Ο Ματ είχε αόριστες αναμνήσεις από το Κάεμλυν, αλλά όταν το πλησίασαν τις πρώτες ώρες μετά το χάραμα, ήταν σαν να μην είχε πατήσει άλλοτε το πόδι του εκεί. Από τη στιγμή που είχε φωτίσει δεν είχαν μείνει καθόλου μόνοι τους στο δρόμο και τώρα ολόγυρά τους ήταν κι άλλοι καβαλάρηδες, καθώς και καραβάνια εμπόρων και πεζοί, που όλοι ξεχύνονταν στη λαμπρή πόλη.
Ήταν θεμελιωμένη σε λόφους και φαινόταν εξίσου μεγάλη με την Ταρ Βάλον. Είχε πελώρια τείχη, ύψους δεκαπέντε μέτρων, από ανοιχτόγκριζη πέτρα με άσπρες και ασημένιες φλέβες, που έλαμπε στον ήλιο, καθώς και ψηλούς, στρογγυλούς πύργους κατά διαστήματα, που στην κορυφή τους κυμάτιζε το Λάβαρο με το Λέοντα του Άντορ, λευκός πάνω σε κόκκινο φόντο. Έξω από τα τείχη έμοιαζε να έχει ξεφυτρώσει άλλη μια λαμπρή πόλη, που αγκάλιαζε την περιτειχισμένη, από κόκκινα τούβλα, γκρίζα πέτρα και άσπρους τοίχους με γύψινη επένδυση· υπήρχαν πανδοχεία ανάμεσα σε σπίτια διώροφα και τριώροφα, τόσο πολυτελή που έμοιαζαν να ανήκουν σε πλούσιους εμπόρους, καθώς και μαγαζιά με εμπορεύματα απλωμένα σε τραπέζια κάτω από τέντες, που στριμώχνονταν ανάμεσα σε πλατιές αποθήκες δίχως παράθυρα. Υπήρχαν πάγκοι με αγαθά, δίπλα σε κτίρια με κόκκινες και μωβ πλάκες στη στέγη, που εκτείνονταν και στις δύο πλευρές του δρόμου, καθώς και άντρες και γυναίκες που ήδη διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και παζάρευαν ξελαρυγγισμένοι ― άσπρα, μαντρωμένα μοσχαράκια, αρνιά, κατσίκια και γουρούνια, χήνες σε κλουβιά, κοτόπουλα και πάπιες, που έκαναν το σαματά πιο έντονο. Αν θυμόταν καλά, το Κάεμλυν του είχε φανεί πολύ θορυβώδες την προηγούμενη φορά· τώρα άκουγε ένα καρδιοχτύπι, που αντλούσε πλούτο.
Ο δρόμος οδηγούσε σε μια αψιδωτή πύλη ύψους επτά μέτρων, που ήταν ορθάνοιχτη κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των Φρουρών της Βασίλισσας, οι οποίοι φορούσαν κόκκινα σακάκια και αστραφτερές πανοπλίες. Ο Ματ μαζί με τον Θομ δεν τράβηξαν πάνω τους περισσότερη προσοχή απ’ όσο ο υπόλοιπος κόσμος, ούτε καν η πολεμική ράβδος που κρατούσε λοξά στη σέλα μπροστά του ― απ’ ό,τι φαινόταν, οι φρουροί ενδιαφέρονταν κυρίως να προχωρά το πλήθος· και μετά βρέθηκαν στην πόλη. Εδώ είχε λεπτούς πύργους, που ορθώνονταν ακόμα πιο ψηλά απ’ ό,τι οι άλλοι στα τείχη, καθώς κι αστραφτερούς θόλους, οι οποίοι έλαμπαν χρυσόλευκοι πάνω από τους δρόμους, που ήταν γεμάτοι ανθρώπους. Λίγο πιο μέσα από τις πύλες, ο δρόμος χώριζε σε δύο παράλληλες οδούς, που τις χώριζε μια πλατιά νησίδα με χλόη και δέντρα. Οι λόφοι της πόλης ανέβαιναν, σαν σκαλιά, προς μια κορυφή, την οποία κύκλωναν κι άλλα τείχη, που άστραφταν σαν εκείνα της Ταρ Βάλον, με περισσότερους πύργους και θόλους εντός. Ο Ματ θυμόταν ότι αυτή ήταν η Έσω Πόλη και στους πιο ψηλούς λόφους στεκόταν το Βασιλικό Παλάτι.
«Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε», είπε στον Θομ. «Θα πάω κατευθείαν το γράμμα». Κοίταξε τις χειράμαξες και τα κάρα που διέσχιζαν το πλήθος, καθώς και τα μαγαζιά που επεδείκνυαν τα αγαθά τους. «Σε αυτή την πόλη μπορείς να κερδίσεις αρκετό χρυσάφι, Θομ, αν βρεις πού παίζουν ζάρια ή χαρτιά». Δεν ήταν τόσο τυχερός στα χαρτιά όσο στα ζάρια, αλλά βέβαια ελάχιστοι, εκτός από τους ευγενείς, έπαιζαν τέτοια παιχνίδια. Τέτοιους πρέπει να βρω για να παίξω.
Ο Θομ τον κοίταξε με ένα χασμουρητό και κουκουλώθηκε με το μανδύα του, σαν να ήταν κουβέρτα. «Όλη νύχτα ήμασταν καβάλα, μικρέ. Άσε πρώτα να βρούμε κάτι να φάμε, τουλάχιστον. Η Ευλογία της Βασίλισσας προσφέρει καλό φαγητό». Χασμουρήθηκε ξανά. «Και μαλακά κρεβάτια».
«Το θυμάμαι», είπε αργά ο Ματ. Με κάποιον τρόπο, το θυμόταν. Ο πανδοχέας ήταν ένας χοντρός γκριζομάλλης, ο αφέντης Γκιλ. Η Μουαραίν είχε προφτάσει εκεί τον Ματ και τον Ραντ, πάνω που ο Ματ είχε πιστέψει ότι, επιτέλους, είχαν γλιτώσει απ’ αυτήν. Τώρα έχει πάει να παίξει το παιχνίδι της με τον Ραντ. Δεν έχει σχέση με μένα. Δεν έχει σχέση πια. «Θα σε βρω εκεί, Θομ. Είπα ότι θα ξεφορτωθώ αυτό το γράμμα μόλις φτάσω και το εννοώ. Πήγαινε εσύ».
Ο Θομ κατένευσε, έστριψε το άλογό του από την άλλη μεριά και φώναξε πάνω από τον ώμο του με ένα χασμουρητό. «Μη χαθείς, μικρέ. Είναι μεγάλη πόλη το Κάεμλυν».
Και πλούσια. Ο Ματ χτύπησε με τις φτέρνες το άλογό του και το οδήγησε στο δρόμο, ανάμεσα από το πλήθος. Να χαθώ! Ξέρω να βρω το δρόμο μου, που να πάρει. Η αρρώστια έμοιαζε να έχει σβήσει κομμάτια της μνήμης του. Μπορεί να κοίταζε ένα πανδοχείο, με τους πάνω ορόφους να προεξέχουν πλατύτεροι από το ισόγειο και την ταμπέλα του να τρίζει στον άνεμο, και να θυμόταν πως το είχε ξαναδεί, αλλά ταυτόχρονα να μη θυμάται τίποτα άλλο απ’ όσα φαίνονταν από το ίδιο σημείο. Εκατό βήματα δρόμου μπορεί να ξεπηδούσαν απότομα στη μνήμη του, αλλά τα τμήματα που ήταν πιο μπροστά και πιο πίσω παρέμεναν μυστηριώδη, σαν ζάρια που ήταν ακόμα στο κύπελλο.
Ακόμα και με τα κενά στη μνήμη του, ήταν βέβαιος πως δεν είχε βρεθεί ποτέ στην Έσω Πόλη ή στο Βασιλικό Παλάτι -δεν θα ξεχνούσα κάτι τέτοιο!― αλλά, όμως, δεν χρειαζόταν να θυμηθεί το δρόμο. Οι οδοί της Νέας Πόλης —ξαφνικά, θυμήθηκε το όνομα· ήταν το κομμάτι του Κάεμλυν που είχε ηλικία μικρότερη των δύο χιλιάδων ετών― πήγαιναν προς κάθε κατεύθυνση, αλλά οι κύριες λεωφόροι οδηγούσαν όλες προς την Έσω Πόλη. Οι Φρουροί στις πύλες δεν σταματούσαν κανέναν.
Μέσα σε εκείνα τα λευκά τείχη υπήρχαν κτίρια που σχεδόν θα ταίριαζαν στην Ταρ Βάλον. Οι στριφογυριστοί δρόμοι περνούσαν από κορυφές λόφων και οδηγούσαν σε λεπτούς πύργους, των οποίων οι κεραμιδοσκεπές λαμπύριζαν με εκατό χρώματα κάτω από το φως του ήλιου· σε άλλα σημεία, έβλεπες πιο κάτω πάρκα, των οποίων τα οχήματα ήταν για να φαίνονται από ψηλά, ή σου έδειχναν πανοραμικές όψεις ολόκληρης της πόλης, ως τις κυματιστές πεδιάδες και τα δάση παραέξω. Εδώ δεν είχε σημασία ποιους δρόμους θα ακολουθούσε. Όλοι πλησίαζαν ελικοειδώς το μέρος που αναζητούσε ― το Βασιλικό Παλάτι του Άντορ.
Σχεδόν αμέσως, βρέθηκε να διασχίζει την πελώρια ωοειδή πλατεία που ήταν μπροστά στο παλάτι, πλησιάζοντας τις ψηλές, επιχρυσωμένες πύλες του. Το κατάλευκο Παλάτι του Άντορ σίγουρα δεν θα ήταν εκτός τόπου ανάμεσα στα θαύματα της Ταρ Βάλον, με τους λιγνούς πύργους και τους χρυσούς θόλους του, που άστραφταν στον ήλιο, τις ψηλές βεράντες και τα περίτεχνα σκαλίσματα στην πέτρα. Με ένα και μόνο χρυσό φύλλο από εκείνα που στόλιζαν τους θόλους, θα μπορούσε να ζήσει ένα χρόνο στη χλιδή.
Στην πλατεία υπήρχαν λιγότεροι άνθρωποι απ’ ό,τι σε άλλα σημεία, σαν να τη φύλαγαν για ξεχωριστές περιστάσεις. Καμιά δεκαριά Φρουροί στέκονταν μπροστά από τις κλειστές πόρτες, με τα τόξα φορεμένα χιαστί, όλα ακριβώς στην ίδια γωνία, πάνω στις γυαλιστερές πανοπλίες τους, με τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από τις στιλβωμένες προσωπίδες τους. Ένας γεροδεμένος αξιωματικός, που είχε ρίξει πίσω τον κόκκινο μανδύα του για να αποκαλύψει ένα χρυσό κόμπο στον ώμο του, έκανε βόλτες από τη μια άκρη της γραμμής των φρουρών ως την άλλη, κοιτάζοντας κάθε άντρα σαν να περίμενε ότι θα έβρισκε σκουριά ή σκόνη.
Ο Ματ τράβηξε τα χαλινάρια και χαμογέλασε. «Καλή σου μέρα, λοχαγέ».
Ο αξιωματικός γύρισε, κοιτάζοντάς τον μέσα από την προσωπίδα του με μάτια σαν χάντρες, θυμίζοντας παχουλό ποντίκι σε κλουβί. Ήταν πιο ηλικιωμένος απ’ όσο περίμενε ο Ματ —σίγουρα ήταν αρκετά μεγάλος για να μην έχει μόνο έναν κόμπο βαθμού― και το σώμα του ήταν παχύ, όχι γεροδεμένο. «Τι ζητάς, αγρότη;» ρώτησε τραχιά.
Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα. Πρέπει να τα πω ωραία. Να εντυπωσιάσω αυτό το βλάκα, για να μη με αφήσει να περιμένω όλη μέρα. Δεν θέλω να αναγκαστώ να δείξω το γράμμα της Άμερλιν μόνο και μόνο για να μην τις φάω. «Έρχομαι από την Ταρ Βάλον, από το Λευκό Πύργο, μεταφέροντας ένα γράμμα από —»
«Εσύ έρχεσαι από την Ταρ Βάλον, αγρότη;» Το στομάχι του χοντρού αξιωματικού τραντάχτηκε καθώς γελούσε, αλλά το γέλιο του σύντομα κόπηκε μαχαίρι και αγριοκοίταξε τον Ματ. «Δεν θέλουμε γράμματα από την Ταρ Βάλον, αλήτη, αν έχεις τέτοιο πράγμα. Η καλή μας Βασίλισσα —είθε να την ακολουθεί το Φως!― δεν δέχεται μηνύματα από το Λευκό Πύργο, μέχρι να της επιστραφεί η Κόρη-Διάδοχος. Δεν άκουσα ποτέ μαντατοφόρο από τον Πύργο να φορά σακάκι χωριάτη και φαρδύ παντελόνι. Μου είναι ολοφάνερο ότι σκαρώνεις κάποιο κόλπο, ίσως νομίζοντας ότι θα κερδίσεις λίγα νομίσματα αν ισχυριστείς ότι μεταφέρεις γράμματα, αλλά θα είσαι τυχερός αν δεν καταλήξεις σε κάποιο κελί της φυλακής! Αν έρχεσαι από την Ταρ Βάλον, γύρνα πίσω και πες στον Πύργο να επιστρέψει την Κόρη-Διάδοχο, πριν έρθουμε να την πάρουμε! Αν είσαι απατεώνας που ψάχνει για ασήμι, χάσου από τα μάτια μου, πριν βάλω να σε κάνουν τ’ αλατιού! Όπως κι αν έχει, ανόητε κατεργάρη, εξαφανίσου!»
Ο Ματ προσπαθούσε να μιλήσει από την αρχή αυτού του κατεβατού. Είπε βιαστικά: «Το γράμμα είναι απ’ αυτήν, άνθρωπέ μου. Είναι από —»
«Δεν σου είπα να χαθείς, αχρείε;» μούγκρισε ο χοντρός. Το πρόσωπό του είχε κοκκινίσει κι είχε γίνει σχεδόν σαν το σακάκι του. «Φύγε από μπροστά μου, άθλιο σίχαμα! Αν δεν έχεις φύγει μέχρι να μετρήσω ως το δέκα, θα σε συλλάβω, επειδή λερώνεις την πλατεία με την παρουσία σου! Ένα! Δύο!»
«Μπορείς να μετρήσεις μέχρι τόσο, χοντροβλάκα;» ξέσπασε ο Ματ. «Σου λέω, η Ηλαίην έστειλε —»
«Φρουροί!» Το πρόσωπο του αξιωματικού τώρα είχε μπλαβίσει. «Συλλάβατε αυτό τον άνθρωπο, με την κατηγορία ότι είναι Σκοτεινόφιλος!»
Ο Ματ δίστασε για μια στιγμή, βέβαιος ότι κανένας δεν θα έπαιρνε στα σοβαρά τέτοια κατηγορία, αλλά οι Φρουροί με τα κόκκινα σακάκια χίμηξαν πάνω του —οι δέκα Φρουροί με τους θώρακες και τα κράνη τους― οπότε γύρισε το άλογό του από την άλλη και κάλπασε μακριά τους, ακολουθούμενος από τις κραυγές του χοντρού αξιωματικού. Το μουνούχι δεν ήταν άλογο κούρσας, αλλά άφησε με άνεση πίσω του τους πεζούς Φρουρούς. Οι άνθρωποι στους φιδίσιους δρόμους πετιόνταν στο πλάι για να τον αποφύγουν, κουνώντας τη γροθιά τους πίσω του και λούζοντάς τον με βρισιές, κάτι που έκανε και ο αξιωματικός.
Βλάκα, σκέφτηκε, εννοώντας το χοντρό αξιωματικό και μετά το επανέλαβε με αποδέκτη τον εαυτό του. Έφτανε να πω το όνομά της από την αρχή. «Η Ηλαίην, η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, στέλνει αυτό το γράμμα στη μητέρα της, τη Βασίλισσα Μοργκέις». Φως μου, ποιος να φανταζόταν ότι θα έτρεφαν τέτοια συναισθήματα για την Ταρ Βάλον; Απ’ ό,τι θυμόταν από την τελευταία του επίσκεψη, οι Άες Σεντάι και ο Λευκός Πύργος έρχονταν δεύτερα στη συμπάθεια των Φρουρών, μετά τη Βασίλισσα Μοργκέις. Που να καείς, Ηλαίην, ας μου το έλεγες. Ύστερα, πρόσθεσε απρόθυμα: Κι εγώ, βέβαια, ας έκανα μερικές ερωτήσεις πρώτα.
Πριν φτάσει στην αψιδωτή πύλη, που έβγαζε στη Νέα Πόλη, τράβηξε τα γκέμια για να κόψει ταχύτητα το άλογο και να συνεχίσει με ήρεμο βήμα. Δεν πίστευε ότι θα τον κυνηγούσαν ακόμα οι Φρουροί του Παλατιού και δεν υπήρχε λόγος να κινήσει την προσοχή των άλλων στην πύλη καλπάζοντας, αλλά αυτοί δεν του έδωσαν περισσότερη σημασία από πριν.
Καθώς περνούσε κάτω από την πλατιά καμάρα, χαμογέλασε και παραλίγο να γυρίσει πίσω. Ξαφνικά, είχε θυμηθεί κάτι και του είχε έρθει μια ιδέα, που του άρεσε πολύ περισσότερο από το να διασχίσει τις πύλες του Παλατιού. Ακόμα κι αν δεν ήταν εκεί ο χοντρός αξιωματικός για να παρακολουθεί τις πύλες, του φάνηκε ότι έτσι θα ήταν καλύτερα.
Χάθηκε δυο φορές ψάχνοντας για την Ευλογία της Βασίλισσας, τελικά, όμως, βρήκε την ταμπέλα, που έδειχνε έναν άντρα να γονατίζει μπροστά σε μια γυναίκα με χρυσοκόκκινα μαλλιά και ένα στέμμα από χρυσά τριαντάφυλλα, με το χέρι της στο κεφάλι του. Ήταν ένα πλατύ, πέτρινο κτίριο, διώροφο, με μεγάλα παράθυρα, ακόμα κι εκεί ψηλά, κάτω από τα κόκκινα κεραμίδια της σκεπής. Πήγε στο στάβλο που ήταν από πίσω, όπου ένας αλογομούρης με πέτσινο γιλέκο, το οποίο δεν έμοιαζε να είναι σκληρότερο από το δικό του δέρμα, πήρε τα γκέμια του αλόγου του Ματ. Του Ματ του φάνηκε γνωστός. Ναι. Ο Ράμεϋ.
«Πέρασε πολύς καιρός, Ράμεϋ». Ο Ματ του πέταξε ένα ασημένιο μάρκο. «Με θυμάσαι, έτσι δεν είναι;»
«Για να πω την αλήθεια...» άρχισε να λέει ο Ράμεϋ και μετά είδε τη λάμψη του ασημιού, εκεί που περίμενε χάλκινο νόμισμα· έβηξε και το κοφτό νεύμα του μετατράπηκε σε κάτι ανάμεσα σε χειρονομία σεβασμού με τα δάχτυλα στο μέτωπο και σε σπασμωδική υπόκλιση. «Μα και βέβαια σε θυμάμαι, νεαρέ αφέντη. Συγχώρα με. Μου διέφυγε. Το μυαλό μου δεν συγκρατεί ανθρώπους. Μόνο για τα άλογα είναι καλό. Ξέρω καλά από άλογα. Ωραίο ζώο, νεαρέ αφέντη. Θα το προσέξω εγώ, να είσαι βέβαιος». Η γλώσσα του πήγαινε ροδάνι, δίχως να αφήνει τον Ματ να βγάλει λέξη· ύστερα, πήρε το μουνούχι στο στάβλο, πριν αναγκαστεί να πει το όνομα του Ματ.
Με μια ξινή έκφραση, ο Ματ πήρε παραμάσχαλα το δέμα με τα πυροτεχνήματα και έριξε στον ώμο τα υπόλοιπα πράγματά του. Ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα ποιος είμαι. Ένας γεροδεμένος, με μεγάλους μυς, καθόταν σε ένα αναποδογυρισμένο βαρέλι πλάι στην είσοδο της κουζίνας και έξυνε τρυφερά το αυτί μιας ασπρόμαυρης γάτας, που ζάρωνε στο γόνατό του. Εξέτασε τον Ματ με βαρύ βλέμμα και ειδικά τη ράβδο στον ώμο του, αλλά δεν έπαψε να ξύνει το ζώο. Ο Ματ σκέφτηκε ότι τον γνώριζε, αλλά δεν θυμόταν το όνομά του. Δεν είπε τίποτα καθώς έμπαινε μέσα, ούτε και ο άλλος. Δεν υπάρχει λόγος να με θυμούνται. Μάλλον θα έχουν τις άτιμες τις Άες Σεντάι να έρχονται κάθε μέρα, ψάχνοντας κόσμο.
Στην κουζίνα, δύο βοηθοί μάγειρα και τρεις λαντζιέρηδες έτρεχαν ανάμεσα σε φούρνους και σούβλες, υπό την καθοδήγηση μιας αφράτης γυναίκας, που είχε τα μαλλιά χτενισμένα κότσο και χρησιμοποιούσε μια μακριά, ξύλινη κουτάλα για να δείχνει τι ήθελε να κάνουν. Ο Ματ ήταν σίγουρος ότι τη θυμόταν. Κολάιν είναι το όνομά της, όμως όλοι τη φώναζαν Μαγείρισσα.
«Γεια και χαρά σου, Μαγείρισσα», ανακοίνωσε. «Ξαναγύρισα και δεν είναι ούτε χρόνος που έφυγα».
Εκείνη τον κοίταξε για μια στιγμή και ύστερα κατένευσε. «Σε θυμάμαι». Αυτός έκανε να χαμογελάσει. «Ήσουν με εκείνο το νεαρό πρίγκιπα, έτσι δεν είναι;» συνέχισε αυτή. «Εκείνον που ήταν φτυστός η Τιγκραίν, που το Φως να λάμπει στη μνήμη της. Είσαι ο υπηρέτης του, σωστά; Θα ξανάρθει, λοιπόν, ο νεαρός πρίγκιπας;»
«Όχι», είπε απότομα ο Ματ. Πρίγκιπας! Φως μου! «Δεν νομίζω να έρθει σύντομα κι αν έρθει, νομίζω πως δεν θα χαρείς». Εκείνη διαμαρτυρήθηκε, λέγοντας τι ωραίος και κομψός νεαρός που ήταν ο πρίγκιπας -που να καώ, δεν υπάρχει πουθενά γυναίκα που να μην ονειρεύεται τον Ραντ και να μην παίρνει ένα ερωτοχτυπημένο βλέμμα όταν λέω το όνομά του; Θα τσίριζε, αν της έλεγα τι κάνει τώρα ο Ραντ― αλλά ο Ματ την έκοψε. «Είναι εδώ πέρα ο αφέντης Γκιλ; Και ο Θομ Μέριλιν;»
«Στη βιβλιοθήκη», του είπε ρουφώντας τη μύτη της. «Όταν δεις τον Μπέηζελ Γκιλ, να του θυμίσεις ότι είπα πως οι αποχετεύσεις θέλουν καθάρισμα. Σήμερα, όχι αύριο». Είδε κάτι που έκανε μια βοηθός μάγειρα σε ένα ροσμπίφ και την πλησίασε, με το σώμα της να ταλαντεύεται σαν βάρκα. «Όχι τόσο, παιδί μου. Το κρέας θα παραγλυκάνει, αν βάλεις πολύ άραθ». Έμοιαζε να έχει ήδη ξεχάσει τον Ματ.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι και πήγε να ψάξει για τη βιβλιοθήκη, την οποία δεν θυμόταν. Δεν θυμόταν ούτε ότι η Κολάιν ήταν παντρεμένη με τον αφέντη Γκιλ, αλλά ήταν ολοφάνερο πως ανήκε στην κατηγορία της νοικοκυράς που στέλνει οδηγίες στον άντρα της. Μια όμορφη σερβιτόρα με μεγάλα μάτια γέλασε πνιχτά και τον έστειλε σε ένα διάδρομο πλάι στην κοινή αίθουσα.
Όταν μπήκε στη βιβλιοθήκη, σταμάτησε και έμεινε να χαζεύει. Σίγουρα υπήρχαν πάνω από τριακόσια βιβλία στα ράφια, που ήταν χτισμένα στους τοίχους κι ακόμα περισσότερα πάνω σε τραπέζια· ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει τόσα πολλά βιβλία μαζεμένα σε ένα μέρος. Πρόσεξε ένα δερματόδετο αντίτυπο των Ταξιδιών του Τζάιμ του Γοργοπόδαρου σε ένα τραπεζάκι κοντά στην πόρτα. Πάντα ήθελε να το διαβάσει —ο Ραντ και ο Πέριν όλο του έλεγαν πράγματα από κει μέσα― αλλά δεν φαινόταν να προλαβαίνει ποτέ να διαβάσει τα βιβλία που ήθελε.
Ο Μπέηζελ Γκιλ με το ροδαλό πρόσωπο και ο Θομ Μέριλιν κάθονταν αντικριστά σε ένα τραπέζι, με έναν άβακα για παιχνίδια με λίθους ανάμεσα τους και με πίπες στο στόμα, που έβγαζαν λεπτές, γαλάζιες κορδέλες καπνού. Μια πιτσιλωτή γάτα καθόταν στο τραπέζι, πλάι σε ένα ξύλινο κύπελλο ζαριών, με την ουρά τυλιγμένη γύρω από τα πόδια της και τους παρακολουθούσε να παίζουν. Ο μανδύας του βάρδου δεν φαινόταν πουθενά, έτσι ο Ματ υπέθεσε ότι ο Θομ είχε ήδη πιάσει δωμάτιο.
«Τελείωσες γρηγορότερα απ’ όσο νόμιζα, μικρέ», είπε ο Θομ, χωρίς να βγάλει την πίπα από το στόμα. Τράβηξε τη μια άκρη του μακριού, λευκού μουστακιού του, καθώς συλλογιζόταν σε ποιο τετραγωνάκι του άβακα να βάλει τον επόμενο λίθο. «Μπέηζελ, θυμάσαι τον Ματ Κώθον;»
«Τον θυμάμαι», είπε ο χοντρός πανδοχέας, με το βλέμμα καρφωμένο στον άβακα. «Ήταν αρρωστούλης, αν θυμάμαι καλά, την άλλη φορά που ήσασταν εδώ. Ελπίζω να είσαι καλύτερα τώρα, παλικάρι μου».
«Είμαι καλύτερα», είπε ο Ματ. «Αυτό είναι το μόνο που θυμάσαι; Ότι ήμουν άρρωστος;»
Ο αφέντης Γκιλ έκανε μια γκριμάτσα με την κίνηση του Θομ και έβγαλε την πίπα από το στόμα. «Αν σκεφτείς με ποιους έφυγες, παλικάρι μου, και αν σκεφτείς πώς είναι τα πράγματα τώρα, ίσως είναι καλύτερα που δεν θυμάμαι τίποτα παραπάνω».
«Οι Άες Σεντάι δεν είναι καλοδεχούμενες τώρα, έτσι δεν είναι;» Ο Ματ ακούμπησε τα πράγματά του σε μια μεγάλη πολυθρόνα, στήριξε τη ράβδο στη ράχη της και κάθισε σε μια άλλη πολυθρόνα, με το πόδι του να κρέμεται από το μπράτσο της. «Οι Φρουροί του Παλατιού έκαναν σαν να πιστεύουν ότι ο Λευκός Πύργος έκλεψε την Ηλαίην». Ο Θομ έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα στο δέμα των βεγγαλικών, κοίταξε την αναμμένη πίπα του και μουρμούρισε κάτι, πριν συνεχίσει να μελετά τον άβακα.
«Όχι κι έτσι», είπε ο Γκιλ, «όμως ολόκληρη η πόλη ξέρει ότι εξαφανίστηκε από τον Πύργο. Ο Θομ λέει ότι επέστρεψε, αλλά εδώ δεν ακούσαμε τέτοιο πράγμα. Ίσως να ξέρει η Μοργκέις, όμως όλοι, ακόμα και οι βοηθοί στους στάβλους, πατούν στις μύτες των ποδιών, μη τυχόν και ξεσπάσει ο θυμός της πάνω τους. Ο Άρχοντας Γκάεμπριλ την έχει εμποδίσει να στείλει κόσμο στο δήμιο, αλλά δεν θα έλεγα ότι η Μοργκέις δεν το έκανε. Και ο Γκάεμπριλ δεν έκανε τίποτα για να καταπραΰνει το θυμό που νιώθει η Μοργκέις για την Ταρ Βάλον. Για την ακρίβεια, νομίζω ότι τον συνδαυλίζει».
«Η Μοργκέις έχει καινούριο συμβουλάτορα», είπε ο Θομ ξερά. «Ο Γκάρεθ Μπράυν δεν τον συμπαθούσε και τώρα ο Μπράυν έχει αποσυρθεί στα κτήματα του και βλέπει πώς φυτρώνει το μαλλί στα πρόβατά του. Μπέηζελ, θα βάλεις λίθο επιτέλους;»
«Μια στιγμή, Θομ. Μια στιγμή. Θέλω να τον βάλω σωστά». Ο Γκιλ δάγκωσε την πίπα του και κοίταξε κατσουφιασμένος τον άβακα, φυσώντας καπνό.
«Άρα, η Βασίλισσα έχει ένα σύμβουλο που δεν συμπαθεί την Ταρ Βάλον», είπε ο Ματ. «Ε, λοιπόν, αυτό εξηγεί την αντίδραση των Φρουρών όταν είπα ότι έρχομαι από κει».
«Αν τους είπες τέτοιο πράγμα», είπε ο Γκιλ, «είσαι τυχερός που γλίτωσες χωρίς σπασμένα κόκαλα. Τουλάχιστον, αν ήταν από τους καινούριους άντρες. Ο Γκάεμπριλ αντικατάστησε τους μισούς Φρουρούς του Κάεμλυν με ανθρώπους που διάλεξε ο ίδιος κι αυτό δεν είναι εύκολο πράγμα, αν σκεφτείς πόσο λίγο καιρό έχει που βρίσκεται εδώ. Η Μοργκέις ίσως τον παντρευτεί». Έκανε να βάλει ένα λίθο στον άβακα και μετά τον πήρε πίσω, κουνώντας το κεφάλι. «Αλλάζουν οι καιροί. Αλλάζουν οι άνθρωποι. Είναι πολλές οι αλλαγές για μένα. Μου φαίνεται ότι γερνάω».
«Θες να γεράσουμε και οι δύο πριν βάλεις λίθο», μουρμούρισε ο Θομ. Η γάτα τεντώθηκε και ξάπλωσε από την άλλη μεριά του τραπεζιού, για να της χαϊδέψει την πλάτη. «Μπορείς να φλυαρείς όλη τη μέρα, αλλά δεν θα βρεις έτσι καλή κίνηση. Γιατί δεν παραδέχεσαι την ήττα σου, Μπέηζελ;»
«Ποτέ δεν παραδέχομαι ότι ηττήθηκα», είπε πεισματικά ο Γκιλ. «Θα δεις που στο τέλος θα σε νικήσω, Θομ». Ακούμπησε ένα λευκό λίθο στη διασταύρωση δύο ευθειών. «Θα το δεις». Ο Θομ ξεφύσησε.
Ο Ματ, κρίνοντας από τον άβακα που έβλεπε, πίστευε ότι ο Γκιλ δεν είχε ελπίδες. «Απλώς, θα πρέπει να αποφύγω τους Φρουρούς και να δώσω το γράμμα της Ηλαίην στα χέρια της Μοργκέις». Ειδικά αν είναι όλοι σαν εκείνο το χοντροβλάκα. Φως μου, αναρωτιέμαι μήπως είπε σε όλους ότι είμαι Σκοτεινόφιλος.
«Δεν το παρέδωσες;» γάβγισε ο Θομ. «Νόμιζα ότι ανυπομονούσες να το ξεφορτωθείς».
«Έχεις γράμμα από την Κόρη-Διάδοχο;» αναφώνησε ο Γκιλ. «Θομ, γιατί δεν μου το είπες;»
«Με συγχωρείς, Μπέηζελ», μουρμούρισε ο βάρδος. Έστειλε ένα άγριο βλέμμα στον Ματ κάτω από τα φουντωτά φρύδια του και φύσηξε τα μουστάκια του. «Ο μικρός νομίζει ότι κάποιος ψάχνει να τον σκοτώσει γι’ αυτό το γράμμα, έτσι σκέφτηκα να αφήσω τον ίδιο να πει τι ήθελε και τίποτα παραπάνω. Φαίνεται ότι δεν τον νοιάζει πια».
«Τι είδους γράμμα;» ρώτησε ο Γκιλ. «Γυρίζει σπίτι της; Μαζί και ο Άρχοντας Γκάγουιν; Μακάρι να έρχονται. Άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να συζητάνε για πόλεμο με την Ταρ Βάλον, λες και θα βρισκόταν κανένας τόσο ηλίθιος, ώστε να πολεμήσει με τις Άες Σεντάι. Αν θέλετε τη γνώμη μου, είναι το ίδιο πράγμα με εκείνες τις παλαβές φήμες που ακούσαμε, ότι δήθεν οι Άες Σεντάι υποστηρίζουν έναν ψεύτικο Δράκοντα κάπου στα δυτικά και χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο. Δεν καταλαβαίνω, βέβαια, γιατί κάτι τέτοιο θα έκανε κάποιους να θέλουν να τις πολεμήσουν το αντίθετο, θα έλεγα».
«Είσαι παντρεμένος με την Κολάιν;» ρώτησε ο Ματ και ο αφέντης Γκιλ τινάχτηκε.
«Το Φως να με φυλάει! Όπως είναι τώρα τα πράγματα, θα νόμιζε κανείς ότι το πανδοχείο είναι δικό της. Σκέψου να ήταν και γυναίκα μου...! Τι έχει να κάνει αυτό με το γράμμα της Κόρης-Διαδόχου;»
«Τίποτα», είπε ο Ματ, «αλλά πήρες φόρα και μου φάνηκε ότι ξέχασες κι εσύ τι είχες ρωτήσει». Ο Γκιλ έκανε έναν ήχο σαν να πνιγόταν και ο Θομ γέλασε ξερά. Ο Ματ έσπευσε να συνεχίσει, πριν μιλήσει ο πανδοχέας. «Το γράμμα είναι σφραγισμένο· η Ηλαίην δεν μου είπε τι γράφει». Ο Θομ τον λοξοκοίταζε και χάιδεψε τα μουστάκια του. Τι νόμιζε, θα παραδεχόμουν ότι το άνοιξα; «Αλλά δεν νομίζω να γυρίζει στην πατρίδα. Αν με ρωτούσες, θα έλεγα ότι το έβαλε σκοπό να γίνει Άες Σεντάι». Τους είπε για την απόπειρά του να παραδώσει το γράμμα, εξομαλύνοντας κάποιες λεπτομέρειες, που δεν ήταν ανάγκη να μαθευτούν.
«Είναι καινούριοι», είπε ο Γκιλ. «Τουλάχιστον ο αξιωματικός έτσι φαίνεται, πάω στοίχημα γι’ αυτό. Οι πιο πολλοί δεν είναι καλύτεροι από κλέφτες, εκτός από εκείνους που έχουν έξυπνο βλέμμα. Περίμενε να βραδιάσει, παλικάρι μου, για να αλλάξουν οι Φρουροί της πύλης. Πες κατευθείαν το όνομα της Κόρης-Διαδόχου και, για την περίπτωση που κι ο καινούριος Φρουρός είναι από τους άντρες του Γκάεμπριλ, κράτα το κεφάλι σκυφτό. Ακούμπα με τα δάχτυλα το μέτωπο και δεν θα πάθεις τίποτα».
«Που να καώ, αυτό δεν το κάνω. Δεν σκύβω το κεφάλι, δεν ταπεινώνομαι για κανέναν. Ούτε και μπροστά στην ίδια τη Μοργκέις. Αυτή τη φορά, δεν θα πλησιάσω καθόλου τους Φρουρούς». Καλύτερα να μη μάθω τι οδηγίες έδωσε εκείνος ο χοντρομπαλάς. Τον κοίταξαν σαν να είχε τρελαθεί.
«Πώς στο Φως θα μπεις στο Βασιλικό Παλάτι χωρίς να περάσεις από τους Φρουρούς;» Τα μάτια του γούρλωσαν, σαν να θυμόταν κάτι. «Φως μου, δεν εννοείς ότι... Παλικάρι μου, θα χρειαστείς την τύχη του Σκοτεινού για να γλιτώσεις το τομάρι σου μετά!»
«Είμαι τυχερός, αφέντη Γκιλ», είπε ο Ματ. «Εσύ κοίτα να με περιμένει ένα ωραίο γεύμα όταν ξαναγυρίσω». Καθώς σηκωνόταν, πήρε το κύπελλο με τα ζάρια και για γούρι τα έριξε στον άβακα. Η πιτσιλωτή γάτα πήδηξε κάτω, νιαουρίζοντας άγρια στον Ματ, με τη ράχη κυρτωμένη. Τα πέντε ζάρια ακινητοποιήθηκαν, με το καθένα να δείχνει μία κουκκίδα. Τα Μάτια τον Σκοτεινού.
«Είναι είτε καλύτερη ζαριά, είτε η χειρότερη», είπε ο Γκιλ. «Εξαρτάται από το παιχνίδι που παίζεις, έτσι δεν είναι; Παλικάρι μου, μου φαίνεται ότι πας να παίξεις ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Γιατί δεν παίρνεις το κύπελλο στην κοινή αίθουσα για να χάσεις μερικά χάλκινα; Μου φαίνεται ότι θα σου άρεσε να δοκιμάσεις την τύχη σου. Θα φροντίσω εγώ να φτάσει το γράμμα στο Παλάτι σώο και ασφαλές».
«Η Κολάιν θέλει να καθαρίσεις τις αποχετεύσεις», του είπε ο Ματ και στράφηκε προς τον Θομ, ενώ ο πανδοχέας ακόμα ανοιγόκλεινε τα μάτια και μουρμούριζε. «Ίδιες πιθανότητες είναι, είτε με πετύχει βέλος προσπαθώντας να παραδώσω το γράμμα, είτε με βρει ένα μαχαίρι στην πλάτη περιμένοντας. Έξι το ένα, μισή ντουζίνα το άλλο. Κανόνισε να είναι έτοιμο το φαΐ όταν γυρίσω, Θομ». Πέταξε ένα χρυσό μάρκο στο τραπέζι, μπροστά στον Γκιλ. «Βάλε τα πράγματά μου σε ένα δωμάτιο, πανδοχέα. Αν θέλεις κι άλλα λεφτά, θα τα έχεις. Πρόσεχε το κυλινδρικό δέμα· δεν ξέρεις πόσο το φοβάται ο Θομ».
Καθώς έβγαινε έξω, άκουσε τον Γκιλ να λέει στον Θομ: «Πάντα πίστευα ότι το παλικάρι ήταν απατεώνας. Πού βρήκε το χρυσάφι;»
Πάντα κερδίζω, να πού το βρήκα, σκέφτηκε βλοσυρά. Απλώς, πρέπει να κερδίσω άλλη μια φορά και μετά ξεμπέρδεψα με την Ηλαίην. Αυτό θα είναι και το τέλος τον Λευκού Πύργου για μένα. Μόνο άλλη μια φορά.