Στο τέλος, η Εγκουέν ξαναγύρισε στο τραπέζι και στο τσάι της. Σκεφτόταν μήπως, τελικά, η Ηλαίην είχε δίκιο, μήπως το είχε παρατραβήξει, αλλά δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να ζητήσει συγγνώμη και κάθισαν έτσι όλες αμίλητες.
Όταν ξαναγύρισε η Αϊλχουίν, είχε έναν άντρα μαζί της, ένα λεπτό μεσήλικα, που φαινόταν σαν να είναι σκαλισμένος σε γερασμένο ξύλο. Ο Τζούιλιν Σάνταρ έβγαλε τα ξυλοπέδιλά του στην πόρτα και κρέμασε το κωνικό, ψάθινο καπέλο του σε ένα κρεμαστάρι. Στη ζώνη που φορούσε πάνω από το καφέ σακάκι του είχε ένα σπαθοσπάστη, που έμοιαζε αρκετά με του Χούριν, αλλά είχε κοντές σχισμές δεξιά κι αριστερά της μακριάς σχισμής. Κρατούσε ένα ραβδί που τον έφτανε στο ύψος, αλλά με πλάτος όσο ο αντίχειράς του, φτιαγμένο από το ίδιο εκείνο ανοιχτόχρωμο ξύλο που χρησιμοποιούσαν οι καροτσέρηδες για να κεντρίζουν τα βόδια τους, το οποίο έμοιαζε να έχει αρθρώσεις, σαν δάχτυλο. Τα κοντοκομμένα, μαύρα μαλλιά του έδιναν στο κεφάλι του μια επίπεδη όψη και το σβέλτο, μαύρο βλέμμα του έμοιαζε να προσέχει και να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια του δωματίου ― και όσων ήταν εκεί μέσα. Η Εγκουέν θα έβαζε στοίχημα ότι ο άντρας είχε εξετάσει με τη βλέμμα τη Νυνάβε και δεύτερη φορά και, κατά τη γνώμη της, η παντελής έλλειψη αντίδρασης από τη Νυνάβε μιλούσε από μόνη της· ήταν προφανές ότι και η Νυνάβε το είχε καταλάβει.
Η Αϊλχουίν του έδειξε το τραπέζι κι αυτός πλησίασε και δίπλωσε τα μανικέτια του σακακιού του, υποκλίθηκε στις τρεις τους, με τη σειρά σε καθεμιά και κάθισε με το ραβδί στηριγμένο στον ώμο του. Μίλησε μόνο όταν η γκριζομάλλα έβρασε φρέσκο τσάι και έβαλε σε όλους από ένα φλιτζάνι.
«Η Μητέρα Γκουένα μου είπε το πρόβλημά σας», είπε χαμηλόφωνα, καθώς κατέβαζε στο τραπέζι το φλιτζάνι του. «Θα σας βοηθήσω, αν μπορώ, αλλά ίσως οι Υψηλοί Άρχοντες να έχουν σύντομα δικές τους δουλειές να μου αναθέσουν».
Η μεγαλόσωμη γυναίκα ξεφύσησε. «Τζούιλιν, πότε άρχισες να παζαρεύεις, σαν μαγαζάτορας που θέλει να χρεώσει το λινό για μεταξωτό; Μη λες ότι θα σε καλέσουν οι Υψηλοί Άρχοντες πριν το κάνουν».
«Δεν το λέω τυχαία», της είπε ο Σάνταρ χαμογελώντας, «αλλά ξέρω ότι τις νύχτες έχω δει άντρες στις στέγες. Μονάχα με την άκρη του ματιού —κρύβονται σαν τα ψάρια καρτουλίδες στις καλαμιές― αλλά τους είδα να κινούνται. Ακόμα κανένας δεν ανέφερε κλοπή, όμως υπάρχουν κλέφτες που δουλεύουν εντός των τειχών, πίστεψε με. Άκουσε που σου λέω. Πριν περάσει άλλη μια βδομάδα θα με καλέσουν στην Πέτρα, επειδή μια ομάδα κλεφτών θα κάνει διαρρήξεις σε σπίτια εμπόρων, ακόμα και σε μέγαρα αρχόντων. Μπορεί οι Υπερασπιστές να φυλάνε τους δρόμους, αλλά όταν θέλουν να βρουν τους κλέφτες ζητούν κλεφτοκυνηγούς και πρώτον απ’ όλους εμένα. Δεν πάω να ανεβάσω τις τιμές μου, αλλά ό,τι είναι να κάνω γι’ αυτές τις όμορφες γυναίκες, πρέπει να το κάνω σύντομα».
«Πιστεύω πως λέει την αλήθεια», είπε απρόθυμα η Αϊλχουίν. «Θα σου πει ότι το φεγγάρι είναι πράσινο και το νερό άσπρο, αν ήταν έτσι να κερδίσει ένα φιλί, όμως λέει λιγότερα ψέματα από άλλους άντρες. Μπορεί και να είναι ο τιμιότερος άντρας που γεννήθηκε ποτέ στο Μάουλε». Η Ηλαίην έκρυβε το στόμα με το χέρι της και η Εγκουέν πάλευε για να μη γελάσει. Η Νυνάβε καθόταν ασυγκίνητη, με προφανή ανυπομονησία.
Ο Σάνταρ έκανε μια γκριμάτσα προς την γκριζομάλλα και μετά αποφάσισε να αγνοήσει αυτό που είχε πει. Χαμογέλασε στη Νυνάβε. «Παραδέχομαι ότι νιώθω περιέργεια γι’ αυτές τις κλέφτρες. Έχω γνωρίσει κλέφτρες και σπείρες κλεφτών, αλλά πρώτη φορά ακούω για σπείρα με γυναίκες κλέφτες. Και χρωστώ χάρες στη Μητέρα Γκουένα». Το βλέμμα του έμοιαζε να εξετάζει ξανά τη Νυνάβε.
«Πόσο χρεώνεις;» τον ρώτησε αυτή κοφτά.
«Για να βρω κλεμμένα αγαθά», είπε αυτός με ζωηρό τόνο, «ζητώ το ένα δέκατο της αξίας αυτών που θα βρω. Για να βρω ανθρώπους, ζητώ ένα ασημένιο μάρκο το άτομο. Η Μητέρα Γκουένα λέει ότι τα κλοπιμαία έχουν μικρή αξία για όλους εκτός από σένα, κυρά, έτσι προτείνω να διαλέξεις αυτό». Χαμογέλασε ξανά· τα δόντια του ήταν κάτασπρα. «Δεν θα έπαιρνα καθόλου χρήματα από εσάς, αλλά η αδελφότητα θα αποδοκίμαζε κάτι τέτοιο, οπότε θα πάρω όσα λιγότερα μπορώ. Ένα-δυο χάλκινα, όχι παραπάνω».
«Ξέρω έναν κλεφτοκυνηγό», του είπε η Ηλαίην. «Από το Σίναρ. Έναν πολύ αξιοσέβαστο άνθρωπο. Έχει όχι μόνο σπαθοσπάστη, αλλά και σπαθί. Εσύ γιατί δεν έχεις;»
Ο Σάνταρ για μια στιγμή φάνηκε να ξαφνιάζεται και ύστερα να εκνευρίζεται με τον εαυτό του που είχε ξαφνιαστεί. Είτε δεν είχε καταλάβει τον υπαινιγμό της, είτε είχε αποφασίσει να τον αγνοήσει. «Δεν είσαι Δακρινή. Έχω ακούσει για το Σίναρ, κυρά, ιστορίες για Τρόλοκ, εκεί που όλοι, ως τον τελευταίο, είναι πολεμιστές». Το χαμόγελό του έλεγε ότι αυτά ήταν παραμύθια για παιδιά.
«Αληθινές ιστορίες», είπε η Εγκουέν. «Ως επί το πλείστον. Έχω πάει στο Σίναρ».
Εκείνος την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια και συνέχισε. «Εγώ δεν είμαι άρχοντας, ούτε πλούσιος έμπορος, ούτε καν στρατιώτης. Οι Υπερασπιστές δεν πολυενοχλούν τους ξένους που φορούν σπαθί —εκτός, φυσικά, αν είναι να μείνουν καιρό εδώ― αλλά έμενα θα με έριχναν σε ένα κελί κάτω από την Πέτρα. Υπάρχουν νόμοι, κυρά». Έτριψε με το χέρι τη ράβδο του, ίσως ασυναίσθητα. Ξανακοίταξε χαμογελώντας τη Νυνάβε. «Τώρα, αν θα ήθελες να περιγράψεις αυτά που κλάπηκαν —»
Σταμάτησε όταν η Νυνάβε ακούμπησε το θύλακό της στην άκρη του τραπεζιού για να του μετρήσει δεκατρία ασημένια μάρκα. Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι είχε διαλέξει τα ελαφρύτερα νομίσματα·
τα περισσότερα ήταν Δακρινά και μόνο το ένα Αντορανό. Είχαν πάρει άφθονο χρυσάφι από την Άμερλιν, αλλά ακόμα κι αυτό θα τελείωνε.
«Εγώ θα το κάνω για λιγότερα», διαμαρτυρήθηκε αυτός. «Και δεν χρειάζεται επιπλέον ανταμοιβή. Χρεώνω όσα χρεώνω. Δεν χρειάζεται να φοβάστε μήπως με δωροδοκήσουν».
«Δεν υπάρχει τέτοιος φόβος», συμφώνησε η Αϊλχουίν. «Είπα ότι είναι τίμιος. Απλώς μην τον πιστέψεις αν σου πει ότι σε αγαπάει». Ο Σάνταρ την αγριοκοίταξε.
«Θα πληρώσω το αντίτιμο, αφέντη Σάνταρ», είπε η Νυνάβε με σταθερή φωνή, «για να διαλέξω αυτό που αγοράζω. Θα βρεις αυτές τις γυναίκες και τίποτα παραπάνω;» Τον περίμενε μέχρι αυτός να κατανεύσει απρόθυμα και υστέρα συνέχισε. «Μπορεί να είναι μαζί, μπορεί και όχι. Η πρώτη είναι Ταραμπονέζα. Είναι λίγο ψηλότερη από μένα, με μαύρα μάτια και ανοιχτά μαλλιά, στο χρώμα του μελιού, που τα έχει χτενισμένα σε πολλές μικρές κοτσίδες, όπως είναι η μόδα στο Τάραμπον. Μπορεί μερικοί άντρες να τη θεωρούν όμορφη, μα αυτή δεν θα το θεωρούσε κομπλιμέντο. Έχει άγριο, βλοσυρό στόμα. Η δεύτερη είναι Καντορινή. Έχει μακριά, μαύρα μαλλιά, με μια άσπρη πινελιά πάνω από το αριστερό αυτί και...»
Δεν έδωσε ονόματα και ο Σάνταρ δεν τα ζήτησε. Τα ονόματα άλλαζαν εύκολα. Το χαμόγελό του είχε χαθεί, τώρα που ασχολούνταν με τα της δουλειάς. Του περιέγραψε δεκατρείς γυναίκες καθώς αυτός άκουγε με προσήλωση και όταν τελείωσε, η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως ο Σάνταρ θα μπορούσε να επαναλάβει τις περιγραφές λέξη προς λέξη.
«Μπορεί να σου το είπε αυτό η Μητέρα Γκουένα», κατέληξε η Νυνάβε, «αλλά θα το ξαναπώ. Αυτές οι γυναίκες είναι πιο επικίνδυνες απ’ όσο μπορείς να πιστέψεις. Πάνω από δώδεκα άτομα έχουν ήδη σκοτωθεί από τα χέρια τους, απ’ όσο ξέρω και δεν θα με ξάφνιαζε αν αυτό ήταν μόνο μια σταγόνα από το αίμα που βάφει τα χέρια τους». Ο Σάνταρ και η Αϊλχουίν ανοιγόκλεισαν τα μάτια όταν το άκουσαν. «Αν ανακαλύψουν ότι ψάχνεις να τις βρεις, θα πεθάνεις. Αν σε πιάσουν, θα σε κάνουν να πεις πού είμαστε και η Μητέρα Γκουένα μάλλον θα πεθάνει μαζί μας». Η γκριζομάλλα γυναίκα έδειξε με την έκφρασή της ότι δεν το πίστευε. «Πίστεψέ το!» Το βλέμμα της Νυνάβε απαιτούσε τη συμφωνία της. «Πίστεψέ το, αλλιώς θα πάρω πίσω το ασήμι και θα ψάξω γι’ άλλον, που να έχει περισσότερο μυαλό!»
«Όταν ήμουν νεαρός», είπε ο Σάνταρ με φωνή σοβαρή, «μια μικροκλέφτρα έχωσε το μαχαίρι της στο πλευρό μου, επειδή πίστεψα ότι ένα ωραίο κοριτσόπουλο δεν θα έσπευδε να με μαχαιρώσει, όπως θα έκανε ένας άντρας. Δεν κάνω πια τέτοια λάθη. Θα δράσω σαν να ήταν αυτές οι γυναίκες Άες Σεντάι και, μάλιστα, του Μαύρου Άτζα». Η Εγκουέν στραβοκατάπιε και παραλίγο να πνιγεί. Ο Σάνταρ την κοίταξε με ένα συμπονετικό χαμόγελο, καθώς έριχνε τα νομίσματα στο πουγκί του και το έχωνε στη φαρδιά ζώνη του. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω, κυρά. Δεν υπάρχουν Άες Σεντάι στο Δάκρυ. Ίσως κάνω μερικές μέρες, εκτός αν είναι μαζί. Δεκατρείς γυναίκες μαζί θα είναι εύκολο να βρεθούν χώρια, δυσκολεύει. Όπως κι αν έχει, όμως, θα τις βρω. Και δεν θα τις τρομάξω, ώστε να φύγουν, πριν μάθεις πού είναι».
Όταν φόρεσε το ψάθινο καπέλο και τα ξυλοπέδιλά του και βγήκε από την πίσω πόρτα, η Ηλαίην είπε: «Ελπίζω να μην έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση. Αϊλχουίν, άκουσα τι είπε, αλλά... Καταλαβαίνει ότι είναι επικίνδυνες, σωστά;»
«Ποτέ δεν ήταν ανόητος, παρά μόνο μπροστά σε δυο μάτια ή σε έναν ωραίο αστράγαλο», είπε η γκριζομάλλα, «κι αυτό είναι το τρωτό σημείο όλων των αντρών. Είναι ο καλύτερος κλεφτοκυνηγός στο Δάκρυ. Μη σκάτε. Θα βρει τις Σκοτεινόφιλές σας».
«Θα βρέξει ξανά, πριν ξημερώσει». Η Νυνάβε ανατρίχιασε, παρά τη θαλπωρή του δωματίου. «Νιώθω να μαζεύεται καταιγίδα». Η Αϊλχουίν απλώς κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να γεμίζει γαβάθες με σούπα, για να δειπνήσουν.
Όταν έφαγαν και καθάρισαν, η Νυνάβε και η Αϊλχουίν κάθισαν σε ένα τραπέζι, μιλώντας για βότανα και θεραπείες. Η Ηλαίην κεντούσε κάτι γαλάζια και λευκά λουλουδάκια που είχε αρχίσει στον ώμο του μανδύα της και μετά διάβασε ένα αντίτυπο του Τα Δοκίμια τον Γουίλιμ από το Μανάτσις, που είχε η Αϊλχουίν στο ράφι με τα βιβλία της. Η Εγκουέν προσπάθησε να διαβάσει, αλλά ούτε τα δοκίμια, ούτε Τα Ταξίδια τον Τζάιμ του Γοργοπόδαρου, ούτε οι χιουμοριστικές ιστορίες του Αλέρια Έλφιν μπορούσαν να της κρατήσουν το ενδιαφέρον έπειτα από μερικές σελίδες. Άγγιξε πάνω από το ύφασμα το πέτρινο τερ’ανγκριάλ στον κόρφο της. Πού βρίσκονται; Τι να Θέλουν στην Καρδιά; Κανένας, εκτός από τον Δράκοντα —κανένας εκτός από τον Ραντ― δεν μπορεί να αγγίξει το Καλαντόρ, άρα τι θέλουν; Τι; Τι;
Καθώς η νύχτα σκοτείνιαζε, η Αϊλχουίν τις πήγε στα δωμάτιά τους στον πρώτο όροφο, αλλά όταν αυτή πήγε στο δικό της, οι τρεις τους μαζεύτηκαν στο δωμάτιο της Εγκουέν, κάτω από το φως μιας λάμπας. Η Εγκουέν είχε ήδη ξεντυθεί και είχε μείνει με την καμιζόλα· το κορδόνι κρεμόταν από το λαιμό της, με τα δύο δαχτυλίδια. Ένιωθε τη ριγωτή πέτρα πιο βαριά από το χρυσό δαχτυλίδι. Αυτό έκαναν κάθε νύχτα από τότε που είχαν φύγει από την Ταρ Βάλον, με μόνη εξαίρεση τη βραδιά εκείνη με τους Αελίτες.
«Ξυπνήστε με ύστερα από μια ώρα», είπε στις άλλες.
Η Ηλαίην έσμιξε τα φρύδια. «Τόσο λίγο αυτή τη φορά;»
«Νιώθεις ανησυχία;» είπε η Νυνάβε. «Ίσως το χρησιμοποιείς υπερβολικά συχνά».
«Αν δεν το έκανα, θα ήμασταν ακόμα στην Ταρ Βάλον, θα τρίβαμε κατσαρόλες και θα ελπίζαμε να βρούμε μια Μαύρη αδελφή, πριν μας βρει κάνας Φαιός Άνθρωπος», της αντιγύρισε η Εγκουέν. Φως μου, η Ηλαίην έχει δίκιο. Ξεσπάω σαν μουτρωμένο παιδάκι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μπορεί όντως να ανησυχώ. Ίσως επειδή είμαστε τόσο κοντά στην Καρδιά της Πέτρας τώρα. Τόσο κοντά στο Καλαντόρ. Τόσο κοντά στην παγίδα, όποια κι αν είναι».
«Πρόσεχε», είπε η Ηλαίην και η Νυνάβε, πιο ήσυχα, πρόσθεσε: «Πρόσεχε πολύ, Εγκουέν. Σε παρακαλώ». Τραβούσε την πλεξούδα της με μικρές, απότομες κινήσεις.
Καθώς η Εγκουέν ξάπλωνε στο κρεβάτι με τα κοντά κολωνάκια, με τις άλλες να κάθονται σε σκαμνιά δεξιά κι αριστερά της, μπουμπουνητά ταξίδευαν στον ουρανό. Ο ύπνος ήρθε αργά.
Βρισκόταν πάλι στους κυματιστούς λόφους, όπως πάντα στην αρχή — λουλούδια και πεταλούδες στην ανοιξιάτικη λιακάδα, απαλή αύρα και πουλιά που κελαηδούσαν. Φορούσε πράσινο, μεταξωτό φόρεμα αυτή τη φορά, με χρυσά πουλιά κεντημένα στο στήθος, καθώς και πράσινα, βελούδινα παπούτσια. Το τερ’ανγκριάλ έμοιαζε αρκετά ελαφρύ για να αιωρείται μακριά από το φόρεμά της, με εξαίρεση το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, που το κρατούσε κάτω.
Με την απλή μέθοδο της δοκιμής και του λάθους, είχε μάθει μερικούς από τους κανόνες του Τελ’αράν’ριοντ —ακόμα και αυτός ο κόσμος, ο Κόσμος των Ονείρων, ο Αθέατος Κόσμος, είχε τους κανόνες του, έστω κι αν ήταν αλλόκοτοι· η Εγκουέν ήταν βέβαιη ότι δεν ήξερε ούτε το ένα δέκατο εξ αυτών― και έναν τρόπο για να πηγαίνει εκεί που ήθελε. Κλείνοντας τα μάτια, άδειασε το μυαλό της, όπως θα έκανε για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Δεν ήταν εύκολο, επειδή το μπουμπούκι συνεχώς προσπαθούσε να σχηματιστεί και η Εγκουέν συνεχώς αισθανόταν την Αληθινή Πηγή και ήθελε να την αγκαλιάσει τόσο που πονούσε, αλλά έπρεπε να γεμίσει το κενό με κάτι άλλο. Οραματίστηκε την Πέτρα του Δακρύου, όπως την είχε δει σε εκείνα τα όνειρα, τη σχημάτισε με κάθε λεπτομέρεια, τέλεια εντός του κενού. Τις πελώριες, στιλβωμένες κολώνες από κοκκινόπετρα. Τις φαγωμένες με τα χρόνια πέτρες του δαπέδου. Το θόλο, ψηλά πάνω από το κεφάλι της. Το κρυστάλλινο σπαθί, ανέγγιχτο, που περιστρεφόταν αργά στον αέρα, με τη λαβή προς τα κάτω. Όταν είχε γίνει τόσο αληθινό που της φαινόταν ότι μπορούσε να απλώσει το χέρι και να το αγγίξει, άνοιξε τα μάτια της και είχε βρεθεί εκεί, στην Καρδιά της Πέτρας. Ή στην Καρδιά της Πέτρας όπως υπήρχε στον Τελ’αράν’ριοντ.
Οι κίονες ήταν εκεί, όπως και το Καλαντόρ. Και γύρω από το αστραφτερό σπαθί, θαμπές και ασαφείς, σχεδόν σαν σκιές, δεκατρείς γυναίκες κάθονταν ανακούρκουδα, κοιτάζοντας το Καλαντόρ να περιστρέφεται. Η Λίαντριν, με τα μαλλιά στο χρώμα του μελιού, γύρισε το κεφάλι, κοιτάζοντας την Εγκουέν με εκείνα τα μεγάλα, μαύρα μάτια, ενώ το στόμα της, που ήταν σαν μπουμπούκι, τραβήχτηκε σε ένα χαμόγελο.
Με μια κοφτή κραυγή, η Εγκουέν ανακάθισε στο κρεβάτι τόσο γρήγορα, που παραλίγο να πέσει από το πλάι.
«Τι συνέβη;» ζήτησε να μάθει η Ηλαίην. «Τι έγινε; Φαίνεσαι τρομαγμένη».
«Μόλις τώρα έκλεισες τα μάτια», είπε μαλακά η Νυνάβε. «Είναι η πρώτη φορά μετά την αρχή, τότε, που γυρνάς χωρίς να σε ξυπνήσουμε. Κάτι έγινε, έτσι δεν είναι;» Τράβηξε απότομα την πλεξούδα της. «Είσαι καλά;»
Πώς γύρισα πίσω; αναρωτήθηκε η Εγκουέν. Φως μου, δεν ξέρω καν τι έκανα. Ήξερε μόνο ότι προσπαθούσε να αναβάλει αυτό που έπρεπε να πει. Έλυσε το κορδόνι από το λαιμό της, έπιασε τα δαχτυλίδια στο χέρι και στριφογύρισε το τερ’ανγκριάλ στην παλάμη της. «Μας περιμένουν», είπε τελικά. Δεν χρειαζόταν να πει ποιες. «Και νομίζω ότι ξέρουν πως είμαστε στο Δάκρυ».
Έξω, η θύελλα ξέσπασε πάνω από την πόλη.
Ενώ η βροχή έδερνε το κατάστρωμα πάνω από το κεφάλι του, ο Ματ κοίταζε τον άβακα των λίθων στο τραπέζι ανάμεσα σε αυτόν και τον Θομ, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στο παιχνίδι, παρ’ όλο που το στοίχημα ήταν ένα Αντορανό μάρκο. Μια βροντή μπουμπούνισε και η λάμψη της αστραπής φώτισε τα μικρά φινιστρίνια. Τέσσερις λάμπες έχυναν το φως τους στην καμπίνα του Γοργού. Το παλιόπλοιο, μπορεί να σχίζει τα νερά σαν ψάρι, αλλά και πάλι αργεί, που να πάρει. Το πλοίο έκανε ένα μικρό τράνταγμα και ύστερα άλλο ένα· η κίνησή του φάνηκε να αλλάζει. Το καλό που τον θέλω, μη μας κολλήσει στη λάσπη! Αν δεν κάνει όσο πιο σύντομα μπορεί με αυτό τον κουβά, θα τον χώσω το χρυσάφι στο λαιμό! Ενώ χασμουριόταν —είχε να κοιμηθεί καλά από τότε που είχαν φύγει από το Κάεμλυν· ανησυχούσε τόσο που δεν μπορούσε να ξεκουραστεί στον ύπνο του― έβαλε ένα λευκό λίθο στη διασταύρωση δύο γραμμών σε τρεις κινήσεις θα αιχμαλώτιζε σχεδόν το ένα πέμπτο των μαύρων λίθων του Θομ.
«Θα γινόσουν καλός παίκτης, μικρέ», είπε ο βάρδος με την πίπα στο στόμα, τοποθετώντας τον επόμενο λίθο του, «αν το έπαιρνες ζεστά». Το ταμπάκ του μύριζε φύλλα και καρύδια.
Ο Ματ άπλωσε το χέρι για να πιάσει άλλο ένα λίθο από το σωρό που ήταν δίπλα στον αγκώνα του και μετά ανοιγόκλεισε τα μάτια και τον άφησε στη θέση του. Με τις ίδιες τρεις κινήσεις, οι λίθοι του Θομ θα περικύκλωναν πάνω από το ένα τρίτο των δικών του. Δεν το είχε δει από πριν και δεν μπορούσε να βρει διέξοδο. «Χάνεις ποτέ παιχνίδι; Έχεις χάσει ποτέ παιχνίδι;»
Ο Θομ έβγαλε την πίπα από το στόμα και ίσιωσε τα μουστάκια του. «Έχω πολύ καιρό να χάσω. Η Μοργκέις με νικούσε στα μισά παιχνίδια. Λένε ότι οι καλοί στρατιωτικοί διοικητές και οι καλοί παίκτες του Μεγάλου Παιχνιδιού είναι, επίσης, καλοί στις λίθους. Αυτή είναι και δεν αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε να διοικήσει στη μάχη».
«Δεν θα προτιμούσες να παίζαμε πιο πολύ ζάρια; Οι λίθοι είναι μεγάλο χασομέρι».
«Θα ήθελα να παίξω κάτι που να μη χάνω εννιά φορές στις δέκα», είπε ξερά ο ασπρομάλλης.
Ο Ματ πετάχτηκε όρθιος καθώς η πόρτα άνοιγε κι έμπαινε μέσα ο καπετάνιος Ντέρνε. Ο άντρας με το τετράγωνο πρόσωπο κατέβασε απότομα το μανδύα από τους ώμους του, τινάζοντας τα βροχόνερα και μουρμουρίζοντας βλαστήμιες. «Το Φως να κάψει τα κόκαλά μου, δεν ξέρω γιατί σας άφησα να ναυλώσετε τον Γοργό. Εσάς, που ζητάτε να κάνουμε πιο γρήγορα, είτε έχει πέσει η μαύρη νύχτα, είτε βρέχει με το τουλούμι. Ακόμα πιο γρήγορα. Πάντα πιο γρήγορα! Πάλι καλά που δεν πέσαμε εκατό φορές ως τώρα πάνω σε λασποΰφαλο!»
«Ήθελες το χρυσάφι», είπε τραχιά ο Ματ. «Είπες ότι αυτός ο σκυλοπνίχτης πάει γρήγορα, Ντέρνε. Πότε φτάνουμε στο Δάκρυ;»
Ο καπετάνιος χαμογέλασε σφιγμένα. «Αυτή τη στιγμή δένουμε στο μόλο. Καλύτερα να γίνω αγρότης, παρά να πάρω άλλη φορά φορτίο που μιλάει! Τώρα, πού είναι το υπόλοιπο χρυσάφι μου;»
Ο Ματ έτρεξε σε ένα από τα φινιστρίνια και κοίταξε έξω. Στη σκληρή λάμψη των αστραπών, είδε μια βρεγμένη, πέτρινη αποβάθρα, αν και δεν φαινόταν τίποτα άλλο. Έβγαλε το άλλο πουγκί με το χρυσάφι από την τσέπη του και το πέταξε στον Ντέρνε. Ποιος άκουσε ποτέ για άνθρωπο τον ποταμού που δεν παίζει ζάρια! «Καιρός ήταν», μούγκρισε. Το Φως να δώσει να μην ήρθα αργά.
Είχε χώσει όλα τα παραπανίσια ρούχα και τις κουβέρτες στο δερμάτινο σάκο του, τον κρέμασε στον έναν ώμο και μετά κρέμασε στον άλλο ώμο το δέμα των πυροτεχνημάτων, από το κορδόνι με το οποίο ήταν δεμένο. Ο μανδύας του τα σκέπαζε όλα, αλλά έχασκε λιγάκι μπροστά. Καλύτερα να βρεχόταν ο ίδιος, παρά τα πυροτεχνήματα. Αυτός θα στέγνωνε και θα ήταν μια χαρά· μια δοκιμή με έναν κουβά είχε δείξει ότι δεν συνέβαινε το ίδιο με τα πυροτεχνήματα. Τι να πω, μάλλον ο μπαμπάς τον Ραντ είχε δίκιο. Ο Ματ ανέκαθεν πίστευε ότι το Συμβούλιο του Χωριού δεν τα άναβε στη βροχή, επειδή το θέαμα τις ξάστερες νύχτες ήταν καλύτερο.
«Δεν τα πουλάς, επιτέλους, αυτά τα πράγματα;» είπε ο Θομ καθώς φορούσε το μανδύα με τα μπαλώματα. Κάλυπτε τις δερμάτινες θήκες της άρπας και του φλάουτου του, αλλά τον μπόγο με τα ρούχα και τις κουβέρτες του τον είχε ρίξει στη ράχη του, πάνω από το μανδύα.
«Πρώτα θα βρω πώς δουλεύουν, Θομ. Και, επίσης, σκέψου πόσο πλάκα θα έχει όταν, στο τέλος, τα ανάψω».
Ο βάρδος ανατρίχιασε. «Αρκεί να μην τα ανάψεις όλα μαζεμένα, μικρέ. Αρκεί να μην τα ρίξεις στο τζάκι την ώρα του δείπνου. Για όλα σε έχω ικανό, έτσι που κάνεις τώρα τελευταία με αυτά τα βεγγαλικά. Είσαι τυχερός που ο καπετάνιος από δω δεν μας πέταξε από το πλοίο πριν από δύο μέρες».
«Δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα», γέλασε ο Ματ, «πριν πάρει το πουγκί. Σωστά, Ντέρνε;»
Ο Ντέρνε πετούσε στον αέρα το πουγκί και το ξανάπιανε με το ίδιο χέρι. «Δεν το ρώτησα πριν, αλλά τώρα μου έδωσες το χρυσάφι και δεν το παίρνεις πίσω. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Όλη αυτή η φούρια;»
«Ένα στοίχημα, Ντέρνε». Ο Ματ χασμουρήθηκε και πήρε τη ράβδο του. «Ένα στοίχημα».
«Στοίχημα;» Ο Ντέρνε έμεινε να κοιτάει το βαρύ πουγκί. Το άλλο πουγκί, εξίσου βαρύ, ήταν κλειδωμένο στο σεντούκι με τα λεφτά του. «Τι στοίχημα βάλατε, ένα ολόκληρο βασίλειο, που να πάρει;»
«Κάτι παραπάνω», είπε ο Ματ.
Η βροχή έπεφτε τόσο πυκνή στο κατάστρωμα που δεν έβλεπε τη σανιδόσκαλα, παρά μόνο όταν έπεφταν αστραπές πάνω από την πόλη· ο βρυχηθμός της ραγδαίας βροχής σκέπαζε σχεδόν κάθε άλλο ήχο. Αλλά ο Ματ έβλεπε φως σε παράθυρα λίγο παραπέρα, στο δρόμο. Εκεί πάνω θα υπήρχαν πανδοχεία. Ο καπετάνιος δεν είχε ανέβει στο κατάστρωμα για να τους κατεβάσει στη στεριά, ούτε και είχε μείνει κανένας από τους ναύτες εκεί έξω, στη βροχή. Ο Ματ και ο Θομ κατέβηκαν μονάχοι στο μόλο.
Ο Ματ βλαστήμησε όταν οι μπότες του βούλιαξαν στη λάσπη του δρόμου, αλλά δεν γινόταν αλλιώς κι έτσι συνέχισε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, καθώς οι μπότες και η ράβδος του κολλούσαν με κάθε βήμα. Ο αέρας μύριζε ψαρίλα, βρωμούσε, παρά τη βροχή. «Θα βρούμε πανδοχείο», είπε, φωνάζοντας για να ακουστεί, «και ύστερα θα βγω να ψάξω».
«Με αυτό τον καιρό;» απάντησε εξίσου δυνατά ο Θομ. Η βροχή κυλούσε στο πρόσωπό του, αλλά περισσότερο πρόσεχε να κρατήσει στεγνά τα όργανά του, παρά το πρόσωπό του.
«Ο Κομάρ μπορεί να έφυγε από το Κάεμλυν πριν από μας. Αν είχε ένα καλό άλογο, αντί για τα ψοφίμια που βρήκαμε εμείς, θα είχε ξεκινήσει κατάντη από το Αρινγκίλ ίσως μια ολόκληρη μέρα πριν από εμάς και δεν ξέρω πόσο μειώσαμε το προβάδισμά του με αυτόν το χαζό, τον Ντέρνε».
«Γρήγορα ήρθαμε», παραδέχτηκε ο Θομ. «Ο Σβέλτος δικαιώνει το όνομά του».
«Έστω κι έτσι, Θομ, είτε βρέχει είτε δεν βρέχει, πρέπει να τον πετύχω πριν βρει την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην».
«Μερικές ώρες ακόμα δεν έχουν σημασία, μικρέ. Υπάρχουν εκατοντάδες πανδοχεία σε μια πόλη μεγάλη, σαν το Δάκρυ. Μπορεί να υπάρχουν εκατοντάδες εκτός των τειχών του και μερικά θα είναι μικρά μέρη, με καμιά ντουζίνα δωμάτια μόνο, τόσο μικρά που μπορεί να περάσεις από μπροστά τους και να μην τα δεις». Ο βάρδος σήκωσε την κουκούλα του μανδύα του, μουρμουρίζοντας μόνος του. «Θα πάρει βδομάδες για να τα ψάξουμε όλα. Όμως, τον ίδιο χρόνο θα χρειαστεί και ο Κομάρ. Μπορούμε να περάσουμε τη νύχτα στα στεγνά. Αν θέλεις, βάλε στοίχημα όσα νομίσματα σου απέμειναν ότι ο Κομάρ δεν θα είναι έξω να βρέχεται».
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Ένα μικρό πανδοχείο, με καμιά ντουζίνα δωμάτια. Πριν φύγει από το Πεδίο του Έμοντ, το μεγαλύτερο κτίριο που είχε δει ποτέ ήταν το Πανδοχείο της Οινοπηγής. Αμφέβαλλε αν ο Μπραν αλ’Βερ είχε πάνω από δώδεκα δωμάτια για νοίκιασμα. Η Εγκουέν ζούσε με τους γονείς και τις αδελφές της στα μπροστινά δωμάτια του πρώτου πατώματος. Που να καώ, μερικές φορές νομίζω ότι όλοι εμείς κακώς φύγαμε από το Πεδίο τον Έμοντ. Αλλά ο Ραντ οπωσδήποτε έπρεπε να φύγει και η Εγκουέν μάλλον θα είχε πεθάνει, αν δεν είχε πάει στην Ταρ Βάλον. Τώρα, ίσως πεθάνει επειδή πήγε. Όσο για τον ίδιο, δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να κατασταλάξει πάλι στο αγρόκτημα· οι αγελάδες και τα πρόβατα δεν έπαιζαν ζάρια. Αλλά ο Πέριν είχε ακόμα την ευκαιρία να γυρίσει στην πατρίδα. Έπιασε τον εαυτό του να σκέφτεται, γύρνα σπίτι, Πέριν. Γύρνα σπίτι όσο ακόμα μπορείς. Κούνησε με δύναμη το κεφάλι. Βλάκα! Γιατί να θέλει κάτι τέτοιο; Σκέφτηκε τον ύπνο, αλλά έδιωξε τη σκέψη. Όχι ακόμα.
Ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό, τρία διχαλωτά ραβδιά μαζί, που έριξαν ένα σκληρό φως σε ένα στενό σπίτι, που είχε ματσάκια με βότανα κρεμασμένα στα παράθυρα και σε ένα κατάστημα, που ήταν μεν κλειστό, αλλά από την ταμπέλα με τις γαβάθες και τα πιάτα έμοιαζε με εργαστήριο αγγειοπλάστη. Χασμουρήθηκε, με τους ώμους καμπουριασμένους κάτω από τη δυνατή βροχή και προσπάθησε να ταχύνει το βήμα, ξεκολλώντας πιο γρήγορα τις μπότες του από τη λάσπη που τις αγκάλιαζε.
«Μου φαίνεται ότι, μάλλον, πρέπει να ξεχάσω αυτό το μέρος της πόλης, Θομ», φώναξε. «Υπάρχει πολλή λάσπη, καθώς και η βρώμα της ψαρίλας. Φαντάζεσαι τη Νυνάβε ή την Εγκουέν —ή την Ηλαίην!― να διαλέγουν αυτή την περιοχή για να μείνουν; Στις γυναίκες αρέσουν τα καθαρά και περιποιημένα πράγματα, Θομ, και θέλουν να μυρίζουν ωραία».
«Ίσως να είναι κι έτσι, μικρέ», μουρμούρισε ο Θομ και ύστερα έβηξε. «Θα ξαφνιαζόσουν αν μάθαινες τι μπορούν να υπομείνουν οι γυναίκες. Αλλά ίσως».
Ο Ματ τάχυνε το βήμα, κρατώντας το μανδύα του, για να μην ξεσκεπαστούν τα πυροτεχνήματα. «Έλα, Θομ. Θέλω απόψε να βρούμε τον Κομάρ ή τις κοπέλες ― ή το ένα ή τα άλλο».
Ο Θομ τον ακολούθησε κουτσαίνοντας και βήχοντας πού και πού.
Πέρασαν τις πλατιές πύλες της πόλης —που ήταν αφύλαχτες σε αυτή τη βροχή― και ο Ματ αισθάνθηκε ανακούφιση όταν ένιωσε πάλι καλντερίμι κάτω από τα πόδια του. Και λίγο παραπέρα, στον ίδιο δρόμο, ούτε πενήντα βήματα απόσταση, υπήρχε ένα πανδοχείο, με τα παράθυρα της κοινής αίθουσάς του να χύνουν φως στο δρόμο και τη μουσική να αντηχεί στη νύχτα. Ακόμα και ο Θομ έκανε γρήγορα αυτά τα τελευταία πενήντα βήματα στη βροχή, παρά το χωλό πόδι του.
Η Λευκή Ημισέληνος είχε έναν πανδοχέα τόσο κοιλαρά, που το μακρύ, γαλάζιο σακάκι του κολλούσε και τον έσφιγγε τόσο κάτω από τη μέση όσο και από πάνω, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε με τους υπόλοιπους άντρες, που κάθονταν σε καρέκλες με χαμηλές ράχες γύρω από τα τραπέζια. Του Ματ του φάνηκε ότι το φαρδύ παντελόνι του πανδοχέα, που ήταν δεμένο στους αστραγάλους, πάνω από τα χαμηλά παπούτσια, ήταν αρκετά μεγάλο για να χωρά δύο συνηθισμένους ανθρώπους, έναν σε κάθε μπατζάκι. Οι σερβιτόρες φορούσαν σκούρα φορέματα με ψηλό γιακά και κοντές άσπρες ποδιές. Ανάμεσα στα δύο πέτρινα τζάκια υπήρχε ένας άντρας που έπαιζε ντούλτσιμερ. Ο Θομ κοίταξε το μουσικό με κριτικό μάτι και κούνησε το κεφάλι.
Ο σχεδόν στρογγυλός πανδοχέας, ο Κάβαν Λόπαρ, όπως ήταν το όνομά του, χάρηκε και με το παραπάνω που θα τους έδινε δωμάτια. Έριξε ένα κατσουφιασμένο βλέμμα στις λασπωμένες μπότες τους, αλλά το ασήμι από το πουγκί του Ματ —το χρυσάφι σωνόταν― και ο χιλιομπαλωμένος μανδύας του Θομ γαλήνεψαν το παχουλό μέτωπό του. Όταν ο Θομ είπε ότι κάποια βράδια θα έδινε παράσταση για μια μικρή αμοιβή, τα προγούλια του Λόπαρ τρεμούλιασαν από χαρά. Δεν ήξερε τίποτα για ένα μεγαλόσωμο άντρα με άσπρη πινελιά στο γένι του, ούτε και για τρεις γυναίκες που να ταιριάζουν με την περιγραφή που έδωσε ο Ματ. Ο Ματ άφησε τα πάντα στο δωμάτιό του, εκτός από τον μανδύα και τη ράβδο του και μόλις που έριξε μια ματιά στο κρεβάτι —ο ύπνος ήταν άκρως δελεαστικός, αλλά δεν θα άφηνε τις σκέψεις του να στραφούν εκεί― και ύστερα καταβρόχθισε ένα πικάντικο βραστό με ψάρι και έτρεξε πάλι έξω, στη βροχή. Ξαφνιάστηκε βλέποντας τον Θομ να έρχεται μαζί του.
«Νόμιζα ότι ήθελες να μείνεις μέσα, στα στεγνά, Θομ».
Ο βάρδος χτύπησε απαλά τη θήκη του φλάουτου, που είχε ακόμα κάτω από το μανδύα του. Τα υπόλοιπα πράγματά του ήταν πάνω, στο δωμάτιό του. «Ο κόσμος ξανοίγεται στους βάρδους, μικρέ. Μπορεί να μάθω κάτι που εσύ δεν θα το μάθαινες. Ούτε κι εγώ θα ήθελα να πάθουν κακό οι κοπελίτσες».
Υπήρχε άλλο ένα πανδοχείο εκατό βήματα παραπέρα, στην άλλη πλευρά του γεμάτου βροχόνερα δρόμου και ακόμα ένα διακόσια βήματα πιο μετά και μετά υπήρχαν κι άλλα. Ο Ματ τα πήρε με τη σειρά που τα συναντούσαν και χώνονταν μέσα μόνο όση ώρα χρειάζονταν για να επιδείξει ο Θομ το μανδύα του, να πει μια ιστορία και μετά να αφήσει να τον κεράσουν ένα κύπελλο κρασί, ενώ, στο μεταξύ, ο Ματ ρωτούσε ολόγυρα για έναν ψηλό με μια λευκή πινελιά στο κοντοκουρεμένο, μαύρο γένι του και για τρεις γυναίκες. Κέρδισε μερικά νομίσματα στα ζάρια, αλλά δεν έμαθε τίποτα, ούτε και ο Θομ. Απλώς, χαιρόταν που ο βάρδος έμοιαζε να πίνει λίγες γουλιές μόνο σε κάθε πανδοχείο· ο Θομ σχεδόν απείχε από το ποτό στο καράβι, αλλά ο Ματ δεν ήταν σίγουρος ότι δεν θα ξανάρχιζε να πίνει, από τη στιγμή που θα έφταναν στο Δάκρυ. Όταν επισκέφτηκαν δυο ντουζίνες κοινές αίθουσες, ο Ματ ένιωθε τα βλέφαρά του βαριά, σαν κάποιο φορτίο να είχε κρεμαστεί από εκεί. Η βροχή είχε καταλαγιάσει λιγάκι, αλλά ακόμα έπεφτε σταθερά, με μεγάλες σταγόνες. Καθώς η βροχή ηρεμούσε, ο αέρας είχε δροσίσει. Ο ουρανός είχε τη σκουρόγκριζη όψη που προμήνυε την αυγή.
«Μικρέ», μουρμούρισε ο Θομ, «αν δεν γυρίσουμε στη Λευκή Ημισέληνο, θα πέσω να κοιμηθώ εδώ, στη βροχή». Σταμάτησε για να βήξει. «Καταλαβαίνεις ότι προσπέρασες τρία πανδοχεία; Φως μου, είμαι τόσο κουρασμένος που δεν μπορώ να σκεφτώ. Έχεις κάποιο σχέδιο πού να πάμε, που δεν μου το έχεις πει;»
Ο Ματ κοίταξε νυσταγμένος λίγο πιο πέρα στο δρόμο, όπου ένας ψηλός άντρας με μανδύα χανόταν γοργά σε μια γωνία. Φως μου, είμαι κουρασμένος. Ο Ραντ είναι πεντακόσιες λεύγες από δω και το παίζει Δράκοντας. «Τι; Τρία πανδοχεία;» Στέκονταν σχεδόν μπροστά από ένα άλλο, το Χρυσό Κύπελλο, σύμφωνα με την ταμπέλα που έτριζε στον άνεμο. Δεν έμοιαζε καθόλου με κύπελλο ζαριών, αλλά ο Ματ αποφάσισε να δοκιμάσει. «Ένα ακόμα, Θομ. Αν δεν τις βρούμε εδώ, θα γυρίσουμε πίσω και θα πέσουμε στο κρεβάτι». Το κρεβάτι φαινόταν πιο ελκυστικό από ένα παιχνίδι ζάρια όπου παίζονταν εκατό χρυσά μάρκα σε μια ζαριά, αλλά πίεσε τον εαυτό του να μπει μέσα.
Μόλις έκανε δύο βήματα στην κοινή αίθουσα, ο Ματ τον είδε. Ο μεγαλόσωμος άντρας φορούσε πράσινο σακάκι με γαλάζιες ρίγες στα φουσκωτά μανίκια του, αλλά ήταν ο Κομάρ, με το μαύρο γενάκι και τα λοιπά του. Καθόταν σε μια από εκείνες τις παράξενες καρέκλες με τη χαμηλή ράχη, σε ένα τραπέζι στην άλλη άκρη της αίθουσας, κουνώντας ένα δερμάτινο κύπελλο ζαριών και χαμογελώντας σε έναν άντρα που καθόταν απέναντί του. Ο άλλος φορούσε μακρύ σακάκι, φαρδύ παντελόνι και δεν χαμογελούσε. Κοίταζε τα νομίσματα στο τραπέζι, σαν να ευχόταν να τα είχε πίσω, στο πουγκί του. Άλλο ένα κύπελλο ζαριών στεκόταν στον αγκώνα του Κομάρ.
Ο Κομάρ αναποδογύρισε το κύπελλο στο χέρι του και άρχισε να γελά, μέχρι τα ζάρια σχεδόν να σταματήσουν να γυρίζουν. «Ποιος έχει σειρά;» φώναξε δυνατά, τραβώντας τα κερδισμένα στη δική του μεριά του τραπεζιού. Μπροστά του είχε ήδη μια αρκετά μεγάλη στοίβα με ασήμι. Άρπαξε τα ζάρια στο κύπελλο και το κούνησε. «Δεν μπορεί, όλο και κάποιος άλλος θα θέλει να δοκιμάσει την τύχη του». Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν υπήρχε κανείς, αλλά αυτός συνέχισε να κουνά τα ζάρια και να γελά.
Δεν δυσκολεύτηκαν να ξεχωρίσουν τον πανδοχέα, παρ’ όλο που εδώ, στο Δάκρυ, δεν φορούσαν τις συνηθισμένες ποδιές. Είχε σακάκι στην ίδια απόχρωση του μπλε, σαν όλους τους άλλους πανδοχείς με τους οποίους είχε μιλήσει ο Ματ. Ήταν κι αυτός παχύς, αλλά ο μισός από τον Λόπαρ, ίσως λίγο παραπάνω και είχε τα μισά προγούλια του. Καθόταν σε ένα τραπέζι μόνος του, γυάλιζε με μανία μια κασσιτέρινη κούπα και αγριοκοίταζε τον Κομάρ, που βρισκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας, αλλά όχι όταν τον κοιτούσε ο Κομάρ. Και κάποιοι από τους πελάτες έριχναν κατσουφιασμένες ματιές στο γενειοφόρο άντρα. Όχι, όμως, όταν τους κοίταζε.
Ο Ματ κατέπνιξε την πρώτη παρόρμησή του, που ήταν να χιμήξει στον Κομάρ, να τον βαρέσει στο κεφάλι με την πολεμική ράβδο του και να τον ρωτήσει πού βρίσκονταν η Εγκουέν και οι άλλες. Εδώ κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Κομάρ ήταν ο πρώτος που είχε δει ο Ματ να φοράει σπαθί, αλλά ο τρόπος που τον κοίταζαν οι άλλοι έδειχνε κάτι παραπάνω από φόβο για έναν ξιφομάχο. Ακόμα και η σερβιτόρα, που έφερε στον Κομάρ ένα γεμάτο κύπελλο κρασί —την οποία τσίμπησε, σαν ανταμοιβή για τον κόπο της― γέλασε νευρικά μαζί του.
Κοίτα το απ’ όλες τις μεριές, σκέφτηκε ο Ματ κουρασμένος. Τις μισές φορές που μπαίνω σε μπελάδες, είναι επειδή δεν το κάνω αυτό. Πρέπει να σκεφτώ. Η κούραση ήταν σαν να του είχε γεμίσει το μυαλό πίτουρα. Έκανε νόημα στον Θομ και πλησίασαν τον πανδοχέα, που τους κοίταξε καχύποπτα όταν κάθισαν στο τραπέζι. «Ποιος είναι εκείνος με την άσπρη πινελιά στο μούσι;» ρώτησε ο Ματ.
«Δεν είστε από την πόλη, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο πανδοχέας. «Κι αυτός ξένος είναι. Απόψε τον είδα για πρώτη φορά, αλλά ξέρω τι είναι. Ένας ξενομερίτης, που ήρθε εδώ κι έκανε μια περιουσία με το εμπόριο. Ένας έμπορος αρκετά πλούσιος για να φορά σπαθί. Δεν είναι λόγος αυτός για να μας φέρεται έτσι».
«Αφού δεν τον ξαναείδες άλλοτε», είπε ο Ματ, «τότε πώς ξέρεις ότι είναι έμπορος;»
Ο πανδοχέας τον κοίταξε σαν να τον περνούσε για βλάκα. «Από το σακάκι, άνθρωπε μου, και από το σπαθί. Δεν μπορεί να είναι άρχοντας ή στρατιώτης, αφού είναι από αλλού, άρα πρέπει να είναι ένας πλούσιος έμπορος». Κούνησε το κεφάλι με τη χαζομάρα των ξένων. «Έρχονται στα μέρη μας για μας κοιτάνε ψηλομύτικα και χαϊδεύουν τα κορίτσια μας μπροστά στα μάτια μας, αλλά αυτός δεν έχει δίκιο που κάνει τέτοιο πράγμα. Αν εγώ πάω στο Μάουλε, δεν θα παίξω για τα λεφτουδάκια του ψαρά. Αν πάω στο Τάβαρ, δεν θα παίξω ζάρια με τον αγρότη που ήρθε να πουλήσει τη σοδειά του». Τώρα γυάλιζε με λύσσα. «Έχει μεγάλη τύχη αυτός ο άνθρωπος. Έτσι θα έφτιαξε την περιουσία του».
«Κερδίζει, έτσι δεν είναι;» Ο Ματ, καθώς χασμουριόταν, αναρωτήθηκε πώς θα τα κατάφερνε στα ζάρια με έναν άλλο τυχερό.
«Είναι μερικές φορές που χάνει», μουρμούρισε ο πανδοχέας, «όταν παίζονται μερικές ασημένιες πένες. Μερικές φορές. Αλλά όταν είναι πάνω από ένα ασημένιο μάρκο... Δώδεκα φορές και παραπάνω απόψε, τον είδα να κερδίζει στις Κορώνες με τρεις κορώνες και δύο τριαντάφυλλα. Κι ακόμα πιο συχνά, στην Κορυφή, ήταν με τρία εξάρια και δύο πεντάρια. Ρίχνει μονάχα εξάρια στα Τριάρια και τρία εξάρια κι ένα πεντάρι κάθε φορά στην Πυξίδα. Αν έχει τόση τύχη, τι να πω, το Φως να τον οδηγεί και καλά να είναι ο άνθρωπος, αλλά ας βάλει την τύχη του ενάντια σε άλλους εμπόρους, όπως είναι το πρέπον. Πώς μπορεί να έχει κανείς τόση τύχη;»
«Φτιαγμένα ζάρια», είπε ο Θομ και ύστερα έβηξε. «Όταν θέλει να κερδίσει στα σίγουρα, χρησιμοποιεί ζάρια που δείχνουν πάντα την ίδια όψη. Έδειξε εξυπνάδα φτιάχνοντάς τα έτσι που να μη δείχνουν μόνο την καλύτερη ζαριά ― ο κόσμος το υποψιάζεται αν πετυχαίνεις πάντα το βασιλιά» —κοίταξε τον Ματ υψώνοντας το φρύδι― «αλλά απλώς μια που να είναι σχεδόν αδύνατο να φέρεις καλύτερη, μα δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι πάντα δείχνουν την ίδια όψη».
«Έχω ακούσει γι’ αυτό», είπε αργά ο πανδοχέας. «Άκουσα ότι τα χρησιμοποιούν οι Ιλιανοί». Μετά κούνησε το κεφάλι. «Αλλά και οι δύο παίζουν με τα ίδια ζάρια και το ίδιο κύπελλο. Δεν γίνεται».
«Φέρε μου δύο κύπελλα ζαριών», είπε ο Θομ, «και διπλά ζάρια. Με κορώνες ή με βούλες, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι το ίδιο».
Ο πανδοχέας τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, αλλά έφυγε —φροντίζοντας συνετά να πάρει μαζί του την κασσιτέρινη κούπα — και ξανάρθε με δύο δερμάτινα κύπελλα. Ο Θομ έριξε τα πέντε κοκάλινα ζάρια ενός στο τραπέζι μπροστά στον Ματ. Είτε ήταν με βούλες, είτε με σύμβολα, όλα τα ζάρια που είχε δει ποτέ ο Ματ ήταν από κόκαλο ή από ξύλο. Αυτά εδώ ήταν με βούλες. Τα μάζεψε και κοίταξε συνοφρυωμένος τον Θομ. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να προσέξω;»
Ο Θομ έριξε στο χέρι του τα ζάρια από το άλλο κύπελλο και μετά, σχεδόν τόσο γρήγορα που το βλέμμα δεν τον πρόλαβε, τα ξανάριξε μέσα και γύρισε το κύπελλο, έτσι ώστε να σταθεί αναποδογυρισμένο στο τραπέζι πριν τα ζάρια προλάβουν να χυθούν έξω. Άφησε το χέρι του πάνω στο κύπελλο. «Βάλε ένα σημαδάκι σε κάθε ζάρι, μικρέ. Κάτι μικρό, για να ξέρεις ότι είναι το δικό σου σημάδι».
Ο Ματ αντάλλαξε απορημένες ματιές με τον πανδοχέα. Έπειτα και οι δύο κοίταξαν το κύπελλο που ήταν κάτω από το χέρι του Θομ. Ήξερε ότι ο Θομ ετοίμαζε κάποιο κόλπο —οι βάρδοι πάντα έκαναν πράγματα που φάνταζαν απίστευτα, όπως το να τρώνε φωτιές και να εμφανίζουν μετάξια από τον αέρα― αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ο Θομ θα κατάφερνε να κάνει κάτι, έτσι που τον παρακολουθούσε από κοντά. Έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και χάραξε ελαφρά κάθε ζάρι, δίπλα στον κύκλο με τις έξι βούλες.
«Εντάξει», είπε και τα ακούμπησε στο τραπέζι. «Για δείξε μου το κόλπο σου».
Ο Θομ άπλωσε το χέρι και έπιασε τα ζάρια. Έπειτα, τα ακούμπησε ξανά κάτω, μισό μέτρο παραπέρα. «Ψάξε να βρεις τα σημάδια σου, μικρέ».
Ο Ματ έσμιξε τα φρύδια. Το χέρι του Θομ ήταν ακόμα στο αναποδογυρισμένο δερμάτινο κύπελλο· ο βάρδος δεν το είχε κουνήσει από κει, ούτε είχε πλησιάσει σε αυτό τα ζάρια του Ματ. Μάζεψε τα ζάρια... και τα κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Πάνω τους δεν υπήρχε η παραμικρή χαρακιά. Ο πανδοχέας άφησε μια κοφτή κραυγή.
Ο Θομ γύρισε το ελεύθερο χέρι του, φανερώνοντας πέντε ζάρια. «Τα σημάδια σου είναι πάνω σε τούτα. Να τι κάνει ο Κομάρ. Είναι τέχνασμα για παιδιά, απλό, παρ’ όλο που δεν θα φανταζόμουν ότι είχε τόσο επιδέξια δάχτυλα».
«Νομίζω ότι δεν θέλω πια να παίξω ζάρια μαζί σου», είπε αργά ο Ματ. Ο πανδοχέας είχε στυλώσει το βλέμμα στα ζάρια, αλλά όχι σαν να έβλεπε κάποια λύση. «Κάλεσε τη Φρουρά, όπως και να τη λέτε εδώ», του είπε ο Ματ. «Βάλε να τον συλλάβουν». Δεν θα σκοτώσει κανέναν μέσα από το κελί της φυλακής. Μα αν είναι ήδη νεκρές; Προσπάθησε να μην ακούσει άλλο τη φωνή, αλλά αυτή επέμενε. Τότε θα τον σκοτώσω εγώ, καθώς και τον Γκάεμπριλ μετά και ύστερα ας γίνει ό,τι θέλει. Μα δεν είναι νεκρές, που να καώ! Δεν μπορεί!
Ο πανδοχέας κουνούσε το κεφάλι. «Εγώ; Εγώ να καταδώσω έναν έμπορο στους Υπερασπιστές; Ούτε που θα κοίταζαν τα ζάρια του. Με μια του λέξη, θα βρισκόμουν αλυσοδεμένος, να δουλεύω στις σκουπιδιάρες στα Δάχτυλα του Δράκοντα. Αν ήθελε, θα μπορούσε να με σπαθίσει εδώ που κάθομαι και οι Υπερασπιστές θα έλεγαν ότι μου άξιζε. Ίσως φύγει σε λίγο».
Ο Ματ έκανε μια ειρωνική γκριμάτσα. «Αν τον ξεμπροστιάσω, θα είναι όλα εντάξει; Θα καλέσεις τότε τη Φρουρά, τους Υπερασπιστές, κάποιον τέλος πάντων;»
«Δεν καταλαβαίνεις. Είσαι ξένος. Ακόμα κι αν είναι από αλλού, είναι πλούσιος άνθρωπος, σημαντικός».
«Περίμενε εδώ», είπε ο Ματ στον Θομ. «Ό,τι κι αν γίνει, δεν θα τον αφήσω να βρει την Εγκουέν και τις άλλες». Χασμουρήθηκε καθώς έσπρωχνε πίσω την καρέκλα του.
«Στάσου, μικρέ», φώναξε πίσω του ο Θομ, με μαλακή αλλά επιτακτική φωνή. Ο βάρδος σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Που να καείς, δεν ξέρεις πού πας να χώσεις τη μύτη σου!»
Ο Ματ του έκανε νόημα να μείνει εκεί και πλησίασε τον Κομάρ. Κανένας άλλος δεν είχε δεχτεί την πρόκληση του γενειοφόρου κι ο Κομάρ κοίταξε τον Ματ με ενδιαφέρον, καθώς αυτός ακουμπούσε τη ράβδο στο τραπέζι και καθόταν.
Ο Κομάρ κοίταξε εξεταστικά το σακάκι του Ματ και ένα απαίσιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Χάλκινα θα στοιχηματίσεις, αγρότη; Δεν σπαταλώ το χρόνο μου με —» Η φράση του κόπηκε καθώς ο Ματ ακουμπούσε στο τραπέζι μια Αντορανή χρυσή κορώνα και χασμουριόταν, χωρίς να προσπαθεί καν να καλύψει το στόμα του. «Δεν μιλάς πολύ, αγρότη, παρ’ όλο που οι τρόποι σου επιδέχονται βελτίωση, αλλά ο χρυσός έχει δική του φωνή και δεν έχει ανάγκη από τρόπους». Κούνησε το δερμάτινο κύπελλο στο χέρι του και έριξε τα ζάρια. Γέλασε πνιχτά πριν καν σταματήσουν, δείχνοντας τρεις κορώνες και δύο τριαντάφυλλα. «Δεν κερδίζεις τέτοια ζαριά, αγρότη. Ίσως στα κουρέλια σου έχεις κρυμμένο κι άλλο χρυσάφι, που θέλεις να το χάσεις. Τι έκανες; Έκλεψες τον αφέντη σου;»
Άπλωσε το χέρι στα ζάρια, αλλά ο Ματ τα άρπαξε πριν απ’ αυτόν. Ο Κομάρ τον αγριοκοίταξε, αλλά τον άφησε να πάρει το κύπελλο. Αν και οι δυο ζαριές ήταν το ίδιο, θα ξανάριχναν, μέχρι να κερδίσει ο ένας. Ο Ματ χαμογέλασε καθώς κουνούσε τα ζάρια. Δεν θα έδινε στον Κομάρ την ευκαιρία να τα αλλάξει. Αν έριχναν ίδια ζαριά τρεις ή τέσσερις φορές στη σειρά —ακριβώς την ίδια, κάθε φορά― ακόμα κι αυτοί οι Υπερασπιστές θα τον άκουγαν. Ολόκληρη η κοινή αίθουσα θα το έβλεπε· οι άλλοι θα ήταν αναγκασμένοι να επιβεβαιώσουν τα λόγια του.
Έριξε τα ζάρια στο τραπέζι. Αναπήδησαν αλλόκοτα. Ένιωσε... κάτι να αλλάζει. Ήταν σαν να είχε αποχαλινωθεί η τύχη του. Το δωμάτιο φάνηκε να σπαρταρά γύρω του, τραβώντας τα ζάρια με νήματα. Για κάποιον λόγο, θέλησε να κοιτάξει την πόρτα, αλλά δεν πήρε το βλέμμα από τα ζάρια. Σταμάτησαν. Πέντε κορώνες. Τα μάτια του Κομάρ είχαν γουρλώσει κι έμοιαζαν έτοιμα να ξεκολλήσουν από τις κόγχες τους.
«Χάνεις», είπε μαλακά ο Ματ. Αν η τύχη του ήταν τόσο καλή, ίσως να ήταν καιρός να τη σπρώξει λίγο ακόμα. Στο βάθος του μυαλού του, μια φωνή του έλεγε να σκεφτεί, αλλά αυτός ήταν τόσο κουρασμένος που δεν ήθελε να την ακούσει. «Νομίζω ότι η τύχη σου τελειώνει, Κομάρ. Αν έκανες κακό σε εκείνες τις κοπέλες, τότε στέρεψε για τα καλά».
«Μα δεν βρήκα καν πού...» άρχισε να λέει ο Κομάρ, κοιτάζοντας ακόμα τα ζάρια και ύστερα σήκωσε απότομα το κεφάλι. Το πρόσωπό του είχε ασπρίσει. «Πού ξέρεις το όνομά μου;»
Δεν τις είχε βρει ακόμα. Τύχη, γλυκιά μου τύχη, μείνε μαζί μου. «Γύρνα πίσω στο Κάεμλυν, Κομάρ. Πες στον Γκάεμπριλ ότι δεν μπόρεσες να τις βρεις. Πες του ότι πέθαναν. Πες του ό,τι θες, αλλά φύγε από το Δάκρυ απόψε. Αν σε ξαναδώ, θα σε σκοτώσω».
«Ποιος είσαι;» είπε ταραγμένος ο μεγαλόσωμος άντρας. «Ποιος —;» Την άλλη στιγμή, είχε ξεθηκαρώσει το σπαθί του και είχε σηκωθεί όρθιος.
Ο Ματ έσπρωξε το τραπέζι πάνω του και έπιασε τη ράβδο. Είχε ξεχάσει πόσο μεγαλόσωμος ήταν ο Κομάρ. Ο γενειοφόρος έσπρωξε το τραπέζι πάλι προς το μέρος του. Ο Ματ έπεσε μαζί με την καρέκλα του, καταφέρνοντας με δυσκολία να κρατήσει τη ράβδο, ενώ ο Κομάρ παραμέριζε το τραπέζι για να τον καρφώσει με το σπαθί. Ο Ματ τίναξε τα πόδια του στην κοιλιά του άλλου για να τον σταματήσει και έκανε μια αδέξια, κυκλική κίνηση με τη ράβδο, για να αποκρούσει το σπαθί. Αλλά το χτύπημα πέταξε τη ράβδο από τα δάχτυλά του και, αντίθετα, βρέθηκε να σφίγγει τον καρπό του Κομάρ, με τη λεπίδα του άλλου να απέχει μια παλάμη από το πρόσωπό του. Μούγκρισε και κύλησε προς τα πίσω, σπρώχνοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε με τα πόδια του. Τα μάτια του Κομάρ γούρλωσαν καθώς πετιόταν πάνω από τον Ματ και έπεφτε σε ένα τραπέζι ανάσκελα. Ο Ματ πάσχισε να πιάσει το σπαθί του, αλλά όταν το έπιασε, ο Κομάρ ακόμα δεν είχε κινηθεί.
Ο μεγαλόσωμος άντρας κείτονταν με τη λεκάνη και τα πόδια απλωμένα στο τραπέζι, ενώ το υπόλοιπο κορμί του κρεμόταν κάτω και το κεφάλι του άγγιζε το πάτωμα. Οι άντρες που κάθονταν στο τραπέζι είχαν σηκωθεί και είχαν πάρει απόσταση ασφαλείας, έσφιγγαν τα χέρια και κοιτάζονταν μεταξύ τους νευρικά. Ένα χαμηλό, ανήσυχο βουητό γέμιζε την κοινή αίθουσα, που δεν ήταν ο θόρυβος που περίμενε ο Ματ.
Το σπαθί του Κομάρ ήταν κοντά στο χέρι του. Αλλά δεν σάλευε. Κοίταζε τον Ματ, όμως, καθώς ο Ματ κλωτσούσε το σπαθί να πάει παραπέρα και έπεφτε στο ένα γόνατο πλάι του. Φως μου! Νομίζω ότι η πλάτη τον έσπασε! «Σου είπα να φύγεις, Κομάρ. Η τύχη σου τελείωσε».
«Ανόητε», είπε χαμηλόφωνα ο μεγαλόσωμος άντρας. «Νομίζεις άραγε... πως ήμουν... ο μόνος που τις κυνηγούσε; Δεν θα... ζήσουν ως το...» Τα μάτια του έμειναν να κοιτάζουν τον Ματ και το στόμα του ήταν ανοιχτό, αλλά δεν είπε τίποτα άλλο. Ούτε και θα ξαναμιλούσε ποτέ.
Ο Ματ αντάμωσε τη θολή ματιά, προσπαθώντας να βγάλει κι άλλα λόγια από το νεκρό. Ποιος άλλος, που να καείς; Ποιος; Πού είναι; Η τύχη μου. Που να καώ, τι έπαθε η τύχη μου; Συνειδητοποίησε ότι ο πανδοχέας τον τραβούσε με μανία από το μπράτσο.
«Πρέπει να φύγεις. Πρέπει. Πριν έρθουν οι Υπερασπιστές. Θα τους δείξω τα ζάρια. Θα τους πω ότι ήταν ένας ξενομερίτης, αλλά ψηλός. Με κόκκινα μαλλιά και γκρίζα μάτια. Κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Είναι κάποιος που ονειρεύτηκα χθες βράδυ. Δεν είναι πραγματικός. Κανείς εδώ δεν θα με βγάλει ψεύτη. Πήρε τα λεφτά όλων με τα ζάρια του. Αλλά εσύ πρέπει να φύγεις. Πρέπει!» Όλοι οι άλλοι στην κοινή αίθουσα κοίταζαν επιμελώς αλλού.
Ο Ματ άφησε τον πανδοχέα να τον τραβήξει από το νεκρό και να τον βγάλει έξω. Ο Θομ ήδη τον περίμενε στη βροχή. Άρπαξε τον Ματ από το μπράτσο και προχώρησε βιαστικά στο δρόμο, κουτσαίνοντας και σέρνοντας πίσω του τον Ματ. Η κουκούλα του Ματ ήταν κρεμασμένη στην πλάτη του· η βροχή μούσκευε τα μαλλιά του, κυλούσε στο πρόσωπό του και χυνόταν στο σβέρκο του, αλλά αυτός δεν την πρόσεχε. Ο βάρδος όλο κοίταζε πάνω από τον ώμο του, ψάχνοντας το δρόμο πέρα από τον Ματ.
«Κοιμάσαι, μικρέ; Δεν μου έμοιαζες να κοιμάσαι στο πανδοχείο. Έλα, μικρέ. Οι Υπερασπιστές θα συλλάβουν όλους τους ξένους στους γύρω δρόμους, ό,τι περιγραφή κι αν δώσει ο πανδοχέας».
«Είναι η τύχη», μουρμούρισε ο Ματ. «Το ξεδιάλυνα. Τα ζάρια. Η τύχη μου δουλεύει καλύτερα όταν τα πράγματα είναι... τυχαία. Όπως τα ζάρια. Δεν βοηθάει στην τράπουλα. Δεν βοηθάει στους λίθους. Εκεί υπάρχουν πολλά μοτίβα. Πρέπει να είναι τυχαίο. Ακόμα και που βρήκα τον Κομάρ. Έπαψα να μπαίνω σε όλα τα πανδοχεία. Μπήκα σε εκείνο κατά τύχη. Θομ, για να βρω έγκαιρα την Εγκουέν και τις άλλες, θα πρέπει να ψάξω δίχως κανένα συγκεκριμένο μοτίβο».
«Τι λες τώρα; Ο άνθρωπος είναι νεκρός. Αν τις έχει ήδη σκοτώσει... Ε, τις εκδικήθηκες. Αν όχι, τις έσωσες. Κάνε πιο γρήγορα, που να πάρει! Οι Υπερασπιστές δεν θα αργήσουν να φτάσουν και δεν είναι ευγενικοί, σαν τους Φρουρούς της Βασίλισσας».
Ο Ματ ελευθέρωσε το χέρι του με ένα τίναγμα και τάχυνε το ρυθμό του με ασταθή βήματα, σέρνοντας τη ράβδο. «Του ξέφυγε και είπε ότι ακόμα δεν τις είχε βρει. Αλλά είπε ότι δεν ήταν ο μόνος. Θομ, τον πιστεύω. Τον κοίταζα στα μάτια κι έλεγε την αλήθεια. Ακόμα πρέπει να τις βρω, Θομ. Και τώρα δεν ξέρω καν ποιος τις κυνηγά. Πρέπει να τις βρω».
Κρύβοντας ένα πελώριο χασμουρητό με τη γροθιά του, ο Θομ σήκωσε την κουκούλα του Θομ, επειδή ακόμα έβρεχε. «Όχι απόψε, μικρέ. Χρειάζομαι ύπνο, το ίδιο κι εσύ».
Είμαι βρεγμένος. Τα μαλλιά κολλάνε στο πρόσωπό μου. Ένιωθε μια θαμπάδα στο κεφάλι του. Ύστερα από μια στιγμή, συνειδητοποίησε ότι ήταν από την ανάγκη του για ύπνο. Και συνειδητοποίησε πόσο κουρασμένος ήταν, επειδή έπρεπε να το σκεφτεί για να το καταλάβει. «Εντάξει, Θομ. Αλλά θα ξαναψάξω μόλις φωτίσει». Ο Θομ κατένευσε, έβηξε και γύρισαν στη Λευκή Ημισέληνο περπατώντας στη βροχή.
Η αυγή δεν θα αργούσε να έρθει, αλλά ο Ματ σηκώθηκε από το κρεβάτι και μαζί με τον Θομ ξεκίνησαν για να ψάξουν όλα τα πανδοχεία εντός των τειχών του Δακρύου. Ο Ματ άφησε τον εαυτό του να περιπλανηθεί, πήγαινε όπου τον οδηγούσαν η διάθεση του και η επόμενη στροφή, χωρίς να ψάχνει καν για πανδοχεία, ρίχνοντας ένα κέρμα για να αποφασίσει πού θα έμπαινε. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε το ίδιο πράγμα, τρεις μέρες και τρεις νύχτες έβρεχε αδιάκοπα, μερικές φορές με μπουμπουνητά, μερικές φορές ήσυχα, αλλά πάντα με τη βροχή να πέφτει ραγδαία.
Ο βήχας του Θομ χειροτέρεψε, έτσι αναγκάστηκε να παρατήσει το φλάουτο και να κόψει τις ιστορίες και σε τέτοιο καιρό δεν έβγαζε έξω την άρπα του· επέμενε, όμως, να συνοδεύει τον Ματ και ο κόσμος ακόμα ήθελε να μιλάει με ένα βάρδο. Η τύχη του Ματ στα ζάρια φαινόταν ακόμα καλύτερη από τότε που είχε αρχίσει αυτή την τυχαία περιπλάνηση, αν και ποτέ δεν έμενε σε ένα πανδοχείο ή σε μια ταβέρνα περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν για να κερδίσει μερικά νομίσματα. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος άκουσαν κάτι χρήσιμο. Φήμες για πόλεμο με τον Ίλιαν. Φήμες για εισβολή στο Μαγιέν. Φήμες ότι θα εισέβαλλαν οι Αντορανοί, ότι οι Θαλασσινοί θα απέκλειαν τις εμπορικές ρότες, ότι οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου επέστρεφαν από τους νεκρούς. Φήμες ότι ερχόταν ο Δράκοντας. Οι άντρες με τους οποίους στοιχημάτιζε ο Ματ μιλούσαν μελαγχολικά, όποια φήμη κι αν μετέφεραν του φαινόταν ότι έψαχναν να βρουν τις πιο δυσοίωνες φήμες που μπορούσαν και ότι τις μισοπίστευαν όλες. Αλλά δεν άκουσε ούτε έναν ψίθυρο που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην Εγκουέν και τις άλλες. Κανένας πανδοχέας δεν είχε δει γυναίκες που να ανταποκρίνονται στην περιγραφή του.
Άρχισε να βλέπει άσχημα όνειρα, δίχως αμφιβολία εξαιτίας της αγωνίας του. Έβλεπε την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην με κάποιον τύπο με κοντά, άσπρα μαλλιά, που φορούσε σακάκι με φουσκωτά ριγέ μανίκια, σαν του Κομάρ, να γελάει και να υφαίνει ένα δίχτυ ολόγυρά τους. Μόνο που, μερικές φορές, ύφαινε ένα δίχτυ για τη Μουαραίν και άλλοτε κρατούσε ένα κρυστάλλινο σπαθί, ένα σπαθί που, όταν το άγγιζε, άστραφτε σαν τον ήλιο. Μερικές φορές, αυτός που κρατούσε το σπαθί ήταν ο Ραντ. Για κάποιον λόγο, ονειρευόταν συχνά τον Ραντ.
Ο Ματ ήταν σίγουρος ότι για όλα αυτά έφταιγε το ότι δεν κοιμόταν αρκετά και ότι δεν έτρωγε παρά μόνο όταν το θυμόταν, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Είχε να κερδίσει ένα στοίχημα, έλεγε στον εαυτό του, και ήθελε να το κερδίσει, ακόμα κι αν αυτό τον σκότωνε.