Ακόμα και καθώς επέστρεφε στην Έσω Πόλη, ο Ματ ήταν κάθε άλλο παρά βέβαιος ότι θα πετύχαινε αυτό που σκόπευε να κάνει. Θα πετύχαινε, αν του τα είχαν πει σωστά, αλλά ακριβώς γι’ αυτό αμφέβαλλε. Απέφυγε την ωοειδή πλατεία μπροστά από το Παλάτι, αλλά περιπλανήθηκε στο πλάι του τεράστιου κτιρίου και του περιβόλου του, σε δρόμους που καμπύλωναν, ανάλογα με τη διαμόρφωση των λόφων. Οι χρυσοί θόλοι του Παλατιού λαμπύριζαν, κοροϊδευτικά απόμακροι. Είχε κάνει σχεδόν όλο το γύρο και πλησίαζε πάλι την πλατεία, όταν το είδε. Ήταν μια απότομη πλαγιά, σκεπασμένη με λουλούδια, που υψωνόταν από το δρόμο και τελείωνε σε έναν άσπρο τοίχο από τραχιά πέτρα. Αρκετά κλαριά, γεμάτα φύλλα, ξεπρόβαλλαν πάνω από τον τοίχο και ο Ματ είδε κι άλλες κορυφές δέντρων παραπέρα, σε έναν κήπο του Βασιλικού Παλατιού.
Ένας τοίχος φτιαγμένος έτσι που να μοιάζει με γκρεμό, σκέφτηκε, κι ένας κήπος από την άλλη μεριά. Ίσως ο Ραντ έλεγε την αλήθεια.
Μια αδιάφορη ματιά δεξιά κι αριστερά του έδειξε ότι, προς το παρόν, είχε το φιδογυριστό δρόμο στη διάθεσή του. Έπρεπε να βιαστεί· οι στροφές δεν του επέτρεπαν να βλέπει μακριά· ανά πάσα στιγμή, μπορεί να ερχόταν κάποιος. Ανηφόρισε την πλαγιά στα τέσσερα, αδιαφορώντας για τις τρύπες που άνοιγαν οι μπότες του στα παρτέρια των κόκκινων και των άσπρων λουλουδιών. Η τραχιά πέτρα του τοίχου πρόσφερε αρκετά στηρίγματα για τα δάχτυλά του, ενώ οι πτυχές και οι προεξοχές σχημάτιζαν μικρά σκαλοπάτια, που μπορούσες να πατήσεις ακόμα και με μπότες.
Απρόσεκτο εκ μέρους τους να το κάνουν τόσο εύκολο, σκέφτηκε όπως σκαρφάλωνε. Για μια στιγμή, το σκαρφάλωμα τον πήγε πίσω, στην πατρίδα του, με τον Ραντ και τον Πέριν, σε ένα ταξίδι που είχαν κάνει πέρα από τους Λόφους της Άμμου, στα σύνορα με τα Όρη της Ομίχλης. Όταν επέστρεψαν, τους περίμενε η μανία όλου του χωριού ― και περισσότερο για τον ίδιο, επειδή όλοι υπέθεταν ότι ήταν δική του ιδέα. Αλλά τρεις μέρες σκαρφάλωναν σε απόκρημνες πλαγιές και κοιμούνταν κάτω από τον ουρανό· έτρωγαν αυγά, που τα είχαν κλέψει από φωλιές κοκκινόλειρων, παχουλές γκρίζες χήνες, που είχαν πετύχει με βέλος ή με πέτρα από σφεντόνα, λαγούς που είχαν πιάσει με δόκανα· και συνεχώς έλεγαν, γελώντας, ότι δεν φοβούνταν την κακοτυχία που έφερναν τα βουνά και ότι μπορεί να έβρισκαν θησαυρό. Ο Ματ, από εκείνη την αποστολή είχε φέρει στο σπίτι έναν παράξενο βράχο, που με κάποιον τρόπο είχε αποτυπωμένο πάνω του το κεφάλι ενός μεγάλου ψαριού, ένα μακρύ, άσπρο φτερό, που είχε πέσει από ένα χιοναετό, καθώς και μια άσπρη πέτρα, μεγάλη σαν τον καρπό του, που έμοιαζε να έχει σμιλευτεί σε σχήμα ανθρώπινου αυτιού. Του φαινόταν ότι έμοιαζε με αυτί, παρ’ όλο που ο Ραντ και ο Πέριν διαφωνούσαν και ο Ταμ αλ’Θορ είχε πει ότι μπορεί να έμοιαζε.
Τα δάχτυλά του δεν πιάστηκαν καλά από ένα ρηχό αυλάκι, έχασε την ισορροπία του και το αριστερό του πόδι γλίστρησε. Με μια κοφτή κραυγή, μόλις που κατόρθωσε να πιαστεί από την κορυφή του τοίχου και μετά ανέβηκε πάνω, κυρίως με τη δύναμη των χεριών του. Για μια στιγμή στάθηκε εκεί βαριανασαίνοντας. Η πτώση δεν θα ήταν μεγάλη, αλλά έφτανε για να σπάσει το κεφάλι του. Τι βλάκας, που άφησα το νου μου να περιπλανιέται έτσι. Με τον έδιο τρόπο θα σκοτωνόμουν και σε εκείνους τους γκρεμούς τότε. Όλα αυτά, όμως, έγιναν πριν από πολύ καιρό. Η μητέρα του μάλλον θα τα είχε κιόλας πετάξει όλα εκείνα. Έριξε μια τελευταία ματιά γύρω του, για να βεβαιωθεί ότι δεν τον είχε δει κανείς —το καμπύλο τμήμα του δρόμου κάτω του ήταν ακόμα άδειο― και πήδηξε στον περίβολο του Παλατιού.
Ήταν ένας μεγάλος κήπος με πλακόστρωτους διάδρομους, που περνούσαν από πλατιές εκτάσεις με γρασίδι ανάμεσα στα δέντρα, καθώς και με πυκνές κληματαριές πάνω από τα δρομάκια. Και άνθη παντού. Άσπρα μπουμπούκια έπνιγαν τις αχλαδιές κι άλλα γέμιζαν με άσπρο και ροζ τις μηλιές. Υπήρχαν τριαντάφυλλα κάθε χρώματος, λαμπερές χρυσαφιές ηλιοφωτιές και λουλακιές Δόξες του Έμοντ, καθώς και πολλά άλλα, που δεν τα αναγνώριζε. Για μερικά, δεν ήταν βέβαιος ότι μπορούσαν να είναι αληθινά. Ένα είχε παράξενα μπουμπούκια, με άλικο και χρυσαφί χρώμα, που έμοιαζαν με πουλιά κι ένα άλλο ήταν ολόιδιο με ηλιοτρόπιο, με εξαίρεση ότι τα κίτρινα άνθη του είχαν πλάτος πάνω από μισό μέτρο και στέκονταν σε βλαστούς ψηλούς όσο ένας Ογκιρανός.
Ακούστηκαν μπότες να τρίζουν στις πλάκες και ο Ματ ζάρωσε πίσω από ένα θάμνο δίπλα στον τοίχο, καθώς περνούσαν δύο φύλακες με μακριούς, άσπρους γιακάδες, που κρέμονταν πάνω από τους θώρακες τους. Δεν έριξαν ούτε μια ματιά προς το μέρος του κι αυτός χαμογέλασε στον εαυτό του. Τύχη. Με λίγη τύχη, δεν θα με δουν μέχρι να δώσω το παλιογράμμα στη Μοργκέις.
Γλίστρησε στον κήπο σαν σκιά, σαν να κυνηγούσε λαγούς, μαρμαρώνοντας πλάι σε θάμνους, ή κολλώντας σε κορμούς δέντρων όταν άκουγε μπότες. Από τα μονοπάτια πέρασαν ακόμα δύο ζευγάρια φύλακες και το δεύτερο ήταν τόσο κοντά του, που δυο βήματα αν είχε κάνει, θα πλησίαζε αρκετά για να τους τσιμπήσει. Όταν χάθηκαν κι αυτοί ανάμεσα, στα άνθη και τα δέντρα, έκοψε ένα λουλούδι, μια βαθυκόκκινη αστρολάμψη με κυματιστά πέταλα και το έβαλε στα μαλλιά του χαμογελώντας. Ήταν τόσο διασκεδαστικό, σαν να έκλεβε μηλοπιτάκια τη Μέρα του Ήλιου και πολύ πιο εύκολο. Οι γυναίκες πάντα είχαν το νου τους σε αυτό που έψηναν οι ανόητοι στρατιώτες δεν έπαιρναν το βλέμμα από τις πλάκες.
Δεν άργησε να βρεθεί στον άσπρο τοίχο του κανονικού κτιρίου του Παλατιού και προχώρησε κατά μήκος του, πίσω από μια σειρά από ολάνθιστες, κατάλευκες τριανταφυλλιές σε γερτές κρεβατίνες, ψάχνοντας να βρει πόρτα. Υπήρχαν πολλά πλατιά, αψιδωτά παράθυρα λίγο πιο ψηλά από το κεφάλι του, αλλά του φαινόταν κάπως πιο δύσκολο να δώσει εξηγήσεις, αν τον έπιαναν να μπαίνει από παράθυρο, παρά περπατώντας στο διάδρομο. Τότε φάνηκαν δυο στρατιώτες ακόμα και πάγωσε· θα περνούσαν τρία βήματα πιο πέρα. Από το παράθυρο πάνω από το κεφάλι του ακούγονταν φωνές, δύο αντρών, αρκετά δυνατά για να μπορεί να διακρίνει τι έλεγαν.
«― κατευθύνονται προς το Δάκρυ, Μέγα Αφέντη». Ο άντρας μιλούσε σε έναν τόνο φοβισμένο, δουλοπρεπή.
«Ας του χαλάσουν τα σχέδια, αν μπορούν». Η άλλη φωνή ήταν πιο βαθιά και πιο δυνατή, ανθρώπου που ήταν μαθημένος να προστάζει. «Καλά να πάθει, αν τρία ανεκπαίδευτα κοριτσόπουλα του βάλουν τρικλοποδιά. Ανέκαθεν ήταν ανόητος και είναι ακόμα. Υπάρχουν νέα για το αγόρι; Είναι εκείνος που δύναται να μας καταστρέψει όλους».
«Όχι, Μέγα Αφέντη. Εξαφανίστηκε. Αλλά, Μέγα Αφέντη, ένα από τα κορίτσια είναι η θυγατέρα της Μοργκέις».
Ο Ματ τινάχτηκε και ύστερα συγκρατήθηκε. Οι στρατιώτες πλησίαζαν κι άλλο· απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχαν δει την έκπληκτη έκφρασή του μέσα από τα πυκνά βλαστάρια των τριανταφυλλιών. Φευγάτε, βλάκες! Προσπεράστε με, για να δω ποιος είναι αυτός, που να πάρει! Είχε χάσει ένα μέρος της συνομιλίας.
«― ήταν υπερβολικά ανυπόμονος από τότε που ανέκτησε την ελευθερία του», έλεγε η βαθιά φωνή. «Ποτέ δεν συνειδητοποίησε ότι τα καλύτερα σχέδια θέλουν χρόνο για να ωριμάσουν. Θέλει τον κόσμο σε μια μέρα και επίσης το Καλαντόρ. Να τον πάρει ο Μέγας Άρχοντας! Ίσως αρπάξει την κοπέλα και προσπαθήσει να τη χρησιμοποιήσει με κάποιον τρόπο. Και ίσως αυτό δυσχεράνει τα δικά μου σχέδια».
«Ό,τι πεις, Μέγα Αφέντη. Να διατάξω να τη φέρουν από το Δάκρυ;»
«Όχι. Ο ανόητος θα το θεωρούσε άλλη μια κίνηση εναντίον του, αν το μάθαινε. Και ποιος μπορεί να πει τι άραγε να παρακολουθεί, εκτός από το σπαθί; Φρόντισε να πεθάνει χωρίς πολλή φασαρία, Κομάρ. Φρόντισε ο θάνατός της να μην προσελκύσει την παραμικρή προσοχή». Το γέλιο του ήταν ένα επιβλητικό μπουμπουνητό. «Εκείνα τα αδαή γύναια, στον Πύργο τους, θα δυσκολευτούν να την παρουσιάσουν έπειτα από αυτή την εξαφάνιση. Ίσως αυτό να είναι το καλύτερο. Ας γίνει γρήγορα. Γρήγορα, πριν προλάβει να την πάρει αυτός».
Οι δύο στρατιώτες ήταν σχεδόν δίπλα του· ο Ματ προσπάθησε με τη δύναμη της θέλησης του να κάνει τα πόδια τους να προχωρήσουν πιο γρήγορα.
«Μέγα Αφέντη», είπε αβέβαια ο άλλος άντρας, «αυτό ίσως να είναι δύσκολο. Ξέρουμε ότι οδεύει προς το Δάκρυ, μα το πλοίο με το οποίο ταξίδευε βρέθηκε στο Αρινγκίλ και οι τρεις τους το είχαν εγκαταλείψει νωρίτερα. Δεν ξέρουμε αν έχει πάρει άλλο πλοίο, ή αν πηγαίνει με άλογο προς το νότο. Και ίσως να μην είναι εύκολο να τη βρούμε από τη στιγμή που θα φτάσει στο Δάκρυ, Μέγα Αφέντη. Ίσως, αν εσύ —»
«Μόνο ανόητοι υπάρχουν τώρα στον κόσμο;» είπε τραχιά η βαθιά φωνή. «Λες να μπορούσα να πάω στο Δάκρυ δίχως να το μάθει αυτός; Δεν σκοπεύω να τον πολεμήσω ακόμη. Φέρε μου το κεφάλι του κοριτσιού, Κομάρ, Φέρε μου τα κεφάλια και των τριών τους, αλλιώς θα προσεύχεσαι να πάρω το δικό σου!»
«Μάλιστα, Μέγα Αφέντη. Θα γίνει όπως λες. Μάλιστα. Μάλιστα».
Οι στρατιώτες πέρασαν, χωρίς να κοιτάζουν ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Ο Ματ περίμενε μόνο να τον προσπεράσουν οι πλάτες τους και μετά πήδηξε για να πιαστεί από το πλατύ, πέτρινο πεζούλι και να τραβηχτεί ψηλά, για να δει από το παράθυρο.
Με την άκρη του ματιού του μόνο πρόσεξε το κροσσωτό Ταραμπονέζικο χαλί στο πάτωμα, που άξιζε ένα χοντρό πουγκί ασήμι. Μια πλατιά, σκαλισμένη πόρτα έκλεινε. Ένας ψηλός άντρας, με σκουρογάλανα μάτια, μεγάλους ώμους και πλατύ στέρνο, το οποίο έκανε το πράσινο μετάξι του ασημοκέντητου σακακιού του να τσιτώνει πάνω του, κοίταζε την πόρτα. Το μαύρο γένι του ήταν κοντοκομμένο με είχε μια λευκή πινελιά πάνω από το σαγόνι του. Έμοιαζε σκληροτράχηλος, άντρας μαθημένος να δίνει διαταγές.
«Μάλιστα, Μέγα Αφέντη», είπε ξαφνικά και ο Ματ παραλίγο να πέσει από το περβάζι. Νόμιζε ότι αυτός ήταν ο άντρας με τη βαθιά φωνή, αλλά ήταν εκείνος με την παρακαλετή φωνή. Τώρα δεν ήταν παρακαλετή. «Όπως το λες θα γίνει, Μέγα Άρχοντα», είπε ο άντρας πικρά. «Εγώ ο ίδιος θα βρω τις τρεις κούκλες και θα πάρω τα κεφάλια τους. Αρκεί να τις βρω!» Βγήκε από την πόρτα με μεγάλες δρασκελιές και ο Ματ κατέβηκε από το παράθυρο.
Για μια στιγμή, έμεινε εκεί ζαρωμένος, πίσω από τις κρεβατίνες. Κάποιος στο Παλάτι ήθελε την Ηλαίην νεκρή και είχε περιλάβει σ’ αυτή την αποστολή την Εγκουέν και τη Νυνάβε, έτσι για συμπλήρωμα. Τι στο Φως θέλουν και πάνε στο Δάκρυ; Πρέπει να ήταν αυτές.
Έβγαλε την επιστολή της Κόρης-Διαδόχου από τη φόδρα του σακακιού του και το κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Με το γράμμα στο χέρι του, ίσως η Μοργκέις να τον πίστευε. Μπορούσε να περιγράψει τον έναν από τους δύο άντρες. Αλλά δεν ήταν πια ώρα για να κρύβεται· ο ψηλός θα έφευγε για το Δάκρυ, πριν ο Ματ βρει τη Μοργκέις και ό,τι κι αν έκανε αυτή τότε, δεν ήταν βέβαιο ότι θα κατάφερνε να τον σταματήσει.
Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα και στριμώχτηκε ανάμεσα σε δύο κρεβατίνες, με αποτέλεσμα να τον τσιμπήσουν και να τον γδάρουν τα αγκάθια των τριανταφυλλιών και βγήκε στο πλακόστρωτο δρομάκι που είχαν πάρει οι στρατιώτες. Κρατούσε μπροστά του το γράμμα της Ηλαίην, έτσι ώστε να είναι ολοφάνερη η σφραγίδα με το χρυσό κρίνο και ανέτρεξε με το νου του σε αυτά που σκόπευε να πει. Όσο τριγυρνούσε κρυφά, οι φρουροί πετάγονταν γύρω του σαν μανιτάρια μετά τη βροχή. Τώρα, όμως, διέσχισε σχεδόν ολόκληρο τον κήπο, χωρίς να δει ούτε έναν. Πέρασε αρκετές πόρτες. Θα ήταν κακό αν έμπαινε στο Παλάτι δίχως άδεια —οι Φρουροί ίσως πρώτα να του έκαναν μερικά δυσάρεστα πράγματα και μετά να κάθονταν να τον ακούσουν― αλλά είχε αρχίσει να σκέφτεται μήπως έπρεπε να δοκιμάσει να μπει, όταν μια πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας νεαρός αξιωματικός, δίχως κράνος, με ένα χρυσό κόμπο στον ώμο.
Το χέρι του αξιωματικού πήγε κατευθείαν στη λαβή του σπαθιού του και είχε ήδη ξεθηκαρώσει το μισό, όταν ο Ματ του έδειξε το γράμμα. «Η Ηλαίην, η Κόρη-Διάδοχος, στέλνει αυτή την επιστολή στη μητέρα της, τη Βασίλισσα Μοργκέις, λοχαγέ». Κρατούσε το γράμμα έτσι ώστε να φαίνεται ολοκάθαρα η σφραγίδα με το κρίνο.
Το μαύρο βλέμμα του αξιωματικού πετάρισε, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά από τον Ματ, σαν να έψαχνε για άλλους, χωρίς να αφήσει, όμως, στην ουσία τον Ματ από την εμβέλειά του. «Πώς βρέθηκες σε αυτό τον κήπο;» Δεν τράβηξε πιο πολύ το σπαθί του, αλλά και δεν το θηκάρωσε. «Στην κεντρική πύλη είναι ο Έλμπερ. Είναι βλάκας, αλλά δεν θα άφηνε κανέναν να περιπλανιέται αδέσποτος στο Παλάτι».
«Ένας χοντρός με ποντικίσια μάτια;» Ο Ματ καταράστηκε τη γλώσσα του, αλλά ο αξιωματικός κατένευσε ελαφρά· σχεδόν χαμογέλασε, επίσης, αλλά δεν έχασε το άγρυπνο βλέμμα του και τις υποψίες του. «Θύμωσε πολύ όταν έμαθε ότι έρχομαι από την Ταρ Βάλον και δεν με άφησε καν να δείξω το γράμμα, ή να αναφέρω το όνομα της Κόρης-Διαδόχου. Είπε ότι θα με συλλάμβανε αν δεν έφευγα κι έτσι σκαρφάλωσα τον τοίχο. Βλέπεις, λοχαγέ, υποσχέθηκα να το παραδώσω στην ίδια τη Βασίλισσα Μοργκέις. Το υποσχέθηκα και πάντα κρατώ τις υποσχέσεις μου. Βλέπεις τη σφραγίδα;»
«Πάλι αυτός ο άτιμος ο τοίχος του κήπου», μουρμούρισε ο αξιωματικός. «Έπρεπε να τον κάνουν τριπλό στο ύψος». Κοίταξε τον Ματ. «Φρουρός-υπολοχαγός, όχι λοχαγός. Είμαι ο Φρουρός― υπολοχαγός Τάλανβορ. Αναγνωρίζω τη σφραγίδα της Κόρης-Διαδόχου». Το σπαθί του, τελικά, γλίστρησε ολόκληρο στο θηκάρι. Άπλωσε το χέρι· όχι το χέρι με το οποίο είχε πιάσει το σπαθί. «Δώσε μου το γράμμα και θα το πάω στη Βασίλισσα. Αφού σε συνοδεύσω έξω. Υπάρχουν άλλοι, που δεν θα ήταν τόσο ευγενικοί βρίσκοντάς σε να βολτάρεις ελεύθερα».
«Υποσχέθηκα να το παραδώσω εγώ ο ίδιος στα χέρια της», είπε ο Ματ. Φως μου, δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι μπορεί να μη με αφήσουν να της το δώσω. «Το υποσχέθηκα. Στην Κόρη-Διάδοχο».
Ο Ματ σχεδόν δεν κατάλαβε ότι το χέρι του Τάλανβορ είχε κουνηθεί, πριν νιώσει το σπαθί του αξιωματικού να ακουμπά στο λαιμό του. «Θα σε πάω στη Βασίλισσα, χωρικέ», είπε μαλακά ο Τάλανβορ. «Μάθε, όμως, ότι μπορώ να σου κόψω το κεφάλι πριν προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια, αν σου περάσει από το νου να τη βλάψεις».
Ο Ματ φόρεσε το καλύτερο χαμόγελό του. Ένιωθε κάπως υγρή αυτή την ελαφρώς κυρτή λεπίδα στο λαιμό του. «Είμαι νομιμόφρων Αντορανός», είπε, «και πιστός υπήκοος της Βασίλισσας, που το Φως να την οδηγεί. Και, μάλιστα, αν ήμουν εδώ το χειμώνα, σίγουρα θα είχα ακολουθήσει τον Άρχοντα Γκάεμπριλ».
Ο Τάλανβορ τον κοίταξε σφίγγοντας τα χείλη και, τελικά, τράβηξε το σπαθί του. Ο Ματ ξεροκατάπιε και αντιστάθηκε στην επιθυμία να αγγίξει το λαιμό του, για να δει αν είχε κοπεί.
«Βγάλε το λουλούδι από τα μαλλιά» είπε ο Τάλανβορ, καθώς έβαζε τη λεπίδα στη θήκη. «Τι νομίζεις, για κόρτε ήρθες εδώ;»
Ο Ματ άρπαξε την αστρολάμψη από τα μαλλιά του και ακολούθησε τον αξιωματικό. Παλιοβλάκα, τι θες και βάζεις λουλούδι στα μαλλιά. Τώρα, πρέπει να σταματήσω να παίζω τον ανόητο.
Για την ακρίβεια, δεν ακολουθούσε τον αξιωματικό, επειδή ο Τάλανβορ δεν τον έχανε από τα μάτια του καθώς τον οδηγούσε. Το αποτέλεσμα ήταν μια παράξενη πομπή, με τον αξιωματικό μπροστά του και στο πλάι, αλλά μισογυρισμένο, σε περίπτωση που ο Ματ πήγαινε να κάνει τίποτα. Από την πλευρά του, ο Ματ προσπαθούσε να δείχνει αθώος, σαν μωράκι που πλατσουρίζει στο μπάνιο του.
Τα πολύχρωμα υφαντά στους τοίχους είχαν αποφέρει πολύ ασήμι στις υφάντρες που τα είχαν φτιάξει, το ίδιο και τα μικρά χαλιά στα λευκά πλακάκια του δαπέδου, ακόμα κι εδώ έξω, στους προθαλάμους. Έβλεπες παντού χρυσάφι και ασήμι, σε πιάτα και δίσκους, σε γαβάθες και κούπες, σε σεντούκια και κοντά ντουλάπια από γυαλισμένο ξύλο, που ανταγωνίζονταν σε πολυτέλεια ό,τι είχε δει στον Πύργο. Παντού πηγαινοέρχονταν υπηρέτες, φορώντας κόκκινες λιβρέες με άσπρα πέτα και το Άσπρο Λιοντάρι του Άντορ στο στέρνο. Ο Ματ έπιασε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν της Μοργκέις της άρεσε να παίζει ζάρια. Τι ανόητη σκέψη. Οι βασίλισσες δεν παίζουν ζάρια. Αλλά, όταν της δώσω αυτό το γράμμα και της πω ότι κάποιος στο παλάτι της θέλει να σκοτώσει την Ηλαίην, πάω στοίχημα ότι θα μου χαρίσει ένα χοντρό πουγκί. Επέτρεψε στον εαυτό του να απολαύσει τη φαντασίωση ότι τον έκαναν άρχοντα· δεν μπορεί, κάποια τέτοια ανταμοιβή θα περίμενε τον άνθρωπο που θα ξεσκέπαζε τη συνωμοσία για τη δολοφονία της Κόρης-Διαδόχου.
Ο Τάλανβορ τον οδηγούσε μέσα από τόσους διαδρόμους και σάλες, που ο Ματ είχε αρχίσει να αναρωτιέται αν θα έβρισκε την έξοδο δίχως βοήθεια, όταν ξαφνικά μια αυλή φάνηκε να έχει πολύ κόσμο μέσα κι όχι μόνο υπηρέτες. Την περιέβαλλε μια κιονοστοιχία, με μια στρογγυλή λιμνούλα στη μέση με άσπρα και κίτρινα ψαράκια, που κολυμπούσαν κάτω από κρίνα και λευκά νούφαρα. Είδε άντρες με πολύχρωμα σακάκια, κεντημένα με ασήμια και χρυσάφια, καθώς και γυναίκες με φαρδιά φορέματα ακόμα πιο περίτεχνα δουλεμένα, που στέκονταν μπροστά σε μια γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά, η οποία καθόταν στο πεζούλι της λιμνούλας κουνώντας τα ακροδάχτυλά της στο νερό και κοιτάζοντας θλιμμένα τα ψάρια, που πλησίαζαν τα δάχτυλα της ελπίζοντας να βρουν τροφή. Ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό στόλιζε το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της. Ένας ψηλός, μελαψός άντρας στεκόταν δίπλα της, φορώντας ένα σακάκι του οποίου το κόκκινο μετάξι ήταν σχεδόν κρυμμένο κάτω από τα χρυσά φύλλα και τα σχέδια που ήταν ραμμένα πάνω του, αλλά το βλέμμα του Ματ αιχμαλωτίστηκε από τη γυναίκα.
Δεν χρειαζόταν να δει το στεφάνι από τα λεπτοπλεγμένα χρυσά τριαντάφυλλα στα μαλλιά της, ούτε το κόκκινο επιτραχήλιο, που κρεμόταν λοξά πάνω από το λευκό φόρεμα με τα Λιοντάρια του Άντορ κεντημένα στο κόκκινο ύφασμα, για να καταλάβει ότι τα μάτια του αντίκριζαν τη Μοργκέις, την ελέω Φωτός Βασίλισσα του Άντορ, Προστάτιδα του Βασιλείου, Υπερασπίστρια του Λαού, Ανώτατη Έδρα του Οίκου Τράκαντ. Είχε το πρόσωπο και την ομορφιά της Ηλαίην, αλλά ήταν αυτό που θα γινόταν η Ηλαίην όταν ωρίμαζε. Όλες οι άλλες γυναίκες της αυλής χάνονταν από το προσκήνιο, από τη λάμψη και μόνο της παρουσίας της.
Θα χόρευα ένα τζιγκ μαζί της, θα της έκλεβα κι ένα φιλί στο φεγγαρόφωτο, όσο μεγάλη κι αν είναι. Τινάχτηκε. Μην ξεχνάς ποια είναι!
Ο Τάλανβορ έπεσε στο ένα γόνατο, με τη γροθιά να ακουμπά τη λευκή πέτρα της αυλής. «Βασίλισσά μου, φέρνω έναν αγγελιοφόρο, που μεταφέρει μια επιστολή από την Αρχόντισσα Ηλαίην».
Ο Ματ κοίταξε τη στάση του αξιωματικού και αρκέστηκε να υποκλιθεί βαθιά. «Από την Κόρη-Διάδοχο... ε... Βασίλισσά μου». Έτεινε το χέρι με το γράμμα καθώς υποκλινόταν, για να φανεί το χρυσοκίτρινο κερί της σφραγίδας. Όταν το διαβάσει και μάθει ότι η Ηλαίην είναι καλά, θα της το πω. Η Μοργκέις έστρεψε πάνω του το βαθυγάλανο βλέμμα της. Φως μου! Μόλις φτιάξει η διάθεσή της.
«Φέρνεις γράμμα από το απολωλός παιδί μου;» Η φωνή της ήταν ψυχρή, αλλά κουβαλούσε μια ένταση που έδειχνε ότι εύκολα πύρωνε. «Αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον, είναι ζωντανό! Πού βρίσκεται;»
«Στην Ταρ Βάλον, Βασίλισσά μου», κατόρθωσε να πει. Φως μου, πώς θα ήθελα να δω να αναμετριούνται με το βλέμμα η Άμερλιν κι αυτή. Το ξανασκέφτηκε και κατέληξε ότι θα προτιμούσε να μην το δει. «Τουλάχιστον ήταν εκεί όταν έφυγα».
Η Μοργκέις κούνησε ανυπόμονα το χέρι και ο Τάλανβορ σηκώθηκε, για να πάρει το γράμμα από τον Ματ και να της το δώσει. Για μια στιγμή, κοίταξε συνοφρυωμένη τη σφραγίδα με το κρίνο και μετά την έσπασε με ένα στρίψιμο των καρπών της. Μουρμούριζε μονολογώντας καθώς διάβαζε, κουνώντας το κεφάλι κάθε τόσο. «Δεν μπορεί να πει κάτι παραπάνω, ε;» μουρμούρισε. «Θα δούμε αν θα το κάνει αυτό...» Ξαφνικά, το πρόσωπό της λάμπρυνε. «Γκάεμπριλ, έγινε Αποδεχθείσα. Ούτε ένα χρόνο στον Πύργο και ήδη την ξεχώρισαν». Το χαμόγελο χάθηκε ξαφνικά, όπως είχε έρθει και το στόμα της σφίχτηκε. «Όταν πιάσω στα χέρια μου αυτό το ελεεινό παιδί, θα εύχεται να ήταν ακόμα μαθητευόμενη».
Φως μου, σκέφτηκε ο Ματ, τίποτα δεν της φτιάχνει τη διάθεση; Αποφάσισε να το πει στα ίσια, αλλά ευχήθηκε να μην είχε τόσο αιμοβόρικη έκφραση η Μοργκέις. «Βασίλισσά μου, κατά λάθος κρυφάκουσα —»
«Σιωπή, μικρέ», είπε ήρεμα ο άντρας με το χρυσοποίκιλτο σακάκι. Ήταν ομορφάντρας, σχεδόν εξίσου ωραίος με τον Γκάγουιν και περίπου με το ίδιο νεανικό ύφος, παρά τους κροτάφους του, που είχαν γκριζάρει, αλλά πιο μεγαλόσωμος, ψηλότερος από τον Ραντ και με ώμους μεγάλους, σχεδόν όσο του Πέριν. «Σε λίγο θα ακούσουμε τι έχεις να πεις». Άπλωσε το χέρι πάνω από τον ώμο της Μοργκέις και της άρπαξε το γράμμα. Εκείνη έστρεψε πάνω του το αγριεμένο βλέμμα της —ο Ματ είδε τα νεύρα της να φουντώνουν― αλλά ο μελαχρινός έβαλε το δυνατό του χέρι στον ώμο της, χωρίς να πάρει το βλέμμα από αυτό που διάβαζε και ο θυμός της Μοργκέις καταλάγιασε. «Φαίνεται ότι ξανάφυγε από τον Πύργο», είπε. «Στην υπηρεσία της Έδρας της Άμερλιν. Αυτή η γυναίκα πάλι ξεπερνά τα όρια, Μοργκέις».
Ο Ματ δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Τύχη. Η γλώσσα τον είχε ξεραθεί. Μερικές φορές, δεν ξέρω αν είναι καλή τύχη ή κακή τύχη. Ο μελαχρινός ήταν εκείνος με τη βαθιά φωνή, ο «Μέγας Αφέντης», που ήθελε το κεφάλι της Ηλαίην. Τον είπε Γκάεμπριλ. Ο συμβουλάτοράς της θέλει να δολοφονήσει την Ηλαίην; Φως μου! Και η Μοργκέις τον κοίταζε σαν σκυλί, όλο λατρεία που έχει το χέρι του αφέντη του στη ράχη.
Ο Γκάεμπριλ έστρεψε το σχεδόν κατάμαυρο βλέμμα του στον Ματ. Είχε έντονο βλέμμα και ύφος που έλεγε ότι καταλάβαινε πολλά. «Τι ξέρεις να μας πεις γι’ αυτά, μικρέ;»
«Τίποτα... ε... Άρχοντά μου». Ο Ματ ξερόβηξε· η ματιά του ανθρώπου αυτού ήταν χειρότερη από της Άμερλιν. «Πήγα στην Ταρ Βάλον για να δω την αδερφή μου. Είναι μαθητευόμενη. Έλσε Γκρίνγουελ. Εγώ είμαι ο Θομ Γκρίνγουελ, Άρχοντά μου. Η Αρχόντισσα Ηλαίην έμαθε ότι ήθελα να δω το Κάεμλυν στο δρόμο του γυρισμού —είμαι από το Κόμφρεϋ, Άρχοντά μου· ένα χωριουδάκι βόρεια του Μπάερλον· δεν είχα δει πόλη μεγαλύτερη από το Μπάερλον πριν πάω στην Ταρ Βάλον― και μου είπε —την Αρχόντισσα Ηλαίην εννοώ― να φέρω αυτό το γράμμα». Του φάνηκε ότι η Μοργκέις είχε στρέψει το βλέμμα της πάνω του όταν είχε πει ότι ήταν από τα βόρεια του Μπάερλον, αλλά ήξερε ότι υπήρχε εκεί ένα χωριό που λεγόταν Κόμφρεϋ· θυμόταν που είχε ακούσει να το αναφέρουν.
Ο Γκάεμπριλ κατένευσε, αλλά είπε: «Ξέρεις πού θα πήγαινε η Ηλαίην, μικρέ; Ή τι δουλειές είχε να κάνει; Πες την αλήθεια και δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Πες ψέματα και σε περιμένει η ανάκριση».
Το ανήσυχο ύφος του Ματ δεν ήταν προσποιητό. «Άρχοντά μου, μονάχα εκείνη τη φορά είδα την Κόρη-Διάδοχο. Μου έδωσε το γράμμα —κι ένα χρυσό μάρκο!― και μου είπε να το φέρω στη Βασίλισσα. Δεν ξέρω τίποτα άλλο γι’ αυτό, παρά μόνο ό,τι άκουσα εδώ πέρα». Ο Γκάεμπριλ φάνηκε να το συλλογίζεται αυτό, χωρίς το σκοτεινό πρόσωπο του να δείχνει αν πίστευε έστω και μια λέξη, ή όχι.
«Όχι, Γκάεμπριλ», είπε ξαφνικά η Μοργκέις. «Πάρα πολλοί έχουν πάει για ανάκριση. Καταλαβαίνω την αναγκαιότητα, όπως μου την περιέγραψες, αλλά όχι γι’ αυτό. Όχι για ένα αγόρι που απλώς μετέφερε ένα γράμμα, με περιεχόμενο που αγνοεί».
«Όπως προστάζει η Βασίλισσά μου, έτσι θα γίνει», είπε ο μελαψός άντρας. Ο τόνος του ήταν σεβάσμιος, αλλά το χέρι του άγγιξε το μάγουλό της με τρόπο που έκανε το πρόσωπό της να κοκκινίσει και τα χείλη της να μισανοίξουν, σαν να περίμενε φιλί.
Η Μοργκέις πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Πες μου, Θομ Γκρίνγουελ, φαινόταν να είναι καλά η κόρη μου όταν την είδες;»
«Μάλιστα, Βασίλισσά μου. Ήταν εύθυμη και γελούσε και είχε μια γλώσσα να ― θέλω να πω...»
Η Μοργκέις γέλασε μαλακά βλέποντας την έκφρασή του. «Μη φοβάσαι, νεαρέ μου. Η Ηλαίην είναι αθυρόστομη, πιο πολύ απ’ όσο χρειάζεται. Χαίρομαι που είναι καλά». Τα μεγάλα, γαλανά μάτια της έψαχναν βαθιά μέσα του. «Ένας νεαρός που αφήνει το μικρό χωριό του συχνά δυσκολεύεται να επιστρέψει. Νομίζω πως θα κάνεις μακρύ ταξίδι πριν ξαναδείς το Κόμφρεϋ. Ίσως, μάλιστα, ξαναγυρίσεις στην Ταρ Βάλον. Αν ναι, κι αν δεις την κόρη μου, πες της ότι όσα λέμε πάνω στο θυμό μας, συχνά τα μετανιώνουμε. Δεν θα την πάρω από το Λευκό Πύργο, πριν να έρθει η κατάλληλη ώρα. Πες της ότι συχνά σκέφτομαι τον καιρό που είχα περάσει κι εγώ εκεί και ότι μου λείπουν οι ήσυχες συζητήσεις με τη Σέριαμ στο μελετητήριό της. Πες της αυτά που είπα, Θομ Γκρίνγουελ».
Ο Ματ σήκωσε αμήχανα τους ώμους. «Ναι, Βασίλισσά μου. Αλλά... α... δεν σκοπεύω να πάω ξανά στην Ταρ Βάλον. Μια φορά στη ζωή του καθενός είναι αρκετή. Ο πατέρας μου με χρειάζεται για να δουλέψω στο αγρόκτημα. Οι αδερφές μου φορτώθηκαν όλο το άρμεγμα, τώρα που λείπω».
Ο Γκάεμπριλ γέλασε, ένα βαθύ μπουμπουνητό, που έδειχνε ότι το έβρισκε αστείο. «Βιάζεσαι να αρμέξεις αγελάδες, μικρέ; Ίσως να έπρεπε να δεις λίγο τον κόσμο, πριν αλλάξει. Πάρε!» Έβγαλε ένα πουγκί και το πέταξε· ο Ματ ένιωσε κέρματα πάνω από το δέρμα όταν το έπιασε. «Αν η Ηλαίην σου έδωσε ένα χρυσό μάρκο για να μεταφέρεις το γράμμα της, εγώ θα σου δώσω δέκα, που το παρέδωσες απείραχτο. Δες τον κόσμο πριν ξαναγυρίσεις στις γελάδες σου».
«Μάλιστα, Άρχοντά μου». Ο Ματ σήκωσε το πουγκί και κατόρθωσε να χαμογελάσει αδύναμα. «Σε ευχαριστώ, Άρχοντά μου».
Αλλά ο μελαψός άντρας τον είχε ήδη αποπέμψει και είχε στραφεί προς τη Μοργκέις, με τις γροθιές στη μέση. «Νομίζω ότι ήρθε η ώρα, Μοργκέις, για να ασχοληθούμε με την πυορροούσα πληγή στα σύνορα του Άντορ. Από το γάμο σου με τον Τάρινγκεηλ Ντέημοντρεντ, μπορείς να διεκδικήσεις το Θρόνο του Ήλιου. Οι Φρουροί της Βασίλισσας μπορούν να στηρίξουν αυτή τη διεκδίκηση. Ίσως μπορέσω να τους βοηθήσω με τις μικρές μου δυνάμεις. Άκουσε με».
Ο Τάλανβορ άγγιξε το μπράτσο του Ματ και οπισθοχώρησαν υποκλινόμενοι. Ο Ματ σκέφτηκε ότι δεν τους πρόσεχε κανείς. Ο Γκάεμπριλ ακόμα μιλούσε και κάθε άρχοντας και κάθε αρχόντισσα εκεί έμοιαζε να κρέμεται από το στόμα του. Η Μοργκέις άκουγε σμίγοντας τα φρύδια, αλλά κατένευε κι αυτή, όμοια με τους άλλους.