ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το Φρούριο του Φωτός

Το γερασμένο βλέμμα του Πέντρον Νάιαλ πλανήθηκε στην προσωπική του αίθουσα ακροάσεων, αλλά τα μαύρα μάτια, που τα θόλωναν οι σκέψεις, δεν είδαν τίποτα. Ξεφτισμένα υφαντά, κάποτε πολεμικά λάβαρα των εχθρών στη νιότη του, τώρα ξεθώριαζαν πάνω σε σκούρα ξύλινα πλαίσια στους πέτρινους τοίχους, που ήταν χοντροί ακόμα κι εδώ, στην καρδιά του Φρουρίου του Φωτός. Το μοναδικό κάθισμα του δωματίου —βαρύ, με ψηλή ράχη, σχεδόν θρόνος — ήταν γι’ αυτόν αόρατο, όπως και τα λιγοστά, αραιά τραπέζια, που συμπλήρωναν την επίπλωση. Από το νου του Νάιαλ είχε χαθεί ακόμα και ο άντρας με το λευκό μανδύα, που συγκρατούσε με δυσκολία τον ενθουσιασμό του καθώς γονάτιζε πάνω στο έμβλημα με τον ήλιο στις πλατιές σανίδες του δαπέδου, αν και ελάχιστοι θα απέρριπταν τόσο επιπόλαια αυτό τον άνθρωπο.

Είχαν αφήσει τον Τζάρετ Μπάυαρ να πλυθεί πριν τον πάνε μπροστά στον Νάιαλ, αλλά τόσο το κράνος όσο και ο θώρακάς του είχαν λερωθεί από το ταξίδι και ήταν όλο λακκούβες και χαρακιές από τη χρήση. Μαύρα μάτια, βυθισμένα στις κόγχες, έλαμπαν με πυρετώδη ανυπομονησία, σε ένα πρόσωπο απ’ όπου έμοιαζε να έχει φύγει κάθε περιττό κομμάτι σάρκας. Δεν έφερε σπαθί —αυτό απαγορευόταν ενώπιον του Νάιαλ — αλλά φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα της βίας, σαν κυνηγόσκυλο που περιμένει να του λύσουν το λουρί.

Δυο φωτιές σε μεγάλα τζάκια, σε αντικριστούς τοίχους του δωματίου, έδιωχναν την παγωνιά που έφερνε ο χειμώνας καθώς σωνόταν. Δεν ήταν παρά ένα απλό δωμάτιο στρατιώτη, τα πάντα καλοφτιαγμένα μα τίποτα πολυτελές ― με εξαίρεση το έμβλημα με τον ήλιο. Στην αίθουσα ακροάσεων του Μέγα Μάγιστρου των Τέκνων του Φωτός η διακόσμηση ακολουθούσε τον άνθρωπο που είχε φτάσει σ’ αυτό το αξίωμα· ο ολόχρυσος ήλιος στο δάπεδο είχε γίνει λείος έπειτα από γενιές αιτούντων, είχε αντικατασταθεί και είχε πάλι τριφτεί και πάλι ― χρυσάφι αρκετό για να αγοράσει κανείς οποιαδήποτε έπαυλη της Αμαδισίας, καθώς και το πιστοποιητικό της αριστοκρατίας που τη συνόδευε. Δέκα χρόνια ο Νάιαλ βάδιζε πάνω σε εκείνο το χρυσάφι και δεν το είχε σκεφτεί δεύτερη φορά, όπως δεν σκεφτόταν και τον ήλιο που ήταν κεντημένος στο στήθος του λευκού μανδύα του. Το χρυσάφι δεν κινούσε το ενδιαφέρον του Πέντρον Νάιαλ.

Τελικά, το βλέμμα του στράφηκε ξανά στο διπλανό τραπέζι, που ήταν γεμάτο χάρτες, σκόρπια γράμματα και αναφορές. Μέσα στο χάος βρίσκονταν και τρία χαλαρά τυλιγμένα σχέδια. Σήκωσε απρόθυμα το ένα. Δεν είχε σημασία ποιο ήταν όλα απεικόνιζαν την ίδια σκηνή, αν και από διαφορετικά χέρια.

Το δέρμα του Νάιαλ ήταν λεπτό, σαν τριμμένος πάπυρος. Η ηλικία το είχε τεντώσει πάνω σ’ ένα κορμί που έμοιαζε να είναι όλο κόκαλα και νεύρα, αλλά εντούτοις δεν ήταν καθόλου αδύναμο. Στο αξίωμα του Νάιαλ δεν έφτανε κανένας πριν ασπρίσουν τα μαλλιά του, κανένας που να είναι πιο μαλακός από τις πέτρες του Θόλου της Αλήθειας. Κι όμως, ξαφνικά ένιωσε τη γεμάτη τένοντες ράχη του χεριού που κρατούσε τη ζωγραφιά, ένιωσε την ανάγκη να βιαστεί. Ο χρόνος τελείωνε. Ο δικός του χρόνος τελείωνε. Έπρεπε να αρκέσει. Θα τον έκανε να αρκέσει.

Πίεσε τον εαυτό τον να ξετυλίξει τη χοντρή περγαμηνή ως τη μέση, ίσα-ίσα για να δει το πρόσωπο που τον ενδιέφερε. Η κιμωλία ήταν λίγο θαμπή από το ταξίδι μέσα στα σακίδια της σέλας, αλλά το πρόσωπο φαινόταν καθαρά. Ένας γκριζομάτης νεαρός με κοκκινωπά μαλλιά. Έδειχνε ψηλός, αλλά δεν μπορούσες να το πεις με σιγουριά. Πέρα από τα μαλλιά και τα μάτια, θα μπορούσε να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε πόλη και να μην προκαλέσει τον παραμικρό ψίθυρο.

«Αυτό... αυτό το αγόρι αυτοανακηρύχθηκε Ξαναγεννημένος Δράκοντας;» μουρμούρισε ο Νάιαλ.

Ο Δράκοντας. Το όνομα τον έκανε να νιώσει τα ρίγη του χειμώνα και των γηρατειών. Ήταν το όνομα που έφερε ο Λουζ Θέριν Τέλαμον, όταν είχε καταδικάσει σε παραφροσύνη και θάνατο κάθε άντρα που μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη, τότε και μετέπειτα, ανάμεσα στους άλλους και τον εαυτό του. Είχαν περάσει πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια από τότε που η περηφάνια των Άες Σεντάι και ο Πόλεμος της Σκιάς είχαν φέρει τέλος στην Εποχή των Θρύλων. Τρεις χιλιάδες χρόνια, αλλά η προφητεία και οι θρύλοι βοηθούσαν τους ανθρώπους να θυμούνται ― τα βασικά, τουλάχιστον, έστω κι αν οι λεπτομέρειες είχαν χαθεί. Τον Λουζ Θέριν τον Σφαγέα. Τον άνθρωπο που είχε ξεκινήσει το Τσάκισμα του Κόσμου: υπήρχαν τότε τρελοί, οι οποίοι μπορούσαν να αντλήσουν τη δύναμη που κινούσε το σύμπαν κι είχαν ισοπεδώσει βουνά και είχαν βυθίσει αρχαίες στεριές κάτω από τις θάλασσες, ενώ οι επιζώντες έτρεχαν πανικόβλητοι, σαν ζώα μπροστά σε πυρκαγιά. Το τέλος είχε έρθει μόνο με το θάνατο του τελευταίου άντρα Άες Σεντάι και το διεσπαρμένο ανθρώπινο γένος άρχισε να ξαναχτίζει πάνω στα ερείπια ― όπου είχαν απομείνει έστω κι αυτά. Όλα τούτα τα είχαν χαράξει στη θύμηση των ανθρώπων οι ιστορίες που έλεγαν οι μάνες στα παιδιά τους. Και οι προφητείες έλεγαν ότι ο Δράκοντας θα ξαναγεννιόταν.

Ο Νάιαλ δεν το είχε πει σαν ερώτηση, αλλά σαν τέτοια το εξέλαβε ο Μπάυαρ. «Μάλιστα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου, αυτό έκανε. Τούτη η τρέλα δεν συγκρίνεται με καμία που έχω ακούσει για τους άλλους ψεύτικους Δράκοντες. Χιλιάδες δήλωσαν ήδη ότι είναι με το μέρος του. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν έχουν εμφύλιο πόλεμο και, επίσης, πολεμούν μεταξύ τους. Έχουν ξεσπάσει μάχες σε όλη την Πεδιάδα Άλμοθ και το Τόμαν Χεντ, Ταραμπονέζοι εναντίον Ντομανών εναντίον Σκοτεινόφιλων, που επευφημούν τον Δράκοντα ― ή τουλάχιστον υπήρχαν μάχες, μέχρι που τις σταμάτησε σχεδόν όλες το κρύο του χειμώνα. Ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο να εξαπλώνεται τόσο γρήγορα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Σαν να πετάς πυρσό σε αχυρώνα. Το χιόνι μπορεί να έπνιξε τις φλόγες, μα με τον ερχομό της άνοιξης θα θεριέψουν ξανά, πιο καυτές από πριν».

Ο Νάιαλ τον διέκοψε, υψώνοντας το δάχτυλο του. Δυο φορές ως τώρα τον είχε αφήσει να πει την ιστορία μέχρι τέλους, με φωνή που φλεγόταν από θυμό και μίσος. Μερικά κομμάτια της ο Νάιαλ τα γνώριζε από άλλες πηγές και σε μερικά σημεία ήξερε περισσότερα από τον Μπάυαρ, αλλά κάθε φορά που την άκουγε, η ιστορία τον ξεσήκωνε εκ νέου. «Ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ και χίλια Τέκνα νεκροί. Με υπαίτιες τις Άες Σεντάι. Δεν έχεις την παραμικρή αμφιβολία, Τέκνο Μπάυαρ;»

«Καμία, μα καμία, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Ύστερα από μια αψιμαχία καθ’ οδόν προς το Φάλμε, είδα δύο μάγισσες της Ταρ Βάλον. Μας στοίχισαν πάνω από πενήντα νεκρούς, μέχρι να τις γεμίσουμε βέλη».

«Είσαι βέβαιος― βέβαιος ότι ήταν Άες Σεντάι;»

«Η γη εξερράγη κάτω από τα πόδια μας». Η φωνή του Μπάυαρ ήταν σταθερή και έδειχνε πεποίθηση. Αυτός ο άνθρωπος, ο Τζάρετ Μπάυαρ, δεν διέθετε ούτε στάλα φαντασίας· ο θάνατος ήταν μέρος της ζωής των στρατιωτών, με όποια μορφή κι αν ερχόταν. «Κεραυνοί χτύπησαν τις φάλαγγές μας από τον καθαρό ουρανό. Άρχοντα Μάγιστρέ μου, τι άλλο μπορεί να ήταν;»

Ο Νάιαλ κατένευσε βλοσυρά. Μετά το Τσάκισμα του Κόσμου δεν είχε φανεί άντρας Άες Σεντάι, αλλά οι γυναίκες που διεκδικούσαν ακόμα αυτό τον τίτλο δεν ήταν κατώτερες. Καυχιόνταν για τους Τρεις Όρκους τους: να μην ξεστομίσουν λέξη που να μην είναι αληθινή, να μην κατασκευάσουν όπλα για να σκοτώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, να χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη ως όπλο μόνο εναντίον Σκοτεινόφιλων ή Σκιογεννημάτων. Αλλά τώρα είχαν δείξει ότι οι όρκοι τους ήταν ψεύτικοι. Ο Νάιαλ ήξερε πάντα ότι δεν ήταν δυνατόν κάποιος να θέλει τέτοια δύναμη παρά μόνο για να προκαλέσει το Δημιουργό κι αυτό σήμαινε ότι υπηρετούσαν τον Σκοτεινό.

«Και δεν ξέρεις τίποτα για εκείνους που κατέλαβαν το Φάλμε και σκότωσαν μισή λεγεώνα μου;»

«Ο Άρχοντας Ταξιάρχης Μπόρνχαλντ είπε ότι αυτοαποκαλούνταν Σωντσάν, Άρχοντα Μάγιστρέ μου», είπε αδιάφορα ο Μπάυαρ. «Είπε ότι ήταν Σκοτεινόφιλοι. Και η επέλαση του Μπόρνχαλντ τους γονάτισε, έστω κι αν τον σκότωσαν». Η φωνή του ζωήρεψε. «Υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες από την πόλη. Με όσους μίλησα, συμφωνούν ότι οι ξένοι ηττήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια. Αυτό ήταν έργο του Άρχοντα Ταξιάρχη Μπόρνχαλντ».

Ο Νάιαλ αναστέναξε απαλά. Ήταν σχεδόν οι ίδιες λέξεις που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπάυαρ τις δύο πρώτες φορές, για το στρατό που είχε έρθει σαν από το πουθενά και είχε καταλάβει το Φάλμε. Καλός στρατιώτης, σκέφτηκε ο Νάιαλ, έτσι έλεγε πάντα ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ, αλλά δεν βάζει το μναλό τον να σκεφτεί.

«Άρχοντα Μάγιστρέ μου», είπε έξαφνα ο Μπάυαρ, «ο Άρχοντας Ταξιάρχης Μπόρνχαλντ στα αλήθεια με πρόσταξε να μείνω μακριά από τη μάχη. Ήθελε να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα και να σου φέρω αναφορά. Και να πω στο γιο του, τον Άρχοντα Ντάιν, πώς πέθανε».

«Καλά, καλά», έκανε ανυπόμονα ο Νάιαλ. Για μια στιγμή, στάθηκε μελετώντας το πρόσωπο του Μπάυαρ με τα ρουφηγμένα μάγουλα κι ύστερα πρόσθεσε: «Κανένας δεν αμφισβητεί την ειλικρίνεια ή το θάρρος σου. Αυτό ακριβώς θα έκανε ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ μπροστά σε μια μάχη στην οποία θα φοβόταν ότι όλη η μονάδα του θα σκοτωνόταν». Δεν είναι από τα πράγματα που έχεις τη φαντασία να σκεφτείς.

Δεν θα μάθαινε τίποτα άλλο από αυτό τον άνθρωπο. «Καλά τα πήγες, Τέκνο Μπάυαρ. Σου δίνω την άδεια να μεταφέρεις την είδηση του θανάτου του Τζέφραμ Μπόρνχαλντ στο γιο του. Ο Ντάιν Μπόρνχαλντ είναι μαζί με τον Ήμον Βάλντα ― κοντά στην Ταρ Βάλον, σύμφωνα με την τελευταία αναφορά. Μπορείς να πας να τους βρεις».

«Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Σ’ ευχαριστώ». Ο Μπάυαρ σηκώθηκε και υποκλίθηκε βαθιά. Καθώς ανασηκωνόταν, δίστασε. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου, μας πρόδωσαν». Το μίσος έδωσε μια τραχύτητα στη φωνή του.

«Ο συγκεκριμένος Σκοτεινόφιλος για τον οποίο μίλησες, Τέκνο Μπάυαρ;» Δεν μπόρεσε να κρατήσει ούτε τη δική του φωνή ήρεμη. Τα σχέδια που κατάστρωναν έναν ολόκληρο χρόνο κείτονταν σε συντρίμμια, ανάμεσα στα πτώματα χιλιάδων Τέκνων και ο Μπάυαρ είχε να λέει μόνο για έναν άνθρωπο. «Ο νεαρός σιδεράς τον οποίο είδες μόνο δυο φορές, αυτός ο Πέριν από τους Δύο Ποταμούς;»

«Μάλιστα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Δεν γνωρίζω πώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτός ευθύνεται. Είμαι σίγουρος».

«Θα δω τι μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν, Τέκνο Μπάυαρ». Ο Μπάυαρ ξανάνοιξε το στόμα, αλλά ο Νάιαλ σήκωσε το λεπτό χέρι του για να τον προλάβει. «Μπορείς να πηγαίνεις τώρα». Ο άντρας με το κάτισχνο πρόσωπο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να υποκλιθεί και να φύγει.

Καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω από τον Μπάυαρ, ο Νάιαλ κάθισε αργά στην καρέκλα του. Πώς είχε γεννηθεί αυτό το μίσος του Μπάυαρ για τον Πέριν; Ήταν τόσο μεγάλο το πλήθος των Σκοτεινόφιλων, που δεν μπορούσες να σπαταλάς τις δυνάμεις σου για να μισείς κάποιον συγκεκριμένο ― πλήθος Σκοτεινόφιλοι, σπουδαίοι κι ασήμαντοι, που κρύβονταν πίσω από επιδέξιες γλώσσες, φωτεινά χαμόγελα και υπηρετούσαν τον Σκοτεινό. Πάντως, δεν θα έβλαπτε αν πρόσθεταν άλλο ένα όνομα στους καταλόγους.

Ανασάλεψε στη σκληρή καρέκλα, προσπαθώντας να ανακουφίσει λίγο τα γέρικα κόκαλά του. Σκέφτηκε αόριστα, για πολλοστή φορά, ότι ένα μαξιλαράκι ίσως να μην ήταν υπερβολική πολυτέλεια. Και για πολλοστή φορά απόδιωξε τη σκέψη. Ο κόσμος κατρακυλούσε στο χάος και ο Νάιαλ δεν είχε την πολυτέλεια να υποκύψει στα χρόνια του.

Άφησε να στροβιλιστούν στο νου του όλα τα σημάδια που προμήνυαν καταστροφή. Στο Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν μαινόταν πόλεμος, την Καιρχίν την κατέτρωγε η εμφύλια διαμάχη, ενώ ο πολεμικός πυρετός δυνάμωνε στο Δάκρυ και στο Ίλιαν, που ήταν παλιοί εχθροί. Ίσως αυτοί οι πόλεμοι να μη σήμαιναν τίποτα από μόνοι τους —οι άνθρωποι πάντα πολεμούσαν― αλλά συνήθως συνέβαιναν ένας-ένας. Και εκτός από τον ψεύτικο Δράκοντα κάπου στην Πεδιάδα Άλμοθ, υπήρχε κι άλλος ένας που βασάνιζε τη Σαλδαία και ένας τρίτος που χτυπούσε το Δάκρυ. Τρεις μαζί. Πρέπει να είναι όλοι ψεύτικοι Δράκοντες. Πρέπει!

Υπήρχαν καμιά δεκαριά μικροπράγματα εκτός αυτών, που μερικά ίσως να ήταν αβάσιμες φήμες, μα αν τα έβλεπες συνολικά, μαζί με τα άλλα... Αναφορές για εμφανίσεις Αελιτών πολύ βαθιά στα δυτικά, ακόμα και στο Μουράντυ και στο Κάντορ. Υπήρχαν μόνο δύο ή τρεις σ’ ένα μέρος, αλλά, είτε ήταν ένας είτε χίλιοι, οι Αελίτες είχαν βγει από την Ερημιά μονάχα μια φορά στα τόσα χρόνια μετά το Τσάκισμα. Μόνο στον Πόλεμο των Αελιτών είχαν αφήσει εκείνο τον άδειο αγριότοπο. Οι φήμες έλεγαν ότι οι Άθα’αν Μιέρε, οι Θαλασσινοί, αμελούσαν το εμπόριο και αναζητούσαν σημάδια και οιωνούς —δεν έλεγαν για τι πράγμα ακριβώς― και σάλπαραν με τα πλοία μισογεμάτα, ή ακόμα και τελείως άδεια. Το Ίλιαν είχε οργανώσει το Μεγάλο Κυνήγι του Κέρατος για πρώτη φορά εδώ και τετρακόσια χρόνια και είχε στείλει τους Κυνηγούς να ψάξουν για το μυθικό Κέρας του Βαλίρ, που η προφητεία έλεγε ότι θα καλούσε νεκρούς ήρωες από τους τάφους για να πολεμήσουν στην Τάρμον Γκάι’ντον, την Τελευταία Μάχη εναντίον της Σκιάς. Οι φήμες έλεγαν ότι οι Ογκιρανοί, οι οποίοι ήταν τόσο απομονωμένοι που ο απλός κόσμος είχε φτάσει να τους θεωρεί θρυλικά πλάσματα, είχαν συγκαλέσει συναντήσεις μεταξύ των μακρινών στέντιγκ τους.

Για τον Νάιαλ, το σημαντικότερο απ’ όλα ήταν ότι οι Άες Σεντάι έδειχναν να έχουν βγει στο φως. Λεγόταν ότι είχαν στείλει μερικές αδελφές τους στη Σαλδαία, για να τα βάλουν με τον ψεύτικο Δράκοντα Μάζριμ Τάιμ. Παρ’ όλο που ήταν σπάνιο στους άντρες, ο Τάιμ μπορούσε να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη. Αυτό από μόνο του προκαλούσε φόβο και απέχθεια και ελάχιστοι πίστευαν ότι ένας τέτοιος μπορούσε να νικηθεί χωρίς τη βοήθεια των Άες Σεντάι. Θα ήταν καλύτερο να επιτρέψουν στις Άες Σεντάι να βοηθήσουν, αλλιώς θα αντιμετώπιζαν την αναπόφευκτη φρίκη όταν τρελαινόταν, κάτι που συνέβαινε αναπόφευκτα σε αυτούς τους άντρες. Αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, η Ταρ Βάλον είχε στείλει άλλες Άες Σεντάι να υποστηρίξουν τον άλλο ψεύτικο Δράκοντα, στο Φάλμε. Δεν εξηγούνταν αλλιώς τα δεδομένα.

Τα κοινά χαρακτηριστικά των περιστατικών τον πάγωσαν μέχρι το μεδούλι. Το χάος πολλαπλασιαζόταν πράγματα που παλιά ήταν ανήκουστα, τώρα συνέβαιναν ξανά και ξανά. Ολόκληρος ο κόσμος έμοιαζε να αναδεύεται, σαν νερό έτοιμο να βράσει. Για τον Νάιαλ ήταν ολοφάνερο. Η Τελευταία Μάχη ερχόταν στ’ αλήθεια.

Όλα τα σχέδιά του είχαν ανατραπεί, τα σχέδια που θα έκαναν το όνομά του γνωστό στα Τέκνα του Φωτός για εκατό γενιές. Αλλά η αναταραχή σήμαινε ευκαιρίες και είχε καινούρια σχέδια, με καινούριους στόχους. Ας μπορούσε μόνο να διατηρήσει τη δύναμη και τη θέληση του για να τα εκτελέσει. Φως μου, άσε με να κρατηθώ στη ζωή όσο χρειαστεί.

Ένα συνεσταλμένο χτύπημα στην πόρτα τον έβγαλε από τους σκοτεινούς ρεμβασμούς του. «Μπες», είπε απότομα.

Ένας υπηρέτης με λευκόχρυσο σακάκι και φαρδύ παντελόνι μπήκε με μια υπόκλιση. Με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα, ανακοίνωσε ότι ο Τζάιτσιμ Κάριντιν, Χρισμένος του Φωτός, Εξεταστής του Χεριού του Φωτός, θα παρουσιαζόταν ενώπιον του Μεγάλου Μάγιστρου, όπως τον είχε προστάξει. Ο Κάριντιν εμφανίστηκε στο κατόπι του υπηρέτη, χωρίς να περιμένει την απάντηση του Νάιαλ. Ο Νάιαλ έκανε νόημα στον υπηρέτη να φύγει.

Πριν καλά-καλά κλείσει η πόρτα, ο Κάριντιν έπεσε στο ένα γόνατο, με ένα περίκομψο ανέμισμα του χιονόλευκου μανδύα του. Πίσω από τον ήλιο στο μανδύα του υπήρχε η πορφυρή ποιμενική ράβδος του Χεριού του Φωτός. Πολλοί τους αποκαλούσαν Ανακριτές, αλλά σπάνια κατάμουτρα. «Πρόσταξες να παρουσιαστώ μπροστά σου, Άρχοντα Μάγιστρέ μου», είπε με δυνατή φωνή, «κι έτσι επέστρεψα από το Τάραμπον».

Ο Νάιαλ τον μελέτησε για λίγο. Ο Κάριντιν ήταν ψηλός, προχωρημένης μέσης ηλικίας, με μια πινελιά γκρίζου στα μαλλιά του, αλλά το σώμα του ήταν ακμαίο και σφριγηλό. Τα μαύρα, βαθιά μάτια του έδειχναν γνώση, όπως πάντα. Και δεν βλεφάρισε κάτω από το σιωπηλό, εξεταστικό βλέμμα του Μεγάλου Μάγιστρου. Ελάχιστοι είχαν τόσο καθαρή συνείδηση, τόσο γερά νεύρα. Ο Κάριντιν στάθηκε εκεί γονατιστός, περιμένοντας γαλήνια, λες και ήταν καθημερινό το φαινόμενο να τον διατάζουν κοφτά να παρατήσει τη μονάδα του και να επιστρέψει στο Άμαντορ δίχως καθυστέρηση, χωρίς να του εξηγούν το λόγο. Αλλά, βέβαια, έλεγαν ότι ο Τζάιτσιμ Κάριντιν ήταν πιο υπομονετικός κι από πέτρα.

«Σήκω, Τέκνο Κάριντιν». Ενώ ο άλλος σηκωνόταν, ο Νάιαλ πρόσθεσε: «Έμαθα ανησυχητικά νέα από το Φάλμε».

Ο Κάριντιν ίσιωσε τις πτυχές του μανδύα του καθώς απαντούσε. Η χροιά της φωνής του ήταν ακριβώς στα όρια του προσήκοντος σεβασμού, σχεδόν σαν να μιλούσε σε ίσο του κι όχι στον άνθρωπο στον οποίο είχε ορκιστεί υπακοή μέχρι θανάτου. «Ο Άρχοντας Μάγιστρος μου αναφέρεται στα νέα που έφερε το Τέκνο Τζάρετ Μπάυαρ, κάποτε υποδιοικητής του Άρχοντα Ταξιάρχη Μπόρνχαλντ».

Η άκρη του αριστερού ματιού του Νάιαλ πετάρισε, ένα παλιό προμήνυμα θυμού. Θεωρητικά, μόνο τρεις ήξεραν ότι ο Μπάυαρ ήταν στο Άμαντορ και κανένας, εκτός από τον Νάιαλ, δεν ήξερε από πού είχε έρθει. «Μην το παρακάνεις στην εξυπνάδα, Κάριντιν. Η επιθυμία σου να ξέρεις τα πάντα ίσως κάποτε σε οδηγήσει στα χέρια των ίδιων σου των Ανακριτών».

Ο Κάριντιν, ακούγοντας αυτό το όνομα, δεν έδειξε άλλη αντίδραση εκτός από ένα αχνό σφίξιμο του στόματός του. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου, το Χέρι του Φωτός αναζητά παντού την αλήθεια, για να υπηρετήσει το Φως».

Για να υπηρετήσει το Φως. Όχι για να υπηρετήσει τα Τέκνα του Φωτός. Όλα τα Τέκνα υπηρετούσαν το Φως, αλλά ο Πέντρον Νάιαλ συχνά αναρωτιόταν αν οι Ανακριτές πράγματι θεωρούσαν ότι ήταν και οι ίδιοι κομμάτι των Τέκνων. «Αλήθεια, και τι μου φέρνεις για τα συμβάντα του Φάλμε;»

«Σκοτεινόφιλοι, Άρχοντα Μάγιστρέ μου».

«Σκοτεινόφιλοι;» Ο καγχασμός του Νάιαλ έδειξε την ανησυχία του. «Λίγες μόνο βδομάδες πριν λάμβανα αναφορές από σένα, που έλεγαν ότι ο Τζέφραμ Μπόρνχαλντ ήταν υπηρέτης του Σκοτεινού, επειδή είχε προωθήσει στρατιώτες στο Τόμαν Χεντ, παρά τις διαταγές σου». Η φωνή του έγινε επικίνδυνα απαλή. «Τώρα πας να με πείσεις ότι ο Μπόρνχαλντ, ως Σκοτεινόφιλος, οδήγησε χίλια Τέκνα στο θάνατο τους, σε μια μάχη με άλλους Σκοτεινόφιλους;»

«Το αν ήταν ή όχι Σκοτεινόφιλος δεν θα το μάθουμε ποτέ», είπε ατάραχα ο Κάριντιν, «μιας και πέθανε πριν προλάβουμε να τον ανακρίνουμε. Τα σχέδια της Σκιάς είναι ερεβώδη και συχνά φαντάζουν τρελά για όσους περπατούν στο Φως. Μα για το αν εκείνοι που κατέλαβαν το Φάλμε είναι Σκοτεινόφιλοι, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Σκοτεινόφιλοι και Άες Σεντάι, που υποστήριζαν έναν ψεύτικο Δράκοντα. Η αιτία που εξολοθρεύτηκαν ο Μπόρνχαλντ και οι άντρες του ήταν η Μία Δύναμη, γι’ αυτό είμαι βέβαιος, Άρχοντα Μάγιστρέ μου, ακριβώς όπως εξολοθρεύτηκαν και οι στρατιές που έστειλαν το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν εναντίον των Σκοτεινόφιλων στο Φάλμε».

«Και τι γνώμη έχεις για τις ιστορίες ότι εκείνοι που κατέλαβαν το Φάλμε ήρθαν από την άλλη άκρη του Ωκεανού Άρυθ;»

Ο Κάριντιν κούνησε το κεφάλι. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου, ο κόσμος είναι γεμάτος διαδόσεις. Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήταν οι στρατιές τις οποίες είχε στείλει ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος πέρα από τον Ωκεανό πριν από χίλια χρόνια, που τώρα ξανάρθαν για να διεκδικήσουν τη χώρα. Μερικοί, μάλιστα, φτάνουν να υποστηρίζουν ότι είδαν τον ίδιο τον Γερακόφτερο στο Φάλμε. Και μαζί, τους μισούς ήρωες των θρύλων. Η δύση είναι σε αναβρασμό, από το Τάραμπον ως τη Σαλδαία και εκατό καινούριες φήμες έρχονται στην επιφάνεια κάθε μέρα, καθεμιά τους πιο εξωφρενική από την προηγούμενη. Αυτοί οι λεγόμενοι Σωντσάν δεν ήταν παρά άλλος ένας όχλος Σκοτεινόφιλων που συγκεντρώθηκε για να υποστηρίξει έναν ψεύτικο Δράκοντα, μόνο που, αυτή τη φορά, το έκαναν με απροκάλυπτη την αρωγή των Άες Σεντάι».

«Τι αποδείξεις έχεις;» Ο Νάιαλ έκανε τη φωνή του να ηχήσει σαν να αμφέβαλλε για τον ισχυρισμό του. «Έχεις αιχμαλώτους;»

«Όχι, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Όπως, αναμφιβόλως, σου είπε το Τέκνο Μπάυαρ, ο Μπόρνχαλντ κατόρθωσε να τους καταφέρει τέτοιο πλήγμα, ώστε διαλύθηκαν. Και, βεβαίως, κανένας απ’ αυτούς που ανακρίναμε δεν θα παραδεχόταν ότι υποστήριζε έναν ψεύτικο Δράκοντα. Όσο για αποδείξεις... υπάρχουν δύο επιχειρήματα. Αν μου επιτρέπει ο Άρχοντας Μάγιστρος μου;»

Ο Νάιαλ έκανε μια ανυπόμονη χειρονομία.

«Το πρώτο επιχείρημα είναι αρνητικό. Λίγα πλοία δοκίμασαν να διασχίσουν τον Ωκεανό Άρυθ και τα περισσότερα δεν επέστρεψαν. Εκείνα που γύρισαν, άλλαξαν πορεία πριν τους τελειώσουν τα τρόφιμα και το νερό. Ακόμα και οι Θαλασσινοί δεν τολμούν να διασχίσουν τον Άρυθ και αυτοί αρμενίζουν όπου υπάρχει εμπόριο, ακόμα και σε χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ. Άρχοντα Μάγιστρέ μου, αν υπάρχουν χώρες πέρα από τον ωκεανό, είναι τόσο μακριά που δεν φτάνει κανείς, ο ωκεανός είναι πολύ πλατύς. Το να τον διασχίσει κανείς μεταφέροντας στρατό είναι εξίσου αδύνατο με το να πάει πετώντας».

«Ίσως», είπε ο Νάιαλ αργά. «Πάντως, είναι ενδεικτικό. Το δεύτερο επιχείρημα;»

«Άρχοντα Μάγιστρέ μου, πολλοί απ’ αυτούς που ανακρίναμε μίλησαν για τέρατα που πολεμούσαν υπέρ των Σκοτεινόφιλων και εξακολούθησαν να υποστηρίζουν τα λεγόμενά τους, ακόμα και ως τα έσχατα της ανάκρισης. Τι μπορεί να ήταν παρά Τρόλοκ και άλλοι Σκιογέννητοι, που ήρθαν με κάποιον τρόπο από τη Μάστιγα;» Ο Κάριντιν άπλωσε τα χέρια, σαν να ήταν προφανές το συμπέρασμα. «Οι πιο πολλοί πιστεύουν ότι οι Τρόλοκ είναι ψέματα και παραμύθια των ταξιδιωτών και οι υπόλοιποι νομίζουν ότι όλοι σκοτώθηκαν στους Πολέμους των Τρόλοκ. Πώς αλλιώς θα αποκαλούσαν έναν Τρόλοκ, αν όχι τέρας;»

«Ναι. Ναι, μπορεί να έχεις δίκιο, Τέκνο Κάριντιν. Μπορεί, λέω». Δεν θα έδινε στον Κάριντιν την ικανοποίηση να μάθει πως συμφωνούσε μαζί του. Άσε τον να ζοριστεί λίγο. «Μα τι λες γι’ αυτόν;» Έδειξε τις τυλιγμένες ζωγραφιές. Ξέροντας τον Κάριντιν, θα έλεγε ότι ο Εξεταστής είχε αντίγραφα στα καταλύματά του. «Πόσο επικίνδυνος είναι; Μπορεί να διαβιβάσει τη Μία Δύναμη;»

Ο Εξεταστής ανασήκωσε τους ώμους. «Ίσως να διαβιβάζει, ίσως όχι. Οι Άες Σεντάι σίγουρα θα μπορούσαν να πείσουν τους ανθρώπους ότι και μια γάτα μπορεί να διαβιβάσει, αν το ήθελαν. Όσο για το πόσο επικίνδυνος είναι... Κάθε ψεύτικος Δράκοντας είναι επικίνδυνος, μέχρι να νικηθεί και ένας που έχει απροκάλυπτα στο πλευρό του την Ταρ Βάλον, είναι δέκα φορές πιο επικίνδυνος. Αλλά τώρα είναι λιγότερο επικίνδυνος απ’ όσο θα είναι σε ένα εξάμηνο, αν αφεθεί απερίσπαστος. Οι αιχμάλωτοι που ανέκρινα δεν τον είχαν δει ποτέ, δεν είχαν ιδέα πού βρίσκεται τώρα. Οι δυνάμεις του είναι κατακερματισμένες. Αμφιβάλλω αν έχει πάνω από διακόσια άτομα συγκεντρωμένα σε ένα μέρος. Οι Ταραμπονέζοι ή οι Ντομανοί, είτε οι μεν είτε οι δε, θα τους έκαναν μια μπουκιά, αν δεν πολεμούσαν μεταξύ τους».

«Ακόμα κι ένας ψεύτικος Δράκοντας», είπε ξερά ο Νάιαλ, «δεν αρκεί για να ξεχάσουν τα τετρακόσια χρόνια που τσακώνονται σχετικά με το σε ποιον ανήκει η Πεδιάδα Άλμοθ. Λες και έχει κανείς τους τη δύναμη να την κρατήσει». Η έκφραση του Κάριντιν δεν άλλαξε και ο Νάιαλ αναρωτήθηκε πώς κατάφερνε να διατηρεί τόση ηρεμία. Δεν θα μείνεις ήρεμος πολύ ακόμα, Ανακριτή.

«Δεν έχει σημασία, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Ο χειμώνας θα τους κλείσει όλους στα στρατόπεδά τους, με εξαίρεση κάποιες αραιές αψιμαχίες και επιδρομές. Όταν ο καιρός ζεστάνει αρκετά και επιτρέψει στα στρατεύματα να μετακινηθούν... Ο Μπόρνχαλντ πήρε μόνο τη μισή λεγεώνα του στο θάνατο, εκεί στο Τόμαν Χεντ. Με την άλλη μισή θα κυνηγήσω αυτό τον ψεύτικο Δράκοντα, μέχρι το δικό του θάνατο. Τα πτώματα δεν είναι επικίνδυνα για κανέναν».

«Κι αν βρεις μπροστά σου αυτό που φαίνεται να βρήκε ο Μπόρνχαλντ; Άες Σεντάι που διαβιβάζουν για να σκοτώσουν;»

«Η μαγεία τους δεν τις προστατεύει από βέλη, ή από ένα μαχαίρι στο σκοτάδι. Πεθαίνουν ευθύς αμέσως, σαν όλους τους άλλους». Ο Κάριντιν χαμογέλασε. «Σου υπόσχομαι, μέχρι το καλοκαίρι θα έχω πετύχει».

Ο Νάιαλ ένευσε. Τώρα ο άλλος ένιωθε σιγουριά μέσα του. Αν υπήρχαν επικίνδυνες ερωτήσεις, σίγουρα θα είχαν ακουστεί ως τώρα. Έπρεπε να θυμάσαι, Κάριντιν, ότι με θεωρούσαν έξοχο γνώστη τακτικών. «Γιατί», είπε ήρεμα, «δεν πήρες τις δικές σου δυνάμεις στο Φάλμε; Με τους Σκοτεινόφιλους στο Τόμαν Χεντ, με μια στρατιά τους να κρατά το Φάλμε, γιατί επιχείρησες να σταματήσεις τον Μπόρνχαλντ;»

Ο Κάριντιν ανοιγόκλεισε τα μάτια, αλλά η φωνή του έμεινε ατάραχη. «Στην αρχή ήταν μονάχα φήμες, Άρχοντα Μάγιστρέ μου. Φήμες τόσο εξωφρενικές, που κανένας δεν μπορούσε να τις πιστέψει. Όταν πια έμαθα την αλήθεια, ο Μπόρνχαλντ είχε εμπλακεί στη μάχη. Ήταν νεκρός και οι Σκοτεινόφιλοι είχαν σκορπίσει. Εκτός αυτού, η αποστολή μου ήταν να φέρω το Φως στην Πεδιάδα Άλμοθ. Δεν μπορούσα να αψηφήσω τις διαταγές μου για να κυνηγήσω φήμες».

«Η αποστολή σου;» είπε ο Νάιαλ, με φωνή που δυνάμωνε καθώς σηκωνόταν όρθιος. Ο Κάριντιν τον περνούσε ένα κεφάλι στο μπόι, αλλά έκανε ένα βήμα πίσω. «Η αποστολή σου; Η αποστολή σου ήταν να καταλάβεις την Πεδιάδα Άλμοθ! Έναν άδειο κουβά, που δεν τον κρατά κανείς παρά μόνο με λόγια και ισχυρισμούς και τον οποίο το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να τον γεμίσεις. Το έθνος του Άλμοθ θα ξαναζούσε και θα το κυβερνούσαν τα Τέκνα του Φωτός, δίχως να χρειάζεται να προφασίζεται υποταγή σε έναν ηλίθιο βασιλιά. Η Αμαδισία και το Άλμοθ θα ήταν σαν μια τανάλια που αρπάζει το Τάραμπον. Σε πέντε χρόνια θα κυριαρχούσαμε κι εκεί, όπως κι εδώ, στην Αμαδισία. Κι εσύ τα έκανες μούσκεμα!»

Επιτέλους, το χαμόγελο χάθηκε. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου», διαμαρτυρήθηκε ο Κάριντιν. «Πώς να προβλέψω αυτά που έγιναν; Ακόμα ένας ψεύτικος Δράκοντας. Το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, τελικά, άρχισαν τον πόλεμο, ύστερα από τόσα χρόνια που εκτόξευαν απειλές το ένα στο άλλο. Και οι Άες Σεντάι, τελικά, αποκάλυψαν τον πραγματικό τους εαυτό, ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια παραπλάνησης! Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν χάθηκαν όλα. Μπορώ να βρω και να σκοτώσω αυτό τον ψεύτικο Δράκοντα, πριν ενωθούν οι οπαδοί του. Και όταν αποδυναμωθούν οι Ταραμπονέζοι και οι Ντομανοί, θα τους σαρώσουμε από την πεδιάδα δίχως —»

«Όχι!» ξέσπασε ο Νάιαλ. «Τέλος τα σχέδιά σου, Κάριντιν. Μάλλον πρέπει να σε παραδώσω στους δικούς σου Ανακριτές, αυτή τη στιγμή. Ο Ανώτατος Εξεταστής δεν θα έφερνε αντίρρηση. Ανυπομονεί να βρει κάποιον να κατηγορήσει για ό,τι έγινε. Δεν θα παρέδιδε δικό του άνθρωπο, αλλά δεν νομίζω να δίσταζε, αν διάλεγα εσένα. Μερικές μέρες ανάκριση και θα ομολογούσες τα πάντα. Ακόμα και τον εαυτό σου θα κατηγορούσες για Σκοτεινόφιλο. Σε μια βδομάδα θα έσκυβες μπροστά στο τσεκούρι του δήμιου».

Στο μέτωπο του Κάριντιν γυάλιζε ιδρώτας. «Άρχοντα Μάγιστρέ μου...» Σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. «Ο Άρχοντας Μάγιστρος μου μοιάζει να λέει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος. Δεν έχει παρά να τον πει, εγώ ορκίστηκα υπακοή».

Τώρα, σκέφτηκε ο Νάιαλ. Τώρα θα ρίξουμε το ζάρι. Μια ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του, σαν να ήταν στη μάχη και να είχε συνειδητοποιήσει, ξαφνικά, πως όλοι οι άντρες σε ακτίνα εκατό βημάτων γύρω του ήταν του εχθρού. Οι Άρχοντες Διοικητές δεν αντίκριζαν το δήμιο, αλλά μερικοί είχαν πεθάνει ξαφνικά κι αναπάντεχα, τους είχαν θρηνήσει γοργά και είχαν αντικατασταθεί εξίσου γοργά από άλλους, με όχι τόσο επικίνδυνες ιδέες.

«Τέκνο Κάριντιν», είπε με σταθερή φωνή, «θα φροντίσεις να μην πεθάνει αυτός ο ψεύτικος Δράκοντας. Κι αν έρθουν Άες Σεντάι να του αντιταχθούν, αντί να τον υποστηρίξουν, θα χρησιμοποιήσεις τα “μαχαίρια στο σκοτάδι”».

Ο Εξεταστής έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Γρήγορα, όμως, ξανάρθε στα συγκαλά του και κοίταξε τον Νάιαλ εξεταστικά. «Να σκοτώσει κανείς Άες Σεντάι είναι καθήκον, αλλά... να αφήσει ψεύτικο Δράκοντα να τριγυρνά ελεύθερος; Αυτό... αυτό θα ήταν... προδοσία. Και βλασφημία».

Ο Νάιαλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε τα αθέατα μαχαίρια να περιμένουν στις σκιές. Αλλά τώρα είχε ξεκινήσει αυτό το δρόμο. «Δεν είναι προδοσία να κάνεις αυτό που πρέπει να γίνει. Και ακόμα και η βλασφημία μπορεί να γίνει ανεκτή, προς όφελος ενός σκοπού». Αυτές οι δύο φράσεις αρκούσαν για να τον σκοτώσουν. «Ξέρεις πώς κάνεις τους ανθρώπους να ενωθούν και να σε ακολουθήσουν, Κάριντιν; Ποιος είναι ο πιο γρήγορος τρόπος; Όχι; Αμόλησε στους δρόμους ένα λιοντάρι ― ένα λυσσασμένο λιοντάρι. Κι όταν ο πανικός κυριεύσει τους ανθρώπους, όταν τους κόψει τα γόνατα, πες τους ότι θα το αντιμετωπίσεις εσύ. Τότε, το σκοτώνεις και τους διατάζεις να κρεμάσουν το κουφάρι του ψηλά, για να το βλέπουν όλοι. Και πριν προλάβουν να σκεφτούν, τους δίνεις άλλη μια διαταγή και την υπακούν. Κι αν συνεχίσεις να διατάζεις, θα συνεχίσουν να υπακούν, διότι εσύ θα είσαι εκείνος που τους έσωσε κι άρα ποιος καλύτερος για να τους οδηγεί;»

Ο Κάριντιν κούνησε το κεφάλι αβέβαια. «Σκοπεύεις να τα... πάρεις όλα, Άρχοντα Μάγιστρέ μου; Όχι μόνο την Πεδιάδα Άλμοθ, αλλά και το Τάραμπον και το Άραντ Ντόμαν, επίσης;»

«Τι σκοπεύω το ξέρω εγώ. Εσύ θα υπακούς, όπως ορκίστηκες να κάνεις. Περιμένω να ακούσω ότι μαντατοφόροι έφυγαν για την πεδιάδα απόψε, πάνω σε γοργά άλογα. Είμαι βέβαιος ότι ξέρεις πώς να διατυπώσεις τις διαταγές, έτσι ώστε να μην υποψιαστεί κανείς αυτό που δεν πρέπει. Αν πρέπει να τα βάλεις με κάποιον, ας είναι οι Ταραμπονέζοι και οι Ντομανοί. Δεν θα ανεχτούμε να σκοτώσουν το λιοντάρι μου. Όχι, μα το Φως, θα τους αναγκάσουμε να συνάψουν ειρήνη μεταξύ τους».

«Όπως προστάζει ο Άρχοντας Μάγιστρος μου», είπε μελιστάλαχτα ο Κάριντιν. «Ακούω και υπακούω». Παραήταν μελιστάλαχτος.

Ο Νάιαλ χαμογέλασε παγερά. «Σε περίπτωση που ο όρκος σου δεν αντέχει πολλά, άκουσε κάτι. Αν αυτός ο ψεύτικος Δράκοντας πεθάνει πριν προστάξω το θάνατό του, ή αν τον πάρουν οι μάγισσες της Ταρ Βάλον, θα σε βρουν ένα πρωί με ένα εγχειρίδιο στην καρδιά. Και αν με βρει κάποιο... ατύχημα —ακόμα κι αν πεθάνω από γηρατειά― δεν θα βγάλεις το μήνα».

«Άρχοντα Μάγιστρέ μου, ορκίστηκα να υπακούω —»

«Πράγματι», τον διέκοψε ο Νάιαλ. «Μην το ξεχνάς. Πήγαινε κόρα!»

«Όπως διατάζει ο Άρχοντας Μάγιστρος μου». Αυτή τη φορά η φωνή του Κάριντιν δεν ήταν τόσο σταθερή.

Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον Εξεταστή. Ο Νάιαλ έτριψε τα χέρια του. Κρύωνε. Τα ζάρια στροβιλίζονταν και δεν μπορούσε να προβλέψει κανείς ποια σύμβολα θα έδειχναν όταν θα σταματούσαν. Πράγματι, ερχόταν η Τελευταία Μάχη. Όχι η Τάρμον Γκάι’ντον των θρύλων, στην οποία ο Σκοτεινός θα δραπέτευε και θα τον αντιμετώπιζε ο Ξαναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν βέβαιος πως δεν θα συνέβαινε αυτό. Οι Άες Σεντάι της Εποχής των Θρύλων μπορεί να είχαν ανοίξει μια τρύπα στη φυλακή του Σκοτεινού, στο Σάγιολ Γκουλ, αλλά ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας και οι Εκατό Σύντροφοί του την είχαν σφραγίσει ξανά. Η αντεπίθεση είχε μολύνει οριστικά το αρσενικό μισό της Αληθινής Πηγής και τους είχε τρελάνει, με αποτέλεσμα να αρχίσει το Τσάκισμα, αλλά ένας, μόνος του, από τους αρχαίους Άες Σεντάι μπορούσε να κάνει αυτό που σήμερα δεν μπορούσαν να κάνουν δέκα μάγισσες της Ταρ Βάλον. Οι σφραγίδες που είχαν κάνει θα άντεχαν.

Ο Πέντρον Νάιαλ ήταν άνθρωπος της ψυχρής λογικής και είχε αναλύσει πώς θα ερχόταν η Τάρμον Γκάι’ντον. Ορδές από θηριώδεις Τρόλοκ θα ξεχύνονταν από τη Μεγάλη Μάστιγα, όπως είχε γίνει και στους Πολέμους των Τρόλοκ πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, με Μυρντράαλ —Ημιανθρώπους― επικεφαλής, ίσως ακόμα και με μερικούς καινούριους ανθρώπους Άρχοντες του Δέους, από τους Σκοτεινόφιλους. Η ανθρωπότητα, διαιρεμένη σε έθνη που καυγάδιζαν μεταξύ τους, δεν θα μπορούσε να τους αντισταθεί. Αλλά ο Πέντρον Νάιαλ θα ένωνε την ανθρωπότητα, πίσω από τα λάβαρα των Τέκνων του Φωτός. Θα γεννιόνταν καινούριοι θρύλοι, που θα έλεγαν ότι ο Πέντρον Νάιαλ είχε πολεμήσει την Τάρμον Γκάι’ντον και είχε νικήσει.

«Στην αρχή», μουρμούρισε, «αμολάς ένα λυσσασμένο λιοντάρι στους δρόμους».

«Ένα λυσσασμένο λιοντάρι;»

Ο Νάιαλ στριφογύρισε επιτόπου, καθώς ένας κοκαλιάρης ανθρωπάκος με πελώρια μύτη, σαν ράμφος, έβγαινε πίσω από ένα κρεμασμένο λάβαρο. Για μια φευγαλέα στιγμή είδε από πίσω ένα κομμάτι του ξύλινου πλαισίου να κλείνει, πριν το λάβαρο πέσει ξανά στον τοίχο.

«Σου έδειξα αυτό το πέρασμα» Ορντήθ», ξέσπασε ο Νάιαλ, «για να μπορείς να έρχεσαι όταν σε καλώ, χωρίς να το μαθαίνει το μισό οχυρό ― όχι για να στήνεις αυτί στις προσωπικές συζητήσεις μου».

Ο Ορντήθ υποκλίθηκε υποταγμένα καθώς διέσχιζε το δωμάτιο. «Να στήσω αυτί, Μεγάλε Άρχοντα; Ποτέ δεν θα έκανα τέτοιο πράγμα. Μόλις είχα φτάσει και κατά λάθος άκουσα τα τελευταία λόγια σου. Τίποτα άλλο». Είχε ένα σχεδόν κοροϊδευτικό χαμόγελο, το οποίο, όμως, απ’ όσο ήξερε ο Νάιαλ, δεν χανόταν ποτέ από το πρόσωπό του, ακόμα κι όταν δεν είχε λόγο να πιστεύει ότι τον έβλεπε κάποιος.

Πριν από ένα μήνα, μέσα στο βαρύ χειμώνα, αυτός ο κοκαλιάρης ανθρωπάκος είχε φτάσει στην Αμαδισία κουρελής και μισοπαγωμένος και με κάποιον τρόπο είχε πείσει τους φρουρούς της ιεραρχίας κι είχε καταφέρει να φτάσει στον Πέντρον Νάιαλ. Έμοιαζε να ξέρει πράγματα για τα συμβάντα του Τόμαν Χεντ που δεν υπήρχαν στις ογκώδεις, αν και αόριστες, αναφορές του Κάριντιν, ούτε στην ιστορία του Μπάυαρ, ούτε και σε κάποια άλλη αναφορά ή φήμη που είχε φτάσει στα αυτιά του Νάιαλ. Το όνομά του, φυσικά, ήταν ψεύτικο. Στην Παλιά Γλώσσα, Ορντήθ σήμαινε γουόρμγουντ, αγριαψιθιά. Όταν, όμως, ο Νάιαλ τον ρώτησε ευθέως, αυτός είπε μόνο: «Κανείς άνθρωπος δεν ξέρει πλέον ποιοι ήμασταν και η ζωή είναι πικρή». Μα ήταν έξυπνος. Αυτός είχε βοηθήσει τον Νάιαλ να δει τα επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά που έβγαιναν από τα γεγονότα.

Ο Ορντήθ πλησίασε το τραπέζι και έπιασε μια ζωγραφιά. Καθώς ι ην ξετύλιγε, μόνο όσο χρειαζόταν για να δει το πρόσωπο του νεαρού, το χαμόγελό του πλάτυνε κι έγινε σχεδόν σαν γκριμάτσα.

Ο Νάιαλ ακόμα ήταν εκνευρισμένος που ο άλλος είχε έρθει απροσκάλεστος. «Βρίσκεις αστείο τον ψεύτικο Δράκοντα, Ορντήθ. Ή μήπως σε φοβίζει;»

«Ψεύτικος Δράκοντας;» είπε με απαλή φωνή ο Ορντήθ. «Ναι. Ναι, φυσικά, έτσι πρέπει να είναι. Τι άλλο θα ήταν;» Άφησε ένα ξερό, στριγκό γέλιο, που εκνεύρισε φοβερά τον Νάιαλ. Μερικές φορές, ο Νάιαλ πίστευε ότι ο Ορντήθ ήταν τουλάχιστον μισότρελος.

Μα είναι έξυπνος, είτε είναι τρελός, είτε όχι. «Τι εννοείς, Ορντήθ; Κάνεις σαν να τον ξέρεις».

Ο Ορντήθ τινάχτηκε, σαν να είχε ξεχάσει ότι ήταν εκεί και ο Μέγας Μάγιστρος. «Να τον ξέρω; Α, ναι, πώς δεν τον ξέρω. Το όνομά του είναι Ραντ αλ’Θορ. Κατάγεται από τους Δύο Ποταμούς, μια μακρινή περιοχή του Άντορ και είναι Σκοτεινόφιλος και τόσο βαθιά μέσα στη Σκιά που θα έτρεμε η ψυχή σου, αν ήξερες έστω και τη μισή αλήθεια».

«Δύο Ποταμοί», συλλογίστηκε ο Νάιαλ. «Κάποιος ανέφερε άλλον ένα Σκοτεινόφιλο από κει, άλλον ένα νεαρό. Τι παράξενο να έρχονται Σκοτεινόφιλοι από τέτοιο μέρος. Αλλά πραγματικά βρίσκονται παντού».

«Άλλος ένας, Μεγάλε Άρχοντα;» είπε ο Ορντήθ. «Από τους Δύο Ποταμούς; Μήπως ήταν ο Μάτριμ Κώθον ή ο Πέριν Αϋμπάρα; Είναι συνομήλικοι του και δεν υστερούν πολύ στην κακία».

«Το όνομά του ανέφεραν ότι είναι Πέριν», είπε ο Νάιαλ σμίγοντας τα φρύδια. «Τρεις είναι, είπες; Τίποτα δεν έρχεται από τους Δύο Ποταμούς, παρά μόνο μαλλί και ταμπάκ. Αμφιβάλλω αν υπάρχει άλλο κατοικημένο μέρος που να είναι πιο απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο».

«Σε μια πόλη, οι Σκοτεινόφιλοι πρέπει να κρύβουν τη φύση τους ως ένα βαθμό. Πρέπει να συναναστρέφονται με άλλους, με ξένους, που έρχονται από άλλα μέρη και φεύγουν για να πουν αλλού τι είδαν. Αλλά στα ήσυχα χωριά, τα αποκομμένα από τον κόσμο, όπου ελάχιστοι ξένοι πατούν πότε... Τι καλύτερο μέρος για να είναι όλοι Σκοτεινόφιλοι;»

«Πώς γίνεται να ξέρεις τα ονόματα τριών Σκοτεινόφιλων, Ορντήθ; Τριών Σκοτεινόφιλων από μια μακρινή εσχατιά; Φυλάς πολλά μυστικά, Γουόρμγουντ, και τραβάς από το μανίκι σου περισσότερες εκπλήξεις κι από βάρδο».

«Πώς μπορεί κάποιος άνθρωπος να πει όλα όσα ξέρει, Μεγάλε Άρχοντα», είπε μελιστάλαχτα ο ανθρωπάκος. «Θα ήταν σκέτη φλυαρία, μέχρι να φανούν χρήσιμα. Ένα θα σου πω, Μεγάλε Άρχοντα. Αυτός ο Ραντ αλ’Θορ, αυτός ο Δράκοντας, έχει βαθιές ρίζες στους Δύο Ποταμούς».

«Ψεύτικος Δράκοντας!» είπε αυστηρά ο Νάιαλ και ο άλλος υποκλίθηκε.

«Φυσικά, Μεγάλε Άρχοντα. Μπέρδεψα τη γλώσσα μου».

Ξαφνικά, ο Νάιαλ αντιλήφτηκε ότι το σχέδιο ήταν τσαλακωμένο και σχισμένο στα χέρια του Ορντήθ. Παρά το γεγονός ότι το πρόσωπο του ανθρωπάκου έδειχνε ήρεμο, με εξαίρεση το σαρκαστικό χαμόγελο, τα χέρια του έτρεμαν σπασμωδικά γύρω από την περγαμηνή.

«Σταμάτα!» τον διέταξε ο Νάιαλ. Άρπαξε τη ζωγραφιά από τον Ορντήθ και την ίσιωσε όσο μπορούσε. «Δεν έχω τόσες εικόνες αυτού του ανθρώπου, ώστε να μπορώ να τις πετάω». Ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφιάς είχε μουντζουρωθεί και ήταν σχισμένη στο σημείο που ήταν το στέρνο του νεαρού, αλλά κατά θαυματουργό τρόπο το πρόσωπο ήταν ανέγγιχτο.

«Συγχώρεσέ με, Μεγάλε Άρχοντα». Ο Ορντήθ υποκλίθηκε βαθιά, χωρίς το χαμόγελό του να σβήσει ούτε στιγμή. «Μισώ τους Σκοτεινόφιλους».

Ο Νάιαλ εξέτασε το ζωγραφισμένο με κιμωλία πρόσωπο. Ραντ αλ’Θορ, από τους Δύο Ποταμούς. «Μάλλον πρέπει να καταστρώσω σχέδια για τους Δύο Ποταμούς. Όταν λιώσουν τα χιόνια. Μάλλον».

«Όπως επιθυμεί ο Μεγάλος Άρχοντας», είπε ήρεμα ο Ορντήθ.


Καθώς ο Καρίντιν προχωρούσε στις αίθουσες του Φρουρίου, η γκριμάτσα στο πρόσωπό του έκανε τους άλλους να τον αποφεύγουν, αν και, βέβαια, ελάχιστοι επιζητούσαν την παρέα των Ανακριτών. Οι υπηρέτες, που έτρεχαν στις δουλειές τους, προσπαθούσαν να γίνουν ένα με τους πέτρινους τοίχους και ακόμα και άντρες με χρυσά διακριτικά στο λευκό μανδύα τους έστριβαν στους διαδρόμους όταν έβλεπαν το πρόσωπό του.

Άνοιξε με δύναμη την πόρτα των διαμερισμάτων του και τη βρόντηξε πίσω του, χωρίς να νιώθει τη συνηθισμένη ικανοποίηση από τα πυκνά χαλιά του Τάραμπον και του Δακρύου, με τα πλούσια κόκκινα, χρυσά και γαλάζια χρώματά τους, ή από τους λαξευμένους καθρέφτες του Ίλιαν, ή από τα χρυσοποίκιλτα στολίσματα του μακριού, περίτεχνα σμιλεμένου τραπεζιού στη μέση του δωματίου. Ένας δεξιοτέχνης από ίο Λάγκαρντ είχε δουλέψει σχεδόν ένα χρόνο γι’ αυτό. Τώρα, σχεδόν δεν το έβλεπε.

«Σάρμπον!» Αυτή τη φορά, η ορντινάντσα του δεν εμφανίστηκε. Κανονικά, έπρεπε να ετοιμάζει τα δωμάτια. «Που να σε κάψει το Φως, Σάρμπον, Πού είσαι;»

Έπιασε μια κίνηση με την άκρη του ματιού του και γύρισε, έτοιμος να περιλούσει τον Σάρμπον με τις κατάρες του. Οι κατάρες στέρεψαν όταν ένας Μυρντράαλ έκανε ένα βήμα προς το μέρος του, με τη λυγερή χάρη ερπετού.

Στη μορφή ήταν άνθρωπος, όχι μεγαλύτερος από το κανονικό, αλλά εκεί έπαυαν οι ομοιότητες. Νεκρικά μαύρα ρούχα και μανδύας, που σχεδόν έδειχναν να μη σαλεύουν όπως προχωρούσε, έκαναν το κάτασπρο δέρμα του να φαντάζει ακόμα πιο χλωμό. Και δεν είχε μάτια. Αυτό το ανόφθαλμο βλέμμα γέμιζε τον Κάριντιν φόβο, όπως είχε κάνει και σε χιλιάδες άλλους πριν.

«Τ...» Ο Κάριντιν έκλεισε το στόμα για να βρέξει τη γλώσσα του, για να προσπαθήσει να ξαναφέρει στη φωνή του την κανονική χροιά της, «Τι θέλεις εδώ;» Και πάλι η φωνή του ακουγόταν στριγκή.

Τα δίχως αίμα χείλη του Ημιανθρώπου στράβωσαν, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο. «Όπου υπάρχει σκιά» μπορώ να πάω». Η φωνή του ηχούσε σαν φίδι που σερνόταν σε ξερά φύλλα. «Θέλω να έχω το νου μου σε αυτούς που με υπηρετούν».

«Ύπηρ...»

Ήταν μάταια η προσπάθεια. Ο Κάριντιν απέστρεψε με κόπο το βλέμμα του από τη λεία επιφάνεια του χλωμού, άχρωμου προσώπου και γύρισε την πλάτη. Ένα ρίγος συντάραξε τη ραχοκοκαλιά του, έτσι που είχε την πλάτη του γυρισμένη σε ένα Μυρντράαλ. Όλα φαίνονταν καθαρά στον καθρέφτη, που βρισκόταν στον τοίχο μπροστά του. Όλα, εκτός από τον Ημιάνθρωπο. Ο Μυρντράαλ ήταν μια ασαφής θολούρα. Το θέαμα ήταν κάθε άλλο παρά καθησυχαστικό, αλλά ήταν καλύτερο από το να αντίκριζε εκείνο το βλέμμα. Ο Κάριντιν ξαναβρήκε λίγη δύναμη στη φωνή του.

«Υπηρετώ τον...» Σταμάτησε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πού βρισκόταν. Στην καρδιά του Φρουρίου του Φωτός. Ο ψίθυρος μιας φήμης για τα λόγια που ετοιμαζόταν να ξεστομίσει θα τον παρέδιδε στο Χέρι του Φωτός. Και το κατώτερο Τέκνο θα τον σκότωνε επιτόπου, αν τον άκουγε. Ήταν μόνος του, με εξαίρεση τον Μυρντράαλ και, ίσως, τον Σάρμπον ― πού είναι αυτός ο αναθεματισμένος; Θα ήταν καλό να είχε κάποιον για να μοιραστεί μαζί του το βλέμμα του Ημιανθρώπου, έστω κι αν θα έπρεπε μετά να τον ξεφορτωθεί ― αλλά, πάντως, χαμήλωσε τη φωνή του. «Υπηρετώ το Μεγάλο Άρχοντα του Σκότους, όπως κι εσύ. Και οι δύο τον υπηρετούμε».

«Αν προτιμάς να το βλέπεις έτσι». Ο Μυρντράαλ γέλασε κι ο ήχος έκανε τα κόκαλα του Κάριντιν να τρεμουλιάσουν. «Πάντως, θέλω να μάθω γιατί είσαι εδώ κι όχι στην Πεδιάδα Άλμοθ».

«Με... μου έστειλε διαταγή να έρθω ο Μέγας Μάγιστρος».

Ο Μυρντράαλ είπε με βραχνή φωνή: «Τα λόγια του Μάγιστρού σου δεν σημαίνουν τίποτα! Σε διέταξαν να βρεις τον άνθρωπο που λέγεται Ραντ αλ’Θορ και να τον σκοτώσεις. Πρώτο απ’ όλα έπρεπε να κάνεις αυτό. Πρώτο απ’ όλα! Γιατί δεν υπακούς;»

Ο Κάριντιν πήρε μια βαθιά ανάσα. Ένιωθε εκείνο το βλέμμα οι ην πλάτη του, σαν να ήταν λεπίδα μαχαιριού που του έγδερνε τη ραχοκοκαλιά. «Η κατάσταση... άλλαξε. Μερικά πράγματα δεν είναι στα χέρια μου, όπως πριν». Ένας τραχύς ήχος, σαν κάτι να γδερνόταν, τον έκανε να γυρίσει το κεφάλι.

Ο Μυρντράαλ έσερνε το χέρι του στην επιφάνεια του τραπεζιού δημιουργώντας λεπτές, στριφογυριστές λουρίδες ξύλου, που ξεκολλούσαν από τα νύχια του. «Τίποτα δεν άλλαξε, άνθρωπε. Απεμπόλησες τους όρκους σου στο Φως και πήρες καινούριους. Σε αυτούς τους όρκους θα υπακούσεις».

Ο Κάριντιν κοίταξε τις γρατσουνιές που είχαν πληγώσει το στιλβωμένο ξύλο και ξεροκατάπιε. «Δεν καταλαβαίνω. Γιατί ξαφνικά έχει τόση σημασία να σκοτωθεί; Νόμιζα ότι ο Μέγας Άρχοντας σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει».

«Με αμφισβητείς; Θα έπρεπε να σου βγάλω τη γλώσσα. Ο ρόλος σου δεν είναι να κάνεις ερωτήσεις, ή να κατανοείς τι συμβαίνει. Ο ρόλος σου είναι να υπακούς! Η υπακοή σου θα γίνει μάθημα για τα σκυλιά. Αυτό το κατάλαβες; Γονάτισε, σκυλί, και υπάκουσε στον αφέντη σου».

Ο θυμός ξεπήδησε ανάμεσα στο φόβο του και το χέρι του Κάριντιν ψηλάφισε το πλευρό του, αλλά το σπαθί δεν ήταν εκεί. Βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, όπου το είχε αφήσει πριν παρουσιαστεί στον Πέντρον Νάιαλ.

Ο Μυρντράαλ κινήθηκε γρηγορότερα κι από οχιά που εφορμούσε. Ο Κάριντιν άνοιξε το στόμα να ουρλιάξει όταν το χέρι του Ημιανθρώπου έσφιξε με συντριπτική δύναμη τον καρπό του· τα κόκαλα τρίφτηκαν μεταξύ τους και οι σουβλιές του πόνου ανηφόρισαν στο μπράτσο του. Το ουρλιαχτό δεν βγήκε από το στόμα του, όμως, επειδή το άλλο χέρι του Μυρντράαλ του έσφιξε το σαγόνι και του πίεσε το στόμα να κλείσει.

Οι φτέρνες του ανασηκώθηκαν και έπειτα ξεκόλλησαν από το πάτωμα κι οι μύτες των ποδιών του. Αφήνοντας ρόγχους και μουγκρητά, άρχισε να αιωρείται μέσα στη λαβή του Μυρντράαλ.

«Άκουσε με, άνθρωπε. Θα βρεις αυτό το νεαρό και θα τον σκοτώσεις το συντομότερο δυνατόν. Μη σου περάσει από το νου ότι θα μπορέσεις να προσποιηθείς. Υπάρχουν κι άλλα τέκνα σας, που θα μου το πουν αν παραμελήσεις το στόχο σου. Αλλά θα σου πω κάτι για να σε παροτρύνω. Αν αυτός εδώ ο Ραντ αλ’Θορ δεν έχει πεθάνει μέσα σε ένα μήνα, θα πάρω έναν του αίματός σου: γιο, κόρη, αδερφή, θείο. Δεν θα ξέρεις ποιος θα είναι, μέχρι τη στιγμή που ο επιλεγμένος θα πεθάνει ουρλιάζοντας. Αν ζήσει άλλον ένα μήνα, θα πάρω και δεύτερο. Ύστερα τρίτο, τέταρτο. Τέλος, αν ο Ραντ αλ’Θορ ζει ακόμα και από την οικογένειά σου δεν έχει μείνει κανένας ζωντανός, εκτός από σένα, θα σε πάω στο ίδιο το Σάγιολ Γκουλ», Χαμογέλασε. «Ο θάνατός σου θα διαρκέσει χρόνια, άνθρωπε. Με καταλαβαίνεις τώρα;»

Ο Κάριντιν άφησε έναν ήχο, που ήταν ο μισός ουρλιαχτό, ο μισός κλαψούρισμα. Του φαινόταν ότι ο λαιμός του θα έσπαγε.

Με ένα γρύλισμα, ο Μυρντράαλ τον εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη του δωματίου. Ο Κάριντιν βρόντηξε στον απέναντι τοίχο και έπεσε στο χαλί ζαλισμένος. Όπως κείτονταν μπρούμυτα, πάσχιζε να ανασάνει.

«Με καταλαβαίνεις, άνθρωπε;»

«Α... ακούω κι υπακούω», κατάφερε να πει ο Κάριντιν, κολλημένος στο χαλί. Δεν υπήρξε απάντηση.

Γύρισε το κεφάλι, κάνοντας ένα μορφασμό από τον πόνο στο σβέρκο του. Το δωμάτιο ήταν άδειο. Οι Ημιάνθρωποι ίππευαν τις σκιές σαν να ήταν άλογα, έτσι έλεγαν οι θρύλοι, και όταν γυρνούσαν στο πλάι, εξαφανίζονταν. Κανένας τοίχος δεν τους σταματούσε. Ο Κάριντιν ήθελε να βάλει τα κλάματα. Σηκώθηκε, βλαστημώντας τη σουβλιά του πόνου στον καρπό του.

Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα ο Σάρμπον, ένας παχουλός ανθρωπάκος με ένα καλάθι στην αγκαλιά. Στάθηκε και κοίταξε τον Κάριντιν. «Αφέντη, είσαι καλά; Συγχώρα με που δεν ήμουν εδώ, αφέντη, αλλά πήγα να σου αγοράσω φρούτα —»

Με το καλό του χέρι, ο Κάριντιν χτύπησε το καλάθι στα χέρια του Σάρμπον, σκορπίζοντας τα μαραμένα χειμωνιάτικα μήλα στα χαλιά και του άστραψε μια ανάποδη καταπρόσωπο.

«Συγχώρα με, αφέντη»» ψιθύρισε ο Σάρμπον.

«Φέρε μου χαρτί, πένα και μελάνι», βρυχήθηκε ο Κάριντιν. «Βιάσου, ανόητε! Πρέπει να στείλω διαταγές». Μα τι διαταγές; Τι; Καθώς ο Σάρμπον έτρεχε να υπακούσει, ο Κάριντιν κοίταξε τις χαρακιές στο τραπέζι και ανατρίχιασε.

Загрузка...