία Δύναμη.
«Μία από τις επτά σφραγίδες που ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας και οι Εκατό Σύντροφοι είχαν βάλει στη φυλακή του Σκοτεινού, όταν τη σφράγισαν ξανά», είπε η Ηλαίην κατανεύοντας, σαν να επιβεβαίωνε και τη δική της μνήμη.
«Ακριβέστερα», της είπε η Μουαραίν, «ένα σημείο εστίασης για μία από τις σφραγίδες. Αλλά κατ’ ουσία έχεις δίκιο. Στο Τσάκισμα του Κόσμου τις σκόρπισαν και τις έκρυψαν για ασφάλεια· μετά, τους Πολέμους των Τρόλοκ, χάθηκαν στ’ αλήθεια». Ξεφύσησε. «Άρχισα να μιλάω σαν τη Βέριν».
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. «Θα έπρεπε να περιμένω ότι θα έβρισκα εδώ κάτι τέτοιο. Δυο φορές άλλοτε ο Ραντ αντιμετώπισε τον Μπα’άλζαμον· και τις δυο φορές, ήταν παρούσα τουλάχιστον μία από τις σφραγίδες».
«Κι αυτή τη φορά άθικτη», είπε η Νυνάβε. «Για πρώτη φορά, η σφραγίδα είναι άθικτη. Λες κι αυτό έχει σημασία τώρα».
«Νομίζεις ότι δεν έχει σημασία;» Η φωνή της Μουαραίν ήταν επικίνδυνη μέσα στην ηρεμία της και οι άλλες γυναίκες την κοίταξαν σμίγοντας τα φρύδια.
Ο Ματ κοίταξε το ταβάνι. Συνεχώς μιλούσαν για ασήμαντα πράγματα. Δεν του άρεσε που στεκόταν στα πέντε μέτρα από το δίσκο, τώρα που ήξερε τι ήταν, όσο μεγάλη κι αν ήταν η αξία του κουεντιγιάρ, αλλά... «Με συγχωρείτε;» είπε.
Όλες γύρισαν και τον κοίταξαν, σαν να διέκοπτε κάτι σημαντικό. Που να καώ! Τρέξε να τις γλιτώσεις από το κελί της φυλακής, σώσε τους τη ζωή πέντε-έξι φορές την ίδια νύχτα και σε αγριοκοιτάζουν σαν τις άτιμες τις Άες Σεντάι! Κι ούτε που μου είπαν ευχαριστώ. Θα έλεγε κανείς ότι είχα χώσει τη μύτη μου εκεί που δεν με ήθελαν, ενώ εγώ απλώς σταμάτησα τον Υπερασπιστή που πήγαινε να κόψει τη μία τους με το σπαθί του. Φωναχτά, είπε με πράο τόνο: «Δεν σας πειράζει να κάνω μια ερώτηση, έτσι δεν είναι; Όλες σας μιλάτε γι’ αυτές τις... γ... τις υποθέσεις των Άες Σεντάι και καμιά δεν έκανε τον κόπο να μου πει κάτι».
«Ματ;» είπε προειδοποιητικά η Νυνάβε τραβώντας την πλεξούδα της, αλλά η Μουαραίν, με γαλήνη που είχε μονάχα μια νότα ανυπομονησίας, είπε: «Τι είναι αυτό που θέλεις να μάθεις;»
«Θέλω να μάθω πώς γίνεται να συμβαίνουν όλα αυτά». Ήθελε να μιλήσει μαλακά, όμως ασυναίσθητα ο τόνος του γινόταν πιο έντονος καθώς συνέχιζε. «Η Πέτρα του Δακρύου έπεσε! Οι Προφητείες έλεγαν ότι αυτό δεν θα συμβεί πριν έρθει ο Λαός του Δράκοντα. Αυτό σημαίνει ότι εμείς είμαστε ο Λαός του Δράκοντα; Εσύ, εγώ, ο Λαν και καμιά διακοσαριά παλιο-Αελίτες;» Τη νύχτα είχε δει τον Πρόμαχο· μεταξύ του Λαν και των Αελιτών, δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει ποιος ήταν ο πιο επικίνδυνος. Όταν ο Ρούαρκ ορθώθηκε για να τον κοιτάξει, πρόσθεσε βιαστικά: «Α, με συγχωρείς, Ρούαρκ. Μου ξέφυγε».
«Ίσως», είπε αργά η Μουαραίν. «Ήρθα για να εμποδίσω τον Μπε’λάλ να σκοτώσει τον Ραντ. Δεν περίμενα ότι θα έβλεπα την Πέτρα να πέφτει. Ίσως να είμαστε εμείς. Οι προφητείες εκπληρώνονται με τον τρόπο που εννοούν, όχι όπως θα θέλαμε εμείς να είναι».
Ο Μπε’λάλ. Ο Ματ ανατρίχιασε. Είχε ακούσει αυτό το όνομα την προηγούμενη νύχτα και δεν ένιωθε καλύτερα ακούγοντάς το τώρα, στο φως. Αν ήξερε ότι ήταν ελεύθερος ένας Αποδιωγμένος —και μάλιστα μέσα στην Πέτρα― δεν θα πλησίαζε αυτό το μέρος. Έριξε μια ματιά στην Εγκουέν, στη Νυνάβε και την Ηλαίην. Ε, θα ερχόμουν σαν ποντίκι, όχι παλεύοντας με κόσμο δεξιά κι αριστερά! Ο Σάνταρ είχε βγει από την Πέτρα με το χάραμα· ισχυριζόταν ότι θα πήγαινε τα νέα στη Μητέρα Γκουένα, αλλά ο Ματ πίστευε ότι το έκανε για να γλιτώσει τα βλέμματα αυτών των τριών γυναικών, που τον κοίταζαν σαν να μην είχαν αποφασίσει ακόμα τι θα τον έκαναν.
Ο Ρούαρκ ξερόβηξε. «Όταν ένας άντρας επιθυμεί να γίνει αρχηγός φατρίας, πρέπει να πάει στο Ρουίντιαν, στη γη του Τζεν Αελ, της φατρίας που δεν υπάρχει». Μιλούσε αργά και συχνά συνοφρυωνόταν, κοιτάζοντας το μεταξωτό χαλί με τα κόκκινα κρόσσια κάτω από τις μαλακές μπότες του, σαν άνθρωπος που προσπαθεί να εξηγήσει κάτι που δεν θέλει. «Οι γυναίκες που επιθυμούν να γίνουν Σοφές κάνουν κι αυτές το ίδιο ταξίδι, αλλά το σημάδι τους, αν σημαδευτούν, το κρατάνε μυστικό γι’ αυτές μόνο. Οι άντρες που επιλέγονται στο Ρουίντιαν, όσοι επιζήσουν, επιστρέφουν σημαδεμένοι στο αριστερό μπράτσο. Έτσι».
Ανέβασε μαζί τα μανίκια του σακακιού και του πουκαμίσου του και αποκάλυψε τον αριστερό πήχη του, όπου το δέρμα ήταν πολύ πιο ανοιχτόχρωμο απ’ όσο στα μπράτσα και στο πρόσωπό του. Χαραγμένη στο δέρμα του, σαν να αποτελούσε μέρος του, κουλουριασμένη δυο φορές ολόγυρα, ήταν η ίδια χρυσοπόρφυρη μορφή που κυμάτιζε στο λάβαρο πάνω από την Πέτρα.
Ο Αελίτης άφησε τα μανίκια του να πέσουν με έναν αναστεναγμό. «Είναι ένα όνομα που δεν λέγεται, παρά μόνο μεταξύ των αρχηγών των φατριών και των Σοφών. Είμαστε...» Ξερόβηξε πάλι, για να καθαρίσει το λαιμό του, ανήμπορος να το πει εδώ.
«Οι Αελίτες είναι ο Λαός του Δράκοντα». Η Μουαραίν μίλησε χαμηλόφωνα, όμως ο Ματ, για πρώτη φορά απ’ όσο θυμόταν, την έβλεπε να δείχνει σημάδια κατάπληξης. «Δεν το ήξερα αυτό».
«Τότε στ’ αλήθεια έγιναν όλα», είπε ο Ματ, «ακριβώς όπως τα έλεγαν οι Προφητείες. Μπορούμε να τραβήξουμε το δρόμο μας δίχως άλλες λαχτάρες». Τώρα, η Άμερλιν δεν θα με χρειάζεται για να φυσήξω εκείνο το άτιμο το Κέρας!
«Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν. «Δεν καταλαβαίνεις ότι οι Αποδιωγμένοι έχουν ελευθερωθεί;»
«Για να μην πούμε για το Μαύρο Άτζα», πρόσθεσε βλοσυρή η Νυνάβε. «Εδώ βρήκαμε μονάχα την Αμίκο και την Τζόγια. Έντεκα άλλες ξέφυγαν —και θα ήθελα να μάθω πώς!― και το Φως μόνο ξέρει πόσες άλλες υπάρχουν, για τις οποίες δεν ξέρουμε».
«Ναι», είπε η Ηλαίην με εξίσου σκληρό τόνο. «Δεν μπορώ να τα βάλω με Αποδιωγμένο, αλλά πάντως θέλω να αργάσω το τομάρι της Λίαντριν!»
«Φυσικά», είπε γλυκά ο Ματ. «Φυσικά». Τρελές είναι; Θέλουν να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα και τους Αποδιωγμένους; «Απλώς εννοούσα ότι τα δύσκολα έγιναν. Η Πέτρα έπεσε στο Λαό του Δράκοντα, ο Ραντ έχει το Καλαντόρ και ο Σαϊ’τάν είναι νεκρός». Η ματιά της Μουαραίν ήταν τόσο σκληρή, που για μια στιγμή του φάνηκε ότι η Πέτρα κουνήθηκε.
«Κλείσε το στόμα σου, βλάκα!» είπε η Άες Σεντάι με φωνή σαν μαχαίρι. «Θέλεις να τραβήξεις την προσοχή του πάνω σου, να ονοματίσεις τον Σκοτεινό;»
«Μα είναι νεκρός!» διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. «Τον σκότωσε ο Ραντ. Είδα το πτώμα!» Τι βρώμα ήταν κι εκείνη. Δεν ήξερα ότι μπορεί κάτι να σαπίσει τόσο γρήγορα.
«Είδες “το πτώμα”», είπε η Μουαραίν στραβώνοντας το στόμα της. «Ένα ανθρώπινο πτώμα. Δεν ήταν ο Σκοτεινός, Ματ».
Αυτός κοίταξε την Εγκουέν και τις άλλες δύο· έμοιαζαν μπερδεμένες όσο κι ο ίδιος. Ο Ρούαρκ φαινόταν να σκέφτεται μια μάχη που τη νόμιζε νικηφόρα και τώρα μάθαινε πως δεν είχε δοθεί καν. «Τότε ποιος ήταν;» απαίτησε να μάθει ο Ματ. «Μουαραίν, η μνήμη μου έχει τέτοιες τρύπες που χωρά κάρο με τα άλογά του, αλλά θυμάμαι τον Μπα’άλζαμον να είναι στα όνειρά μου. Τον θυμάμαι! Που να καώ, δεν υπάρχει περίπτωση να το ξεχάσω! Και αναγνώρισα τα απομεινάρια εκείνου του προσώπου».
«Αναγνώρισες τον Μπα’άλζαμον», είπε η Μουαραίν. «Ή μάλλον τον άντρα που αποκαλούσε τον εαυτό του Μπα’άλζαμον. Ο Σκοτεινός ζει ακόμα, φυλακισμένος στο Σάγιολ Γκουλ και η Σκιά αγγίζει ακόμα το Σχήμα».
«Το Φως να μας οδηγεί και να μας φυλάει», μουρμούρισε η Ηλαίην με αχνή φωνή. «Νόμιζα... νόμιζα ότι τώρα το χειρότερο που είχαμε να ανησυχούμε ήταν οι Αποδιωγμένοι».
«Είσαι σίγουρη, Μουαραίν;» είπε η Νυνάβε. «Ο Ραντ ήταν βέβαιος -είναι βέβαιος― ότι σκότωσε τον Σκοτεινό. Εσύ μοιάζεις να λες ότι ο Μπα’άλζαμον δεν ήταν καθόλου ο Σκοτεινός. Δεν καταλαβαίνω! Πώς μπορεί να είσαι τόσο σίγουρη; Κι αν δεν ήταν ο Σκοτεινός, τότε ποιος ήταν;»
«Μπορώ να είμαι σίγουρη για τον απλούστερο λόγο, Νυνάβε. Όσο γρήγορα κι αν σάπισε, αυτό ήταν ανθρώπινο σώμα. Πιστεύεις ότι, αν σκοτωνόταν ο Σκοτεινός, θα άφηνε πίσω του ανθρώπινο κορμί; Ο άνθρωπος τον οποίο σκότωσε ο Ραντ ήταν άνθρωπος. Ίσως να ήταν ο πρώτος Αποδιωγμένος που απελευθερώθηκε, ή ίσως να μην είχε ποτέ δεσμευτεί πλήρως. Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ».
«Εγώ... ίσως να ξέρω ποιος ήταν». Η Εγκουέν έκανε μια παύση, σμίγοντας αβέβαιη τα φρύδια. «Ή, τουλάχιστον, ίσως έχω κάποιο ίχνος. Η Βέριν μου έδειξε μια σελίδα από ένα αρχαίο βιβλίο, που ανέφερε τον Μπα’άλζαμον και τον Ισαμαήλ μαζί. Ήταν σχεδόν σε Υψηλό Ρυθμό, σχεδόν ακατανόητο, όμως θυμάμαι κάτι για ένα “όνομα που κρύβεται πίσω από όνομα”. Ίσως ο Μπα’άλζαμον ήταν ο Ισαμαήλ».
«Ίσως», είπε η Μουαραίν. «Ίσως να ήταν ο Ισαμαήλ. Αλλά αν ήταν, τουλάχιστον εννιά από τους δεκατρείς είναι ακόμα ζωντανοί. Η Λανφίαρ, ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν και... Παα! Ακόμα και το γεγονός ότι ξέρουμε πως κάποιοι απ’ αυτούς τους εννιά είναι ελεύθεροι δεν είναι το σημαντικότερο». Άπλωσε το χέρι της πάνω στον ασπρόμαυρο δίσκο που ήταν στο τραπέζι. «Τρεις σφραγίδες έχουν σπάσει. Μόνο τέσσερις αντέχουν ακόμα. Μόνο αυτές οι τέσσερις στέκουν ανάμεσα στον Σκοτεινό και τον κόσμο και, ίσως, έστω και με αυτές άθικτες, ίσως να μπορεί να αγγίξει τον κόσμο με κάποιον τρόπο. Όποια μάχη κι αν κερδίσαμε εδώ —μάχη ή αψιμαχία― πολύ απέχει από το να είναι η τελευταία».
Ο Ματ είδε τα πρόσωπά τους να παίρνουν μια αποφασισμένη έκφραση —της Εγκουέν, της Νυνάβε και της Ηλαίην αργά, απρόθυμα, αλλά επίσης σίγουρα― και κούνησε το κεφάλι του. Καταραμένες γυναίκες! Είναι έτοιμες να συνεχίσουν από δω, να κυνηγήσουν το Μαύρο Άτζα, να προσπαθήσουν να πολεμήσουν τους Αποδιωγμένους και τον Σκοτεινό. Ε, ας μη νομίζουν ότι θα τις ξελασπώσω άλλη φορά. Μην το νομίζουν καθόλου αυτό, τελεία και παύλα!
Η ψηλή, δίφυλλη πόρτα άνοιξε καθώς ο Ματ προσπαθούσε να σκεφτεί τι θα έλεγε και μια ψηλή, νεαρή γυναίκα με βασιλικό παράστημα μπήκε στην αίθουσα, φορώντας ένα διάδημα που είχε ένα χρυσό αστούριο να πετά πάνω από τα φρύδια της. Τα μαύρα μαλλιά της κυλούσαν στους χλωμούς ώμους της και το φόρεμά της, από το πιο φίνο κόκκινο μετάξι, άφηνε τους ώμους γυμνούς, μαζί με μια αρκετά πλούσια έκταση του αξιοθαύμαστου, κατά την κρίση του Ματ, κόρφου της. Για μια στιγμή, η γυναίκα στάθηκε εξετάζοντας όλο ενδιαφέρον τον Ρούαρκ με τα μεγάλα μαύρα μάτια της· έπειτα, έστρεψε το βλέμμα στις γυναίκες που ήταν στο τραπέζι, ψύχραιμα και αγέρωχα. Φάνηκε να μη δίνει την παραμικρή σημασία στον Ματ.
«Δεν έχω συνηθίσει να μου δίνουν μηνύματα για να μεταφέρω», ανακοίνωσε, ανεμίζοντας ένα διπλωμένο πάπυρο με το λεπτό χέρι της.
«Και ποια είσαι εσύ, παιδί μου;» ρώτησε η Μουαραίν.