Σε μια γωνιά ξεκουραζόταν το σκυλί που είχαν για να γυρνά τη σούβλα. Η Νυνάβε, αγριοκοιτάζοντάς το, σκούπισε με το χέρι τον ιδρώτα από το μέτωπό της και συνέχισε να κάνει τη δουλειά του. Πάλι καλά που δεν με έβαλαν να τρέχω στο καλαμένιο κλουβί τον και με αφήσανε να γυρνάω αυτό το Φωτοκατάρατο χερούλι! Άες Σεντάι! Που να καούν όλες! Ήταν δείγμα του εκνευρισμού της αυτή η γλώσσα κι άλλο ένα δείγμα ήταν ότι δεν το είχε προσέξει καν. Η φωτιά στη μακριά εστία από γκρίζα πέτρα ήταν τόσο δυνατή, που ένιωθε σαν να ήταν μέσα της. Ήταν σίγουρη ότι το γκρίζο σκυλί με τις βούλες της χαμογελούσε.
Η Ηλαίην μάζευε με μια μακριά, ξύλινη κουτάλα το λίπος, που έσταζε από τα ψητά κρέατα σε δοχεία από κάτω, ενώ η Εγκουέν το άπλωνε πάνω τους με μια άλλη. Γύρω τους, η μεγάλη κουζίνα ακολουθούσε τη μεσημεριανή ρουτίνα της. Ακόμα και οι μαθητευόμενες είχαν συνηθίσει να βλέπουν Αποδεχθείσες εκεί, τόσο που σχεδόν δεν κοίταζαν, πλέον, τις τρεις γυναίκες. Όχι ότι οι μαγείρισσες επέτρεπαν στις μαθητευόμενες να χαζεύουν. Η δουλειά πλάθει το χαρακτήρα, έλεγαν οι Άες Σεντάι και οι μαγείρισσες φρόντιζαν να αποκτήσουν ισχυρό χαρακτήρα οι μαθητευόμενες. Και οι τρεις Αποδεχθείσες, επίσης.
Η Λάρας, η Κυρά των Μαγειρείων —στην πραγματικότητα, ήταν η αρχιμαγείρισσα, αλλά χρησιμοποιούσαν την άλλη ονομασία τόσο πολλές, χρόνια τώρα, που είχε γίνει σχεδόν ο τίτλος της― ήρθε να εξετάσει τα ψητά. Και τις γυναίκες που ίδρωναν από πάνω τους. Ήταν κάτι παραπάνω από παχουλή, γεμάτη προγούλια, με μια άσπιλη, λευκή ποδιά που έφτανε για τρία φορέματα μαθητευόμενων. Κρατούσε τη δική της μακριά, ξύλινη κουτάλα, σαν σκήπτρο. Αυτή την κουτάλα δεν την είχε για να ανακατεύει. Την είχε για διευθύνει τις υφιστάμενες της και να ρίχνει ξυλιές σε όσες δεν έπλαθαν το χαρακτήρα τους όσο γρήγορα ήθελε εκείνη. Μελέτησε τα ψητά, ξεφύσησε αποδοκιμαστικά και έστρεψε το συνοφρυωμένο βλέμμα της στις τρεις Αποδεχθείσες.
Η Νυνάβε απάντησε στη ματιά της Λάρας με ένα ουδέτερο δικό της βλέμμα και συνέχισε να στριφογυρνά τη σούβλα. Το πρόσωπο της σωματώδους γυναίκας δεν άλλαξε έκφραση. Αρχικά, η Νυνάβε είχε δοκιμάσει να χαμογελάσει, αλλά η έκφραση της Λάρας είχε μείνει αναλλοίωτη. Όταν, όμως, είχε σταματήσει τη δουλειά για να της μιλήσει, με κάθε ευγένεια, αυτό είχε αποδειχτεί καταστροφικό. Λες και δεν έφτανε που τη φοβέριζαν και τη μάλωναν οι Άες Σεντάι. Εκείνο έπρεπε να το ανεχτεί, όσο κι αν την πονούσε, όσο κι αν την έτσουζε, αν ήθελε να μάθει πώς να χρησιμοποιεί τις ικανότητές της. Όχι ότι της άρεσαν αυτά που μπορούσε να κάνει —άλλο να ξέρεις ότι οι Άες Σεντάι δεν είναι Σκοτεινόφιλες, παρ’ όλο που χρησιμοποιούν τη Δύναμη κι άλλο να μπορείς η ίδια να διαβιβάσεις — αλλά έπρεπε να μελετήσει, αν ήθελε να εκδικηθεί τη Μουαραίν σχεδόν το μόνο που την κρατούσε, ήταν το μίσος γι’ αυτά που είχε κάνει η Μουαραίν στην Εγκουέν και τους άλλους Εμοντίτες, που είχε κάνει τη ζωή τους χίλια κομμάτια και τους είχε εκμεταλλευτεί για τους σκοπούς των Άες Σεντάι. Μα να της φέρεται αυτή εδώ, η Λάρας, σαν τεμπέλικο, αργόστροφο παιδί, να την αναγκάζει να υποκλίνεται και να τρέχει για δουλειές, τη στιγμή που στο χωριό της θα μπορούσε να τη βάλει στη θέση της με μερικές καλοδιαλεγμένες λέξεις ― αυτό την έκανε να τρίζει τα δόντια, όσο κι όταν σκεφτόταν τη Μουαραίν. Ίσως, αν δεν την κοιτάζω... Όχι! Να καώ αν χαμηλώσω το βλέμμα μπροστά σ’ αυτή την... την αγελάδα!
Η Λάρας ξεφύσησε πιο δυνατά και απομακρύνθηκε. Έγερνε δεξιά κι αριστερά, καθώς προχωρούσε στα φρεσκοσφουγγαρισμένα γκρίζα πλακάκια.
Η Ηλαίην, που ήταν ακόμα σκυμμένη με την κουτάλα και το δοχείο με το λίπος, την αγριοκοίταξε καθώς έφευγε. «Αν με ξαναχτυπήσει έστω και μια φορά αυτή η γυναίκα, θα βάλω τον Γκάρεθ Μπράυν να τη συλλάβει και —»
«Σιωπή», ψιθύρισε η Εγκουέν. Δεν σταμάτησε να αλείφει τα ψητά και δεν κοίταξε καθόλου την Ηλαίην. «Έχει αυτιά σαν —»
Η Λάρας ξαναγύρισε, σαν να είχε πράγματι ακούσει, σμίγοντας πιο έντονα τα φρύδια και με το στόμα ορθάνοιχτο. Πριν βγάλει οποιονδήποτε ήχο, η Έδρα της Αμερλιν μπήκε στην κουζίνα, σαν ανεμοστρόβιλος. Ακόμα και το ριγωτό επιτραχήλιο στους ώμους τους έμοιαζε μπουρινιασμένο. Αυτή τη φορά, η Ληάνε δεν φαινόταν πουθενά.
Επιτέλους, σκέφτηκε ενοχλημένη η Νυνάβε. Και μόλις που πρόλαβε!
Αλλά η Άμερλιν δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος της. Η Άμερλιν δεν είπε λέξη σε καμία. Ακούμπησε το χέρι της σε ένα τραπέζι, που άστραφτε από καθαριότητα, άσπρο σαν κόκαλο, κοίταξε τα δάχτυλά της και έκανε μια γκριμάτσα, σαν να είχαν γεμίσει βρώμα. Η Λάρας βρέθηκε σε μια στιγμή στο πλευρό της, με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά, αλλά το ανέκφραστο βλέμμα της Άμερλιν την έκανε να το καταπιεί και να μείνει σιωπηλή.
Η Αμερλιν άρχισε να τριγυρνά στα μαγειρεία. Κοίταξε τις γυναίκες που έφτιαχναν παξιμάδια από βρώμη. Αγριοκοίταξε τις γυναίκες που καθάριζαν λαχανικά. Έριξε μια περιφρονητική ματιά στις σούπες που έβραζαν και μετά στις γυναίκες που τις πρόσεχαν οι γυναίκες πήραν να μελετούν με προσήλωση την επιφάνεια της σούπας. Τα σμιγμένα φρύδια της έκαναν τις κοπέλες που έβγαζαν πιατέλες και γαβάθες στην τραπεζαρία να συνεχίσουν τρέχοντας. Η βλοσυρή ματιά της έκανε τις μαθητευόμενες να χιμούν στις δουλειές τους εδώ κι εκεί, σαν ποντίκια που είχαν δει γάτα. Όταν έκανε το γύρο της μισής κουζίνας, όλες οι γυναίκες δούλευαν δυο φορές πιο γρήγορα από πριν. Όταν τελείωσε την επιθεώρηση, η Λάρας ήταν η μόνη που τολμούσε να την κοιτάξει, έστω και φευγαλέα.
Η Άμερλιν σταμάτησε μπροστά στη σούβλα, με τις γροθιές στους γοφούς και κοίταξε τη Λάρας. Απλώς την κοίταξε, ανέκφραστη, με τα γαλάζια μάτια της παγωμένα και σκληρά.
Η μεγαλόσωμη γυναίκα ξεροκατάπιε και τα προγούλια της τρεμούλιασαν, καθώς ίσιωνε την ποδιά της. Η Άμερλιν δεν κουνήθηκε. Η Λάρας χαμήλωσε το βλέμμα και σάλεψε από το ένα πόδι στο άλλο. «Αν μου επιτρέψει η Μητέρα», είπε με ξεψυχισμένη φωνή. Με μια κίνηση, που ίσως να ήταν υπόκλιση, έφυγε βιαστικά και τόσο είχε ξεχαστεί, που πήγε μαζί με κάποιες γυναίκες σε μια κατσαρόλα και ανακάτεψε τη σούπα με τη δική της κουτάλα.
Η Νυνάβε χαμογέλασε, με το κεφάλι σκυμμένο για να μην προδοθεί. Η Εγκουέν και η Ηλαίην συνέχισαν να δουλεύουν, αλλά κι αυτές, επίσης, έριχναν κλεφτές ματιές στην Άμερλιν, που στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη δυο βήματα παραπέρα.
Η Άμερλιν είχε επέβλεπε ολόκληρη την κουζίνα από κει που στεκόταν. «Αν δειλιάζουν τόσο εύκολα», μουρμούρισε μαλακά, «ίσως να είναι λάσκα εδώ και πολύ καιρό».
Πράγματι, εύκολα δειλιάζουν, σκέφτηκε η Νυνάβε. Τι αξιολύπητες γυναίκες. Το μόνο που έκανε, ήταν να τις κοιτάξει. Η Άμερλιν έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της, που τον σκέπαζε το επιτραχήλιο, μόνο για μια στιγμή. Ξαφνικά, η Νυνάβε συνειδητοποίησε ότι γυρνούσε πιο γρήγορα τη σούβλα. Έπρεπε να προσποιηθεί ότι είχε δειλιάσει, σαν όλες τις άλλες, έτσι είπε στον εαυτό της.
Το βλέμμα της Άμερλιν έπεσε στην Ηλαίην και ξαφνικά μίλησε, τόσο δυνατά που τράνταξε τα μπακιρένια κατσαρολάκια και τις κατσαρόλες, που κρέμονταν στους τοίχους. «Υπάρχουν κάποιες λέξεις, τις οποίες δεν ανέχομαι στα χείλη δεσποινίδων, Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ. Αν βγουν από το στόμα σου, θα το πλύνω με σαπούνι!» Όλες οι γυναίκες μέσα στην κουζίνα τινάχτηκαν.
Η Ηλαίην φάνηκε μπερδεμένη και το πρόσωπο της Εγκουέν, σιγά-σιγά, πήρε μια έκφραση αγανάκτησης.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι, με μικρές, αγωνιώδεις κινήσεις. Όχι, κορίτσι μου! Μην ανοίξεις το στόμα! Δεν καταλαβαίνεις τι πάει να κάνει;
Αλλά η Εγκουέν άνοιξε το στόμα της, λέγοντας, με σεβασμό αλλά αποφασισμένα: «Μητέρα, δεν είπε —»
«Σιωπή!» Ο βρυχηθμός της Άμερλιν έκανε άλλη μια σειρά από κεφάλια να τιναχτούν νευρικά. «Λάρας! Μπορείς να βρεις τρόπο για να διδάξεις δυο κοπέλες να μιλούν εκεί που πρέπει και να λένε αυτό που πρέπει, Κυρά των Μαγειρείων; Θα το καταφέρεις;»
Η Λάρας ήρθε μπατάροντας πέρα-δώθε, πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά που την είχε δει η Νυνάβε και όρμησε στην Ηλαίην και την Εγκουέν, για να τις αρπάξει από το αυτί ενώ, στο μεταξύ, επαναλάμβανε: «Μάλιστα, Μητέρα. Αμέσως, Μητέρα. Όπως προστάζεις, Μητέρα». Έβγαλε τρέχοντας τις δύο γυναίκες από την κουζίνα, λες και βιαζόταν να δραπετεύσει από το βλέμμα της Αμερλιν.
Η Άμερλιν, τώρα, ήταν τόσο κοντά στη Νυνάβε, που μπορούσε να την αγγίξει, αλλά ακόμα ατένιζε την κουζίνα. Μια νεαρή μαγείρισσα, που έστριβε κρατώντας μια γαβάθα στα χέρια, έτυχε να πιάσει το βλέμμα της Άμερλιν. Κακάρισε δυνατά, καθώς άρχισε να τρέχει.
«Δεν ήταν σκοπός μου να μπλέξει και η Εγκουέν». Τα χείλη της Άμερλιν μόλις που κουνιόνταν. Έμοιαζε να μουρμουρίζει στον εαυτό της και από την έκφραση του προσώπου της, καμία από τις γυναίκες στα μαγειρεία δεν ήθελε να ακούσει τι έλεγε. Η Νυνάβε μετά βίας έβγαζε τα λόγια της. «Αλλά ίσως μάθει να σκέφτεται, πριν μιλήσει».
Η Νυνάβε γυρνούσε τη σούβλα και είχε το κεφάλι σκυμμένο, προσπαθώντας να δείξει ότι κι αυτή, επίσης, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της, για την περίπτωση που την έβλεπε κάποιο μάτι. «Νόμιζα ότι θα μας παρακολουθείς στενά, Μητέρα. Για να αναφέρουμε τι βρήκαμε».
«Αν έρχομαι να σε αγριοκοιτάζω κάθε μέρα, Κόρη μου, κάποιες θα έμπαιναν σε υποψίες». Η Άμερλιν συνέχισε να χτενίζει με το βλέμμα το μαγειρείο. Οι περισσότερες γυναίκες έμοιαζαν να αποφεύγουν ακόμα και να κοιτάξουν προς το μέρος της, από φόβο μήπως προσελκύσουν την οργή της. «Σκόπευα να σας καλέσω στο μελετητήριό μου μετά το γεύμα. Για να σας μαλώσω, που δεν διαλέξατε μαθήματα, αυτό άφησα να εννοηθεί στη Ληάνε. Αλλά υπάρχουν νέα που δεν μπορούν να περιμένουν. Η Σέριαμ βρήκε άλλο ένα Φαιό Άντρα. Μια γυναίκα. Νεκρή, σαν ψάρι της περασμένης βδομάδας, δίχως το παραμικρό σημάδι πάνω της. Ήταν ξαπλωμένη σαν να ξεκουραζόταν, ακριβώς στο κέντρο του κρεβατιού της Σέριαμ. Κάθε άλλο παρά ευχάριστο το θέαμα για τη Σέριαμ».
Η Νυνάβε μούδιασε και σταμάτησε να γυρίζει για μια στιγμή τη σούβλα, πριν ξαναρχίσει να την περιστρέφει. «Η Σέριαμ είχε την ευκαιρία να δει τους καταλόγους που έδωσε η Βέριν στην Εγκουέν. Το ίδιο και η Ελάιντα. Δεν κατηγορώ καμία, αλλά είχαν την ευκαιρία. Και η Εγκουέν είπε ότι η Αλάνα... φερόταν κι αυτή παράξενα».
«Σου το είπε» ε; Η Αλάνα είναι Αραφελινή. Στο Άραφελ έχουν αλλόκοτες ιδέες για την τιμή και τα χρέη». Σήκωσε τους ώμους αδιάφορα, αλλά είπε: «Μπορώ, πάντως, να έχω το νου μου γι’ αυτήν. Έμαθες τίποτα χρήσιμο, παιδί μου;»
«Κάτι έμαθα», μουρμούρισε σκοτεινά η Νυνάβε. Δεν έχεις το νου σου στη Σέριαμ καλύτερα; Μπορεί να μη βρήκε τυχαία εκείνο το Φαιό Άνθρωπο. Κι όχι μόνο αυτήν, αλλά η Άμερλιν θα μπορούσε να έχει το νου της και στην Ελάιντα. Δηλαδή, η Αλάνα ειλικρινά... «Δεν καταλαβαίνω γιατί εμπιστεύεσαι την Έλσε Γκρίνγουελ, αλλά το μήνυμά σου βοήθησε».
Με κοφτές, γοργές φράσεις, η Νυνάβε είπε για τα πράγματα που είχαν βρει στην αποθήκη κάτω από τη βιβλιοθήκη, με τρόπο που έδειχνε ότι είχαν πάει εκεί μόνο αυτή και η Εγκουέν και πρόσθεσε τα σχετικά συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει. Δεν ανέφερε το όνειρο της Εγκουέν —ή ό,τι άλλο κι αν ήταν η Εγκουέν επέμενε ότι ήταν αληθινό― για τον Τελ’αράν’ριοντ. Ούτε μίλησε για το τερ’ανγκριάλ που είχε δώσει η Βέριν στην Εγκουέν. Δεν εμπιστευόταν απολύτως τη γυναίκα που φορούσε το επιτραχήλιο με τις επτά ρίγες —ούτε οποιαδήποτε γυναίκα που μπορούσε να φορέσει το επώμιο― και της φαινόταν ότι θα ήταν καλύτερο να κρατήσει μυστικά μερικά πράγματα, για άλλη ώρα.
Όταν τελείωσε, η Αμερλιν έμεινε σιωπηλή τόση ώρα, που η Νυνάβε σκέφτηκε ότι η γυναίκα δεν την είχε ακούσει. Ήταν έτοιμη να τα επαναλάβει πιο δυνατά, όταν η Αμερλιν, τελικά, μίλησε και πάλι χωρίς να κουνά παρά ελάχιστα τα χείλη της.
«Δεν έστειλα κανένα μήνυμα, Κόρη μου. Τα πράγματα που άφησαν η Λίαντριν και οι άλλες ερευνήθηκαν εξονυχιστικά και κάηκαν όταν δεν βρέθηκε τίποτα. Καμία δεν θα χρησιμοποιούσε κάτι που άφησε πίσω του το Μαύρο Άτζα. Όσο για την Έλσε Γκρίνγουελ... το θυμάμαι το κορίτσι. Θα μπορούσε να μάθει, αν είχε αφιερωθεί, αλλά το μόνο που ήθελε ήταν να χαμογελά στους άντρες, στο γυμναστήριο των Προμάχων. Την Έλσε Γκρίνγουελ την ανεβάσαμε σε ένα εμπορικό πλοίο και την ξαναστείλαμε στη μητέρα της, πριν από δέκα μέρες».
Η Νυνάβε προσπάθησε να καταπιεί τον κόμπο που είχε εμφανιστεί στο λαιμό της. Τα λόγια της Άμερλιν την έκαναν να σκεφτεί νταήδες, που τυραννούσαν μικρότερα παιδιά. Οι νταήδες έδειχναν πάντα τόση περιφρόνηση για τα μικρότερα παιδιά, ήταν τόσο σίγουροι ότι αυτά ήταν τόσο χαζά που δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε, ώστε δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια να κρύψουν τις παγίδες τους. Το αίμα της έβραζε, στη σκέψη ότι στο Μαύρο Άτζα την έβλεπαν με τόση περιφρόνηση. Ένιωθε ένα κομμάτι πάγο στο στομάχι όταν σκεφτόταν ότι κατάφεραν να στήσουν τέτοια παγίδα. Φως μου, αν έχει φύγει η Έλσε... Φως μου, με όποια κι αν μιλάω μπορεί να είναι η Λίαντριν, ή μία από τις άλλες. Φως μου!
Η σούβλα είχε σταματήσει. Ξανάρχισε να τη γυρίζει βιαστικά και πάλι. Καμία δεν φαινόταν να την έχει προσέξει. Όλες έβαζαν τα δυνατά τους να μην κοιτάξουν την Άμερλιν.
«Και τι σκοπεύεις να κάνεις με αυτή την... τόσο ολοφάνερη παγίδα;» είπε μαλακά η Άμερλιν, που ακόμα κοίταζε την κουζίνα, με την πλάτη στη Νυνάβε. «Σκοπεύεις να πέσεις και σε αυτήν;»
Η Νυνάβε κοκκίνισε. «Ξέρω ότι είναι παγίδα, Μητέρα. Και ο καλύτερος τρόπος για να πιάσεις αυτόν που έχει βάλει την παγίδα, είναι να την κάνεις να κλείσει και να τον περιμένεις να έρθει». Δεν φαινόταν τόσο λογικό όσο πριν, που το έλεγε στην Εγκουέν και την Ηλαίην, μετά τα όσα της είχε μόλις πει η Άμερλιν, αλλά και πάλι το εννοούσε.
«Μπορεί να είναι έτσι, παιδί μου. Μπορεί αυτός να είναι ο τρόπος που θα τις βρεις. Αν δεν έρθουν να σε βρουν πιασμένη στο δίχτυ τους». Αναστέναξε ενοχλημένη. «Θα βάλω χρυσάφι στο δωμάτιό σου για το ταξίδι. Και θα φροντίσω να διαδοθεί ότι σας έστειλα σε ένα αγρόκτημα για να σκαλίζετε τα λάχανα. Θα έρθει μαζί σας και η Ηλαίην;»
Η Νυνάβε ξεχάστηκε και κοίταξε την Άμερλιν και μετά, βιαστικά, χαμήλωσε πάλι το βλέμμα στα χέρια της. Οι αρθρώσεις της ήταν άσπρες πάνω στο χερούλι της σούβλας. «Μα τις μηχανορραφίες σου, που να σε... Γιατί τόσες πλεκτάνες, αφού ήξερες; Όλα αυτά τα πονηρά σου σχέδια μας έκαναν να ιδρώνουμε, σχεδόν όσο και το Μαύρο Άτζα. Γιατί;» Το πρόσωπο της Άμερλιν είχε σκληρύνει και η Νυνάβε συνέχισε, με έναν τόνο που έδειχνε περισσότερο σεβασμό. «Αν μπορώ να ρωτήσω, Μητέρα».
Η Άμερλιν ξεφύσησε. «Θα πρέπει να ξαναβάλω τη Μοργκέις στο σωστό δρόμο, είτε το θέλει είτε όχι κι αυτό θα είναι αρκετά δύσκολο από μόνο του, πόσο μάλλον όταν θα την έχω να νομίζει ότι έστειλα την κόρη της στο πέλαγος με βάρκα που μπάζει νερά. Με αυτό τον τρόπο, μπορώ να πω ειλικρινά ότι δεν ήταν κάτι που έκανα εγώ. Μπορεί να είναι δύσκολα τα πράγματα για την Ηλαίην όταν, τελικά, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τη μητέρα της, αλλά τώρα έχω τρία κυνηγόσκυλα, όχι δύο. Σου είπα ότι θα είχα εκατό, αν μπορούσα». Έστρωσε το επιτραχήλιο στους ώμους της. «Αυτό παρατράβηξε. Αν μείνω κι άλλο τόσο κοντά σε σένα, ίσως το προσέξουν. Έχεις να μου πεις κάτι άλλο; Ή να ρωτήσεις; Γρήγορα, Κόρη μου».
«Τι είναι το Καλαντόρ, Μητέρα;» ρώτησε η Νυνάβε.
Αυτή τη φορά ήταν η σειρά της Άμερλιν να ξεχαστεί και μισογύρισε προς τη Νυνάβε, πριν στραφεί πάλι μπροστά με μια απότομη κίνηση. «Δεν μπορούμε να τις αφήσουμε να το πάρουν». Ο ψίθυρός της μόλις που ακουγόταν, λες και ήταν μόνο για τον εαυτό της. «Δεν υπάρχει πιθανότητα να το πάρουν, αλλά...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ο απαλός τόνος της δυνάμωσε αρκετά, για τον ακούει η Νυνάβε, αν και δεν θα ακουγόταν, αν στεκόσουν δυο απλωσιές παραπέρα. «Μονάχα δώδεκα γυναίκες στον Πύργο ξέρουν τι είναι το Καλαντόρ και, ίσως, άλλες τόσες έξω. Οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρύου το ξέρουν, αλλά ποτέ δεν μιλούν γι’ αυτό, παρά μόνο όταν το λένε σε έναν Άρχοντα της Στεριάς που ανεβαίνει στο ανώτερο αξίωμα. Το Ανέγγιχτο Σπαθί είναι ένα σα’ανγκριάλ, κορίτσι μου. Μόνο δύο ισχυρότερα κατασκευάστηκαν ποτέ και, δόξα στο Φως, ποτέ κάποιο τους δεν χρησιμοποιήθηκε. Με το Καλαντόρ στα χέρια σου, παιδί μου, μπορείς να ισοπεδώσεις μια πόλη με ένα χτύπημα. Αν οι τρεις σας πεθάνετε για να το κρατήσετε μακριά από τα χέρια του Μαύρου Άτζα, θα έχετε προσφέρει μεγάλη υπηρεσία σε ολόκληρο τον κόσμο και το αντίτιμο θα είναι φθηνό».
«Πώς μπορούν να το πάρουν;» ρώτησε η Νυνάβε. «Νόμιζα ότι μόνο ο Αναγεννημένος Δράκοντας μπορεί να αγγίξει το Καλαντόρ».
Η Άμερλιν της έριξε ένα λοξό βλέμμα, αιχμηρό σαν μαχαίρι κουζίνας. «Μπορεί να κυνηγούν κάτι άλλο», είπε έπειτα από μια στιγμή. «Έκλεψαν τερ’ανγκριάλ από εδώ. Η Πέτρα του Δακρύου έχει σχεδόν όσα τερ’ανγκριάλ έχει και ο Πύργος».
«Νόμιζα ότι οι Υψηλοί Άρχοντες μισούν ό,τι έχει να κάνει με τη Μία Δύναμη», ψιθύρισε η Νυνάβε απορώντας.
«Α, μα πράγματι τη μισούν, παιδί μου. Τη μισούν και τη φοβούνται. Όποτε βρίσκουν μια Δακρινή κοπέλα που μπορεί να διαβιβάζει, τη φορτώνουν σε ένα πλοίο για την Ταρ Βάλον πριν τελειώσει η μέρα, δίχως σχεδόν να την αφήσουν να αποχαιρετήσει την οικογένειά της». Το μουρμουρητό της Άμερλιν έκρυβε πίκρα από τις αναμνήσεις. «Εντούτοις, φυλάνε μια από τις ισχυρότερες εστίες της Δύναμης που έχει δει ποτέ ο κόσμος, μέσα στην ακριβή τους Πέτρα. Η πεποίθησή μου είναι ότι γι’ αυτό το λόγο έχουν συλλέξει τόσο πολλά τερ’ανγκριάλ —και, βέβαια, ό,τι άλλο έχει να κάνει με τη Δύναμη― όλα αυτά τα χρόνια, λες και με αυτό τον τρόπο θα ελαχιστοποιήσουν την ύπαρξη του πράγματος από το οποίο δεν μπορούν να απαλλαγούν, του πράγματος που τους θυμίζει το δικό τους όλεθρο, κάθε φορά που μπαίνουν στην Καρδιά της Πέτρας. Το φρούριο που τσάκισε εκατό στρατιές θα πέσει, αποτελώντας ένα από τα σημάδια ότι ο Δράκοντας Αναγεννήθηκε. Δεν θα είναι καν το μοναδικό σημάδι· θα είναι ένα μεταξύ άλλων. Πόσο θα ταράζει αυτό τις περήφανες καρδιές τους. Η συντριβή τους δεν θα είναι καν ο μοναδικός μεγάλος οιωνός της αλλαγής του κόσμου. Δεν μπορούν καν να το αγνοήσουν, μένοντας έξω από την Καρδιά. Εκεί, οι Άρχοντες της Στεριάς γίνονται Υψηλοί Άρχοντες και εκεί πρέπει να κάνουν την Τελετή της Φύλαξης, όπως την ονομάζουν, τέσσερις φορές το χρόνο, ισχυριζόμενοι ότι φυλάνε ολόκληρο τον κόσμο από τον Δράκοντα, κρατώντας το Καλαντόρ. Σίγουρα το νιώθουν να δαγκώνει τις ψυχές τους, σαν να έχεις το στομάχι σου γεμάτο ζωντανά ασημόκαρφα και, μάλιστα, το αξίζουν». Τινάχτηκε ανάλαφρα, σαν να συνειδητοποιούσε ότι είχε πει περισσότερα απ’ όσα σκόπευε. «Αυτό είναι όλο, παιδί μου;»
«Μάλιστα, Μητέρα», είπε η Νυνάβε. Φως μου, πάντα καταλήγουμε στον Ραντ, έτσι δεν είναι; Πάντα στον Αναγεννημένο Δράκοντα. Ακόμα δυσκολευόταν να τον σκέφτεται έτσι. «Αυτό είναι όλο».
Η Άμερλιν έσιαξε πάλι το επιτραχήλιο της, κοιτώντας τον ξέφρενο ρυθμό δουλειάς στην κουζίνα. «Πρέπει να το τακτοποιήσω αυτό. Ήθελα να σου μιλήσω δίχως καθυστέρηση, αλλά η Λάρας είναι καλή γυναίκα και κουμαντάρει μια χαρά τα μαγειρεία και τα κελάρια».
Η Νυνάβε ξεφύσησε και μίλησε στα χέρια της, που έσφιγγαν το χερούλι της σούβλας, «Η Λάρας είναι ένα ξινό κομμάτι λαρδί και πιο πολύ μιλάει με την κουτάλα, παρά με το στόμα της». Νόμιζε ότι το είχε πει χαμηλόφωνα, αλλά η Άμερλιν χασκογέλασε σαρκαστικά.
«Είσαι καλός κριτής των χαρακτήρων, παιδί μου. Σίγουρα θα ήσουν πολύ καλή Σοφία στο χωριό σου. Η Λάρας ήρθε προσωπικά και ζήτησε να μάθει πόσο ακόμα θα μείνετε εσείς οι τρεις στην πιο βρώμικη και σκληρή δουλειά, δίχως να κάνετε κάτι ευκολότερο. Είπε ότι, όποιες κι αν είναι οι εντολές μου, αυτή δεν θέλει ανάμιξη σε κάτι τέτοιο, δεν θέλει να βλάψει την υγεία ή να τσακίσει το ηθικό μιας γυναίκας. Καλός κριτής των χαρακτήρων, παιδί μου».
Η Λάρας, εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε ξανά στην είσοδο της κουζίνας, διστάζοντας να μπει στην επικράτειά της. Η Άμερλιν πήγε κοντά της, με χαμόγελο αντί για σμιγμένα φρύδια και ερευνητικές ματιές.
«Όλα μου φαίνονται μια χαρά, Λάρας». Τα λόγια της Άμερλιν ήταν δυνατά και ακούστηκαν σε ολόκληρη την κουζίνα. «Δεν βλέπω κάτι που να μην είναι στη θέση του και όλα είναι όπως πρέπει. Είσαι αξιέπαινη. Σκέφτομαι το “Κυρά των Μαγειρείων” να το κάνω επίσημο αξίωμα».
Στο πρόσωπο της σωματώδους γυναίκας παρέλασε μια ποικιλία εκφράσεων, από ανησυχία σε κατάπληξη και μετά σε λαμπερή χαρά. Όταν βγήκε η Άμερλιν από τα μαγειρεία, η Λάρας ήταν όλο χαμόγελα. Το κατσούφιασμα επέστρεψε, όμως, καθώς γυρνούσε το βλέμμα από την πλάτη της αναχωρούσας Άμερλιν στα πρόσωπα των γυναικών. Η κουζίνα αμέσως ανέλαβε δράση. Το βλοσυρό βλέμμα της Λάρας στάθηκε στη Νυνάβε.
Η Νυνάβε, ξαναγυρνώντας τη σούβλα, προσπάθησε να χαμογελάσει στη μεγαλόσωμη γυναίκα.
Η Λάρας κατσούφιασε ακόμα περισσότερο και άρχισε να χτυπά την κουτάλα στο μηρό της, έχοντας μάλλον ξεχάσει ότι αυτή τη φορά την είχε χρησιμοποιήσει για τον αρχικό σκοπό της. Λεκέδες φάνηκαν στη λευκή ποδιά της.
Θα της χαμογελάσω κι ας με σκοτώσει, σκέφτηκε η Νυνάβε, αν και αναγκάστηκε να σφίξει τα δόντια.
Εμφανίστηκαν η Εγκουέν και η Ηλαίην, που έκαναν γκριμάτσες και σκούπιζαν το στόμα τους με το μανίκι. Με μια ματιά της Λάρας, έτρεξαν στη σούβλα και ξανάρχισαν τη δουλειά τους.
«Το σαπούνι», μουρμούρισε με μπερδεμένη φωνή η Ηλαίην, «έχει απαίσια γεύση!»
Η Εγκουέν έτρεμε, καθώς έπαιρνε λίπος με την κουτάλα από το δοχείο και το έριχνε στα ψητά. «Νυνάβε, αν μου πεις ότι η Άμερλιν μας είπε να μείνουμε εδώ, θα ουρλιάξω. Μπορεί να το σκάσω στ’ αλήθεια».
«Φεύγουμε μετά τη λάντζα», είπε η Νυνάβε. «Μόλις πάρουμε τα πράγματά μας από τα δωμάτια». Ευχήθηκε να συμμεριζόταν και η ίδια τον ενθουσιασμό που έλαμψε στα μάτια τους. Το Φως να δώσει να μην μπαίνουμε σε μια παγίδα απ’ όπου δεν θα μπορούμε να ξεφύγουμε. Το Φως να δώσει.