Όταν τον άφησαν η Νυνάβε και οι άλλες, ο Ματ πέρασε σχεδόν όλη τη μέρα στο δωμάτιό του, με εξαίρεση μια σύντομη βόλτα. Κατάστρωνε τα σχέδιά του. Και έτρωγε. Έφαγε σχεδόν όλα όσα του έφεραν οι υπηρέτριες και ζήτησε κι άλλα. Τον εξυπηρέτησαν μετά χαράς. Ζήτησε ψωμί, τυρί και φρούτα και στοίβαξε στην ντουλάπα μήλα και αχλάδια ζαρωμένα από το χειμώνα, φέτες τυρί και καρβέλια ψωμί, αφήνοντάς τις υπηρέτριες να πάρουν πίσω άδειους δίσκους.
Το μεσημέρι αναγκάστηκε να υπομείνει την επίσκεψη μιας Άες Σεντάι — Ανάγια ήταν το όνομά της, απ’ ό,τι θυμόταν. Αυτή ακούμπησε με τα δύο χέρια το κεφάλι του και έστειλε παγωμένα ρίγη στο κορμί του. Ο Ματ συμπέρανε ότι έφταιγε η Μία Δύναμη κι όχι απλώς το ότι τον άγγιζε μια Άες Σεντάι. Παρά τα δροσερά μάγουλα της και τη γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι, ήταν μια γυναίκα δίχως τίποτα ιδιαίτερο στην εμφάνιση της.
«Φαίνεσαι πολύ καλύτερα», του είπε χαμογελώντας. Το χαμόγελό της τον έκανε να σκεφτεί τη μητέρα του. «Πεινάς περισσότερο απ’ όσο περίμενα, έτσι έμαθα, αλλά είσαι καλύτερα. Με πληροφόρησαν ότι προσπαθείς να μας αδειάσεις τα κελάρια. Πίστεψέ με που σου λέω ότι θα έχεις όσο φαγητό χρειάζεσαι. Μη φοβάσαι και δεν θα σου λείψει ούτε ένα γεύμα, μέχρι να αναρρώσεις πλήρως».
Αυτός της έστειλε το χαμόγελο που χρησιμοποιούσε στη μητέρα του όταν ήθελε πολύ να τον πιστέψει. «Το ξέρω αυτό. Και, πράγματι, νιώθω καλύτερα. Σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να δω λίγο την πόλη απόψε. Αν δεν έχεις αντίρρηση, φυσικά. Ίσως να πάω το βραδάκι σε κάποιο πανδοχείο. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια νύχτα με κουβέντες πανδοχείου για να σου τονώσει το ηθικό».
Του φάνηκε ότι τα χείλη της συσπάστηκαν, έτοιμα να σχηματίσουν ένα ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο. «Κανένας δεν θα προσπαθήσει να σε εμποδίσει, Ματ. Αλλά μην επιχειρήσεις να φύγεις από την πόλη. Το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να ανησυχήσουν οι φρουροί και να σε ξαναγυρίσουν εδώ, με συνοδεία».
«Δεν θα έκανα τίποτα τέτοιο, Άες Σεντάι. Η Έδρα της Άμερλιν είπε ότι, αν φύγω, θα λιμοκτονήσω σε λίγες μέρες».
Εκείνη ένευσε, σαν να μην πίστευε ούτε λέξη του. «Φυσικά». Καθώς έστριβε για να φύγει, το βλέμμα της έπεσε στο ραβδί που είχε φέρει ο Ματ από το γυμναστήριο, το οποίο ήταν ακουμπισμένο σε μια γωνιά του δωματίου. «Δεν χρειάζεσαι προστασία από εμάς, Ματ. Είσαι ασφαλής εδώ, όσο θα ήσουν οπουδήποτε αλλού. Σχεδόν σίγουρα πιο ασφαλής».
«Α, το ξέρω αυτό, Άες Σεντάι, το ξέρω». Όταν αυτή έφυγε, ο Ματ κοίταξε την πόρτα σμίγοντας τα φρύδια, ενώ αναρωτιόταν αν είχε καταφέρει να την πείσει έστω και στο ελάχιστο.
Όταν έφυγε από το δωμάτιο του για τελευταία φορά, όπως έλπιζε, ήταν περασμένο απόγευμα, σχεδόν βραδάκι. Ο ουρανός σκοτείνιαζε και ο ήλιος, που έδυε, έβαφε τα σύννεφα της δύσης με αποχρώσεις του κόκκινου. Όταν φόρεσε το μανδύα και κρέμασε στον ώμο το μεγάλο, δερμάτινο σακίδιο, το οποίο είχε βρει σε μια προηγούμενη εξόρμηση του και το είχε γεμίσει με τα ψωμιά, τα τυριά και τα φρούτα που είχε κρύψει πριν, μια ματιά στον καθρέφτη του είπε ότι δεν μπορούσε να κρύψει το σκοπό του. Έκανε έναν μπόγο τα υπόλοιπα ρούχα του, με μια κουβέρτα από το κρεβάτι και τον έριξε κι αυτόν στον ώμο του. Το ραβδί έκανε και για ράβδο πεζοπορίας. Δεν άφησε τίποτα πίσω. Οι τσέπες του σακακιού του είχαν όλα τα μικροπράγματα που του ανήκαν και στο θύλακο της ζώνης είχε τα σημαντικότερα. Το χαρτί της Έδρας της Άμερλιν, το γράμμα της Ηλαίην και τις ζαροθήκες του.
Είδε Άες Σεντάι καθώς προχωρούσε για να βγει από τον Πύργο και κάποιες απ’ αυτές τον πρόσεξαν, αν και οι περισσότερες απλώς ανασήκωναν το φρύδι και καμία δεν του μίλησε. Μια απ’ αυτές ήταν η Ανάγια. Του έστειλε ένα χαμόγελο, σαν να έβρισκε κάτι αστείο και κούνησε πικρά το κεφάλι. Αυτός της απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους και χαμογελώντας όσο πιο ένοχα μπορούσε και αυτή προχώρησε σιωπηλά, κουνώντας ακόμα το κεφάλι. Οι φρουροί στις πύλες του Πύργου απλώς τον κοίταξαν.
Μόνο όταν διέσχισε την μεγάλη πλατεία και βρέθηκε στους δρόμους της πόλης, τον πλημμύρισε ανακούφιση. Και θρίαμβος. Αν δεν μπορείς να κρύψεις αυτό που πας να κάνεις, κάνε το έτσι που όλοι να σε πάρουν για τρελό. Τότε θα σταθούν γύρω και θα περιμένουν να φας τα μούτρα σου. Αυτές οι Άες Σεντάι θα περιμένουν τους φρουρούς να με φέρουν πίσω. Όταν ξημερώσει και δεν θα έχω επιστρέψει ακόμα, τότε θα αρχίσουν να με ψάχνουν. Χωρίς ιδιαίτερη αγωνία στην αρχή, επειδή θα πιστεύουν ότι κρύφτηκα κάπου στην πόλη. Όταν καταλάβουν ότι δεν είμαι εκεί, ο λαγός θα είναι στο ποτάμι, πολύ μακριά από τα λαγωνικά.
Νιώθοντας την καρδιά του πιο ανάλαφρη απ’ όσο τη θυμόταν τα τελευταία χρόνια, ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν, ο Ματ άρχισε να σιγομουρμουρίζει το «Περάσαμε Πάλι τα Σύνορα», ενώ κατευθυνόταν προς το λιμάνι, όπου έβλεπε τα πλοία να αρμενίζουν κατάντη, προς το Δάκρυ και όλα τα χωριά που απλώνονταν ενδιάμεσα, κατά μήκος του Ερινίν. Δεν θα πήγαινε τόσο μακριά, φυσικά. Το Αρινγκίλ, όπου θα ξανάβγαινε στη στεριά για να αρχίσει το άλλο σκέλος του ταξιδιού, προς το Κάεμλυν, ήταν στα μισά του δρόμου προς το Δάκρυ.
Θα παραδώσω το παλιογράμμα σου. Κοίτα θράσος, να πιστεύει ότι θα το έλεγα και δεν θα το έκανα. Θα το παραδώσω το παλιογράμμα, ακόμα κι αν μου στοιχίσει τη ζωή.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει στην Ταρ Βάλον, αλλά υπήρχε ακόμα αρκετό φως για να αναδείξει τα τρομερά κτίρια και τους πύργους με τα αλλόκοτα σχήματα, οι οποίοι ενώνονταν με ψηλές γέφυρες που έκοβαν τον ουρανό τριάντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Υπήρχαν ακόμα άνθρωποι που γέμιζαν τους δρόμους, με τόσο διαφορετικές ενδυμασίες που του φαινόταν πως εκεί εκπροσωπούνταν όλα τα έθνη. Στους μεγάλους δρόμους, οι φανοκόροι σκαρφάλωναν στις σκάλες τους για να ανάψουν τα φανάρια, που στέκονταν σε ψηλούς στύλους. Αλλά στο μέρος της Ταρ Βάλον που αναζητούσε ο Ματ, τα μόνα φώτα ήταν εκείνα που έριχναν τα παράθυρα.
Οι Ογκιρανοί είχαν κατασκευάσει τα λαμπρά κτίρια και τους πύργους της Ταρ Βάλον, όμως τα άλλα, τα νεότερα τμήματά της, ήταν δουλειά ανθρώπινων χεριών. Στο Νότιο Λιμάνι, τα χέρια των ανθρώπων είχαν προσπαθήσει, αν όχι να αναπαράγουν, τουλάχιστον να κάνουν κάτι ταιριαστό με το έργο των ευφάνταστων Ογκιρανών. Υπήρχαν πανδοχεία όπου σύχναζαν ναύτες, τα οποία είχαν αρκετή λιθοδομή για παλάτι. Αγάλματα σε σηκούς και τρούλοι σε στέγες, περίτεχνα περιζώματα και λεπτοδουλεμένες ζωοφόροι, καταστόλιστα κηροπωλεία και οικίες εμπόρων. Κι εδώ υπήρχαν γέφυρες που ορθώνονταν πάνω από τους δρόμους, αλλά εδώ οι δρόμοι ήταν στρωμένοι με πέτρες, όχι με πλάκες και πολλές από τις γέφυρες ήταν από ξύλο, αντί για πέτρα, μερικές φορές χαμηλές όσο ο πρώτος όροφος των κτιρίων που συνέδεαν και ποτέ ψηλότερες από τον τρίτο όροφο.
Οι σκοτεινοί δρόμοι ήταν από τους πιο πολυσύχναστους της Ταρ Βάλον. Οι έμποροι που έβγαιναν από τα πλοία τους και αυτοί που αγόραζαν το φορτίο των πλοίων, οι άνθρωποι που ταξίδευαν στον ποταμό Ερινίν και οι άλλοι που δούλευαν σε αυτόν, όλοι αυτοί γέμιζαν τα καπηλειά και τις μεγάλες αίθουσες των πανδοχείων ― κι έκαναν συντροφιά με εκείνους που επιζητούσαν, με αγαθά μέσα ή με φαύλα, τα χρήματα που, συνήθως, διέθεταν τέτοιοι άνθρωποι. Μια βραχνή μουσική γέμιζε τους δρόμους, από μπίτερν και φλάουτα, άρπες και τσίτερ με σφυράκια. Στο πρώτο πανδοχείο που μπήκε ο Ματ ήδη τρεις παρέες έπαιζαν ζάρια, άντρες γονατισμένοι σε κύκλους, κοντά στους τοίχους της κοινής αίθουσας, που ανήγγειλαν με κραυγές τα κέρδη και τη χασούρα.
Ήθελε μόνο να παίξει για καμιά ώρα, πριν βρει πλοίο, όσο για να προσθέσει μερικά κέρματα στο πουγκί του, αλλά κέρδιζε. Πάντα κέρδιζε περισσότερα απ’ όσα έχανε, απ’ όσο θυμόταν, ενώ υπήρχαν φορές με τον Χούριν, στο Σίναρ, που τύχαινε να κερδίζει επί έξι ή οκτώ διαδοχικές ζαριές. Απόψε, κέρδιζε με κάθε ζαριά. Με κάθε ζαριά.
Από τις ματιές που του έριξαν κάποιοι από τους συμπαίκτες του, χάρηκε που είχε αφήσει τα ζάρια στις θήκες τους. Αυτές οι ματιές τον έκαναν να αποφασίσει ότι ήταν ώρα να φεύγει. Συνειδητοποίησε έκπληκτος ότι τώρα είχε σχεδόν τριάντα ασημένια μάρκα στο πουγκί του, αλλά δεν είχε κερδίσει κάποιο ιδιαίτερα μεγάλο ποσό από καθέναν από τους συμπαίκτες του, έτσι ώστε να δουν όλοι τους με χαρά την αναχώρησή του.
Με εξαίρεση ένα μελαψό ναύτη με πυκνά, σγουρά μαλλιά —ήταν Θαλασσινός, αυτό είχε πει κάποιος, αν και ο Ματ αναρωτήθηκε τι ζητούσε τόσο μακριά από τη θάλασσα ένας από τους Άθα’αν Μιέρε— που τον ακολούθησε στο σκοτεινό δρόμο και ζητούσε μια ευκαιρία να ξαναβγάλει τα σπασμένα του. Ο Ματ ήθελε να φτάσει στους μόλους —τα τριάντα ασημένια μάρκα έφταναν και περίσσευαν— αλλά ο ναύτης επέμενε και ο Ματ είχε στη διάθεσή του μισή ώρα ακόμα, έτσι ενέδωσε και μαζί με τον άλλο μπήκαν στην επόμενη ταβέρνα που βρήκαν.
Ξανακέρδισε και ήταν σαν να τον είχε αδράξει πυρετός. Κέρδιζε με κάθε ζαριά. Πήγαινε από ταβέρνα σε πανδοχείο και ποτέ δεν έμενε αρκετά για να θυμώσει κάποιος με το μέγεθος των κερδών του. Και κέρδιζε ακόμα με κάθε ζαριά. Άλλαξε το ασήμι με χρυσάφι σε έναν αργυραμοιβό. Έπαιξε κορώνες, πεντάρια, τη ζημιά της παρθένας. Έπαιξε παιχνίδια με πέντε ζάρια, με τέσσερα και με τρία, ακόμα και μόνο με δύο. Έπαιξε παιχνίδια που δεν τα ήξερε, πριν γονατίσει στον κύκλο ή καθίσει στο τραπέζι. Και κέρδιζε. Κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα, ο μελαψός ναύτης —είχε πει ότι το όνομά του ήταν Ράαμπ― είχε φύγει τρεκλίζοντας, κατάκοπος αλλά με το πουγκί γεμάτο· στοιχημάτιζε στον Ματ. Ο Ματ επισκέφτηκε άλλο έναν αργυραμοιβό —ή ίσως δύο· ο πυρετός έμοιαζε να του κάνει το μυαλό θολό, σαν τις αναμνήσεις του για το παρελθόν― και πήγε σε άλλο ένα παιχνίδι. Όπου κέρδισε.
Κι έτσι βρέθηκε, δεν ήξερε πόσες ώρες αργότερα, σε μια ταβέρνα γεμάτη καπνό ταμπάκ —νόμιζε πως λεγόταν Το Τρεμαλκέζικο Μάτισμα― να κοιτάζει τα πέντε ζάρια, που το καθένα έδειχνε μια βαθιά σκαλισμένη κορώνα. Οι περισσότεροι πελάτες φαινόταν να ενδιαφέρονται μόνο για να πιουν όσο μπορούσαν πιο πολύ, αλλά το κροτάλισμα των ζαριών και οι κραυγές των παικτών από ένα άλλο παιχνίδι, στην ακριανή γωνία, σχεδόν πνίγονταν από μια γυναικεία φωνή, που τραγουδούσε στο ζωηρό σκοπό ενός τσίτερ με σφυράκια.
«Θα χορέψω με μια κοπέλα με μάτια καστανά
ή με μια κοπέλα με μάτια πράσινα,
θα χορέψω με μια κοπέλα ό,τι χρώμα μάτια κι αν έχει,
αλλά τα δικά σου είναι τα πιο ωραία που έχω δει.
Θα φιλήσω μια κοπέλα με μαύρα μαλλιά,
ή μια κοπέλα με χρυσά μαλλιά,
θα φιλήσω μια κοπέλα ό,τι χρώμα μαλλιά κι αν έχει,
αλλά εσένα θέλω να αγκαλιάσω».
Η τραγουδίστρια είχε πει ότι το τραγούδι λεγόταν «Τι Μου Είπε Εκείνος». Ο Ματ θυμόταν ότι ο τίτλος ήταν «Θα Χορέψεις Μαζί Μου;» και τα λόγια ήταν διαφορετικά, αλλά προς το παρόν είχε μυαλό μόνο γι’ αυτά τα ζάρια.
«Πάλι ο βασιλιάς», μουρμούρισε ένας από τους παίκτες, που είχε γονατίσει δίπλα στον Ματ. Ήταν η πέμπτη φορά στη σειρά που ο Ματ έριχνε το βασιλιά.
Είχε κερδίσει ένα χρυσό μάρκο, που ήταν το στοίχημα και τώρα δεν τον ενδιέφερε καν που το Αντορανό μάρκο του ήταν βαρύτερο από το Ιλιανό νόμισμα του άλλου, αλλά μάζεψε τα ζάρια στη δερμάτινη θήκη, τα κουδούνισε γερά και τα σκόρπισε ξανά στο πάτωμα. Πέντε κορώνες. Φως μου, δεν μπορεί. Κανένας δεν έριζε ποτέ βασιλιά έξι φορές συνεχώς. Κανένας.
«Έχει την τύχη του Σκοτεινού», μούγκρισε ένας άλλος. Ήταν ένας σωματώδης τύπος, είχε μαύρα μαλλιά δεμένα στο σβέρκο με μαύρη κορδέλα, χοντρούς ώμους, ουλές στο πρόσωπο και μύτη που είχε σπάσει κι πάνω από μία φορά.
Ο Ματ ούτε που κατάλαβε ότι είχε κουνηθεί, παρά μόνο όταν έπιασε από το κολάρο το χοντροκαμωμένο άντρα, τον σήκωσε όρθιο και τον βρόντηξε στον τοίχο. «Μην το λες αυτό!» γρύλισε. «Μην το λες ποτέ!» Ο άλλος τον κοίταξε ανοιγοκλείνοντας έκπληκτος τα μάτια· περνούσε τον Ματ ένα κεφάλι στο μπόι.
«Σχήμα λόγου είναι», μουρμούρισε κάποιος πίσω του. «Φως μου, είναι απλώς σχήμα λόγου».
Ο Ματ παράτησε το σακάκι του άλλου και έκανε πίσω. «Δεν... δεν... δεν μου αρέσει να λένε τέτοια πράγματα για μένα. Δεν είμαι Σκοτεινόφιλος!» Φως μου, δεν έχω την τύχη τον Σκοτεινού. Δεν είναι αυτό! Αχ, φως μου, μήπως, πράγματι, μου έκανε κάτι αυτό το εγχειρίδιο;
«Κανένας δεν σε είπε έτσι», είπε ο άντρας με τη σπασμένη μύτη. Φαινόταν να ξεπερνά την έκπληξη του και να σκέφτεται αν θα θύμωνε ή όχι.
Ο Ματ μάζεψε τα πράγματά του, τα οποία είχε στοιβάξει πίσω του και βγήκε από την ταβέρνα, αφήνοντας τα νομίσματα εκεί που βρίσκονταν. Δεν ήταν ότι φοβόταν εκείνο το σωματώδη άντρα. Είχε ξεχάσει κι αυτόν και τα νομίσματα, επίσης. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγει έξω, στον καθαρό αέρα, εκεί που θα μπορούσε να σκεφτεί.
Στο δρόμο, έγειρε στον τοίχο της ταβέρνας, κοντά στην πόρτα, ανασαίνοντας τη δροσιά. Οι σκοτεινοί δρόμοι του Νότιου Λιμανιού ήταν σχεδόν άδειοι τώρα. Από τα καπηλειά και τα πανδοχεία ακούγονταν ακόμα μουσική και γέλια, μα ελάχιστοι άνθρωποι περπατούσαν μέσα στη νύχτα. Κρατώντας τη ράβδο όρθια μπροστά του και με τα δύο χέρια, χαμήλωσε το κεφάλι στις γροθιές του και προσπάθησε να σκεφτεί το γρίφο απ’ όλες τις πλευρές.
Ήξερε ότι ήταν τυχερός. Θυμόταν ότι ανέκαθεν ήταν τυχερός. Αλλά, με κάποιον τρόπο, οι αναμνήσεις του από το Πεδίο του Έμοντ δεν τον παρουσίαζαν τόσο τυχερό όσο ήταν μετά την αναχώρηση του. Εντάξει, μπορεί να είχε κάνει πολλά χωρίς να τον πιάσουν, αλλά θυμόταν, επίσης, ότι τον είχαν πιάσει να κάνει και φάρσες που νόμιζε ότι θα πετύχαιναν. Η μητέρα του πάντα έμοιαζε να ξέρει τι σκάρωνε και η Νυνάβε δεν παρασυρόταν ποτέ από τις δικαιολογίες του. Αλλά δεν είχε γίνει τυχερός απλώς φεύγοντας από τους Δύο Ποταμούς. Η τύχη είχε έρθει από τη στιγμή που είχε πάρει το εγχειρίδιο από τη Σαντάρ Λογκόθ. Θυμήθηκε που είχε παίξει ζάρια στο χωριό του με έναν ανοιχτομάτη κοκαλιάρη, ο οποίος δούλευε για έναν έμπορο που είχε έρθει από το Μπάερλον για να αγοράσει ταμπάκ. Θυμήθηκε, επίσης, τι ξύλο του είχε δώσει ο πατέρας του, μαθαίνοντας ότι ο Ματ χρωστούσε στον άλλο ένα ασημένιο μάρκο και τέσσερις πένες.
«Όμως, γλίτωσα από το παλιοεγχειρίδιο», μουρμούρισε. «Έτσι είπαν εκείνες οι άτιμες, οι Άες Σεντάι». Αναρωτήθηκε πόσα λεφτά είχε κερδίσει απόψε.
Ψάχνοντας τις τσέπες του σακακιού του, τις βρήκε γεμάτες κέρματα, κορώνες και μάρκα, ασημένια και χρυσά, που λαμπύριζαν και άστραφταν στο φως που ερχόταν από τα κοντινά παράθυρα. Έμοιαζε να έχει δύο πουγκιά, που και τα δύο ήταν ξέχειλα. Έλυσε τα κορδόνια και βρήκε κι άλλο χρυσάφι. Και υπήρχαν κι άλλα, χωμένα στο θύλακο της ζώνης του, κάτω και γύρω και πάνω από τις ζαροθήκες του, τσαλακώνοντας το γράμμα της Ηλαίην και το έγγραφο της Άμερλιν. Θυμόταν αχνά που έριχνε ασημένιες πένες στις σερβιτόρες που είχαν ωραία χαμόγελα, ωραία μάτια ή ωραίους αστραγάλους, επειδή τις ασημένιες πένες δεν άξιζε να τις κρατά.
Δεν άξιζαν να τις κρατήσω; Μπορεί και να είναι έτσι. Φως μου, είμαι πλούσιος! Είμαι πλούσιος, που να πάρει! Μπορεί να είναι κάτι που έκαναν οι Άες Σεντάι. Κάτι που έκαναν καθώς με Θεράπευαν. Κατά λάθος, ίσως. Μπορεί αυτό να είναι. Καλύτερα αυτό, παρά το άλλο. Πρέπει να μου το έκαναν αυτές οι άτιμες Άες Σεντάι.
Ένας ψηλός άντρας βγήκε από την ταβέρνα και η πόρτα έκλεισε αμέσως, κόβοντας το φως που, ίσως, αλλιώς να φανέρωνε το πρόσωπό του.
Ο Ματ κόλλησε την πλάτη στον τοίχο, έχωσε ξανά τα πουγκιά στο σακάκι του και έσφιξε γερά τη ράβδο. Απ’ όπου κι αν προερχόταν η αποψινή του τύχη, δεν ήθελε να χάσει το χρυσάφι του από έναν ελαφροπόδαρο.
Ο άντρας στράφηκε προς το μέρος του, προσπάθησε να κοιτάξει και ύστερα τινάχτηκε. «Δ-δροσερή νύχτα», είπε μεθυσμένα. Πλησίασε τρεκλίζοντας και ο Ματ είδε ότι ο όγκος του ήταν κυρίως από ίο λίπος. «Πρέπει να... Πρέπει να...» Ο χοντρός, παραπατώντας, προχώρησε στο δρόμο, μονολογώντας ασυνάρτητα.
«Βλάκα!» μουρμούρισε ο Ματ, αλλά δεν ήξερε αν εννοούσε τον άλλο ή τον εαυτό του. «Ήρθε η ώρα να βρω ένα πλοίο για να φύγω από δω». Κοίταξε το μαύρο ουρανό, μισοκλείνοντας τα μάτια, προσπαθώντας να υπολογίσει πόσο αργούσε η αυγή. Δυο, ίσως και τρεις ώρες, σκέφτηκε. «Άργησα πολύ». Το στομάχι του γουργούρισε· θυμήθηκε αμυδρά ότι είχε φάει σε κάποια πανδοχεία, αλλά δεν θυμόταν τι. Τον είχε κυριεύσει ο πυρετός των ζαριών. «Πάρα πολύ. Αν δεν φύγω, θα έρθει κάποια απ’ αυτές να με αρπάξει με τα δαχτυλάκια της και να με χώσει στο θύλακο της». Ξεκόλλησε από τον τοίχο και κίνησε για τους μόλους, όπου βρίσκονταν τα πλοία.
Στην αρχή, του φάνηκε ότι οι αχνοί ήχοι πίσω του ήταν η ηχώ από τις μπότες του στο καλντερίμι. Μετά, συνειδητοποίησε ότι κάποιος τον ακολουθούσε. Και προσπαθούσε να μην ακούγεται. Αυτοί σίγουρα είναι ελαφροηόδαροι.
Ζύγιασε τη ράβδο στο χέρι του και για μια στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει και να τους αντιμετωπίσει. Αλλά ήταν σκοτάδι και το καλντερίμι δεν του πρόσφερε σταθερό πάτημα. Επίσης, δεν είχε ιδέα πόσοι ήταν. Μπορεί να τα έβγαλες πέρα με τον Γκάγουιν και τον Γκάλαντ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είσαι ο ήρωας τον παραμυθιού.
Έστριψε σε ένα στενό παράδρομο όλο στροφές, προσπαθώντας να περπατήσει στις μύτες των ποδιών, αλλά παράλληλα να κάνει και γρήγορα. Εδώ, όλα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά και τα πιο πολλά είχαν τραβηγμένα τα πατζούρια. Είχε φτάσει σχεδόν στην άκρη, όταν είδε κίνηση μπροστά, δύο άντρες που κοίταζαν τον παράδρομο, εκεί που κατέληγε σε έναν άλλο. Και άκουσε αργά βήματα πίσω του — το μαλακό ξύσιμο δερμάτινης μπότας πάνω σε πέτρα.
Αστραπιαία, χώθηκε στη σκοτεινή γωνιά ενός κτιρίου, που ήταν χτισμένο λίγο πιο μπροστά από το διπλανό του. Τούτο φαινόταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να κάνει προς το παρόν. Έσφιξε νευρικά τη ράβδο και περίμενε.
Ένας άντρας εμφανίστηκε από το δρόμο όπου είχε έρθει και ο Ματ, προχωρώντας σχεδόν σκυμμένος και με αργά βήματα. Ύστερα εμφανίστηκε άλλος ένας. Και οι δύο κρατούσαν μαχαίρι και κινούνταν σαν ζώα που παραμονεύουν.
Όλοι οι μύες του Ματ τεντώθηκαν. Αν έκαναν λίγα ακόμα βήματα χωρίς να τον προσέξουν εκεί που κρυβόταν, στην πυκνή σκιά της γωνίας, θα μπορούσε να τους αιφνιδιάσει. Ευχήθηκε να μην ένιωθε αυτή την ένταση στο στομάχι του. Τα μαχαίρια ήταν πολύ πιο κοντά από τα σπαθιά εξάσκησης, αλλά ήταν από ατσάλι, όχι από ξύλο.
Ένας άντρας κοίταξε την άλλη άκρη του στενού δρόμου και ξαφνικά ορθώθηκε, φωνάζοντας: «Δηλαδή δεν ήρθε από τη μεριά σου;»
«Δεν είδα τίποτα, εκτός από σκιές», ακούστηκε μια απάντηση με βαριά προφορά. «Εγώ θέλω να τα παρατήσω. Παράξενα πράγματα πηγαινοέρχονται αυτή τη βραδιά».
Ούτε τέσσερα βήματα παραπέρα από τον Ματ, οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν, θηκάρωσαν τα μαχαίρια τους και πήραν το δρόμο απ’ όπου είχαν έρθει.
Άφησε την ανάσα του να βγει αργή, συρτή. Η τύχη. Που να καώ, δεν είναι μόνο για τα ζάρια.
Δεν μπορούσε πια να δει τους άντρες εκεί που αντάμωναν τα δρομάκια, αλλά ήξερε ότι θα βρίσκονταν σε κάποιο γειτονικό. Και ήταν κι άλλοι πίσω του.
Το ένα από τα κτίρια στων οποίων τη σκιά ζάρωνε είχε έναν όροφο μόνο και η στέγη του έμοιαζε αρκετά επίπεδη. Και υπήρχε ένα γλυπτό από άσπρη πέτρα, πελώρια τσαμπιά σταφύλι που ανηφόριζαν στο σημείο που ενώνονταν τα δύο κτίρια.
Σήκωσε τη ράβδο, ακούμπησε τη μια άκρη της στη στέγη και την έσπρωξε με δύναμη. Η ράβδος έπεσε με πάταγο στα κεραμίδια. Δεν περίμενε να δει μήπως το άκουσε κάποιος και σκαρφάλωσε στο γλυπτό, που τα μεγάλα φύλλα σχημάτιζαν καλό πάτημα, ακόμα και για κάποιον που φορούσε μπότες. Μέσα σε δευτερόλεπτα, είχε ξανά τη ράβδο στο χέρι και σιγότρεχε στη στέγη, εμπιστευόμενος την τύχη του για να μη γλιστρήσει.
Τρεις φορές ακόμα σκαρφάλωσε και κάθε φορά βρισκόταν έναν όροφο ψηλότερα. Σε αυτό το ύψος, οι κεραμιδένιες στέγες με την απαλή κλίση κάλυπταν αρκετή απόσταση και φυσούσε μια αύρα εκεί πάνω, που χάιδευε τις τρίχες του σβέρκου του και τον έκανε να ανατριχιάζει, τόσο που σχεδόν πίστεψε ότι τον ακολουθούσαν. Πάψε πια, βλάκα! Τώρα οι άλλοι θα είναι τρεις δρόμους παραπέρα και θα ψάχνουν κάποιον άλλο με γεμάτο πουγκί. Στα τ σακίδια να πάνε.
Οι μπότες του γλίστρησαν στα κεραμίδια και ο Ματ σκέφτηκε ότι ίσως να ήταν μια καλή ιδέα να κατέβει κι ο ίδιος στο δρόμο. Πλησίασε με προσοχή την άκρη της στέγης και κρυφοκοίταξε κάτω. Είδε έναν άδειο δρόμο περίπου δώδεκα μέτρα χαμηλότερα, με τρεις ταβέρνες και ένα πανδοχείο να χύνουν φως και μουσική στο καλντερίμι. Αλλά στα δεξιά του ήταν μια πέτρινη γέφυρα, που θα τον οδηγούσε, από τον τελευταίο όροφο του κτιρίου του, στο κτίσμα απέναντι.
Η γέφυρα έμοιαζε εξαιρετικά στενή και χανόταν μέσα στο σκοτάδι, μακριά από το φως που έβγαινε από τις ταβέρνες, σχηματίζοντας μια αψίδα πάνω από το καλντερίμι ― μεγάλο ύψος για να διακινδυνέψει ένα πέσιμο. Ο Ματ, για να μην προλάβει να το σκεφτεί πολύ, πέταξε κάτω τη ράβδο και την ακολούθησε. Οι μπότες του βρόντηξαν στη γέφυρα και άφησε το σώμα του να κυλήσει στο πλάι, όπως έκανε όταν ήταν παιδί και πηδούσε από δέντρο. Η κατρακύλα του σταμάτησε στο κιγκλίδωμα, που έφτανε ως τη μέση του.
«Μακροπρόθεσμα, οι κακές συνήθειες σε ξελασπώνουν», μονολόγησε, καθώς σηκωνόταν και έπιανε τη ράβδο του.
Το παράθυρο στην άλλη άκρη της γέφυρας είχε κλεισμένα τα παντζούρια και ήταν σκοτεινό. Δεν φανταζόταν ότι οι κάτοικοι του σπιτιού θα καλοδέχονταν έναν ξένο που ξεπρόβαλλε έτσι, μέσα στη νύχτα. Ένα μεγάλο μέρος του σπιτιού ήταν πέτρινο, αλλά, αν υπήρχαν σημεία κοντά στη γέφυρα για να πιαστεί με τα χέρια, τα έκρυβε το σκοτάδι. Ε, τι κι αν είμαι ζένος, θα μπω μέσα.
Γύρισε να κοιτάξει από την άλλη πλευρά του κιγκλιδώματος και, ξαφνικά, κατάλαβε ότι υπήρχε ένας άντρας μαζί του στη γέφυρα. Ένας άντρας με εγχειρίδιο στο χέρι.
Ο Ματ άρπαξε τούτο το χέρι, καθώς το εγχειρίδιο χιμούσε στο λαιμό του. Μόλις που είχε προλάβει να πιάσει τον καρπό του άλλου με τα δάχτυλά του και τότε η ράβδος, που ήταν ανάμεσά τους, μπλέχτηκε στα πόδια του Ματ, κάνοντάς τον να παραπατήσει και να πέσει ο μισός πάνω στο κιγκλίδωμα, τραβώντας και τον άλλο πάνω του. Όπως ισορροπούσε εκεί, στηριγμένος στη μέση του, με τα γυμνά δόντια του άλλου μπροστά στο πρόσωπό του, ο Ματ είχε έντονη την αίσθηση του χάσματος κάτω από το κεφάλι του, όπως επίσης και της λεπίδας, που άστραφτε στο αμυδρό φως του φεγγαριού, καθώς πλησίαζε το λαιμό του. Τα δάχτυλά του, που συγκρατούσαν τον καρπό του άντρα, είχαν αρχίσει να γλιστράνε και το άλλο χέρι του ήταν ακινητοποιημένο από τη ράβδο ανάμεσα στα κορμιά τους. Λίγα δευτερόλεπτα είχαν περάσει από τη στιγμή που είχε πρωτοδεί τον άντρα και σε λίγα ακόμα δευτερόλεπτα θα πέθαινε, με ένα μαχαίρι στο λαιμό.
«Είναι ώρα να ρίξουμε τα ζάρια», είπε. Του φάνηκε ότι ο άλλος πήρε στιγμιαία μια μπερδεμένη έκφραση, αλλά μια στιγμή ήταν το μόνο που είχε. Ο Ματ έδωσε ώθηση με τα πόδια και αναποδογύρισε και τους δύο τους στο κενό.
Για μια στιγμή, που έμοιαζε να κρατά αιώνες, ένιωσε σαν να μην είχε βάρος. Ο αέρας σφύριζε στα αυτιά του και ανακάτευε τα μαλλιά του. Του φάνηκε ότι ο άλλος είχε τσιρίξει, ή ότι αυτό είχε προσπαθήσει να κάνει. Το τράνταγμα έδιωξε βίαια όλο τον αέρα από τα πνευμόνια του και γέμισε τα θολά μάτια του με ασημόμαυρες πιτσιλιές.
Όταν κατάφερε πάλι να ανασάνει —και να δει― κατάλαβε ότι βρισκόταν πάνω στον άντρα που του είχε επιτεθεί, του οποίου το σώμα είχε αποτελέσει ένα είδος μαξιλαριού για τον Ματ κατά την πρόσκρουση στο έδαφος. «Τύχη», ψιθύρισε. Σηκώθηκε αργά όρθιος, βλάστημώντας το χτύπημα που του είχε καταφέρει η ράβδος στα πλευρά.
Περίμενε ότι ο άλλος άντρας θα ήταν νεκρός —δεν υπήρχαν πολλοί που να μπορούν να επιζήσουν από πτώση δέκα μέτρων σε καλντερίμι, με το βάρος ενός άλλου πάνω τους― αλλά αυτό που δεν περίμενε ήταν να δει το εγχειρίδιο του άντρα να έχει χωθεί ως το λαβή στην ίδια του την καρδιά. Για επίδοξος δολοφόνος, έμοιαζε πολύ συνηθισμένος άνθρωπος. Ο Ματ σκέφτηκε πως, σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, δεν θα τον είχε προσέξει καν.
«Η κακή σου τύχη, φιλαράκο», είπε τρέμοντας στο πτώμα.
Ξαφνικά, τον κατέκλυσαν όλα όσα είχαν συμβεί. Οι ελαφροπόδαροι στο στριφογυριστό δρόμο. Η πορεία του στις στέγες. Αυτός ο τύπος. Η πτώση. Το βλέμμα του υψώθηκε στη γέφυρα από πάνω και τον έπιασε κρίση τρεμούλας. Θα πρέπει να τρελάθηκα. Άλλο πράγμα είναι μια δόση περιπέτειας κι άλλο κάτι που ούτε ο ίδιος ο Ρογκός ο Αετομάτης δεν θα ζητούσε.
Συνειδητοποίησε ότι στεκόταν πάνω από έναν νεκρό, που είχε ένα εγχειρίδιο καρφωμένο στην καρδιά του, σαν να περίμενε να περάσει κάποιος και να βάλει τις φωνές, τρέχοντας να ειδοποιήσει τους φρουρούς της πόλης με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος. Το χαρτί της Άμερλιν ίσως τον γλίτωνε απ’ αυτούς, αλλά όχι πριν αυτή μάθαινε τι είχε συμβεί. Ακόμα και τώρα υπήρχε η πιθανότητα να καταλήξει πάλι στο Λευκό Πύργο, δίχως αυτό το χαρτί και πιθανότατα χωρίς να του επιτρέπουν την έξοδο από το Παλάτι.
Κατάλαβε, τότε, ότι έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του προς τους μόλους και να ανέβει στο πρώτο πλοίο που θα σάλπαρε, ακόμα κι αν ήταν ένας σάπιος κουβάς γεμάτος χαλασμένα ψάρια, αλλά τα γόνατά του έτρεμαν τόσο δυνατά από την ένταση, που δεν μπορούσε να περπατήσει. Αυτό που ήθελε ήταν να καθίσει κάτω, για ένα λεπτό μονάχα. Μονάχα ένα λεπτό, για να σταματήσει το τρέμουλό τους και μετά θα ξεκινούσε για τους μόλους.
Οι ταβέρνες ήταν πιο κοντά, αλλά αυτός πήγε στο πανδοχείο. Η μεγάλη αίθουσα των πανδοχείων αποτελούσε ένα φιλικό μέρος, στο οποίο θα μπορούσες να καθίσεις για μια στιγμή και να μην ανησυχείς μήπως καραδοκεί κάποιος πίσω σου. Από τα παράθυρα έβγαινε αρκετό φως, που έφτανε για να διαβάσει την ταμπέλα. Είχε μια γυναίκα με τα μαλλιά σε πλεξούδες, που κρατούσε κάτι σαν κλαδί ελιάς, καθώς και τις λέξεις «Η Γυναίκα του Τάντσικο».