4 Σκιές που Κοιμούνται

Στη μεγάλη αίθουσα του πανδοχείου επικρατούσε παγωνιά, παρά τη φωτιά που τριζοβολούσε στο πλατύ, πέτρινο τζάκι. Ο Πέριν έτριψε τα χέρια του μπροστά στις φλόγες, αλλά δεν μπορούσε να τα ζεστάνει. Το κρύο, όμως, του χάριζε μια παράδοξη ανακούφιση, σαν να ήταν ασπίδα. Ασπίδα για ποιο πράγμα, ο νους του δεν το έβρισκε. Κάτι μουρμούριζε στο βάθος του μυαλού του, ένας αμυδρός ήχος, που ακουγόταν αμυδρά και χτυπούσε να μπει μέσα.

«Θα το παρατήσεις, λοιπόν. Είναι το καλύτερο για σένα. Έλα. Κάθισε, να μιλήσουμε».

Ο Πέριν γύρισε να δει αυτόν που του μιλούσε. Τα στρογγυλά τραπέζια, που ήταν σκορπισμένα ολόγυρα στο δωμάτιο, ήταν άδεια και υπήρχε μονάχα ένας άντρας, που καθόταν σε μια γωνία, στις σκιές. Η υπόλοιπη αίθουσα ήταν σαν να είχε ομίχλη, έμοιαζε περισσότερο με εντύπωση παρά με κτίριο, ειδικά τα σημεία που ο Πέριν δεν τα κοίταζε απευθείας. Ξανακοίταξε τη φωτιά· τώρα έκαιγε σε τζάκι καμωμένο από τούβλα. Για κάποιο λόγο, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν τον τάραζε. Θα έπρεπε. Μα δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί όχι.

Ο άντρας του έκανε νόημα να πλησιάσει και ο Πέριν σίμωσε το τραπέζι. Ένα τετράγωνο τραπέζι. Τα τραπέζια ήταν τετράγωνα. Συνοφρυώθηκε, έκανε να αγγίξει το τραπέζι, αλλά τράβηξε το χέρι του πίσω. Δεν υπήρχαν λάμπες σε εκείνη τη γωνιά του δωματίου και παρά το φως που υπήρχε αλλού, ο άντρας και το τραπέζι του ήταν σχεδόν στη σκιά, κόντευαν να γίνουν ένα με τη θολούρα.

Ο Πέριν είχε την αίσθηση ότι γνώριζε τον άλλο, όμως ήταν αμυδρή, όπως και όλα όσα έβλεπε με την άκρη του ματιού του. Ο άνθρωπος ήταν μεσήλικας, εμφανίσιμος, τα ρούχα του πολυτελή και δεν ταίριαζαν σε ένα πανδοχείο χωριού σαν κι αυτό: σκούρα βελούδα, σχεδόν μαύρα, με άσπρες δαντέλες να ξεχύνονται από το γιακά και τα μανίκια του. Καθόταν αλύγιστος και μερικές φορές πίεζε το στήθος του, σαν να πονούσε, όταν κουνιόταν. Τα μαύρα μάτια του ήταν στυλωμένα στο πρόσωπο του Πέριν έμοιαζαν με αστραφτερές κουκκίδες στις σκιές.

«Τι να παρατήσω;» ρώτησε ο Πέριν.

«Αυτό, βεβαίως». Ο άντρας, με μια κίνηση του κεφαλιού, έδειξε το τσεκούρι στη μέση του Πέριν. Φαινόταν έκπληκτος, σαν να ήταν μια συζήτηση που είχαν ξανακάνει, μια παλιά λογομαχία που την έπιαναν άλλη μια φορά.

Ο Πέριν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι το τσεκούρι ήταν εκεί, δεν είχε νιώσει το βάρος να του τραβά τη ζώνη. Αγγιξε τη λεπίδα, που έμοιαζε με μισοφέγγαρο και το χοντρό καρφί που την ισορροπούσε. Το ατσάλι έμοιαζε συμπαγές. Πιο συμπαγές από κάθε τι άλλο εκεί πέρα. Ίσως πιο συμπαγές κι από τον ίδιο. Άφησε το χέρι του εκεί, για να κρατιέται από κάτι πραγματικό.

«Το σκέφτηκα», είπε, «μα δεν νομίζω ότι μπορώ. Ακόμα όχι». Ακόμα όχι; Το πανδοχείο φάνηκε να τρεμοσβήνει και στο μυαλό του ξανακούστηκε το μουρμουρητό. Όχι! Το μουρμουρητό ξεθώριασε.

«Όχι;» Ο άντρας χαμογέλασε ― ένα χαμόγελο ψυχρό. «Είσαι σιδεράς, αγόρι μου. Και μάλιστα καλός, απ’ ό,τι έμαθα. Τα χέρια σου φτιάχτηκαν για το σφυρί, όχι για το τσεκούρι. Για να φτιάχνουν πράγματα, όχι για να σκοτώνουν. Ξαναγύρνα σ’ αυτό, πριν να είναι πολύ αργά».

Ο Πέριν ένιωσε ότι ένευε. «Ναι. Αλλά είμαι τα’βίρεν». Ποτέ άλλοτε δεν το είχε πει φωναχτά. Μα ήδη το ξέρει. Ήταν βέβαιος γι’ αυτό, αν και δεν ήξερε γιατί.

Για μια στιγμή, το χαμόγελο του άλλου έγινε ένας μορφασμός, ύστερα όμως ξαναφάνηκε ακόμα πιο δυνατό. Είχε μια ψυχρή δύναμη. «Υπάρχουν τρόποι για να αλλάξει κάποιος τα πράγματα, αγόρι μου. Τρόποι για να αποφύγει ακόμα και το πεπρωμένο. Κάθισε και θα μιλήσουμε γι’ αυτούς». Οι σκιές φάνηκαν να τρεμοπαίζουν και να πυκνώνουν, να απλώνονται.

Ο Πέριν έκανε ένα βήμα πίσω, μένοντας μέσα στο φως. «Δεν το νομίζω».

«Τουλάχιστον πιες ένα ποτό μαζί μου. Για τα χρόνια που πέρασαν και τα χρόνια που θα έρθουν. Να, και μετά θα βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά». Το κύπελλο που έσπρωξε ο άντρας στο τραπέζι πριν μια στιγμή δεν υπήρχε εκεί. Άστραφτε, λαμπερό ασημένιο και το σκούρο κόκκινο, σαν αίμα, κρασί έφτανε ως το χείλος.

Ο Πέριν περιεργάστηκε το πρόσωπο του άλλου. Οι σκιές έμοιαζαν να καταπίνουν τα χαρακτηριστικά του, σαν μανδύας Προμάχου, φτάνοντας ακόμα κι ως τα διαπεραστικά μάτια του. Το σκοτάδι τύλιγε τον άντρα, τον αγκάλιαζε. Τα μάτια του είχαν κάτι, κάτι που στον Πέριν φαινόταν ότι, ίσως, κατάφερνε να το θυμηθεί, αν έβαζε τα δυνατά του. Το μουρμουρητό ξανάρθε.

«Όχι», είπε. Απευθυνόταν στον απαλό ήχο μέσα στο κεφάλι του, όμως, όταν τα χείλη του άλλου σφίχτηκαν με θυμό, με μια αναλαμπή οργής, που πνίγηκε την ίδια στιγμή που ξεσπούσε, ο Πέριν αποφάσισε ότι η απάντησή του ίσχυε και για το κρασί. «Δεν διψάω».

Γύρισε κι έκανε να πάει στην πόρτα. Το τζάκι ήταν από στρογγυλεμένες, ποταμίσιες κροκάλες· μερικά μακριά τραπέζια γέμιζαν την αίθουσα. Ξαφνικά, επιθύμησε να βρεθεί έξω, να βρεθεί οπουδήποτε, αρκεί να ήταν μακριά απ’ αυτό τον άνθρωπο.

«Δεν θα έχεις πολλές ευκαιρίες», είπε πίσω του ο άντρας, με τραχιά φωνή. «Τρία νήματα πλεγμένα μαζί, που μοιράζονται καθένα τον όλεθρο του άλλου. Όταν κοπεί το ένα, κόβονται όλα. Το πεπρωμένο μπορεί να σε σκοτώσει, ή ίσως και να σου επιφυλάσσει κάτι χειρότερο».

Ο Πέριν ένιωσε, ξαφνικά, μια κάψα στη ράχη του, που δυνάμωσε και χάθηκε εξίσου γοργά, σαν να είχαν ανοιγοκλείσει οι πόρτες ενός πελώριου καμινιού. Ξαφνιασμένος, γύρισε προς την αίθουσα. Ήταν άδεια.

Δεν είναι παρά ένα όνειρο, σκέφτηκε, τρέμοντας από το κρύο και τότε όλα άλλαξαν.

Κοίταξε στον καθρέφτη· ένα μέρος του εαυτού του δεν καταλάβαινε τι έβλεπε, ένα άλλο εν μέρει το αποδεχόταν. Ένα χρυσόχρωμο κράνος σε σχήμα κεφαλής λιονταριού στεκόταν στο κεφάλι του, σαν να ήταν η φυσική του θέση. Χρυσά φύλλα κάλυπταν τον καλοσμιλεμένο θώρακα της πανοπλίας του και χρυσά ποικίλματα στόλιζαν τα σιδηρόπλεκτα καλύμματα και τις πλάκες στα χέρια και τα πόδια του. Μόνο ο πέλεκυς στο πλευρό του ήταν απλός. Μια φωνή —η δική του― του ψιθύρισε στο νου ότι τον προτιμούσε από κάθε άλλο όπλο, ότι τον είχε πάρει χίλιες φορές, σε εκατό μάχες. Όχι! Θέλησε να τον βγάλει, να τον πετάξει. Δεν μπορώ! Στο μυαλό του ακουγόταν ένας ήχος, δυνατότερος από μουρμουρητό, σχεδόν τον καταλάβαινε.

«Ένας άντρας που του μέλλεται δόξα».

Γύρισε από τον καθρέφτη γοργά και αντίκρισε εμπρός του την πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει ποτέ. Δεν πρόσεξε τίποτα άλλο στην αίθουσα, δεν νοιάστηκε να δει τίποτα, εκτός απ’ αυτήν. Τα μάτια της ήταν λιμνούλες από νύχτα, η επιδερμίδα της λευκή και απαλή, σίγουρα πιο μαλακή κι από το άσπρο, μεταξωτό φόρεμα της. Όταν τον πλησίασε, το στόμα του ξεράθηκε. Συνειδητοποίησε ότι όλες οι άλλες γυναίκες που είχε δει ποτέ του ήταν αδέξιες και άχαρες. Ανατρίχιασε κι αναρωτήθηκε γιατί ένιωθε κρύο.

«Ο άντρας πρέπει να αρπάζει το πεπρωμένο του και με τα δύο χέρια», του είπε χαμογελώντας. Το χαμόγελο σχεδόν αρκούσε για να τον ζεστάνει. Ήταν ψηλή, μια παλάμη ύψος ακόμα και θα μπορούσε να τον κοιτάξει ίσια στα μάτια. Ασημένιες χτένες συγκρατούσαν μαλλιά πιο μαύρα κι από φτερά κορακιού. Μια πλατιά ζώνη από ασημένιους κρίκους τυλιγόταν γύρω από μια τόσο λεπτή μέση, που ο Πέριν μπορούσε να την αγκαλιάσει με τις παλάμες του.

«Ναι», της ψιθύρισε. Μέσα του, η αίσθηση της έκπληξης πάλευε με τη διάθεσή του να συμφωνήσει. Δεν είχε ανάγκη από δόξα. Αλλά, όταν του το είπε εκείνη, ένιωσε πως δεν ήθελε τίποτα άλλο.

«Θέλω να πω...» Το μουρμουρητό του έγδερνε το κρανίο. «Όχι!» Το μουρμουρητό χάθηκε και, για μια στιγμή, και η διάθεση του να συμφωνήσει μαζί της. Σχεδόν. Σήκωσε το χέρι στο κεφάλι του, άγγιξε το χρυσό κράνος, το έβγαλε. «Δεν... δεν νομίζω να θέλω αυτό το πράγμα. Δεν είναι δικό μου».

«Δεν το θέλεις;» Εκείνη γέλασε. «Ποιος άντρας με αίμα στις φλέβες του δεν θα ζητούσε τη δόξα; Τόση δόξα όση θα αποχτούσες αν είχες ηχήσει το Κέρας του Βαλίρ».

«Δεν το θέλω», είπε, αν και ένα μέρος του εαυτού του κραύγασε ότι αυτό ήταν ψέμα. Το Κέρας του Βαλίρ. Το Κέρας ήχησε και η επέλαση άρχισε. Ο θάνατος κάλπαζε δίπλα τον κι όμως, η γυναίκα τον περίμενε πάλι εκεί μπροστά. Η ερωμένη του. Η καταστροφή του. «Όχι! Εγώ είμαι σιδεράς».

Το χαμόγελό της φανέρωνε οίκτο. «Πόσο ασήμαντο είναι αυτό που θέλεις. Δεν πρέπει να ακούς εκείνους που θέλουν να σε παρασύρουν μακριά από το πεπρωμένο σου. Θέλουν να σε ταπεινώσουν, να σε εξευτελίσουν. Να σε καταστρέψουν. Πολεμώντας τη μοίρα, μόνο πόνο θα κερδίσεις. Γιατί να προτιμήσεις τον πόνο, εκεί που μπορείς να έχεις τη δόξα; Εκεί που θα θυμούνται το όνομά σου, μαζί με όλους τους ήρωες των θρύλων;»

«Δεν είμαι ήρωας».

«Δεν ξέρεις ούτε τα μισά απ’ όσα είσαι, απ’ όσα μπορείς να γίνεις. Έλα, πιες μαζί μου, για τη μοίρα και τη δόξα». Στο χέρι της είχε ένα αστραφτερό, ασημένιο κύπελλο, γεμάτο κρασί, σαν αίμα. «Πιες».

Αυτός κοίταξε το κύπελλο κι έσμιξε τα φρύδια. Υπήρχε κάτι... κάτι γνώριμο εκεί. Ένα γρύλισμα τράνταξε το μυαλό του. «Όχι!» Πάλεψε να του ξεφύγει, αρνήθηκε να το ακούσει. «Όχι!»

Εκείνη του πρότεινε το χρυσό κύπελλο. «Πιες».

Χρυσό; Μα, νόμιζα πως ήταν... Ήταν... Η σκέψη έμεινε ημιτελής. Αλλά, μέσα στη σύγχυσή του, ο ήχος ξανακούστηκε μέσα του, επιτακτικός, απαιτούσε να ακουστεί. «Όχι», είπε. «Όχι!» Κοίταξε το χρυσό κράνος στα χέρια του και το πέταξε στην άκρη. «Είμαι ένας σιδεράς. Είμαι...» Ο ήχος μέσα στο κεφάλι του τον πολέμησε, πάσχισε να ακουστεί. Ο Πέριν αγκάλιασε το κεφάλι του για να τον διώξει, αλλά αυτό τον έφερε πιο κοντά. «Εγώ... είμαι... άνθρωπος!» φώναξε.

Τον τύλιξε το σκοτάδι, μα η φωνή της τον ακολούθησε ψιθυριστή. «Η νύχτα είναι πάντα εκεί και τα όνειρα έρχονται σε όλους τους ανθρώπους. Ειδικά σε σένα, αγρίμι μου. Κι εγώ θα είμαι πάντα στα όνειρά σου».

Ησυχία.

Κατέβασε τα χέρια. Το σώμα του είχε ξαναγυρίσει στο πανωφόρι και στο παντελόνι του, που ήταν γερά και καλοφτιαγμένα, αν και απλά. Ρούχα κατάλληλα για σιδερά, για κάθε χωρικό. Όμως, σπανίως τα πρόσεχε.

Στεκόταν σε μια πέτρινη γέφυρα με χαμηλό κιγκλίδωμα, που κύρτωνε ανάμεσα σε πλατιά, πέτρινα υποστηρίγματα με επίπεδες κορυφές, υποστηρίγματα που υψώνονταν από βάθη τα οποία ακόμα και τα μάτια του δεν μπορούσαν να δουν. Το φως θα ήταν αχνό για τα μάτια κάθε άλλου· ακόμα κι ο ίδιος δεν διέκρινε από πού ερχόταν. Απλώς υπήρχε. Όπου κι αν κοίταζε, δεξιά ή αριστερά, πάνω ή κάτω, υπήρχαν κι άλλες γέφυρες, κι άλλα υποστηρίγματα, κι άλλες ράμπες δίχως βάση. Δεν έμοιαζαν να έχουν τελειωμό, ούτε τάξη. Και το χειρότερο, μερικές ράμπες στηρίζονταν σε κορυφές υποστηριγμάτων που κανονικά έπρεπε να είναι ακριβώς πάνω από τα προηγούμενα. Ολόγυρα αντηχούσαν νερά που πάφλαζαν ο ήχος έμοιαζε να έρχεται ταυτοχρόνως από παντού. Ανατρίχιασε από το κρύο.

Ξαφνικά, με την άκρη του ματιού του έπιασε μια κίνηση και, δίχως να το σκεφτεί, ζάρωσε πίσω από το πέτρινο προστατευτικό. Ήταν επικίνδυνο να τον δουν. Δεν ήξερε γιατί, αλλά ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Έτσι απλώς το ήξερε.

Κοίταξε επιφυλακτικά πάνω από το προστατευτικό, έψαξε να δει τι κινούνταν. Κάτι λευκό πετάρισε φευγαλέα σε μια μακρινή ράμπα. Μια γυναίκα, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, αν και δεν μπορούσε να τη διακρίνει. Μια γυναίκα με άσπρο φόρεμα, που κάπου πήγαινε βιαστικά.

Σε μια γέφυρα λιγάκι πιο κάτω του, πολύ πιο κοντινή απ’ όσο η ράμπα όπου βρισκόταν η γυναίκα, εμφανίστηκε ξαφνικά ένας άντρας, ψηλός, σκοτεινός και λεπτός, με ασημιές αποχρώσεις στα μαύρα μαλλιά που του χάριζαν σεβάσμια όψη και σκουροπράσινο πανωφόρι, ποικιλμένο με χρυσαφένια φύλλα. Χρυσά στολίσματα κάλυπταν τη ζώνη και το πουγκί του, πετράδια άστραφταν στο θηκάρι του εγχειριδίου του και χρυσές δαντέλες αγκάλιαζαν ψηλά τις μπότες του. Από πού είχε έρθει;

Άλλος ένας άντρας άρχισε να προχωρά στη γέφυρα από την άλλη πλευρά, έχοντας εμφανιστεί ξαφνικά, όπως και ο πρώτος. Μαύρες ρίγες κατηφόριζαν στα φουσκωτά μανίκια του κόκκινου πανωφοριού νου και άσπρη δαντέλα κρεμόταν από το γιακά και τα μανικέτια του. Οι μπότες του είχαν τόσα αργυρά στολίσματα, που σχεδόν δεν φαινόταν το δέρμα. Ήταν κοντύτερος από τον άντρα τον οποίον πήγαινε να συναντήσει και πιο σωματώδης, με κοντοκουρεμένα μαλλιά, κάτασπρα όσο η δαντέλα του. Η ηλικία του, όμως, δεν σήμαινε ότι ήταν αδύναμος. Οι δρασκελιές του είχαν την ίδια αλαζονική δύναμη που έδειχνε και ο άλλος.

Οι άντρες πλησίασαν ο ένας τον άλλο επιφυλακτικά. Σαν έμποροι αλόγων, που ξέρουν ότι ο άλλος έχει να τους πουλήσει κουτσαμένη φοράδα, σκέφτηκε ο Πέριν.

Οι άντρες άρχισαν να μιλάνε. Ο Πέριν τέντωσε τα αυτιά του, αλλά δεν άκουγε παρά ένα μουρμουρητό ανάμεσα στους αντίλαλους των παφλασμών. Έσμιγαν τα φρύδια, κοιτάζονταν άγρια, έκαναν απότομες χειρονομίες, σαν να ήταν έτοιμοι να χτυπηθούν. Δεν εμπιστεύονταν ο ένας τον άλλο. Του φάνηκε ότι μπορεί να μισούσε ο ένας τον άλλο.

Σήκωσε το βλέμμα ψάχνοντας για τη γυναίκα, μα εκείνη είχε χαθεί. Όταν το ξανακατέβασε, είχε έρθει και τρίτος άντρας κοντά στους άλλους δύο. Και με κάποιον τρόπο, από κάποιο μέρος, ο Πέριν τον ήξερε αμυδρά, σαν παλιά θύμηση. Ένας εμφανίσιμος άντρας, μεσήλικας, που φορούσε βελούδο σχεδόν κατάμαυρο και άσπρη δαντέλα. Σε κάποιο πανδοχείο, σκέφτηκε ο Πέριν. Και κάπου πριν απ αυτό. Κάτι.., Κάτι από το μακρινό παρελθόν, έτσι του φαινόταν. Αλλά η θύμηση δεν έλεγε να έρθει.

Οι δύο πρώτοι στέκονταν δίπλα-δίπλα τώρα, έχοντας γίνει αθέλητοι σύμμαχοι μπροστά στην παρουσία του νεοφερμένου. Αυτός τους φώναξε και κούνησε τη γροθιά του, ενώ εκείνοι σάλευαν αμήχανα, χωρίς να τολμούν να αντικρίσουν το βλέμμα του. Το μίσος που είχαν οι δυο μεταξύ τους δεν συγκρινόταν με το φόβο τους για τον τρίτο άντρα.

Τα μάτια τον, σκέφτηκε ο Πέριν. Τι παράξενο έχουν τα μάτια του;

Ο ψηλός άντρας με τη σκοτεινή εμφάνιση άρχισε να ανταπαντά, αργά στην αρχή, αλλά έπειτα με μια ένταση που ολοένα δυνάμωνε. Ο ασπρομάλλης τον μιμήθηκε και ξαφνικά η προσωρινή συμμαχία τους διαλύθηκε. Και οι τρεις κραύγασαν ταυτοχρόνως, καθένας στους δύο άλλους. Ξαφνικά, ο άντρας με τα μαύρα βελούδα σήκωσε κι άπλωσε τα χέρια του, σαν να απαιτούσε να σταματήσουν. Τότε τους τύλιξε μια πύρινη μπάλα που διαρκώς μεγάλωνε, μέχρι που τους έκρυψε, ενώ απλωνόταν όλο και πιο πέρα.

Ο Πέριν έκρυψε με τα χέρια το κεφάλι του και έπεσε πίσω από το πέτρινο κιγκλίδωμα. Ζάρωσε εκεί, ενώ ο άνεμος τον έδερνε και του έσχιζε τα ρούχα, ένας άνεμος καυτός σαν φωτιά. Ένας άνεμος που ήταν φωτιά. Παρά τα κλεισμένα μάτια του, μπορούσε να τον δει ― μια φλόγα που έλουζε τα πάντα, μια φλόγα που απλωνόταν παντού. Η πύρινη λαίλαπα βρυχήθηκε, περνώντας μέσα από το σώμα του· την ένιωσε να τον καίει, να τον τραβά, να προσπαθεί να τον καταπιεί και να σκορπίσει τις στάχτες του. Ούρλιαξε, προσπάθησε να κρατηθεί, ξέροντας ότι δεν θα το κατάφερνε.

Και ανάμεσα σε δύο χτύπους της καρδιάς του, ο άνεμος χάθηκε. Δεν είχε καταλαγιάσει, όμως, πρώτα. Τη μια στιγμή τον έδερνε μια πύρινη θύελλα και την επόμενη επικρατούσε απόλυτη γαλήνη. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν οι αντίλαλοι του νερού που έπεφτε.

Ο Πέριν ανακάθισε αργά, ψάχτηκε. Τα ρούχα του δεν είχαν καεί, ήταν άθικτα, το εκτεθειμένο δέρμα του απείραχτο. Μόνο η μνήμη της φωτιάς τον έκανε να πιστεύει ότι κάτι είχε συμβεί. Μια μνήμη στο μυαλό του μόνο· το σώμα δεν είχε καμία ανάμνηση.

Κοίταξε επιφυλακτικά πάνω από το προστατευτικό. Στις δύο άκρες της γέφυρας στην οποία στέκονταν οι άντρες, ξεπρόβαλλαν μόνο μερικά μισολιωμένα απομεινάρια. Από τους άντρες δεν είχε μείνει το παραμικρό ίχνος.

Ένα γαργαλητό στις τρίχες του σβέρκου του τον έκανε να σηκώσει το βλέμμα. Σε μια ράμπα πιο πάνω και στα δεξιά του στεκόταν ένας ταλαιπωρημένος, γκρίζος λύκος και τον κοίταζε.

«Όχι!» Πάλεψε να σταθεί όρθιος και το έβαλε στα πόδια. «Είναι όνειρο! Εφιάλτης! Θέλω να ξυπνήσω!» Έτρεξε και τα μάτια του θάμπωσαν. Οι θολούρες σάλεψαν. Ένας βόμβος γέμισε τα αυτιά του κι ύστερα έσβησε. Καθώς χανόταν, το θάμπωμα στα μάτια του καθάρισε.

Ανατρίχιασε από το κρύο και αντιλήφθηκε, με μεγάλη σιγουριά, ότι αυτό τώρα ήταν όνειρο. Είχε κάποια αμυδρή ανάμνηση από άλλα όνειρα, που είχαν προηγηθεί, αλλά γι’ αυτό εδώ το ήξερε. Είχε ξαναβρεθεί σ’ αυτό το μέρος προηγούμενες νύχτες και, παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τίποτα εδώ, ήξερε ότι ήταν όνειρο. Αυτή τη φορά, το ότι ήξερε δεν άλλαζε τίποτα.

Πελώριες κολώνες από στιλβωμένο κοκκινόξυλο περικύκλωναν τον πλατύ χώρο στον οποίο είχε βρεθεί, κάτω από μια θολωτή στέγη με ύψος τουλάχιστον πενήντα απλωσιές. Ακόμα και δυο άντρες μεγαλόσωμοι, σαν τον ίδιο, δεν θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν αυτές τις κολώνες. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με μεγάλα κομμάτια από πελεκημένες, ανοιχτόγκριζες πέτρες, που μπορεί να ήταν σκληρές, αλλά τις είχαν φθείρει αναρίθμητες γενιές ανθρώπων με τα πόδια τους.

Και στο κέντρο, κάτω από το θόλο, υπήρχε ο λόγος που είχαν έρθει όλοι αυτοί οι άνθρωποι σε τούτη την αίθουσα. Ένα σπαθί, που στεκόταν με τη λαβή προς τα κάτω, αιωρούνταν στον αέρα κι έμοιαζε να είναι σε σημείο που να μπορεί να το πιάσει ο οποιοσδήποτε. Περιστρεφόταν αργά, σαν να το άγγιζε κάποια πνοή αέρα. Όμως δεν ήταν στα αλήθεια σπαθί. Η λεπίδα, η λαβή και ο χειροφυλακτήρας έμοιαζαν φτιαγμένα από γυαλί, ή ίσως από κρύσταλλο, πιάνοντας το φως και διαθλώντας το σε χίλια λαμπυρίσματα και λάμψεις.

Ο Πέριν πήγε εκεί και άπλωσε το χέρι, όπως είχε κάνει όλες τις άλλες φορές. Θυμόταν καθαρά τι είχε κάνει. Η λαβή κρεμόταν εκεί, μπροστά στο πρόσωπό του, αρκούσε να απλώσει το χέρι. Όταν το χέρι του απείχε μισό μέτρο από το λαμπερό σπαθί, χτύπησε στον καθαρό αέρα, σαν να είχε αγγίξει πέτρα. Όπως ακριβώς ήξερε πως θα συνέβαινε. Έβαλε κι άλλη δύναμη, αλλά ήταν λες κι έσπρωχνε τοίχο. Το σπαθί στριφογύριζε και λαμπύριζε, μισό μέτρο παρακεί και άπιαστο, σαν την άλλη πλευρά του ωκεανού.

Καλαντόρ, Δεν ήξερε αν ο ψίθυρος ήταν μέσα στο κεφάλι του ή έξω· έμοιαζε να αντηχεί ολόγυρα στις κολώνες, απαλός σαν τον άνεμο, την ίδια στιγμή παντού, επίμονος. Καλαντόρ. Αυτός που με κρατά, κρατά το πεπρωμένο. Πάρε με και ζεκίνα το τελευταίο ταξίδι.

Ο Πέριν έκανε ένα βήμα πίσω, νιώθοντας ξαφνικά φοβισμένος. Αυτός ο ψίθυρος δεν είχε ακουστεί άλλη φορά. Άλλες τέσσερις φορές είχε δει αυτό το όνειρο —το θυμόταν ακόμα και τώρα· τέσσερις νύχτες, τη μια μετά την άλλη― κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που είχε αλλάξει κάτι.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

Ήταν ένας αλλιώτικος ψίθυρος, ο Πέριν ήξερε από πού και τινάχτηκε σαν να τον είχε αγγίξει Μυρντράαλ. Ένας λύκος στεκόταν εκεί, ανάμεσα στις κολώνες, ένας λύκος των βουνών, που του έφτανε σχεδόν ως τη μέση και το τρίχωμά του ήταν πυκνό και ασπρόγκριζο. Τον κοίταζε έντονα με μάτια κίτρινα, σαν του Πέριν.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

«Όχι», είπε με βραχνή φωνή ο Πέριν. «Όχι! Δεν θα σε αφήσω να μπεις! Δεν... θα... σε... αφήσω!»

Ξύπνησε κουνώντας ξέφρενα τα χέρια και ανακάθισε στην καλυβούλα του, τρέμοντας από το φόβο, το κρύο και το θυμό. «Δεν θα σε αφήσω», ψιθύρισε βραχνά.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι.

Η σκέψη ήταν ξεκάθαρη στο μυαλό του, αλλά δεν ήταν δική του.

Έρχονται οι Στρεβλωμένοι, αδελφέ.

Загрузка...