19 Ξυπνήματα

Ο Ματ άνοιξε αργά τα μάτια και κοίταξε ψηλά το λευκό γύψο του ταβανιού, ενώ αναρωτιόταν πού ήταν και πώς είχε βρεθεί εκεί. Ένα περίπλοκο σχέδιο από επίχρυσα φύλλα διέτρεχε την περίμετρο του ταβανιού και το στρώμα κάτω από την πλάτη του το ένιωθε γεμάτο πούπουλα. Ήταν σε κάποιο πλούσιο μέρος, λοιπόν. Κάπου που υπήρχαν λεφτά. Αλλά το μυαλό του δεν ήξερε το πού και το πώς και, επίσης, πολλά άλλα πράγμα.

Πριν ονειρευόταν και θραύσματα από τα όνειρά του ακόμα στροβιλίζονταν, μαζί με τις αναμνήσεις, στο κεφάλι του. Δεν μπορούσε να χωρίσει τα μεν από τις δε. Χαοτικές μάχες και κυνηγητά, παράξενοι άνθρωποι από τα πέρατα του ωκεανού, Δρόμοι, Διαβατικές Πέτρες και κομμάτια από άλλες ζωές, πράγματα βγαλμένα μέσα από παραμύθια βάρδων, όλα αυτά έπρεπε να είναι όνειρα. Τουλάχιστον, του φαινόταν ότι ήταν όνειρα. Όμως ο Λόιαλ, ο οποίος ήταν Ογκιρανός, δεν ήταν όνειρο. Αποσπάσματα από συζητήσεις αιωρούνταν ολόγυρα στις σκέψεις του, κουβέντες με τον πατέρα του, με φίλους, με τη Μουαραίν, με μια πανέμορφη γυναίκα, με έναν πλοίαρχο και έναν καλοντυμένο άντρα, που του μιλούσε σαν πατέρας που δίνει σοφές συμβουλές. Αυτά, μάλλον, ήταν αληθινά. Μα ήταν κομματάκια και θραύσματα. Έπλεαν.

«Μουάντ’ντριν τία νταρ αλέντε καμπά’ντριν ράντιεμ», μουρμούρισε. Οι λέξεις ήταν μονάχα ήχοι, όμως γέννησαν... κάτι.

Οι πυκνές γραμμές των σαρισσοφόρων εκτείνονταν ένα μίλι, ή και περισσότερο, προς τα δεξιά και τα αριστερά εκεί από κάτω τον και ξεπρόβαλλαν από μέσα τους τα λάβαρα και οι σημαίες από μικρές και μεγάλες πόλεις, καθώς και από ελάσσονες Οίκους. Το ποτάμι εξασφάλιζε την αριστερή πτέρυγά του, οι βάλτοι και τα έλη τη δεξιά. Από τη λοφοπλαγιά παρατηρούσε τους σαρισσοφόρους να παλεύουν με τον όγκο των Τρόλοκ, που προσπαθούσαν να περάσουν— ήταν δεκαπλάσιοι από τους ανθρώπους. Οι σάρισσες τρυπούσαν τη μαύρη αρματωσιά των Τρόλοκ και οι πέλεκεις με τα καρφιά άνοιγαν ματωμένα περάσματα στις τάξεις των ανθρώπων. Ουρλιαχτά και μουγκρητά γέμιζαν τον αέρα. Ο ήλιος έκαιγε καυτός πάνω από τα κεφάλια τους, σε έναν ανέφελο ουρανό και πάνω από το μέτωπο της μάχης φαινόταν το τρεμούλιασμα της κάψας. Ακόμα έβρεχε βέλη, που έρχονταν από τον εχθρό, μακελεύοντας όμοια Τρόλοκ και ανθρώπους. Τους δικούς τον τοξότες τους είχε αποσύρει, μα οι Άρχοντες τον Δέους δεν νοιάζονταν, αρκεί να τσάκιζαν τις γραμμές του. Στη ράχη τον λόφου, πίσω τον, η Φρουρά της Καρδιάς περίμενε τα προστάγματά τον και τα άλογα κλωτσούσαν το χώμα με αδημονία. Η αρματωσιά ανθρώπων και αλόγων άστραφτε ασημένια στις ακτίνες του ήλιου· ούτε οι άνθρωποι, ούτε τα ζώα θα βαστούσαν για πολύ ακόμα στο λιοπύρι.

Εδώ έπρεπε να νικήσουν ή να πεθάνουν. Είχε τη φήμη τζογαδόρου· ήταν καιρός να ρίξει τα ζάρια. Με φωνή που ακούστηκε καθαρά μέσα στο σαματά που ερχόταν από κάτω, έδωσε τη διαταγή, καθώς ανέβαινε σβέλτα στη σέλα του. «Οι πεζοί να ετοιμαστούν για να περάσει μπροστά το ιππικό!» Ο σημαιοφόρος τον ίππευε δίπλα τον και το λάβαρο τον Κόκκινου Αετού ανέμιζε πάνω από το κεφάλι τον, καθώς η διαταγή μεταφερόταν δεξιά κι αριστερά.

Πιο κάτω, οι σαρισσοφόροι ξαφνικά κουνήθηκαν, μετακινούμενοι πλάγια με μεγάλη πειθαρχία, στενεύοντας το σχηματισμό τους, ανοίγοντας πλατιά χάσματα ανάμεσά τους. Χάσματα στα οποία χύθηκαν οι Τρόλοκ, αφήνοντας θηριώδεις κραυγές και μουγκρητά, σαν μια μαύρη, έρπουσα παλίρροια θανάτου.

Τράβηξε το ξίφος τον, το σήκωσε ψηλά. «Εμπρός η Φρουρά της Καρδιάς!» Χτύπησε τα πλευρά τον αλόγου με τις φτέρνες του και το άτι χίμηξε και κατηφόρισε την πλαγιά. Πίσω του, οι οπλές βροντοχτυπούσαν καθώς τα ζώα εφορμούσαν. «Εμπρός!» Ήταν ο πρώτος που χτύπησε τους Τρόλοκ, με το σπαθί τον να υψώνεται και να πέφτει και το σημαιοφόρο τον στο πλευρό του. «Για την τιμή τον Κόκκινου Αετού!» Η Φρουρά της Καρδιάς όρμησε στα κενά μεταξύ των σαρισσοφόρων, συντρίβοντας την παλίρροια, αναστρέφοντάς την. «Τον Κόκκινου Αετού!» Μισανθρώπινα πρόσωπα τον κοίταζαν γρυλίζοντας απειλητικά, σπαθιά με αλλόκοτες καμπύλες προσπάθησαν να τον αγγίξουν, αλλά αυτός άνοιξε δρόμο πιο βαθιά με τα χτυπήματά του. Θα κερδίσουμε ή θα πεθάνουμε. «Μανέθερεν!»

Το χέρι του Ματ έτρεμε καθώς το σήκωνε στο μέτωπό του. «Λος Βαλντάρ Κουεμπιγιάρι!», μουρμούρισε. Ήταν σχεδόν βέβαιος τι σήμαινε —«Εμπρός η Φρουρά της Καρδιάς» ή, ίσως, «Η Φρουρά της Καρδιάς θα προωθηθεί»― αλλά δεν μπορεί να ήταν αυτό. Η Μουαραίν του είχε πει κάποιες λέξεις της Παλιάς Γλώσσας και μόνο αυτές ήξερε. Γι’ αυτόν, οι υπόλοιπες δεν είχαν περισσότερο νόημα από το κρώξιμο της καρακάξας.

«Τρελά πράγματα», είπε βραχνά. «Δεν θα είναι καν η Παλιά Γλώσσα. Μόνο τίποτα αλαμπουρνέζικα. Είναι τρελή η Άες Σεντάι. Δεν ήταν παρά μονάχα ένα όνειρο».

Η Άες Σεντάι. Η Μουαραίν. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε το λεπτό καρπό του, το κοκαλιάρικο χέρι του και προσήλωσε εκεί το βλέμμα. Είχε περάσει κάποια αρρώστια. Μια που είχε να κάνει με κάποιο εγχειρίδιο. Ένα εγχειρίδιο με ρουμπίνι στη λαβή και μια μολυσμένη, νεκρή από καιρό πόλη, που λεγόταν Σαντάρ Λογκόθ. Όλα ήταν θολά, απόμακρα και δεν έβγαζαν νόημα, μα ήξερε ότι δεν ήταν όνειρο. Η Εγκουέν και η Νυνάβε τον πήγαιναν στην Ταρ Βάλον για να Θεραπευτεί. Αυτό, τουλάχιστον, το θυμόταν.

Προσπάθησε να ανακαθίσει κι έπεσε πίσω αδύναμος, σαν νεογέννητο αρνάκι. Ανασηκώθηκε με πολύ κόπο και παραμέρισε τη μάλλινη κουβέρτα. Δεν φορούσε ρούχα, ίσως να βρίσκονταν στην ντουλάπα με τις σκαλισμένες κληματσίδες που ακουμπούσε στον τοίχο. Προς το παρόν, δεν τον ένοιαζαν τα ρούχα. Πάσχισε να σηκωθεί όρθιος, προχώρησε παραπατώντας στο λουλουδάτο χαλί, αρπάχτηκε από μια καρέκλα με ψηλή ράχη και όρμησε από την καρέκλα στο τραπέζι, που τα πόδια και οι άκρες του είχαν σκαλιστούς πάπυρους.

Κεριά από μελισσοκέρι, τέσσερα σε κάθε ψηλό κηροπήγιο, με καθρεφτάκια πίσω από τις φλόγες, έριχναν ένα δυνατό φως στο δωμάτιο. Πίσω από την καλογυαλισμένη λεκάνη, πάνω σε ένα τραπεζάκι στον τοίχο, υπήρχε ένας μεγάλος καθρέφτης, που του έδειχνε το είδωλό του: λιγνό και καχεκτικό, με μάγουλα ρουφηγμένα και βουλιαγμένα, σκοτεινά μάτια, μαλλιά κολλημένα απ’ τον ιδρώτα, καμπουριασμένο, σαν να ήταν γέρος και τρεμουλιαστό, σαν χλόη στον άνεμο. Ίσιωσε το κορμί του, μα η βελτίωση ήταν ελάχιστη.

Στο τραπέζι, λίγο πιο μπροστά από τα χέρια του, υπήρχε ένας μεγάλος, σκεπασμένος δίσκος και η μύτη του έπιασε τη μοσχοβολιά του φαγητού. Τράβηξε το ύφασμα, αποκαλύπτοντας δύο μεγάλες, ασημένιες κανάτες και πιάτα από λεπτή, πράσινη πορσελάνη. Είχε ακουστά πως οι Θαλασσινοί χρέωναν το βάρος αυτής της πορσελάνης σε χρυσάφι. Περίμενε να βρει ζωμό κρέατος ή γλυκόψωμο, όλα εκείνα που ανάγκαζαν τους ανήμπορους να φάνε. Αντιθέτως, όμως, ένα πιάτο είχε μια μεγάλη στοίβα από φέτες ψητού βοδινού, με καφετιά μουστάρδα και χρένο. Στα άλλα υπήρχαν ψητές πατάτες, φασολάκια με κρεμμύδια, λάχανο και μπιζέλια. Τουρσί και ένα κομμάτι κίτρινο τυρί. Χοντρές φέτες ξεροψημένο ψωμί και ένα πιατάκι βούτυρο. Μια κανάτα είχε γάλα και ήταν ακόμα γεμάτη δροσοσταλίδες απ’ έξω, η άλλη είχε κάτι που μύριζε σαν κρασί με μπαχαρικά. Είχε αρκετά για να φάνε τέσσερις. Του έτρεξαν τα σάλια και το στομάχι του γουργούρισε.

Πρώτα πρέπει να βρω πού είμαι. Αλλά έπιασε μια φέτα βοδινό, την έκανε ρολό, τη βούτηξε στη μουστάρδα και μετά άφησε το τραπέζι και πλησίασε τα τρία ψηλά, στενά παράθυρα.

Τα παράθυρα τα σκέπαζαν ξύλινα παντζούρια με σκαλισμένα, δαντελωτά σχέδια, αλλά μέσα από τις τρύπες μπόρεσε να διακρίνει ότι έξω ήταν νύχτα. Στη σκοτεινιά, τα φώτα από τα άλλα παράθυρα έμοιαζαν με μικρές βούλες. Για μια στιγμή, σωριάστηκε συγχυσμένος πάνω στο λευκό περβάζι, αλλά ύστερα βυθίστηκε σε σκέψεις.

Το χειρότερο που θα σου τύχει, μπορείς να το στρέψεις προς όφελός σου, αρκεί να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, έλεγε πάντα ο πατέρας του και το σίγουρο ήταν ότι ο Άμπελ Κώθον ήταν ο καλύτερος έμπορος αλόγων στους Δυο Ποταμούς. Όταν, καμιά φορά, φαινόταν ότι κάποιος τον είχε ξεγελάσει, στο τέλος αποδεικνυόταν ότι την είχε πατήσει ο ίδιος. Όχι ότι ο Άμπελ Κώθον έκανε ποτέ ατιμίες, αλλά ακόμα και στο Πέρασμα του Τάρεν δεν κατόρθωναν να τον κοροϊδέψουν και ήταν γνωστό ότι οι άνθρωποι εκεί πάντα κοίταζαν να σε γδάρουν. Κι όλα αυτά επειδή πάντα σκεφτόταν από την καλή κι από την ανάποδη, πριν κάνει κάτι.

Η Ταρ Βάλον. Πρέπει να ήταν η Ταρ Βάλον. Αυτό το δωμάτιο ήταν σε παλάτι. Το λουλουδάτο, Ντομανό χαλί από μόνο του σίγουρα κόστιζε όσο ένα αγρόκτημα. Πέραν τούτου, δεν του φαινόταν ότι ήταν άλλο πια άρρωστος και, απ’ ό,τι του είχαν πει, η Ταρ Βάλον ήταν η μόνη ελπίδα του για να γιατρευτεί. Δεν είχε νιώσει ποτέ άρρωστος, απ’ όσο θυμόταν, ούτε ακόμα κι όταν η Βέριν —άλλο ένα όνομα που αναδύθηκε από την ομίχλη― είχε πει σε κάποιον ότι ο Ματ πέθαινε. Τώρα ένιωθε αδύναμος σαν μωρό και πεινούσε σαν λύκος, αλλά ήταν βέβαιος πως, με κάποιον τρόπο, είχε γίνει η Θεραπεία. Νιώθω... γερός κι ολόκληρος, αυτό είναι όλο. Έχω Θεραπευτεί. Κοίταξε τα παντζούρια με μια γκριμάτσα.

Είχε Θεραπευτεί. Αυτό σήμαινε ότι είχαν χρησιμοποιήσει πάνω του τη Μία Δύναμη. Η ιδέα τον έκανε να ανατριχιάσει, αλλά ήξερε ότι αυτό θα συνέβαινε. «Καλύτερα από το να πέθαινα», μονολόγησε. Του ξανάρθαν στο νου κάποιες από τις ιστορίες που είχε ακούσει για τις Άες Σεντάι. «Μάλλον είναι καλύτερο από το να πέθαινα. Ακόμα και η Νυνάβε πίστευε πως θα πεθάνω. Εν πάση περιπτώσει, τώρα έγινε και δεν βγαίνει τίποτα αν αρχίσω να τρώγομαι γι’ αυτό». Συνειδητοποίησε ότι είχε φάει το βοδινό και έγλειφε το ζουμί από τα δάχτυλα του.

Ξαναπήγε με ασταθή βήματα στο τραπέζι. Από κάτω είχε ένα σκαμνάκι. Το τράβηξε και κάθισε. Δεν έδωσε σημασία στα μαχαιροπήρουνα κι έκανε άλλο ένα ρολό από μια φέτα βοδινού. Πώς μπορούσε να στρέψει το γεγονός ότι βρισκόταν στην Ταρ Βάλον ―στο Λευκό Πύργο. Εδώ πρέπει να είμαι― προς όφελός του;

Ταρ Βάλον σήμαινε Άες Σεντάι. Δεν ήταν αυτός λόγος για να καθίσει έστω και μια ώρα. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα. Όσα θυμόταν από τον καιρό που είχε περάσει με τη Μουαραίν και αργότερα με τη Βέριν, δεν ήταν αρκετά για να τον βοηθήσουν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί κάποια από τις δυο να κάνουν κάτι πραγματικά άσχημο, αλλά βέβαια δεν θυμόταν παρά ελάχιστα πράγματα από εκείνο το διάστημα. Εν πάση περιπτώσει, ό,τι έκαναν οι Άες Σεντάι, το έκαναν για δικούς τους λόγους.

«Και δεν είναι πάντα οι λόγοι που νομίζεις ότι είναι», είπε πνιχτά, ενώ μασούσε μια μπουκιά πατάτα και την κατάπινε. «Η Άες Σεντάι ποτέ δεν λέει ψέματα, αλλά η αλήθεια που σου λέει η Άες Σεντάι δεν είναι πάντα η αλήθεια που νομίζεις. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να θυμάμαι: δεν μπορώ να είμαι βέβαιος γι’ αυτές, ακόμα κι όταν νομίζω πως ξέρω». Αυτό το συμπέρασμα κάθε άλλο παρά τον ενθάρρυνε. Μπουκώθηκε με μπιζέλια.

Όπως σκεφτόταν τις Άες Σεντάι, αυτό τον έκανε να θυμηθεί κάτι ακόμα γι’ αυτές. Τα επτά Άτζα: το Γαλάζιο, το Κόκκινο, το Καφέ, το Πράσινο, το Κίτρινο, το Λευκό και το Γκρίζο. Οι Κόκκινες ήταν η χειρότερες. Με εξαίρεση το Μαύρο Άτζα, που όλες ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει. Αλλά το Κόκκινο Άτζα μάλλον δεν θα αποτελούσε απειλή γι’ αυτόν. Αυτές ενδιαφέρονταν μόνο για άντρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν.

Ο Ραντ. Που να καώ, πώς μπόρεσα να τον ξεχάσω; Που είναι; Είναι καλά; Αναστέναξε πικρά και βουτύρωσε μια φέτα ψωμί, που ήταν ακόμα ζεστή. Άραγε να τρελάθηκε, ή ακόμα;

Έστω κι αν ήξερε τις απαντήσεις, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει τον Ραντ. Αλλά και να μπορούσε, δεν ήταν βέβαιος για αν θα τον βοηθούσε. Ο Ραντ μπορούσε να διαβιβάσει και ο Ματ είχε μεγαλώσει με ιστορίες που έλεγαν για ανθρώπους που διαβίβαζαν, ιστορίες με τις οποίες φόβιζαν τα παιδιά. Ιστορίες με τις οποίες φόβιζαν και τους μεγάλους, επίσης, επειδή κάποιες ήταν πέρα για πέρα αληθινές. Όταν ο Ματ είχε ανακαλύψει τι μπορούσε να κάνει ο Ματ, ήταν σαν να είχε βρει ότι ο καλύτερος φίλος του τυραννούσε μικρά ζώα και σκότωνε μωρά. Όταν, στο τέλος, είχε αναγκαστεί να το πιστέψει, ήταν δύσκολο να συνεχίσει, πια, να τον λέει φίλο.

«Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου», είπε θυμωμένα. Έγειρε την κανάτα με το κρασί στο ασημένιο κύπελλό του και κατάλαβε, ξαφνιασμένος, ότι ήταν άδεια. Το γέμισε, λοιπόν, με γάλα. «Η Εγκουέν και η Νυνάβε θέλουν να γίνουν Άες Σεντάι». Τούτο το θυμήθηκε μόνο τη στιγμή που το ξεστόμισε. «Ο Ραντ ακολουθεί τη Μουαραίν και αυτοαποκαλείται Αναγεννημένος Δράκοντας. Το Φως μόνο ξέρει τι ετοιμάζει ο Πέριν. Σαν παλαβός κάνει από τότε που τα μάτια του έγιναν έτσι μυστήρια. Πρέπει να κοιτάξω τον εαυτό μου». Που να καώ, πρέπει! Απ όλους μας, είμαι ο τελευταίος λογικός. Είμαι ο μόνος.

Ταρ Βάλον. Έλεγαν πως ήταν η πλουσιότερη πόλη στον κόσμο, καθώς και το κέντρο του εμπορίου μεταξύ των Μεθορίων και του νότου, το κέντρο της δύναμης των Άες Σεντάι. Του φαινόταν πως δεν θα κατάφερνε να πείσει μια Άες Σεντάι να παίξει κάποιο τυχερό παιχνίδι μαζί του. Κι αν η άλλη δεχόταν, ο Ματ δεν θα εμπιστευόταν τη ζαριά, ή το φύλλο που θα είχε σηκώσει. Αλλά σίγουρα θα υπήρχαν έμποροι, σίγουρα θα υπήρχε κόσμος που να έχει χρυσάφι και ασήμι. Θα άξιζε να μείνει λίγες μέρες στην πόλη. Ήξερε ότι είχε κάνει μεγάλο ταξίδι από τότε που είχε αφήσει τους Δύο Ποταμούς, αλλά, με εξαίρεση κάτι θολές αναμνήσεις από το Κάεμλυν και την Καιρχίν, δεν θυμόταν τίποτα, για καμιά από τις λαμπρές πόλεις. Πάντα ήθελε να δει μια ξακουστή πολιτεία.

«Αλλά να μην είναι γεμάτη Άες Σεντάι», μουρμούρισε ξινά, φτυαρίζοντας τα τελευταία μπιζέλια. Τα καταβρόχθισε και πήρε κι άλλο βοδινό.

Αναρωτήθηκε αφηρημένα αν οι Άες Σεντάι θα τον άφηναν να κρατήσει το ρουμπίνι από το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ. Το εγχειρίδιο ίσα που το θυμόταν, αλλά, ακόμα κι έτσι, ήταν σαν να είχε ξαναφέρει στη θύμησή του έναν τρομερό τραυματισμό. Τα σπλάχνα του σφίχτηκαν κι ένας οξύς πόνος σούβλισε τους κροτάφους του. Εντούτοις, το ρουμπίνι ήταν ξεκάθαρο στο νου του, μεγάλο σαν το νύχι του αντίχειρά του, σκούρο σαν στάλα αίμα, λαμπερό σαν πορφυρό μάτι. Σίγουρα είχε περισσότερα δικαιώματα πάνω του απ’ ό,τι οι Άες Σεντάι και το πετράδι πρέπει να άξιζε όσο δέκα αγροκτήματα στην πατρίδα.

Μάλλον θα πουν ότι κι αυτό είναι μιασμένο. Και πιθανότατα ήταν. Πάντως, έπλεξε στο νου του μια φαντασίωση, ότι έδινε, λέει, το ρουμπίνι στους Κόπλιν με αντάλλαγμα τα καλύτερα κτήματά τους. Εκείνη η οικογένεια —ταραξίες από γεννησιμιού τους και μερικοί ήταν κι από πάνω κλέφτες και ψεύτες― άξιζε ό,τι την έβρισκε κι ακόμα χειρότερα. Αλλά μέσα του δεν πίστευε στ’ αλήθεια ότι οι Άες Σεντάι θα του το επέστρεφαν και, στην περίπτωση που του το επέστρεφαν, δεν θα του άρεσε η ιδέα ότι θα το κουβαλούσε τόσο μακριά, ίσαμε το Πεδίο του Έμοντ. Και η σκέψη ότι θα αποκτούσε το μεγαλύτερο αγρόκτημα στους Δύο Ποταμούς δεν ήταν πιο τόσο συναρπαστική όσο άλλοτε. Κάποτε αυτή ήταν η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, αυτή και επίσης να γινόταν γνωστός ως ίσος του πατέρα του στο εμπόριο αλόγων. Τώρα φαινόταν μια πολύ ασήμαντη επιθυμία― στενόχωρη, τη στιγμή που ένας μεγάλος, πλατύς κόσμος περίμενε παραπέρα.

Αποφάσισε ότι, κατ’ αρχάς, θα έβρισκε την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Μπορεί να ξανάρθαν στα συγκαλά τους. Μπορεί να παράτησαν αυτή τη βλακεία, ότι θα γίνουν Άες Σεντάι. Δεν πίστευε ότι θα ήταν έτσι, αλλά δεν μπορούσε να φύγει δίχως να τις δει. Θα έφευγε· αυτό ήταν σίγουρο. Μια επίσκεψη σ’ αυτές, μια μέρα για να δει την πόλη, ίσως και μια παρτίδα ζάρια για να γεμίσει το πουγκί του και ύστερα θα κινούσε για κάπου, οπουδήποτε δεν θα υπήρχαν Άες Σεντάι. Πριν επιστρέψει στην πατρίδα ―θα πάω σπίτι κάποια μέρα. Κάποια μέρα, θα πάω― σκόπευε να δει λιγάκι τον κόσμο, δίχως να είναι το παιχνιδάκι κάποιας Άες Σεντάι.

Ψάχνοντας στο δίσκο για να φάει κάτι ακόμα, συνειδητοποίησε κατάπληκτος ότι δεν είχε μείνει τίποτα, εκτός από λάδια και λίγα τρίματα ψωμιού και τυριού. Και οι δύο κανάτες ήταν άδειες. Περιεργάστηκε με έκπληξη το στομάχι του. Με όλα αυτά μέσα του, θα έπρεπε να ήταν γεμάτος ως τα αυτιά, αλλά ένιωθε σαν να μην είχε φάει σχεδόν τίποτα. Τσίμπησε τα τελευταία κομματάκια του τυριού, χρησιμοποιώντας το δείκτη και τον αντίχειρά του. Πριν το χέρι φτάσει στο στόμα του, πάγωσε.

Φύσηξα το Κέρας τον Βαλίρ. Σφύριξε απαλά ένα σκοπό και μετά του κόπηκε απότομα, όταν κατάλαβε τα λόγια:

Είμαι κάτω, στον πάτο του πηγαδιού.

Είναι νύχτα και πέφτει βροχή.

Τα τοιχώματα γκρεμίζονται

και δεν έχω σκοινί να σκαρφαλώσω.

Είμαι κάτω, στον πάτο του πηγαδιού.

«Θα σου δείξω εγώ, έτσι και δεν έχει σκοινί», ψιθύρισε. Άφησε τα τρίμματα του τυριού να πέσουν στο δίσκο. Για μια στιγμή, ένιωσε πάλι άρρωστος. Προσπάθησε, αποφασιστικά, να βάλει το νου του να δουλέψει, πάσχισε να διαπεράσει την καταχνιά που τύλιγε τα πάντα μέσα στο κεφάλι του.

Η Βέριν έφερνε το Κέρας στην Ταρ Βάλον, αλλά ο Ματ δεν θυμόταν αν η Άες Σεντάι ήξερε πως το είχε ηχήσει ο ίδιος. Η Βέριν δεν είχε πει τίποτα που να αφήνει να εννοηθεί τέτοιο πράγμα. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Του φαινόταν πως ήταν βέβαιος. Ε, και τι έγινε αν το ξέρει; Αν το ξέρουν όλες; Αν η Βέριν δεν έκανε κάτι που αγνοώ, έχουν το Κέρας. Εμένα δεν με χρειάζονται. Μα ποιος μπορούσε να πει τι να πίστευαν οι Άες Σεντάι ότι χρειάζονταν;

«Άμα ρωτήσουν», είπε βλοσυρά, «εγώ ούτε που το ακούμπησα. Αν ξέρουν... Αν ξέρουν, τότε θα... θα δω τι θα κάνω. Που να καώ, δεν μπορεί να θέλουν κάτι από μένα. Δεν μπορεί!»

Ένα μαλακό χτύπημα στην πόρτα τον έκανε να σηκωθεί στα τρεμάμενα πόδια του, έτοιμος να τρέξει ― αν υπήρχε κάποιο μέρος να τρέξει και αν μπορούσε να κάνει πάνω από τρία βήματα. Αλλά δεν υπήρχε τέτοιο μέρος και δεν μπορούσε να κουνηθεί.

Η πόρτα άνοιξε.

Загрузка...