31 Η Γυναίκα του Τάντσικο

Η κοινή αίθουσα του πανδοχείου ήταν φωτισμένη καλά και ούτε ένα στα τέσσερα τραπέζια δεν είχε κόσμο τούτη την περασμένη ώρα. Μερικές γυναίκες, με άσπρες ποδιές, πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στους άντρες κρατώντας κύπελλα με μπύρα ή κανάτες με κρασί, ενώ ακουγόταν ένα χαμηλό μουρμουρητό, από τις συζητήσεις, χωρίς να σκεπάζει την άρπα που έπαιζε. Οι πελάτες —κάποιοι με την πίπα σφιγμένη στα χείλη, δυο που έσκυβαν πάνω από έναν άβακα παίζοντας μια παρτίδα λίθους― έμοιαζαν να είναι αξιωματικοί από πλοία και μικροέμποροι από ελάσσονες οίκους, αφού τα σακάκια τους ήταν καλοραμμένα, από καλό μαλλί, αλλά χωρίς τα χρυσά, τα ασημένια και τα κεντίδια που θα είχαν άλλοι, πλουσιότεροι. Κι αυτή τη φορά δεν ακούγονταν ζάρια να κροταλίζουν. Στα μακριά τζάκια, στις δύο άκρες της αίθουσας, τριζοβολούσε η φωτιά, αλλά και χωρίς αυτά το μέρος θα είχε μια ζεστή ατμόσφαιρα.

Ο αρπιστής ήταν ανεβασμένος σε ένα τραπέζι και απάγγελλε το «Η Μάρα και οι Τρεις Ανόητοι Βασιλιάδες» με ακομπανιαμέντο από την άρπα του. Το όργανό του, που ήταν δουλεμένο με χρυσάφι και ασήμι, ήταν όργανο που ταίριαζε σε παλάτι. Ο Ματ τον ήξερε. Κάποτε είχε σώσει τη ζωή του Ματ.

Ο αρπιστής ήταν ένας λεπτός άντρας, που θα ήταν ψηλός αν δεν καμπούριαζε, ενώ κούτσαινε όταν άλλαζε θέση πάνω στο τραπέζι. Ακόμα κι εδώ μέσα φορούσε το μανδύα του, που ήταν γεμάτη κρεμαστά μπαλώματα σε εκατό χρώματα. Πάντα ήθελε να ξέρουν όλοι ότι ήταν βάρδος. Το μακρύ μουστάκι και τα φουντωτά φρύδια του ήταν κατάλευκα, σαν τα πυκνά μαλλιά του και τα γαλανά μάτια του είχαν ένα λυπημένο βλέμμα καθώς απάγγελλε. Το βλέμμα ήταν ασυνήθιστο, όσο και η παρουσία του. Ο Θομ Μέριλιν που είχε γνωρίσει ο Ματ δεν ήταν ένας θλιμμένος άνθρωπος.

Κάθισε σε ένα τραπέζι, ακούμπησε τα πράγματά του στο πάτωμα, δίπλα στο σκαμνί του και παράγγειλε δύο κύπελλα. Τα μεγάλα, καστανά μάτια της χαριτωμένης σερβιτόρας τον κοίταξαν παιχνιδιάρικα.

«Δύο, νεαρέ αφέντη μου; Δεν φαίνεται τόσο μεγάλος πότης». Η φωνή της είχε ένα ζαβολιάρικο τόνο, στα πρόθυρα του γέλιου.

Έψαξε λιγάκι και έβγαλε από την τσέπη δυο ασημένιες πένες. Η μια έφτανε για το κρασί, αλλά της έδωσε και την άλλη, για τα μάτια της. «Σε λίγο θα έρθει ο φίλος μου».

Ήξερε ότι ο Θομ τον είχε δει. Ο γερο-βάρδος είχε σχεδόν σταματήσει να αφηγείται την ιστορία του, όταν μπήκε μέσα ο Ματ. Κι αυτό, επίσης, ήταν κάτι καινούριο. Ελάχιστα πράγματα ξάφνιαζαν τον Θομ τόσο ώστε να αντιδράσει φανερά και, απ’ όσο ήξερε ο Ματ, μόνο οι Τρόλοκ θα τον έκαναν να σταματήσει μια ιστορία στη μέση. Όταν η κοπέλα του έφερε το κρασί και τα χάλκινα νομίσματα για ρέστα, ο Ματ άφησε απείραχτα τα κασσιτέρινα κύπελλα και κάθισε να ακούσει την υπόλοιπη ιστορία.

«““Ήταν όπως είπαμε ότι θα έπρεπε να είναι”, είπε ο Βασιλιάς Μάντελ, προσπαθώντας να ξεμπλέξει ένα ψαροκόκαλο από τη μακριά γενειάδα του». Η φωνή του Θομ έμοιαζε να αντηχεί μέσα σε μια λαμπρή σάλα, όχι σε μια συνηθισμένη κοινή αίθουσα πανδοχείου. Η άρπα ήχησε την ανοησία των τριών βασιλιάδων. «“Ήταν όπως είπαμε ότι θα είναι”, ανακοίνωσε ο Οράντερ και έπεσε με ένα δυνατό πλατσούρισμα στη λάσπη, επειδή τα πόδια του γλίστρησαν. “Ήταν όπως είπαμε ότι πρέπει να είναι”, ανήγγειλε ο Καντάρ, καθώς έψαχνε την κορώνα του στο ποτάμι, με τα χέρια ως τους αγκώνες μέσα. “Αυτή η γυναίκα δεν ξέρει για τι μιλάει. Αυτή είναι η ανόητη!” Ο Μάντελ και ο Οράντερ συμφώνησαν μαζί του. Και, τότε, το ποτήρι ξεχείλισε για τη Μάρα. “Τους έδωσα όσες ευκαιρίες άξιζαν κι ακόμα περισσότερες”, μουρμούρισε στον εαυτό της. Έχωσε το στέμμα του Καντάρ στο σάκο της μαζί με τα άλλα δυο, ξανανέβηκε στο κάρο της, έδωσε σήμα στη φοράδα πλαταγίζοντας τη γλώσσα και πήγε κατευθείαν στο χωριό της. Κι όταν η Μάρα είπε σε όλους τι είχε συμβεί, ο λαός του Χηπ αποφάσισε να μην έχει καθόλου βασιλιά πια”». Έπαιξε άλλη μια φορά το κύριο μουσικό θέμα της ανοησίας των βασιλιάδων, αυτή τη φορά φτάνοντας σε ένα κρεσέντο που έμοιαζε ακόμα πιο έντονα με γέλιο, υποκλίθηκε βαθιά και παραλίγο να γκρεμοτσακιστεί από το τραπέζι.

Οι θαμώνες γέλασαν και χτύπησαν το πάτωμα με τα πόδια τους, αν και, πιθανότατα, όλοι είχαν ακούσει την ιστορία πολλές φορές και ζήτησαν κι άλλη. Η ιστορία της Μάρα πάντα ήταν δημοφιλής, με εξαίρεση, ίσως, στους βασιλιάδες.

Ο Θομ παραλίγο να ξαναπέσει κατεβαίνοντας από το τραπέζι και το βήμα του ήταν πιο ασταθές απ’ όσο θα περίμενε κανείς, κρίνοντας από το αλύγιστο πόδι του, καθώς πλησίαζε τον Ματ. Ακούμπησε ανέμελα την άρπα στο τραπέζι, σωριάστηκε σε ένα σκαμνί μπροστά από το δεύτερο κύπελλο και κοίταξε ανέκφραστα τον Ματ. Το βλέμμα του πάντα έκοβε σαν ξυράφι, αλλά τώρα δυσκολευόταν να εστιάσει, απ’ ό,τι φαινόταν.

«Το Συνήθη», μουρμούρισε. Η φωνή του και τώρα ακουγόταν βαθιά, αλλά δεν αντηχούσε στους τοίχους. «Η ιστορία είναι εκατό φορές καλύτερη στον Απλό Ρυθμό, χίλιες φορές στον Υψηλό, αλλά αυτοί θέλουν το Συνήθη». Δίχως άλλη λέξη, έχωσε το πρόσωπο στο κρασί του.

Ο Ματ δεν θυμόταν ποτέ να έχει σταματήσει ο Θομ να παίζει άρπα, χωρίς να τη βάλει, αμέσως, στη σκληρή, δερμάτινη θήκη της. Ποτέ δεν τον είχε δει να τον έχει βάλει κάτω το ποτό. Ένιωσε ανακούφιση όταν άκουσε το βάρδο να γκρινιάζει για τους ακροατές του· ο Θομ ποτέ δεν πίστευε ότι τα κριτήριά τους ήταν τόσο αυστηρά όσο τα δικά του. Τουλάχιστον, ένα μέρος του εαυτού του δεν είχε αλλάξει.

Η σερβιτόρα γύρισε πίσω, χωρίς το παιχνιδιάρικο βλέμμα. «Αχ, Θομ», είπε μαλακά και μετά τα έβαλε με τον Ματ. «Αν ήξερα ότι αυτός ήταν ο φίλος που περίμενες, δεν θα σου έφερνα κρασί, ούτε και για εκατό ασημένιες πένες».

«Δεν ήξερα ότι ήταν μεθυσμένος», διαμαρτυρήθηκε ο Ματ.

Αλλά η προσοχή της είχε στραφεί ξανά στον Θομ και η φωνή της ήταν πάλι απαλή. «Θομ, πρέπει να ξεκουραστείς. Αν τους αφήσεις, θα σε κρατήσουν εδώ όλη νύχτα κι όλη μέρα να λες ιστορίες».

Στο άλλο πλευρό του Θομ εμφανίστηκε μια άλλη γυναίκα, τραβώντας την ποδιά και βγάζοντάς την από το κεφάλι της. Ήταν μεγαλύτερη από την πρώτη, αλλά εξίσου χαριτωμένη. Οι δυο τους θα μπορούσαν να είναι αδελφές. «Πάντα έβρισκα ωραία αυτή την ιστορία, Θομ, κι εσύ τη λες πολύ ωραία. Έλα, έβαλα μια θερμοφόρα στο κρεβάτι σου και θα μπορέσεις να μου πεις τα πάντα για την αυλή του Κάεμλυν».

Ο Θομ κοίταξε το κύπελλο, σαν να είχε ξαφνιαστεί βρίσκοντάς το άδειο και μετά φύσηξε τα μακριά μουστάκια του και το βλέμμα του ταξίδεψε από τη μια γυναίκα στην άλλη. «Όμορφη Μάντα. Όμορφη Σάαλ. Σας είπα ποτέ ότι δύο όμορφες γυναίκες με αγάπησαν στη ζωή μου; Οι περισσότεροι άντρες δεν μπορούν να καυχηθούν για κάτι τέτοιο».

«Μας τα είπες όλα, Θομ», είπε λυπημένα η μεγάλη. Η νεότερη αγριοκοίταξε τον Ματ, σαν να ήταν δικό του το φταίξιμο για όλα αυτά.

«Δύο», μουρμούρισε ο Θομ. «Η Μοργκέις ήταν μια νευρική γυναίκα, αλλά εγώ πίστεψα ότι θα μπορούσα να το αγνοήσω κι έτσι καταλήξαμε να θέλει να με σκοτώσει. Την Ντένα τη σκότωσα εγώ. Είναι σαν να τη σκότωσα εγώ. Ίδιο πράγμα είναι. Δύο ευκαιρίες είχα, περισσότερες από τον πιο πολύ κόσμο και τις πέταξα και τις δύο».

«Θα τον προσέχω εγώ», είπε ο Ματ. Τώρα τον αγριοκοίταξαν και η Μάντα και η Σάαλ. Χαμογέλασε όσο πιο γλυκά μπορούσε, αλλά αποτέλεσμα μηδέν. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά. «Μήπως μου μυρίζει κοτόπουλο να ψήνεται; Φέρτε μου τρία-τέσσερα». Οι δύο γυναίκες ανοιγόκλεισαν τα μάτια και κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες όταν ο Ματ πρόσθεσε: «Θέλεις κι εσύ να φας κάτι, Θομ;»

«Θα ήθελα λίγο από αυτό τον εκλεκτό Αντορανό οίνο». Ο βάρδος σήκωσε με ελπίδα το κύπελλό του.

«Δεν έχει άλλο κρασί για σένα απόψε, Θομ». Η μεγάλη θα του έπαιρνε το κύπελλο, αν την άφηνε.

Σχεδόν κόβοντας την πρώτη γυναίκα, η νεότερη είπε, αποφασισμένα και ικετευτικά μαζί: «Φάε λίγο κοτόπουλο, Θομ. Είναι πολύ καλό».

Δεν έφυγαν, παρά μόνο όταν ο βάρδος συμφώνησε να φάει κάτι και φεύγοντας ξεφυσούσαν και αγριοκοίταζαν τον Ματ με τέτοιο τρόπο, που αυτός το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι του. Που να καώ, λες και τον ενθάρρυνα να πιει κι άλλο! Γυναίκες! Αλλά έχουν ωραία μάτια και οι δύο.

«Ο Ραντ είπε ότι ζεις», είπε στον Θομ όταν απομακρύνθηκαν η Μάντα και η Σάαλ. «Η Μουαραίν πάντα έλεγε ότι αυτό πίστευε. Αλλά άκουσα ότι ήσουν στην Καιρχίν και σκόπευες να πας στο Δάκρυ».

«Ο Ραντ, λοιπόν, είναι ακόμα καλά;» Το βλέμμα του Θομ ήταν τώρα κοφτερό, σχεδόν όσο το θυμόταν ο Ματ. «Δεν ξέρω αν περίμενα κάτι τέτοιο. Η Μουαραίν είναι ακόμα μαζί του; Καλή γυναίκα. Καλή γυναίκα, αρκεί να μην ήταν Άες Σεντάι. Αν μπλέξεις με δαύτες, θα την πατήσεις πολύ άσχημα».

«Γιατί σκεφτόσουν ότι ο Ραντ δεν θα ήταν καλά;» ρώτησε ο Ματ επιφυλακτικά. «Ξέρεις για κάτι που μπορεί να τον βλάψει;»

«Αν ξέρω; Δεν ξέρω τίποτα, μικρέ. Μπορεί να έχω περισσότερες υποψίες απ’ ό,τι είναι υγιεινό για μένα, αλλά δεν ξέρω τίποτα».

Ο Ματ παράτησε αυτή την κουβέντα. Ας μη δώσω βάση στις υποψίες του. Δεν χρειάζεται να μάθει ότι εγώ ξέρω περισσότερα απ’ ό,τι είναι καλό για την υγεία μου.

Η μεγαλύτερη από τις δύο γυναίκες —ο Θομ την είχε αποκαλέσει Μάντα― ξανάρθε, κρατώντας τρία κοτόπουλα με τραγανή, ροδοψημένη πέτσα. Κοίταξε ανήσυχα τον Θομ και προειδοποιητικά τον Ματ και ξανάφυγε. Ο Ματ ξεκόλλησε ένα μπούτι και άρχισε να τρώει, καθώς μιλούσαν. Ο Θομ κοίταζε κατσούφικα το κρασί του και δεν έριξε ούτε μια ματιά στο φαγητό.

«Τι γυρεύεις εδώ, στην Ταρ Βάλον, Θομ; Είναι το τελευταίο μέρος που περίμενα να σε συναντήσω, με τη γνώμη που έχεις για τις Άες Σεντάι. Άκουσα ότι έβγαζες λεφτά στην Καιρχίν».

«Στην Καιρχίν», μουρμούρισε ο παλιός βάρδος και το βλέμμα του έχασαν πάλι τη ζωηράδα του. «Μπαίνεις σε τόσους μπελάδες όταν σκοτώσεις κάποιον, ακόμα κι αν του αξίζει ο θάνατος». Έκανε μια επιδεικτική χειρονομία και βρέθηκε να κρατά ένα μαχαίρι. Ο Θομ πάντα έκρυβε πάνω του μαχαίρια. Μπορεί να ήταν μεθυσμένος, αλλά κρατούσε τη λεπίδα με σίγουρο χέρι. «Σκοτώνεις έναν που του πρέπει ο θάνατος και καμιά φορά τον πληρώνουν άλλοι. Το ερώτημα είναι, άξιζε να γίνει, παρ’ όλα αυτά; Υπάρχει πάντα μια ισορροπία, ξέρεις. Καλό και κακό. Φως και Σκιά. Δεν θα ήμασταν άνθρωποι, αν δεν υπήρχε ισορροπία».

«Κρύψ’ το αυτό», μούγκρισε ο Ματ καθώς μασούσε. «Δεν θέλω να μιλήσω για σκοτωμούς». Φως μου, εκείνος ο τύπος ακόμα κείτεται έξω, στο δρόμο. Που να καώ, κανονικά τώρα θα έπρεπε να είχα μπαρκάρει. «Απλώς ρώτησα τι κάνεις στην Ταρ Βάλον. Αν αναγκάστηκες να φύγεις από την Καιρχίν επειδή σκότωσες κάποιον, δεν θέλω να ξέρω γι’ αυτό. Μα το αίμα και τις στάχτες, αν δεν μπορείς να αφήσεις το κρασί κατά μέρος και να μιλήσεις λογικά, θα φύγω τώρα αμέσως».

Ο Θομ έκανε το μαχαίρι να εξαφανιστεί με ένα ξινό βλέμμα. «Γιατί είμαι στην Ταρ Βάλον; Είμαι εδώ επειδή είναι το χειρότερο μέρος που θα μπορούσα να βρεθώ, με εξαίρεση, ίσως, το Κάεμλυν. Αυτό μου αξίζει, μικρέ. Μερικές Κόκκινες Άτζα με θυμούνται ακόμη. Τις προάλλες, είδα την Ελάιντα στο δρόμο. Αν ήξερε ότι είμαι εδώ, θα μου έγδερνε το τομάρι λουρίδα-λουρίδα και μετά θα σταματούσε τις ευγένειες».

«Δεν σε ήξερα ποτέ να κλαίγεσαι για τον εαυτό σου», είπε αηδιασμένος ο Ματ. «Θέλεις να πνιγείς στο κρασί;»

«Τι ξέρεις εσύ απ’ αυτά, μικρέ;» γάβγισε ο Θομ. «Άσε να περάσουν μερικά χρόνια ακόμα, δες λίγο τι είναι η ζωή, αγάπησε, αν θες, μια-δυο γυναίκες και τότε θα καταλάβεις. Ίσως καταλάβεις, αν έχεις έστω και λίγο μυαλό. Ε, μα! Θέλεις να μάθεις τι κάνω στην Ταρ Βάλον; Εσύ τι κάνεις στην Ταρ Βάλον; Θυμάμαι που έτρεμαν τα γόνατά σου όταν έμαθες ότι η Μουαραίν είναι Άες Σεντάι. Ήσουν έτοιμος να τα κάνεις πάνω σου, κάθε φορά που κάποιος ανέφερε τη Δύναμη. Τι κάνεις στην Ταρ Βάλον, που είναι πήχτρα στις Άες Σεντάι;»

«Φεύγω από την Ταρ Βάλον. Να τι κάνω εδώ. Φεύγω!» Ο Ματ έκανε μια γκριμάτσα. Ο βάρδος του είχε σώσει τη ζωή, ίσως και κάτι παραπάνω. Το θέμα είχε να κάνει με έναν Ξέθωρο. Γι’ αυτό είχε πρόβλημα το δεξί πόδι του Θομ. Στο πλοίο δεν θα έχουν αρκετό κρασί για να είναι συνεχώς τόσο μεθυσμένος. «Θομ, πάω στο Κάεμλυν. Αν για κάποιο λόγο θέλεις να ρισκάρεις το ξεροκέφαλό σου, τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μου;»

«Στο Κάεμλυν;» είπε ο Θομ μελαγχολικά.

«Στο Κάεμλυν, Θομ. Μάλλον, κάποια στιγμή, η Ελάιντα θα πάει ξανά εκεί, άρα θα έχεις την αγωνία της. Κι απ’ ό,τι θυμάμαι, αν σε πιάσει στα χέρια της η Μοργκέις, θα ευχηθείς να σε είχε προλάβει η Ελάιντα».

«Στο Κάεμλυν. Μάλιστα. Το Κάεμλυν θα πήγαινε γάντι στη διάθεση μου». Ο βάρδος κοίταξε την πιατέλα με τα κοτόπουλα και τινάχτηκε. «Τι τα έκανες, μικρέ; Τα έκρυψες στο μανίκι σου;» Από τα τρία κοτόπουλα δεν είχε μείνει τίποτα, εκτός από τα κόκαλα και κάτι μικρά κομμάτια κρέας.

«Καμιά φορά με πιάνει τρομερή πείνα», μουρμούρισε ο Ματ. Έβαλε τα δυνατά του για να μη γλείψει τα δάχτυλά του. «Θα έρθεις μαζί μου, ή όχι;»

«Ε, θα έρθω, μικρέ». Όταν ο Θομ σηκώθηκε όρθιος, δεν φαινόταν να παραπατά, όπως πριν. «Περίμενε εδώ —κοίτα μη φας και το τραπέζι― μέχρι να πάρω τα πράγματά μου και να αποχαιρετήσω τον κόσμο». Έφυγε κουτσαίνοντας, χωρίς να τρεκλίσει ούτε μια φορά.

Ο Ματ ήπιε μερικές γουλιές κρασί και ροκάνισε λίγο κρέας που είχε απομείνει στα κόκαλα των κοτόπουλων, ενώ αναρωτιόταν αν θα προλάβαινε να παραγγείλει άλλο ένα, αλλά ο Θομ δεν άργησε να έρθει. Η άρπα και το φλάουτό του, στις δερμάτινες θήκες τους, κρέμονταν στην πλάτη του, μαζί με μια κουβέρτα τυλιγμένη σε ρολό. Είχε ένα απλό ραβδί πεζοπόρου, ψηλό όσο κι ο ίδιος. Οι δύο σερβιτόρες τον ακολουθούσαν στο πλευρό του, δεξιά κι αριστερά του. Ο Ματ συμπέρανε ότι ήταν αδελφές. Τα πανομοιότυπα καστανά μάτια κοίταξαν το βάρδο με πανομοιότυπη έκφραση. Ο Θομ φίλησε πρώτα τη Σάαλ, έπειτα τη Μάντα και μετά χάιδεψε τα μάγουλά τους καθώς πήγαινε προς την πόρτα, κάνοντας στον Ματ νόημα να ακολουθήσει. Βγήκε έξω, πριν ο Ματ προφτάσει να μαζέψει τα πράγματά του και πάρει τη ράβδο του.

Η νεότερη, η Σάαλ, σταμάτησε τον Ματ, καθώς αυτός έφτανε στην πόρτα. «Ό,τι κι αν του είπες, σε συγχωρώ για το κρασί, ακόμα κι αν τα λόγια σου τον έκαναν να φύγει. Βδομάδες έχω να τον δω τόσο ζωντανό». Του έβαλε κάτι στο χέρι κι όταν αυτός το κοίταξε, τα μάτια του γούρλωσαν μπερδεμένα. Του είχε δώσει ένα ασημένιο μάρκο της Ταρ Βάλον. «Γι’ αυτό που είπες, ό,τι κι αν ήταν. Επίσης, αυτή που σε ταΐζει δεν κάνει καλή δουλειά, αλλά έχεις ωραία μάτια, πάντως». Γέλασε με την έκφρασή του.

Κι ο Ματ γελούσε, χωρίς να το συνειδητοποιεί, καθώς έβγαινε στο δρόμο, αφήνοντας το ασημένιο κέρμα να κυλά στις ράχες των δαχτύλων του. Α, έχω ωραία μάτια, ε; Το γέλιο του κόπηκε, σαν την τελευταία σταγόνα σε κρασοβάρελο· ο Θομ ήταν εκεί, αλλά το πτώμα όχι. Τα παράθυρα των πανδοχείων πιο πέρα, στο δρόμο, έριχναν αρκετό φως στο καλντερίμι και ο Ματ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Η φρουρά της πόλης δεν θα είχε πάρει το πτώμα χωρίς να κάνει ερωτήσεις σ’ αυτά τα πανδοχεία, όπως επίσης και στη Γυναίκα του Τάντσικο.

«Τι κοιτάς, μικρέ;» ρώτησε ο Θομ. «Δεν έχει Τρόλοκ σ’ αυτές τις σκιές».

«Ελαφροπόδαροι», μουρμούρισε ο Ματ. «Έλεγα μήπως έχει ελαφροπόδαρους».

«Ούτε κλέφτες και μπράβοι υπάρχουν στην Ταρ Βάλον, μικρέ. Όταν οι φρουροί πιάνουν έναν ελαφροπόδαρο —δεν είναι πολλοί που δοκιμάζουν αυτό το παιχνίδι εδώ πέρα· τα νέα μαθεύονται― τον κουβαλάνε στον Πύργο και ό,τι κι αν είναι αυτό που του κάνουν οι Άες Σεντάι, ο φιλαράκος την άλλη μέρα φεύγει από την Ταρ Βάλον με μάτια γουρλωμένα, σαν κοπέλα που την έχουν τσιμπήσει εκεί που δεν το περιμένει. Απ’ ό,τι ξέρω, είναι ακόμα πιο σκληρές με τις γυναίκες τις οποίες πιάνουν να κλέβουν. Όχι, ο μόνος τρόπος για να σου κλέψουν τα λεφτά εδώ είναι αν σου πουλήσει κάποιος γυαλισμένο μπρούτζο για χρυσάφι, ή αν παίζει με φτιαγμένα ζάρια. Δεν υπάρχουν ελαφροπόδαροι».

Ο Ματ έκανε στροφή επιτόπου και πέρασε με μεγάλα βήματα δίπλα από τον Θομ, με κατεύθυνση το λιμάνι, ενώ η ράβδος του χτυπούσε το καλντερίμι, λες και, σπρώχνοντας, θα προχωρούσε πιο γρήγορα. «Θα ανέβουμε στο πρώτο πλοίο που θα σαλπάρει, όποιο κι αν είναι. Στο πρώτο, Θομ».

Το ραβδί του Θομ ακουγόταν στο καλντερίμι πίσω του. «Για σιγά, μικρέ. Τι βιάζεσαι; Από πλοία άλλο τίποτα και σαλπάρουν νύχτα-μέρα. Για σιγά. Δεν υπάρχουν ελαφροπόδαροι».

«Το πρώτο πλοίο, που να καώ, Θομ! Έστω κι αν βουλιάζει, εμείς θα ανέβουμε!» Αν δεν ήταν ελαφροπόδαροι, τότε τι; Σίγουρα θα ήταν κλέφτες. Τι άλλο μπορεί να ήταν;

Загрузка...