Με την άκρη του ματιού της, η Νυνάβε πίστεψε ότι είχε δει φευγαλέα έναν άντρα με κοκκινωπά μαλλιά και έναν καφέ μανδύα που ανέμιζε, αρκετά πιο πέρα στον ηλιόλουστο δρόμο. Όταν, όμως, γύρισε για να τον κοιτάξει κάτω από το πλατύ γείσο του γαλάζιου, ψάθινου καπέλου που της είχε δώσει η Αϊλχουίν, μια βοϊδάμαξα είχε μπει ανάμεσά τους. Όταν η άμαξα προχώρησε, ο άντρας δεν φαινόταν πουθενά. Η Νυνάβε ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είχε δει μια ξύλινη θήκη φλάουτου στη ράχη του και τα ρούχα του ήταν σίγουρα από αλλού και όχι από το Δάκρυ. Δεν μπορεί να ήταν ο Ραντ. Το ότι συνεχώς τον ονειρεύομαι, δεν σημαίνει ότι θα έρθει τόσο δρόμο από την Πεδιάδα τον Άλμοθ.
Ένας από τους ξυπόλητους άντρες που έτρεχαν γύρω της, ο οποίος κουβαλούσε ένα καλάθι στη ράχη απ’ όπου ξεπρόβαλλαν οι όμοιες με δρεπάνια ουρές δώδεκα μεγάλων ψαριών, ξαφνικά σκόνταψε και τα ασημόχρωμα ψάρια πετάχτηκαν πάνω από το κεφάλι του, καθώς έπεφτε. Βρέθηκε πεσμένος στα χέρια και στα πόδια μέσα στη λάσπη, κοιτάζοντας τα ψάρια που είχαν χυθεί από το καλάθι του. Όλα τα μακριά, γυαλιστερά ψάρια στέκονταν όρθια, με τις μύτες καρφωμένες στη λάσπη, σχηματίζοντας έναν τέλειο κύκλο. Ακόμα και μερικοί περαστικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ο άντρας σηκώθηκε αργά όρθιος, χωρίς να έχει συναίσθηση, απ’ ό,τι φαινόταν, της λάσπης πάνω του. Κατέβασε το καλάθι από την πλάτη του και άρχισε να μαζεύει τα ψάρια, κουνώντας το κεφάλι και μουρμουρίζοντας.
Η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά είχε δουλειά με ένα βοϊδομούρη κλέφτη, ο οποίος τη χάζευε από την πόρτα του καταστήματός του, που ήταν γεμάτο ματωμένα κομμάτια κρέας, κρεμασμένα σε γάντζους πίσω του. Τράβηξε την πλεξούδα της και στύλωσε το βλέμμα της πάνω του.
«Πολύ καλά», είπε κοφτά, «θα τα πάρω, αλλά με τέτοιες τιμές για τόσο κακοκομμένο κρέας, δεν θα ξανάρθω στο μαγαζί σου».
Εκείνος σήκωσε νωθρά τους ώμους καθώς έπαιρνε τα νομίσματά της και ύστερα τύλιξε το παχύ, αρνίσιο κρέας σε ένα κομμάτι ύφασμα, που έβγαλε η Νυνάβε από το καλάθι που είχε κρεμάσει στον αγκώνα της. Αυτή, όπως έβαζε το τυλιγμένο κρέας στο καλάθι, τον αγριοκοίταξε, αλλά αυτός δεν φάνηκε να αντιδρά.
Στριφογύρισε επιτόπου για να φύγει... και παραλίγο να πέσει. Ακόμα δεν είχε συνηθίσει τα ξυλοπέδιλα· όλο κολλούσαν στη λάσπη, δεν καταλάβαινε πώς οι άλλοι κατάφερναν και τα φορούσαν. Έλπιζε ότι ο ήλιος δεν θα αργούσε να στεγνώσει το έδαφος, αλλά είχε την αίσθηση ότι η λάσπη ήταν σχεδόν μόνιμη στο Μάουλε.
Με προσεκτικά βήματα, ξεκίνησε να γυρίσει στο σπίτι της Αϊλχουίν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της. Οι τιμές για όλα ήταν εξωφρενικές, η ποιότητα αναπόφευκτα κακή και σχεδόν κανείς δεν φαινόταν να νοιάζεται, ούτε εκείνοι που αγόραζαν, ούτε οι άλλοι που πουλούσαν. Ένιωσε ανακούφιση όταν προσπέρασε μια γυναίκα, που είχε βάλει τις φωνές σε έναν καταστηματάρχη κρατώντας από ένα χτυπημένο, κοκκινοκίτρινο φρούτο —η Νυνάβε δεν ήξερε τι ήταν εδώ πέρα υπήρχαν πολλά φρούτα και λαχανικά που της ήταν άγνωστα― σε κάθε χέρι και ζητώντας απ’ όλους να δουν τι σκουπίδια πουλούσε ο άνθρωπος, αλλά ο μανάβης απλώς την κοίταζε κουρασμένα και δεν έκανε καν τον κόπο να τσακωθεί μαζί της.
Η Νυνάβε ήξερε ότι υπήρχε κάποια εξήγηση για τις τιμές —η Ηλαίην της είχε εξηγήσει για τα δημητριακά, τα οποία έτρωγαν τα ποντίκια στις αποθήκες, επειδή κανένας στην Καιρχίν δεν τα αγόραζε και ότι το εμπόριο δημητριακών με την Καιρχίν είχε αυξηθεί πολύ μετά τον Πόλεμο των Αελιτών― αλλά τίποτα δεν δικαιολογούσε τον τρόπο που όλοι έμοιαζαν έτοιμοι να σηκώσουν τα χέρια και να πεθάνουν. Είχε δει το χαλάζι να καταστρέφει τα σπαρτά στους Δύο Ποταμούς, τις ακρίδες να τα τρώνε, τη μελανόγλωσσα να θερίζει τα πρόβατα, την ερυθροστικτίαση να μαραίνει το ταμπάκ και να μην αφήνει τίποτα για να πουλήσουν στους εμπόρους που έρχονταν από το Μπάερλον. Θυμόταν δύο χρονιές στη σειρά, που δεν είχαν να φάνε σχεδόν τίποτα, εκτός από γογγυλόσουπα και κριθάρι και οι κυνηγοί ήταν τυχεροί όταν έφερναν σπίτι κανέναν κοκαλιάρικο λαγό
- αλλά οι άνθρωποι στους Δύο Ποταμούς, όταν έπεφταν, σηκώνονταν και ξανάπιαναν τη δουλειά τους. Αυτός ο κόσμος εδώ είχε μονάχα μια κακή χρονιά και η αλιεία και το υπόλοιπο εμπόριο έμοιαζαν να ακμάζουν. Δεν μπορούσε να δείξει υπομονή απέναντι τους. Ήταν παράξενοι άνθρωποι, με παράξενους τρόπους και συμπεριφορά, που αυτή τη θεωρούσε δουλική, ενώ εκείνοι την είχαν για συνηθισμένη
- ακόμα και η Αϊλχουίν και ο Σάνταρ. Λίγη υπομονή θα έπρεπε να κάνει μαζί τους, σίγουρα αυτό δεν της ήταν αδύνατο.
Αν το κάνω γι αυτούς, γιατί όχι και για την Εγκουέν; Αφησε τη σκέψη κατά μέρος. Το παιδί φερόταν ελεεινά, ξεσπούσε με τις πιο προφανείς υποδείξεις, έφερνε αντιρρήσεις στις πιο λογικές ιδέες. Ακόμα κι όταν ήταν φανερό τι έπρεπε να κάνουν, η Εγκουέν ήθελε να πειστεί. Η Νυνάβε δεν ήταν συνηθισμένη σε αυτό, να πρέπει να πείσει τον άλλο και ειδικά εκείνους στους οποίους κάποτε άλλαζε τις φασκιές. Το γεγονός ότι ήταν μονάχα επτά χρόνια μεγαλύτερη από την Εγκουέν εδώ δεν έπαιζε ρόλο.
Είναι αυτά τα άσχημα όνειρα, σκέφτηκε. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνουν και τώρα τα βλέπουμε κι εγώ και η Ηλαίην και δεν ξέρω ούτε κι αυτό τι σημαίνει και ο Σάνταρ δεν λέει τίποτα, παρά μόνο ότι ακόμα ψάχνει και είμαι τόσο μπερδεμένη που... μου έρχεται να φτύσω! Τράβηξε την πλεξούδα της τόσο δυνατά, που πόνεσε. Τουλάχιστον, είχε κατορθώσει να πείσει την Εγκουέν να μην ξαναχρησιμοποιήσει το τερ’ανγκριάλ, να το ξαναβάλει στο πουγκί της, αντί να το φορά συνεχώς κατάσαρκα. Αν το Μαύρο Άτζα ήταν στον Τελ’αράν’ριοντ... Δεν ήθελε ούτε να σκεφτεί αυτό το ενδεχόμενο. Θα τις βρούμε!
«Θα τις τσακίσω», μουρμούρισε. «Πήγαν να με πουλήσουν, σαν πρόβατο! Με κυνήγησαν, λες και ήμουν ζώο! Αυτή τη φορά είμαι ο κυνηγός, όχι το κουνέλι! Αυτή η Μουαραίν! Αν δεν είχε πατήσει πόδι στο Πεδίο του Έμοντ, θα είχα διδάξει αρκετά την Εγκουέν. Και τον Ραντ... Θα μπορούσα... Θα μπορούσα να κάνω κάτι». Ήξερε ότι δεν ήταν αλήθεια, αλλά αυτό κάθε άλλο παρά τη βοηθούσε· αντίθετα, χειροτέρευε τα πράγματα. Μισούσε τη Μουαραίν, σχεδόν όσο μισούσε τη Λίαντριν και το Μαύρο Άτζα, ίσως όσο μισούσε τους Σωντσάν.
Έστριψε τη γωνία και ο Τζούιλιν Σάνταρ αναγκάστηκε να πηδήξει στο πλάι για να μην τον τσαλαπατήσει. Παρ’ όλο που τα είχε συνηθίσει, παραλίγο να σκοντάψει στα ίδια του τα ξυλοπέδιλα και μόνο το ραβδί του τον βοήθησε να μην πέσει κατάμουτρα στη λάσπη. Η Νυνάβε είχε μάθει ότι εκείνο το ανοιχτόχρωμο, αρθρωτό ξύλο λεγόταν μπαμπού και ότι ήταν πιο γερό απ’ όσο έδειχνε.
«Κυρά —ε― κυρά Μαρυίμ», είπε ο Σάνταρ, ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του. «Έψαχνα να... να σε βρω». Της άστραψε ένα νευρικό χαμόγελο. «Είσαι θυμωμένη; Γιατί με κοιτάζεις έτσι, με τα φρύδια σμιγμένα;»
Εκείνη άγγιξε το μέτωπό της. «Δεν σε κοιτάζω έτσι, αφέντη Σάνταρ. Ο χασάπης... Δεν έχει σημασία. Γιατί με έψαχνες;» Της κόπηκε η ανάσα. «Τις βρήκες;»
Εκείνος κοίταξε ολόγυρα, σαν να υποψιαζόταν τους περαστικούς ότι έστηναν αυτί. «Ναι. Ναι, πρέπει να έρθεις μαζί μου στο σπίτι. Οι άλλες περιμένουν. Οι άλλες. Και η Μητέρα Γκουένα».
«Γιατί είσαι τόσο νευρικός; Δεν φαντάζομαι να αποκάλυψες ότι τις ψάχνεις;» είπε απότομα. «Τι σε φόβισε;»
«Όχι! Όχι, κυρά. Δεν... δεν φανερώθηκα». Το βλέμμα του στράφηκε νευρικά πάλι εδώ κι εκεί, πλησίασε πιο κοντά και η φωνή του έγινε ένας βραχνός, βιαστικός ψίθυρος. «Αυτές οι γυναίκες που ψάχνεις είναι στην Πέτρα! Καλεσμένες ενός Υψηλού Άρχοντα! Του Υψηλού Άρχοντα Σάμον! Γιατί είπες ότι είναι κλέφτρες; Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον!» είπε με ψιλή φωνή. Το πρόσωπό του είχε ιδρώσει.
Μέσα στην Πέτρα! Με έναν Υψηλό Άρχοντα! Φως μου, πώς θα ης πλησιάσουμε τώρα; Έπνιξε με κάποια δυσκολία την ανυπομονησία της. «Ησύχασε», είπε με φωνή πραϋντική. «Ηρέμησε, αφέντη Σάνταρ. Μπορούμε να εξηγήσουμε τα πάντα και να σου λύσουμε κάθε απορία». Έτσι ελπίζω. Φως μου, αν τρέξει στην Πέτρα για να πει σε αυτόν τον Υψηλό Άρχοντα ότι τις ψάχνουμε... «Έλα μαζί μου στο σπίτι της Μητέρας Γκουένα. Η Τζόσλυν, η Καρύλα κι εγώ θα σου τα εξηγήσουμε όλα. Πραγματικά. Έλα».
Εκείνος έκανε ένα κοφτό, ταραγμένο νεύμα με το κεφάλι και προχώρησε δίπλα της, βραδύνοντας το βήμα για να τον προφταίνει εκείνη με τα ξυλοπέδιλά της. Έδειχνε σαν να ήθελε να το βάλει στα πόδια.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της Σοφής Γυναίκας, η Νυνάβε έτρεξε στην πίσω πλευρά. Είχε δει ότι κανένας δεν χρησιμοποιούσε την μπροστινή πόρτα, ούτε και η ίδια η Μητέρα Γκουένα. Τα άλογα ήταν δεμένα σε ένα κάγκελο από μπαμπού —μακριά από τις καινούριες συκιές της Αϊλχουίν και, επίσης, μακριά από τα ζαρζαβατικά της― ενώ οι σέλες και τα χάμουρά τους ήταν φυλαγμένα μέσα. Αυτή τη φορά δεν σταμάτησε για να χαϊδέψει τη μύτη του Γκαϊντίν και να του πει ότι ήταν καλό αγόρι και πολύ πιο μυαλωμένο από το συνονόματό του. Ο Σάνταρ σταμάτησε για να ξύσει τη λάσπη από τα ξυλοπέδιλά του με την άκρη του ραβδιού του, αλλά η Νυνάβε έτρεξε μέσα.
Η Αϊλχουίν Γκουένα καθόταν σε μια από τις καρέκλες της με την ψηλή ράχη, την οποία είχε φέρει στο δωμάτιο, με τα χέρια να κρέμονται στα πλευρά. Τα μάτια της γκριζομάλλας γυναίκας ήταν διάπλατα ανοιγμένα από θυμό και φόβο και πάλευε μανιασμένα μέσα της, δίχως να κουνά ούτε μυ. Η Νυνάβε δεν χρειάστηκε να νιώσει το αδιόρατο πλέξιμο του Αέρα για να καταλάβει τι είχε συμβεί. Φως μου, μας βρήκαν! Που να καείς, Σάνταρ!
Την κατέκλυσε οργή, που παρέσυρε τα τείχη μέσα της, τα οποία συνήθως την κρατούσαν μακριά από τη Δύναμη και καθώς το καλάθι έπεφτε από τα χέρια της, η Νυνάβε έγινε ένα άσπρο μπουμπούκι σε μια μαύρη, αγκαθωτή βάτο, που άνοιγε για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, που άνοιγε... Ήταν σαν να είχε πέσει σε άλλο έναν τοίχο, έναν τοίχο από διάφανο γυαλί· ένιωθε την Αληθινή Πηγή, αλλά ο τοίχος σταματούσε τα πάντα, εκτός από τον πόνο που ένιωθε θέλοντας να τη γεμίσει η Μία Δύναμη.
Το καλάθι έπεσε στο πάτωμα και καθώς αναπηδούσε, η πόρτα πίσω της άνοιξε και μπήκε μέσα η Λίαντριν, ακολουθούμενη από τη μελαχρινή γυναίκα με τη λευκή πινελιά πάνω από το αριστερό αυτί της. Φορούσαν μακριά, χρωματιστά, μεταξωτά φορέματα, ραμμένα έτσι ώστε να αποκαλύπτουν τους ώμους τους και τις κύκλωνε η λάμψη του σαϊντάρ.
Η Λίαντριν ίσιωσε το κόκκινο φόρεμά της και χαμογέλασε με το γκρινιάρικο, τριανταφυλλένιο στόμα της. Το κουκλίστικο πρόσωπό της έδειχνε ότι διασκέδαζε. «Μα δεν βλέπεις, αδέσποτη», άρχισε να λέει, «ότι δεν μπορείς να —»
Η Νυνάβε τη χτύπησε στο στόμα όσο πιο δυνατά μπορούσε. Φως μου, πρέπει να το σκάσω. Έριξε μια ανάποδη στη Ριάνα, τόσο δυνατά που η μελαχρινή γυναίκα έπεσε στο σκεπασμένο με μετάξι πισινό της, αφήνοντας ένα μουγκρητό. Πρέπει να έπιασαν και τις άλλες, αλλά αν προφτάσω να βγω από την πόρτα, αν φτάσω αρκετά μακριά ώστε να μην μπορούν να με αποκόψουν, θα μπορέσω να κάνω κάτι. Έσπρωξε με δύναμη τη Λίαντριν μακριά από την πόρτα. Μόνο να ξεφύγω από την αποκοπή και θα...
Δέχτηκε χτυπήματα απ’ όλες τις μεριές, σαν να ήταν από γροθιές και ραβδιά, που έπεφταν πάνω της βροχή. Ούτε η Λίαντριν είχε σηκώσει το χέρι της, καθώς το αίμα έτρεχε στάλα-στάλα από την άκρη του στόματός της, το οποίο τώρα είχε μια βλοσυρή έκφραση, ούτε η Ριάνα, που τα μαλλιά της είχαν το ίδιο χάλι με το πράσινο φόρεμά της. Η Νυνάβε ένιωσε τις ροές του Αέρα να υφαίνονται ολόγυρά της, ακριβώς όπως ένιωθε και τα ίδια τα χτυπήματα. Ακόμα πάλευε να φτάσει την πόρτα, αλλά συνειδητοποίησε ότι είχε γονατίσει τώρα και τα αθέατα χτυπήματα δεν είχαν τελειωμό ― όλα αυτά τα αόρατα ραβδιά και οι γροθιές, που χτυπούσαν την πλάτη και το στομάχι της, το κεφάλι και τους γοφούς της, τους ώμους, τα στήθη, τα πόδια, το κεφάλι της δεν έλεγαν να σταματήσουν. Βογκώντας, έπεσε στο πλευρό και κουλουριάστηκε, έγινε μπάλα, προσπαθώντας να προφυλαχτεί. Αχ, Φως μου, προσπάθησα. Εγκουέν! Ηλαίην! Δεν θα φωνάξω! Που να καείτε, σκοτώστε με στο ξύλο, αλλά δεν θα φωνάξω!
Τα χτυπήματα σταμάτησαν, αλλά η Νυνάβε δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. Ένιωθε μελανιασμένη και καταχτυπημένη, από την κορφή ως τα νύχια.
Η Λίαντριν γονάτισε πλάι της, με τα χέρια γύρω από τα γόνατά της, με το μετάξι να θροΐζει πάνω σε μετάξι. Είχε σκουπίσει το αίμα από το στόμα της. Τα μαύρα μάτια της είχαν ένα σκληρό βλέμμα και τώρα το πρόσωπό της δεν έδειχνε ίχνος κεφιού. «Ίσως να είσαι τόσο ανόητη, που να μην καταλαβαίνεις πότε ηττήθηκες, αδέσποτη. Πολέμησες σχεδόν εξίσου άγρια με την άλλη ανόητη, εκείνη την Εγκουέν. Παραλίγο να τρελαινόταν. Όλες πρέπει να μάθετε να υποτάσσεστε. Όλες θα μάθετε να υποτάσσεστε».
Η Νυνάβε ρίγησε και ανοίχτηκε πάλι προς το σαϊντάρ. Όχι ότι είχε πραγματικά κάποια ελπίδα, αλλά κάτι έπρεπε να κάνει. Πεισματικά, μέσα στον πόνο της, ανοίχτηκε... και έπεσε σε εκείνο τον αόρατο φραγμό. Τώρα, τα μάτια της Λίαντριν έδειχναν πάλι ότι το διασκέδαζε, με τη σκοτεινή απόλαυση ενός απαίσιου παιδιού, που ξεριζώνει τα φτερά από μύγες.
«Αυτήν, πάντως, δεν τη χρειαζόμαστε», είπε η Ριάνα, δίπλα από την Αϊλχουίν. «Θα σταματήσω την καρδιά της». Τα μάτια της Αϊλχουίν γούρλωσαν τόσο, που έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από το κρανίο της.
«Όχι!» Οι κοντές, μελιές κοτσίδες της Λίαντριν τινάχτηκαν καθώς γυρνούσε απότομα το κεφάλι. «Πάντα σπεύδεις να σκοτώσεις και μονάχα ο Μέγας Άρχοντας μπορεί να χρησιμοποιήσει τους νεκρούς». Χαμογέλασε προς τη γυναίκα, που ήταν δεμένη στην καρέκλα με αόρατα δεσμά. «Είδες τους στρατιώτες που ήρθαν μαζί εμάς, γριά. Ξέρεις ποιος μας περιμένει στο Δάκρυ. Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον δεν θα χαρεί, αν μιλήσεις γι’ αυτά που έγιναν σήμερα στο σπίτι σου. Αν κρατήσεις το στόμα σου κλειστό, θα ζήσεις, ίσως για να τον υπηρετήσεις ξανά κάποια άλλη μέρα. Αν μιλήσεις, θα υπηρετήσεις μονάχα τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους, από τον τάφο σου. Τι διαλέγεις;»
Ξαφνικά, η Αϊλχουίν μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι της. Τίναξε τις γκρίζες μπούκλες της, ανοιγοκλείνοντας το στόμα. «Θα... θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό», είπε αποθαρρυμένη και μετά κοίταξε τη Νυνάβε με μια έκφραση ντροπής και αμηχανίας. «Τι καλό θα μπορούσε να βγει με το να μιλήσω; Ένας Υψηλός Άρχοντας μπορεί να ζητήσει το κεφάλι μου υψώνοντας το φρύδι. Πώς να σε βοηθήσω, κορίτσι μου; Γίνεται;»
«Δεν πειράζει», είπε κουρασμένα η Νυνάβε. Σε ποιον θα μπορούσε να μιλήσει; Θα τη σκότωναν, αυτό είναι όλο. «Ξέρω ότι θα βοηθούσες, αν μπορούσες». Η Ριάνα έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. Η Αϊλχουίν καμπούριασε τους ώμους, έχοντας απελευθερωθεί από τα δεσμά, αλλά έμεινε εκεί καθισμένη, με το βλέμμα κατεβασμένο στα χέρια, που είχε ακουμπισμένα στα πόδια της.
Η Λίαντριν και η Ριάνα μαζί σήκωσαν όρθια τη Νυνάβε και την έσπρωξαν προς το μπροστινό μέρος του σπιτιού. «Αν κάνεις την παραμικρή φασαρία», είπε η μελαχρινή γυναίκα με σκληρή φωνή, «θα σε βάλω να γδάρεις εσύ η ίδια όλο σου το κορμί και να χορέψεις με τα κόκαλά σου».
Η Νυνάβε παραλίγο να γελάσει. Τι φασαρία να κάνω; Την είχαν αποκόψει από την Αληθινή Πηγή. Οι πληγές της την πονούσαν τόσο πολύ, που μετά δυσκολίας στεκόταν όρθια. Ό,τι κι αν έκανε, θα το αντιμετώπιζαν σαν ξέσπασμα μικρού παιδιού. Όμως, οι πληγές μου θα γιατρευτούν και κάποια στιγμή θα κάνετε το λάθος! Και τότε...
Στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού υπήρχαν κι άλλοι. Δύο ψηλοί στρατιώτες με γεισωτά, στρογγυλά κράνη και αστραφτερούς, ελασμάτινους θώρακες, πάνω από κόκκινα σακάκια με φουσκωτά μανίκια. Οι δύο άντρες είχαν ιδρωμένα πρόσωπα και τα μαύρα μάτια τους κοιτούσαν πέρα-δώθε, σαν να φοβούνταν και οι ίδιοι όσο και η Νυνάβε. Ήταν εκεί και η Αμίκο Ναγκογίν, λεπτή και ομορφούλα, με μακρύ λαιμό και χλωμή επιδερμίδα, που έμοιαζε αθώα, σαν κοριτσάκι που μάζευε λουλούδια. Η Τζόγια Μπύιρ είχε φιλικό πρόσωπο, παρά την ατάραχη, γαλήνια όψη μιας γυναίκας που δούλευε χρόνια με τη Δύναμη ― σχεδόν πρόσωπο γιαγιάς, αν έκρινες από την έκφραση με την οποία καλωσόρισε τη Νυνάβε, παρ’ όλο που η ηλικία της δεν είχε στολίσει με γκρίζο τα μαύρα μαλλιά της, ούτε είχε ρυτιδώσει την επιδερμίδα της. Τα γκρίζα μάτια της έμοιαζαν με μάτια μητριάς σε παραμύθι, της μητριάς εκείνης που σκότωνε τα παιδιά της πρώτης συζύγου του άντρα της. Και οι δύο γυναίκες έλαμπαν από τη Δύναμη.
Η Ηλαίην στεκόταν ανάμεσα στις δύο Μαύρες αδελφές. Είχε ένα μωλωπισμένο μάτι, πρησμένο μάγουλο, σχισμένο χείλος και ένα μανίκι του φορέματός της σχισμένο από τη μέση και κάτω. «Συγγνώμη, Νυνάβε», είπε με χοντρή φωνή, σαν να την πονούσε το σαγόνι της. «Τις είδαμε την τελευταία στιγμή».
Η Εγκουέν κείτονταν κουλουριασμένη στο πάτωμα, με πρόσωπο πρησμένο και μελανιασμένο, σχεδόν αγνώριστο. Καθώς έμπαιναν μέσα η Νυνάβε και η συνοδεία της, ένας από τους μεγαλόσωμους στρατιώτες έριξε την Εγκουέν στον ώμο του. Εκείνη κρεμάστηκε εκεί χαλαρά, σαν μισοάδειο σακί με κριθάρι.
«Τι της κάνατε;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. «Που να καείτε, τι-!» Κάτι αθέατο τη χτύπησε στο στόμα, τόσο δυνατά, που για μια στιγμή τα μάτια της θόλωσαν.
«Έλα τώρα», είπε η Τζόγια Μπύιρ με ένα χαμόγελο που ερχόταν σε αντίθεση με την έκφραση των ματιών της. «Δεν ανέχομαι απαιτήσεις, ούτε άσχημα λογάκια». Και μιλούσε, μάλιστα, σαν γιαγιά. «Θα μιλάς μόνο όταν σου απευθύνουν το λόγο».
«Δεν σου είπα ότι η κοπέλα δεν σταματούσε να πολεμά;» είπε η Λίαντριν. «Αυτό να σου γίνει μάθημα. Αν πας να κάνεις φασαρία, δεν θα σου φερθούμε πιο τρυφερά».
Η Νυνάβε ήθελε να κάνει κάτι για την Εγκουέν, αλλά άφησε να τη σπρώξουν μέχρι έξω, στο δρόμο. Τις ανάγκασε να τη σπρώξουν ήταν ένας μικρός τρόπος να αντιδράσει, να αρνηθεί να συνεργαστεί, αλλά προς το παρόν δεν είχε τίποτα παραπάνω.
Στο λασπωμένο δρόμο υπήρχε ελάχιστος κόσμος, λες κι όλοι είχαν αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερα να βρίσκονται αλλού. Οι λίγοι που ήταν εκεί περνούσαν στην απέναντι πλευρά του δρόμου, δίχως να ρίχνουν ούτε ματιά στην αστραφτερή, μαύρη άμαξα, που στεκόταν πίσω από έξι άσπρα άλογα με άσπρα, ψηλά φτερά στα χαλινάρια. Ένας αμαξάς, που ήταν ντυμένος σαν τους στρατιώτες, αλλά χωρίς θώρακα ή σπαθί, καθόταν στη θέση του και ένας άλλος άνοιξε την πόρτα καθώς πλησίαζαν από το σπίτι. Πριν την ανοίξει, η Νυνάβε πρόλαβε να δει το θυρεό που ήταν ζωγραφισμένος εκεί. Μια ασημένια, γαντοφορεμένη γροθιά, που κρατούσε κεραυνούς.
Υπέθεσε ότι ήταν το σήμα του Υψηλού Άρχοντα Σάμον -πρέπει να είναι Σκοτεινόφιλος, αφού έχει πάρε-δώσει με το Μαύρο Άτζα. Το Φως να τον κάψει!― αλλά περισσότερο τράβηξε την προσοχή της ο άντρας, που γονάτισε στη λάσπη όταν εμφανίστηκαν. «Που να καείς, Σάνταρ, γιατί —;» Έκανε ένα πηδηματάκι όταν ένιωσε κάτι σαν ξύλινο ραβδί να τη χτυπά στους ώμους.
Η Τζόγια Μπύιρ χαμογέλασε επιτιμητικά και κούνησε το δάχτυλό της. «Δείξε σεβασμό, παιδί μου. Ειδάλλως, ίσως χάσεις αυτή τη γλώσσα».
Η Λίαντριν γέλασε. Έχωσε τα δάχτυλά της στα μαύρα μαλλιά του Σάνταρ και του έγειρε το κεφάλι πίσω. Εκείνος την κοίταξε με το βλέμμα ενός πιστού κυνηγόσκυλου ― ή ενός κουταβιού που περίμενε ότι θα το κλωτσήσουν. «Μην είσαι τόσο σκληρή σε αυτό τον άνθρωπο». Κατάφερε να κάνει τη λέξη «άνθρωπος» να ακουστεί σαν «σκύλος». «Αναγκαστήκαμε να τον... πείσουμε... να υπηρετήσει. Αλλά είμαι καλή στο να πείθω, έτσι δεν είναι;» Γέλασε πάλι.
Ο Σάνταρ κοίταξε μπερδεμένος τη Νυνάβε. «Έπρεπε να το κάνω, κυρά Μαρυίμ. Έπρεπε...» Η Λίαντριν έστριψε τα μαλλιά του και το βλέμμα του στράφηκε πάλι σε αυτήν ― το βλέμμα ενός αναστατωμένου λαγωνικού.
Φως μου! σκέφτηκε η Νυνάβε. Τι τον έκαναν; Τι θα κάνουν σε εμάς;
Έριξαν όπως-όπως τη Νυνάβε και την Ηλαίην στην άμαξα, με την Εγκουέν σωριασμένη ανάμεσα στις δυο τους και το κεφάλι της να κουνιέται χαλαρά, ενώ η Λίαντριν και η Ριάνα ανέβηκαν και κάθισαν στις θέσεις που ήταν στραμμένες προς τα μπρος. Ακόμα τις έζωνε η λάμψη του σαϊντάρ. Η Νυνάβε, προς το παρόν, δεν νοιαζόταν να μάθει πού θα πήγαιναν οι άλλοι. Ήθελε να πλησιάσει την Εγκουέν, να την αγγίξει, να καταπραΰνει τις πληγές της, αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε ένα μυ κάτω από το λαιμό, παρά μόνο για να σπαρταρίσει. Και τις τρεις τις έδεναν ροές Αέρα, σαν στρώματα από κουβέρτες τυλιγμένες σφιχτά γύρω τους. Η άμαξα ξεκίνησε και κλυδωνίστηκε απότομα στη λάσπη, παρά τους δερμάτινους απορροφητήρες κραδασμών.
«Αν της κάνατε κακό...» Φως μου, αφού βλέπω ότι της έκαναν κακό. Γιατί δεν λέω αυτό που εννοώ; Αλλά όσο δύσκολο θα ήταν να κουνήσει το χέρι, εξίσου δύσκολο ήταν να βγάλει τα λόγια από το στόμα της. «Αν τη σκοτώσατε, δεν θα ησυχάσω μέχρι να σας κυνηγήσουν όλες, σαν άγρια σκυλιά».
Η Ριάνα την αγριοκοίταξε, αλλά η Λίαντριν απλώς ξεφύσησε. «Μην είσαι εντελώς χαζή, αδέσποτη. Σας θέλουν ζωντανές. Δεν πιάνεις τίποτα με ψόφιο δόλωμα».
Δόλωμα; Για τι; Για ποιον; «Εσύ είσαι η χαζή, Λίαντριν! Νομίζεις ότι είμαστε μονάχες εδώ πέρα; Μόνο τρεις, ούτε καν πλήρεις Άες Σεντάι; Είμαστε δόλωμα, Λίαντριν. Και πιάστηκες στο δόκανο, σαν παχιά χήνα».
«Μην της τα λες!» είπε απότομα η Ηλαίην και η Νυνάβε ανοιγόκλεισε τα μάτια, μέχρι να καταλάβει ότι η Ηλαίην τη βοηθούσε σε αυτό που είχε μηχανευτεί. «Αν αφήσεις το θυμό να σε παρασύρει, θα πεις αυτό που δεν πρέπει να ακούσουν. Πρέπει να μας πάρουν μέσα στην Πέτρα. Πρέπει —»
«Κλείσε το στόμα σου!» την έκοψε η Νυνάβε. «Εσύ πρέπει να βάλεις χαλινάρι στη γλώσσα!» Η Ηλαίην κατάφερε να πάρει μια συντετριμμένη έκφραση κάτω από τους μώλωπες της. Άσ’ τες να τα κλωθογυρίσουν όλα αυτά στο νου τους, σκέφτηκε η Νυνάβε.
Η Λίαντριν, όμως, απλώς χαμογέλασε. «Όταν παίξετε το ρόλο σας, σαν δόλωμα, μετά θα μας τα πείτε όλα. Θα το ζητάτε. Λένε ότι κάποια μέρα θα γίνεις πολύ δυνατή, αλλά εγώ θα φροντίσω να με υπακούς για πάντα, πριν ακόμα ο Μέγας Άρχοντας Μπε’λάλ κάνει αυτό που σχεδιάζει για σένα. Φέρνει Μυρντράαλ. Δεκατρείς». Τα μπουμπουκίσια χείλη γέλασαν με αυτές τις τελευταίες λέξεις.
Η Νυνάβε ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Ένας Αποδιωγμένος! Το μυαλό της μούδιασε από την κατάπληξη. Ο Σκοτεινός και όλοι οι Αποδιωγμένοι είναι δεσμευμένοι στο Σάγιολ Γκουλ, τους δέσμευσε ο Δημιουργός τη στιγμή της δημιουργίας. Αλλά η κατήχηση δεν τη βοήθησε· ήξερε πολύ καλά ότι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δεν ήταν αληθινή. Κι έπειτα συνειδητοποίησε και τα υπόλοιπα. Δεκατρείς Μυρντράαλ. Και δεκατρείς αδελφές του Μαύρου Άτζα. Άκουσε την Ηλαίην να ουρλιάζει, πριν καταλάβει ότι ούρλιαζε και η ίδια, ενώ χτυπιόταν δίχως να καταφέρνει τίποτα σε εκείνα τα αόρατα δεσμά του Αέρα. Ήταν αδύνατο να πει τι ήταν ηχηρότερο, οι κραυγές της απελπισίας τους, ή τα γέλια της Λίαντριν και της Ριάνα.