18 Θεραπεία

Τα φανάρια στα σιδερένια στηρίγματα των τοίχων φώτιζαν τους διαδρόμους βαθιά κάτω από τον Πύργο, εκεί όπου τις πήγε η Σέριαμ. Οι λιγοστές πόρτες που είχαν περάσει ήταν κλεισμένες καλά, μερικές κλειδωμένες και κάποιες τόσο πονηρά φτιαγμένες, που δεν η Εγκουέν τις έβλεπε παρά μόνο όταν έφτανε μπροστά τους. Οι περισσότεροι διάδρομοι στις διασταυρώσεις ήταν σκοτεινά χάσματα, ενώ σε άλλους διέκρινε μονάχα μια θαμπή λάμψη από μακρινά φώτα, τοποθετημένα σε μεγάλα διαστήματα μεταξύ τους. Δεν είδε άλλους ανθρώπους εκεί. Ήταν μέρη που ακόμα και οι Άες Σεντάι σπάνια έρχονταν, Ο αέρας δεν ήταν ούτε δροσερός ούτε ζεστός, αλλά η Εγκουέν ανατρίχιασε και την ίδια στιγμή ένιωσε στάλες ιδρώτα να κυλούν στη ράχη της.

Εδώ κάτω, στα βάθη του Λευκού Πύργου, οι μαθητευόμενες αντιμετώπιζαν την τελευταία δοκιμασία τους, πριν γίνουν Αποδεχθείσες. Ή πριν εκδιωχθούν από τον Πύργο, αν αποτύγχαναν. Εδώ κάτω, οι Αποδεχθείσες έδιναν τους Τρεις Όρκους όταν περνούσαν την τελική δοκιμασία. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι καμία δεν της είχε πει τι γινόταν με τις Αποδεχθείσες που αποτύγχαναν. Κάπου εδώ κάτω ήταν το δωμάτιο όπου φυλάσσονταν τα λίγα ανγκριάλ και σα’ανγκριάλ του Πύργου, καθώς και τα μέρη που ήταν αποθηκευμένα τα τερ’ανγκριάλ. Το Μαύρο Άτζα είχε χτυπήσει αυτές τις αποθήκες. Κι αν κάποιες του Μαύρου Άτζα καραδοκούσαν σε αυτούς τους ζοφερούς διαδρόμους, αν η Σέριαμ τις οδηγούσε όχι στον Ματ, αλλά...

Άφησε μια στριγκιά κραυγή όταν η Άες Σεντάι σταμάτησε ξαφνικά και κοκκίνισε όταν οι άλλες την κοίταξαν περίεργα. «Σκεφτόμουν το Μαύρο Άτζα», είπε αδύναμα.

«Μην το σκέφτεστε», είπε η Σέριαμ και για λίγο θύμισε την παλιά Σέριαμ, φιλική και αυστηρή. «Το Μαύρο Άτζα δεν θα είναι δική σας έγνοια για πολλά χρόνια ακόμα. Έχετε αυτό που δεν διαθέτουμε εμείς οι υπόλοιπες: χρόνο, πριν χρειαστεί να το αντιμετωπίσετε. Πολύ χρόνο ακόμα. Όταν μπούμε, μείνετε κοντά στο τοίχο και κάντε σιωπή. Επιτρέπεται να είστε εδώ μόνο λόγω καλοκαγαθίας, για να παρακολουθήσετε, όχι για να αναμιχθείτε ή για να ενοχλήσετε». Άνοιξε μια πόρτα, που ήταν καλυμμένη από ένα γκρίζο μέταλλο, το οποίο είχε δουλευτεί έτσι ώστε να μοιάζει με πέτρα.

Η τετράγωνη αίθουσα μέσα ήταν ευρύχωρη, με γυμνούς τοίχους από ανοιχτόχρωμη πέτρα. Το μόνο έπιπλο ήταν ένα μακρύ, πέτρινο τραπέζι σκεπασμένο με ένα γκρίζο ύφασμα, στο κέντρο της αίθουσας. Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος σε εκείνο το τραπέζι, ντυμένος κανονικά, εκτός από το σακάκι και τις μπότες, με μάτια κλειστά και πρόσωπο τόσο λιπόσαρκο που της Εγκουέν της ήρθε να βάλει τα κλάματα. Η κοπιώδης ανάσα του άφηνε ένα βραχνό σφύριγμα. Το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ ήταν θηκαρωμένο στη ζώνη του και το ρουμπίνι, που στόλιζε τη λαβή του, έμοιαζε να ρουφάει το φως, λάμποντας σαν άγριο μάτι, παρά το φωτισμό που πρόσφεραν καμιά δεκαριά φανάρια, ο οποίος δυνάμωνε με τις αντανακλάσεις στους ανοιχτόχρωμους τοίχους και τα άσπρα πλακάκια του δαπέδου.

Η Έδρα της Άμερλιν στεκόταν δίπλα στο κεφάλι του Ματ και η Ληάνε κοντά στα πόδια του. Τέσσερις Άες Σεντάι στέκονταν από τη μια πλευρά του τραπεζιού και τρεις από την άλλη. Η Σέριαμ πήγε μαζί με τις τρεις. Η Βέριν ήταν μια απ’ αυτές. Η Εγκουέν αναγνώρισε τη Σεραφέλ, άλλη μια Καφέ αδελφή, την Αλάνα Μοσβάνι, του Πράσινου Άτζα και την Ανάγια, του Γαλάζιου, το οποίο ήταν το Άτζα της Μουαραίν.

Η Αλάνα και η Ανάγια είχαν κάνει της Εγκουέν μερικά μαθήματα για το πώς να ανοίγεται στην Αληθινή Πηγή, πώς να παραδίνεται στο σαϊντάρ, έτσι ώστε να το ελέγχει. Και στο διάστημα μεταξύ της πρώτης άφιξης της στο Λευκό Πύργο και της αναχώρησης της, η Ανάγια πρέπει να την είχε δοκιμάσει πενήντα φορές, για να δει αν ήταν Ονειρεύτρια. Οι δοκιμές δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, αλλά η καλοσυνάτη Ανάγια, με το όχι ιδιαίτερα ωραίο πρόσωπο και το ζεστό χαμόγελο, που ήταν η μόνη ομορφιά της, συνεχώς την ξανακαλούσε για περαιτέρω δοκιμές, αμετάπειστη σαν βράχος που κυλά στον κατήφορο.

Δεν ήξερε τις υπόλοιπες γυναίκες, με εξαίρεση μία με ψυχρό βλέμμα, που της φαινόταν πως ήταν Λευκή, Η Άμερλιν και η Τηρήτρια φορούσαν τα επώμιά τους, φυσικά, αλλά καμία από τις άλλες δεν είχε κάτι που να τις διακρίνει, με εξαίρεση τα δαχτυλίδια του Μεγάλου Ερπετού και τα αγέραστα πρόσωπα των Άες Σεντάι. Καμία δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Εγκουέν και των άλλων, έστω και με ένα βλέμμα.

Παρά την εξωτερική γαλήνη των γυναικών γύρω από το τραπέζι, της Εγκουέν της φάνηκε ότι διέκρινε σημάδια αβεβαιότητας. Το στόμα της Ανάγια ήταν κάπως σφιγμένο. Το σκοτεινό και όμορφο πρόσωπο της Αλάνα ήταν λιγάκι συνοφρυωμένο. Η γυναίκα με τα ψυχρά μάτια ίσιωνε συνεχώς το ουρανί φόρεμά της στους μηρούς της, με κινήσεις που έμοιαζαν ασυναίσθητες.

Μια Άες Σεντάι, άγνωστη στην Εγκουέν, ακούμπησε στο τραπέζι ένα απλό, γυαλισμένο, ξύλινο κουτί, στενό και μακρύ και το άνοιξε. Από την εσοχή του, μέσα στην κόκκινη, μεταξωτή επένδυση, η Άμερλιν έβγαλε μια λευκή, αυλακωτή ράβδο, με μήκος όσο ο πήχης της. Θα μπορούσε να είναι κόκαλο ή φίλντισι, αλλά δεν ήταν ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κανένας ζωντανός δεν ήξερε από τι ήταν φτιαγμένη.

Η Εγκουέν δεν είχε ξαναδεί τη ράβδο, αλλά την αναγνώρισε από μια διάλεξη που είχε κάνει η Ανάγια στις μαθητευόμενες. Ήταν ένα από τα λίγα σα’ανγκριάλ που διέθετε ο Πύργος και ίσως το ισχυρότερο. Τα σα’ανγκριάλ, φυσικά, δεν είχαν δική τους δύναμη —ήταν απλώς συσκευές για να εστιάσουν και να μεγεθύνουν αυτό που διαβίβαζε μια Άες Σεντάι― αλλά με αυτή τη ράβδο, μια ισχυρή Άες Σεντάι ίσως μπορούσε να γκρεμίσει τα τείχη της Ταρ Βάλον.

Η Εγκουέν έσφιξε το χέρι της Νυνάβε από τη μια μεριά και της Ηλαίην από την άλλη. Φως μου! Δεν είναι σίγουρες αν μπορούν να τον Θεραπεύσουν, ακόμα και με ένα σα’ανγκριάλ ― με αυτό το σα’ανγκριάλ! Τι ελπίδα θα είχαμε εμείς; Μάλλον θα τον σκοτώναμε και θα σκοτωνόμασταν και οι ίδιες μαζί του. Φως μου!

«Θα ενώσω τις ροές», είπε η Άμερλιν. «Προσοχή. Η Δύναμη που χρειάζεται για να διαλύσει το δεσμό με το εγχειρίδιο και να θεραπεύσει τη ζημιά του πλησιάζει πολύ τη Δύναμη που μπορεί να τον σκοτώσει. Θα εστιάσω. Παρακολουθήστε». Σήκωσε και με τα δύο χέρια τη ράβδο μπροστά, στραμμένη προς τα έξω, πάνω από το πρόσωπο του Ματ. Αυτός, ακόμα αναίσθητος, κούνησε το κεφάλι και έσφιξε τη γροθιά του στη λαβή του εγχειριδίου, μουρμουρίζοντας κάτι που έμοιαζε με άρνηση.

Μια λάμψη φάνηκε γύρω από κάθε Άες Σεντάι, εκείνο το μαλακό, λευκό φως, το οποίο μπορούσε να δει μόνο μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάσει. Οι λάμψεις απλώθηκαν αργά, ώσπου στο τέλος εκείνη που έμοιαζε να πηγάζει από τη μια άγγιζε εκείνη που ερχόταν από τη διπλανή της και γινόταν ένα μαζί της, ώσπου στο τέλος υπήρχε μόνο μια λάμψη ― μια λάμψη η οποία, όπως έβλεπε η Εγκουέν, έκανε τις λάμπες να μοιάζουν συγκριτικά σκοτεινές. Και σε αυτή τη λαμπρότητα υπήρχε ένα ακόμα πιο δυνατό φως. Μια βέργα από φωτιά, κατάλευκη σαν οστό. Το σα’ανγκριάλ.

Η Εγκουέν πάλεψε την παρόρμηση να ανοιχτεί στο σαϊντάρ και να προσθέσει τη ροή της στην παλίρροια. Ήταν μια έλξη τόσο ισχυρή, που παραλίγο να την κάνει να παραπατήσει. Η Ηλαίην της έσφιξε πιο δυνατά το χέρι. Η Νυνάβε έκανε ένα βήμα προς το τραπέζι και μετά σταμάτησε, κουνώντας θυμωμένη το κεφάλι. Φως μου, σκέφτηκε η Εγκουέν. Θα μπορούσα να το κάνω. Μα δεν ήξερε τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να κάνει. Φως μου, είναι τόσο ισχυρό. Είναι τόσο... υπέροχο. Το χέρι της Ηλαίην έτρεμε.

Πάνω στο τραπέζι, ο Ματ σπαρταρούσε στο κέντρο της λάμψης, τιναζόταν από δω κι από κει, μουρμούριζε ασυνάρτητα. Αλλά δεν χαλάρωνε τη λαβή του στο εγχειρίδιο και τα μάτια του δεν άνοιγαν. Αργά, μα τόσο αργά, άρχισε να κυρτώνει την πλάτη και οι μύες του τεντώθηκαν τόσο, που άρχισαν να τρέμουν, Συνέχισε να παλεύει και να λυγίζει, ώσπου, στο τέλος, μόνο οι φτέρνες και οι ώμοι του άγγιζαν το τραπέζι. Τα χέρια του στο εγχειρίδιο άνοιξαν απότομα και, τρέμοντας, σύρθηκαν μακριά από τη λαβή· μια δύναμη τα ανάγκασε να απομακρυνθούν από τη λαβή, ενώ ακόμα πολεμούσαν. Τα χείλη του τραβήχτηκαν αφήνοντας τα δόντια του γυμνά ― ένας μορφασμός, μια γκριμάτσα πόνου, ενώ η ανάσα του έβγαινε με κοφτά μουγκρητά.

«Τον σκοτώνουν», ψιθύρισε η Εγκουέν. «Η Άμερλιν τον σκοτώνει! Πρέπει να κάνουμε κάτι».

Εξίσου απαλά, η Νυνάβε είπε: «Αν τις σταματήσουμε —αν μπορούσαμε να τις σταματήσουμε― θα πεθάνει. Νομίζω ότι δεν μπορώ να χειριστώ ούτε τη μισή από αυτή τη Δύναμη». Κοντοστάθηκε, σαν να είχε μόλις ακούσει τα λόγια της —ότι μπορούσε να διαβιβάσει το μισό απ’ όσο μπορούσαν δέκα κανονικές Άες Σεντάι με ένα σα’ανγκριάλ― και η φωνή της ακούστηκε πνιχτή. «Το Φως να με βοηθήσει, θέλω να το κάνω».

Απότομα, σιώπησε. Εννοούσε ότι ήθελε να βοηθήσει τον Ματ, ή ότι ήθελε να διαβιβάσει τη ροή της Δύναμης; Η Εγκουέν ένιωσε αυτή την παρόρμηση μέσα της, σαν τραγούδι που την ανάγκαζε να χορέψει.

«Πρέπει να τις εμπιστευτούμε», είπε η Νυνάβε, στο τέλος, με έναν τραχύ ψίθυρο. «Δεν έχει άλλη ευκαιρία».

Ξαφνικά, ο Ματ φώναξε, έντονα και δυνατά: «Μουάντ’ντριν τία νταρ αλέντε καμπά’ντριν ράντιεμ!» Κυρτωμένος, παλεύοντας, με τα μάτια σφιχτά κλεισμένα, μούγκρισε καθαρά τις λέξεις. «Λος Βαλντάρ Κουεμπιγιάρι! Λος! Καράι αν Καλντάζαρ! Αλ Καλντάζαρ!»

Η Εγκουέν έσμιξε τα φρύδια. Είχε μάθει αρκετά ώστε να αναγνωρίζει την Παλιά Γλώσσα, αν και δεν καταλάβαινε παρά λίγες μόνο λέξεις. Καράι αν Καλντάζαρ! Αλ Καλντάζαρ! «Για την τιμή του Κόκκινου Αετού! Για τον Κόκκινο Αετό!» Αρχαίες πολεμικές ιαχές της Μανέθερεν, ενός έθνους που είχε εξαφανιστεί στους Πολέμους των Τρόλοκ. Ενός έθνους που βρισκόταν εκεί που τώρα ήταν οι Δύο Ποταμοί. Ως εδώ, ήξερε· αλλά, με κάποιον τρόπο, της φαινόταν ότι έπρεπε να είχε καταλάβει και τα υπόλοιπα, λες και το μήνυμα ήταν τόσο κοντά της που αρκούσε να γυρίσει το κεφάλι για να το δει.

Με ένα δυνατό ήχο από πετσί που σχιζόταν, το εγχειρίδιο με το χρυσό θηκάρι υψώθηκε από τη ζώνη του Ματ και κρεμάστηκε μισό μέτρο πάνω από το καταπονημένο κορμί του. Το ρουμπίνι λαμπύριζε, έμοιαζε να τινάζει πορφυρές σπίθες, σαν να μαχόταν κι αυτό τη Θεραπεία.

Ο Ματ άνοιξε τα μάτια και αγριοκοίταξε τις γυναίκες που τον έζωναν. «Μία αγιέντε, Άες Σεντάι! Καμπαλάιν μισαίν γιε! Ίντε μουάγκντε Άες Σεντάι μισαίν γιε! Μία αγιέντε!» Κι άρχισε να ουρλιάζει ― κραυγές οργής που συνεχίστηκαν δίχως τέλος, ώσπου η Εγκουέν αναρωτήθηκε αν του είχε μείνει ανάσα.

Η Ανάγια έσκυψε βιαστικά και σήκωσε ένα σκούρο, μεταλλικό κουτί από κάτω από το τραπέζι, με κινήσεις που έδειχναν ότι ήταν βαρύ. Όταν το ακούμπησε δίπλα στον Ματ και άνοιξε το καπάκι, μέσα φάνηκε λίγος μόνο χώρος ανάμεσα στα πλαϊνά τοιχώματα, που είχαν πάχος τουλάχιστον πέντε πόντους. Η Ανάγια έσκυψε ξανά και πήρε μια λαβίδα, από εκείνες που μια καλή νοικοκυρά θα χρησιμοποιούσε στην κουζίνα της και έπιασε με αυτήν το αιωρούμενο εγχειρίδιο προσεκτικά, σαν να ήταν φαρμακερό φίδι.

Το ουρλιαχτό του Ματ ακουγόταν λυσσασμένο τώρα. Το ρουμπίνι έλαμπε οργισμένο, αστράφτοντας με ένα χρώμα κόκκινο, σαν αίμα.

Η Άες Σεντάι έχωσε το εγχειρίδιο στο κουτί, κατέβασε το καπάκι και άφησε ένα μικρό αναστεναγμό, καθώς το κουτί έκλεινε με ένα κλικ. «Ρυπαρό πράγμα», είπε.

Μόλις κρύφτηκε το εγχειρίδιο, το ουρλιαχτό του Ματ κόπηκε· σωριάστηκε κάτω, σαν να μην τον κρατούσαν οι μύες του. Μια στιγμή αργότερα, η λάμψη που περιέβαλλε τις Άες Σεντάι έσβησε.

Κάποιες από τις Άες Σεντάι φάνηκαν καθαρά καταπτοημένες και σε αρκετών το μέτωπο εμφανίστηκαν κόμποι ιδρώτα. Η Ανάγια έβγαλε ένα απλό, λινό μαντήλι από το μανίκι της και σκούπισε μπροστά σε όλες το πρόσωπό της. Η Λευκή με το ψυχρό βλέμμα έφερε με σχεδόν λαθραίες κινήσεις ένα κομμάτι Λαγκαρντανής δαντέλας στα μάγουλά της.

«Συναρπαστικό», είπε η Βέριν «το ότι το Αρχαίο Αίμα κυλά τόσο δυνατό σε κάποιον σήμερα». Η Βέριν και η Σεραφέλ έσκυψαν κοντά τα κεφάλια τους και άρχισαν αν μιλούν χαμηλόφωνα, αλλά με άφθονες χειρονομίες.

«Θεραπεύτηκε;» είπε η Νυνάβε. «Θα... ζήσει;»

Ο Ματ ήταν ξαπλωμένος σαν να κοιμόταν, αλλά το πρόσωπό του είχε ακόμα εκείνη την οστεώδη όψη. Η Εγκουέν δεν είχε ακούσει ποτέ για Θεραπεία που να μην είχε γιατρέψει τα πάντα. Εκτός αν χρειάστηκε όλη η Δύναμη που χρησιμοποίησαν μόνο για να τον χωρίσουν από το εγχειρίδιο. Φως μου!

«Μπρέντας», είπε η Άμερλιν, «φρόντισε να πάει ξανά στο δωμάτιό του».

«Όπως προστάζεις, Μητέρα», είπε η γυναίκα με το ψυχρό βλέμμα και η υπόκλιση της ήταν απαθής όσο και η ίδια. Όταν έφυγε για να φέρει υπηρέτες, έφυγαν και αρκετές από τις υπόλοιπες Άες Σεντάι, μαζί και η Ανάγια. Τις ακολούθησαν η Βέριν και η Σεραφέλ, που ακόμα μιλούσαν μεταξύ τους, τόσο χαμηλόφωνα που η Εγκουέν δεν έβγαζε τι έλεγαν.

«Είναι καλά ο Ματ;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Η Σέριαμ σήκωσε τα φρύδια.

Η Έδρα της Άμερλιν στράφηκε προς το μέρος τους. «Είναι όσο καλά μπορεί να είναι», είπε απόμακρα. «Μόνο ο χρόνος θα δείξει. Όταν βάσταγε τόσο καιρό κάτι που έχει το μίασμα της Σαντάρ Λογκόθ... ποιος, άραγε, ξέρει τι επίδραση θα έχει πάνω του; Μπορεί καμία, μπορεί μεγάλη. Θα δούμε. Αλλά ο δεσμός με το εγχειρίδιο έσπασε. Τώρα χρειάζεται ανάπαυση και όση τροφή μπορούμε να τον κάνουμε να φάει. Θα πρέπει να ζήσει».

«Τι ήταν αυτά που φώναζε, Μητέρα;» ρώτησε η Ηλαίην και πρόσθεσε βιαστικά: «Αν μπορώ να ρωτήσω».

«Έδινε διαταγές σε στρατιώτες». Η Άμερλιν κοίταξε ερωτηματικά το νεαρό, που ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι. Δεν είχε σαλέψει άλλο από τη στιγμή που είχε καταρρεύσει, αλλά της Εγκουέν της φαινόταν ότι η ανάσα του έβγαινε πιο εύκολα, ότι το στέρνο του φούσκωνε κι έπεφτε πιο ρυθμικά. «Σε μια μάχη, πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ###ελεγα. Το Αρχαίο Αίμα επιστρέφει».

«Δεν ήταν όλα για τη μάχη», είπε η Νυνάβε. «Τον άκουσα να λέει “Άες Σεντάι”. Αυτό δεν ήταν μάχη... Μητέρα», πρόσθεσε κάπως καθυστερημένα.

Για μια στιγμή, η Άμερλιν φάνηκε να στοχάζεται, ίσως τι έπρεπε να πει, ίσως αν έπρεπε να πει κάτι. «Για λίγο», είπε τελικά, «πιστεύω πως το παρελθόν και το παρόν ήταν ένα και το αυτό. Βρισκόταν εκεί και παράλληλα βρισκόταν εδώ, ξέροντας ποιες είμαστε. Μας διέταξε να τον ελευθερώσουμε». Κοντοστάθηκε πάλι. «“Είμαι ελεύθερος άνθρωπος, Άες Σεντάι. Δεν είμαι κρέας των Άες Σεντάι”, Αυτό είπε».

Η Ληάνε ξεφύσησε δυνατά και κάποιες από τις άλλες Άες Σεντάι μουρμούρισαν θυμωμένα μέσα από τα δόντια τους.

«Μα, Μητέρα», είπε η Εγκουέν, «δεν μπορεί να εννοούσε αυτό. Η Μανέθερεν ήταν σύμμαχος με την Ταρ Βάλον».

«Η Μανέθερεν ήταν σύμμαχος, τέκνο μου», της είπε η Άμερλιν, «αλλά ποιος μπορεί να ξέρει τι κρύβει η καρδιά ενός άντρα; Ούτε και ο ίδιος ξέρει, νομίζω. Ο άντρας είναι το ζώο που πιο εύκολα το δένεις στο λουρί, παρά το κρατάς δεμένο. Ακόμα κι όταν το επιλέγει ο ίδιος».

«Μητέρα», είπε η Σέριαμ, «είναι αργά. Οι μαγείρισσες θα περιμένουν τις βοηθούς τους από δω».

«Μητέρα», ρώτησε η Εγκουέν με αγωνία, «μήπως μπορούμε να μείνουμε με τον Ματ; Αν υπάρχει ακόμα πιθανότητα να πεθάνει...»

Το βλέμμα της Άμερλιν ήταν ευθύ, το πρόσωπό της ανέκφραστο. «Έχεις να κάνεις κάποιες αγγαρείες, τέκνο μου».

Δεν εννοούσε να πλύνει τις κατσαρόλες. Η Εγκουέν ήταν σίγουρη γι’ αυτό. «Μάλιστα, Μητέρα». Έκλινε το γόνυ και τα φουστάνια της άγγιξαν τα φουστάνια της Νυνάβε και της Ηλαίην, καθώς κι εκείνες έκαναν το ίδιο. Κοίταξε τον Ματ μια τελευταία φορά κι έπειτα ακολούθησε τη Σέριαμ έξω. Ο Ματ ακόμα δεν είχε σαλέψει.

Загрузка...