Κουνώντας το κεφάλι, η Εγκουέν γύρισε στις πόρτες που είχε αγνοήσει. Κάπου πρέπει να πήγε. Μέσα στην πρώτη είδε έπιπλα, που σχημάτιζαν άμορφους όγκους κάτω από πανιά για τη σκόνη και ο αέρας έμοιαζε μπαγιάτικος, λες και η πόρτα είχε καιρό να ανοίξει. Έκανε μια γκριμάτσα· πράγματι, υπήρχαν πατημασιές ποντικιών στη σκόνη του πατώματος. Αλλά κανένα άλλο ίχνος. Άνοιξε βιαστικά άλλες δύο πόρτες, που μέσα τους υπήρχε η ίδια κατάσταση. Δεν ήταν παράξενο. Στους εξώστες των Αποδεχθεισών τα άδεια δωμάτια ήταν περισσότερα από τα κατοικημένα.
Όταν έβγαλε το κεφάλι από την τρίτη πόρτα, η Νυνάβε και η Ηλαίην κατέβαιναν τη ράμπα πίσω της, δίχως ιδιαίτερη βιασύνη.
«Κρύβεται;» ρώτησε έκπληκτη η Νυνάβε. «Εκεί μέσα;»
«Την έχασα». Η Εγκουέν ξανακοίταξε δεξιά κι αριστερά στον καμπυλωτό εξώστη. Πού να πήγε; Δεν εννοούσε την Έλσε.
«Αν πίστευα ότι η Έλσε θα μπορούσε να σε παραβγεί στο τρέξιμο», είπε η Ηλαίην χαμογελώντας, «θα την κυνηγούσα κι εγώ, αλλά πάντα μου φαινόταν ότι, έτσι παχουλή που είναι, δεν μπορούσε να τρέξει». Εντούτοις, το χαμόγελό της έκρυβε μια ανησυχία.
«Θα πρέπει να τη βρούμε αργότερα», είπε η Νυνάβε, «και να της πούμε να μην ανοίξει το στόμα της. Πώς μπόρεσε η Αμερλιν να εμπιστευτεί αυτό το κοριτσόπουλο;»
«Νόμιζα ότι τη βρήκα», είπε αργά η Εγκουέν, «αλλά ήταν μια άλλη. Νυνάβε, μια στιγμή γύρισα την πλάτη κι είχε χαθεί. Όχι η Έλσε —αυτή δεν την είδα καθόλου!― αλλά η γυναίκα που νόμιζα ότι ήταν η Έλσε. Μέσα σε μια στιγμή... έγινε καπνός, δεν ξέρω πού πήγε».
Της Ηλαίην της κόπηκε η ανάσα για μια στιγμή. «Ήταν Άψυχη;» Κοίταξε γοργά γύρω της, αλλά ο εξώστης ήταν ακόμα άδειος, με εξαίρεση τις τρεις τους.
«Όχι αυτή», είπε με σιγουριά η Εγκουέν. «Αυτή —» Δεν πρόκειται να πω ότι με έκανε να νιώσω σαν να ήμουν έξι χρόνων, με σχισμένο φόρεμα, λερωμένο πρόσωπο και μύξες στη μύτη. «Δεν ήταν Φαιός Άνθρωπος. Ήταν ψηλή και εντυπωσιακή, με μαύρα μάτια και σκούρα μαλλιά. Και μέσα σε χίλια άλλα άτομα θα την πρόσεχες. Δεν την έχω δει άλλη φορά» αλλά νομίζω ότι είναι Άες Σεντάι. Πρέπει να είναι».
Η Νυνάβε στάθηκε, σαν να περίμενε να ακούσει κι άλλα και μετά είπε ανυπόμονα: «Αν την ξαναδείς, δείξ’ τη μου. Αν νομίζεις ότι υπάρχει λόγος. Ας μη χασομεράμε εδώ κουβεντιάζοντας. Θέλω να δω τι υπάρχει σε αυτή την αποθήκη, πριν η Έλσε μιλήσει σε λάθος αυτιά για εμάς. Μπορεί να ήταν απρόσεκτοι. Ας μην τους δώσουμε την ευκαιρία να το διορθώσουν, αν είναι έτσι».
Όταν πήγε δίπλα στη Νυνάβε, με την Ηλαίην από την άλλη πλευρά της, η Εγκουέν κατάλαβε ότι έσφιγγε ακόμα το πέτρινο δαχτυλίδι —το τερ’ανγκριάλ της Κοριάνιν Νεντέαλ― στη γροθιά της. Το έχωσε απρόθυμα στο θύλακό της και τράβηξε το κορδόνι. Αρκεί να μην αποκοιμηθώ με το καταραμένο... Μα αυτό ακριβώς δεν σκοπεύω να κάνω;
Αλλά αυτό θα γινόταν το βράδυ και δεν είχε νόημα να ανησυχεί από τώρα. Όπως προχωρούσαν μέσα στον Πύργο, η Εγκουέν είχε το νου της μήπως δει τη γυναίκα με τα λευκά και τα ασημένια μετάξια. Δεν καταλάβαινε γιατί ένιωθε ανακούφιση που δεν την έβρισκε. Μεγάλη γυναίκα είμαι και κάθε άλλο παρά ανίκανη. Πάντως, χαιρόταν που καμία απ’ όσες συναντούσαν δεν της έμοιαζε στο παραμικρό. Όσο πιο πολύ σκεφτόταν τη γυναίκα τόσο πιο πολύ ένιωθε ότι κάτι πήγαινε στραβά με αυτή. Φως μου, τώρα βλέπω το Μαύρο Άτζα κάτω από το κρεβάτι μου. Μόνο που μπορεί, όντως, να είναι κάτω από το κρεβάτι μου.
Η βιβλιοθήκη ήταν σε κάποια απόσταση από το ψηλό, χοντρό βέλος του κεντρικού κτιρίου του Λευκού Πύργου και ήταν φτιαγμένη από λευκή πέτρα με γαλάζιες φλέβες, μοιάζοντας με αγριεμένα κύματα που είχαν παγώσει στην κορύφωση τους. Αυτά τα κύματα ορθώνονταν ψηλά, σαν παλάτι, στο πρωινό φως, μα όλα αυτά τα δωμάτια —σαν αυτά που ήταν κάτω από τους παράξενους διαδρόμους στους ψηλότερους ορόφους, όπου ήταν τα διαμερίσματα της Βέριν — ήταν γεμάτα ράφια και τα ράφια γεμάτα βιβλία, χειρόγραφα, χαρτιά, κυλίνδρους, χάρτες και παραστάσεις, που είχαν συλλεχθεί απ’ όλα τα έθνη σε διάστημα τριών χιλιάδων χρόνων. Ακόμα και οι μεγάλες βιβλιοθήκες του Δακρύου και της Καιρχίν δεν είχαν τόσα.
Οι βιβλιοθηκάριοι —όλες ήταν Καφέ αδελφές― φρουρούσαν αυτά τα ράφια και φρουρούσαν εξίσου προσεκτικά τις πόρτες, για να είναι βέβαιες ότι δεν θα έβγαινε ούτε κομματάκι χαρτί χωρίς να ξέρουν ποιος το είχε πάρει και γιατί. Αλλά η Νυνάβε δεν οδήγησε τις φίλες της σε κάποια από τις φρουρούμενες πόρτες.
Γύρω από τη βιβλιοθήκη, επίπεδες στο έδαφος, στη σκιά των ψηλών δέντρων πεκάν, υπήρχαν άλλες πόρτες, τόσο μεγάλες όσο και μικρές. Μερικές φορές οι εργάτες έπρεπε να μπουν στις αποθήκες που βρίσκονταν κάτω από έδαφος και οι αδερφές που φυλούσαν τη βιβλιοθήκη δεν ήθελαν να πηγαινοέρχονται ιδρωμένοι άντρες στην επικράτειά τους. Η Νυνάβε άνοιξε μια, που δεν ήταν μεγαλύτερη από εξώπορτα αγροικίας και έκανε στις άλλες νόημα να κατέβουν μια σκάλα, που χανόταν στο σκοτάδι. Όταν την άφησε να κλείσει πίσω τους, χάθηκε και κάθε ίχνος φωτός.
Η Εγκουέν ανοίχτηκε στο σαϊντάρ —αυτό ήρθε τόσο ήρεμα που η κοπέλα σχεδόν δεν συνειδητοποίησε τι έκανε― και διαβίβασε λίγη από τη Δύναμη που την πλημμύριζε. Για μια στιγμή, και μόνο η αίσθηση αυτού του χειμάρρου, που φούσκωνε μέσα της, απείλησε να πνίξει όλες τις άλλες αισθήσεις της. Μια μικρή μπάλα από γαλανόλευκη φωτιά εμφανίστηκε, ισορροπώντας στον αέρα πάνω από το χέρι της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και θύμισε στον εαυτό της το λόγο που περπατούσε μουδιασμένα. Ήταν ένας κρίκος με τον υπόλοιπο κόσμο. Επέστρεψε μέσα της η αίσθηση του λινού που άγγιζε το δέρμα της, η αίσθηση από τις μάλλινες κάλτσες και το φόρεμά της. Με μια σουβλιά λύπης, απόδιωξε την επιθυμία να τραβήξει κι άλλο, να αφήσει το σαϊντάρ να την απορροφήσει.
Η Ηλαίην έκανε την ίδια στιγμή τη δική της λαμπερή σφαίρα και οι δύο μαζί πρόσφεραν περισσότερο φως απ’ όσο θα έδιναν δύο φανάρια. «Είναι τόσο... υπέροχο, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε.
«Πρόσεχε», είπε Ηλαίην.
«Προσέχω». Η Ηλαίην αναστέναξε. «Απλώς νιώθω... Θα προσέχω».
«Από δω», είπε η Νυνάβε κοφτά και τις προσπέρασε, για να τις οδηγήσει χαμηλότερα. Δεν προχώρησε πολύ μπροστά. Δεν ήταν θυμωμένη και έπρεπε να βλέπει με το φως που της πρόσφεραν οι άλλες δύο.
Ο σκονισμένος, πλαϊνός διάδρομος απ’ όπου είχαν μπει, γεμάτος ξύλινες πόρτες σε τοίχους από γκρίζα πέτρα, κατέληγε, έπειτα από εκατό απλωσιές, στην πολύ φαρδύτερη κεντρική αίθουσα, που διέτρεχε τη βιβλιοθήκη. Τα φώτα έδειχναν πατημασιές επί πατημασιών και οι περισσότερες προέρχονταν από τις μεγάλες μπότες που φορούσαν οι άντρες, ενώ κάποιες είχαν σχεδόν σβηστεί από τη σκόνη. Το ταβάνι εδώ ήταν πολύ ψηλότερο και μερικές πόρτες τόσο μεγάλες, που έκαναν για στάβλο. Η κεντρική σκάλα, στην άλλη άκρη, που είχε πλάτος όσο το μισό της αίθουσας, ήταν το σημείο απ’ όπου κατέβαζαν ογκώδη πράγματα. Άλλη μια σκάλα, εκεί δίπλα, οδηγούσε πιο βαθιά. Η Νυνάβε την πήρε δίχως δισταγμό.
Η Εγκουέν ακολούθησε γοργά. Το γαλαζωπό φως έλουζε το πρόσωπο της Ηλαίην, αλλά έστω κι έτσι της Εγκουέν της φάνηκε πιο χλωμό απ’ όσο έπρεπε. Εδώ κάτω μπορούμε να φωνάζουμε μέχρι να ξελαρυγγιαστούμε, χωρίς να ακούσει κάποιος ούτε κλαψούρισμα.
Ένιωσε να σχηματίζεται ένας κεραυνός, ή η δυνατότητά για έναν και παραλίγο να σκοντάψει. Ποτέ άλλοτε δεν είχε διαβιβάσει δύο ροές ταυτοχρόνως· δεν φαινόταν καθόλου δύσκολο.
Η κεντρική αίθουσα του δεύτερου υπογείου ήταν σαν του πρώτου, φαρδιά και σκονισμένη, αλλά με χαμηλότερο ταβάνι. Η Νυνάβε προχώρησε βιαστικά προς την τρίτη πόρτα στα δεξιά και σταμάτησε.
Η πόρτα δεν ήταν μεγάλη, αλλά οι τραχιές, ξύλινες σανίδες της, με κάποιον τρόπο, έδιναν την εντύπωση ότι είχαν μεγάλο πάχος. Μια στρογγυλή, σιδερένια κλειδαριά κρεμόταν από μια γερή αλυσίδα, που ήταν τεντωμένη σφιχτά ανάμεσα σε δυο χοντρές κλάπες, η μια στην πόρτα, η άλλη στον τοίχο. Η κλειδαριά και η αλυσίδα έμοιαζαν καινούριες· δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου σκόνη πάνω τους.
«Κλειδαριά!» Η Νυνάβε την τράνταξε· η αλυσίδα δεν είχε καθόλου λάσκο, ούτε και η κλειδαριά. «Έχετε δει πουθενά αλλού κλειδαριά;» Την ξανατράβηξε και την έριξε προς την πόρτα τόσο δυνατά, που η κλειδαριά αναπήδησε. Ο κρότος αντήχησε στην αίθουσα. «Πρώτη φορά βλέπω κλειδωμένη πόρτα!» Χτύπησε με τη γροθιά της το τραχύ ξύλο. «Πρώτη φορά!»
«Ηρέμησε», είπε η Ηλαίην. «Μη σε πιάνει υστερία. Θα άνοιγα την πόρτα μόνη μου, αν μπορούσα να δω πώς λειτουργεί εσωτερικά η κλειδαριά. Θα την ανοίξουμε με άλλο τρόπο».
«Δεν θέλω γα ηρεμήσω», αγρίεψε η Νυνάβε. «Θέλω να οργιστώ! Θέλω...!»
Η Εγκουέν, διώχνοντας από την αντίληψή της το ξέσπασμα της Νυνάβε, άγγιξε την αλυσίδα. Από τότε που είχε φύγει από την Ταρ Βάλον είχε μάθει κι άλλα πράγματα, πέραν του να σχηματίζει κεραυνούς. Ένα απ’ αυτά ήταν η συνάφεια με τα μέταλλα. Αυτή προερχόταν από τη Γη, μια από τις Πέντε Δυνάμεις την οποία ελάχιστες γυναίκες είχαν την ικανότητα να χειριστούν —η άλλη ήταν η Φωτιά― αλλά η Εγκουέν τη διέθετε και μπορούσε να νιώσει την αλυσίδα, να νιώσει τα μικρά κομμάτια του ψυχρού μετάλλου, τα μοτίβα που δημιουργούσαν. Η Δύναμη μέσα της τρεμούλιαζε με ρυθμό αντίστοιχο των δονήσεων αυτών των μοτίβων.
«Φύγε από μπροστά μου, Εγκουέν».
Κοίταξε γύρω της και είδε τη Νυνάβε τυλιγμένη στη λάμψη του σαϊντάρ, να κρατά ένα λοστό με χρώμα που έμοιαζε τόσο στο γαλανόλευκο του φωτός, που ήταν σχεδόν αόρατος. Η Νυνάβε κοίταξε συνοφρυωμένη την αλυσίδα, μουρμούρισε κάτι για γωνίες και μοχλούς και, ξαφνικά, ο λοστός ήταν διπλός στο μήκος.
«Φύγε, Εγκουέν».
Η Εγκουέν έφυγε.
Η Νυνάβε έχωσε την άκρη του λοστού μέσα από την αλυσίδα, τον στήριξε και τον ανασήκωσε με όλη της τη δύναμη. Η αλυσίδα κόπηκε σαν κλωστή. Η Νυνάβε άφησε μια κοφτή κραυγή και τινάχτηκε έκπληκτη σχεδόν ως το κέντρο της αίθουσας, ενώ ο λοστός αναπήδησε στο πάτωμα. Η Νυνάβε σηκώθηκε και κοίταξε έκπληκτη το λοστό και την αλυσίδα. Ο λοστός εξαφανίστηκε.
«Νομίζω ότι έκανα κάτι στην αλυσίδα», είπε η Εγκουέν. Και μακάρι να ήξερα τι ήταν.
«Ας έλεγες κάτι», μουρμούρισε η Νυνάβε. Τράβηξε την αλυσίδα από τις κλάπες και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. «Λοιπόν; Εκεί θα στέκεστε όλη μέρα;»
Το σκονισμένο δωμάτιο ήταν, ίσως, δέκα τετραγωνικές απλωσιές, αλλά είχε μόνο ένα σωρό με μεγάλες σακούλες φτιαγμένες από γερό, καφέ ύφασμα, που καθεμιά τους ήταν γεμάτη και είχε την ετικέτα και τη Σφραγίδα της Ταρ Βάλον. Η Εγκουέν δεν χρειαζόταν να τις μετρήσει για να καταλάβει ότι ήταν δεκατρείς.
Πλησίασε τη φωτεινή μπάλα της στον τοίχο και τη στερέωσε εκεί· δεν ήξερε πώς το έκανε, αλλά όταν πήρε το χέρι της, το φως παρέμεινε. Μαθαίνω να κάνω πράγματα δίχως να ξέρω τι είναι, σκέφτηκε νευρικά.
Η Ηλαίην την κοίταξε συνοφρυωμένη, σαν να συλλογιζόταν κάτι και μετά κρέμασε κι αυτή το φως στον τοίχο. Παρακολουθώντας την, η Εγκουέν σκέφτηκε ότι ήξερε τι είχε κάνει. Λυτή το έμαθε από μένα, αλλά εγώ μόλις το έμαθα απ αυτήν. Ανατρίχιασε.
Η Νυνάβε άρχισε αμέσως να ξεχωρίζει τις τσάντες και να διαβάζει τις ετικέτες. «Ριάνα. Τζόγια Μπύιρ. Αυτές ψάχνουμε». Εξέτασε τη σφραγίδα σε μια τσάντα και μετά έσπασε το βουλοκέρι και ξετύλιξε τους σπάγκους. «Τουλάχιστον, ξέρουμε ότι κανένας άλλος δεν ήρθε εδώ πριν από εμάς».
Η Εγκουέν διάλεξε μια τσάντα και έσπασε τη σφραγίδα χωρίς να διαβάσει το όνομα στην ετικέτα. Δεν ήθελε να ξέρει ποιας τα πράγματα έψαχνε. Όταν την αναποδογύρισε στο σκονισμένο πάτωμα, είδε ότι είχε, κυρίως, παλιά ρούχα, παπούτσια και μερικά σχισμένα και τσαλακωμένα χαρτιά, από εκείνα που μπορεί να κρύβονταν στην γκαρνταρόμπα μιας γυναίκας που δεν έδειχνε ιδιαίτερη σχολαστικότητα στο καθάρισμα του δωματίου της. «Δεν βλέπω κάτι χρήσιμο εδώ. Ένας μανδύας, που δεν κάνει ούτε για πατσαβούρα. Ο σχισμένος χάρτης κάποιας πόλης. Το Δάκρυ, λέει στη γωνία. Τρεις κάλτσες, που θέλουν μοντάρισμα». Έχωσε το δάχτυλο στην τρύπα μιας ορφανής, βελούδινης παντόφλας και το κούνησε προς τις άλλες. «Αυτή δεν άφησε κανένα στοιχείο».
«Ούτε η Αμίκο άφησε κάτι», είπε απογοητευμένη η Ηλαίην, παραμερίζοντας ρούχα και με τα δύο χέρια. «Ούτε κουρέλια να ήταν. Μια στιγμή, να ένα βιβλίο. Αυτή που τα μάζευε σίγουρα βιαζόταν, αφού έριξε βιβλίο εδώ μέσα. Έθιμα και Τελετές της Δακρινής Αυλής. Το εξώφυλλο είναι σχισμένο, αλλά οι αδελφές σίγουρα θα το θέλουν». Οι αδελφές που φυλάνε τη βιβλιοθήκη οπωσδήποτε θα το ήθελαν. Κανείς δεν πετούσε βιβλία, όσο χαλασμένα κι αν ήταν.
«Το Δάκρυ», είπε ανέκφραστα η Νυνάβε. Γονατίζοντας ανάμεσα στο σωρό των πραγμάτων από την τσάντα που έψαχνε, ψάρεψε ένα κομμάτι χαρτί που είχε ήδη πετάξει. «Ένας κατάλογος εμπορικών πλοίων του Ερινίν, με τις ημερομηνίες που σαλπάρισαν από την Ταρ Βάλον και τις ημερομηνίες που αναμένεται να φτάσουν στο Δάκρυ».
«Μπορεί να είναι σύμπτωση», είπε αργά η Εγκουέν.
«Ίσως», είπε η Νυνάβε. Δίπλωσε το χαρτί, το έχωσε στο μανίκι της κι έπειτα έσπασε τη σφραγίδα μιας άλλης τσάντας.
Όταν τελείωσαν, έχοντας ψάξει από δυο φορές κάθε τσάντα και έχοντας φτιάξει στοίβες σκουπίδια στις άκρες του δωματίου, η Εγκουέν κάθισε σε μια αδειανή τσάντα, τόσο απορροφημένη που δεν πρόσεξε ούτε τον ίδιο της το μορφασμό. Δίπλωσε τα πόδια της και εξέτασε τη μικρή συλλογή που είχαν δημιουργήσει, με όλα τα πράγματα απλωμένα σε μια σειρά.
«Είναι πάρα πολλά», είπε η Ηλαίην. «Παραείναι πολλά».
«Παραείναι πολλά», συμφώνησε η Νυνάβε.
Υπήρχε και δεύτερο βιβλίο, ένας φθαρμένος, δερματόδετος τόμος με τίτλο Παρατηρήσεις από μια Επίσκεψη στο Δάκρυ, που οι μισές σελίδες του είχαν ξεκολλήσει. Υπήρχε και άλλη μια λίστα με εμπορικά πλοία, η οποία είχε κολλήσει στη φόδρα ενός ξεσχισμένου μανδύα που βρισκόταν στην τσάντα της Τσέσμαλ Έμρυ, ίσως έχοντας πέσει εκεί από μια τρύπα στην τσέπη του μανδύα. Δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τα ονόματα, όμως όλα τους υπήρχαν και στην άλλη λίστα και, σύμφωνα μ’ αυτήν, όλα αυτά τα πλοία είχαν σαλπάρει νωρίς το πρωί μετά τη νύχτα που η Λίαντριν και οι υπόλοιπες είχαν φύγει από τον Πύργο. Υπήρχε ένα βιαστικά σχεδιασμένο σκίτσο κάποιου μεγάλου κτιρίου, με ένα δωμάτιο που είχε την αμυδρή σημείωση «Καρδιά της Πέτρας», καθώς και μια σελίδα με τα ονόματα πέντε πανδοχείων, με τη λέξη «Δάκρυ» στην κορυφή της σελίδας, που ήταν μουντζουρωμένη αλλά διακρινόταν, αν και δύσκολα. Υπήρχε...
«Υπάρχει κάτι από την καθεμιά», μουρμούρισε η Εγκουέν. «Καθεμιά τους άφησε κάτι, που δείχνει ταξίδι στο Δάκρυ. Πώς τους ξέφυγε αυτό, αν ερεύνησαν τα πράγματά τους; Γιατί δεν είπε τίποτα η Άμερλιν;»
«Η Άμερλιν», είπε πικρά η Νυνάβε, «κρατάει κλειστά τα χαρτιά της. Τι σημασία έχει αν καούμε εμείς γι’ αυτό!» Πήρε μια βαθιά ανάσα και φτερνίστηκε, εξαιτίας της σκόνης που είχαν σηκώσει. «Αυτό που με ανησυχεί είναι μήπως βλέπω μπροστά μου ένα δόλωμα».
«Δόλωμα;» είπε η Εγκουέν. Αλλά το κατάλαβε μόλις ξεστόμισε τη λέξη.
Η Νυνάβε ένευσε. «Δόλωμα. Παγίδα. Ή, ίσως, αντιπερισπασμός. Αλλά, είτε είναι παγίδα, είτε αντιπερισπασμός, είναι τόσο φανερό που κανένας δεν πρόκειται να κάνει το λάθος».
«Εκτός αν δεν τις ενδιέφερε η ανακάλυψη ή μη της παγίδας». Αβεβαιότητα χρωμάτιζε τη φωνή της Ηλαίην. «Ή, ίσως, σκόπευαν να το κάνουν τόσο προφανές, ώστε να απορριφθεί αμέσως το Δάκρυ».
Η Εγκουέν ευχήθηκε να μην είχε τόση αυτοπεποίθηση το Μαύρο Άτζα. Κατάλαβε ότι έσφιγγε το θύλακο με τα δάχτυλά της και ακολουθούσε με τον αντίχειρά της τη στρεβλωμένη καμπύλη του πέτρινου δαχτυλιδιού εκεί μέσα. «Ίσως σκόπευαν να γελάσουν με αυτόν που θα το έβρισκε», είπε απαλά. «Ίσως πίστευαν ότι, όποιος το έβρισκε, θα έτρεχε αμέσως στο κατόπι τους, με θυμό και περηφάνια». Ήξεραν ότι θα το βρίσκαμε εμείς; Αυτή την ιδέα έχουν για εμάς;
«Που να καώ!» μούγκρισε η Νυνάβε. Έμειναν εμβρόντητες· η Νυνάβε ποτέ δεν χρησιμοποιούσε τέτοια γλώσσα.
Για μια στιγμή, στάθηκαν χαζεύοντας σιωπηλές τα στοιχεία.
«Τι κάνουμε τώρα;» ρώτησε, στο τέλος, η Ηλαίην.
Η Εγκουέν έσφιξε δυνατά το δαχτυλίδι. Το Ονείρεμα ήταν στενά συσχετισμένο με την Πρόβλεψη· το μέλλον, καθώς και τα γεγονότα σε άλλους τόπους, μπορούσαν να εμφανιστούν στα όνειρα της Ονειρεύτριας. «Ίσως να ξέρουμε, μετά την αποψινή νύχτα».
Η Νυνάβε την κοίταξε σιωπηλά, ανέκφραστα και μετά διάλεξε ένα σκούρο φόρεμα, που έμοιαζε να μην είναι κατατρυπημένο και άρχισε να βάζει μέσα τα πράγματα που είχαν βρει. «Προς το παρόν», είπε, «θα τα πάρουμε στο δωμάτιό μου και θα τα κρύψουμε. Νομίζω ότι μόλις που προλαβαίνουμε, αν δεν θέλουμε να φτάσουμε αργά στα μαγειρεία».
Αργά, σκέφτηκε η Ηλαίην. Όσο πιο πολύ άγγιζε το δαχτυλίδι πάνω από το θύλακό της τόσο πιο επείγουσα ένιωθε την ανάγκη. Ήδη είμαστε ένα βήμα πίσω. Ίσως, όμως, να μην είναι πολύ αργά.