Η μαυρομάτα ξανανέβηκε στο τραπέζι της και έπιασε πάλι να τραγουδά, με τρεμάμενη φωνή. Ο Πέριν ήξερε το σκοπό ως «Ο Πετεινός της κυρα-Αϋνόρας» και παρ’ όλο που, για άλλη μια φορά, τα λόγια ήταν αλλιώτικα, προς απογοήτευσή του —και προς αμηχανία του για την απογοήτευση αυτή― μιλούσε πράγματι για έναν πετεινό. Ακόμα και η κυρά Λούχαν δεν θα το αποδοκίμαζε. Φως μου, χειρότερος από τον Ματ έγινα.
Κανένας από τους θεατές δεν διαμαρτυρήθηκε· κάποιοι φάνηκαν λίγο απογοητευμένοι, αλλά έμοιαζαν να προσδοκούν κι αυτοί, όσο και η τραγουδίστρια, την επιδοκιμασία της Μουαραίν. Κανένας δεν ήθελε να προσβάλλει μια Άες Σεντάι, ακόμα και κατά την απουσία της. Ο Μπίλι επέστρεψε και μάζεψε ακόμα δύο Φαιούς Ανθρώπους· κάποιοι από τους άντρες που άκουγαν τα τραγούδια κοίταξαν τα πτώματα και κούνησαν το κεφάλι. Ένας έφτυσε στο ροκανίδι.
Ο Λαν πλησίασε τον Πέριν και στάθηκε μπροστά του. «Πώς τους κατάλαβες, σιδερά;» ρώτησε ήσυχα. «Η δυσωδία του κακού που κουβαλούν δεν είναι αρκετή για να τους νιώσουμε η Μουαραίν κι εγώ. Φαιοί Ανθρωποι έχουν περπατήσει ανάμεσα από εκατό φρουρούς χωρίς να τους προσέξει κανείς, δίπλα κι από Προμάχους».
Ο Πέριν, έχοντας έντονη επίγνωση ότι το βλέμμα της Ζαρίν ήταν πάνω του, προστιάθησε να χαμηλώσει τη φωνή του περισσότερο απ’ του Λαν. «Τους... τους μύρισα. Τους έχω μυρίσει κι άλλοτε, στην Τζάρα και το Ρέμεν, αλλά πάντα η μυρωδιά χανόταν. Και τις δυο φορές είχαν φύγει πριν φτάσουμε». Δεν ήξερε αν η Ζαρίν τον είχε ακούσει ή όχι· η κοπέλα έγερνε μπροστά προσπαθώντας να ακούσει ― προσπαθώντας, επίσης, να μη δείξει ότι αυτό έκανε.
«Ακολουθούσαν τον Ραντ τότε. Ακολουθούν εσένα τώρα, σιδερά». Ο Πρόμαχος εξωτερικά δεν φαινόταν ξαφνιασμένος. Ύψωσε τη φωνή του σε πιο φυσιολογικό επίπεδο. «Θα βγω έξω να ρίξω μια ματιά, σιδερά. Τα μάτια σου ίσως δουν κάτι που θα ξέφευγε από μένα». Ο Πέριν ένευσε· ήταν δείγμα της ανησυχίας του Προμάχου το γεγονός ότι είχε ζητήσει βοήθεια. «Ογκιρανέ, κι ο δικός σου λαός βλέπει καλύτερα».
«Α, ναι», είπε ο Λόιαλ. «Μάλλον θα μπορούσα να ρίξω κι εγώ καμιά ματιά». Τα μεγάλα, στρογγυλά μάτια του γύρισαν προς τους δύο Φαιούς Ανθρώπους, που βρίσκονταν ακόμα στο πάτωμα. «Δεν θα μου περνούσε από το μυαλό ότι υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω. Εσένα;»
«Τι ψάχνουμε, βραχοπρόσωπε;» ρώτησε η Ζαρίν.
Ο Λαν την κοίταξε για μια στιγμή και μετά κούνησε το κεφάλι, σαν να είχε αποφασίσει να μην πει κάτι. «Για ό,τι βρούμε, μικρή. Θα το καταλάβω όταν το δω».
Ο Πέριν σκέφτηκε να ανέβει πάνω για να πάρει το τσεκούρι του, αλλά ο Πρόμαχος ξεκίνησε προς την πόρτα και δεν φορούσε το σπαθί του. Σχεδόν δεν το χρειάζεται, σκέφτηκε δύσθυμα ο Πέριν. Είναι σχεδόν εξίσου επικίνδυνος χωρίς αυτό, όπως και με αυτό. Δεν άφησε το καρεκλοπόδαρο καθώς τον ακολουθούσε. Είδε με ανακούφιση τη Ζαρίν να κρατά ακόμα το μαχαίρι της.
Πυκνά, μαύρα σύννεφα στροβιλίζονταν από πάνω τους. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός στο προχωρημένο σούρουπο και άδειος από ανθρώπους, οι οποίοι, προφανώς, δεν ήθελαν να τους πιάσει η βροχή. Κάποιος έτρεχε σε μια γέφυρα πιο κάτω· ήταν το μόνο άτομο που έβλεπε ο Πέριν ολόγυρά τους. Ο αέρας δυνάμωνε, παρασέρνοντας ένα κουρέλι στις ανώμαλες πέτρες του δρόμου· ένα άλλο, που είχε πιαστεί στην άκρη μιας από αυτές τις πέτρες, ανέμιζε αφήνοντας ξερούς ήχους. Ακούστηκε ο βρυχηθμός μακρόσυρτων βροντών.
Ο Πέριν σούφρωσε τη μύτη του. Στον άνεμο υπήρχε η μυρωδιά πυροτεχνημάτων. Όχι, δεν είναι ακριβώς σαν πυροτεχνήματα. Ήταν μια μυρωδιά σαν από καμένο θειάφι. Σχεδόν.
Η Ζαρίν χτύπησε ελαφρά το καρεκλοπόδαρο στα χέρια του, με τη λεπίδα του μαχαιριού της. «Είσαι δυνατός, άντρακλα. Τσάκισες την καρέκλα σαν να ήταν κλαράκι».
Ο Πέριν γρύλισε. Συνειδητοποίησε ότι είχε ισιώσει το κορμί και μετά καμπούριασε εσκεμμένα. Χαζό κορίτσι! Η Ζαρίν γέλασε χαμηλόφωνα κι αυτός ξαφνικά δεν ήξερε αν έπρεπε να ορθωθεί ή να μείνει όπως ήταν. Τι βλακεία! Αυτή τη φορά απευθυνόταν στον εαυτό του. Κανονικά, πρέπει να ψάχνεις. Τι, όμως; Δεν έβλεπε παρά μόνο το δρόμο, δεν μύριζε παρά μόνο τη σχεδόν σβησμένη οσμή του καμένου θειαφιού. Και τη Ζαρίν, φυσικά.
Ο Λόιαλ φαινόταν κι αυτός να αναρωτιέται τι έψαχνε. Έξυσε το φουντωτό αυτί του, κοίταξε το δρόμο προς τη μια κατεύθυνση, ύστερα προς την άλλη και μετά έξυσε το άλλο του αυτί. Έπειτα, σήκωσε το βλέμμα στη στέγη του πανδοχείου.
Ο Λαν εμφανίστηκε από το σοκάκι πλάι στο πανδοχείο και βγήκε στο δρόμο, με βλέμμα που εξέταζε τις πιο σκοτεινές σκιές κατά μήκος των κτιρίων.
«Μπορεί να του ξέφυγε κάτι», μουρμούρισε ο Πέριν, αν και δυσκολευόταν να πιστέψει τέτοιο πράγμα. Στράφηκε προς το δρομάκι. Κανονικά πρέπει να ψάχνω, άρα ας ψάξω. Μπορεί να τον ξέφυγε κάτι.
Ο Λαν είχε σταματήσει λίγο πιο κάτω στο δρόμο και κοίταζε τις πέτρες του στενού δρόμου μπροστά στα πόδια του. Ο Πρόμαχος ξεκίνησε για το πανδοχείο, περπατώντας με γοργό βήμα, αλλά κοιτάζοντας το δρόμο μπροστά του, σαν να ακολουθούσε κάτι. Ό,τι κι αν ήταν, οδηγούσε κατευθείαν σε ένα από τα πεζούλια ίππευσης, σχεδόν δίπλα από την είσοδο του πανδοχείου. Σταμάτησε εκεί, κοιτάζοντας το πάνω μέρος του γκρίζου, πέτρινου πεζουλιού.
Ο Πέριν αποφάσισε να μην μπει στο δρομάκι —κατ’ αρχάς, βρωμούσε όσο και τα κανάλια σε αυτή τη συνοικία του Ίλιαν― και αντί γι’ αυτό πλησίασε τον Λαν. Είδε, αμέσως, αυτό που ατένιζε ο Πρόμαχος. Βαθουλωμένα στο πάνω μέρος του πέτρινου πεζουλιού ίππευσης ήταν δύο αχνάρια, σαν ένα πελώριο λαγωνικό να είχε ακουμπήσει εκεί τις πατούσες του. Η μυρωδιά του καμένου θειαφιού ήταν πιο δυνατή εδώ. Τα σκυλιά δεν αφήνουν πατημασιές στην πέτρα. Φως μου, αφού δεν αφήνουν! Διέκρινε, επίσης, τη διαδρομή που είχε ακολουθήσει κι ο Λαν. Το κυνηγόσκυλο είχε έρθει από το δρόμο ως το πεζούλι, έπειτα είχε γυρίσει και είχε επιστρέψει, ακολουθώντας την ίδια διαδρομή προς τα πίσω, αφήνοντας αχνάρια στην πέτρα σαν να ήταν οργωμένο χωράφι. Μα δεν αφήνουν!
«Σκοτεινόσκυλο», είπε ο Λαν και η Ζαρίν άφησε μια κοφτή κραυγή. Ο Λόιαλ βόγκηξε απαλά. Απαλά, για Ογκιρανό. «Τα Σκοτεινόσκυλα δεν αφήνουν ίχνη στο χώμα, σιδερά, ούτε ακόμα και στη λάσπη, αλλά με την πέτρα είναι αλλιώς. Από τους Πολέμους των Τρόλοκ έχει να φανεί Σκοτεινόσκυλο νοτιότερα από τα Όρη του Χαμού. Θα έλεγα ότι αυτό κάτι κυνηγούσε. Και τώρα που το βρήκε, πήγε να το πει στον αφέντη του».
Εμένα; σκέφτηκε ο Πέριν. Φαιοί Άνθρωποι και Σκοτεινόσκυλα να κυνηγούν εμένα; Αυτό είναι τρελό!
«Πας να μου πεις ότι η Νιέντα είχε δίκιο;» απαίτησε να μάθει η Ζαρίν με τρεμουλιαστή φωνή. «Ο γερο-Σκοτεινός στ’ αλήθεια βγήκε καβάλα στο Τρελό Κυνήγι; Φως μου! Πάντα νόμιζα πως είναι απλό παραμύθι».
«Μη γίνεσαι τελείως ανόητη, μικρή», είπε τραχιά ο Λαν. «Αν ο Σκοτεινός ήταν ελεύθερος, τότε θα ήμασταν κάτι χειρότερο από νεκροί τώρα». Κοίταξε στο δρόμο, τη διαδρομή που έδειχναν τα ίχνη. «Αλλά τα Σκοτεινόσκυλα είναι πραγματικά. Επικίνδυνα σχεδόν όσο και οι Μυρντράαλ και πιο δύσκολο να τα σκοτώσεις».
«Να που τώρα μπλέκεις και τους Άρπαγες», μουρμούρισε η Ζαρίν. «Φαιοί Ανθρωποι. Άρπαγες. Σκοτεινόσκυλα. Καλά θα κάνεις να με πας και στο Κέρας του Βαλίρ, αγροτόπαιδο. Τι άλλες εκπλήξεις μου ετοιμάζεις;»
«Όχι ερωτήσεις», της είπε ο Λαν. «Ακόμα ξέρεις λίγα κι έτσι η Μουαραίν θα μπορούσε να σε αποδεσμεύσει από τον όρκο σου, αν ορκιζόσουν να μη μας ακολουθήσεις. Θα δεχτώ εγώ τον όρκο σου και μπορείς να φύγεις τώρα αμέσως. Θα ήταν συνετό εκ μέρους σου».
«Δεν με τρομάζεις, βραχοπρόσωπε», είπε η Ζαρίν. «Δεν τρομάζω εύκολα». Αλλά η φωνή της έδειχνε φόβο. Το ίδιο και η μυρωδιά της.
«Έχω μια ερώτηση», είπε ο Πέριν, «και θέλω μια απάντηση. Δεν ένιωσες το Σκοτεινόσκυλο, Λαν, ούτε και η Μουαραίν. Γιατί όχι;»
Ο Πρόμαχος έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Η απάντηση σε αυτό, σιδερά», είπε τελικά με βλοσυρό ύφος, «μπορεί να είναι κάτι περισσότερο απ’ αυτό που θα θέλαμε να μάθουμε εγώ ή εσύ. Ελπίζω η απάντηση να μη μας σκοτώσει όλους. Εσείς οι τρεις κοιμηθείτε όσο μπορείτε. Αμφιβάλλω αν θα περάσουμε τη νύχτα στο Ίλιαν και φοβάμαι πως έχουμε ένα δύσκολο ταξίδι μπροστά μας».
«Τι θα κάνεις;» ρώτησε ο Πέριν.
«Πάω να βρω τη Μουαραίν. Θέλω να της πω για το Σκοτεινόσκυλο. Σίγουρα δεν θα θυμώσει μαζί μου που την ακολούθησα γι’ αυτό το λόγο, μιας και, διαφορετικά, θα το καταλάβαινε μόνο τη στιγμή που θα της ξέσκιζε το λαιμό».
Τη στιγμή που ξανάμπαιναν στο πανδοχείο, οι πρώτες μεγάλες στάλες της βροχής πιτσίλιζαν το καλντερίμι. Ο Μπίλι είχε απομακρύνει και τους τελευταίους Φαιούς Ανθρώπους και σκούπιζε το ροκανίδι εκεί που είχαν ματώσει. Η μαυρομάτα τραγουδούσε ένα θλιμμένο τραγούδι, για ένα αγόρι που άφηνε την αγάπη του. Η κυρά Λούχαν θα το είχε κατευχαριστηθεί.
Ο Λαν έτρεξε μπροστά τους, διέσχισε την κοινή αίθουσα και ανέβηκε τη σκάλα. Όταν ο Πέριν έφτασε στον πρώτο όροφο, ο Πρόμαχος είχε ήδη αρχίσει να κατεβαίνει, ενώ ταυτόχρονα έκλεινε την πόρπη της ζώνης του, με το μανδύα που άλλαζε χρώματα να κρέμεται στο μπράτσο του, σαν να μην τον ένοιαζε ποιος θα τον έβλεπε.
«Αν το φορέσει αυτό σε μια πόλη...» Τα πυκνά μαλλιά του Λόιαλ σχεδόν χάιδεψαν το ταβάνι, καθώς κουνούσε το κεφάλι του. «Δεν ξέρω αν μπορώ να κοιμηθώ, αλλά θα προσπαθήσω. Τα όνειρα θα είναι πιο ευχάριστα από το να μείνω ξύπνιος».
Όχι πάντα, Λόιαλ, σκέφτηκε ο Πέριν, καθώς ο Ογκιρανός προχωρούσε στο διάδρομο.
Η Ζαρίν έμοιαζε να θέλει να μείνει μαζί του, αλλά αυτός της είπε να πάει να κοιμηθεί και της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα.
Κοιτάζοντας απρόθυμα το κρεβάτι του, γδύθηκε και έμεινε με το μακρύ εσώρουχό του.
«Πρέπει να μάθω», αναστέναξε και χώθηκε στο κρεβάτι. Έξω, η βροχή μαστίγωνε το κτίριο και οι βροντές αντηχούσαν ολόγυρα. Το αεράκι, που έμπαινε από το παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι του, έφερνε λίγη από τη δροσιά της βροχής, αλλά μάλλον δεν θα του χρειάζονταν οι κουβέρτες που ήταν αφημένες στο στρώμα. Η τελευταία του σκέψη, πριν τον καταπιεί ο ύπνος, ήταν ότι πάλι είχε ξεχάσει να ανάψει κερί, παρ’ όλο που το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Απρόσεκτε. Δεν πρέπει να είμαι απρόσεκτος. Η απροσεξία χαλάει τη δουλειά.
Όνειρα στροβιλίζονταν στο κεφάλι του. Σκοτεινόσκυλα που τον κυνηγούσαν δεν τα έβλεπε, αλλά άκουγε τα αλυχτήματά τους. Ξέθωροι και Φαιοί Άνθρωποι. Ένας ψηλός, λεπτός άντρας εμφανιζόταν συνεχώς μέσα τους, με πλούσιο, κεντητό σακάκι και μπότες με χρυσά κρόσσια· συνήθως κρατούσε κάτι σαν σπαθί, το οποίο άστραφτε σαν τον ήλιο και γελούσε θριαμβευτικά. Μερικές φορές, ο άντρας αυτός καθόταν σε ένα θρόνο, ενώ βασιλιάδες και βασίλισσες σέρνονταν ταπεινωμένοι μπροστά του. Ήταν παράξενα αυτά τα όνειρα, σαν να μην ήταν δικά του.
Έπειτα, τα όνειρα άλλαξαν και ο Πέριν κατάλαβε ότι ήταν στο λυκίσιο όνειρο που έψαχνε. Αυτή τη φορά, έλπιζε να το βρει.
Στεκόταν στην επίπεδη κορυφή ενός ψηλού, πέτρινου οβελίσκου, με τον άνεμο να ανακατεύει τα μαλλιά του, φέρνοντας χίλιες ξερές οσμές και μια αμυδρή υπόνοια νερού, κρυμμένου κάπου μακριά. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως είχε μορφή λύκου και έψαυσε το σώμα του για να σιγουρευτεί ότι αυτό που έβλεπε ήταν πραγματικά ο εαυτός του. Είχε τα δικά του ρούχα, το πανωφόρι, το παντελόνι και τις μπότες του· κρατούσε το τόξο του και η φαρέτρα κρεμόταν στο πλευρό του. Ο πέλεκυς δεν ήταν εκεί.
«Άλτη! Άλτη, πού είσαι;» Ο λύκος δεν ήρθε.
Άγρια βουνά τον κύκλωναν, καθώς και άλλοι ψηλοί οβελίσκοι, τους οποίους χώριζαν άγονες πεδιάδες, τραχιές πλαγιές και, κάποιες φορές, μεγάλα υψίπεδα, που ορθώνονταν από το έδαφος με απόκρημνα τοιχώματα. Φύτρωναν πράγματα, μα τίποτα δεν άνθιζε. Σκληρό, κοντό χορτάρι. Στριφογυριστοί, γεμάτοι αγκάθια θάμνοι, καθώς και άλλα πράγματα, που έμοιαζαν να έχουν αγκάθια στα παχιά φύλλα τους. Σκορπισμένα, κοντά δέντρα, στρεβλωμένα από τον άνεμο. Όμως οι λύκοι μπορούσαν να βρουν κυνήγι ακόμα και σε αυτή τη γη.
Καθώς κοίταζε αυτή την τραχιά γη, ένας κύκλος σκότους ξαφνικά έσβησε ένα μέρος των βουνών δεν μπορούσε να πει αν το σκοτάδι ήταν ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του, ή αν ήταν κοντά στα βουνά, αλλά έμοιαζε να βλέπει μέσα απ’ αυτό, καθώς και παραπέρα. Έβλεπε τον Ματ, που κουνούσε ένα κύπελλο με ζάρια. Ο αντίπαλός του κοιτούσε τον Ματ με μάτια φλογισμένα. Ο Ματ δεν φαινόταν να βλέπει τον άντρα, αλλά ο Πέριν τον ήξερε.
«Ματ!» φώναξε. «Είναι ο Μπα’άλζαμον! Φως μου, Ματ, παίζεις ζάρια με τον Μπα’άλζαμον!»
Ο Ματ έριξε τη ζαριά του και καθώς τα ζάρια στριφογυρνούσαν, το όραμα έσβησε και το σκοτεινό μέρος ξανάγινε ξερά βουνά.
«Άλτη!» Ο Πέριν γύρισε αργά, κοιτάζοντας προς κάθε κατεύθυνση. Κοίταξε ακόμα και ψηλά στον ουρανό —τώρα μπορεί και πετάει― όπου σύννεφα υπόσχονταν βροχή, την οποία το έδαφος κάτω από την κορυφή του οβελίσκου θα έπινε την ίδια στιγμή. «Άλτη!»
Σκοτάδι σχηματίστηκε ανάμεσα στα σύννεφα, μια τρύπα προς κάποιο άλλο μέρος. Η Εγκουέν, η Νυνάβε και η Ηλαίην στέκονταν κοιτάζοντας ένα πελώριο, μεταλλικό κλουβί με ανεβασμένη πόρτα, που την κρατούσε ένα βαρύ ελατήριο. Μπήκαν μέσα και σήκωσαν μαζί τα χέρια για να τραβήξουν το σύρτη. Η πόρτα με τα κάγκελα έκλεισε πίσω τους. Μια γυναίκα με τα μαλλιά πλεγμένα όλα σε κοτσίδες γέλασε μαζί τους και μια άλλη, ντυμένη από πάνω ως κάτω στα λευκά, γέλασε με την πρώτη. Η τρύπα στον ουρανό έκλεισε και έμειναν μόνο τα σύννεφα.
«Άλτη, πού είσαι;» φώναξε. «Σε χρειάζομαι! Άλτη!»
Και ο δασύτριχος λύκος ήταν τώρα μπροστά του, πέφτοντας στην κορυφή του οβελίσκου σαν να είχε πηδήξει από κάποιο ψηλότερο μέρος.
Επικίνδυνο. Σε προειδοποιώ, Νεαρέ Ταύρε. Πολύ νέος. Ακόμα πολύ καινούριος.
«Είναι ανάγκη να μάθω, Άλτη. Είπες ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δω. Πρέπει να δω κι άλλα, να μάθω κι άλλα». Δίστασε, ενώ σκεφτόταν τον Ματ, την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην. «Τα παράξενα πράγματα που βλέπω εδώ... είναι πραγματικά;» Ο Άλτης έστελνε το μήνυμά του αργά, σαν να ήταν τόσο απλό, που ο λύκος δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να το εξηγήσει, ή πώς να το κάνει. Τελικά, όμως, κάτι έφτασε.
Αυτό που είναι πραγματικό, δεν είναι πραγματικό. Αυτό που δεν είναι πραγματικό, είναι πραγματικό. Η σάρκα είναι ένα όνειρο και τα όνειρα έχουν σάρκα.
«Αυτό δεν μου λέει τίποτα, Άλτη. Δεν καταλαβαίνω». Ο λύκος τον κοίταξε, σαν να είχε πει ότι δεν καταλάβαινε ότι το νερό είναι υγρό. «Είπες ότι έπρεπε να δω κάτι και μου έδειξες τον Μπα’άλζαμον και τη Λανφίαρ».
Το Δόντι της Καρδιάς. Η Σεληνοκυνηγός.
«Γιατί μου τους έδειξες, Άλτη; Γιατί έπρεπε να τους δω;»
Το Τελευταίο Κυνήγι έρχεται. Θλίψη γέμισε το μήνυμα, καθώς και μια αίσθηση αναπόφευκτου. Ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να γίνει.
«Δεν καταλαβαίνω! Το Τελευταίο Κυνήγι; Ποιο Τελευταίο Κυνήγι; Άλτη, απόψε ήρθαν Φαιοί Άνθρωποι για να με σκοτώσουν».
Οι Μη Νεκροί σε κυνηγούν;
«Ναι! Οι Φαιοί Άνθρωποι! Με ακολουθούν! Κι ένα Σκοτεινόσκυλο ήταν ακριβώς έξω από το πανδοχείο! Θέλω να μάθω τι με κυνηγά».
Σκιοαδέλφια! Ο Άλτης ζάρωσε, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, σχεδόν σαν να περίμενε επίθεση. Έχουμε πολύ καιρό να δούμε τα Σκιοαδέλφια. Πρέπει να φύγεις, Νεαρέ Ταύρε. Μεγάλος κίνδυνος! Πρέπει να ξεφύγεις από τα Σκιοαδέλφια!
«Γιατί με κυνηγάνε, Άλτη; Εσύ ξέρεις, καταλαβαίνω ότι ξέρεις!»
Πρέπει να ξεφύγεις, Νεαρέ Ταύρε. Ο Άλτης πήδηξε, χτυπώντας με τα μπροστινά του πέλματα τον Πέριν στο στήθος και αναποδογυρίζοντάς τον, έτσι ώστε να πέσει από την άκρη. Να ξεφύγεις από τα Σκιοαδέλφια.
Ο άνεμος σφύριζε στα αυτιά του, καθώς ο Πέριν έπεφτε. Ο Άλτης και η πλατιά κορυφή του οβελίσκου μίκρυναν από πάνω του. «Γιατί, Άλτη;» φώναξε. «Πρέπει να μάθω το γιατί».
Έρχεται το Τελευταίο Κυνήγι.
Θα έσκαγε στο χώμα. Το ήξερε. Το έδαφος από κάτω του χιμούσε να τον βρει και ο Πέριν έσφιξε το σώμα του, για να ετοιμαστεί όταν θα χτυπούσε και...
Ξύπνησε με ένα τράνταγμα, κοιτάζοντας τη φλόγα στο κερί, που τρεμόπαιζε στο τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι του. Αστραπές φώτιζαν το παράθυρο και βροντές το τράνταζαν. «Τι εννοούσε, το Τελευταίο Κυνήγι;» μουρμούρισε. Δεν άναψα εγώ το κερί.
«Μιλάς μόνος σου. Και σπαρταράς στον ύπνο σου».
Πήδηξε και έβρισε τον εαυτό του που δεν είχε προσέξει τη μυρωδιά βοτάνων στον αέρα. Η Ζαρίν καθόταν σε ένα σκαμνί μακριά από το κερί, με τον αγκώνα στηριγμένο στο γόνατο, το πηγούνι στη γροθιά της, παρακολουθώντας τον.
«Είσαι τα’βίρεν», είπε, σαν να έπιανε έναν κατάλογο από την αρχή. «Ο Βραχοπρόσωπος νομίζει ότι τα αλλόκοτα μάτια σου μπορούν να δουν πράγματα που ξεφεύγουν από τα δικά του. Φαιοί Άνθρωποι θέλουν να σε σκοτώσουν. Ταξιδεύεις μαζί με μια Άες Σεντάι, έναν Πρόμαχο κι έναν Ογκιρανό. Ελευθερώνεις αιχμαλωτισμένους Λελίτες και σκοτώνεις Λευκομανδίτες. Ποιος είσαι, αγροτόπαιδο, ο Αναγεννημένος Δράκοντας;» Η φωνή της Ζαρίν έλεγε ότι ήταν ίο πιο γελοίο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί, αλλά και πάλι σάλεψε ανήσυχη. «Όποιος κι αν είσαι, άντρακλα», πρόσθεσε, «δεν θα ήταν άσχημα να είχες κι άλλες τρίχες στο στήθος».
Ο Πέριν στριφογύρισε βλαστημώντας και τράβηξε μια κουβέρτα ως το στέρνο του. Φως μου, όλο με κάνει να πηδάω, σαν βατράχι σε καυτή πέτρα. Το πρόσωπο της Ζαρίν ήταν στην άκρη των σκιών. Δεν ι ην έβλεπε καθαρά, παρά μόνο όταν οι αστραπές έπεφταν κοντά οίο παράθυρο και ο σκληρός φωτισμός τους έριχνε τις δικές του σκιές στη μύτη και τα ψηλά ζυγωματικά της. Ξαφνικά, θυμήθηκε τη Μιν, που του έλεγε ότι έπρεπε να το σκάσει από μια όμορφη γυναίκα. Όταν είχε αναγνωρίσει τη Λανφίαρ στο λυκίσιο όνειρο, είχε πιστέψει ότι εκείνη εννοούσε η Μιν —δεν του φαινόταν ότι μπορούσε μια γυναίκα να είναι ομορφότερη από τη Λανφίαρ― αλλά ήταν μόνο στο όνειρο. Η Ζαρίν καθόταν εκεί και τον κοίταζε με εκείνα τα μαύρα, γερτά μάτια, συλλογισμένη, μετρώντας τον. «Τι γυρεύεις εδώ;» ζήτησε να μάθει. «Τι θέλεις; Ποια είσαι;» Εκείνη έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε. «Είμαι η Φάιλε, αγροτόπαιδο, μια Κυνηγός του Κέρατος. Ποια νόμιζες ότι είμαι, η γυναίκα των ονείρων σου; Γιατί τινάχτηκες έτσι; Λες και σε έσκιαξα».
Πριν ο Πέριν βρει λόγια για να της απαντήσει, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και βρόντηξε στον τοίχο. Η Μουαραίν στάθηκε στην είσοδο, με πρόσωπο χλωμό και βλοσυρό, σαν το θάνατο. «Τα λυκίσια όνειρά σου μιλάνε αληθινά, σαν Ονειρεύτριας, Πέριν. Οι Αποδιωγμένοι έχουν ελευθερωθεί και ένας απ’ αυτούς κυβερνά το Ίλιαν».