Η Σιουάν Σάντσε έκανε βόλτες μπρος-πίσω στο μελετητήριό της και μερικές φορές κοντοστεκόταν για να κοιτάξει —με εκείνο το γαλανό βλέμμα που είχε κάνει ηγεμόνες να τραυλίσουν― ένα κουτί από σμιλεμένο νυχτόξυλο, σε ένα μακρύ τραπέζι στο κέντρο του δωματίου. Ευχήθηκε να μην αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει κάποιο από τα προσεκτικά διατυπωμένα έγγραφα που περιέχονταν σ’ αυτό. Τα είχε προετοιμάσει και σφραγίσει στα κρυφά, με τα ίδια της τα χέρια, για να καλύψουν μια πλειάδα ενδεχομένων. Στο κουτί είχε κάνει ένα ξόρκι έτσι ώστε, αν το άνοιγε κάποιο άλλο χέρι εκτός από το δικό της, τα περιεχόμενά του, με μια αστραπή, να γίνονταν στάχτη· πιθανότατα και το ίδιο το κουτί θα λαμπάδιαζε.
«Κι ελπίζω μαζί να κάψει και το ληστρικό ψαροπούλι, όποια κι αν είναι, για να μην το ξεχάσει ποτέ», μουρμούρισε. Για εκατοστή φορά από τότε που της είχαν πει ότι η Βέριν επέστρεψε, έσιαξε το επιτραχήλιο στους ώμους της, χωρίς να συνειδητοποιεί την κίνηση της. Κρεμόταν ως κάτω από τη μέση, πλατύ, με ρίγες στα χρώματα και των επτά Άτζα. Η Έδρα της Άμερλιν ήταν μαζί όλων των Άτζα και κανενός, όποιο κι αν την είχε αναθρέψει.
Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με κάθε χλιδή, επειδή είχε περάσει από γενιές γυναικών που φορούσαν το επιτραχήλιο. Το ψηλό τζάκι, με την πλατιά, κρύα εστία του, ήταν σκαλισμένο στο χρυσοστόλιστο μάρμαρο του Κάντορ και τα ρομβοειδή πλακάκια του δαπέδου ήταν από γυαλισμένη κοκκινόπετρα των Βουνών της Ομίχλης. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ανοιχτόχρωμο, ριγωτό ξύλο, σκληρό σαν σίδερο, με σμιλεμένα αφάνταστα θηρία και πουλιά με απίστευτο φτέρωμα και το είχαν φέρει οι Θαλασσινοί από χώρες πέρα από την Ερημιά του Άελ, πριν ακόμα γεννηθεί ο Άρτουρ ο Γερακόφτερος. Ψηλά, αψιδωτά παράθυρα, που τώρα ήταν ανοιχτά για να αφήνουν τις ευωδιές της καινούριας βλάστησης να μπουν μέσα, έβγαζαν σε μια βεράντα που είχε θέα στο μικρό, ιδιωτικό κήπο της, στον οποίο σπάνιες φορές είχε χρόνο να περπατήσει.
Όλη αυτή η μεγαλοπρέπεια ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα έπιπλα που είχε φέρει η Σιουάν Σάντσε στο δωμάτιο. Το μοναδικό τραπέζι και η γερή καρέκλα πίσω του ήταν απλά καμωμένα, αν και γυάλιζαν από το βερνίκι και το κερί μέλισσας, όπως επίσης και η μόνη άλλη καρέκλα του δωματίου. Αυτή η καρέκλα ήταν λίγο παράμερα, αρκετά κοντά, όμως, για να μπορεί να την τραβήξει, αν ήθελε να ζητήσει από τον επισκέπτη της να καθίσει. Μπροστά από το τραπέζι υπήρχε ένα Δακρινό χαλί, υφασμένο με απλά μοτίβα, σε γαλάζιο, καφέ και χρυσαφί χρώμα. Υπήρχε ένας μόνο πίνακας, που κρεμόταν πάνω από το τζάκι και έδειχνε μικρές ψαρόβαρκες μέσα σε καλαμιές. Πέντε-έξι υποστάτες κρατούσαν βιβλία ανοιχτά ολόγυρα στο πάτωμα. Αυτά ήταν όλα. Ακόμα και τα φανάρια δεν θα ήταν εκτός τόπου στο σπιτάκι ενός αγρότη.
Η Σιουάν Σάντσε είχε γεννηθεί φτωχή στο Δάκρυ και είχε δουλέψει στην ψαρόβαρκα του πατέρα της, η οποία ήταν ολόιδια με εκείνες στον πίνακα, στο δέλτα που ονομαζόταν τα Δάχτυλα του Δράκοντα, πριν ονειρευτεί καν να έρθει στην Ταρ Βάλον. Ακόμα και τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει από τότε που είχε ανεβεί στην Έδρα, δεν την είχαν κάνει να νιώθει άνετα μέσα σε πολυτέλειες. Το υπνοδωμάτιό της ήταν ακόμα πιο απλό.
Δέκα χρόνια με το επιτραχήλιο, σκέφτηκε. Σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε που αποφάσισα να σαλπάρω σε αυτά τα επικίνδυνα νερά. Κι αν γλιστρήσω τώρα, θα ευχηθώ να ήμουν στην πατρίδα, μαζεύοντας δίχτυα.
Στριφογύρισε όταν άκουσε έναν ήχο. Μια άλλη Άες Σεντάι είχε χωθεί στο δωμάτιο, μια γυναίκα με σκούρο δέρμα και μαύρα, κοντοκομμένα μαλλιά. Η Σιουάν πρόφτασε να κρατήσει τη φωνή της σταθερή και να πει μόνο αυτό που αναμενόταν. «Ναι, Ληάνε;»
Η Τηρήτρια των Χρονικών έκανε μια βαθιά υπόκλιση, την ίδια που θα έκανε αν ήταν κι άλλοι παρόντες στο δωμάτιο. Η ψηλή Άες Σεντάι, ψηλή ακόμα και για άντρας, στο Λευκό Πύργο είχε μόνο την Έδρα της Άμερλιν ανώτερη της ― η Σιουάν τη γνώριζε από τότε που ήταν μαζί μαθητευόμενες και μερικές φορές η Ληάνε φύλαγε την αξιοπρέπεια του αξιώματος της Άμερλιν με τόση ισχυρογνωμοσύνη που της Σιουάν της ερχόταν να ουρλιάξει.
«Έχει έρθει η Βέριν, Μητέρα, και ζητά να σου μιλήσει. Της είπα ότι έχεις δουλειά, αλλά αυτή θέλει —»
«Δεν έχω τόση δουλειά που να μην προλαβαίνω να της μιλήσω», είπε η Σιουάν. Ήξερε ότι είχε βιαστεί να το πει, αλλά δεν την ένοιαζε. «Στείλε τη μέσα. Δεν υπάρχει λόγος να μείνεις κι εσύ, Ληάνε. Θα της μιλήσω μόνη μου».
Το μόνο δείγμα ότι η Τηρήτρια είχε εκπλαγεί ήταν ένα τρεμοπαίξιμο των φρυδιών της. Η Άμερλιν σπανίως έβλεπε οποιονδήποτε, ακόμα και βασίλισσες, δίχως να είναι μπροστά η Τηρήτρια. Αλλά η Άμερλιν ήταν η Άμερλιν. Η Ληάνε βγήκε υποκλινόμενη και σε λίγες στιγμές της θέση της πήρε η Βέριν, η οποία γονάτισε για να φιλήσει το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο δάχτυλο της Σιουάν. Η Καφέ αδελφή είχε παραμάσχαλα ένα μεγαλούτσικο δερμάτινο σακουλάκι.
«Σε ευχαριστώ που με δέχτηκες, Μητέρα», είπε η Βέριν καθώς σηκωνόταν. «Έχω επείγοντα νέα από το Φάλμε. Και πολύ περισσότερα. Δεν ξέρω από πού να αρχίσω».
«Άρχισε απ’ όπου θέλεις», είπε η Σιουάν. «Αυτά τα δωμάτια έχουν ξόρκια, σε περίπτωση που θελήσει κανείς να χρησιμοποιήσει παιδικά κόλπα για να κρυφακούσει». Η Βέριν ύψωσε έκπληκτη τα φρύδια και η Άμερλιν πρόσθεσε: «Πολλά άλλαξαν από τότε που έφυγες. Μίλα».
«Το πιο σημαντικό, λοιπόν. Ο Ραντ αλ’Θορ αυτοαναγορεύτηκε Αναγεννημένος Δράκοντας».
Η Σιουάν ένιωσε να χαλαρώνει ένα σφίξιμο που είχε στο στήθος της. «Έλπιζα να είναι αυτός», είπε μαλακά. «Είχα αναφορές από γυναίκες, που μπορούσαν να μου πουν μόνο ό,τι είχαν ακούσει, καθώς και φήμες με το τσουβάλι, που έρχονταν με τα πλοία των εμπόρων και τις άμαξες των πραματευτάδων, αλλά δεν μπορούσα να είμαι βέβαιη». Ανάσανε βαθιά. «Αλλά νομίζω ότι μπορώ να πω ποια μέρα συνέβη. Ήξερες ότι οι δύο ψεύτικοι Δράκοντες δεν ενοχλούν πια τον κόσμο;»
«Δεν το είχα ακούσει, Μητέρα. Είναι καλή είδηση».
«Ναι. Ο Μάζριμ Τάιμ είναι στα χέρια των αδελφών μας στη Σαλδαία και το φουκαρά τον Χάντον Μιρκ, το Φως να λυπηθεί την ψυχή του, τον πήραν οι Δακρινοί και τον εκτέλεσαν επιτόπου. Κανένας δεν φαίνεται να ξέρει έστω και το όνομά του. Και οι δύο νικήθηκαν την ίδια μέρα και, σύμφωνα με τις φήμες, υπό τις ίδιες συνθήκες. Ήταν πάνω στη μάχη και νικούσαν, όταν ξαφνικά ένα δυνατό φως άστραψε στον ουρανό και ένα όραμα εμφανίστηκε, μόνο για μια στιγμή. Υπάρχουν πάνω από δέκα διαφορετικές εκδοχές για το τι να ήταν, αλλά και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το ίδιο. Το άλογο του ψεύτικου Δράκοντα ανασηκώθηκε και τον πέταξε κάτω. Αυτός έμεινε λιπόθυμος, οι οπαδοί του κραύγασαν πως ήταν νεκρός, το έσκασαν από το πεδίο της μάχης κι αυτός συνελήφθη. Κάποιες αναφορές που έχω μιλούν για οράματα στον ουρανό, πάνω από το Φάλμε. Πάω στοίχημα ένα χρυσό μάρκο, με αντάλλαγμα μια πέρκα που την ψάρεψαν πριν από μια βδομάδα από το δέλτα, ότι εκείνη τη στιγμή αυτοαναγορεύτηκε ο Ραντ αλ’Θορ Αναγεννημένος Δράκοντας».
«Ο αληθινός Δράκοντας αναγεννήθηκε», είπε η Βέριν, μονολογώντας σχεδόν, «κι έτσι το Σχήμα δεν έχει χώρο για ψεύτικους Δράκοντες πια. Εξαπολύσαμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα στον κόσμο. Το Φως να μας λυπηθεί».
Η Άμερλιν κούνησε ενοχλημένη το κεφάλι. «Κάναμε αυτό που έπρεπε να γίνει». Κι αν το μάθει ακόμα και η πιο φρέσκια μαθητευόμενη, θα με σιγανέψουν πριν καν προλάβει να χαράξει η μέρα, αν δεν με κάνουν πρώτα κομματάκια. Εμένα, τη Μουαραίν, τη Βέριν και μάλλον όποια άλλη θεωρήσουν φίλη μας. Δεν ήταν εύκολο να κάνεις τέτοια μεγάλη συνωμοσία όταν ήξεραν γι’ αυτή μόνο τρεις γυναίκες, όταν ακόμα και μια στενή φίλη τους θα τις πρόδιδε και θα θεωρούσε ότι είχε κάνει καλά το καθήκον της. Φως μου, μακάρι να ήμουν σίγουρη ότι δεν θα είχε άδικο κάνοντας τέτοιο πράγμα. «Τουλάχιστον είναι ασφαλής στα χέρια της Μουαραίν. Αυτή θα τον καθοδηγήσει και θα κάνει ό,τι πρέπει να γίνει. Τι άλλο έχεις να μου πεις, Κόρη μου;»
Αντί για άλλη απάντηση, η Βέριν ακούμπησε το δερμάτινο σακίδιο στο τραπέζι και έβγαλε ένα γυριστό, χρυσό κέρας, με μια αργυρή γραφή χαραγμένη ολόγυρα στο πλατύ χωνί του. Ακούμπησε το κέρας στο τραπέζι και μετά κοίταξε την Άμερλιν με ήρεμη προσμονή.
Η Σιουάν δεν χρειαζόταν να είναι κοντά και να διαβάσει τη γραφή για να καταλάβει τι έλεγε. Τία μι άβεν Μοριντίν ισάιντε βαντίν. «Ο τάφος δεν είναι εμπόδιο στο κάλεσμά μου». «Το Κέρας του Βαλίρ;» είπε με κομμένη την ανάσα. «Το έφερες ως εδώ, διασχίζοντας εκατοντάδες λεύγες, με τους Κυνηγούς να ψάχνουν γι’ αυτό παντού; Μα το Φως, γυναίκα, έπρεπε να μείνει στον Ραντ αλ’Θορ».
«Το ξέρω, Μητέρα», είπε γαλήνια η Βέριν, «αλλά οι Κυνηγοί περιμένουν να το βρουν σε μια θαυμαστή περιπέτεια, όχι σε ένα σακί, με τέσσερις γυναίκες που συνοδεύουν έναν άρρωστο νεανία. Και, επίσης, δεν θα βοηθούσε καθόλου τον Ραντ».
«Τι εννοείς; Πρέπει να πολεμήσει στην Τάρμον Γκάι’ντον. Το Κέρας θα καλέσει νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Μήπως έκανε πάλι καινούριο σχέδιο η Μουαραίν χωρίς να με συμβουλευτεί;»
«Δεν είναι δουλειά της Μουαραίν αυτό, Μητέρα. Εμείς κάνουμε τα σχέδιά μας, αλλά ο Τροχός υφαίνει το Σχήμα όπως το θέλει. Ο Ραντ δεν ήταν ο πρώτος που ήχησε το Κέρας. Αυτό το έκανε ο Μάτριμ Κώθον. Και τώρα ο Ματ κείτεται πιο κάτω, ετοιμοθάνατος, εξαιτίας της σχέσης του με το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ. Εκτός αν μπορέσουμε να τον Θεραπεύσουμε εδώ».
Η Σιουάν ανατρίχιασε. Η Σαντάρ Λογκόθ, μια νεκρή πόλη, η οποία ήταν τόσο μολυσμένη που ακόμα και οι Τρόλοκ φοβούνταν να μπουν ― και καλά έκαναν. Κατά τύχη, ένα εγχειρίδιο από εκείνο το μέρος είχε καταλήξει στα χέρια του νεαρού Ματ, στρεβλώνοντας και μολύνοντάς τον με το κακό που είχε αφανίσει την πόλη πριν από τόσο καιρό. Σκοτώνοντάς τον. Κατά τύχη; Ή εξαιτίας τον Σχήματος; Στο κάτω-κάτω, είναι κι αυτός τα’βίρεν. Αλλά... ο Ματ ήχησε το Κέρας. Άρα...
«Όσο ζει ο Ματ», συνέχισε η Βέριν, «το Κέρας του Βαλίρ είναι ένα απλό κέρας για όλους τους άλλους. Αν, φυσικά, πεθάνει, τότε κάποιος άλλος μπορεί να το ηχήσει και να πλάσει ένα καινούριο δεσμό ανάμεσα σε αυτόν και στο Κέρας». Το βλέμμα της ήταν αταλάντευτο και ανεπηρέαστο απ’ αυτό που έμοιαζε να προτείνει.
«Πολλοί θα πεθάνουν μέχρι να τελειώσουμε, Κόρη μου». Και ποιον άλλο θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να το ηχήσει πάλι; Δεν θα ρισκάρω τώρα να το επιστρέψω στη Μουαραίν. Ίσως έναν από τους Γκαϊντίν. Ίσως, «Το Σχήμα ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει τη μοίρα του».
«Μάλιστα, Μητέρα. Και το Κέρας;»
«Προς το παρόν», είπε τελικά η Άμερλιν, «θα βρούμε ένα μέρος να το κρύψουμε, το οποίο θα ξέρουμε μονάχα εμείς οι δυο. Έπειτα, θα συλλογιστώ τι θα γίνει».
Η Βέριν ένευσε. «Ό,τι πεις, Μητέρα. Φυσικά, λίγες ώρες θα σε βοηθήσουν να πάρεις μια απόφαση».
«Αυτά είναι όσα έχεις να μου πεις;» είπε κοφτά τη Σιουάν. «Αν ναι, τότε έχω να ασχοληθώ και με εκείνες τις φυγάδες».
«Υπάρχει το θέμα των Σωντσάν, Μητέρα».
«Τι έγινε με αυτούς; Όλες οι αναφορές που είχα λένε ότι το έσκασαν και διέσχισαν τον ωκεανό, ή πήγαν εκεί απ’ όπου ήρθαν, τέλος πάντων».
«Έτσι φαίνεται, Μητέρα. Αλλά φοβάμαι ότι ίσως χρειαστεί να τους αντιμετωπίσουμε πάλι». Η Βέριν έβγαλε ένα μικρό, δερματόδετο σημειωματάριο από τη ζώνη της και το ξεφύλλισε. «Ονόμαζαν τους εαυτούς τους Πρόδρομους, Εκείνους που Έρχονται Πριν, και μιλούσαν για το Γυρισμό, καθώς και για το γεγονός ότι θα διεκδικούσαν πάλι τη γη για δική τους. Σημείωσα όλα όσα άκουσα γι’ αυτούς. Μόνο απ’ όσους πράγματι τους είδαν, φυσικά, ή είχαν δοσοληψίες μαζί τους».
«Βέριν, ανησυχείς για ένα λιονταρόψαρο στα ανοιχτά, εκεί, στη Θάλασσα των Καταιγίδων, ενώ εδώ και τώρα τα ασημόκαρφα μασουλάνε και κουρελιάζουν τα δίχτυα μας».
Η Καφέ αδελφή συνέχισε να γυρνά τα φύλλα. «Πολύ ταιριαστή μεταφορά, Μητέρα, αυτή με το λιονταρόψαρο. Κάποτε είχα δει ένα μεγάλο καρχαρία, τον οποίο είχε κυνηγήσει ένα λιονταρόψαρο αναγκάζοντάς τον να βγει στα ρηχά νερά, όπου και πέθανε». Χτύπησε μια σελίδα με το δάχτυλό της. «Ναι. Αυτό είναι το χειρότερο. Μητέρα, οι Σωντσάν χρησιμοποιούν τη Μία Δύναμη στη μάχη. Τη χρησιμοποιούν ως όπλο».
Η Σιουάν έσφιξε με δύναμη τα χέρια στη μέση της. Το ίδιο έλεγαν και οι αναφορές που είχε λάβει με τα περιστέρια. Οι πιο πολλοί το ήξεραν από δεύτερο χέρι, αλλά υπήρχαν κάποιες γυναίκες που είχαν γράψει πως το είχαν δει με τα μάτια τους. Τη Δύναμη να χρησιμοποιείται ως όπλο. Ακόμα και το ξερό μελάνι στο χαρτί μετέδιδε ένα ίχνος υστερίας όταν έγραφαν γι’ αυτό. «Αυτό ήδη μας έχει βάλει σε μπελάδες, Βέριν, και θα φέρει κι άλλους όσο διαδίδονται οι ιστορίες και όσο διογκώνονται με τη διάδοση τους. Αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Μου είπαν ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν φύγει, Κόρη μου. Έχεις οποιαδήποτε ένδειξη για το αντίθετο;»
«Ε, όχι, Μητέρα, αλλά —»
«Μέχρι να βρεις, ας ασχοληθούμε με τα ασημόκαρφα που πρέπει να τα βγάλουμε από τα δίχτυα μας, πριν αρχίσουν να ανοίγουν τρύπες και στη βάρκα».
Η Βέριν έκλεισε απρόθυμα το σημειωματάριο και το έχωσε ξανά στη ζώνη της, «Ό,τι πεις, Μητέρα. Θα ήθελα να ρωτήσω, τι σκοπεύεις να κάνεις με τη Νυνάβε και τις άλλες δύο κοπέλες;»
Η Άμερλιν κοντοστάθηκε συλλογισμένη. «Όταν τελειώσουν όλα, θα παρακαλάνε να ήταν στο λιμάνι και να πουλούσαν τα κορμιά τους για δόλωμα». Ήταν η απλή αλήθεια, αλλά μπορούσε κανείς να την ερμηνεύσει με πολλούς τρόπους. «Λοιπόν. Κάτσε κάτω και πες μου όλα όσα είπαν και έκαναν αυτές οι τρεις, όσο καιρό ήταν μαζί τους. Όλα».