Ο απογευματινός ήλιος έκαιγε καθώς το πορθμείο έπιανε στο Δάκρυ· λιμνούλες με νερά απλώνονταν στις αχνιστές πέτρες της αποβάθρας και του Πέριν του φάνηκε ότι ο αέρας ήταν υγρός όσο και στο Ίλιαν. Ο αέρας μύριζε πίσσα, ξύλο και σχοινί —πιο κάτω, κατά μήκος του ποταμού, διέκρινε ναυπηγεία― αλλά και μπαχαρικά, σίδηρο και κριθάρι, αρώματα και κρασιά, καθώς και εκατό διαφορετικές οσμές, τις οποίες δεν μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα στο συνονθύλευμά τους, που οι περισσότερες έρχονταν από τις αποθήκες πίσω από τις προβλήτες. Όταν, για μια στιγμή, άλλαξε ο άνεμος και φύσηξε από το νότο, ο Πέριν μύρισε, επίσης, ψάρια, αλλά αυτή η μυρωδιά χάθηκε καθώς ο άνεμος άλλαζε ακόμα μια φορά. Καμιά μυρωδιά από κάτι που θα μπορούσε να κυνηγήσει. Άνοιξε το μυαλό του για να νιώσει τους λύκους, αλλά συνειδητοποίησε τι έκανε και ύψωσε πάλι τα τείχη του. Τον τελευταίο καιρό, αυτό το έκανε υπερβολικά συχνά. Φυσικά, δεν θα υπήρχαν λύκοι σε τέτοια πόλη. Ευχήθηκε να μην ένιωθε τόσο... μόνος.
Μόλις κατέβηκε η ράμπα στην άκρη του πορθμείου, οδήγησε τον Γοργοπόδη στο μόλο, πίσω από τη Μουαραίν και τον Λαν. Η πελώρια φιγούρα της Πέτρας του Δακρύου ήταν στα αριστερά τους, με τέτοιες σκιές που έμοιαζε με βουνό, παρά το τεράστιο λάβαρο στο ψηλότερο σημείο της. Δεν ήθελε να κοιτάξει την Πέτρα, αλλά του φαινόταν αδύνατο να αντικρίσει την πόλη χωρίς να τη δει. Άραγε θα έχει φτάσει εκείνος; Φως μου, αν έχει ήδη προσπαθήσει να μπει σε αυτό, μπορεί να είναι κιόλας νεκρός. Και τότε όλα αυτά θα τα είχαν κάνει για το τίποτα.
«Τι θέλουμε να βρούμε εδώ;» ρώτησε η Ζαρίν από πίσω του. Δεν είχε σταματήσει να κάνει ερωτήσεις· απλώς, δεν ρωτούσε την Άες Σεντάι και τον Πρόμαχο. «Το Ίλιαν μας έδειξε Φαιούς Ανθρώπους και το Τρελό Κυνήγι. Τι έχει το Δάκρυ που... που κάποιος θέλει τόσο να σε εμποδίσει να το βρεις;»
Ο Πέριν κοίταξε γύρω του· δεν φαινόταν να τους έχει ακούσει κάποιος από τους λιμενεργάτες, που πηγαινοέρχονταν μεταφέροντας φορτία. Ήταν σίγουρος ότι θα είχε μυρίσει φόβο, αν τους είχε ακούσει κανείς. Δάγκωσε τη γλώσσα του, για να μην ξεστομίσει την αιχμηρή παρατήρηση που ήταν έτοιμος να πει. Η γλώσσα της Ζαρίν ήταν πιο γρήγορη και πιο κοφτερή.
«Μακάρι να μην ήσουν τόσο ενθουσιώδης, Φάιλε», μπουμπούνιοε ο Λόιαλ. «Δείχνεις να πιστεύεις ότι θα είναι παιχνιδάκι, όπως ήταν στο Ίλιαν».
«Παιχνιδάκι;» μουρμούρισε η Ζαρίν. «Παιχνιδάκι! Λόιαλ, παραλίγο να σκοτωνόμασταν δυο φορές μέσα σε ένα βράδυ. Το Ίλιαν από μόνο του φτάνει για ένα τραγούδι Κυνηγού. Γιατί λες ότι ήταν παιχνιδάκι;»
Ο Πέριν έκανε μια γκριμάτσα. Μέσα του ευχήθηκε να μην αποκαλούσε ο Λόιαλ τη Ζαρίν με το όνομα που είχε επιλέξει η ίδια· ήταν μια διαρκής υπενθύμιση ότι η Μουαραίν τη θεωρούσε το γεράκι στην εικόνα της Μιν. Και δεν εμπόδιζε τον Πέριν να αναρωτιέται μήπως αυτή ήταν η όμορφη γυναίκα για την οποία τον είχε προειδοποιήσει η Μιν. Τουλάχιστον, ακόμα δεν βρήκα αστούριο. Ούτε και Τουάθα’αν με σπαθί! Που να γίνω έμπορος μαλλιού, αυτό θα ήταν το πιο παράξενο απ’ όλα.
«Σταμάτα να κάνεις ερωτήσεις, Ζαρίν», είπε καθώς ανέβαινε στη σέλα του Γοργοπόδη. «Θα μάθεις το λόγο που είμαστε εδώ, όταν η Μουαραίν αποφασίσει να σου τον πει». Προσπάθησε να μην κοιτάξει την Πέτρα.
Εκείνη τον κοίταξε με εκείνα τα μαύρα, γερτά μάτια. «Νομίζω πως ούτε κι εσύ ξέρεις, σιδερά. Νομίζω ότι γι’ αυτό δεν μου λες, επειδή δεν μπορείς. Παραδέξου το, αγροτόπαιδο».
Με ένα μικρό στεναγμό, ξεκίνησε από τις προβλήτες ακολουθώντας τη Μουαραίν και τον Λαν. Η Ζαρίν δεν έκανε τόσο σκληρά πειράγματα στον Λόιαλ όταν ο Ογκιρανός αρνιόταν να απαντήσει στις ερωτήσεις της. Ο Πέριν πίστευε ότι η Ζαρίν προσπαθούσε να τον αναγκάσει να χρησιμοποιήσει εκείνο το όνομα. Αυτό δεν θα γινόταν.
Η Μουαραίν είχε δέσει το λαδωμένο μανδύα πίσω από τη σέλα της, πάνω στο φαινομενικά ασήμαντο δέμα που έκρυβε το λάβαρο του Δράκοντα και παρά τη ζέστη, είχε φορέσει το γαλάζιο, λινό μανδύα από το Ίλιαν. Η βαθιά, πλατιά κουκούλα του έκρυβε το πρόσωπό της. Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό κρεμόταν από ένα κορδόνι γύρω από το λαιμό της. Το Δάκρυ, είχε πει η Μουαραίν, δεν απαγόρευε την παρουσία των Άες Σεντάι, μόνο τη διαβίβαση, αλλά οι Υπερασπιστές της Πέτρας έδιναν ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες που φορούσαν το δαχτυλίδι. Σε αυτή την επίσκεψή της στο Δάκρυ, δεν ήθελε να την παρακολουθούν.
Ο Λαν είχε χώσει στο σακίδιο της σέλας του το μανδύα που άλλαζε χρώματα, πριν από δυο μέρες, όταν είχε γίνει φανερό ότι, όποιος κι αν είχε στείλει τα Σκοτεινόσκυλα, δεν είχε συνεχίσει την καταδίωξη ― ο Πέριν είχε σκεφτεί, με ένα ρίγος, ότι ήταν ο Σαμαήλ και προσπάθησε να μη σκέφτεται άλλο το όνομα. Ο Πρόμαχος δεν είχε κάνει καμία παραχώρηση στη ζέστη του Ίλιαν και δεν έκανε καμία στην πιο ήπια ζέστη του Δακρύου. Ο γκριζοπράσινος μανδύας του ήταν κουμπωμένος μέχρι πάνω.
Ο Πέριν φορούσε το μανδύα του μισάνοιχτο και είχε το γιακά του πουκαμίσου του λυμένο. Το Δάκρυ μπορεί να ήταν πιο δροσερό από το Ίλιαν, αλλά δεν έπαυε να είναι καυτό, σαν καλοκαίρι στους Δύο Ποταμούς· όπως γινόταν πάντα μετά τη βροχή, η υγρασία στον αέρα έκανε τη ζέστη να φαίνεται χειρότερη. Η ζώνη του τσεκουριού του κρεμόταν από το ψηλό μπροστάρι της σέλας του. Το είχε πρόχειρο, σε περίπτωση που το χρειαζόταν και ένιωθε καλύτερα μη φορώντας το.
Ο Πέριν ξαφνιάστηκε βλέποντας τη λάσπη που είχαν οι πρώτοι δρόμοι που πήραν. Μόνο χωριά και κωμοπόλεις είχαν χωματόδρομους, απ’ ό,τι είχε δει, και το Δάκρυ ήταν μια από τις σπουδαίες πόλεις. Αλλά εδώ ο κόσμος δεν φαινόταν να ενοχλείται και πολλοί βάδιζαν ξυπόλητοι. Μια γυναίκα, που περπατούσε φορώντας μικρές, ξύλινες πλατφόρμες, τράβηξε την προσοχή του για λίγη ώρα και ο Πέριν αναρωτήθηκε γιατί δεν φορούσαν όλοι αυτά τα υποδήματα. Τα φαρδιά παντελόνια των αντρών έμοιαζαν πιο δροσερά από το στενό που φορούσε ο ίδιος, αλλά ήξερε ότι θα ένιωθε ανόητος αν τα δοκίμαζε. Είδε την εικόνα με το νου του, τον εαυτό του να φορά αυτά τα παντελόνια, μαζί με το στρογγυλό, ψάθινο καπελάκι του και χασκογέλασε.
«Τι σου φάνηκε αστείο, Πέριν;» ρώτησε ο Λόιαλ. Τα αυτιά του είχαν κρεμάσει τόσο, που οι τρούφες στις άκρες τους είχαν κρυφτεί στα μαλλιά του και κοίταζε ανήσυχα τους περαστικούς στο δρόμο. «Αυτοί οι άνθρωποι δείχνουν... ηττημένοι, Πέριν. Δεν φαίνονταν έτσι την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ. Ακόμα και οι άνθρωποι που επέτρεψαν να κοπεί το άλσος τους, δεν τους αξίζει να δείχνουν έτσι».
Όταν ο Πέριν άρχισε να εξετάζει τα πρόσωπα, αντί να βλέπει τα πάντα μονομιάς, είδε ότι ο Λόιαλ είχε δίκιο. Πολλά από αυτά τα πρόσωπα είχαν χάσει κάτι. Ίσως την ελπίδα. Την περιέργεια. Μόλις που κοίταζαν την έφιππη παρέα που περνούσε από δίπλα τους, παρά μόνο για να κάνουν στην άκρη ώστε να περάσουν τα άλογα. Ήταν λες και ο Ογκιρανός, που ίππευε ένα ζώο μεγάλο, σαν άλογο για φορτία, δεν ήταν διαφορετικός από τον Λαν και τον Πέριν.
Οι δρόμοι άλλαξαν κι έγιναν πλατύ πλακόστρωτο όταν η ομάδα πέρασε το ψηλό, γκρίζο τείχος της πόλης, μπροστά από το σκληρό, μαύρο βλέμμα των φρουρών. Οι στρατιώτες φορούσαν κόκκινα σακάκια με πλατιά μανίκια, που κατέληγαν σε στενά, άσπρα μανικέτια, ελασμάτινους θώρακες από πάνω και στρογγυλά κράνη με γείσο ολόγυρα, που είχαν μια επιμήκη προεξοχή στην κορυφή. Αντί για τα φαρδιά παντελόνια που φορούσαν οι άλλοι, τα δικά τους ήταν στενά και χώνονταν σε μπότες που έφταναν ως το γόνατο. Οι στρατιώτες κοίταξαν συνοφρυωμένοι το σπαθί του Λαν και άγγιξαν τα δικά τους, κοίταξαν αυστηρά το τσεκούρι και το τόξο του Πέριν, αλλά με κάποιον τρόπο, παρά τα σμιγμένα φρύδια και τις αυστηρές ματιές, τα πρόσωπά τους είχαν μια ηττημένη έκφραση, σαν να μην υπήρχε τίποτα πια που να αξίζει πραγματικά τον κόπο.
Τα κτίρια ήταν μεγαλύτερα και ψηλότερα μέσα από τα τείχη, παρ’ όλο που τα περισσότερα δεν ήταν κατασκευασμένα διαφορετικά από εκείνα που ήταν έξω. Οι στέγες φαίνονταν κάπως παράξενες στον Πέριν, ειδικά εκείνες που κατέληγαν σε μια μυτερή κορυφή, αλλά είχε δει τόσα διαφορετικά είδη στεγών από τότε που είχε αφήσει την πατρίδα του, που απλώς αναρωτήθηκε τι είδους καρφιά άραγε να χρησιμοποιούσαν για τα κεραμίδια τους. Σε κάποια μέρη, οι άνθρωποι δεν έβαζαν καν καρφιά στα κεραμίδια.
Παλάτια και μεγάλα μέγαρα στέκονταν ανάμεσα σε μικρότερα, πιο συνηθισμένα κτίρια, που έμοιαζαν ριγμένα τυχαία εδώ κι εκεί· ένα κτίσμα με πύργους και τετραγωνισμένους, λευκούς θόλους, που το έζωναν πλατιοί δρόμοι απ’ όλες τις μερικές, αντίκριζε καταστήματα, πανδοχεία και σπίτια στις απέναντι πλευρές των ίδιων εκείνων δρόμων. Ένα πελώριο κτίριο με τετράγωνες, μαρμάρινες κολώνες, πλάτους τεσσάρων βημάτων, στην πρόσοψη, που έπρεπε να ανέβεις πενήντα σκαλιά για να φτάσεις σε μπρούτζινες πόρτες ύψους πέντε απλωσιών, είχε αρτοποιείο στη μια πλευρά του και ραφτάδικο στην άλλη.
Εδώ ήταν περισσότεροι εκείνοι που φορούσαν ίδια σακάκια και παντελόνια με τους στρατιώτες, αν και σε πιο λαμπερά χρώματα, δίχως αρματωσιά και, μάλιστα, υπήρχαν κάποιοι που έφεραν σπαθί. Κανείς δεν ήταν ξυπόλητος, ούτε ακόμα κι όσοι φορούσαν φαρδιά παντελόνια. Τα φορέματα των γυναικών ήταν συνήθως μακρύτερα, τα ντεκολτέ ήταν βαθύτερα και αποκάλυπταν τους ώμους, ακόμα και τον κόρφο τους και τα μεταξωτά φορέματα ήταν εξίσου πολλά με τα μάλλινα. Οι Θαλασσινοί διακινούσαν αρκετό μετάξι μέσω του Δακρύου. Πλάι στις βοϊδάμαξες και τα κάρα υπήρχαν χειράμαξες και άμαξες. Αλλά ήταν πολλά τα πρόσωπα με την ίδια όψη, που έδειχνε ότι να είχαν εγκαταλείψει κάτι.
Το πανδοχείο που διάλεξε ο Λαν, το Άστρο, είχε υφαντουργείο στη μια πλευρά και σιδηρουργείο στην άλλη, με στενά δρομάκια ανάμεσά τους. Το σιδηρουργείο ήταν από γκρίζα πέτρα, το υφαντουργείο και το πανδοχείο από ξύλο, αν και το Άστρο έφτανε τους τρεις ορόφους και είχε παραθυράκια ακόμα και στη στέγη. Το κροτάλισμα των αργαλειών δυσκολευόταν να ανταγωνιστεί το σφυροκόπημα από το σιδηρουργείο. Έδωσαν τα άλογά τους στους σταβλίτες, που τα πήραν στην πίσω μεριά και μπήκαν στο πανδοχείο. Από την κουζίνα μύριζε ψάρι ψητό, ίσως και σούπα, καθώς και αρνάκι που ψηνόταν. Οι άντρες στην κοινή αίθουσα φορούσαν όλοι στενά σακάκια και φαρδιά παντελόνια· ο Πέριν σκέφτηκε ότι οι πλούσιοι —για κάποιο λόγο, ήταν βέβαιος ότι οι άντρες που φορούσαν τα φανταχτερά σακάκια με τα φουσκωτά μανίκια και οι γυναίκες με τους γυμνούς ώμους, οι οποίες φορούσαν μεταξωτά φορέματα, ήταν όλοι πλούσιοι, ή ευγενείς― δεν θα ανέχονταν το θόρυβο. Ίσως γι’ αυτό το λόγο το είχε διαλέξει ο Λαν.
«Πώς θα κοιμηθούμε με αυτό το σαματά;» μουρμούρισε η Ζαρίν.
«Χωρίς ερωτήσεις;» της είπε με ένα χαμόγελο. Του φάνηκε, γιο μια στιγμή, ότι θα του έβγαζε τη γλώσσα.
Ο πανδοχέας ήταν ένας στρογγυλοπρόσωπος, φαλακρός άντρας, με μακρύ, σκουρογάλανο σακάκι και φαρδύ παντελόνι, που υποκλίθηκε ενώνοντας τα χέρια πάνω στη μεγάλη κοιλιά του. Το πρόσωπό του είχε εκείνη την έκφραση της κουρασμένης παραίτησης. «Το Φως να σας οδηγεί, κυράδες, και καλώς ήρθατε», αναστέναξε. «Το Φως να σας οδηγεί, αφέντες, και καλώς ήρθατε». Τινάχτηκε λίγο όταν είδε τα κίτρινα μάτια του Πέριν και μετά συνέχισε κουρασμένα με τον Λόιαλ. «Το Φως να σε οδηγεί, φίλε Ογκιρανέ, και καλώς ήρθες. Πέρασε παραπάνω από χρόνος που έχω να δω κάποιους του λαού σου στο Δάκρυ. Έπρεπε να κάνουν κάποια δουλειά στην Πέτρα. Φυσικά, έμειναν στην Πέτρα, αλλά μια μέρα τους είδα στο δρόμο». Τελείωσε με άλλο ένα στεναγμό και δεν φαινόταν να νιώθει περιέργεια για το λόγο που είχε έρθει στο Δάκρυ άλλος ένας Ογκιρανός, ούτε και για το λόγο που είχαν έρθει οι υπόλοιποι.
Ο φαλακρός πανδοχέας, που το όνομά του ήταν Τζούραχ Χάρετ, τους οδήγησε ο ίδιος στα δωμάτιά τους. Απ’ ό,τι φαινόταν, το μεταξωτό φόρεμα της Μουαραίν και ο τρόπος που κρατούσε το πρόσωπό της κρυμμένο, σε συνδυασμό με το σκληρό πρόσωπο και το σπαθί του Λαν, σήμαιναν για τον Χάρετ ότι ήταν μια αρχόντισσα και ο φρουρός της και άρα άξιζαν την προσωπική φροντίδα του. Προφανώς, θεώρησε τον Πέριν βοηθό και ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήξερε που να κατατάξει τη Ζαρίν —προς μεγάλη αηδία της― και ο Λόιαλ, βεβαίως, ήταν ένας Ογκιρανός. Κάλεσε υπηρέτες άντρες να ενώσουν κρεβάτια για τον Λόιαλ και πρόσφερε στη Μουαραίν τη χρήση ιδιωτικού δωματίου για τα γεύματά της. Εκείνη δέχτηκε με αξιοπρέπεια.
Σε όλα αυτά, η παρέα έμεινε ενωμένη, προχωρώντας σαν μικρή πομπή στους πάνω διαδρόμους, ώσπου ο Χάρετ υποκλίθηκε και αποσύρθηκε αναστενάζοντας, αφήνοντάς τους εκεί απ’ όπου είχαν αρχίσει, έξω από το δωμάτιο της Μουαραίν. Οι τοίχοι ήταν ασβεστωμένοι και το κεφάλι του Λόιαλ άγγιζε το ταβάνι.
«Αηδιαστικός άνθρωπος», μουρμούρισε η Ζαρίν, ξεσκονίζοντας με δύναμη τις στενές φούστες της και με τα δύο χέρια. «Μου φαίνεται ότι με πήρε για υπηρέτριά σου, Λες Σεντάι. Δεν θα το ανεχτώ αυτό!»
«Πρόσεχε τα λόγια σου», είπε μαλακά ο Λαν. «Αν πεις αυτό το όνομα μπροστά σε κόσμο, θα το μετανιώσεις, μικρή». Η έκφρασή της έδειξε ότι ήταν έτοιμη να τσακωθεί, αλλά το παγωμένο, γαλανό βλέμμα του της έκλεισε το στόμα αυτή τη φορά, αν και δεν γαλήνεψε τη ματιά της.
Η Μουαραίν τους αγνόησε. Ατενίζοντας το τίποτα, έπαιζε με το μανδύα, μια κίνηση σχεδόν σαν να σκούπιζε τα χέρια της. Κατά τη γνώμη του Πέριν, δεν είχε συναίσθηση αυτού που έκανε.
«Τι κάνουμε για να βρούμε τον Ραντ;» ρώτησε, αλλά εκείνη δεν φάνηκε να τον ακούει. «Μουαραίν;»
«Μην απομακρυνθείτε από το πανδοχείο», είπε αυτή έπειτα από λίγο. «Το Δάκρυ μπορεί να είναι μια επικίνδυνη πόλη για εκείνους που δεν ξέρουν τους τρόπους του. Εδώ, το Σχήμα μπορεί να σχιστεί». Την τελευταία φράση την είπε απαλά, σχεδόν μονολογώντας. «Λαν, ας δούμε τι μπορούμε να ανακαλύψουμε χωρίς να τραβήξουμε την προσοχή. Οι υπόλοιποι, μείνετε κοντά στο πανδοχείο!»
«“Μείνετε κοντά στο πανδοχείο”», τη μιμήθηκε η Ζαρίν, καθώς η Άες Σεντάι και ο Πρόμαχος κατέβαιναν τη σκάλα. Αλλά το είπε χαμηλόφωνα, για να μην την ακούσουν. «Αυτός ο Ραντ. Είναι εκείνος που τον αποκάλεσες...» Αν έμοιαζε με γεράκι εκείνη τη στιγμή, σίγουρα ήταν ένα πολύ αναστατωμένο γεράκι. «Και είμαστε στο Δάκρυ, όπου η Καρδιά της Πέτρας φυλάει... Και οι Προφητείες λένε... Που να με κάψει το Φως, τα’βίρεν, ανήκει αυτό στα παραμύθια όπου θα ήθελα να βρεθώ;»
«Δεν είναι παραμύθι, Ζαρίν». Για μια στιγμή, ο Πέριν ένιωσε την ίδια ανημποριά που έδειχνε ο πανδοχέας. «Ο Τροχός μας υφαίνει στο Σχήμα. Διάλεξες να μπλέξεις το νήμα σου με τα δικά μας· τώρα είναι πολύ αργά για να το ξεμπερδέψεις».
«Φως μου!» μούγκρισε η Ζαρίν. «Τώρα μιλάς σαν εκείνη!»
Ο Πέριν την άφησε εκεί, μαζί με τον Λόιαλ και πήγε να αφήσει τα πράγματά του στο δωμάτιό του, το οποίο είχε ένα χαμηλό κρεβάτι, άνετο αλλά μικρό, από εκείνα που οι πρωτευουσιάνοι έδειχναν να θεωρούν αρμόζοντα για τους υπηρέτες, λεκάνη για πλύσιμο πάνω σε ένα τραπεζάκι, σκαμνί και μερικά κρεμαστάρια στον τοίχο, όπου ο σοβάς είχε ραγισματιές. Όταν ξαναβγήκε, οι άλλοι δύο είχαν εξαφανιστεί. Το κουδούνισμα του σφυριού στο αμόνι ακούστηκε σαν κάλεσμα.
Τόσο πολλά στο Δάκρυ φαίνονταν παράξενα, που ένιωσε ανακούφιση όταν μπήκε στο σιδηρουργείο. Το ισόγειο ήταν όλο μια μεγάλη αίθουσα, απ’ όπου έλειπε ο πίσω τοίχος και στη θέση του υπήρχαν δύο μακριές πόρτες, οι οποίες άνοιγαν σε μια αυλή· εκεί έφερναν άλογα και βόδια για πετάλωμα και υπήρχε και μια θηλιά, για να συγκρατεί τα βόδια. Τα σφυριά στέκονταν στις θήκες τους, οι λαβίδες, διαφόρων ειδών και μεγεθών, κρέμονταν σε εκτεθειμένα πατόξυλα στους τοίχους, στηρίγματα και μαχαίρια για το καθάρισμα οπλών και άλλα εργαλεία πεταλώματος ήταν τακτικά παραταγμένα σε ξύλινους πάγκους, μαζί με σκαρπέλα, σουβλιά, καλούπια και όλα τα σύνεργα της τέχνης του σιδερά. Υπήρχαν ράφια με κομμάτια από σίδερο και ατσάλι σε διάφορα μήκη και πάχη. Πέντε ακονιστικοί τροχοί, με διαφορετική τραχύτητα ο καθένας, στέκονταν εδώ κι εκεί στο σκληρό, χωμάτινο δάπεδο· έξι αμόνια· και τρία καμίνια με πέτρινα τοιχώματα, μαζί με τα φυσερά τους ― αν και τώρα μονάχα το ένα είχε αναμμένα κάρβουνα. Υπήρχαν έτοιμα βαρέλια με νερό, για το πάγωμα του καυτού μετάλλου.
Ο σιδεράς σφυροκοπούσε ένα κίτρινο από την κάψα σίδερο, που το συγκρατούσε με μια βαριά λαβίδα. Φορούσε φαρδύ παντελόνι και είχε ανοιχτογάλανα μάτια, αλλά το μακρύ, δερμάτινο γιλέκο πάνω από το γυμνό του στήθος και η ποδιά του δεν διέφεραν πολύ από εκείνα που φορούσαν ο Πέριν και ο αφέντης Λούχαν στο Πεδίο του Έμοντ· τα χοντρά μπράτσα και οι ώμοι του έδειχνα ότι δούλευε χρόνια το μέταλλο. Τα μαύρα μαλλιά του είχαν τις ίδιες γκρίζες τρίχες που θυμόταν ο Πέριν να έχει ο αφέντης Λούχαν. Στον τοίχο κρέμονταν κι άλλα γιλέκα και ποδιές, σαν να είχε ο σιδεράς μαθητευόμενους, που όμως τώρα δεν φαίνονταν πουθενά. Η φωτιά του καμινιού μύριζε πατρίδα. Το καυτό σίδερο μύριζε πατρίδα.
Ο σιδεράς γύρισε για να χώσει στα κάρβουνα το κομμάτι που δούλευε και ο Πέριν πλησίασε για να πιάσει το φυσερό. Ο άλλος του έριξε μια ματιά, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Πέριν άρχισε να ανεβοκατεβάζει το χερούλι του φυσερού με αργές, σταθερές, ήρεμες κινήσεις, κρατώντας τα κάρβουνα στην κατάλληλη θερμοκρασία. Ο σιδεράς ξανάρχισε να δουλεύει το καυτό σίδερο, στη στρογγυλεμένη μύτη του αμονιού αυτή τη φορά. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι, μάλλον, έφτιαχνε μια βαρελόβουρτσα. Το σφυρί κουδούνιζε από τα κοφτά, γοργά χτυπήματα.
Ο σιδεράς του μίλησε, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από τη δουλειά του. «Μαθητευόμενος;» ήταν το μόνο που είπε.
«Ναι», αποκρίθηκε ο Πέριν εξίσου απλά.
Ο σιδεράς συνέχισε να δουλεύει για λίγο. Ήταν πράγματι μια βαρελόβουρτσα, για να καθαρίζεις το εσωτερικό των ξύλινων βαρελιών. Πού και πού, κοίταζε τον Πέριν συλλογισμένος. Άφησε κάτω το σφυρί του, μονάχα για μια στιγμή, πήρε ένα κοντό, χοντρό, ορθογώνιο κομμάτι ημιεπεξεργασμένου μετάλλου, το έδωσε στον Πέριν και μετά ξανάπιασε το σφυρί και συνέχισε τη δουλειά. «Δες τι μπορείς να κάνεις με αυτό», είπε.
Δίχως καν να το σκεφτεί, ο Πέριν πήγε σε ένα αμόνι στην άλλη άκρη του καμινιού και χτύπησε το κομμάτι στην άκρη του. Ακούστηκε ένα ευχάριστο κουδούνισμα. Το ατσάλι δεν είχε μείνει στο καμίνι χαμηλών θερμοκρασιών τόση ώρα ώστε να απορροφήσει από το κάρβουνο παραπάνω άνθρακα απ’ όσο έπρεπε. Το έχωσε σχεδόν ολόκληρο στα αναμμένα κάρβουνα, δοκίμασε τα δύο νεροβάρελα για να δει ποιο είχε αλατισμένο νερό —το τρίτο είχε ελαιόλαδο― και μετά έβγαλε το σακάκι και το πουκάμισό του και διάλεξε ένα δερμάτινο γιλέκο που του έκανε στο στέρνο. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους Δακρινούς δεν ήταν μεγαλόσωμοι σαν κι αυτόν, αλλά βρήκε ένα που του ταίριαζε. Την ποδιά τη βρήκε πιο εύκολα.
Όταν γύρισε, είδε το σιδερά, που ήταν ακόμα σκυμμένος στη δουλειά του, να νεύει και να χαμογελά μόνος του. Αλλά το ότι ήξερε τι έκανε, δεν σήμαινε κατ’ ανάγκη ότι είχε ικανότητες σιδερά. Αυτό έμενε να το δείξει.
Όταν ξαναγύρισε στο αμόνι με δύο σφυριά, μια πλατιά λαβίδα με μακριά λαβή και έναν κόφτη, η ατσαλένια ράβδος είχε ζεσταθεί και είχε πάρει σκούρο κόκκινο χρώμα, με εξαίρεση την άκρη, την οποία είχε αφήσει έξω από τα κάρβουνα. Δούλεψε το φυσερό και είδε το χρώμα του μετάλλου να ανοίγει, ώσπου πήρε ένα κίτρινο χρώμα, στα πρόθυρα του λευκού. Έπειτα, το τράβηξε έξω με τη λαβίδα, το άπλωσε στο αμόνι και έπιασε το μεγάλο σφυρί. Είχε βάρος περίπου πέντε κιλά, κάπου τόσο το υπολόγιζε, και η λαβή του ήταν μακρύτερη απ’ όσο θεωρούσαν αναγκαία αυτοί που δεν ήξεραν πώς έπρεπε να δουλεύεις το μέταλλο. Το κράτησε από την άκρη της λαβής· καμιά φορά, το καυτό μέταλλο τίναζε σπίθες και ο Πέριν είχε δει τις ουλές στα χέρια του σιδερά του Ράουντχιλ, που ήταν απρόσεκτος άνθρωπος.
Δεν ήθελε να φτιάξει κάτι περίπλοκο, ή επιδεικτικό. Αυτή την ώρα, τα απλά πράγματα του φαίνονταν ό,τι καλύτερο. Ξεκίνησε στρογγυλεύοντας τις ακμές της ράβδου και ύστερα τη σφυροκόπησε στη μέση, φτιάχνοντας μια πλατιά λεπίδα, που τόσο στην άκρη όσο και στην αρχή ήταν χοντρή, αλλά στο μήκος, τώρα, είχε φτάσει τη μιάμιση πιθαμή. Πού και πού, έχωνε ξανά το μέταλλο στα κάρβουνα, για να διατηρήσει το αχνοκίτρινο χρώμα του και ύστερα από ένα διάστημα πήρε το ελαφρύτερο σφυρί, που ήταν μισό στο βάρος από το πρώτο. Το τμήμα που ήταν πέρα από τη λεπίδα το λέπτυνε, μετά το έβαλε στη μυτερή άκρη του αμονιού και το λύγισε, για να γυρίσει πλάι στη λεπίδα. Εκεί, θα μπορούσε να μπει μια ξύλινη λαβή στο τέλος. Έβαλε τον κόφτη στο αντίστοιχο άνοιγμα του αμονιού και ακούμπησε εκεί πάνω το λαμπερό μέταλλο. Με ένα κοφτό χτύπημα του σφυριού, έκοψε το εργαλείο που είχε φτιάξει. Ή που σχεδόν είχε φτιάξει. Θα ήταν ένα μαχαίρι τσάμφερ, που μεταξύ άλλων το χρησιμοποιούσαν για να λειαίνουν και να ισιώνουν τα βαρελοσάνιδα, αφού τα ένωναν. Όταν θα τελείωνε. Την ιδέα του την είχε δώσει η βαρελόβουρτσα του σιδερά.
Μόλις έκοψε το μαχαίρι, πέταξε το πυρωμένο μέταλλο στο βαρέλι με το αλατισμένο νερό για να το παγώσει. Το ανάλατο νερό έκανε το πιο σκληρό σβήσιμο, για σκληρό μέταλλο, ενώ το λάδι το πιο μαλακό, για τα καλά μαχαίρια. Όπως και για τα σπαθιά, έτσι είχε ακούσει, αλλά ποτέ δεν είχε φτιάξει ένα, ούτε είχε βοηθήσει να φτιαχτεί τέτοιο πράγμα.
Όταν το μέταλλο κρύωσε αρκετά και πήρε ένα μουντό γκρίζο χρώμα, το έβγαλε από το νερό και το πήρε στους ακονιστικούς τροχούς. Δούλεψε αργά τα πετάλια για να γυαλίσει τη λεπίδα. Προσεκτικά, ξαναζέστανε το τμήμα της λεπίδας. Αυτή τη φορά, το χρώμα βάθυνε, έγινε σαν άχυρο, σαν μπρούτζος. Όταν το χρώμα του μπρούτζου άρχισε να διατρέχει τη λεπίδα κατά κύματα, την άφησε κατά μέρος για να κρυώσει. Τότε θα ακόνιζε την τελική κόψη της. Αν το έσβηνε ξανά, θα χαλούσε το βάψιμο που είχε μόλις κάνει.
«Προσεγμένη δουλειά», είπε ο σιδεράς. «Ούτε μια χαμένη κίνηση. Ψάχνεις για δουλειά; Οι μαθητευόμενοι μου σηκώθηκαν κι έφυγαν και οι τρεις μαζί, οι άχρηστοι, και έχω πολλή δουλειά να κάνεις».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω πόσο καιρό θα είμαι στο Δάκρυ. Θα ήθελα να δουλέψω λίγο ακόμα, αν δεν σε πειράζει. Πέρασε καιρός και μου λείπει. Ίσως κάνω ένα μέρος της δουλειάς που θα έκαναν οι μαθητευόμενοί σου».
Ο σιδεράς ξεφύσησε δυνατά. «Είσαι καλύτερος απ’ αυτούς τους αχρείους, που τριγυρνούσαν και κοίταζαν και γκρίνιαζαν για τους εφιάλτες τους. Λες και δεν βλέπουν όλοι εφιάλτες μερικές φορές. Ναι, μπορείς να δουλέψεις εδώ, όσο καιρό θέλεις. Φως μου, έχω παραγγελίες για δώδεκα πλάνες και τρία σκεπάρνια και ένας μαραγκός, εδώ στο δρόμο παρακάτω, θέλει ένα σφυρί μόρτις και... Πού να τα λέω, ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό. Ξεκίνα με τις πλάνες και θα δούμε τι δουλειά θα βγάλουμε μέχρι να πέσει η νύχτα».
Ο Πέριν απορροφήθηκε στη δουλειά, ξεχνώντας για λίγο τα πάντα, εκτός από τη λάβρα του μετάλλου, το κουδούνισμα του σφυριού και τη μυρωδιά του καμινιού, αλλά ήρθε η ώρα που σήκωσε το βλέμμα και είδε ότι ο σιδεράς —Ντέρμιντ Ατζάλα, έτσι είχε πει ότι τον έλεγαν― έβγαζε το γιλέκο του και η μάντρα για τα ζώα είχε σκοτεινιάσει. Το μόνο φως ερχόταν από το καμίνι και από δύο λάμπες. Και η Ζαρίν καθόταν πάνω σε ένα αμόνι, πλάι σε ένα κρύο καμίνι, παρακολουθώντας τον.
«Άρα, είσαι στ’ αλήθεια σιδεράς, σιδερά», του είπε.
«Αυτό είναι, κυρά», είπε ο Ατζάλα. «Μαθητευόμενος, λέει, αλλά η δουλειά που έκανε σήμερα ήταν έργο μάστορα, αν με ρωτήσεις. Καλός στο φυσερό και χέρι σταθερό». Ο Πέριν σάλεψε τα πόδια με αυτά τα κομπλιμέντα και ο σιδεράς του χαμογέλασε πλατιά. Η Ζαρίν τους κοίταξε και τους δύο με ένα βλέμμα που έλεγε ότι δεν καταλάβαινε τίποτα.
Ο Πέριν πήγε να ξαναβάλει το γιλέκο και την ποδιά στα κρεμαστάρια τους, αλλά όταν τα έβγαλε, ξαφνικά αισθάνθηκε το βλέμμα της Ζαρίν στην πλάτη του. Ήταν λες και τον άγγιζε· για μια στιγμή, η μυρωδιά βοτάνων πάνω της έμοιαζε να τον κατακλύζει. Φόρεσε γοργά το πουκάμισό του, το έχωσε όπως-όπως στο παντελόνι του και έβαλε το σακάκι. Όταν γύρισε, η Ζαρίν είχε ένα από εκείνα τα μυστήρια, μικρά χαμόγελα, που πάντα του προκαλούσαν νευρικότητα.
«Αυτό θέλεις να κάνεις, λοιπόν;» τον ρώτησε. «Ήρθες τόσο δρόμο για να ξαναγίνεις σιδεράς;» Ο Ατζάλα σταμάτησε εκεί που έκλεινε τις πόρτες της αυλής και έστησε αυτί.
Ο Πέριν σήκωσε το βαρύ σφυρί που είχε χρησιμοποιήσει, με το κεφάλι των πέντε κιλών και τη λαβή που έφτανε σε μήκος τον πήχη του. Το ένιωθε ωραία στα χέρια του. Του έδινε μια σωστή αίσθηση. Ο σιδεράς είχε κοιτάξει, κάποια στιγμή, τα μάτια του και δεν είχε καν βλεφαρίσει· το σημαντικό ήταν η δουλειά, η δεξιοτεχνία στο μέταλλο, όχι το χρώμα των ματιών του ανθρώπου. «Όχι», είπε θλιμμένα. «Κάποια μέρα, ελπίζω. Μα όχι ακόμα». Έκανε να κρεμάσει ξανά το σφυρί στον τοίχο.
«Πάρε το». Ο Ατζάλα ξερόβηξε. «Δεν συνηθίζω να δίνω καλά σφυριά, αλλά... Η δουλειά που έκανες σήμερα αξίζει πολύ παραπάνω από το κόστος αυτού του σφυριού και μπορεί να σε βοηθήσει για εκείνο το “κάποια μέρα” που είπες. Άνθρωπε μου, πρώτη φορά βλέπω κάποιον που μοιάζει σαν να φτιάχτηκε για να κρατά σφυρί σιδερά. Πάρ’ το, λοιπόν. Κράτησέ το».
Ο Πέριν έσφιξε τη λαβή. Είχε τη σωστή αίσθηση. «Σ’ ευχαριστώ», είπε. «Δεν μπορώ να σου πω πόση σημασία έχει αυτό για μένα».
«Μόνο να θυμάσαι το “κάποια μέρα”, άνθρωπέ μου. Μόνο αυτό να θυμάσαι».
Καθώς έφευγαν, η Ζαρίν τον κοίταξε και είπε: «Έχεις την παραμικρή ιδέα πόσο παράξενοι είναι οι άντρες, σιδερά; Όχι. Έτσι φαντάστηκα». Έτρεξε μπροστά, αφήνοντάς τον με το ένα χέρι να κρατά το σφυρί και με το άλλο να ξύνει το κεφάλι του.
Κανένας στην κοινή αίθουσα δεν τον κοίταξε δεύτερη φορά — ένα χρυσομάτη νεαρό, που κρατούσε σφυρί σιδερά. Ανέβηκε στο δωμάτιό του κι αυτή τη φορά θυμήθηκε να ανάψει το ξυγκοκέρι. Η φαρέτρα και το τσεκούρι του κρέμονταν από το ίδιο κρεμαστάρι στο γυψωμένο τοίχο. Ζύγιασε το τσεκούρι στο ένα χέρι, το σφυρί στο άλλο. Από το βάρος του μετάλλου, το τσεκούρι, με τη λεπίδα που έμοιαζε με μισοφέγγαρο και το χοντρό καρφί που τη συγκρατούσε, ήταν δυο-τρία κιλά ελαφρύτερο από το σφυρί, αλλά ο Πέριν το ένιωθε δέκα φορές βαρύτερο. Ξανάβαλε το τσεκούρι στη θηλιά της κρεμασμένης ζώνης του και ακούμπησε το σφυρί στο πάτωμα, κάτω από το κρεμαστάρι, με τη λαβή γερμένη στον τοίχο. Τα στειλιάρια του τσεκουριού και του σφυριού σχεδόν ακουμπούσαν, δύο κομμάτια ξύλο, ίδια στο πάχος. Δύο κομμάτια μέταλλο, πάνω-κάτω, ίδια στο βάρος. Κάθισε πολλή ώρα στο σκαμνί κοιτάζοντάς τα. Ακόμα τα κοίταζε, όταν ο Λαν άνοιξε την πόρτα και έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο.
«Έλα, σιδερά. Έχουμε πράγματα να πούμε».
«Αυτό είμαι. Σιδεράς», είπε ο Πέριν και ο Πρόμαχος τον κοίταξε συνοφρυωμένος.
«Μη μου τρελαθείς τώρα, σιδερά. Αν δεν αντέχεις, τότε θα παρασύρεις κι εμάς στο γκρεμό».
«Αντέχω», μούγκρισε ο Πέριν. «Ό,τι πρέπει να γίνει, θα το κάνω. Τι θες;»
«Εσένα, σιδερά. Δεν άκουσες; Έλα, αγροτόπαιδο».
Ο χαρακτηρισμός που του έδινε τόσο συχνά η Ζαρίν τον έκανε τώρα να σηκωθεί όρθιος με θυμό, όμως ο Λαν είχε ήδη φύγει. Ο Πέριν έτρεξε στο διάδρομο και τον ακολούθησε στο μπροστινό μέρος του πανδοχείου, θέλοντας να του πει ότι τα είχε βαρεθεί αυτά τα «σιδερά» και τα «αγροτόπαιδο», ότι το όνομά του ήταν Πέριν Αϋμπάρα. Ο Πρόμαχος χώθηκε στη μοναδική ιδιωτική τραπεζαρία του πανδοχείου, που είχε θέα στο δρόμο.
Ο Πέριν τον ακολούθησε. «Άκουσε τώρα, Πρόμαχε, δεν —»
«Άκουσε, Πέριν», είπε η Μουαραίν. «Ησύχασε και άκουσε». Το πρόσωπό της ήταν ήρεμο, αλλά το βλέμμα της ταίριαζε με τη σκοτεινιά στη φωνή της.
Ο Πέριν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι ήταν κι άλλοι στο δωμάτιο εκτός από τον ίδιο και τον Πρόμαχο, ο οποίος στεκόταν με το μπράτσο απλωμένο στην κορνίζα του σβησμένου τζακιού. Η Μουαραίν καθόταν σε ένα τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, ένα απλό έπιπλο από μαύρο ξύλο βαλανιδιάς. Οι άλλες καρέκλες, με τις ψηλές, σκαλιστές ράχες τους, δεν ήταν κατειλημμένες. Η Ζαρίν ακουμπούσε στον τοίχο, στην απέναντι μεριά του δωματίου από τον Λαν, κατσουφιασμένη, ενώ ο Λόιαλ είχε επιλέξει να καθίσει στο πάτωμα, μιας και καμία καρέκλα δεν του έκανε.
«Χαίρομαι που μας καταδέχτηκες, αγροτόπαιδο», είπε σαρκαστικά η Ζαρίν. «Η Μουαραίν δεν ήθελε να πει τίποτα πριν έρθεις. Απλώς μας κοιτάζει, σαν να αποφασίζει ποιος από μας θα πεθάνει. Θα —»
«Σιωπή», της είπε απότομα η Μουαραίν. «Ένας Αποδιωγμένος είναι στο Δάκρυ. Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον είναι ο Μπε’λάλ». Ο Πέριν ανατρίχιασε.
Ο Λόιαλ έκλεισε σφιχτά τα μάτια και βόγκηξε. «Μπορούσα να μείνω στο στέντιγκ. Μάλλον θα ήμουν τρισευτυχισμένος, παντρεμένος με όποια μου είχε διαλέξει η μητέρα μου. Είναι εξαιρετική γυναίκα η μητέρα μου και δεν θα μου έβρισκε κακή σύζυγο». Τα αυτιά του είχαν κρυφτεί ολόκληρα στα πυκνά μαλλιά του.
«Μπορείς να ξαναγυρίσεις στο Στέντιγκ Σανγκτάι», είπε η Μουαραίν. «Φύγε τώρα, αν θέλεις. Δεν θα σε σταματήσω».
Ο Λόιαλ άνοιξε το ένα μάτι. «Μπορώ να φύγω;»
«Αν το επιθυμείς», είπε εκείνη.
«Α». Άνοιξε και το άλλο μάτι και έξυσε το μάγουλό του με τα χοντροκομμένα δάχτυλά του, που ήταν μεγάλα σαν λουκάνικα. «Μου φαίνεται... μου φαίνεται... αν έχω επιλογή... ότι θα μείνω μαζί σας. Έχω κρατήσει πολλές σημειώσεις, όχι όμως αρκετές για να ολοκληρώσω το βιβλίο μου και δεν θα ήθελα να αφήσω τον Πέριν και τον Ραντ —»
Η Μουαραίν τον έκοψε με ψυχρή φωνή. «Ωραία, Λόιαλ. Χαίρομαι που θα μείνεις. Θα χαρώ να χρησιμοποιήσω ό,τι γνώσεις διαθέτεις. Αλλά μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά, δεν έχω χρόνο να ακούω τα παράπονά σου!»
«Φαντάζομαι», είπε η Ζαρίν με τρεμάμενη φωνή, «ότι δεν υπάρχει πιθανότητα να φύγω εγώ;» Κοίταξε τη Μουαραίν και ρίγησε. «Καλά το σκέφτηκα. Σιδερά, αν επιζήσω απ’ όλα αυτά, θα μου το πληρώσεις».
Ο Πέριν την κοίταξε. Εγώ; Η χαζή νομίζει ότι είναι δικό μου το σφάλμα; Εγώ της ζήτησα να έρθει; Άνοιξε το στόμα, είδε το βλέμμα της Μουαραίν και το ξανάκλεισε γρήγορα. Έπειτα από μια στιγμή, ρώτησε: «Κυνηγά τον Ραντ; Για να τον σταματήσει, ή για να τον σκοτώσει;»
«Νομίζω πως όχι», είπε εκείνη χαμηλόφωνα. Η φωνή της ήταν σαν παγωμένο ατσάλι. «Φοβάμαι ότι σκοπεύει να αφήσει τον Ραντ να μπει στην Καρδιά της Πέτρας για να πάρει το Καλαντόρ και μετά θα το πάρει από τον Ραντ. Φοβάμαι ότι σκοπεύει, να σκοτώσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα με το ίδιο το όπλο που προορίζεται για να τον αναγγείλει».
«Θα το βάλουμε πάλι στα πόδια;» είπε η Ζαρίν. «Όπως στο Ίλιαν; Δεν σκέφτηκα ποτέ να το σκάσω, αλλά δεν μου είχε περάσει από το νου ότι θα έβρισκα τον Αποδιωγμένο όταν έδινα τον Όρκο των Κυνηγών».
«Αυτή τη φορά», είπε η Μουαραίν, «δεν θα το διακινδυνεύσουμε. Δεν τολμάμε να το σκάσουμε. Οι κόσμοι και ο χρόνος εξαρτώνται από τον Ραντ, από τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Αυτή τη φορά, θα πολεμήσουμε».
Ο Πέριν κάθισε αμήχανα σε μια καρέκλα. «Μουαραίν, λες ξεκάθαρα πολλά πράγματα, που μας είχες πει ότι δεν έπρεπε ούτε να τα σκεφτόμαστε. Έχεις βάλει ξόρκια φύλαξης σε αυτό το δωμάτιο, έτσι δεν είναι;» Όταν εκείνη κούνησε το κεφάλι, ο Πέριν έσφιξε την άκρη του τραπεζιού, τόσο δυνατά που έκανε το σκούρο ξύλο βαλανιδιάς να τρίξει.
«Δεν μιλάω για έναν Μυρντράαλ, Πέριν. Κανένας δεν ξέρει τη δύναμη των Αποδιωγμένων, μόνο ότι ο Ισαμαήλ και η Λανφίαρ είναι οι ισχυρότεροι, αλλά κι ο πιο αδύναμος απ’ αυτούς θα μπορούσε να αισθανθεί κάθε ξόρκι φύλαξης που μπορώ να βάλω, ακόμα και σε απόσταση ενός ή δύο χιλιομέτρων. Και θα μας έκανε χίλια κομμάτια μέσα σε δευτερόλεπτα. Πιθανότατα, χωρίς να σαλέψει από εκεί που βρισκόταν».
«Λες ότι μπορεί να σε κάνει τ’ αλατιού», μουρμούρισε ο Πέριν. «Φως μου! Τι κάνουμε, λοιπόν; Πώς μπορούμε να κάνουμε κάτι;»
«Ακόμα και οι Αποδιωγμένοι δεν μπορούν να αντισταθούν στη μοιροφωτιά», είπε η Μουαραίν. Ο Πέριν αναρωτήθηκε αν ήταν αυτό που είχε χρησιμοποιήσει εναντίον των Σκοτεινόσκυλων· ακόμα και τώρα ένιωθε ταραχή με εκείνο που είχε δει και με αυτό που είχε πει τότε η Μουαραίν. «Έμαθα κάποια πράγματα τον τελευταίο χρόνο, Πέριν. Είμαι... πιο επικίνδυνη από όσο τότε, που είχα έρθει στο Πεδίο του Έμοντ. Αν μπορέσω να πλησιάσω αρκετά τον Μπε’λάλ, μπορώ να τον εξοντώσω. Αλλά αν με δει πρώτος, μπορεί να μας εξολοθρεύσει όλους, πολύ πριν προλάβω να κάνω κάτι». Έστρεψε την προσοχή της στον Λόιαλ. «Τι μπορείς να μου πεις για τον Μπε’λάλ;»
Ο Πέριν ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένος. Ο Λόιαλ;
«Τι ρωτάς αυτόν;» ξέσπασε θυμωμένη η Ζαρίν. «Πρώτα λες στο σιδερά ότι θέλεις να τα βάλουμε με έναν Αποδιωγμένο —που μπορεί να μας σκοτώσει όλους, πριν προλάβουμε να βγάλουμε άχνα!― και τώρα ρωτάς τον Λόιαλ γι’ αυτόν!» Ο Λόιαλ μουρμούρισε κάτι βιαστικά, το όνομα που είχε διαλέξει μόνη της —«Φάιλε! Φάιλε!»― αλλά εκείνη είχε πάρει φόρα. «Νόμιζα ότι οι Άες Σεντάι τα ξέρουν όλα. Φως μου, τουλάχιστον εμένα μου κόβει αρκετά, ώστε να μη λέω ότι θα πολεμήσω με κάποιον, όταν δεν ξέρω όσα μπορώ γι’ αυτόν! Είσαι...» Τα λόγια της ξεψύχησαν μπροστά στο βλέμμα της Μουαραίν, κατέληξαν να γίνουν ένα μουρμουρητό.
«Οι Ογκιρανοί», είπε ψυχρά η Άες Σεντάι, «έχουν μεγάλη μνήμη, κοριτσάκι μου. Για τους ανθρώπους έχουν περάσει πάνω από εκατό γενιές από το Τσάκισμα, αλλά για τους Ογκιρανούς λιγότερες από τριάντα. Ακόμα μαθαίνουμε πράγματα που δεν ξέραμε, από τις ιστορίες τους. Τώρα πες μου, Λόιαλ. Τι ξέρεις για τον Μπε’λάλ. Κι αυτή τη φορά, εν συντομία. Θέλω τη μακρόχρονη μνήμη σου, όχι τις μακρηγορίες σου».
Ο Λόιαλ ξερόβηξε, έκανε έναν ήχο σαν κούτσουρο που κατρακυλούσε σε φρεάτιο. «Ο Μπε’λάλ». Τα αυτιά του πετάχτηκαν από τα μαλλιά του, σαν φτερά κολιμπριού και ύστερα ξανάπεσαν. «Δεν ξέρω τι μπορεί να λένε γι’ αυτόν οι ιστορίες, που να μην το ξέρεις ήδη. Δεν πολυαναφέρεται, παρά μόνο ότι ήταν στην καταστροφή της Αίθουσας των Υπηρετών, λίγο πριν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον και οι Εκατό Σύντροφοι τον σφραγίσουν μαζί με τον Σκοτεινό. Ο Τζαλάντα, γιος του Άριεντ, γιος του Κόιαμ, έγραψε ότι τον αποκαλούσαν Φθονερό, ότι είχε απαρνηθεί το Φως επειδή φθονούσε τον Λουζ Θέριν, καθώς και ότι φθονούσε τον Ισαμαήλ και τη Λανφίαρ, επίσης. Στο Μια Μελέτη τον Πολέμου της Σκιάς, η Μόιλιν, κόρη της Χαμάντα, κόρη της Τζουένταν, ονομάζει τον Μπε’λάλ Διχτοποιό, αλλά δεν ξέρω γιατί. Αναφέρει ότι παίζει μια παρτίδα λίθους με τον Λουζ Θέριν και νικά και λέει ότι πάντα καυχιόταν γι’ αυτό». Έριξε μια ματιά στη Μουαραίν και μπουμπούνισε: «Προσπαθώ να είμαι σύντομος. Δεν ξέρω τίποτα σημαντικό γι’ αυτόν. Αρκετοί συγγραφείς λένε ότι ο Μπε’λάλ και ο Σαμαήλ ήταν και οι δύο αρχηγοί στον αγώνα κατά του Σκοτεινού, πριν απαρνηθούν το Φως, ότι ήταν και οι δύο δεινοί ξιφομάχοι. Αυτά είναι στ’ αλήθεια όσα ξέρω. Ίσως να μνημονεύεται σε άλλα βιβλία, σε άλλες ιστορίες, αλλά δεν τα έχω διαβάσει. Απλώς, δεν μιλάνε συχνά για τον Μπε’λάλ. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σου πω κάτι χρήσιμο».
«Μπορεί και να μου είπες», του είπε η Μουαραίν. «Δεν ήξερα γι’ αυτό το όνομα, το Διχτοποιός. Ή ότι φθονούσε τόσο τον Δράκοντα όσο και τους συντρόφους του στη Σκιά. Αυτό ενισχύει την πεποίθησή μου ότι θέλει το Καλαντόρ. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που διάλεξε να γίνει Υψηλός Άρχοντας του Δακρύου. Και όσο για το Διχτοποιός ― ένα όνομα που προορίζεται για δολοπλόκο, για κάποιον που καταστρώνει τα σχέδιά του με υπομονή και πανουργία. Τα πήγες καλά, Λόιαλ». Για μια στιγμή, το στόμα του Ογκιρανού έστριψε προς τα πάνω σχηματίζοντας ένα χαμόγελο ικανοποίησης, αλλά ύστερα ξανάπεσε.
«Δεν θα υποκριθώ ότι δεν φοβάμαι», είπε ξαφνικά η Ζαρίν. «Μόνο ένας βλάκας δεν θα φοβόταν έναν Αποδιωγμένο. Αλλά ορκίστηκα ότι θα είμαι μια από εσάς και αυτό θα κάνω. Μόνο αυτό ήθελα να πω».
Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Σίγουρα είναι τρελή. Εγώ θα ευχόμουν να μην ήμουν μέλος αυτής της ομάδας. Θα ευχόμουν να ήμουν στην πατρίδα και να δουλεύω το φυσερό τον αφέντη Λούχαν. Είπε δυνατά: «Αν είναι μέσα στην Πέτρα, αν περιμένει εκεί τον Ραντ, πρέπει να μπούμε για να τον βρούμε. Πώς θα το καταφέρουμε; Όλοι λένε ότι κανένας δεν μπαίνει στην Πέτρα χωρίς άδεια από τους Υψηλούς Άρχοντες και, όπως τη βλέπω, δεν βρίσκω άλλο τρόπο, παρά μόνο από τις πύλες».
«Δεν θα μπεις», είπε ο Λαν. «Μόνο η Μουαραίν κι εγώ θα μπούμε. Όσο περισσότεροι είμαστε, τόσο πιο δύσκολο θα είναι. Όποιος κι αν είναι ο δρόμος που θα βρω, πιστεύω ότι θα είναι δύσκολος, ακόμα και για δύο άτομα μόνο».
«Γκαϊντίν», άρχισε να λέει η Μουαραίν με σταθερή φωνή, αλλά ο Πρόμαχος την έκοψε εξίσου σταθερά.
«Θα πάμε μαζί, Μουαραίν. Αυτή τη φορά, δεν θα κάτσω στην άκρη». Έπειτα από μια στιγμή, εκείνη κατένευσε. Του Πέριν του φάνηκε ότι ο Λαν χαλάρωσε λίγο. «Οι υπόλοιποι, καλύτερα να κοιμηθείτε λίγο», συνέχισε ο Πρόμαχος. «Πρέπει να πάω να εξετάσω την Πέτρα». Κοντοστάθηκε. «Υπάρχει κάτι, το οποίο έδιωξαν από το νου μου τα νέα που έφερες, Μουαραίν. Κάτι μικρό και δεν ξέρω τι μπορεί να σημαίνει. Υπάρχουν Αελίτες στο Δάκρυ».
«Αελίτες!» αναφώνησε ο Λόιαλ. «Αδύνατον! Ολόκληρη η πόλη θα είχε ξεσηκωθεί πανικόβλητη, αν έμπαινε έστω κι ένας από τις πύλες».
«Δεν είπα ότι περπατούν στους δρόμους, Ογκιρανέ. Οι στέγες και οι καμινάδες είναι εξίσου καλές κρυψώνες με την Ερημιά. Είδα τρεις, το λιγότερο, αν και φαίνεται ότι κανένας άλλος στο Δάκρυ δεν έχει δει έστω και έναν. Κι αν είδα τρεις, να είστε σίγουροι ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι, τους οποίους δεν είδα».
«Αυτό δεν μου λέει κάτι», είπε αργά η Μουαραίν. «Πέριν, γιατί σμίγεις έτσι τα φρύδια σου;»
Αυτός δεν ήξερε ότι το έκανε. «Σκεφτόμουν εκείνο τον Αελίτη στο Ρέμεν. Είπε ότι, όταν πέσει η Πέτρα, οι Αελίτες θα αφήσουν την Τρίπτυχη Γη. Την Ερημιά δηλαδή, έτσι δεν είναι; Είπε ότι ήταν μια προφητεία».
«Έχω διαβάσει κάθε λέξη των Προφητειών του Δράκοντα», είπε μαλακά η Μουαραίν, «σε όλες τις μεταφράσεις και δεν υπάρχει καμία αναφορά στο Άελ. Παραπατάμε στα τυφλά, ενώ ο Μπε’λάλ πλέκει τα δίχτυα του και ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα γύρω μας. Αλλά οι Αελίτες είναι έργο του Τροχού ή του Μπε’λάλ; Λαν, πρέπει να μου βρεις σύντομα μια είσοδο στην Πέτρα. Για εμάς. Βρες μας σύντομα μια είσοδο».
«Όπως προστάζεις, Άες Σεντάι», είπε αυτός, αλλά ο τόνος του ήταν φιλικός, παρά επίσημος. Βγήκε από την πόρτα και χάθηκε. Η Μουαραίν κοίταξε κατσουφιασμένη το δωμάτιο, με το βλέμμα θολό από τις σκέψεις.
Ο Ζαρίν πλησίασε και κοίταξε τον Πέριν, με το κεφάλι της γερμένο στο πλάι. «Κι εσύ τι θα κάνεις, σιδερά; Φαίνεται ότι θέλουν από εμάς να περιμένουμε, ενώ αυτοί θα τρέχουν για περιπέτειες. Όχι ότι παραπονιέμαι».
Ο Πέριν αμφέβαλλε για το τελευταίο. «Κατ’ αρχάς», της είπε, «θα βρω κάτι να φάω. Και μετά έχω να σκεφτώ για ένα σφυρί». Και να ξεδιαλύνω τι νιώθω για σένα, Γεράκι.