Κατάλαβε ότι δεν είχε τρόπο να βρει ποια καμπίνα ήταν δική του και έχωσε το κεφάλι του σε αρκετές. Ήταν σκοτεινές και καθεμιά είχε από δύο άντρες, που κοιμόταν σε στενά κρεβάτια κολλημένα στους τοίχους δεξιά κι αριστερά, όλες εκτός από μία, όπου ο Λόιαλ καθόταν στο πάτωμα ανάμεσα στα κρεβάτια —χωρώντας μετά βίας― κι έγραφε στο βιβλίο του, κάτω από το φως ενός φαναριού που κρεμόταν από τον τοίχο. Ο Ογκιρανός ήθελε να μιλήσει για τα γεγονότα της ημέρας, αλλά ο Πέριν, που έτριζαν τα σαγόνια του καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τα χασμουρητά του, σκεφτόταν ότι το πλοίο είχε πια διανύσει αρκετή απόσταση και ήταν ασφαλές να κοιμηθεί. Ήταν ασφαλές να ονειρευτεί. Ακόμα κι αν προσπαθούσαν οι λύκοι, δεν θα κατάφερναν να ακολουθήσουν το ρυθμό του πλοίου, που έτρεχε με τα κουπιά και το ρεύμα.
Στο τέλος, βρήκε μια καμπίνα δίχως παράθυρα, όπου δεν ήταν κανένας άλλος κι αυτό τον βόλευε μια χαρά. Ήθελε να μείνει μόνος. Μια σύμπτωση στα ονόματα, αυτό είναι όλο, σκέφτηκε καθώς άναβε το φανάρι που ήταν στερεωμένο στον τοίχο. Στο κάτω-κάτω, το πραγματικό της όνομα είναι Ζαρίν. Αλλά η κοπέλα με τα ψηλά ζυγωματικά και τα μαύρα, γερτά μάτια δεν κυριαρχούσε στις σκέψεις του. Ακούμπησε το τόξο και τα άλλα πράγματά του στο ένα στενό κρεβάτι, έριξε από πάνω το μανδύα του και κάθισε στο άλλο για να βγάλει τις μπότες του.
Ο Ιλάυας Ματσίρα είχε βρει τρόπο να ζήσει με αυτό που ήταν, ένας άνθρωπος που με κάποιον τρόπο ήταν συνδεμένος με τους λύκους και δεν είχε τρελαθεί. Ο Πέριν, ξαναφέρνοντάς τα στο νου του, βεβαιώθηκε ότι ο Ιλάυας ζούσε έτσι χρόνια πριν συναντηθούν. Θέλει να είναι έτσι. Ή, πάντως, το αποδέχεται. Δεν ήταν λύση αυτό. Ο Πέριν δεν ήθελε να ζήσει έτσι, δεν ήθελε να το αποδεχτεί. Αλλά αν έχεις το μέταλλο για να φτιάξεις μαχαίρι, το αποδέχεσαι και φτιάχνεις μαχαίρι, ακόμα κι αν ήθελες τσεκούρι. Όχι! Η ζωή μου είναι κάτι παραπάνω από σίδερο, που με το σφνροκόπημα το φέρνεις στο σχήμα του.
Επιφυλακτικά, άνοιξε το νου του, ψάχνοντας για λύκους και βρήκε... το τίποτα. Υπήρχε, βέβαια, μια αμυδρή εντύπωση λύκων κάπου στο βάθος, αλλά έσβησε πριν καλά-καλά την αγγίξει. Για πρώτη φορά, ύστερα από τόσο καιρό, ήταν μόνος. Ευλογημένα μόνος.
Φύσηξε το φανάρι και ξάπλωσε, για πρώτη φορά έπειτα από μέρες. Πώς στο Φως θα αντέξει σε τέτοια καμπίνα ο Λόιαλ; Τον πλάκωσαν εκείνες οι σχεδόν ξάγρυπνες νύχτες, η εξάντληση έλυσε τους μυς του. Του πέρασε από το νου ότι είχε καταφέρει να διώξει τον Αελίτη από τις σκέψεις του. Και τους Λευκομανδίτες. Το Φωτοκατάρατο το τσεκούρι! Που να καώ, μακάρι να μην το είχα δει ποτέ μου. Αυτές ήταν οι τελευταίες σκέψεις του, πριν τον πάρει ο ύπνος.
Πυκνή, γκρίζα ομίχλη τον τύλιξε, τόσο πυκνή εκεί χαμηλά, που δεν έβλεπε ούτε τις μπότες του και τόσο βαριά απ’ όλες τις μεριές, που δεν διέκρινε τίποτα σε απόσταση δέκα βημάτων. Πιο κοντά, πάντως, δεν υπήρχε τίποτα. Μέσα της μπορεί να κρύβονταν τα πάντα. Κάτι δεν πήγαινε καλά σε αυτή τη θολούρα· δεν υπήρχε υγρασία. Έφερε το χέρι στη μέση, ψάχνοντας την παρηγοριά που θα του έφερνε η γνώση ότι μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τινάχτηκε. Ο πέλεκυς δεν ήταν εκεί.
Κάτι κινήθηκε στην ομίχλη, ένα στροβίλισμα στην γκριζάδα. Κάτι που τον ζύγωνε.
Έσφιξε τους μυς του, αναρωτήθηκε αν θα ήταν καλύτερα να τρέξει ή να σταθεί και να πολεμήσει με τα γυμνά του χέρια, αναρωτήθηκε αν υπήρχε κάτι για να το πολεμήσει.
Η αναταραχή, που πλάταινε και πλησίαζε μέσα στην ομίχλη, καθάρισε και έγινε λύκος, μια δασύτριχη μορφή, που ήταν σχεδόν ένα με την πυκνή ομίχλη. Άλτη;
Ο λύκος δίστασε και μετά πήγε και στάθηκε πλάι του. Ήταν ο Άλτης —ήταν σίγουρος γι’ αυτό― αλλά κάτι στη στάση του λύκου, κάτι στο κίτρινο βλέμμα, που υψώθηκε φευγαλέα για να ανταμώσει το δικό του, απαίτησε σιωπή, τόσο στο μυαλό όσο και στο σώμα. Εκείνο το βλέμμα απαίτησε, επίσης, να τον ακολουθήσει.
Άπλωσε το χέρι στη ράχη του λύκου και τότε ο Άλτης ξεκίνησε. Άφησε τον εαυτό του να ακολουθήσει. Η γούνα κάτω από το χέρι του ήταν πυκνή και μπλεγμένη. Έδινε την αίσθηση ότι ήταν αληθινή.
Η ομίχλη πήρε να πυκνώνει και μόνο από το χέρι του καταλάβαινε ότι ο Άλτης ήταν ακόμα εκεί, ώσπου στο τέλος, χαμηλώνοντας το βλέμμα, δεν έβλεπε ούτε το ίδιο του το στήθος. Μόνο γκρίζα αχλύ. Λες και ήταν κουκουλωμένος με μαλλί φρεσκοκουρεμένου πρόβατου. Σκέφτηκε, επίσης, ότι δεν άκουγε τίποτα. Ούτε καν τον ήχο των βημάτων του. Προσπάθησε να κλείσει για μια στιγμή τα μάτια και δεν πρόσεξε καμία διαφορά. Και πάλι δεν υπήρχε ήχος. Το χέρι του ένιωθε τις σκληρές τρίχες της πλάτης του Άλτη, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ένιωθε κάτι κάτω από τις μπότες του.
Ξαφνικά, ο Άλτης στάθηκε, αναγκάζοντας κι αυτόν να σταματήσει. Κοίταξε ολόγυρα... κι ευθύς έκλεισε τα μάτια. Τώρα καταλάβαινε μια διαφορά. Κι επίσης ένιωθε κάτι, ένα ανακάτεμα στο στομάχι του. Πίεσε τον εαυτό του να ανοίξει τα μάτια και να κοιτάξει κάτω.
Αυτό που είδε δεν μπορούσε να υπάρχει, εκτός αν μαζί με τον Άλτη στέκονταν στον αέρα. Δεν μπορούσε να δει ούτε το λύκο, ούτε τον εαυτό του, σαν να μην είχαν σώματα —αυτή η σκέψη σχεδόν έκανε το στομάχι του να δεθεί κόμπος― αλλά από κάτω του, ολοκάθαρα, σαν να τους φώτιζαν χίλια φανάρια, εκτεινόταν μια πελώρια σειρά από καθρέφτες, που έμοιαζαν να κρέμονται στο σκοτάδι, αν και ήταν ίσιοι, σαν να στηρίζονταν σε ένα πελώριο πάτωμα. Εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα του προς κάθε κατεύθυνση, αλλά ακριβώς κάτω από τα πόδια του υπήρχε ανοιχτός χώρος. Και εκεί ήταν άνθρωποι. Ξαφνικά, μπόρεσε να ακούσει τις φωνές τους, σαν να στεκόταν δίπλα τους.
«Μέγα Άρχοντα», μουρμούριζε ένας, «πού είναι αυτό το μέρος;» Έριξε μια ματιά τριγύρω του, μορφάζοντας καθώς το είδωλό του επέστρεφε πολλαπλασιασμένο επί χίλια και από κει και μετά κράτησε το βλέμμα ίσια μπροστά. Οι άλλοι, που ήταν ζαρωμένοι γύρω του, έμοιαζαν ακόμα πιο φοβισμένοι. «Κοιμόμουν στην Ταρ Βάλον, Μέγα Άρχοντα. Κοιμάμαι στην Ταρ Βάλον! Πού είναι αυτό το μέρος; Μήπως μου σάλεψε;»
Κάποιοι από τους γύρω του φορούσαν πολυτελή, ολοκέντητα σακάκια, άλλοι πιο απλά ρούχα, ενώ μερικοί έμοιαζαν να είναι γυμνοί, ή φορούσαν μόνο τα εσώρουχά τους.
«Κι εγώ, επίσης, κοιμάμαι», ούρλιαξε ένας γυμνός άντρας. «Στο Δάκρυ. Θυμάμαι που ξάπλωσα με τη γυναίκα μου!»
«Κι εγώ κοιμάμαι στο Ίλιαν», είπε ταραγμένος ένας, που φορούσε κόκκινα και χρυσά. «Ξέρω ότι κοιμάμαι, δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Ξέρω ότι ονειρεύομαι, αλλά αυτό είναι αδύνατον. Πού είναι αυτό, Μέγα Άρχοντα; Στ’ αλήθεια ήρθες σε μένα;»
Ο μελαχρινός που τους αντίκριζε φορούσε μαύρα ρούχα, με ασημένια δαντέλα στο λαιμό και τους καρπούς. Πού και πού, άγγιζε με το ένα χέρι το στήθος, σαν να τον πονούσε. Παντού εκεί κάτω υπήρχε φως, που ερχόταν από το πουθενά, αλλά αυτό τον άντρα κάτω από τον Πέριν έμοιαζε να τον έχει κουκουλώσει η σκιά. Το σκοτάδι κυλούσε ολόγυρά του, τον χάιδευε.
«Σιωπή!» Ο μαυροντυμένος δεν μίλησε δυνατά, αλλά δεν ήταν και ανάγκη. Όσο πρόφερε αυτή τη λέξη, ύψωσε το κεφάλι· τα μάτια και το στόμα του ήταν τρύπες, που άνοιγαν στη φωτιά ενός καμινιού που λυσσομανούσε, όλο φλόγες και πύρινη λάμψη.
Τότε ο Πέριν τον αναγνώρισε. Ο Μπα’άλζαμον. Κοίταζε εκεί κάτω τον ίδιο τον Μπα’άλζαμον. Ο φόβος τον διαπέρασε σαν σφυρηλατημένα καρφιά. Θα έτρεχε, αλλά δεν ένιωθε τα πόδια του.
Ο Άλτης σάλεψε. Ο Πέριν ψηλάφισε την πυκνή γούνα κάτω από το χέρι του και τη γράπωσε σφιχτά. Αυτή ήταν πραγματική. Πιο πραγματική απ’ αυτό που έβλεπε, έτσι έλπισε. Αλλά ήξερε ότι και τα δύο ήταν αληθινά.
Οι άντρες, που ήταν μαζεμένοι κοντά, έσκυψαν και ζάρωσαν.
«Σας ανατέθηκαν εργασίες», είπε ο Μπα’άλζαμον. «Μερικές απ’ αυτές τις εργασίες τις εκτελέσατε. Σε άλλες αποτύχατε». Κάθε τόσο, τα μάτια και το στόμα του εξαφανίζονταν και γίνονταν φλόγες, ενώ οι καθρέφτες άστραφταν αντανακλώντας φωτιά. «Εσείς που σημαδευτήκατε για θάνατο, πρέπει να πεθάνετε. Εσείς που σημαδευτήκατε για πάρσιμο, πρέπει να υποκλιθείτε μπροστά μου. Δεν συγχωρείται η αποτυχία στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους». Στα μάτια του άστραψε φωτιά και το σκοτάδι ολόγυρά του κόχλασε και στροβιλίστηκε. «Εσύ». Το δάχτυλό του έδειξε εκείνον που είχε μιλήσει για την Ταρ Βάλον, έναν άντρα με ρούχα εμπόρου, με απλά ρούχα από ακριβό ύφασμα. Οι άλλοι τραβήχτηκαν μακριά του, σαν να είχε μέλανα πυρετό, αφήνοντάς τον σκυμμένο μόνο του. «Επέτρεψες στο αγόρι να το σκάσει από την Ταρ Βάλον».
Ο άντρας ούρλιαξε και άρχισε να τρέμει σαν βέργα που είχε χτυπήσει αμόνι. Φάνηκε να γίνεται λιγότερο συμπαγής και το ουρλιαχτό του αραίωσε μαζί του.
«Όλοι ονειρεύεστε», είπε ο Μπα’άλζαμον, «αλλά όσα συμβαίνουν σ’ αυτό το όνειρο είναι αληθινά». Ο άνθρωπος που τσίριζε ήταν μόνο ένα κουρέλι ομίχλης με μορφή ανθρώπου, το ουρλιαχτό του απόμακρο και μετά ακόμα και η ομίχλη είχε χαθεί. «Φοβάμαι πως δεν θα ξυπνήσει ποτέ». Γέλασε και το στόμα του τίναξε φωτιά. «Οι υπόλοιποι δεν θα αποτύχετε πάλι. Χαθείτε! Ξυπνήστε και υπακούστε!» Οι άλλοι χάθηκαν.
Για μια στιγμή, ο Μπα’άλζαμον ήταν μόνος και μετά, ξαφνικά, εμφανίστηκε μια γυναίκα κοντά του, ντυμένη στα λευκά και τα ασημένια.
Ο Πέριν έμεινε εμβρόντητος. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε μια γυναίκα τόσο όμορφη. Ήταν η γυναίκα από το όνειρό του, εκείνη που τον είχε παροτρύνει να διαλέξει τη δόξα.
Ένας περίτεχνος, ασημένιος θρόνος εμφανίστηκε πίσω της και η γυναίκα κάθισε, στρώνοντας προσεκτικά τις μεταξωτές φούστες της. «Χρησιμοποιείς όπως σε βολεύει την επικράτειά μου», είπε.
«Την επικράτειά σου;» είπε ο Μπα’άλζαμον. «Τη διεκδικείς για δική σου λοιπόν; Δεν υπηρετείς πια τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους;» Το σκοτάδι γύρω του πύκνωσε για μια στιγμή, στροβιλίστηκε.
«Τον υπηρετώ», είπε εκείνη γρήγορα. «Υπηρετώ τον Άρχοντα του Λυκόφωτος εδώ και πολύ καιρό. Ήμουν φυλακισμένη για ένα μεγάλο διάστημα για τις υπηρεσίες μου, σε έναν ατέλειωτο ύπνο, δίχως όνειρα. Μόνο οι Φαιοί Άνθρωποι και οι Μυρντράαλ αποκλείονται από τα όνειρα. Ακόμα και οι Τρόλοκ μπορούν και ονειρεύονται. Τα όνειρα ήταν ανέκαθεν δικά μου, για να τα χρησιμοποιώ και να βαδίζω μέσα τους. Τώρα, είμαι πάλι ελεύθερη και θα χρησιμοποιήσω ό,τι είναι δικό μου».
«Ό,τι είναι δικό σου», είπε ο Μπα’άλζαμον. Η μαυρίλα που στριφογυρνούσε ολόγυρά του έμοιαζε να χαμογελά. «Πάντα θεωρούσες τον εαυτό σου ανώτερο από όσο ήταν, Λανφίαρ».
Το όνομα τρύπησε το μυαλό του Πέριν σαν φρεσκοακονισμένο μαχαίρι. Ένας από τους Αποδιωγμένους είχε έρθει στα όνειρά του. Η Μουαραίν είχε δίκιο. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ελευθερωθεί.
Η λευκοντυμένη γυναίκα είχε σηκωθεί όρθια και ο θρόνος της είχε χαθεί. «Είμαι όσο σπουδαία είμαι. Πού κατέληξαν τα δικά σου σχέδια; Τρεις χιλιάδες χρόνια πέρασαν και εξακολουθείς να ψιθυρίζεις σε αυτιά και να κινείς τα νήματα ενθρονισμένων μαριονέτων, σαν τις Άες Σεντάι!» Η φωνή της πρόφερε τούτες τις λέξεις με κάθε καταφρόνια. «Τρεις χιλιάδες χρόνια κι όμως ο Λουζ Θέριν πάλι περπατά στον κόσμο και αυτές οι Άες Σεντάι τον έχουν σχεδόν δέσει στο λουρί τους. Μπορείς να τον ελέγξεις; Μπορείς να τον παρασύρεις; Ήταν δικός μου, πριν τον δει εκείνη η άτιμη η Ιλυένα, με τα μαλλιά σαν σανό! Θα ξαναγίνει δικός μου!»
«Είσαι αφέντρα του εαυτού σου τώρα, Λανφίαρ;» Η φωνή του Μπα’άλζαμον ήταν μαλακή, αλλά οι φλόγες μαίνονταν συνεχώς στα μάτια και το στόμα του. «Πάτησες του όρκους σου στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους;» Για μια στιγμή, το σκοτάδι σχεδόν τον τύλιξε και φαίνονταν μόνο οι λαμπερές φωτιές. «Δεν μπορείς να τους σπάσεις τόσο εύκολα, όσο εύκολο ήταν να εγκαταλείψεις τους όρκους που έδωσες στο Φως, διακηρύσσοντας την πίστη σου στον καινούριο αφέντη σου στην Αίθουσα των Υπηρετών. Ο αφέντης σου σε κατέχει παντοτινά, Λανφίαρ. Θα τον υπηρετήσεις, ή θα διαλέξεις μια αιωνιότητα πόνου, ατέλειωτου θανάτου, δίχως λύτρωση;»
«Υπηρετώ». Παρά τα λόγια της, στεκόταν ψηλή, αγέρωχη. «Υπηρετώ τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους και κανέναν άλλο. Παντοτινά!»
Η πελώρια σειρά με τους καθρέφτες άρχισε να εξαφανίζεται, σαν να την έπινε ένα μαύρο κύμα που πλησίαζε στο κέντρο. Η πλημμύρα κατάπιε τον Μπα’άλζαμον και τη Λανφίαρ. Έμεινε μονάχα σκοτάδι.
Ο Πέριν ένιωσε τον Άλτη να κινείται και με μεγάλη χαρά τον ακολούθησε, ενώ τον οδηγούσε μόνο η αίσθηση του τριχώματος στο χέρι του. Μόνο όταν κουνήθηκε, συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να το κάνει. Προσπάθησε να ξεδιαλύνει αυτό που είχε δει, χωρίς να τα καταφέρνει. Ο Μπα’άλζαμον και η Λανφίαρ. Ένιωθε τη γλώσσα του κατάξερη. Για κάποιον λόγο, η Λανφίαρ τον τρόμαζε περισσότερο από τον Μπα’άλζαμον. Ίσως επειδή είχε βρεθεί στα όνειρά του τότε, στο βουνό. Φως μου! Μια Αποδιωγμένη στα όνειρά μου! Φως μου! Και αν δεν του είχε διαφύγει κάτι, η Λανφίαρ είχε αψηφήσει τον Σκοτεινό. Του είχαν πει και του είχαν μάθει ότι η Σκιά δεν είχε εξουσία πάνω σου, αν την αρνιόσουν μα πώς μπορούσε ένας Σκοτεινόφιλος —κι όχι απλός Σκοτεινόφιλος, αλλά ένας από τους Αποδιωγμένους!― να αψηφήσει τη Σκιά; Θα πρέπει να τρελάθηκαν, σαν τον αδερφό τον Σίμιον. Τούτα τα όνειρα με τρέλαναν!
Το σκοτάδι ξανάγινε αργά ομίχλη και η ομίχλη σταδιακά αραίωσε, ώσπου ο Πέριν βγήκε με τον Άλτη σε μια χλοερή λοφοπλαγιά, που έλαμπε στη λιακάδα. Τα πουλιά κελαηδούσαν από ένα σύδεντρο στα ριζά του λόφου. Ο Πέριν κοίταξε πίσω. Μια πεδιάδα όλο λόφους, με αραιές συστάδες δέντρων, απλωνόταν ως τον ορίζοντα. Πουθενά δεν φαινόταν ούτε ίχνος ομίχλης. Ο μεγαλόσωμος, ταλαιπωρημένος λύκος στεκόταν και τον κοίταζε.
«Τι ήταν αυτό;» ζήτησε να μάθει ο Πέριν, παλεύοντας με το νου του ώστε να μετατρέψει την ερώτηση σε σκέψεις που θα καταλάβαινε ο λύκος. «Γιατί μου το έδειξες; Τι ήταν;»
Συναισθήματα και εικόνες πλημμύρισαν τις σκέψεις του και το μυαλό του τα έβαλε σε λέξεις. Αυτό που έπρεπε να δεις. Πρόσεχε, Νεαρέ Ταύρε. Αυτό το μέρος είναι επικίνδυνο. Να φυλάγεσαι, σαν λυκόπουλο που κυνηγάει σκαντζόχοιρο. Αυτό ακούστηκε σαν Μικρή Αγκαθωτή Πλάτη, αλλά το μυαλό του έδωσε στο ζώο το όνομα με το οποίο το γνώριζε ως άνθρωπος. Είσαι πολύ νέος, είσαι καινούριος.
«Ήταν αληθινό;»
Όλα είναι αληθινά, όσα φαίνονται κι όσα δεν φαίνονται. Αυτό έμοιαζε να είναι η μόνη απάντηση που θα του έδινε ο Άλτης.
«Άλτη, πώς βρίσκεσαι εδώ; Σε είδα να πεθαίνεις. Σε ένιωσα να πεθαίνεις!»
Όλοι είναι εδώ. Όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές που υπάρχουν, που υπήρξαν, που θα υπάρξουν. Ο Πέριν ήξερε ότι οι λύκοι δεν χαμογελούσαν, τουλάχιστον με τον τρόπο των ανθρώπων, αλλά για μια στιγμή δέχτηκε την εντύπωση ότι ο Άλτης χαμογελούσε πλατιά. Εδώ πετώ ψηλά, σαν αετός. Ο λύκος μαζεύτηκε και μετά πήδηξε ψηλά στον αέρα. Το άλμα του τον ανέβασε ψηλά, ψηλότερα, ώσπου έγινε μια κουκκίδα στον ουρανό και έστειλε μια τελευταία σκέψη. Πετάω.
Ο Πέριν τον ακολούθησε με το βλέμμα, ενώ το στόμα του έχασκε. Τα κατάφερε. Ένιωσε ξαφνικά τα μάτια του να καίνε, ξερόβηξε και σκούπισε τη μύτη του. Να δεις που θα με πιάσουν τα κλάματα, σαν κοριτσάκι. Δίχως να το σκεφτεί, κοίταξε ολόγυρα, μήπως τον είχε δει κανείς και τα πάντα άλλαξαν γοργά.
Στεκόταν σε μια ράχη, με σκιερά, ασαφή υψώματα και βυθίσματα της γης παντού γύρω του. Έμοιαζαν να σβήνουν υπερβολικά γοργά στον ορίζοντα. Από κάτω του στεκόταν ο Ραντ. Ο Ραντ κι ένας ακανόνιστος κύκλος από Μυρντράαλ, άντρες και γυναίκες, από τους οποίους το βλέμμα του έμοιαζε να γλιστρά μακριά. Κάπου στο βάθος αλυχτούσαν σκυλιά και ο Πέριν ήξερε ότι κάτι κυνηγούσαν. Ο αέρας ήταν γεμάτος από την οσμή των Μυρντράαλ και τη βρώμα του καμένου θειαφιού. Οι τρίχες του σβέρκου του ορθώθηκαν.
Ο κύκλος των Μυρντράαλ και των ανθρώπων πλησίασε τον Ραντ κι όλοι περπατούσαν σαν να ήταν κοιμισμένοι. Και ο Ραντ άρχισε να τους σκοτώνει. Σφαίρες φωτιάς πετάχτηκαν από τα χέρια του και έκαψαν δύο. Αστραπές έπεσαν από ψηλά κι έκαναν άλλους κάρβουνο. Στήλες φωτιάς, σαν λευκοπυρωμένο ατσάλι, τινάχτηκαν από τις γροθιές του και πέτυχαν άλλους. Και οι επιζήσαντες συνέχισαν να πλησιάζουν αργά, σαν να μην έβλεπε κανένας τι γινόταν. Ένας-ένας πέθαναν, ώσπου δεν απέμεινε κανείς και ο Ραντ έπεσε στα γόνατα λαχανιασμένος. Ο Πέριν δεν ήξερε αν γελούσε ή αν έκλαιγε, έμοιαζε λίγο κι από τα δύο.
Από τα υψώματα φάνηκαν μορφές ― κι άλλοι άνθρωποι που έρχονταν κι άλλοι Μυρντράαλ, με στόχο τον Ραντ.
Ο Πέριν έκανε χωνί τα χέρια μπροστά στο στόμα. «Ραντ! Ραντ, έρχονται κι άλλοι!»
Ο Ραντ σήκωσε το πρόσωπο από κει που είχε γονατίσει και γύμνωσε τα δόντια, με τον ιδρώτα να κολλά στο πρόσωπό του.
«Ραντ, έρ —!»
«Οι φλόγες να σε κάψουν!» ούρλιαξε ο Ραντ.
Φως έκαψε τα μάτια του Πέριν κι ο πόνος κατάπιε τα πάντα.
Βογκώντας, κουλουριάστηκε σαν μπάλα στο στενό κρεβάτι, ενώ το φως ακόμα έκαιγε πίσω από τα βλέφαρά του. Το στήθος του πονούσε. Το ακούμπησε και μόρφασε όταν ένιωσε ένα έγκαυμα κάτω από το πουκάμισό του, ένα σημάδι μικρό όσο μια ασημένια πένα.
Αργά, έδωσε εντολή στους μουδιασμένους μυς του να ισιώσουν τα πόδια του και ξάπλωσε ανάσκελα στη σκοτεινή καμπίνα. Στη Μουαραίν. Αυτή τη φορά πρέπει να το πω στη Μουαραίν. Θα περιμένω μόνο να φύγει ο πόνος.
Όσο, όμως, καταλάγιαζε ο πόνος, τον κατέλαβε η εξάντληση. Μόλις που πρόλαβε να σκεφτεί ότι έπρεπε να σηκωθεί και ύστερα ο ύπνος τον παρέσυρε ξανά.
Όταν ξανάνοιξε τα μάτια, ήταν ξαπλωμένος και κοίταζε τα καδρόνια από πάνω του. Το φως που έμπαινε από την πάνω και την κάτω χαραμάδα της πόρτας σήμαινε ότι είχε ξημερώσει. Αγγιξε το στήθος του, για να βεβαιωθεί ότι το είχε φανταστεί, ότι το είχε φανταστεί με τόση αληθοφάνεια, ώστε είχε νιώσει ένα έγκαυμα...
Τα δάχτυλά του βρήκαν το έγκαυμα. Δεν το φαντάστηκα, λοιπόν. Είχε αμυδρές αναμνήσεις κι από άλλα όνειρα, που ξεθώριαζαν την ίδια στιγμή που τις ξανάφερνε στο νου. Συνηθισμένα όνειρα. Ένιωθε ότι είχε κοιμηθεί ήσυχα όλη τη νύχτα. Και θα ήθελα να ξανακοιμηθώ τώρα. Αλλά αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να κοιμηθεί. Αρκεί, βέβαια, να μην υπάρχουν λύκοι ολόγυρα.
Θυμήθηκε ότι είχε πάρει μια απόφαση σε εκείνο το σύντομο ξύπνημα μετά το όνειρο με τον Άλτη και ύστερα από μια στιγμή έκρινε ότι ήταν μια σωστή απόφαση.
Για να βρει τη Μουαραίν αναγκάστηκε να χτυπήσει πέντε πόρτες και να τον βρίσουν δύο φορές ― σε δύο καμπίνες, οι ιδιοκτήτες είχαν ανέβει στο κατάστρωμα. Η Άες Σεντάι ήταν ντυμένη κι έτοιμη, αλλά καθόταν σταυροπόδι σε ένα από τα στενά κρεβάτια και διάβαζε με το φανάρι τις σημειώσεις που κρατούσε στο βιβλίο της. Ο Πέριν πρόσεξε ότι το βιβλίο ήταν γυρισμένο στην αρχή, σε σημειώσεις που πρέπει να είχαν γίνει πριν καν η Μουαραίν έρθει στο Πεδίο του Έμοντ. Τα πράγματα του Λαν ήταν ακουμπισμένα με τάξη στο άλλο κρεβάτι.
«Είδα ένα όνειρο», της είπε και συνέχισε για να το εξιστορήσει. Ολόκληρο. Σήκωσε, μάλιστα, το πουκάμισό του για να δείξει το μικρό, κόκκινο κύκλο στο στήθος του, από τον οποίο έφευγαν ακτινωτά τρεμουλιαστές, κόκκινες γραμμές. Της είχε κρατήσει πράγματα κρυφά άλλοτε και υποψιαζόταν ότι θα το ξανάκανε, αλλά αυτό, ίσως, ήταν τόσο σημαντικό που δεν έπρεπε να αποσιωπήσει τίποτα. Το πιο μικρό κομμάτι του ψαλιδιού είναι η βίδα και είναι το εξάρτημα που κατασκευάζεται πιο εύκολα, αλλά χωρίς αυτήν το ψαλίδι δεν μπορεί να κόψει το ύφασμα. Όταν τελείωσε, στάθηκε εκεί περιμένοντας.
Η Μουαραίν όλη αυτή την ώρα τον κοίταζε ανέκφραστα, αν και εκείνα τα μαύρα μάτια εξέταζαν κάθε λέξη που έβγαινε από το στόμα του, τη ζύγιζαν, τη μετρούσαν, την ύψωναν στο φως. Τώρα, η Μουαραίν καθόταν στην ίδια στάση, αλλά αυτή τη φορά εξέταζε τον ίδιο τον Πέριν, τον ζύγιζε και τον ύψωνε στο φως.
«Είναι σημαντικό, λοιπόν;» απαίτησε, τελικά, να μάθει. «Νομίζω ότι ήταν από εκείνα τα λυκίσια όνειρα που μου είχες πει —είμαι σίγουρος· ακριβώς αυτό πρέπει να ήταν!― αλλά τούτο δεν σημαίνει ότι ήταν αληθινά αυτά που είδα. Μόνο που είπες ότι μπορεί κάποιοι Αποδιωγμένοι να είναι ελεύθεροι κι αυτός την αποκάλεσε Λανφίαρ και... Είναι σημαντικό, ή μήπως ήρθα για να γίνω ρεζίλι;»
«Υπάρχουν γυναίκες», είπε αυτή αργά, «που θα έβαζαν τα δυνατά τους να σε ειρηνέψουν, αν άκουγαν αυτά που μόλις άκουσα». Ένιωσε τα πνευμόνια του να παγώνουν δεν μπορούσε να ανασάνει. «Δεν σου λέω ότι μπορείς να διαβιβάσεις», συνέχισε και ο πάγος μέσα του έλιωσε, «ή έστω ότι έχεις την ικανότητα να μάθεις. Μια απόπειρα ειρηνέματος δεν θα σε έβλαπτε, με εξαίρεση την κακομεταχείριση που θα σου επιφύλασσε το Κόκκινο Άτζα, πριν καταλάβει το λάθος του. Αυτοί οι άντρες είναι τόσο σπάνιοι, που ακόμα και οι Κόκκινες, με τόσο κυνήγι, δεν βρήκαν παρά μόνο τρεις στα τελευταία δέκα χρόνια. Πριν από το ξέσπασμα των ψεύτικων Δράκων, φυσικά. Αυτό που προσπαθώ να σου ξεκαθαρίσω, είναι ότι δεν πιστεύω πως θα αρχίσεις ξαφνικά να χειρίζεσαι τη Δύναμη. Δεν έχεις τέτοιο φόβο». «Ε, λοιπόν, σε ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό», είπε αυτός πικρά. «Δεν χρειαζόταν να με κάνεις να παγώσω από το φόβο, για να μου πεις ότι δεν πρέπει να φοβάμαι!»
«Α, μα έχεις λόγο να φοβάσαι. Ή, τουλάχιστον, να προσέχεις, όπως υπέδειξε ο λύκος. Οι Κόκκινες αδελφές, ή κάποιες άλλες, μπορεί να σε σκοτώσουν, πριν ανακαλύψουν ότι δεν έχεις τίποτα μέσα σου για να το ειρηνέψουν».
«Φως μου! Το Φως να με κάψει!» Την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Πας να με σύρεις από τη μύτη, Μουαραίν, αλλά δεν είμαι μοσχαράκι και δεν έχω χαλκά στη μύτη. Το Κόκκινο Άτζα, ή κάποιο άλλο, δεν θα σκέφτονταν να με ειρηνέψει, αν δεν υπήρχε κάτι πραγματικό σε αυτά που ονειρεύτηκα. Αυτό σημαίνει ότι οι Αποδιωγμένοι είναι ελεύθεροι;»
«Σου ξανάπα ότι ίσως είναι. Μερικοί απ’ αυτούς. Τα... όνειρα σου δεν τα περίμενα καθόλου, Πέριν. Οι Ονειρεύτριες έχουν γράψει για λύκους, αλλά δεν περίμενα κάτι τέτοιο».
«Εγώ, λοιπόν, νομίζω ότι ήταν αληθινό. Νομίζω ότι είδα κάτι που συνέβη στ’ αλήθεια, κάτι που κανονικά δεν θα έβλεπα». Κάτι που πρέπει να δεις. «Νομίζω ότι αν μη τι άλλο η Λανφίαρ είναι ελεύθερη. Τι σκοπεύεις να κάνεις;»
«Θα πάω στο Ίλιαν. Και ύστερα θα πάω στο Δάκρυ και θα προσπαθήσω να φτάσω πριν από τον Ραντ. Αναγκαστήκαμε να αφήσουμε πολύ βιαστικά το Ρέμεν και ο Λαν δεν πρόλαβε να μάθει αν ο Ραντ πέρασε το ποτάμι, ή αν πήρε πλοίο για κάτω. Μάλλον, όμως, θα το μάθουμε πριν φτάσουμε στο Ίλιαν. Θα βρούμε ίχνη, αν ήρθε από αυτό το δρόμο». Έριξε μια ματιά στο βιβλίο της, σαν να ήθελε να συνεχίσει το διάβασμα.
«Αυτό είναι το μόνο που θα κάνεις; Με τη Λανφίαρ ελεύθερη και το Φως μόνο ξέρει πόσους από τους άλλους;»
«Μη με ανακρίνεις», του είπε ψυχρά. «Δεν ξέρεις τι ερωτήσεις να κάνεις και δεν θα καταλάβαινες ούτε τα μισά, αν σου απαντούσα. Που δεν θα σου απαντήσω».
Εκείνος σάλεψε τα πόδια του μπροστά στο βλέμμα της, ώσπου έγινε φανερό ότι η Μουαραίν δεν είχε να πει τίποτα άλλο πάνω σ’ αυτό το θέμα. Το πουκάμισό του έτριβε και πονούσε το κάψιμο στο στέρνο του. Δεν ήταν μεγάλο τραύμα —για πληγή από αστραπή, κάθε άλλο!― αλλά η προέλευσή του ήταν ένα διαφορετικό ζήτημα. «Ε... Θα το Θεραπεύσεις αυτό;»
«Δεν σε ταράζει πια το να χρησιμοποιούν πάνω σου τη Μία Δύναμη, Πέριν; Όχι, δεν θα το Θεραπεύσω. Δεν είναι σοβαρό και θα σου θυμίζει ότι πρέπει να προσέχεις». Να προσέχει να μην την πιέσει άλλη φορά —ήξερε ότι αυτό εννοούσε η Μουαραίν― όπως επίσης και να προσέχει τα όνειρα και να μη μιλήσει για αυτά σε άλλους. «Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο, Πέριν;»
Εκείνος κίνησε προς την πόρτα και ύστερα σταμάτησε. «Υπάρχει κάτι ακόμα. Αν ήξερες ότι το όνομα μιας γυναίκας ήταν Ζαρίν, θα έλεγες ότι δείχνει κάτι γι’ αυτήν;»
«Μα το Φως, τι θες και κάνεις τέτοια ερώτηση;»
«Είναι ένα κορίτσι», είπε αυτός αμήχανα. «Μια κοπέλα. Τη συνάντησα χθες το βράδυ. Είναι επιβάτης στο πλοίο». Θα την άφηνε να μάθει μόνη της ότι η Ζαρίν ήξερε ότι ήταν Άες Σεντάι. Και ότι πίστευε πως, ακολουθώντας τους, θα έβρισκε το Κέρας του Βαλίρ. Κανονικά, δεν θα έκρυβε κάτι που θεωρούσε σημαντικό, αλλά αν η Μουαραίν ήταν μυστικοπαθής, μπορούσε να κάνει το ίδιο κι αυτός.
«Ζαρίν. Είναι ένα όνομα από τη Σαλδαία. Καμία γυναίκα δεν θα ονόμαζε έτσι την κόρη της, αν δεν περίμενε ότι θα γινόταν λαμπρή καλλονή. Και ότι θα ράγιζε καρδιές. Γυναίκα που θα ξάπλωνε σε μαξιλάρια παλατιών, περικυκλωμένη από υπηρέτες και μνηστήρες». Χαμογέλασε φευγαλέα, αλλά με μια μεγάλη δόση ευθυμίας. «Μάλλον έχεις άλλο ένα λόγο να προσέχεις, Πέριν, αν υπάρχει μαζί μας μια επιβάτισσα με το όνομα Ζαρίν».
«Θα έχω το νου μου», της είπε. Τουλάχιστον, τώρα ήξερε γιατί της Ζαρίν δεν της άρεσε το όνομά της. Καθόλου ταιριαστό για μια Κυνηγό του Κέρατος. Αρκεί να μην αυτοαποκαλείται «γεράκι».
Όταν ανέβηκε στο κατάστρωμα, ήταν εκεί ο Λαν, που περιποιόταν τον Μαντάρμπ. Και η Ζαρίν καθόταν πάνω σε μια κουλούρα σκοινί κοντά στην κουπαστή, ακονίζοντας ένα μαχαίρι και παρατηρώντας τον. Τα μεγάλα, τριγωνικά πανιά ήταν κατεβασμένα και φούσκωναν στον αέρα. Η Χήνα τον Χιονιού κατέβαινε πετώντας το ποτάμι.
Το βλέμμα της Ζαρίν ακολούθησε τον Πέριν, καθώς αυτός την προσπερνούσε και πήγαινε να σταθεί μπροστά. Το νερό χώριζε δεξιά κι αριστερά από την πλώρη, σαν χώμα μπροστά σε ένα καλό αμόνι. Ο Πέριν αναρωτήθηκε για τα όνειρα και τους Αελίτες, για τις εικόνες της Μιν και τα γεράκια. Τον πονούσε το στήθος του. Η ζωή ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο μπερδεμένη.
Ο Ραντ ανασηκώθηκε, ξυπνώντας σχεδόν λαχανιασμένος από έναν ύπνο εξουθενωτικό. Ο μανδύας που είχε για κουβέρτα γλίστρησε δίπλα. Τον πονούσε το πλευρό του, η παλιά πληγή από το Φάλμε, που την ένιωθε να πάλλεται. Μόνο κάρβουνα είχαν απομείνει από τη φωτιά και λίγες τρεμουλιαστές φλόγες, αλλά ήταν αρκετές για να δημιουργούν σκιές που χόρευαν. Ήταν ο Πέριν. Αυτός ήταν! Ήταν αυτός, όχι όνειρο. Με κάποιον τρόπο. Παραλίγο να τον σκότωνα! Φως μου, πρέπει να προσέχω!
Τρέμοντας, σήκωσε ένα κλαδί βελανιδιάς και έκανε να το βάλει στα κάρβουνα. Τα δέντρα ήταν αραιά εδώ στους λόφους του Μουράντυ, ακόμα κοντά στον Μανεθερεντρέλε, αλλά ο Ραντ είχε βρει αρκετά πεσμένα κλαδιά για να ανάψει φωτιά, που ήταν όσο ξερά χρειαζόταν, χωρίς να έχουν σαπίσει. Πριν το ξύλο ακουμπήσει τα κάρβουνα, ο Ραντ σταμάτησε. Έρχονταν άλογα, δέκα ή δώδεκα, αργά. Πρέπει να προσέχω. Δεν μπορώ να κάνω κι άλλο λάθος.
Τα άλογα έστριψαν και πλησίασαν τη μισοσβησμένη φωτιά του, ήρθαν στο αμυδρό φως της και στάθηκαν. Οι σκιές έκρυβαν τους αναβάτες, αλλά οι περισσότεροι έμοιαζαν να είναι αγριοπρόσωποι άντρες, που φορούσαν στρογγυλά κράνη και μακριά, δερμάτινα γιλέκα με ραμμένους μεταλλικούς δίσκους, σαν λέπια. Υπήρχε και μια καβαλάρισσα, με γκρίζα μαλλιά και αυστηρό πρόσωπο. Το σκούρο φόρεμά της ήταν από απλό μαλλί αλλά εξαιρετικής ύφανσης, στολισμένο με μια ασημένια καρφίτσα, που απεικόνιζε ένα λιοντάρι. Του Ραντ του φάνηκε ότι ήταν έμπορος· είχε δει κι άλλους σαν κι αυτήν, μεταξύ εκείνων που έρχονταν να αγοράσουν ταμπάκ και μαλλί στους Δύο Ποταμούς. Μια έμπορος με τους φρουρούς της.
Πρέπει να προσέχω, σκέφτηκε καθώς σηκωνόταν. Όχι λάθη.
«Διάλεξες καλό μέρος για να στρατοπεδεύσεις, νεαρέ μου», του είπε εκείνη. «Συχνά το χρησιμοποιώ κι εγώ, πηγαίνοντας προς το Ρέμεν. Έχει μια πηγή εδώ κοντά. Σε πειράζει να τη μοιραστούμε;» Οι φρουροί της ήδη ξεπέζευαν, ισιώνοντας τις ζώνες των σπαθιών τους και χαλαρώνοντας τις ίγγλες.
«Καθόλου», της είπε ο Ραντ. Πρόσεχε. Με δύο βήματα πλησίασε αρκετά και τότε έκανε ένα άλμα στον αέρα, στριφογυρνώντας ― Χνούδι που Αιωρείται στον Αέρα― στο χέρι τη λεπίδα με το σήμα του ερωδιού, την οποία είχε σμιλέψει από φωτιά, για να της κόψει το κεφάλι πριν προλάβει καν η έκπληξη να ζωγραφιστεί στο πρόσωπό της. Αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη.
Ίσιωσε το κορμί, καθώς το κεφάλι της γυναίκας κατρακυλούσε στα καπούλια του αλόγου. Οι φρουροί έβαλαν τις φωνές και έπιασαν τα σπαθιά τους, αλλά ούρλιαξαν όταν κατάλαβαν ότι η λεπίδα του έκαιγε. Ο Ραντ χόρεψε ανάμεσά τους με τις στάσεις που του είχε διδάξει ο Λαν και ήξερε ότι θα είχε σκοτώσει και τους δέκα με φυσιολογικό σπαθί, αλλά η λεπίδα που κράδαινε ήταν κομμάτι του εαυτού του. Σωριάστηκε κάτω και ο τελευταίος και όλα αυτά έμοιαζαν τόσο με μια απλή εξάσκηση, που είχε αρχίσει να θηκαρώνει το σπαθί, με την κίνηση που λεγόταν το Δίπλωμα της Βεντάλιας, όταν θυμήθηκε ότι δεν φορούσε θηκάρι και ότι, αν φορούσε, θα το είχε κάνει στάχτη η λεπίδα του.
Αφησε το σπαθί να εξαφανιστεί και γύρισε να κοιτάξει τα άλογα. Τα περισσότερα το είχαν σκάσει, αλλά μερικά είχαν πάει απλώς λίγο πιο πέρα, ενώ το ψηλό μουνούχο της γυναίκας στεκόταν στριφογυρίζοντας τα μάτια και χλιμιντρίζοντας ταραγμένο. Το ακέφαλο πτώμα της, που κείτονταν στο χώμα, δεν είχε αφήσει από τη λαβή του τα γκέμια, κρατώντας χαμηλωμένο το κεφάλι του ζώου.
Ο Ραντ το ελευθέρωσε και στάθηκε μόνο για να μαζέψει τα λίγα πράγματά του, πριν ανέβει στη σέλα. Πρέπει να προσέχω, σκέφτηκε κοιτάζοντας τους νεκρούς. Όχι λάθη.
Ακόμα τον γέμιζε η Δύναμη, η ροή από το σαϊντίν, που ήταν γλυκύτερη από μέλι και πιο βρωμερή από σάπιο κρέας. Ξαφνικά διαβίβασε ― δεν καταλάβαινε τι ακριβώς έκανε και πώς το έκανε, απλώς του φαινόταν σωστό· και κατάφερε να σηκώσει τα πτώματα. Τα παράταξε σε μια σειρά αντικριστά του, γονατιστά, με τα πρόσωπα στο χώμα. Όσα είχαν πρόσωπο. Να γονατίζουν μπροστά του.
«Αν είμαι πράγματι ο Αναγεννημένος Δράκοντας», τους είπε, «έτσι δεν πρέπει να κάνετε;» Του ήταν δύσκολο να αφήσει το σαϊντίν, αλλά το άφησε. Αν το κρατήσω πάρα πολύ, πώς θα σταματήσω την τρέλα; Γέλασε πικρά. Ή μήπως είναι πολύ αργά γι αυτό;
Ένωσε τα φρύδια και κοίταξε τη σειρά. Ήταν βέβαιος ότι ήταν μόνο δέκα άντρες, αλλά σε εκείνη τη σειρά ήταν γονατιστοί έντεκα ― ο ένας δίχως αρματωσιά, που όμως έσφιγγε ένα εγχειρίδιο στο χέρι.
«Λάθος παρέα διάλεξες», του είπε ο Ραντ.
Έστριψε το άλογο, το σπιρούνισε με τις φτέρνες του και το έκανε να ξεκινήσει ένα γοργό καλπασμό μέσα στη νύχτα. Είχε ακόμα πολύ δρόμο για το Δάκρυ, αλλά ήθελε να πάει εκεί από την πιο σύντομη διαδρομή, ακόμα κι αν έτσι αναγκαζόταν να σκοτώσει άλογα στο τρέξιμο, ή να τα κλέψει. Θα βάλω ένα τέλος σε αυτό. Στο χλευασμό. Στην κοροϊδία. Θα δώσω τέλος! Το Καλαντόρ. Τον καλούσε.