2 Σαϊντίν

Με το πρόσωπο απαθές, η Τουάθα’αν κοίταξε το λάβαρο, που έπεφτε πάλι. Μετά έστρεψε την προσοχή της σ’ αυτούς που ήταν μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Ειδικά σ’ αυτόν που διάβαζε, που ήταν μιάμιση φορά ψηλότερος από τον Πέριν και δυο φορές πιο φαρδύς. «Έχετε Ογκιρανό μαζί σας. Δεν μου είχε περάσει από το νου ότι...» Κούνησε το κεφάλι της. «Πού βρίσκεται η Μουαραίν Σεντάι;» Γι’ αυτήν, το λάβαρο του Δράκοντα έμοιαζε ανύπαρκτο.

Ο Πέριν έδειξε την πρόχειρη καλύβα, που στεκόταν πιο ψηλά στην πλαγιά, στην άλλη πλευρά του λακκώματος. Είχε τοίχους και γερτή σκεπή από κορμούς που δεν τους είχαν βγάλει το φλοιό και ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Απλώς αρκετά μεγάλη για να την πεις καλύβα και όχι υπόστεγο. «Αυτή είναι η δική της. Δική της και του Λαν. Είναι ο Πρόμαχός της. Να σου δώσουμε πρώτα κάτι ζεστό να πιεις —»

«Όχι. Πρέπει να μιλήσω στη Μουαραίν».

Ο Πέριν δεν ξαφνιάστηκε. Όλες οι γυναίκες που έρχονταν, επέμεναν να μιλήσουν αμέσως στη Μουαραίν, μόνες τους. Τα νέα που επέλεγε η Μουαραίν να μοιραστεί ύστερα μαζί με τους υπόλοιπους δεν έμοιαζαν να είναι πάντα πολύ σημαντικά, αλλά οι γυναίκες είχαν τη φλόγα κυνηγού, που παραμονεύει το τελευταίο λαγό στον κόσμο για τη λιμοκτονούσα οικογένειά του.

Η μισοπαγωμένη ζητιάνα είχε αρνηθεί όταν της είχαν προσφέρει κουβέρτες και ένα πιάτο καυτή σούπα και είχε συρθεί στην καλύβα της Μουαραίν, ξυπόλυτη πάνω στο χιόνι, που έπεφτε ακόμα.

Η Λέγια γλίστρησε από τη σέλα και έδωσε τα χαλινάρια στον Πέριν. «Θα πεις να την ταΐσουν;» Χάιδεψε τη μύτη της λευκόφαιης φοράδας. «Η Πιέσα δεν είναι μαθημένη να με κουβαλά σε τέτοια κακοτράχαλα μέρη».

«Έχουμε ελάχιστες ζωοτροφές», της είπε ο Πέριν, «αλλά θα της δώσουμε ό,τι μπορούμε».

Η Λέγια ένευσε και ανηφόρισε βιαστικά την πλαγιά, χωρίς δεύτερη κουβέντα, ανασηκώνοντας με το χέρι τη φανταχτερή πράσινη φούστα της, ενώ πίσω της ανέμιζε ο κόκκινος μανδύας με τα γαλάζια κεντητά στολίσματα.

Ο Πέριν κατέβηκε από τη σέλα του και αντάλλαξε μερικά λόγια με τους άντρες, που ήρθαν από τις φωτιές για να πάρουν τα άλογα. Έδωσε το τόξο του σε εκείνον που πήρε τον Γοργοπόδη. Όχι, με εξαίρεση ένα κοράκι, δεν είχαν δει τίποτα άλλο, εκτός από τα βουνά και την Τουαθα’ανή. Ναι, είχαν σκοτώσει το κοράκι. Όχι, η γυναίκα δεν τους είχε πει τίποτα για όσα συνέβαιναν πέρα από τα βουνά. Όχι, ο Πέριν δεν είχε την παραμικρή ιδέα αν θα ξανάφευγαν σύντομα.

Ή αν θα φύγουμε ποτέ, πρόσθεσε μέσα του. Η Μουαραίν τους είχε κρατήσει εδώ ολόκληρο το χειμώνα. Οι Σιναρανοί δεν έβαζαν με το νου τους πως εδώ πέρα ίσως αυτή να είχε το πρόσταγμα, αλλά ο Πέριν ήξερε πως οι Άες Σεντάι με κάποιον τρόπο πάντα κατάφερναν να περνά το δικό τους. Ειδικά η Μουαραίν.

Όταν τα άλογα οδηγήθηκαν στον πρόχειρο στάβλο, που ήταν φτιαγμένος από κορμούς δέντρων, οι αναβάτες τους πήγαν να ζεσταθούν. Ο Πέριν τίναξε το μανδύα πίσω από τους ώμους του και άπλωσε ευγνώμων τα χέρια στη φωτιά. Το μεγάλο τσουκάλι, κατασκευασμένο στο Μπάερλον, όπως έδειχνε η όψη του, έβγαζε ευωδιές που έκαναν το στόμα του Πέριν να γεμίσει σάλια. Απ’ ό,τι φαινόταν, κάποιος σήμερα είχε σταθεί τυχερός στο κυνήγι και σε μια διπλανή φωτιά υπήρχαν απλωμένες ολόγυρα τραχιές ρίζες, που καθώς ψήνονταν, ανέδιδαν αχνά μια μυρωδιά σαν γογγύλια. Ο Πέριν σούφρωσε τη μύτη και κάρφωσε το βλέμμα του στη σούπα. Ολοένα και περισσότερο, αυτό που προτιμούσε πάνω απ’ όλα ήταν το κρέας.

Η γυναίκα με τα αντρικά ρούχα κοίταζε τη Λέγια, που έμπαινε στην καλύβα της Μουαραίν.

«Τι βλέπεις, Μιν;» τη ρώτησε.

Αυτή πήγε και στάθηκε δίπλα του, με τα μαύρα μάτια της να δείχνουν προβληματισμό. Ο Πέριν δεν καταλάβαινε γιατί η Μιν προτιμούσε τα παντελόνια από τα φουστάνια. Ίσως έφταιγε το ότι την ήξερε, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα υπήρχε ποτέ κανείς που, κοιτάζοντάς τη, θα έβλεπε ένα όμορφο παλικάρι και όχι μια ωραία κοπέλα.

«Η Μαστόρισσα θα πεθάνει», είπε η Μιν με απαλή φωνή, κοιτάζοντας τους άλλους στις φωτιές. Κανένας δεν ήταν κοντά τους για να τους ακούσει.

Ο Πέριν έμεινε ασάλευτος, καθώς σκεφτόταν το γλυκό πρόσωπο της Λέγια. Αχ, Φως μου! Οι Μάστορες δεν πειράζουν ποτέ κανέναν! Ένιωσε παγωνιά, παρά τη ζεστασιά της φωτιάς. Που να καώ, μακάρι να μην είχα ρωτήσει. Ακόμα και οι λίγες Άες Σεντάι, που το ήξεραν, δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυτό που έκανε η Μιν. Μερικές φορές έβλεπε εικόνες και αύρες να περιβάλλουν ανθρώπους, ενώ άλλες φορές καταλάβαινε και τι σήμαιναν.

Ο Μασούτο πλησίασε και ανακάτεψε τη σούπα με μια μακριά, ξύλινη κουτάλα. Ο Σιναρανός τους κοίταξε προσεκτικά και μετά ακούμπησε το δάχτυλο στη μύτη του και χαμογέλασε πλατιά, πριν φύγει.

«Μα το αίμα και τις στάχτες!» μουρμούρισε η Μιν. «Έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα ότι είμαστε δυο ερωτοχτυπημένοι, που κάθονται ψιθυρίζοντας πλάι στη φωτιά».

«Είσαι βέβαιη;» ρώτησε ο Πέριν. Εκείνη τον κοίταξε σηκώνοντας τα φρύδια κι αυτός πρόσθεσε βιαστικά: «Για τη Λέγια».

«Έτσι τη λένε; Μακάρι να μην το ήξερα. Πάντα είναι χειρότερο όταν ξέρεις και δεν μπορείς να... Πέριν, είδα το πρόσωπό της να πλέει πάνω από τον ώμο της, σκεπασμένο με αίμα, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Πιο σίγουρα δεν γίνεται». Ανατρίχιασε κι έτριψε με δύναμη τα χέρια της. «Φως μου, μακάρι να έβλεπα πιο χαρούμενα πράγμα. Όλη η χαρά φαίνεται ότι χάθηκε».

Ο Πέριν άνοιξε το στόμα, για προτείνει να προειδοποιήσουν τη Λέγια και μετά το ξανάκλεισε. Ποτέ δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτά που έβλεπε και ήξερε η Μιν, είτε τα καλά είτε τα άσχημα. Αν ήταν σίγουρη, θα συνέβαιναν.

«Αίμα στο πρόσωπό της», μουρμούρισε ο Πέριν. «Αυτό σημαίνει ότι ο θάνατός της θα είναι βίαιος;» Έκανε μια γκριμάτσα, επειδή το είχε πει με τόση άνεση. Μα τι να κάνω; Αν το πω στη Λέγια, αν κάπως την καταφέρω να το πιστέψει, θα ζήσει τις τελευταίες μέρες της μέσα στο φόβο και τίποτα δεν θα αλλάξει.

Η Μιν ένευσε κοφτά.

Αν ο θάνατός της είναι βίαιος, ίσως αυτό σημαίνει επίθεση στο στρατόπεδο. Μα κάθε μέρα έβγαιναν ανιχνευτές, ενώ οι φρουροί ήταν στα πόστα τους μέρα-νύχτα. Και η Μουαραίν είχε βάλει ξόρκια φύλαξης στο στρατόπεδο, έτσι έλεγε· κανένα πλάσμα του Σκοτεινού δεν μπορούσε να το δει, εκτός αν έμπαινε μέσα του. Σκέφτηκε τους λύκους. Όχι! Οι ανιχνευτές θα έβρισκαν όποιον ή ό,τι επιχειρούσε να πλησιάσει το στρατόπεδο. «Είναι μακρύς ο δρόμος του γυρισμού στους δικούς της», είπε, πιο πολύ στον εαυτό του. «Οι Μάστορες θα έφερναν τις άμαξές τους το πολύ ως τα ριζά των λόφων. Από δω ως εκεί πέρα, όμως, και τι δεν μπορεί να συμβεί».

Η Μιν ένευσε λυπημένα. «Και δεν είμαστε αρκετοί για να περισσεύει έστω κι ένας φρουρός γι’ αυτήν. Ακόμα κι αν δεν θα έκανε τίποτα».

Του το είχε πει· είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον κόσμο για τα άσχημα πράγματα, τότε που είχε συνειδητοποιήσει για πρώτη φορά, σε ηλικία έξι ή επτά ετών, ότι δεν έβλεπαν όλοι αυτά που μπορούσε εκείνη να δει. Δεν του είχε πει πολλά, αλλά ο Πέριν είχε την εντύπωση ότι οι προειδοποιήσεις της απλώς χειροτέρευαν την κατάσταση, τις λίγες φορές που γίνονταν πιστευτές. Ήταν δύσκολο να πιστέψεις τις εικόνες της Μιν, αν δεν είχες αποδείξεις.

«Πότε;» τη ρώτησε. Η λέξη ακούστηκε ψυχρή στα αυτιά του, σκληρή σαν ατσάλι για εργαλεία. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για τη Λέγια, ίσως όμως καταλάβω αν πρόκειται να δεχτούμε επίθεση.

Μόλις ξεστόμισε τη λέξη, η Μιν σήκωσε απότομα τα χέρια ψηλά. Όμως δεν ύψωσε τη φωνή της. «Δεν πάει έτσι. Ποτέ δεν ξέρω πότε θα συμβεί κάτι. Απλώς ξέρω ότι θα συμβεί, όταν γνωρίζω τι σημαίνει αυτό που βλέπω. Δεν με καταλαβαίνεις. Οι εικόνες δεν έρχονται όταν τις θέλω, ούτε και η ερμηνεία τους. Απλώς συμβαίνει και μερικές φορές τις καταλαβαίνω. Κάπως. Λιγάκι. Απλώς τυχαίνει». Προσπάθησε να της πει μια παρηγορητική κουβέντα, αλλά εκείνη είχε αρχίσει ήδη να τα βγάζει όλα από μέσα της, με μια πλημμύρα την οποία ο Πέριν δεν μπορούσε να σταματήσει. «Τη μια μέρα μπορώ να δω πράγματα γύρω από κάποιον και την επόμενη όχι, ή το αντίστροφο. Τις περισσότερες φορές δεν βλέπω τίποτα γύρω από κανέναν. Οι Άες Σεντάι πάντα έχουν εικόνες ολόγυρά τους, φυσικά, καθώς και οι Πρόμαχοι, αν και με αυτούς είναι πάντα πιο δύσκολο να καταλάβω τι σημαίνουν». Κοίταξε ερωτηματικά τον Πέριν, σχεδόν μισοκλείνοντας τα μάτια. «Και μερικοί άλλοι έχουν πάντα εικόνες».

«Μη μου πεις τι βλέπεις όταν με κοιτάς», της είπε τραχιά και μετά ανασήκωσε τους γεροδεμένους ώμους του. Ακόμα κι όταν ήταν παιδί, ήταν πιο μεγαλόσωμος από τους συνομήλικούς του και δεν είχε αργήσει να μάθει πόσο εύκολο είναι να βλάψεις τους άλλους κατά λάθος, όταν είσαι πιο μεγάλος. Αυτό τον είχε κάνει να είναι επιφυλακτικός και προσεκτικός και μετάνιωνε όταν άφηνε το θυμό του να φανεί. «Συγγνώμη, Μιν. Δεν έπρεπε να σου βάλω τις φωνές. Δεν ήθελα να σε πληγώσω».

Εκείνη τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Δεν με πλήγωσες. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που θέλουν να μάθουν τι βλέπω. Μα το Φως, εγώ δεν θα ήθελα να το ξέρω, αν αυτό το έκανε κάποιος άλλος». Ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν είχαν ακούσει ποτέ για κάποιον άλλο που να έχει το χάρισμά της. «Χάρισμα», έτσι το θεωρούσαν, παρ’ όλο που η ίδια διαφωνούσε.

«Εύχομαι μόνο να μπορούσα να κάνω κάτι για τη Λέγια. Δεν θα το άντεχα, όπως εσύ, να ξέρω και να μην μπορώ να κάνω τίποτα».

«Είναι παράξενο», είπε εκείνη με απαλή φωνή, «που δείχνεις να νοιάζεσαι τόσο για τους Τουάθα’αν. Είναι παντελώς ειρηνικοί και πάντα βλέπω βία γύρω —»

Εκείνος γύρισε αλλού το κεφάλι κι εκείνη έκλεισε αμέσως το στόμα.

«Τουάθα’αν;» ακούστηκε μια μπουμπουνιστή φωνή, σαν βούισμα πελώριας μέλισσας. «Τι έγινε με τους Τουάθα’αν;» Ο Ογκιρανός ήρθε κοντά τους, στη φωτιά, σημαδεύοντας το σημείο του στο βιβλίο με ένα δάχτυλο μεγάλο σαν λουκάνικο. Από την πίπα, την οποία κρατούσε στο άλλο χέρι, υψωνόταν ένα λεπτό συννεφάκι από ταμπάκ. Το μάλλινο σκούρο καφέ πανωφόρι του είχε ψηλό γιακά, ήταν κουμπωμένο ίσαμε το λαιμό και φάρδαινε στα γόνατα, πάνω από τις μπότες, που ήταν διπλωμένες στο πάνω μέρος τους. Ο Πέριν μόλις που έφτανε ως το στήθος του.

Το πρόσωπο του Λόιαλ δεν είχε τρομάξει λίγο κόσμο, με τη μύτη του, που ήταν τόσο πλατιά ώστε θα μπορούσε να την πει κάποιος μουσούδα και με το φαρδύ στόμα του. Τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν πιατάκια κι είχαν πυκνά φρύδια, που κρέμονταν σαν μουστάκια σχεδόν ως τα μάγουλά του και τα αυτιά του ξεπρόβαλλαν από τα μακριά μαλλιά του, καταλήγοντας σε φουντωτές άκρες. Μερικοί, όσοι δεν είχαν δει Ογκιρανό, τον έπαιρναν για Τρόλοκ, παρ’ όλο που γι’ αυτούς τόσο οι Τρόλοκ όσο και οι Ογκιρανοί ήταν πλάσματα των θρύλων.

Το πλατύ χαμόγελο του Λόιαλ μαράθηκε και τα μάτια του ανοιγόκλεισαν όταν αντιλήφθηκε ότι τους είχε διακόψει. Ο Πέριν αναρωτήθηκε πώς ήταν δυνατόν να φοβάται κανείς για πολύ τους Ογκιρανούς. Όμως, κάποιες παλιές ιστορίες λένε ότι ήταν άγριοι και αδυσώπητοι ενάντια στους εχθρούς τους. Δεν μπορούσε να το πιστέψει. Οι Ογκιρανοί δεν ήταν εχθροί κανενός.

Η Μιν είπε στον Λόιαλ για την άφιξη της Λέγια, όχι όμως γι’ αυτό που είχε δει. Συνήθως ήταν λιγομίλητη σχετικά με αυτές τις εικόνες, ειδικά όταν ήταν κακές. Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε:

«Εσύ καταλαβαίνεις πώς νιώθω, Λόιαλ, που ξαφνικά βρέθηκα στριμωγμένη ανάμεσα στις Άες Σεντάι και σ’ αυτή την παρέα από τους Δύο Ποταμούς».

Ο Λόιαλ άφησε έναν ήχο που δεν έλεγε τίποτα, αλλά η Μιν φάνηκε να θεωρεί ότι συμφωνούσε μαζί της.

«Μάλιστα», είπε με έμφαση. «Καθόμουν εκεί πέρα και ζούσα τη ζωή μου στο Μπάερλον όπως μου άρεσε, όταν ξαφνικά με άρπαξαν από το τσουλούφι και άρχισαν να με τραβάνε μόνο το Φως ξέρει για πού. Κάπως έτσι, δηλαδή. Η ζωή μου δεν ήταν δική μου από τη στιγμή που αντάμωσα τη Μουαραίν κι αυτά τα αγροτόπαιδα από τους Δύο Ποταμούς». Στραβοκοίταξε τον Πέριν, σουφρώνοντας τα χείλη πικρόχολα. «Το μόνο που ήθελα ήταν να ζήσω όπως μου άρεσε εμένα, να ερωτευτώ κάποιον που θα διάλεγα εγώ...» Ξαφνικά, τα μάγουλα της κοκκίνισαν και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της. «Θέλω να πω, είναι κακό να θέλεις να ζήσεις τη ζωή σου χωρίς όλη αυτή την αναταραχή;»

«Τα’βίρεν», άρχισε να λέει ο Λόιαλ. Ο Πέριν του έκανε νόημα να πάψει, αλλά ενός Ογκιρανού σπάνια του έκοβες τη φόρα, πόσο μάλλον να τον σταματήσεις όταν τον έπιανε ο ενθουσιασμός του. Για τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο οι Ογκιρανοί, ο Λόιαλ θεωρούνταν εξαιρετικά φουριόζος. Ο Λόιαλ έβαλε το βιβλίο σε μια τσέπη του πανωφοριού του και συνέχισε, κουνώντας την πίπα του. «Όλοι μας, όλων οι ζωές, επηρεάζουν τις ζωές των άλλων, Μιν. Όπως μας υφαίνει ο Τροχός του Χρόνου στο Σχήμα, το νήμα της ζωής του καθενός μας τραβάει και έλκει τα νήματα των ζωών γύρω μας. Οι τα’βίρεν είναι το ίδιο, αλλά πολύ πιο έντονα. Τραβούν ολόκληρο το Σχήμα —για κάποιον καιρό, τουλάχιστον — και το αναγκάζουν να πάρει μορφή γύρω τους. Όσο πιο κοντά τους είσαι, τόσο πιο πολύ σε επηρεάζει αυτό προσωπικά. Λέγεται ότι, όταν ήσουν στο ίδιο δωμάτιο με τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο, αντιλαμβανόσουν το ίδιο το Σχήμα να αναδιαμορφώνεται. Δεν ξέρω πόσο αλήθεια ήταν ατό, αλλά διάβασα ότι ήταν. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Οι ίδιοι οι τα’βίρεν είναι υφασμένοι σε μια πιο σφιχτή γραμμή απ’ όσο εμείς οι υπόλοιποι κι έχουν λιγότερες επιλογές».

Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. Κι ελάχιστες από τις επιλογές που έχουν σημασία, που να πάρει και να σηκώσει.

Η Μιν τίναξε το κεφάλι της. «Μακάρι μόνο να μην ήταν τόσο... τόσο τα’βίρεν όλη την ώρα. Οι τα’βίρεν τραβάνε από τη μια μεριά και οι Άες Σεντάι σκαρώνουν τα σχέδιά τους από την άλλη. Τι ελπίδες έχει μια απλή γυναίκα;»

Ο Λόιαλ σήκωσε τους ώμους. «Ελάχιστες, φαντάζομαι, όσο μένει κοντά σε τα’βίρεν».

«Λες και μπορώ να διαλέξω», μούγκρισε η Μιν.

«Ήταν η καλή σου τύχη —ή η κακοτυχία, αν το βλέπεις έτσι — που βρέθηκες πλάι όχι σε έναν, αλλά σε τρεις τα’βίρεν. Τον Ραντ, τον Ματ και τον Πέριν. Εγώ θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό και θα έκανα το ίδιο, ακόμα κι αν δεν ήταν καλοί φίλοι μου. Σκέφτομαι, μάλιστα, να...» Ο Ογκιρανός τους κοίταξε, δείχνοντας ξαφνικά αμήχανος, ενώ τα αυτιά του έπαιζαν. «Υπόσχεστε ότι δεν θα γελάσετε; Σκέφτομαι να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτό. Κρατάω σημειώσεις εδώ και καιρό».

Η Μιν του χάρισε ένα φιλικό χαμόγελο και τα αυτιά του Λόιαλ στάθηκαν πάλι όρθια. «Αυτό είναι υπέροχο», του είπε. «Αλλά κάποιοι νιώθουμε ότι αυτοί οι τα’βίρεν μας χορεύουν σαν μαριονέτες».

«Δεν το ζήτησα εγώ», ξέσπασε ο Πέριν. «Δεν το ζήτησα εγώ αυτό».

Εκείνη τον αγνόησε. «Αυτό έπαθες κι εσύ, Λόιαλ; Γι’ αυτό ταξιδεύεις μαζί με τη Μουαραίν; Ξέρω ότι εσείς, οι Ογκιρανοί, σχεδόν ποτέ δεν φεύγετε από τα στέντιγκ σας. Σε παρέσυρε μαζί του ένας απ’ αυτούς τους τα’βίρεν;»

Ο Λόιαλ απορροφήθηκε στη μελέτη της πίπας του. «Ήθελα μόνο να δω τα άλση που είχαν φυτέψει οι Ογκιρανοί», μουρμούρισε. «Μόνο να δω τα άλση». Κοίταξε τον Πέριν σαν να ζητούσε βοήθεια, μα ο Πέριν το μόνο που έκανε, ήταν να του χαμογελάσει πλατιά.

Εδώ σε θέλω τώρα. Δεν τα ήξερε όλα, μα ήξερε ότι ο Λόιαλ το είχε σκάσει από το σπίτι του. Ήταν ενενήντα χρόνων, αλλά για τα έθιμα των Ογκιρανών ακόμα δεν είχε ωριμάσει αρκετά για να φύγει από το στέντιγκ —να πάει Έξω, έτσι το έλεγαν― χωρίς την άδεια των Πρεσβύτερων. Οι Ογκιρανοί ζούσαν πολλά χρόνια, σε σύγκριση με τα ανθρώπινα μέτρα. Ο Λόιαλ είχε πει ότι οι Πρεσβύτεροι δεν θα ησύχαζαν, αν δεν τον ξανάπιαναν στα χέρια τους. Φαινόταν ότι σκόπευε να αναβάλλει τη στιγμή εκείνη όσο το δυνατόν περισσότερο.

Κάποια αναταραχή ξέσπασε ανάμεσα στους Σιναρανούς, που άρχισαν να σηκώνονται όρθιοι. Ο Ραντ έβγαινε από την καλύβα της Μουαραίν.

Ακόμα κι από τόση απόσταση, ο Πέριν τον έβλεπε καθαρά, ήταν ένας νεαρός με κοκκινωπά μαλλιά και γκρίζα μάτια. Ήταν συνομήλικος του Πέριν και, αν στέκονταν πλάι-πλάι, θα τον περνούσε μισό κεφάλι, παρ’ όλο που ο Ραντ ήταν πιο λεπτός, αν και με μεγάλους ώμους. Αγκάθια χρυσοκέντητα διέτρεχαν τα μανίκια του κόκκινου πανωφοριού του με τον ψηλό γιακά και στο στήθος του σκούρου μανδύα του υπήρχε το ίδιο πλάσμα που ήταν και στο λάβαρο, το τετράποδο ερπετό με τη χρυσή χαίτη, Ο Ραντ και ο Πέριν ήταν φίλοι από μικροί και είχαν μεγαλώσει μαζί. Είμαστε ακόμα φίλοι; Μπορούμε να είμαστε; Τώρα;

Οι Σιναρανοί υποκλίθηκαν όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος, με το κεφάλι ψηλά αλλά τα χέρια στο γόνατο. «Άρχοντα Δράκοντα», φώναξε ο Ούνο, «είμαστε έτοιμοι. Είναι τιμή μας να υπηρετούμε».

Ο Ούνο, που δεν μπορούσε να προφέρει μια φράση χωρίς βλαστήμια, μίλησε τώρα με βαθύτατο σεβασμό. Οι άλλοι τον μιμήθηκαν. «Είναι τιμή μας να υπηρετούμε». Ο Μασέμα, που όλα τα έβλεπε στραβά κι ανάποδα· ο Ράγκαν οι πάντες περίμεναν μια διαταγή, αν του Ραντ του έκανε κέφι να τους προστάξει.

Ψηλά στην πλαγιά, ο Ραντ τους κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα έστριψε και χάθηκε στα δέντρα.

«Πάλι τσακωνόταν με τη Μουαραίν», είπε χαμηλόφωνα η Μιν. «Όλη μέρα, αυτή τη φορά».

Ο Πέριν δεν ξαφνιάστηκε, αν και ένιωσε κάποια έκπληξη. Τσακωμός με μια Άες Σεντάι. Όλες οι παιδικές ιστορίες του ξανάρθαν στο νου. Άες Σεντάι, που έκαναν τους θρόνους και τα έθνη να χορεύουν με τα κρυμμένα νήματά τους. Άες Σεντάι, που τα δώρα τους είχαν πάντα ένα αγκίστρι μέσα, που το αντίτιμό τους ήταν μικρότερο απ’ όσο μπορούσες να πιστέψεις, αλλά πάντα αποδεικνυόταν πως ήταν μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσες να φανταστείς. Άες Σεντάι, που ο θυμός τους μπορούσε να ανοίξει τη γη και να καλέσει τον κεραυνό. Τώρα γνώριζε πως μερικές ιστορίες δεν ήταν αληθινές. Και, ταυτόχρονα, ότι δεν έλεγαν ούτε τα μισά.

«Καλά θα κάνω να πάω μαζί του», είπε ο Πέριν. «Όταν τσακώνονται, μετά πάντα θέλει να μιλήσει με κάποιον». Και εκτός από τη Μουαραίν και τον Λαν, υπήρχαν μόνο οι τρεις τους —η Μιν, ο Λόιαλ και ο ίδιος― που δεν κοίταζαν τον Ραντ σαν να ήταν ανώτερος των βασιλέων. Κι από τους τρεις, μονάχα ο Πέριν τον ήξερε από πριν.

Ανέβηκε την πλαγιά και κοντοστάθηκε μόνο για να ρίξει μια ματιά στην κλειστή καλύβα της Μουαραίν. Εκεί μέσα θα ήταν η Λέγια και ο Λαν. Ο Πρόμαχος σπανίως άφηνε το πλευρό της Άες Σεντάι.

Η καλύβα του Ραντ, που ήταν πολύ μικρότερη, βρισκόταν λίγο χαμηλότερα, καλά κρυμμένη στα δέντρα, μακριά απ’ όλες τις άλλες. Είχε προσπαθήσει να μείνει μαζί με τους άλλους άντρες, αλλά τον απομάκρυνε ο συνεχής θαυμασμός τους. Τώρα, πλέον, έμενε συνήθως απομονωμένος. Υπερβολικά απομονωμένος, κατά τη γνώμη του Πέριν. Αλλά ήξερε ότι ο Ραντ τώρα δεν πήγαινε στην καλύβα του.

Ο Πέριν προχώρησε βιαστικά προς το σημείο όπου η μια πλαγιά της κοιλάδας, που έμοιαζε με λακκούβα, γινόταν ξαφνικά απότομος γκρεμός, με ύψος πενήντα βήματα, λείος παντού, εκτός από κάποια σημεία εδώ κι εκεί όπου κρέμονταν πεισματικά μερικοί θάμνοι. Ήξερε πού ακριβώς υπήρχε μια χαραμάδα στον γκρίζο βράχο, ένα άνοιγμα λιγάκι μόνο φαρδύτερο από τους ώμους του. Με μόνο μια λωρίδα από το φως του δειλινού πάνω από το κεφάλι του, ένιωθε σαν να μπαίνει σε σήραγγα.

Η χαραμάδα χωνόταν οκτακόσια μέτρα πιο μέσα και ξάνοιγε απότομα, σχηματίζοντας μια στενή κοιλάδα μήκους περίπου χιλίων πεντακοσίων μέτρων, γεμάτη βράχια και πέτρες στον πυθμένα, ενώ ακόμα και οι απότομες πλαγιές της ήταν σκεπασμένες από πυκνά ρείκια, πεύκα και φτέρες. Μακριές σκιές εκτείνονταν αντίθετα από το σημείο που ο ήλιος γονάτιζε στις βουνοκορφές. Τα τοιχώματα αυτού του μέρους ήταν μονοκόμματα με μόνο άνοιγμα τη χαραμάδα και απόκρημνα, σαν να είχε χωθεί στα βουνά ένα γιγάντιο τσεκούρι. Θα μπορούσαν να το υπερασπιστούν πιο εύκολα από το λάκκωμα και μάλιστα λιγότεροι άντρες, αλλά δεν είχε ούτε ποταμάκι, ούτε πηγή. Κανένας δεν πήγαινε εκεί. Εκτός από τον Ραντ, όταν καυγάδιζε με τη Μουαραίν.

Ο Ραντ στεκόταν λίγο παραπέρα από την είσοδο, γερμένος στον τραχύ κορμό ενός ρεικιού και κοιτάζοντας τις παλάμες του. Ο Πέριν ήξερε ότι καθεμιά είχε ένα ερωδιό χαραγμένο στη σάρκα. Ο Ραντ δεν σάλεψε όταν η μπότα του Πέριν άφησε έναν ξυστό ήχο στις πέτρες.

Ξαφνικά, ο Ραντ άρχισε να απαγγέλλει χαμηλόφωνα, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τα χέρια του.

«Δυο φορές και πάλι δυο φορές εκείνος θα σημαδευτεί,

δυο φορές για να ζήσει και δυο φορές για να πεθάνει.

Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο του.

Δυο φορές ο ερωδιός, για να τον ονομάσουμε αληθινό.

Μια φορά ο Δράκοντας, για τις χαμένες μνήμες.

Δυο φορές ο Δράκοντας, για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει».

Τρεμούλιασε σύγκορμος και έχωσε τα χέρια στις μασχάλες του. «Μα όχι Δράκοντες, ακόμα». Χασκογέλασε βραχνά. «Όχι ακόμα».

Για μια στιγμή, ο Πέριν στάθηκε κοιτάζοντας τον. Ένας άντρας που μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη. Ένας άνθρωπος καταδικασμένος να τρελαθεί από το μόλυσμα του σαϊντίν, του αρσενικού μισού της Αληθινής Πηγής και που σίγουρα από την τρέλα του θα κατέστρεφε τα πάντα γύρω του. Ένας άνθρωπος —ένα πράγμα!― που όλοι, από μικροί, μάθαιναν να τον αποστρέφονται και να τον φοβούνται. Μόνο που... του ήταν δύσκολο να μη δει στον Ραντ το αγόρι με το οποίο είχαν μεγαλώσει παρέα. Πώς γίνεται να πάψεις να είσαι φίλος κάποιον; Ο Πέριν διάλεξε ένα μικρό αγκωνάρι με ίσια κορυφή και κάθισε, περιμένοντας.

Ύστερα από λίγο, ο Ραντ γύρισε το κεφάλι για να τον κοιτάξει. «Λες να είναι καλά ο Ματ; Έδειχνε πολύ άρρωστος την τελευταία φορά που τον είδα».

«Τώρα μάλλον θα είναι καλά». Θα πρέπει, τώρα πια, να έχει φτάσει στην Ταρ Βάλον. Εκεί θα τον Θεραπεύσουν. Και η Νυνάβε και η Εγκουέν θα τον προσέχουν, να μην μπλέξει πουθενά. Η Εγκουέν και η Νυνάβε, ο Ραντ, ο Ματ και ο Πέριν. Και οι πέντε από το Πεδίο του Έμοντ στους Δύο Ποταμούς. Ελάχιστοι άνθρωποι έρχονταν στους Δύο Ποταμούς απ’ έξω, με εξαίρεση κάποιους πραματευτές αραιά και πού, καθώς και εμπόρους μια φορά το χρόνο, που αγόραζαν μαλλί και ταμπάκ. Σχεδόν ποτέ δεν έφευγε κανείς. Μέχρι που ο Τροχός διάλεξε τους τα’βίρεν του και πέντε απλοί χωρικοί δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο πια εκεί που ήταν. Δεν μπορούσαν να είναι άλλο πια αυτό που ήταν.

Ο Ραντ ένευσε κι έμεινε σιωπηλός.

«Τον τελευταίο καιρό», είπε ο Πέριν, «πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να ήταν ακόμα σιδεράς. Εσύ... εσύ εύχεσαι να ήσουν ακόμα απλός βοσκός;»

«Το καθήκον», μουρμούρισε ο Ραντ. «Ο θάνατος είναι ελαφρύτερος από πούπουλο, το καθήκον βαρύτερο από βουνό. Έτσι λένε στο Σίναρ. “Ο Σκοτεινός σαλεύει. Η Τελευταία Μάχη έρχεται. Και ο Αναγεννημένος Δράκοντας πρέπει να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό στην Τελευταία Μάχη, ειδάλλως η Σκιά θα σκεπάσει τα πάντα. Ο Τροχός του Χρόνου θα σπάσει. Όλες οι Εποχές θα ξαναπλαστούν καθ’ εικόνα του Σκοτεινού”. Μονάχα εγώ είμαι». Άρχισε να γελά, μ’ ένα γέλιο που δεν είχε την παραμικρή χαρά μέσα του κι οι ώμοι του τραντάχτηκαν. «Έχω καθήκον, επειδή δεν υπάρχει κανείς άλλος, σωστά;»

Ο Πέριν ανασάλεψε αμήχανα. Το γέλιο είχε μια τραχύτητα που τον έκανε να ανατριχιάσει. «Κατάλαβα ότι πάλι τσακωνόσουν με τη Μουαραίν. Για το ίδιο πράγμα;»

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα. «Μα δεν τσακωνόμαστε πάντα για το ίδιο πράγμα; Βρίσκονται εκεί κάτω, στην Πεδιάδα Άλμοθ και μόνο το Φως ξέρει πού αλλού. Εκατοντάδες. Χιλιάδες. Δηλώνουν υποστήριξη στον Αναγεννημένο Δράκοντα, επειδή ύψωσα αυτό το λάβαρο. Επειδή άφησα να με αποκαλέσουν Αναγεννημένο Δράκοντα. Επειδή δεν έβλεπα να υπάρχει άλλος τρόπος. Και πεθαίνουν. Μάχονται, ψάχνουν και προσεύχονται για τον άνθρωπο που λέγεται πως θα τους οδηγήσει. Πεθαίνουν. Κι εγώ κάθομαι εδώ, ασφαλής στα βουνά, ολόκληρο το χειμώνα. Τους... τους οφείλω... κάτι».

«Λες εμένα να μου αρέσει;» Ο Πέριν γύρισε ενοχλημένος το κεφάλι.

«Εσύ δέχεσαι ό,τι σου πει αυτή», είπε στριγκά ο Ραντ. «Ποτέ δεν της αντιστέκεσαι».

«Λες κι εσύ πέτυχες τίποτα, που όλο της αντιστέκεσαι. Όλο το χειμώνα τσακωνόσασταν και εμείς καθόμασταν εδώ, σαν αργόσχολοι».

«Επειδή έχει δίκιο». Ο Ραντ γέλασε πάλι, με εκείνο το γέλιο που σου πάγωνε την καρδιά. «Που να με κάψει το Φως, έχει δίκιο. Σε όλη την πεδιάδα είναι διαιρεμένοι σε μικρές ομάδες, διάσπαρτες σ’ όλο το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν. Αν πάω με κάποια απ’ αυτές, οι Λευκομανδίτες, ο Ντομανός στρατός και οι Ταραμπονέζοι θα πέσουν πάνω της, σαν πάπια σε σκαθάρι».

Ο Πέριν παραλίγο να βάλει τα γέλια από τη σύγχυσή του. «Αν συμφωνείς μαζί της, τότε γιατί στο Φως όλο λογοφέρνετε;»

«Επειδή κάτι πρέπει να κάνω. Αλλιώς θα... θα σκάσω, σαν σάπιο πεπόνι!»

«Τι να κάνεις; Αν ακούσεις αυτά που σου λέει —»

Ο Ραντ δεν τον άφησε να πει ότι θα κάθονταν εκεί για πάντα. «Η Μουαραίν λέει αυτό! Η Μουαραίν λέει εκείνο!» Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος, σφίγγοντας το κεφάλι στα χέρια του. «Η Μουαραίν για όλα έχει κάτι να πει! Η Μουαραίν λέει ότι δεν πρέπει να πάω σε εκείνους που πεθαίνουν στο όνομά μου. Η Μουαραίν λέει ότι θα καταλάβω τι πρέπει να κάνω, επειδή το Σχήμα θα με αναγκάσει να το κάνω. Η Μουαραίν λέει! Αλλά ποτέ δεν λέει πώς θα το καταλάβω. Α, όχι. Αυτό δεν το ξέρει». Τα χέρια του κρεμάστηκαν στα πλευρά του και στράφηκε προς τον Πέριν, γέρνοντας το κεφάλι και στενεύοντας τα μάτια. «Μερικές φορές νιώθω ότι η Μουαραίν μου κάνει γυμνάσια, σαν να είμαι Δακρινός επιβήτορας που μαθαίνει βηματισμό. Το νιώθεις ποτέ αυτό;»

Ο Πέριν έξυσε τα ανάκατα μαλλιά του. «Αν... Ό,τι και να είναι αυτό που μας τραβά, ή μας σπρώχνει, ξέρω ποιος είναι εχθρός, Ραντ».

«Ο Μπα’άλζαμον», είπε με μαλακή φωνή ο Ραντ. Ένα αρχαίο όνομα για τον Σκοτεινό. Στη γλώσσα των Τρόλοκ, σήμαινε «Καρδιά του Σκότους». «Και πρέπει να τον αντιμετωπίσω, Πέριν». Τα μάτια του έκλεισαν με μια γκριμάτσα, η μισή χαμόγελο, η μισή πόνος. «Που να με βοηθήσει το Φως, πολλές φορές θέλω να γίνει τώρα, να τελειώνω, και άλλες τόσες... Πόσες φορές θα καταφέρω να... Φως μου, πόσο με τραβά. Τι θα γίνει, αν δεν μπορέσω να... Αν δεν...» Το έδαφος σάλεψε.

«Ραντ;» είπε ανήσυχα ο Πέριν.

Ο Ραντ τρεμούλιασε· παρά το κρύο, το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο. Τα μάτια του ήταν ακόμα κλεισμένα σφιχτά. «Ω, Φως μου, με τραβά τόσο δυνατά».

Ξαφνικά το έδαφος σείστηκε κάτω από τον Πέριν κι ένα εκκωφαντικό μουγκρητό αντιλάλησε στην κοιλάδα. Ήταν σαν να του είχαν τραβήξει τη γη κάτω από τα πόδια. Έπεσε ― ή η γη τινάχτηκε ψηλά για να τον βρει. Η κοιλάδα τρανταζόταν, σαν να είχε κατέβει ένα πελώριο χέρι από τον ουρανό για να την ξεκολλήσει από εκείνο τον τόπο. Πάσχισε να κρατηθεί στο έδαφος, ενώ αυτό προσπαθούσε να τον κάνει να αναπηδήσει σαν μπάλα. Οι πετρούλες μπροστά του χοροπηδούσαν και τινάζονταν, η σκόνη υψωνόταν κατά κύματα.

«Ραντ!» Η κραυγή του πνίγηκε μέσα στον ορυμαγδό και τα μπουμπουνητά.

Ο Ραντ στεκόταν με το κεφάλι γερμένο πίσω και τα μάτια ακόμα κλεισμένα σφιχτά. Δεν έδειχνε να νιώθει το σφαδασμό του εδάφους, που τον έκανε να γέρνει τη μια στιγμή προς τη μια πλευρά και την επόμενη προς την αντίθετη. Δεν έχανε την ισορροπία του, όσο κι αν τιναζόταν. Ο Πέριν δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα, έτσι όπως τρανταζόταν, αλλά του φαινόταν ότι ο Ραντ χαμογελούσε λυπημένα. Τα δέντρα σπαρταρούσαν και το ρείκι ξαφνικά τσακίστηκε στα δύο ― το μεγαλύτερο κομμάτι του κορμού του σωριάστηκε ούτε τρία βήματα από τον Ραντ. Ο Ραντ δεν έδωσε σημασία, όπως δεν είχε δώσει σημασία και στα άλλα.

Ο Πέριν βόγκησε και γέμισε αέρα τα πνευμόνια του. «Ραντ! Για την αγάπη του Φωτός, Ραντ! Σταμάτα το!»

Όπως ξαφνικά είχε αρχίσει, έτσι και τελείωσε. Ένα εξασθενημένο κλαρί έσπασε από μια κοντή βελανιδιά, κάνοντας ένα δυνατό, ξερό κρότο. Ο Πέριν σηκώθηκε αργά όρθιος, βήχοντας. Ο αέρας είχε γεμίσει σκόνη ― αστραφτερούς κόκκους, κάτω από τις ακτίνες του ήλιου που έδυε.

Ο Ραντ τώρα ατένιζε το τίποτα, το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε, σαν να είχε τρέξει δέκα χιλιόμετρα. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ άλλοτε, ούτε οτιδήποτε άλλο που να του μοιάζει έστω κι αμυδρά.

«Ραντ», είπε επιφυλακτικά ο Πέριν, «τι —;»

Ο Ραντ ακόμα έμοιαζε να κοιτάζει μακριά. «Πάντα είναι εκεί. Με καλεί. Με τραβά. Το σαϊντίν. Το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής. Είναι φορές που δεν μπορώ να κρατηθώ και ανοίγομαι σε αυτό». Έκανε μια κίνηση σαν να τρυγούσε κάτι από τον αέρα και γύρισε τη ματιά στην κλεισμένη γροθιά του. «Νιώθω το μόλυσμα, πριν ακόμα το αγγίξω. Το μόλυσμα του Σκοτεινού, σαν ένα λεπτό κάλυμμα από βρωμιά, που προσπαθεί να κρύψει το Φως. Μου φέρνει αναγούλα, μα δεν μπορώ να κρατηθώ. Δεν μπορώ! Μόνο που μερικές φορές ανοίγομαι και είναι σαν να πηγαίνω να πιάσω τον αέρα». Άνοιξε το άδειο χέρι του και γέλασε πικρά. «Τι θα γίνει αν αυτό συμβεί την ώρα της Τελευταίας Μάχης; Τι θα γίνει αν ανοιχτώ και δεν πιάσω τίποτα;»

«Πάντως, τώρα κάτι έπιασες», είπε βραχνά ο Πέριν. «Τι έκανες;»

Ο Ραντ κοίταξε τριγύρω, σαν να έβλεπε το μέρος για πρώτη φορά. Κοίταξε το πεσμένο ρείκι και τα σπασμένα κλαδιά. Ο Πέριν συνειδητοποίησε ότι ήταν εκπληκτικά λίγες οι ζημιές. Περίμενε ότι θα έβλεπε τεράστια χάσματα στη γη. Τα δέντρα, που σχημάτιζαν έναν τοίχο, έμοιαζαν σχεδόν άθικτα.

«Δεν ήταν αυτό που σκόπευα. Ήταν σαν να ήθελα να ανοίξω την κάνουλα κι αντί γι’ αυτό, ξερίζωσα ολόκληρη την κάνουλα από το βαρέλι. Με... γέμισε. Έπρεπε να το στείλω κάπου πριν με κάψει ολόκληρο, αλλά... αλλά δεν σκόπευα να γίνει αυτό».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Τι νόημα θα είχε αν τον έλεγα να μην το ξανακάνει; Ελάχιστα περισσότερα ξέρει από μένα. Αρκέστηκε να πει: «Υπάρχουν αρκετοί που σε θέλουν νεκρό —και σένα και εμάς, τους υπόλοιπους― και δεν είναι ανάγκη να τους κάνεις τη χάρη». Ο Ραντ δεν φαινόταν να ακούει. «Ας γυρίσουμε στο στρατόπεδο. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει και δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ πείνασα».

«Τι; Α. Πήγαινε, Πέριν, σε λίγο θα έρθω κι εγώ. Θέλω να μείνω ακόμα λίγο μόνος».

Ο Πέριν δίστασε κι ύστερα στράφηκε απρόθυμα προς τη χαραμάδα στο τοίχωμα της κοιλάδας. Σταμάτησε όταν του ξαναμίλησε ο Ραντ.

«Μήπως βλέπεις όνειρα όταν κοιμάσαι; Ωραία όνειρα;»

«Μερικές φορές», είπε ο Πέριν επιφυλακτικά. «Δεν θυμάμαι πολλά απ’ αυτά που ονειρεύομαι». Είχε μάθει να βάζει φράγματα στο ονείρεμά του.

«Είναι πάντα εκεί, τα όνειρα», είπε ο Ραντ, τόσο χαμηλόφωνα που ο Πέριν δυσκολεύτηκε να τον ακούσει. «Μπορεί να μας μιλάνε. Να μας λένε αλήθειες». Έμεινε σιωπηλός, συλλογισμένος.

«Το φαγητό είναι έτοιμο», είπε ο Πέριν, αλλά ο Ραντ ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Στο τέλος, ο Πέριν γύρισε και τον άφησε να στέκεται εκεί.

Загрузка...