Ο Τάλανβορ πήρε τον Ματ από τη μικρή αυλή με τη γεμάτη ψάρια λιμνούλα και τον οδήγησε γρήγορα σε μια μεγάλη αυλή, στην πρόσοψη του Παλατιού, πίσω από τις ψηλές, επιχρυσωμένες πύλες, που άστραφταν στον ήλιο. Σε λίγο θα μεσημέριαζε. Ο Ματ ένιωσε την επιθυμία να φύγει, την ανάγκη να βιαστεί. Δυσκολευόταν να κρατήσει το ρυθμό του νεαρού αξιωματικού. Αν το έβαζε στα πόδια, ίσως κάποιος έμπαινε σε υποψίες και ίσως —ίσως― τα πράγματα στη μικρή αυλή να ήταν αυτό ακριβώς που φαίνονταν. Ίσως ο Γκάεμπριλ να μην υποπτευόταν ότι ο Ματ ήξερε. Ίσως. Θυμήθηκε εκείνο τα σχεδόν κατάμαυρο βλέμμα, που τον είχε αρπάξει και τον είχε κρατήσει σαν δόντι δικρανιού πάνω στο κεφάλι του. Φως μου, ίσως. Ανάγκασε τον εαυτό του να περπατήσει σαν να είχε άφθονο χρόνο στη διάθεση του -είμαι ένας χαζούλης χωριατάκος, που κοιτάζει τα χαλιά και τα χρυσά. Ένας αγροίκος, που δεν θα τον περνούσε ποτέ από το νου ότι μπορεί κάποιος να τον καρφώσει ένα μαχαίρι στην πλάτη― ώσπου ο Τάλανβορ τον πέρασε από μια βοηθητική πόρτα σε μια πύλη και τον ακολούθησε έξω.
Ο χοντρός αξιωματικός με τα ποντικίσια μάτια ήταν ακόμα εκεί με τους Φρουρούς κι όταν είδε τον Ματ, το πρόσωπό του κοκκίνισε ξανά. Πριν, όμως, προλάβει να ανοίξει το στόμα, μίλησε ο Τάλανβορ. «Παρέδωσε ένα γράμμα στη Βασίλισσα από την Κόρη-Διάδοχο. Θα πρέπει να χαίρεσαι, Έλμπερ, που ούτε η Μοργκέις, ούτε ο Γκάεμπριλ, δεν ξέρουν ότι προσπάθησες να το σταματήσεις, πριν το πάρουν. Ο Άρχοντας Γκάεμπριλ έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για το μήνυμα της Αρχόντισσας Ηλαίην».
Το πρόσωπο του Έλμπερ από κόκκινο έγινε κάτασπρο. Έριξε μια αγριωπή ματιά στον Ματ και ζύγωσε τη σειρά των φυλάκων, με τα χάντρινα μάτια του να κοιτάζουν από τα ανοίγματα των προσωπίδων τους, σαν να ήθελε να δει αν είχε προσέξει κάποιος τους το φόβο του.
«Σε ευχαριστώ», είπε ο Ματ στον Τάλανβορ και το εννοούσε. Είχε ξεχάσει τελείως το χοντρό αξιωματικό και τον είχε θυμηθεί μόνο όταν είχε βρεθεί να τον κοιτάζει ξανά καταπρόσωπο. «Καλή σου ώρα, Τάλανβορ».
Ξεκίνησε για να διασχίσει την ωοειδή πλατεία, προσπαθώντας να μην ταχύνει πολύ το βήμα και ξαφνιάστηκε όταν ο Τάλανβορ άρχισε να βαδίζει δίπλα του. Φως μου, να είναι άραγε άνθρωπος τον Γκάεμπριλ, ή μήπως της Μοργκέις; Μόλις είχε νιώσει μια φαγούρα στην πλάτη, σαν μαχαίρι έτοιμο να χωθεί εκεί -δεν ξέρει, που να καώ! Ο Γκάεμπριλ δεν υποψιάζεται ότι ξέρω!― όταν, τελικά, ο νεαρός αξιωματικός του μίλησε.
«Πέρασες καιρό στην Ταρ Βάλον; Στο Λευκό Πύργο; Αρκετό για να μάθεις κάτι για το μέρος;»
«Ήμουν εκεί μονάχα τρεις μέρες», είπε επιφυλακτικά ο Ματ. Θα έλεγε λιγότερο —αν μπορούσε να παραδώσει το γράμμα χωρίς να παραδεχτεί ότι είχε πατήσει ποτέ πόδι στην Ταρ Βάλον, έτσι θα είχε πει― αλλά του φαινόταν ότι ο άλλος δεν θα πίστευε πως είχε κάνει τόσο δρόμο για να δει την αδερφή του και είχε φύγει την ίδια μέρα. Τι στο Φως ζητάει; «Έμαθα όσα είδα εκείνες τις μέρες. Τίποτα σημαντικό. Δεν μου έκαναν περιήγηση, λέγοντάς μου πράγματα. Πήγα εκεί μόνο για να δω την Έλσε».
«Κάτι θα πήρε το αυτί σου, άνθρωπέ μου. Ποια είναι η Σέριαμ; Το να συνομιλήσει κάποιος μαζί της στο μελετητήριό της σημαίνει κάτι;»
Ο Ματ κούνησε με δύναμη το κεφάλι, για να μη δείξει ανακούφιση η έκφρασή του. «Δεν ξέρω ποια είναι», είπε ειλικρινά. Ίσως να είχε ακούσει την Εγκουέν να αναφέρει το όνομα, ή ίσως τη Νυνάβε. Μήπως ήταν κάποια Άες Σεντάι; «Γιατί να σημαίνει κάτι;»
«Δεν ξέρω», είπε μαλακά ο Τάλανβορ. «Είναι πολλά αυτά που δεν ξέρω. Μερικές φορές, νομίζω ότι προσπαθεί να πει κάτι...» Κάρφωσε με το βλέμμα του τον Ματ. «Είσαι στ’ αλήθεια ένας νομιμόφρων Αντορανός, Θομ Γκρίνγουελ;»
«Και βέβαια είμαι». Φως μου, αν το πω μερικές φορές ακόμα, μπορεί και να το πιστέψω. «Εσύ; Υπηρετείς πιστά τη Μοργκέις και τον Γκάεμπριλ;»
Ο Τάλανβορ του έριξε μια ματιά σκληρή, σαν το έλεος των ζαριών. «Υπηρετώ τη Μοργκέις, Θομ Γκρίνγουελ. Αυτή, θα την υπηρετήσω μέχρι θανάτου. Καλό κατευόδιο!» Γύρισε και κίνησε για το Παλάτι, με το χέρι να σφίγγει τη λαβή του ξίφους του.
Ενώ τον έβλεπε να φεύγει, ο Ματ μουρμούρισε: «Πάω στοίχημα τούτο δω» —τίναξε στον αέρα το δερμάτινο πουγκί και το ξανάπιασε― πύτι το ίδιο λέει και ο Γκάεμπριλ». Ό,τι παιχνίδια κι αν έπαιζαν στο Παλάτι, ο Ματ δεν ήθελε να μπλέξει σε κανένα. Και σκόπευε να κρατήσει μακριά τους την Εγκουέν και τις άλλες. Χαζές γυναίκες! Τώρα πρέπει να σώσω το τομάρι τους, αντί να γλιτώσω το δικό μου! Δεν άρχισε να τρέχει, παρά μόνο όταν οι δρόμοι τον έκρυψαν από το Παλάτι.
Όταν μπήκε φουριόζος στην Ευλογία της Βασίλισσας, δεν είχαν αλλάξει πολλά στη βιβλιοθήκη. Ο Θομ και ο πανδοχέας ακόμα κάθονταν στον άβακα των λίθων —από τις θέσεις των λίθων είδε ότι ήταν άλλο παιχνίδι, αλλά και σε αυτό ο Γκιλ ήταν στριμωγμένος― και η πιτσιλωτή γάτα ήταν πάλι πάνω στο τραπέζι και περιποιόταν τη γούνα της. Δίπλα στη γάτα ήταν ένας δίσκος με τις σβησμένες πίπες τους και τα αποφάγια του γεύματός τους, ενώ τα πράγματά του είχαν χαθεί από την καρέκλα. Και οι δύο είχαν ένα ποτήρι με κρασί στο μπράτσο της πολυθρόνας, δίπλα στον αγκώνα τους.
«Φεύγω, αφέντη Γκιλ», είπε. «Κράτα το νόμισμα και ετοίμασε φαγητό. Θα μείνω ίσα για να φάω κι ύστερα θα πάρω το δρόμο για το Δάκρυ».
«Προς τι τόση βιασύνη, μικρέ;» Ο Θομ έμοιαζε να παρακολουθεί περισσότερο τη γάτα, παρά τον άβακα. «Μόλις φτάσαμε».
«Παρέδωσες, λοιπόν, το γράμμα της Αρχόντισσας Ηλαίην;» ρώτησε με έξαψη ο πανδοχέας. «Και φαίνεται να μην πείραξαν ούτε τρίχα της κεφαλής σου. Στ’ αλήθεια σκαρφάλωσες τον τοίχο, όπως ο άλλος νεαρός; Άσε, αυτό δεν έχει σημασία. Γαλήνεψε το γράμμα τη Μοργκέις; Θα πρέπει ακόμα να έχουμε το νου μας μην την ταράξουμε, άνθρωπε μου;»
«Ε, μάλλον τη γαλήνεψε», είπε ο Ματ. «Έτσι νομίζω». Δίστασε μια στιγμή, παίζοντας το πουγκί του Γκάεμπριλ στο χέρι του. Ακούστηκε ένα κουδούνισμα. Δεν είχε κοιτάξει για να δει αν, όντως, είχε δέκα χρυσά μάρκα μέσα· το βάρος φαινόταν σωστό. «Αφέντη Γκιλ, τι μπορείς να μου πεις για τον Γκάεμπριλ; Πέρα από το ότι δεν συμπαθεί τις Άες Σεντάι. Είπες ότι δεν έχει καιρό στο Κάεμλυν;»
«Γιατί θες να μάθεις γι’ αυτόν;» ρώτησε ο Θομ. «Μπέηζελ, θα τοποθετήσεις το λίθο σου ή όχι;» Ο πανδοχέας αναστέναξε κι ακούμπησε ένα μαύρο λίθο στον άβακα και ο βάρδος κούνησε το κεφάλι.
«Το λοιπόν, παλικάρι μου», είπε ο Γκιλ, «δεν έχω πολλά να πω. Ήρθε από τα δυτικά το χειμώνα. Κάπου από τα μέρη σου, νομίζω. Μπορεί να ήταν από τους Δύο Ποταμούς. Άκουσα να λένε για τα βουνά».
«Δεν έχουμε άρχοντες στους Δύο Ποταμούς», είπε ο Ματ. «Μπορεί να έχει μερικούς στις περιοχές του Μπάερλον. Δεν ξέρω».
«Μπορεί αυτό να είναι, παλικάρι μου. Δεν είχα ακούσει γι’ αυτόν άλλη φορά, αλλά δεν ξέρω από τους επαρχιακούς άρχοντες. Ήρθε όσο η Μοργκέις ήταν ακόμα στην Ταρ Βάλον —τότε ήταν― και η μισή πόλη φοβόταν ότι ο Πύργος θα την εξαφάνιζε κι αυτήν. Η άλλη μισή δεν την ήθελε πίσω. Οι ταραχές ξανάρχισαν, όπως έγινε πέρυσι, στα τέλη του χειμώνα».
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Δεν με νοιάζουν τα πολιτικά, αφέντη Γκιλ. Για τον Γκάεμπριλ θέλω να μάθω». Ο Θομ τον κοίταξε κατσουφιασμένος και άρχισε να καθαρίζει τα απομεινάρια του καμένου καπνού στην πίπα του με ένα άχυρο.
«Για τον Γκάεμπριλ σου λέω, παλικάρι μου», είπε ο Γκιλ. «Όσο κρατούσαν οι ταραχές, έγινε αρχηγός της φράξιας που υποστήριζε τη Μοργκέις —άκουσα πως τραυματίστηκε στις συγκρούσεις― κι όταν εκείνη ξαναγύρισε, ο Γκάεμπριλ είχε ησυχάσει τα πράγματα. Του Γκάρεθ Μπράυν δεν του άρεσαν οι μέθοδοι του Γκάεμπριλ ― γίνεται σκληρός καμιά φορά― αλλά η Μοργκέις χάρηκε τόσο πολύ που βρήκε ότι, πάλι, είχε επικρατήσει η τάξη, που τον έβαλε στη θέση που είχε κάποτε η Ελάιντα».
Ο πανδοχέας σταμάτησε και ο Ματ τον περίμενε να συνεχίσει, αλλά ο άλλος έμεινε σιωπηλός. Ο Θομ γέμισε ταμπάκ την πίπα του και πλησίασε να την ανάψει με ένα ξυλάκι από μια μικρή λάμπα, την οποία είχαν γι’ αυτό το σκοπό στην κορνίζα του τζακιού.
«Τι άλλο;» ρώτησε ο Ματ. «Ο άνθρωπος κάποιο λόγο θα έχει που τα κάνει αυτά. Αν παντρευτεί τη Μοργκέις, θα γίνει βασιλιάς όταν εκείνη πεθάνει; Εννοώ, αν πέθαινε και η Ηλαίην, επίσης;»
Ο Θομ κόντεψε να πνιγεί από το βήχα καθώς άναβε την πίπα του και ο Γκιλ έβαλε τα γέλια. «Το Άντορ έχει βασίλισσα, παλικάρι. Πάντα βασίλισσα. Άμα πέθαιναν μαζί η Μοργκέις και η Ηλαίην —το Φως να δώσει να μη γίνει τέτοιο πράγμα!― τότε θα ανέβαινε στο θρόνο η κοντινότερη συγγενής της Μοργκέις. Τουλάχιστον, αυτή τη φορά δεν υπάρχει αμφιβολία ποια είναι ― μια ξαδέρφη, η Αρχόντισσα Ντυέλιν· όχι σαν τη Διαδοχή, όταν εξαφανίστηκε η Τιγκραίν. Τότε είχε περάσει πολύς χρόνος, μέχρι η Μοργκέις να καθίσει στο Θρόνο του Λιονταριού. Η Ντυέλιν θα μπορούσε να διατηρήσει τον Γκάεμπριλ ως συμβουλάτορά της, ή να τον παντρευτεί για να ενισχύσει τη διαδοχή ― παρ’ όλο που αυτό μάλλον δεν θα το έκανε, παρά μόνο στην περίπτωση που η Μοργκέις είχε κάνει παιδί μαζί του, αλλά ακόμα και τότε, ο Γκάεμπριλ θα ήταν ο Βασιλικός Σύζυγος. Τίποτα παραπάνω. Δόξα στο Φως, η Μοργκέις είναι ακόμα νέα γυναίκα. Και η Ηλαίην έχει την υγειά της. Φως μου! Δεν πιστεύω το γράμμα να έλεγε ότι είναι άρρωστη, έτσι δεν είναι;»
«Είναι καλά». Τουλάχιστον προς το παρόν. «Δεν έχεις τίποτα άλλο να μου πεις γι’ αυτόν; Δεν δείχνεις να τον συμπαθείς. Γιατί;»
Ο πανδοχέας έσμιξε τα φρύδια στοχαστικά, έξυσε το πηγούνι του και κούνησε το κεφάλι. «Φαντάζομαι πως δεν θα μου άρεσε να παντρευόταν τη Μοργκέις, αλλά στ’ αλήθεια δεν ξέρω γιατί. Είναι μια χαρά άνθρωπος, έτσι λένε· όλοι οι ευγενείς τον έχουν περί πολλού. Δεν μου πολυαρέσουν αυτοί που έφερε στους Φρουρούς. Πολλά άλλαξαν από τότε που ήρθε, αλλά δεν μπορώ να τα φορτώσω όλα σ’ αυτόν. Απλώς, φαίνεται ότι από τότε που ήρθε, είναι πάρα πολλοί αυτοί που μουρμουρίζουν στις γωνίες. Θα έλεγε κανείς ότι είμαστε σαν τους Καιρχινούς, όπως ήταν πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, που όλοι συνωμοτούσαν και προσπαθούσαν να έχουν το πάνω χέρι. Όλο βλέπω άσχημα όνειρα από τότε που ήρθε ο Γκάεμπριλ και δεν είμαι ο μόνος. Είναι χαζό να σκοτίζεσαι για τέτοια πράγματα ― για όνειρα. Μάλλον φταίει η έγνοια για την Ηλαίην και για το τι σκοπεύει η Μοργκέις να κάνει με το Λευκό Πύργο, καθώς και για το ότι οι άνθρωποι φέρονται σαν Καιρχινοί. Τι να πω, δεν ξέρω. Γιατί τόσες ερωτήσεις για τον Άρχοντα Γκάεμπριλ;»
«Επειδή θέλει να σκοτώσει την Ηλαίην», είπε ο Ματ, «και μαζί της την Εγκουέν και τη Νυνάβε». Σε όσα είχε πει ο Γκιλ, δεν έβρισκε κάτι σημαντικό. Που να καώ, δεν χρειάζεται να ξέρω για ποιο λόγο ης θέλει πεθαμένες. Απλώς, πρέπει να τον σταματήσω. Οι άλλοι δύο είχαν στυλώσει το βλέμμα πάνω του. Σαν να ήταν τρελός. Ξανά.
«Μήπως σε έπιασε πάλι καμιά αρρώστια;» ρώτησε καχύποπτα ο Γκιλ. «Θυμάμαι την άλλη φορά, που τους έβλεπες όλους με μισό μάτι. Ή αυτό συμβαίνει, ή πας να σκαρώσεις καμιά φάρσα. Μου μοιάζεις για φαρσαδόρος. Αν είναι έτσι, τότε αυτή είναι μια απαίσια φάρσα!»
Ο Ματ ξίνισε τα μούτρα του. «Δεν είναι φάρσα. Τον κρυφάκουσα να λέει σε κάποιον Κομάρ να κόψει το κεφάλι της Ηλαίην. Και μαζί, της Εγκουέν και της Νυνάβε. Ένας σωματώδης άντρας, με μια άσπρη πινελιά στο γένι».
«Μοιάζει να είναι ο Άρχοντας Κομάρ», είπε αργά ο Γκιλ. «Ήταν καλός στρατιώτης, αλλά λένε ότι έφυγε από τη Φρουρά κι ο λόγος είχε να κάνει με φτιαγμένα ζάρια. Όχι ότι του το λέει κανείς αυτό κατάμουτρα· ο Κομάρ είναι από τους καλύτερους ξιφομάχους των Φρουρών. Στ’ αλήθεια τα εννοείς αυτά, έτσι δεν είναι;»
«Νομίζω πως τα εννοεί, Μπέηζελ», είπε ο Θομ. «Κατά γράμμα».
«Το Φως να μας οδηγεί όλους! Τι είπε η Μοργκέις; Της το είπες, δεν της το είπες; Το Φως να σε κάψει, θα της το είπες!»
«Φυσικά και το είπα», είπε πικρά ο Ματ. «Με τον Γκάεμπριλ να στέκεται μπροστά μου, με αυτή να τον κοιτάζει σαν ερωτοχτυπημένο σκυλάκι! Είπα: “Μπορεί να είμαι ένα απλό χωριατόπαιδο που σκαρφάλωσε τον τοίχο σου πριν από μισή ώρα, αλλά ήδη τυχαίνει να ξέρω ότι ο έμπιστος σύμβουλός σου από δω πέρα, αυτός που φαίνεται να αγαπάς, σκοπεύει να δολοφονήσει την κόρη σου”. Φως μου, άνθρωπε, εμένα θα αποκεφάλιζε!»
«Μπορεί και να το έκανε». Ο Θομ κοίταξε τα περίτεχνα σκαλίσματα στην πίπα του και τράβηξε μια άκρη του μουστακιού του. «Τα νεύρα της είναι ξεσπούν ξαφνικά, σαν αστραπή και δυο φορές πιο επικίνδυνα».
«Λίγοι το ξέρουν αυτό τόσο καλά όσο εσύ, Θομ», είπε αφηρημένα ο Γκιλ. Ατενίζοντας το κενό, έτριψε τα γκρίζα μαλλιά του και με τα δύο χέρια. «Σίγουρα κάτι θα μπορώ να κάνω. Έχω να πιάσω σπαθί από τον Πόλεμο των Αελιτών, αλλά... Ε, δεν θα έβγαινε τίποτα έτσι. Θα σκοτωνόμουν, χωρίς αποτέλεσμα. Μα κάτι πρέπει να κάνω!»
«Φήμες». Ο Θομ έτριψε την άκρη της μύτης του· φαινόταν να εξετάζει τον άβακα των λίθων μονολογώντας. «Κανένας δεν μπορεί να εμποδίσει τις φήμες να φτάσουν στο αυτί της Μοργκέις και, αν τις ακούσει καλά, ίσως αρχίσει να αναρωτιέται. Οι φήμες είναι η φωνή του λαού και η φωνή του λαού συχνά λέει την αλήθεια. Η Μοργκέις το ξέρει. Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα έπαιρνα το μέρος του εναντίον της στο Παιχνίδι. Έρωτας ξε-έρωτας, από τη στιγμή που η Μοργκέις αρχίσει να εξετάζει τον Γκάεμπριλ, αυτός δεν θα μπορεί να της κρύψει ούτε παιδικές ουλές. Κι αν μάθει ότι θέλει να κάνει κακό στην Ηλαίην» —έβαλε ένα λίθο στον άβακα· εκ πρώτης όψεως η τοποθέτησή του φαινόταν αλλόκοτη, όμως ο Ματ είδε ότι σε τρεις κινήσεις το ένα τρίτο των λίθων του Γκιλ θα ήταν παγιδευμένοι― «τότε ο Άρχοντας Γκάεμπριλ θα έχει μια πολυτελέστατη κηδεία».
«Εσύ και το Παιχνίδι των Οίκων σου», μουρμούρισε ο Γκιλ. «Πάντως, ίσως φέρει αποτέλεσμα». Ένα ξαφνικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. «Ξέρω ακόμα και σε ποιον θα πω να το αρχίσει. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πω στην Γκίλντα ότι το ονειρεύτηκα και σε τρεις μέρες θα το έχει πει για γεγονός στις σερβιτόρες της μισής Νέας Πόλης. Είναι η μεγαλύτερη κουτσομπόλα που έπλασε ο Δημιουργός».
«Πρόσεχε μόνο μην ανακαλύψουν ότι οι φήμες ξεκίνησαν από σένα, Μπέηζελ».
«Δεν υπάρχει τέτοιος φόβος, Θομ. Για να καταλάβεις, πριν από μια βδομάδα, κάποιος μου είπε για ένα δικό μου άσχημο όνειρο, σαν κάτι που είχε ακούσει από κάποιον, που το είχε ακούσει από κάποιον άλλο. Η Γκίλντα πρέπει να κρυφάκουγε όταν το έλεγα στην Κολάιν, αλλά όταν τον ρώτησα, μου είπε μια σειρά ονόματα που οδηγούσαν στην άλλη άκρη του Κάεμλυν και χάνονταν. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σηκώθηκα και πήγα εκεί πέρα και βρήκα τον τελευταίο της σειράς, από περιέργεια, για να δω από πόσα στόματα είχε περάσει κι αυτός επέμενε ότι ήταν δικό του το άσχημο όνειρο. Δεν υπάρχει φόβος, Θομ».
Τον Ματ δεν τον ένοιαζε τι θα έκαναν με τις φήμες τους —οι φήμες δεν θα βοηθούσαν την Εγκουέν και τις άλλες― αλλά υπήρχε κάτι που τον μπέρδευε. «Θομ, πολύ ήρεμα τα δέχεσαι όλα τούτα. Νόμιζα ότι η Μοργκέις ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής σου».
Ο βάρδος ξανακοίταξε την πίπα του. «Ματ, μια πολύ σοφή γυναίκα μου είπε κάποτε ότι ο χρόνος θα γιατρέψει τις πληγές μου, ότι ο χρόνος γαληνεύει τα πάντα. Δεν την πίστεψα. Μόνο που είχε δίκιο».
«Εννοείς ότι δεν αγαπάς πια τη Μοργκέις».
«Μικρέ, πέρασαν δεκαπέντε χρόνια από τότε που έφυγα από το Κάεμλυν, μισό βήμα μπροστά από το τσεκούρι του δήμιου, με το μελάνι στο ένταλμα ακόμα υγρό από την υπογραφή της Μοργκέις. Όπως καθόμουν εδώ και άκουγα τον Μπέηζελ να φλυαρεί» —ο Γκιλ διαμαρτυρήθηκε και ο Θομ δυνάμωσε τη φωνή του― «να φλυαρεί, λέω, για τη Μοργκέις και τον Γκάεμπριλ και για τον πιθανό γάμο τους, συνειδητοποίησα ότι το πάθος έχει σβήσει εδώ και πολύ καιρό. Ε, θα έλεγα ότι ακόμα τη συμπαθώ, ίσως ακόμα να την αγαπώ λιγάκι, μα δεν είναι πια το μέγα πάθος».
«Και να που σκεφτόμουν μήπως έτρεχες στο Παλάτι για να την προειδοποιήσεις». Γέλασε και ξαφνιάστηκε όταν ο Θομ γέλασε κι αυτός μαζί του.
«Δεν είμαι τόσο βλάκας, μικρέ. Κι οι βλάκες ακόμα ξέρουν ότι άντρες και γυναίκες σκέφτονται διαφορετικά κάποιες φορές, αλλά η μεγαλύτερη διαφορά είναι αυτή. Οι άντρες ξεχνούν, αλλά δεν συγχωρούν ποτέ, ενώ οι γυναίκες συγχωρούν, αλλά δεν ξεχνούν ποτέ. Η Μοργκέις μπορεί να με φιλούσε στο μάγουλο, να μου πρόσφερε ένα κύπελλο κρασί, να έλεγε πόσο της έλειψα. Και μετά μπορεί να άφηνε τους Φρουρούς να με σύρουν στη φυλακή και στο δήμιο. Όχι. Η Μοργκέις είναι από τις ικανότερες γυναίκες που γνώρισα ποτέ κι αυτό κάτι λέει. Σχεδόν νιώθω οίκτο για τον Γκάεμπριλ, όταν η Μοργκέις μάθει τι σκαρώνει. Στο Δάκρυ είπες; Υπάρχει πιθανότητα να περιμένεις μέχρι αύριο για να φύγεις; Μιας βραδιάς ύπνος θα μου έκανε καλό».
«Πριν νυχτώσει, θέλω να είμαι όσο το δυνατόν πιο μακριά από το Κάεμλυν». Ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Εννοείς ότι θες να έρθεις μαζί μου; Νόμιζα πως ήθελες να μείνεις».
«Δεν με άκουσες να λέω, τώρα δα, ότι αποφάσισα να μη μου κόψουν το κεφάλι; Το Δάκρυ μοιάζει ασφαλέστερο μέρος για μένα απ’ το Κάεμλυν και ξαφνικά αυτό δεν μου φαίνεται τόσο άσχημο. Εκτός αυτού, μου αρέσουν εκείνες οι κοπέλες». Ένα μαχαίρι εμφανίστηκε στο χέρι του και χάθηκε εξίσου ξαφνικά. «Δεν θα ήθελα να πάθουν κάτι. Αλλά, αν θέλεις να φτάσεις γρήγορα στο Δάκρυ, πρέπει να πας στο Αρινγκίλ. Με ένα γρήγορο πλοίο θα φτάσουμε εκεί μέρες νωρίτερα, παρά αν ταξιδέψουμε με άλογα, ακόμα κι αν τα τρέχαμε μέχρι να σκάσουν. Και δεν το λέω μόνο επειδή ο πισινός μου έχει πάρει το σχήμα της σέλας».
«Στο Αρινγκίλ, λοιπόν. Αρκεί να πάμε γρήγορα».
«Ε, λοιπόν», είπε ο Γκιλ, «αφού φεύγεις, παλικάρι, κάτσε να κανονίσω το φαγητό που παράγγειλες». Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και ξεκίνησε προς την πόρτα.
«Κράτα μου το αυτό, αφέντη Γκιλ», είπε ο Ματ και του πέταξε το δερμάτινο πουγκί.
«Τι είναι αυτό, παλικάρι μου; Νομίσματα;»
«Το στοίχημα. Ο Γκάεμπριλ δεν το ξέρει, μα αυτός κι εγώ έχουμε ένα στοίχημα». Η γάτα πήδηξε κάτω, όταν ο Ματ πήρε το ξύλινο κύπελλο των ζαριών και τα έριξε στο τραπέζι. Πέντε εξάρια. «Και πάντα κερδίζω».