Το δωμάτιο της Νυνάβε ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τα δωμάτια των μαθητευομένων. Διέθετε πραγματικό κρεβάτι και όχι από εκείνα που ήταν χτισμένα στον τοίχο, δυο καρέκλες με μπράτσα και ίσια πλάτη αντί για σκαμνί, καθώς και ντουλάπα για τα ρούχα της. Τα έπιπλα ήταν όλα απλά, κατάλληλα για σπίτι αγρότη που τα πήγαινε καλούτσικα στη δουλειά του, αλλά σε σύγκριση με τις μαθητευόμενες, οι Αποδεχθείσες ζούσαν στη χλιδή. Υπήρχε ακόμα κι ένα μικρό χαλάκι, με κίτρινα και κόκκινα σχέδια σε γαλάζιο φόντο. Το δωμάτιο δεν ήταν άδειο όταν μπήκαν μέσα η Εγκουέν και η Νυνάβε.
Η Ηλαίην στεκόταν μπροστά στο τζάκι με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από τα στήθη και τα μάτια κόκκινα, εν μέρει από θυμό. Δύο ψηλοί νεαροί ήταν αραγμένοι στις καρέκλες, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα όπου τύχαινε. Ο ένας, που είχε ξεκουμπώσει το σκουροπράσινο σακάκι για να αποκαλύψει ένα κατάλευκο πουκάμισο, είχε τα γαλάζια μάτια και τα χρυσοκόκκινα μαλλιά της Ηλαίην, ενώ το χαμογελαστό του πρόσωπο έδειχνε καθαρά ότι ήταν ο αδελφός της. Ο άλλος, που ήταν στην ηλικία της Νυνάβε και φορούσε το γκρίζο σακάκι του προσεκτικά κουμπωμένο, ήταν λεπτός, με μαύρα μάτια και σκούρα μαλλιά. Σηκώθηκε, όλος εμπιστοσύνη και λιγερή χάρη στο μυώδες σώμα του, όταν μπήκαν στο δωμάτιο η Εγκουέν και η Νυνάβε. Η Εγκουέν σκέφτηκε, για πολλοστή φορά, ότι ήταν ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει ποτέ της. Το όνομά του ήταν Γκάλαντ.
«Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω», είπε παίρνοντας το χέρι της. «Ανησυχούσα πολύ για σένα. Ανησυχούσαμε πολύ».
Η Εγκουέν ένιωσε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά και τράβηξε το χέρι για να μην το καταλάβει ο νεαρός. «Σε ευχαριστώ, Γκάλαντ», μουρμούρισε. Φως μου, είναι κούκλος. Μέσα της, προειδοποίησε τον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να σκέφτεται τέτοια πράγματα. Δεν ήταν εύκολο. Ίσιωσε άθελα το φόρεμά της, ενώ ευχόταν να την έβλεπε ο Γκάλαντ στα μετάξια και όχι σ’ αυτό το απλό, λευκό, μάλλινο φόρεμα ― ίσως σε κάποιο από εκείνα τα Ντομανικά φορέματα που της είχε πει η Μιν, εκείνα που κολλούσαν στο σώμα και έμοιαζαν τόσο λεπτά που τα περνούσες για διαφανή, αν και δεν ήταν. Αναψοκοκκίνισε και έδιωξε την εικόνα από το νου της, ευχήθηκε να έστρεφε το βλέμμα του μακριά από το πρόσωπό της. Και ακόμα χειρότερα, οι μισές γυναίκες του Πύργου, από τις λαντζιέρες ως τις ίδιες τις Άες Σεντάι, τον κοίταζαν σαν να έκαναν τις ίδιες σκέψεις. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά το χαμόγελό του έμοιαζε να απευθύνεται αποκλειστικά σε αυτήν. Αυτό ήταν το χειρότερο. Φως μου, αν υποψιαζόταν έστω τι σκέφτομαι, θα πέθαινα!
Ο χρυσομάλλης νεαρός έγειρε μπροστά όπως καθόταν. «Το ερώτημα είναι, πού ήσασταν; Η Ηλαίην αποφεύγει τις ερωτήσεις μου, σαν να έχει τις τσέπες γεμάτες σύκα και δεν θέλει να φάω κι εγώ».
«Σου είπα, Γκάγουιν», είπε η Ηλαίην με ψιλή φωνή, «δεν είναι δική σου δουλειά. Ήρθα εδώ», πρόσθεσε μιλώντας προς τη Νυνάβε, «επειδή δεν ήθελα να είμαι μόνη. Με είδαν και με ακολούθησαν. Δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει “όχι”».
«Έτσι, ε;» είπε άτονα η Νυνάβε.
«Μα είναι δική μας δουλειά, αδελφούλα», είπε ο Γκάλαντ. «Η ασφάλειά σου είναι ακριβώς η δουλειά μας». Κοίταξε την Εγκουέν κι εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σκιρτά. «Η ασφάλεια όλων σας είναι πολύ σημαντική για μένα. Για εμάς».
«Δεν είμαι αδελφή σου», είπε κοφτά η Ηλαίην.
«Αν θέλεις παρέα», είπε ο Γκάγουιν χαμογελαστός στην Ηλαίην.
«κι εμείς σου κάνουμε μια χαρά. Μετά τα όσα περάσαμε για να βρεθούμε εδώ, δικαιούμαστε να μας εξηγήσεις πού ήσουν. Θα προτιμούσα να αφήσω τον Γκάλαντ να με νικάει όλη μέρα στην αυλή όπου εξασκούμαστε, παρά να αντιμετωπίσω πάλι τη Μητέρα, έστω και για ένα λεπτό. Θα προτιμούσα να θυμώσει μαζί μου ο Κούλιν». Ο Κούλιν ήταν Αρχιεκπαιδευτής και επέβαλλε αυστηρή πειθαρχία στους νεαρούς που έρχονταν να εκπαιδευτούν στον Λευκό Πύργο, είτε αυτοί επιδίωκαν να γίνουν Πρόμαχοι, είτε απλώς ήθελαν να μαθητεύσουν κοντά τους.
«Μπορείς, αν θέλεις, να αρνηθείς τη σχέση μας», είπε σοβαρά ο Γκάλαντ στην Ηλαίην, «αλλά δεν παύει να υπάρχει. Και η μητέρα ανέθεσε την ασφάλειά σου σε εμάς».
Ο Γκάγουιν έκανε μια γκριμάτσα. «Θα μας γδάρει ζωντανούς, αν πάθεις το παραμικρό, Ηλαίην. Πασχίσαμε πολύ για να τη μεταπείσουμε, αλλιώς θα μας έπαιρνε σπίτι μαζί της. Ποτέ δεν άκουσα για βασίλισσα να στέλνει τους γιους της στο δήμιο, αλλά η μητέρα φαινόταν έτοιμη να κάνει μια εξαίρεση, αν δεν σε φέρναμε σώα και ασφαλή στο σπίτι».
«Είμαι βέβαιη», είπε η Ηλαίην, «πως προσπαθήσατε να τη μεταπείσετε για το χατίρι μου. Όχι επειδή θέλετε να μείνετε για να εκπαιδευθείτε μαζί με τους Προμάχους». Τα μάγουλα του Γκάγουιν κοκκίνισαν.
«Το πρώτο μας μέλημα ήταν η ασφάλειά σου». Ο Γκάγουιν έκανε σαν να το εννοούσε και η Εγκουέν ήταν βέβαιη γι’ αυτό. «Κατορθώσαμε να πείσουμε τη μητέρα ότι, αν επέστρεφες εδώ, θα χρειαζόσουν κάποιον να σε φυλάει».
«Να με φυλάει!» αναφώνησε η Ηλαίην, αλλά ο Γκάγουιν συνέχισε να μιλά ήρεμα και σταθερά.
«Ο Λευκός Πύργος έχει γίνει ένα επικίνδυνο μέρος. Είχαμε θανάτους —δολοφονίες― δίχως ουσιαστική εξήγηση. Ακόμα και κάποιες Άες Σεντάι σκοτώθηκαν, παρ’ όλο που έγινε προσπάθεια να συγκαλυφθεί αυτό. Κι έχω ακούσει φήμες για το Μαύρο Άτζα, να λέγονται μάλιστα εδώ, στον Πύργο. Σύμφωνα με τις διαταγές της μητέρας μου, όταν είναι ασφαλές για σένα να εγκαταλείψεις την εκπαίδευσή σου, θα σε επιστρέψουμε στο Κάεμλυν».
Αντί για απάντηση, η Ηλαίην σήκωσε το πηγούνι της και του μισογύρισε την πλάτη.
Ο Γκάγουιν έξυσε τα μαλλιά του συγχυσμένος. «Μα το Φως, Νυνάβε, ο Γκάλαντ κι εγώ δεν είμαστε κακούργοι. Το μόνο που θέλουμε, είναι να βοηθήσουμε. Θα το κάναμε ούτως ή άλλως, αλλά η μητέρα μας έδωσε διαταγή, άρα δεν υπάρχει περίπτωση να μας αλλάξεις τη γνώμη».
«Οι διαταγές της Μοργκέις δεν ισχύουν στην Ταρ Βάλον», είπε η Νυνάβε ήρεμα. «Όσο για την προσφορά βοήθειας που κάνατε, θα τη θυμάμαι. Σε περίπτωση που χρειαστούμε βοήθεια, θα είστε από τους πρώτους που θα το μάθετε. Προς το παρόν, θέλω να φύγετε». Έδειξε την πόρτα, αλλά αυτός την αγνόησε.
«Ωραία και καλά αυτά, αλλά η μητέρα θα θέλει να μάθει ότι η Ηλαίην επέστρεψε. Κι επίσης, γιατί το έσκασε δίχως να πει κουβέντα και τι έκανε τόσους μήνες; Μα το Φως, Ηλαίην! Ολόκληρος ο Πύργος ήταν σε αναταραχή. Η μητέρα είχε τρελαθεί από το φόβο της. Μου φαινόταν έτοιμη να γκρεμίσει τον Πύργο με τα ίδια της τα χέρια». Στο πρόσωπο της Ηλαίην φάνηκε ένα ίχνος ενοχής και ο Γκάγουιν αξιοποίησε αυτό το πλεονέκτημα. «Αυτό, τουλάχιστον, της το χρωστάς, Ηλαίην. Το χρωστάς σε μένα. Που να καώ, είσαι πεισματάρα, σαν πέτρα. Μήνες λείπεις και το μόνο που ξέρω είναι ότι η Σέριαμ σε πήρε με κακό μάτι. Και ο μόνος λόγος που ξέρω έστω κι αυτό, είναι επειδή είσαι κλαμένη και δεν κάθεσαι». Το αγανακτισμένο βλέμμα της Ηλαίην έλεγε ότι είχε χάσει το στιγμιαίο πλεονέκτημα του.
«Φτάνει», είπε η Νυνάβε. Ο Γκάλαντ και ο Γκάγουιν άνοιξαν το στόμα. Εκείνη ύψωσε τη φωνή της. «Είπα, φτάνει!» Τους αγριοκοίταξε, ώσπου ήταν φανερό, από τη σιωπή τους, ότι δεν θα μιλούσαν και μετά συνέχισε. «Η Ηλαίην δεν σας χρωστά τίποτα. Εφόσον επέλεξε να μη σας πει τίποτα, αυτό είναι όλο. Τώρα, εδώ είναι το δικό μου δωμάτιο, όχι η κοινή αίθουσα πανδοχείου και θέλω να φύγετε».
«Μα, Ηλαίην —» άρχισε να λέει ο Γκάγουιν, ενώ την ίδια στιγμή ο Γκάλαντ έλεγε: «Απλώς θέλουμε να —»
Η Νυνάβε μίλησε τόσο δυνατά που έπνιξε τις φωνές τους.
«Αμφιβάλλω αν ζητήσατε άδεια για να μπείτε στα καταλύματα των Αποδεχθεισών». Την κοίταξαν έκπληκτοι. «Καλά το σκέφτηκα. Θα φύγετε από το δωμάτιό μου και θα εξαφανιστείτε από μπρος μου μέχρι να μετρήσω ως το τρία, αλλιώς θα γράψω ένα σημείωμα στον Αρχιεκπαιδευτή γι’ αυτό το περιστατικό. Ο Κούλιν Γκαϊντίν έχει πολύ πιο δυνατό χέρι από τη Σέριαμ Σεντάι και σας διαβεβαιώνω ότι θα είμαι εκεί, για να φροντίσω να κάνει καλή δουλειά».
«Νυνάβε, δεν θα έκανες τέτοιο ―» άρχισε να λέει ανήσυχος ο Γκάγουιν, αλλά ο Γκάλαντ του έκανε νόημα να σταματήσει και πλησίασε τη Νυνάβε.
Το πρόσωπό του δεν έχασε την αυστηρή έκφρασή του, αλλά εκείνη έσιαξε ασυναίσθητα το μπροστά μέρος του φορέματός της καθώς της χαμογελούσε. Η Εγκουέν δεν ξαφνιάστηκε απ’ αυτό. Της φαινόταν πως καμία γυναίκα, εκτός αν ήταν του Κόκκινου Άτζα, δεν θα έμενε ανεπηρέαστη από το χαμόγελο του Γκάλαντ.
«Ζητώ συγγνώμη, Νυνάβε, που σου επιβάλαμε απρόσκλητοι την παρουσία μας», είπε γλυκά. «Θα φύγουμε, φυσικά. Αλλά μην ξεχνάς ότι είμαστε εδώ, αν μας χρειαστείς. Και ό,τι κι αν ήταν αυτό που σας ανάγκασε να το σκάσετε, μπορούμε να σας βοηθήσουμε και με αυτό επίσης».
Η Νυνάβε του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Ένα», είπε.
Ο Γκάλαντ ανοιγόκλεισε τα μάτια και το χαμόγελό του χάθηκε. Στράφηκε γαλήνια προς την Εγκουέν. Ο Γκάγουιν σηκώθηκε και ξεκίνησε προς την πόρτα. «Εγκουέν», είπε ο Γκάλαντ, «ξέρεις ότι, ειδικά εσύ, μπορείς να με φωνάξεις όποια ώρα και στιγμή θέλεις, για οτιδήποτε. Ελπίζω να το ξέρεις αυτό».
«Δύο», είπε η Νυνάβε.
Ο Γκάλαντ την κοίταξε ενοχλημένος. «Θα ξαναμιλήσουμε», είπε στην Εγκουέν, κάνοντας μια υπόκλιση πάνω από το κεφάλι της. Με ένα τελευταίο χαμόγελο, έκανε ένα ήρεμο βήμα προς την πόρτα.
«Τρρρρρρρ» —ο Γκάγουιν πέρασε την πόρτα με έναν πήδο, ενώ ακόμα και το κομψό δρασκέλισμα του Γκάλαντ επιταχύνθηκε― «ρία», ολοκλήρωσε η Νυνάβε, καθώς η πόρτα έκλεινε με πάταγο πίσω τους.
Η Ηλαίην χειροκρότησε καταχαρούμενη. «Α, πολύ ωραίο», είπε. «Πάρα πολύ ωραίο. Δεν ήξερα ότι ούτε στα καταλύματα των Αποδεχθεισών δεν επιτρέπεται να μπαίνουν άντρες».
«Επιτρέπεται», είπε ξερά η Νυνάβε, «αλλά δεν το ήξεραν ούτε κι αυτά τα παλιόπαιδα». Η Ηλαίην χειροκρότησε ξανά και γέλασε. «Θα τους άφηνα να φύγουν με την ησυχία τους, αν δεν χασομερούσε επίτηδες ο Γκάλαντ. Αυτός ο νεαρός έχει τόσο ωραίο πρόσωπο που δεν θα του βγει σε καλό». Η Εγκουέν παραλίγο να γελάσει ακούγοντάς το· ο Γκάλαντ ήταν το πολύ ένα χρόνο μικρότερος της Νυνάβε, αν ήταν τόσο, και η Νυνάβε έσιαζε πάλι το φόρεμά της.
«Αυτός ο Γκάλαντ!» ξεφύσησε η Ηλαίην. «Θα μας ξαναενοχλήσει και δεν ξέρω αν το κόλπο σου θα πετύχει και δεύτερη φορά. Κάνει αυτό που πιστεύει πως είναι σωστό, άσχετα με το ποιος θα πληγωθεί, ακόμα κι αν είναι ο ίδιος αυτός».
«Τότε θα σκεφτώ κάτι άλλο», είπε η Νυνάβε. «Δεν μπορούμε να τους έχουμε όλη την ώρα πάνω από το κεφάλι μας. Ηλαίην, αν θέλεις, μπορώ να ετοιμάσω ένα βάλσαμο, που θα απαλύνει τον πόνο».
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι και μετά ξάπλωσε στο κρεβάτι, στηρίζοντας το σαγόνι στα χέρια της. «Αν το μάθαινε η Σέριαμ, σίγουρα θα επισκεπτόμασταν άλλη μια φορά το μελετητήριό της. Δεν πολυμιλάς, Εγκουέν. Κατάπιες τη γλώσσα σου;» Η έκφρασή της συννέφιασε. «Ή μήπως έχει να κάνει με τον Γκάλαντ;»
Άθελά της, η Εγκουέν κοκκίνισε. «Απλώς προτίμησα να μην καυγαδίσω μαζί τους», είπε με όσο περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούσε.
«Φυσικά», είπε μουτρωμένη η Ηλαίην. «Παραδέχομαι ότι ο Γκάλαντ είναι εμφανίσιμος. Αλλά, επίσης, είναι φρικτός. Πάντα κάνει το σωστό, όπως το βλέπει ο ίδιος. Ξέρω ότι δεν φαίνεται φρικτός, αλλά είναι. Ποτέ δεν παρέβη τις εντολές της μητέρας, ούτε στο παραμικρό, απ’ όσο ξέρω. Δεν λέει ψέμα, έστω και ασήμαντο, ούτε παραβαίνει τους κανόνες. Αν σε καταδώσει, επειδή έκανες κάποιο παράπτωμα, θα το κάνει δίχως την παραμικρή κακία ― αντίθετα, παίρνει μια λυπημένη έκφραση που δεν μπορούσες να αντεπεξέλθεις στις υψηλές απαιτήσεις του― αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι θα σε καταδώσει».
«Αυτό φαίνεται... ενοχλητικό», είπε με προσοχή η Εγκουέν, «αλλά όχι φρικτό. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Γκάλαντ να κάνει κάτι φρικτό».
Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι, λες και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι η Εγκουέν δυσκολευόταν να δει κάτι που για την ίδια ήταν ολοφάνερο. «Αν θέλεις να δώσεις ιδιαίτερη προσοχή σε κάποιον, δοκίμασε τον Γκάγουιν. Είναι αρκετά ευχάριστος —συνήθως― και έχει ξετρελαθεί μαζί σου».
«Ο Γκάγουιν! Ποτέ δεν μου έριξε δεύτερη ματιά».
«Και βέβαια όχι, χαζή, έτσι που κοιτάς τον Γκάλαντ, ώσπου τα μάτια σου κοντεύουν να πέσουν από το πρόσωπό σου». Η Εγκουέν ένιωσε τα μάγουλά της να παίρνουν φωτιά, αλλά φοβόταν πως ίσως αυτό να ήταν αλήθεια. «Ο Γκάλαντ του έσωσε τη ζωή όταν ο Γκάγουιν ήταν μικρό παιδί», συνέχισε η Ηλαίην. «Ο Γκάγουιν δεν θα παραδεχτεί ότι τον ενδιαφέρει μια γυναίκα, αν ο Γκάλαντ έχει εκδηλώσει το ενδιαφέρον του γι’ αυτήν, αλλά τον άκουσα να μιλά για σένα και ξέρω. Ποτέ δεν μπορούσε να μου κρύψει κάτι».
«Χαίρομαι που το ξέρω αυτό», είπε η Εγκουέν και γέλασε βλέποντας το πλατύ χαμόγελο της Ηλαίην. «Ίσως τον πείσω να μιλήσει γι’ αυτό σε μένα και όχι σε σένα».
«Μπορείς να επιλέξεις το Πράσινο Άτζα, ξέρεις. Οι Πράσινες αδελφές μερικές φορές παντρεύονται. Ο Γκάγουιν είναι στ’ αλήθεια ξετρελαμένος κι εσύ θα του έκανες καλό. Εκτός αυτού, θα μου άρεσε να σε έχω αδελφή».
«Αν τελειώσατε εσείς οι δύο τις κοριτσίστικες φλυαρίες σας», τις έκοψε η Νυνάβε, «υπάρχουν σοβαρά θέματα να συζητήσουμε».
«Ναι», είπε η Ηλαίην, «όπως το τι είχε να σας πει η Έδρα της Άμερλιν όταν έφυγα».
«Θα προτιμούσα να μη μιλήσω γι’ αυτό», είπε αμήχανα η Εγκουέν. Δεν της άρεσε να λέει ψέματα στην Ηλαίην. «Δεν είπε τίποτα ευχάριστο».
Η Ηλαίην ξεφύσησε με μια έκφραση δυσπιστίας. «Ο πιο πολύς κόσμος νομίζει ότι πάντα τη γλιτώνω φτηνά, επειδή είμαι η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Η αλήθεια είναι ότι τραβάω τα χειρότερα, επειδή είμαι η Κόρη-Διάδοχος. Εσείς οι δύο δεν κάνατε τίποτα που να μην το έκανα κι εγώ και αν η Άμερλιν σας τα έψαλε, τότε εμένα θα μου τα είχε ψάλει χειρότερα. Τι είπε, λοιπόν;»
«Αυτό πρέπει να μείνει μεταξύ των τριών μας», είπε η Νυνάβε. «Το Μαύρο Άτζα —»
«Νυνάβε!» αναφώνησε η Εγκουέν. «Η Άμερλιν είπε ότι η Ηλαίην δεν πρέπει να αναμιχθεί!»
«Το Μαύρο Άτζα!» είπε η Ηλαίην, σχεδόν φωνάζοντάς το, ενώ σηκωνόταν για να καθίσει γονατιστή στη μέση του κρεβατιού. «Δεν μπορείτε να με αφήσετε έτσι τώρα, που είπατε τέτοιο πράγμα. Δεν θα μείνω στην άγνοια».
«Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου», την καθησύχασε η Νυνάβε. Η Εγκουέν μπόρεσε μόνο να την κοιτάξει έκπληκτη. «Εγκουέν, η Λίαντριν είδε εσένα κι εμένα ως απειλή. Εγώ κι εσύ παραλίγο να σκοτωνόμασταν —»
«Παραλίγο να σκοτωνόσασταν;» ψιθύρισε η Ηλαίην.
«― ίσως επειδή ακόμα αποτελούμε απειλή, ίσως επειδή ήδη ξέρουν ότι βρεθήκαμε μόνες με την Άμερλιν και μπορεί να ξέρουν ακόμα και αυτά που μας είπε. Χρειαζόμαστε μαζί μας κάποια για την οποία δεν ξέρουν κι αν δεν την ξέρει ούτε η Άμερλιν, τόσο το καλύτερο. Δεν ξέρω αν μπορούμε να έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην Άμερλιν απ’ όση στο Μαύρο Άτζα. Θέλει να μας χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς. Εγώ θέλω να γλιτώσουμε, χωρίς να μας πάρει στο λαιμό της. Το καταλαβαίνετε;»
Η Εγκουέν ένευσε απρόθυμα. Δεν άντεξε, όμως, και πρόσθεσε: «Θα αντιμετωπίσουμε κινδύνους, Ηλαίην, κινδύνους σοβαρούς, όσο εκείνους που βρήκαμε στο Φάλμε. Μπορεί και χειρότερους. Αυτή τη φορά, δεν είσαι υποχρεωμένη να έρθεις».
«Το ξέρω», είπε ήσυχα η Ηλαίην. Έκανε μια παύση και μετά συνέχισε. «Όταν το Άντορ πάει στον πόλεμο, ο Πρώτος Πρίγκιπας του Σπαθιού διοικεί το στρατό, αλλά και η Βασίλισσα εκστρατεύει μαζί του. Πριν από επτακόσια χρόνια, στη Μάχη του Κουάλιν Ντεν, οι Αντορανοί ήταν στα πρόθυρα της ήττας, όταν η Βασίλισσα Μοντρελίν προχώρησε με το άλογό της, μονάχη και άοπλη, μεταφέροντας το λάβαρο με το Λιοντάρι στο κέντρο του Δακρινού στρατού. Οι Αντορανοί όρμησαν και επιτέθηκαν άλλη μια φορά για να τη σώσουν και κέρδισαν τη μάχη. Να τι θάρρος περιμένουν από τη Βασίλισσα του Άντορ. Αν δεν έμαθα ακόμα να χαλιναγωγώ το φόβο μου, πρέπει να το κάνω, πριν πάρω τη θέση της μητέρας μου στο Θρόνο του Λιονταριού». Ξαφνικά, η σοβαρή διάθεση της εξαφανίστηκε μέσα σε ένα χαχανητό. «Εκτός αυτού, λέτε να αφήσω την περιπέτεια για να πλένω κατσαρόλες;»
«Αυτό θα το κάνεις, ούτως ή άλλως», της είπε η Νυνάβε, «και θα παρακαλάς να σκέφτονται όλοι ότι αυτό είναι το μόνο που κάνεις. Τώρα, άκουσε προσεκτικά».
Η Ηλαίην έμεινε σιωπηλή για να ακούσει και το στόμα της σιγά-σιγά άρχισε να χάσκει, καθώς η Νυνάβε της αποκάλυπτε αυτά που τους είχε πει η Άμερλιν, το καθήκον που τους είχε αναθέσει, την απόπειρα κατά της ζωής τους. Ανατρίχιασε με τους Φαιούς Άντρες, διάβασε με δέος το έγγραφο που τους είχε δώσει η Άμερλιν και το επέστρεψε μουρμουρίζοντας: «Μακάρι να το είχα μαζί μου όταν ξαναδώ τη μητέρα μου». Όταν, όμως, η Νυνάβε τελείωσε, το πρόσωπό της είχε μια αγανακτισμένη έκφραση.
«Μα είναι σαν να σου λένε να πας στους λόφους για να βρεις λιοντάρια, μόνο που δεν ξέρεις αν υπάρχουν λιοντάρια. Αλλά, αν υπάρχουν, μπορεί να σε κυνηγούν κι αυτά και να είναι μεταμφιεσμένα σε θάμνους. Α, και αν βρεις λιοντάρια, κοίτα να μη σε φάνε πριν μας πεις πού βρίσκονται».
«Αν φοβάσαι», είπε η Νυνάβε, «μπορείς να τα παρατήσεις. Από τη στιγμή που θα αρχίσουμε, θα είναι πολύ αργά γι’ αυτό».
Η Ηλαίην έγειρε πίσω το κεφάλι. «Φυσικά και φοβάμαι. Δεν είμαι χαζή. Αλλά δεν φοβάμαι τόσο που να εγκαταλείψω, πριν καν αρχίσω».
«Υπάρχει επίσης και κάτι άλλο», είπε η Νυνάβε. «Φοβάμαι ότι η Άμερλιν σκοπεύει να αφήσει τον Ματ να πεθάνει».
«Μα οι Άες Σεντάι πρέπει να Θεραπεύουν όποιον τους το ζητήσει». Μέσα στην Κόρη-Διάδοχο η δυσπιστία πάλευε με την αγανάκτηση. «Γιατί να αφήσει τον Ματ να πεθάνει; Δεν το πιστεύω! Δεν μπορώ!»
«Ούτε κι εγώ», ξέσπασε η Εγκουέν. Δεν μπορεί να εννοούσε αυτό! Η Άμερλιν δεν θα τον άφηνε να πεθάνει! «Σε όλο το δρόμο που ερχόμασταν, η Βέριν έλεγε ότι η Άμερλιν θα τον Θεραπεύσει».
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. «Η Βέριν είπε ότι η Αμερλιν θα τον “φροντίσει”. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Και η Άμερλιν απέφυγε να πει “ναι” ή “όχι” όταν τη ρώτησα. Μπορεί να μην αποφάσισε ακόμα».
«Μα γιατί;» ρώτησε η Ηλαίην.
«Επειδή ο Λευκός Πύργος ό,τι κάνει, το κάνει για τους δικούς του λόγους». Η φωνή της Νυνάβε έκανε την Εγκουέν να ανατριχιάσει. «Δεν ξέρω γιατί. Το αν θα βοηθήσουν τον Ματ να ζήσει, ή αν θα τον αφήσουν να πεθάνει, εξαρτάται από το τι εξυπηρετεί τους σκοπούς τους. Κανένας από τους Τρεις Όρκους δεν λέει ότι πρέπει να τον Θεραπεύσουν. Για την Αμερλιν, ο Ματ είναι απλώς ένα εργαλείο. Το ίδιο κι εμείς. Θα μας χρησιμοποιήσει για να κυνηγήσουμε το Μαύρο Άτζα, αλλά αν χαλάσεις ένα εργαλείο και δεν διορθώνεται, δεν θα κλάψεις γι’ αυτό. Θα πάρεις άλλο. Πρέπει να το θυμάστε αυτό».
«Τι θα κάνουμε γι’ αυτόν;» ρώτησε η Εγκουέν. «Τι μπορούμε να κάνουμε;»
Η Νυνάβε πήγε στην ντουλάπα της και έψαξε στο βάθος. Όταν εμφανίστηκε ξανά, κρατούσε ένα ριγέ σακούλι με βότανα. «Με τα γιατρικά μου —και τη βοήθεια της τύχης― ίσως μπορέσω να τον Θεραπεύσω μόνη μου».
«Η Βέριν δεν μπόρεσε να το κάνει», είπε η Ηλαίην. «Δεν μπόρεσαν ούτε η Μουαραίν με τη Βέριν μαζί και η Μουαραίν είχε ένα ανγκριάλ. Νυνάβε, αν αντλήσεις πολύ από τη Μία Δύναμη, ίσως γίνεις παρανάλωμα του πυρός. Ή, ίσως, απλώς σιγανευτείς μόνη σου, αν είσαι πιο τυχερή. Αν θεωρείται τύχη κάτι τέτοιο».
Η Νυνάβε σήκωσε τους ώμους. «Μου λένε ότι έχω τη δυνατότητα να γίνω η πιο ισχυρή Άες Σεντάι που έζησε εδώ και χίλια χρόνια. Ίσως είναι καιρός να μάθω αν έχουν δίκιο». Τράβηξε την πλεξούδα της.
Ήταν φανερό ότι η Νυνάβε φοβόταν, παρά τα λεγόμενά της. Αλλά δεν Θα αφήσει τον Ματ να πεθάνει, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα διακινδυνέψει να πεθάνει και η ίδια. «Όλοι λένε ότι εμείς οι τρεις είμαστε πολύ δυνατές — ή ότι θα γίνουμε. Ίσως μπορέσουμε να μοιράσουμε μεταξύ μας τη ροή, αν προσπαθήσουμε όλες μαζί».
«Ποτέ δεν προσπαθήσαμε να δουλέψουμε μαζί», είπε αργά η Νυνάβε. «Δεν είμαι σίγουρη αν ξέρω πώς να συνδυάσουμε τις ικανότητές μας. Ίσως μια δοκιμή να είναι εξίσου επικίνδυνη με το να αντλήσουμε πολύ από τη Μία Δύναμη».
«Αν είναι να το κάνουμε», είπε η Ηλαίην, κατεβαίνοντας από το κρεβάτι, «ας το κάνουμε, επιτέλους. Όσο το συζητάμε τόσο πιο πολύ τρομάζω. Ο Ματ είναι στις αίθουσες των φιλοξενούμενων. Αυτό μου το είπε η Σέριαμ, αν και δεν ξέρω σε ποια ακριβώς».
Λες κι έβαζε τελεία στη φράση της, η πόρτα άνοιξε με πάταγο και μια Άες Σεντάι μπήκε μέσα, λες και το δωμάτιο ήταν δικό της και οι τρεις τους ήταν εισβολείς.
Η Εγκουέν έκανε μια βαθιά υπόκλιση, για να κρύψει την απόγνωση που φανέρωνε η έκφραση του προσώπου της.