35 Το Γεράκι

Τα μακριά πόδια του Προμάχου του έδιναν το προβάδισμα και όταν ο Πέριν διέσχιζε το πλήθος, που ήταν μαζεμένο έξω από τις πόρτες του πανδοχείου, ο Λαν ήδη ανέβαινε τα σκαλιά με μεγάλες δρασκελιές, χωρίς να δείχνει ότι βιαζόταν ιδιαίτερα. Ο Πέριν αποφάσισε να προχωρήσει αργά. Από την πόρτα, πίσω του, ακούστηκαν διαμαρτυρίες για εκείνους που έρχονταν να στριμωχτούν μπροστά στους άλλους.

«Ξανά;» έλεγε ο Όρμπαν, υψώνοντας το αργυρό κύπελλό του για να το ξαναγεμίσουν. «Πολύ καλά, λοιπόν. Είχαν στήσει ενέδρα κοντά στο δρόμο που είχαμε πάρει. Δεν περίμενα ενέδρα τόσο κοντά στο Ρέμεν. Ουρλιάζοντας, εφόρμησαν από τους πυκνούς θάμνους. Βρέθηκαν μέσα σε μια στιγμή ανάμεσά μας, τρυπώντας με τα δόρατα, σκοτώνοντας αμέσως δύο από τους καλύτερους άντρες μου και έναν του Γκαν. Λοιπόν, ξέρω κι αναγνωρίζω τους Αελίτες όταν τους δω μπροστά μου και...»

Ο Πέριν ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Τώρα, πάντως, ο Όρμπαν τους ξέρει.

Πίσω από την πόρτα της Μουαραίν ακούστηκαν φωνές. Ο Πέριν δεν ήθελε να ακούσει τι είχε να πει για το θέμα η Άες Σεντάι. Πέρασε βιαστικά κι έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο του Λόιαλ.

Το κρεβάτι του Ογκιρανού ήταν ένα κοντό, ογκώδες κατασκεύασμα, δυο φορές μακρύτερο και ανάλογα πλατύτερο από κάθε ανθρώπινο κρεβάτι που είχε δει ποτέ ο Πέριν. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου, το οποίο ήταν μεγάλο και περιποιημένο, σαν της Μουαραίν. Ο Πέριν θυμήθηκε αμυδρά κάτι που είχε πει ο Λόιαλ, ότι ήταν από τραγουδισμένο ξύλο και υπό άλλες συνθήκες θα σταματούσε για να θαυμάσει τις αρμονικές καμπύλες του, που το έκαναν να φαντάζει σαν να είχε φυτρώσει κατά κάποιον τρόπο εκεί που στεκόταν. Σίγουρα, κάποιος Ογκιρανός είχε σταματήσει στο Ρέμεν κάποτε στο παρελθόν, επειδή ο πανδοχέας είχε βρει, επίσης, μια ξύλινη πολυθρόνα που χωρούσε τον Λόιαλ και την είχε γεμίσει μικρά μαξιλάρια. Ο Ογκιρανός είχε βολευτεί στα μαξιλάρια φορώντας πουκάμισο και φαρδύ παντελόνι, ξύνοντας αφηρημένα το γυμνό αστράγαλό του με ένα δάχτυλο του άλλου ποδιού, ενώ έγραφε σε ένα μεγάλο, δεμένο με ύφασμα βιβλίο, που στηριζόταν στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Φεύγουμε!» είπε ο Πέριν.

Ο Λόιαλ τινάχτηκε· παραλίγο να αναποδογυρίσει το μελανοδοχείο και να ρίξει κάτω το βιβλίο. «Φεύγουμε; Μα μόλις τώρα φτάσαμε», μπουμπούνισε.

«Ναι, φεύγουμε. Συνάντησέ μας στο στάβλο όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Το νου σου, μη σε δει κανείς να φεύγεις. Νομίζω ότι έχει μια σκάλα πίσω, που κατεβαίνει από τα μαγειρεία». Σίγουρα θα υπήρχε, επειδή στην άκρη του διαδρόμου οι μυρωδιές των φαγητών ήταν πολύ έντονες.

Ο Ογκιρανός έριξε μια λυπημένη ματιά στο κρεβάτι και μετά πήρε να φορέσει τις ψηλές μπότες του. «Μα γιατί;»

«Οι Λευκομανδίτες», είπε ο Πέριν. «Μετά θα σου πω περισσότερα». Έφυγε, πριν προλάβει ο Λόιαλ να κάνει άλλες ερωτήσεις.

Πριν δεν είχε ανοίξει τα μπαγκάζια του. Ζώστηκε τη φαρέτρα, έριξε πάνω του το μανδύα, πήρε την κουβέρτα και τα σακίδια στον ώμο, μάζεψε το τόξο και πίσω του δεν είχε μείνει, πλέον, κανένα ίχνος ότι είχε περάσει ποτέ από κει. Ούτε μια ζάρα στις διπλωμένες κουβέρτες του κρεβατιού, ούτε μια σταγόνα νερό στο ραγισμένο νιπτήρα. Συνειδητοποίησε ότι ακόμα και το ξυγκοκέρι είχε απείραχτο το φιτίλι. Πρέπει να ήξερα ότι δεν θα μείνω. Τώρα τελευταία, φαίνεται ότι δεν αφήνω το παραμικρό σημάδι πίσω μου.

Όπως το υποψιαζόταν, μια στενή σκάλα στο πίσω μέρος οδηγούσε σε ένα διάδρομο, που περνούσε δίπλα από την κουζίνα. Κοίταξε με προσοχή μέσα. Ένα σκυλί σιγότρεχε στο καλαμένιο κλουβί του γυρνώντας τη μακριά σούβλα, που είχε ένα αρνίσιο μπούτι, ένα κομμάτι μοσχαρίσιο κρέας, πέντε κοτόπουλα και μια χήνα. Μοσχοβολιά σούπας έβγαινε από μια χύτρα, που κρεμόταν από ένα γερό στήριγμα πάνω από μια άλλη εστία. Αλλά δεν φαινόταν πουθενά μάγειρας, δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από το σκυλί. Νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τα ψέματα του Όρμπαν, χάθηκε στη νύχτα.

Ο στάβλος ήταν ένα μεγάλο κτίριο, φτιαγμένο από την ίδια πέτρα με το πανδοχείο, αν και μόνο οι πέτρες γύρω από τις μεγάλες πόρτες ήταν λειασμένες. Ένα μοναχικό φανάρι, που κρεμόταν από έναν πάσσαλο, έριχνε το αμυδρό φως του. Ο Γοργοπόδης και τα άλλα άλογα στέκονταν στα παχνιά τους, κοντά στις πόρτες· το μεγάλο άτι του Λόιαλ σχεδόν γέμιζε όλο το δικό του. Η μυρωδιά των άχυρων και των αλόγων ήταν γνώριμη και παρήγορη. Ο Πέριν είχε φτάσει πρώτος.

Μόνο ένας σταβλίτης ήταν εκεί, ένας ανθρωπάκος με στενό πρόσωπο, βρώμικο πουκάμισο και κολλημένα γκρίζα μαλλιά· απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο Πέριν, που ζητούσε να σελώσει τέσσερα άλογα, ποιος ήταν ο αφέντης του, τι έκανε εκεί φορτωμένος τα πράγματά του κι έτοιμος για ταξίδι μέσα στη νύχτα, αν ήξερε ο αφέντης Φέρλαν ότι πήγαινε να το σκάσει με αυτό τον τρόπο, τι είχε κρυμμένο στα σακίδια της σέλας και τι είχαν πάθει τα μάτια του ― μήπως ήταν άρρωστος;

Πίσω από τον Πέριν, ένα νόμισμα πετάχτηκε στριφογυρίζοντας στον αέρα, αστράφτοντας χρυσαφί στο φως του φαναριού. Ο σταβλίτης το άρπαξε με το ένα χέρι και το δάγκωσε.

«Σέλωσέ τα», είπε ο Λαν. Η φωνή του ήταν αηάλή, με τον τρόπο που είναι απαλό το παγωμένο σίδερο και ο σταβλίτης έκανε μια υπόκλιση και έτρεξε να ετοιμάσει τα άλογα.

Η Μουαραίν και ο Λόιαλ έφτασαν στο στάβλο πάνω στη στιγμή για να πιάσουν τα γκέμια και μετά όλοι οδήγησαν τα άλογά τους πίσω από τον Λαν, σε ένα δρόμο που περνούσε πίσω από το στάβλο και έβγαζε στο ποτάμι. Το μαλακό κλιπ-κλοπ που έκαναν οι οπλές στο καλντερίμι ενόχλησε μόνο ένα κοκαλιάρικο σκυλί, που γάβγισε μια φορά και μετά έφυγε τρέχοντας καθώς το προσπερνούσαν.

«Αυτό ξαναφέρνει πολλές αναμνήσεις, έτσι δεν είναι, Πέριν;» είπε ο Λόιαλ χαμηλόφωνα, για να τον ακούσει μόνο αυτός.

«Μίλα πιο σιγά», ψιθύρισε ο Πέριν. «Τι αναμνήσεις;»

«Μα, είναι σαν τον παλιό καλό καιρό». Ο Ογκιρανός είχε κατορθώσει να χαμηλώσει τη φωνή του· τώρα ηχούσε σαν βούισμα μέλισσας, αλλά σε μεγέθους σκυλιού κι όχι αλόγου. «Το σκάμε στη νύχτα, με εχθρούς πίσω μας και, ίσως, εχθρούς μπροστά μας, με κίνδυνο και με την παγερή αύρα της περιπέτειας στην ατμόσφαιρα».

Ο Πέριν κοίταξε συνοφρυωμένος τον Λόιαλ πάνω από τη σέλα του Γοργοπόδη. Ήταν εύκολο· τα μάτια του Πέριν βρίσκονταν πιο ψηλά από τη σέλα και από την άλλη μεριά ξεπρόβαλλαν το κεφάλι, οι ώμοι και το στέρνο του Λόιαλ. «Τι λες τώρα; Σου καλάρεσε ο κίνδυνος, μου φαίνεται! Σίγουρα σου έστριψε, Λόιαλ!»

«Απλώς, κάνω συγκεκριμένη αυτή τη διάθεση στο νου μου», είπε ο Λόιαλ με επίσημο τόνο. Ή, ίσως, αμυντικό. «Για το βιβλίο μου. Πρέπει να τα γράψω όλα. Νομίζω ότι μου αρέσει. Η περιπέτεια. Φυσικά και μου αρέσει». Τα αυτιά του συσπάστηκαν απότομα. «Πρέπει να μου αρέσει, αν θέλω να γράψω γι’ αυτό».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι.

Στους πέτρινους μόλους, τα πορθμεία, που έμοιαζαν με σχεδίες, ήταν δεμένα για τη νύχτα, ασάλευτα και σκοτεινά, όπως και τα περισσότερα πλοία. Όμως, υπήρχαν φανάρια, καθώς και άνθρωποι, που φαίνονταν να κινούνται σε μια αποβάθρα πλάι σε ένα δικάταρτο σκάφος και στο κατάστρωμά του, επίσης. Οι οσμές που επικρατούσαν ήταν της πίσσας και των σκοινιών, με δυνατή ψαρίλα, επίσης, αν και κάτι πίσω, στην κοντινότερη αποθήκη, ανέδιδε ένα δυνατό, οξύ άρωμα, που σχεδόν πνιγόταν στις άλλες μυρωδιές.

Ο Λαν βρήκε τον καπετάνιο, έναν κοντό, μικρόσωμο άνθρωπο, που είχε έναν παράξενο τρόπο να κρατά το κεφάλι γερμένο όταν άκουγε. Το παζάρεμα δεν κράτησε πολύ και οι ναύτες ετοίμασαν δοκούς και θηλιές για να ανεβάσουν πάνω τα άλογα. Ο Πέριν δεν τα άφησε από τα μάτια του και τους μιλούσε συνεχώς· τα άλογα δεν άντεχαν τις ασυνήθιστες καταστάσεις, όπως να υψώνονται στον αέρα, αλλά το μουρμούρισμά του έμοιαζε να καταπραΰνει ακόμα και τον επιβήτορα του Προμάχου.

Ο Λαν έδωσε χρυσάφι στον καπετάνιο και ασήμι στους δύο ναύτες, που είχαν τρέξει ξυπόλυτοι σε μια αποθήκη για να πάρουν σακιά με βρώμη. Άλλοι ναύτες έδεσαν τα άλογα ανάμεσα στα κατάρτια, σε μια πρόχειρη μάντρα από σκοινιά, ενώ μουρμούριζαν συνεχώς για τις βρωμιές που θα έπρεπε να καθαρίζουν. Δεν τα έλεγαν για να ακουστούν, αλλά τα αυτιά του Πέριν έπιαναν τα λόγια τους. Δεν ήταν συνηθισμένοι στα άλογα.

Η Χήνα τον Χιονιού σε λίγο ήταν έτοιμη να σαλπάρει, λίγο πιο νωρίς απ’ όσο σκόπευε ο καπετάνιος, που το όνομά του ήταν Τζάιμ Ατάρα. Ο Λαν οδήγησε τη Μουαραίν κάτω, καθώς οι ναύτες έλυναν τα σκοινιά και ο Λόιαλ τους ακολούθησε με χασμουρητά. Ο Πέριν έμεινε στην κουπαστή κοντά στην πλώρη, αν και κάθε χασμουρητό του Λόιαλ προκαλούσε κι ένα δικό του. Αναρωτήθηκε αν η Χήνα του Χιονιού μπορούσε να ξεπεράσει τους λύκους στο ποτάμι, αν μπορούσε να ξεπεράσει τα όνειρα. Οι ναύτες ετοίμασαν τα πανιά για να βγει το σκάφος από την αποβάθρα.

Όταν πέταξαν και το τελευταίο σκοινί στη στεριά και το έπιασε ένας λιμενεργάτης, τότε, μια κοπέλα με στενή, ανοιχτή στη μέση φούστα ξεχύθηκε από τις σκιές ανάμεσα σε δύο αποθήκες, με ένα μπόγο στην αγκαλιά και ένα σκοτεινό μανδύα να ανεμίζει πίσω της. Πήδηξε στο κατάστρωμα, ακριβώς τη στιγμή που οι ναύτες άρχισαν να σπρώχνουν με τα κουπιά για να ξεκολλήσει το πλοίο από την αποβάθρα.

Ο Ατάρα άφησε τη θέση του δίπλα στο τιμόνι και την πλησίασε φουριόζος, αλλά εκείνη άφησε κάτω τα μπαγκάζια της και του είπε με ζωηρό ύφος: «Θα πληρώσω ναύλα για κατάντη... ε... ας πούμε, ως εκεί που πάει κι αυτός». Ένευσε προς τον Πέριν, χωρίς να τον κοιτάξει. «Δεν έχω αντίρρηση να κοιμηθώ στο κατάστρωμα. Η παγωνιά και η υγρασία δεν με πειράζουν».

Ακολούθησαν μερικά λεπτά διαπραγματεύσεων. Η κοπέλα έδωσε τρία ασημένια μάρκα, κατσούφιαοε βλέποντας τα χάλκινα ρέστα που πήρε και μετά τα έχωσε στο τσαντάκι της και πήγε να σταθεί δίπλα στον Πέριν.

Είχε οσμή βοτάνων, ανάλαφρη, δροσερή και καθαρή. Τα σκούρα, γερτά μάτια της τον κοίταξαν πάνω από τα ψηλά ζυγωματικά της και ύστερα στράφηκαν να κοιτάξουν πίσω, την όχθη. Ο Πέριν την έκανε για συνομήλική του· δεν ήξερε να πει αν η μύτη της δέσποζε στο πρόσωπό της ή αν του ταίριαζε. Είσαι βλάκας, Πέριν Αϋμπάρα. Τι σε νοιάζει η εμφάνιση της;

Τώρα, το χάσμα μεταξύ πλοίου και αποβάθρας ήταν πάνω από είκοσι βήματα· τα κουπιά χώνονταν στο ποτάμι και έσκαβαν άσπρα αυλάκια στα μαύρα νερά. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να την πετάξει από την κουπαστή.

«Ε, λοιπόν», είπε αυτή έπειτα από μια στιγμή, «ποτέ δεν περίμενα ότι τα ταξίδια μου θα με ξανάφερναν τόσο σύντομα στο Ίλιαν». Η φωνή της ήταν ψιλή και μιλούσε με έναν επίπεδο τρόπο, αλλά δεν ήταν δυσάρεστη. «Στο Ίλιαν πας, έτσι δεν είναι;» Εκείνος έσφιξε το στόμα. «Μη μουτρώνεις», του είπε. «Εσύ και η παρέα σου, ο Αελίτης, αφήσατε τον τόπο άνω-κάτω. Όταν έφυγα, το σούσουρο μόλις είχε αρχίσει».

«Δεν τους είπες;» τη ρώτησε έκπληκτος.

«Οι χωρικοί νομίζουν ότι ο Αελίτης έκοψε την αλυσίδα με τα νύχια του, ή ότι την έσπασε με τα γυμνά του χέρια. Όταν έφυγα, ακόμα δεν είχαν αποφασίσει τι από τα δύο». Αφησε έναν ήχο, που είχε ανησυχητική ομοιότητα με χαχανητό. «Ο Όρμπαν διακήρυξε μεγαλόφωνα την αηδία του, που οι πληγές του δεν θα του επέτρεπαν να κυνηγήσει τον Αελίτη ο ίδιος».

Ο Πέριν ξεφύσησε. «Αν ξαναδεί ποτέ Αελίτη, θα λερώσει το παντελόνι του». Ξερόβηξε και μουρμούρισε: «Με συγχωρείς».

«Δεν ξέρω αν είναι έτσι», είπε αυτή, σαν να μην ήταν άπρεπο το σχόλιό του. «Τον είδα στην Τζεχάνα το χειμώνα. Είχε πολεμήσει με τέσσερις άντρες ταυτοχρόνως, σκότωσε δύο και ανάγκασε τους άλλους να παραδοθούν. Φυσικά, είχε αρχίσει ο ίδιος τον καυγά, οπότε αυτό είναι στα μείον του, αλλά όμως ήξεραν πού έμπλεκαν. Δεν πήγε να τα βάλει με κάποιους που να μην μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Πάντως, είναι βλάκας. Έχει κάτι παράξενες ιδέες για το Μεγάλο Μαυροδάσος. Εκείνο που μερικοί ονομάζουν Δάσος των Σκιών. Έχεις ακουστά γι’ αυτό;»

Εκείνος τη λοξοκοίταξε. Μιλούσε για καυγάδες και σκοτωμούς με την ηρεμία που μια άλλη γυναίκα θα μιλούσε για μαγειρική. Δεν είχε ακούσει για το Μεγάλο Μαυροδάσος, αλλά το Δάσος των Σκιών βρισκόταν κοντά στους Δύο Ποταμούς, προς το νότο. «Με παρακολουθείς; Με κοίταζες πιο πριν, στο πανδοχείο. Γιατί; Και γιατί δεν τους είπες τι είδες;»

«Ο Ογκιρανός», είπε αυτή, «είναι προφανώς Ογκιρανός και τους άλλους δεν δυσκολεύτηκα να τους καταλάβω. Κατάφερα να κοιτάξω μέσα από την κουκούλα της αρχόντισσας Άλυς, αντίθετα από τον Όρμπαν και, κρίνοντας από το πρόσωπό της, ο τύπος με την όψη βράχου είναι Πρόμαχος. Μα το Φως, αυτός ο άνθρωπος δεν θα ήθελα να θυμώσει μαζί μου. Πάντα έτσι είναι, ή μήπως έφαγε πέτρες στο προηγούμενο δείπνο του; Εν πάση περιπτώσει, έμεινες εσύ, λοιπόν. Δεν μου αρέσουν τα πράγματα που δεν καταλαβαίνω».

Άλλη μια φορά σκέφτηκε να τη ρίξει στο ποτάμι. Αυτή τη φορά στα σοβαρά. Αλλά το Ρέμεν ήταν μονάχα ένα θαμπό φωτάκι πίσω τους στο σκοτάδι και δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν η όχθη.

Εκείνη θεώρησε τη σιωπή του προτροπή για να συνεχίσει. «Άρα, εδώ έχουμε» —κοίταξε ολόγυρα κι έπειτα χαμήλωσε τη φωνή της, παρ’ όλο που ο κοντινότερος ναύτης δούλευε στο κουπί τέσσερα μέτρα πιο πέρα― «μια Άες Σεντάι, έναν Πρόμαχο, έναν Ογκιρανό... κι εσένα. Ένα χωρικό, εκ πρώτης όψεως». Τα γερτά μάτια της υψώθηκαν για να μελετήσουν τα κίτρινα τα δικά του με προσήλωση —αυτός αντιστάθηκε και δεν έστρεψε αλλού το βλέμμα — και μετά του χαμογέλασε. «Μόνο που εσύ απελευθέρωσες έναν αιχμαλωτισμένο Αελίτη, κάθισες και τα έλεγες ώρα πολλή μαζί του και μετά τον βοήθησες να κάνει κιμά δώδεκα Λευκομανδίτες. Υποθέτω ότι αυτά τα κάνεις τακτικά· έδειχνες, πάντως, σαν να μην ήταν κάτι ασυνήθιστο για σένα. Οσμίζομαι κάτι παράξενο σε μια ομάδα ταξιδιωτών σαν τη δική σου και αυτό που ψάχνουν οι Κυνηγοί είναι τα παράξενα μονοπάτια».

Εκείνος βλεφάρισε· δεν μπορούσε να παρερμηνευθεί η έμφαση που είχε δώσει στη λέξη. «Κυνηγός; Εσύ; Δεν μπορεί να είσαι Κυνηγός. Είσαι κορίτσι».

Το χαμόγελό της έγινε τόσο αθώο, που ο Πέριν παραλίγο να οπισθοχωρήσει. Εκείνη απομακρύνθηκε ένα βήμα, έκανε μια επιτηδευμένη χειρονομία με κάθε χέρι και έπειτα βρέθηκε να κρατά δυο μαχαίρια, με τον άψογο τρόπο που θα το είχε κάνει και ο Θομ Μέριλιν. Ένας κωπηλάτης άφησε έναν ήχο, σαν να είχε στραβοκαταπιεί και δύο άλλοι σκόνταψαν τα κουπιά τινάχτηκαν και μπλέχτηκαν μεταξύ τους και η Χήνα του Χιονιού σείστηκε λίγο, πριν διορθώσει την κατάσταση ο καπετάνιος με τις φωνές του. Στο μεταξύ, η μελαχρινή είχε κρύψει ξανά τα μαχαίρια.

«Επιδέξια δάχτυλα και επιδέξιο μυαλό σε βοηθούν περισσότερο από το σπαθί και τα μούσκουλα. Καλό είναι, επίσης, να έχεις και γερά μάτια κι εγώ, ευτυχώς, έχω».

«Όπως, επίσης, και μετριοφροσύνη», μουρμούρισε ο Πέριν. Αυτή δεν φάνηκε να το προσέχει.

«Έδωσα τον όρκο και έλαβα την ευλογία στη Μεγάλη Πλατεία του Ταμάζ, στο Ίλιαν. Μπορεί όντως να ήμουν η μικρότερη, αλλά σε εκείνο το πλήθος, με τις σάλπιγγες, τα τύμπανα, τα κύμβαλα και τις φωνές... Κι ένα εξάχρονο παιδί θα μπορούσε να δώσει τον όρκο και δεν θα το πρόσεχε κανείς. Ήμασταν πάνω από χίλιοι, μπορεί και δυο χιλιάδες και καθένας από εμάς είχε μια ιδέα πού να βρει το Κέρας του Βαλίρ. Έχω κι εγώ τη δική μου ιδέα ―ακόμα και τώρα μπορεί να αποδειχτεί σωστή― αλλά κανένας Κυνηγός δεν διακινδυνεύει να μην ακολουθήσει ένα παράξενο μονοπάτι και δεν έχω δει ποτέ μου πιο παράξενο μονοπάτι από το δικό σας. Προς τα πού πάτε; Στο Ίλιαν; Κάπου αλλού;»

«Τι ιδέα είχες;» τη ρώτησε. «Για το μέρος που βρίσκεται το Κέρας;» Είναι ασφαλές στην Ταρ Βάλον, ελπίζω και το Φως να δώσει να μην το ξαναδώ ποτέ. «Νομίζεις ότι είναι στην Γκεάλνταν;»

Εκείνη τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια —ο Πέριν είχε την αίσθηση ότι η κοπέλα δεν θα παρατούσε μια οσμή που είχε βρει, αλλά ήταν έτοιμος να της αποσπάσει την προσοχή, όσο θα του το επέτρεπε― και ύστερα είπε: «Έχεις ακούσει για τη Μανέθερεν;»

Ο Πέριν παραλίγο να πνιγεί. «Άκουστά την έχω», είπε επιφυλακτικά.

«Κάθε βασίλισσα της Μανέθερεν ήταν Άες Σεντάι και ο βασιλιάς ήταν ο Πρόμαχος που ήταν δεσμευμένος σε αυτή. Δεν μπορώ να φανταστώ τέτοιο μέρος, αλλά έτσι λένε τα βιβλία. Ήταν μια μεγάλη περιοχή —έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του Άντορ και της Γκεάλνταν και πολύ περισσότερο― αλλά η πρωτεύουσα, αυτή καθαυτήν η πόλη, βρισκόταν στα Όρη της Ομίχλης. Εκεί, νομίζω, βρίσκεται το Κέρας. Εκτός αν με οδηγήσετε πάνω του εσείς οι τέσσερις».

Ένιωσε να σηκώνονται οι τρίχες του. Του έκανε μάθημα, σαν να ήταν κάνας αμαθής, στενόμυαλος χωριάτης. «Δεν θα βρεις το Κέρας στη Μανέθερεν. Η πόλη καταστράφηκε στους Πολέμους των Τρόλοκ, όταν η τελευταία βασίλισσα άντλησε υπερβολικά πολύ από τη Μία Δύναμη για να καταστρέψει τους Άρχοντες του Δέους, που είχαν σκοτώσει το σύζυγό της». Η Μουαραίν του είχε πει τα ονόματα εκείνου του βασιλιά και της βασίλισσας, μα δεν τα θυμόταν.

«Όχι στη Μανέθερεν, χωριατόπαιδο», είπε αυτή γαλήνια, «αν κι ένα τέτοιο μέρος θα ήταν καλή κρυψώνα. Μα στα Όρη της Ομίχλης υπάρχουν κι άλλα έθνη, άλλες πόλεις, τόσο αρχαίες που δεν τις θυμούνται ούτε καν οι Άες Σεντάι. Υπάρχει καλύτερο μέρος από μια ξεχασμένη πόλη για να κρυφτεί το Κέρας;»

«Άκουσα ιστορίες για κάτι που κρύβεται στα βουνά». Θα τον πίστευε; Ποτέ δεν τα κατάφερνε στα ψέματα. «Οι ιστορίες δεν έλεγαν τι, αλλά υποτίθεται ότι είναι ο μεγαλύτερος θησαυρός στον κόσμο, έτσι ίσως να είναι το Κέρας. Αλλά τα Όρη της Ομίχλης έχουν μήκος εκατοντάδων λεύγων. Για να το βρεις, δεν πρέπει να χάσεις χρόνο ακολουθώντας εμάς. Πρέπει να βιαστείς, ώστε να βρεις το Κέρας πριν από τον Όρμπαν και τον Γκαν».

«Σου είπα, αυτοί οι δύο έχουν την παράξενη ιδέα ότι το Κέρας είναι κρυμμένο στο Μεγάλο Μαυροδάσος». Του χαμογέλασε. Το στόμα της δεν ήταν καθόλου μεγάλο, ακόμα κι όταν χαμογελούσε. «Σου είπα, επίσης, ότι ο Κυνηγός πρέπει να ακολουθεί παράξενα μονοπάτια. Είσαι τυχερός που ο Όρμπαν και ο Γκαν τραυματίστηκαν στη μάχη με τόσους Αελίτες, αλλιώς μπορεί κι αυτοί να ήταν εδώ, στο καράβι. Τουλάχιστον, εγώ δεν θα μπλέκομαι στα πόδια σας, δεν θα προσπαθήσω να έχω το πάνω χέρι, ούτε και θα ξεκινήσω καυγά με τον Πρόμαχο».

Ο Πέριν μούγκρισε αηδιασμένος. «Είμαστε απλοί ταξιδιώτες, καθ’ οδόν προς το Ίλιαν, κορίτσι μου. Πώς σε λένε; Αφού θα αναγκαστώ να είμαι μαζί σου στο πλοίο τόσες μέρες ακόμα, δεν θέλω να σε λέω “κορίτσι”».

«Πήρα μόνη μου το όνομα Μαντάρμπ». Ο Πέριν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το δυνατό γέλιο που ξεχύθηκε από μέσα του. Τα γερτά μάτια τον κοίταξαν πυρωμένα. «Θα σου μάθω κάτι, χωριατόπαιδο». Η φωνή της ήταν ακόμα ήρεμη. Μετά βίας. «Στην Παλιά Γλώσσα, Μαντάρμπ σημαίνει “λεπίδα”. Είναι όνομα αντάξιο Κυνηγού του Κέρατος!»

Ο Πέριν κατάφερε να βάλει φρένο στο γέλιο του και δεν χαχάνισε σχεδόν καθόλου όταν έδειξε τη μάντρα που σχημάτιζαν τα σκοινιά ανάμεσα στα κατάρτια. «Βλέπεις εκείνο το μαύρο επιβήτορα; Το όνομά του είναι Μαντάρμπ».

Η φλόγα έσβησε από τα μάτια της και κόκκινες πιτσιλιές φάνηκαν στα μάγουλά της. «Ω! Γεννήθηκα με το όνομα Ζαρίν Μπασίρε, αλλά το Ζαρίν δεν είναι όνομα για Κυνηγό. Οι Κυνηγοί στις ιστορίες έχουν ονόματα όπως Ρογκός ο Αετομάτης».

Φαινόταν τόσο καταβεβλημένη, που ο Πέριν έσπευσε να πει: «Μου αρέσει το όνομα Ζαρίν. Σου ταιριάζει». Το βλέμμα της άστραψε ξανά και για μια στιγμή του φάνηκε ότι θα ξανάβγαζε μαχαίρι. «Είναι αργά, Ζαρίν. Θέλω να κοιμηθώ λίγο».

Της γύρισε την πλάτη και ξεκίνησε για την μπουκαπόρτα, που οδηγούσε κάτω από το κατάστρωμα, ενώ ένιωθε ένα ρίγος στους ώμους. Οι ναύτες ακόμα βημάτιζαν μπρος-πίσω στο κατάστρωμα, δουλεύοντας τα κουπιά. Βλάκα. Μια κοπέλα δεν θα με κάρφωνε με μαχαίρι. Τόσος κόσμος μας βλέπει. Έτσι δεν είναι; Μόλις έφτασε στην μπουκαπόρτα, εκείνη τον φώναξε.

«Χωριατόπαιδο; Μπορεί να πάρω το όνομα Φάιλε. Έτσι με έλεγε ο πατέρας μου όταν ήμουν μικρή. Σημαίνει “γεράκι”».

Ο Πέριν μούδιασε και παραλίγο να σκοντάψει στο πρώτο σκαλί. Σύμπτωση. Ανάγκασε τον εαυτό του να κατέβει δίχως να την κοιτάξει. Πρέπει να είναι σύμπτωση. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, αλλά το φως του φεγγαριού, που χυνόταν πίσω του, έφτανε για να βλέπει. Κάποιος ροχάλιζε σε μια καμπίνα. Μιν, τι θες και βλέπεις πράγματα;

Загрузка...