Το δωμάτιο που είχαν δώσει στην Εγκουέν, στον ίδιο εξώστη με τη Νυνάβε και την Ηλαίην, δεν ήταν πολύ διαφορετικό από το δωμάτιο της Νυνάβε. Το κρεβάτι της ήταν λίγο πιο φαρδύ, το τραπέζι λίγο πιο μικρό. Το χαλάκι της είχε λουλούδια, αντί για περγαμηνές. Αυτό ήταν όλο. Μετά τα καταλύματα των μαθητευόμενων έμοιαζε με δωμάτιο σε παλάτι, αλλά όταν οι τρεις τους μαζεύτηκαν εκεί αργά εκείνη τη νύχτα, η Εγκουέν ευχήθηκε να βρισκόταν ακόμα στους εξώστες των μαθητευομένων, δίχως δαχτυλίδι στο δάχτυλο και δίχως ρίγες στο φόρεμα. Οι άλλες δύο έμοιαζαν να μοιράζονται τη νευρικότητά της.
Για δύο ακόμα γεύματα είχαν δουλέψει στα μαγειρεία και στο ενδιάμεσο είχαν προσπαθήσει να βρουν μια άκρη απ’ αυτά που είχαν ανακαλύψει στην αποθήκη. Άραγε, ήταν παγίδα ή, μήπως, προσπάθεια να στρέψουν τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση; Άραγε, η Αμερλιν ήξερε γι’ αυτά κι αν ναι, τότε γιατί δεν τα είχε αναφέρει; Συζητώντας, απάντηση δεν βρήκαν και η Αμερλιν δεν εμφανίστηκε για να τη ρωτήσουν.
Η Βέριν είχε πάει στην κουζίνα μετά το μεσημεριανό και βλεφάρισε, σαν να μην ήξερε τι ζητούσε εκεί. Όταν είδε την Εγκουέν και τις άλλες δύο γονατισμένες ανάμεσα στις χύτρες και τα κατσαρολικά, για μια στιγμή φάνηκε έκπληκτη και μετά πλησίασε και ρώτησε, αρκετά δυνατά για να ακουστεί παντού: «Βρήκατε τίποτα;»
Η Ηλαίην, με το κεφάλι και τους ώμους μέσα σε μια θεόρατη κατσαρόλα της σούπας, κουτούλησε στο χείλος καθώς έβγαινε. Τα γαλάζια μάτια της έμοιαζαν τόσο μεγάλα που δέσποζαν στο πρόσωπό της.
«Τίποτα, εκτός από λίγδα και ιδρώτα, Λες Σεντάι», είπε η Νυνάβε. Τράβηξε την πλεξούδα της, αφήνοντας ένα λεκέ από πηχτή σούπα στις σκούρες τρίχες της και έκανε μια γκριμάτσα.
Η Βέριν ένευσε, σαν να ήταν αυτή η απάντηση που ήθελε. «Τότε, συνεχίστε το ψάξιμο». Ξανακοίταξε ολόγυρα το μαγειρείο σμίγοντας τα φρύδια, σαν να απορούσε που είχε βρεθεί εκεί πέρα και μετά έφυγε.
Η Αλάνα πήγε στην κουζίνα μετά το μεσημέρι, για να πάρει μια γαβάθα με μεγάλα, πράσινα μούρα και μια κανάτα κρασί, ενώ η Ελάιντα και αργότερα η Σέριαμ πήγαν μετά το δείπνο. Και η Ανάγια, επίσης.
Η Αλάνα είχε ρωτήσει την Εγκουέν αν ήθελε να μάθει περισσότερα για το Πράσινο Άτζα και ενδιαφέρθηκε για το πότε θα συνέχιζαν τις σπουδές τους. Το ότι οι Αποδεχθείσες επέλεγαν μόνες τα μαθήματά τους δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να μην κάνουν τίποτα. Οι πρώτες βδομάδες θα ήταν δύσκολες, βέβαια, αλλά έπρεπε να επιλέξουν, αλλιώς θα επέλεγαν άλλες γι’ αυτές.
Η Ελάιντα απλώς στάθηκε εκεί για λίγο, ατενίζοντάς τες με αυστηρό βλέμμα και με τα χέρια στους γοφούς. Η Σέριαμ έκανε το ίδιο, με σχεδόν ολόιδια πόζα. Η Ανάγια στάθηκε κι αυτή έτσι, αλλά το βλέμμα της έδειχνε περισσότερη έγνοια. Μέχρι τη στιγμή που τις είδε να την κοιτάζουν. Τότε, πήρε ίδια έκφραση με την Ελάιντα και τη Σέριαμ πιο πριν.
Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η Εγκουέν, αυτές οι επισκέψεις δεν σήμαιναν τίποτα. Η Κυρά των Μαθητευομένων, βεβαίως, είχε λόγο να τις προσέχει, όπως επίσης και τις άλλες μαθητευόμενες που εργάζονταν στα μαγειρεία και η Ελάιντα είχε λόγο να προσέχει την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ. Η Εγκουέν προσπάθησε να μη σκέφτεται ότι η Άες Σεντάι είχε δείξει περιέργεια για τον Ραντ. Όσο για την Αλάνα, δεν ήταν η μόνη Άες Σεντάι που ερχόταν να πάρει δίσκο για το δωμάτιο της, αντί να φάει με τις άλλες. Οι μισές αδελφές στον Πύργο ήταν τόσο απασχολημένες που δεν προλάβαιναν να φάνε, τόσο απασχολημένες που δεν προλάβαιναν να διατάξουν μια υπηρέτρια να φέρει φαγητό. Και η Ανάγια...; Η Ανάγια μπορεί να νοιαζόταν για την Ονειρεύτριά της. Όχι ότι θα έκανε κάτι για να απαλύνει την τιμωρία που είχε ορίσει προσωπικά η Έδρα της Άμερλιν. Μπορεί να ήταν αυτός ο λόγος που είχε πάει στην κουζίνα η Ανάγια. Μπορεί να ήταν.
Κρεμώντας το φόρεμά της στην ντουλάπα, η Εγκουέν ξανασκέφτηκε άλλη μια φορά ότι το στραβοπάτημα της Βέριν μπορεί να ήταν εντελώς συνηθισμένο· η Καφέ αδελφή συχνά ήταν αφηρημένη. Αν ήταν στραβοπάτημα. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού, σήκωσε την πουκαμίσα της και άρχισε να κατεβάζει τις κάλτσες της. Είχε αρχίσει να αντιπαθεί το λευκό όσο και το γκρίζο.
Η Νυνάβε στεκόταν μπροστά στο τζάκι με το θύλακο της Εγκουέν στο ένα χέρι, τραβώντας την κοτσίδα της. Η Ηλαίην καθόταν στο τραπέζι και προσπαθούσε νευρικά να ανοίξει συζήτηση.
«Το Πράσινο Άτζα», είπε η χρυσόμαλλη γυναίκα, για εικοστή φορά από το μεσημέρι, όπως υπολόγιζε η Εγκουέν. «Μπορεί προσωπικά να επιλέξω το Πράσινο Άτζα, Εγκουέν. Τότε θα μπορώ να έχω τρεις-τέσσερις Προμάχους, ίσως και να παντρευτώ έναν. Ποιος μπορεί να είναι καλύτερος για Βασιλικό Σύζυγο από έναν Πρόμαχο; Εκτός από...» Η φωνή της έσβησε και τα μάγουλά της κοκκίνισαν.
Η Εγκουέν ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας, κάτι που νόμιζε ότι είχε ξεπεράσει εδώ και καιρό, ανάμικτη με συμπάθεια. Φως μου, πώς μπορώ να νιώθω ζήλια, τη στιγμή που δεν μπορώ να κοιτάζω τον Γκάλαντ χωρίς να ανατριχιάσω και μαζί να νιώσω ότι λιώνω; Ο Ραντ ήταν δικός μου, αλλά όχι πια. Μακάρι να μπορούσα να σου τον δώσω, Ηλαίην, αλλά νομίζω πως δεν προορίζεται για κάποια από εμάς. Μπορεί να είναι όλα ωραία και καλά, αν η Κόρη-Διάδοχος παντρευτεί έναν απλό θνητό, αρκεί να είναι Αντοριανός, αλλά όχι και να παντρευτεί τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Άφησε τις κάλτσες της να πέσουν στο πάτωμα και σκέφτηκε ότι εκείνη τη νύχτα θα είχε με πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθεί από την τάξη. «Είμαι έτοιμη, Νυνάβε».
Η Νυνάβε της έδωσε το θύλακο και μια μακριά, λεπτή λωρίδα από δέρμα. «Ίσως να δουλεύει για περισσότερα από ένα άτομα ταυτόχρονα. Ίσως να μπορούσα... να έρθω μαζί σου».
Η Εγκουέν άφησε το πέτρινο δαχτυλίδι να πέσει στην παλάμη της, πέρασε από μέσα την πέτσινη λωρίδα και μετά την έδεσε γύρω από το λαιμό της. Οι φλέβες και οι πιτσιλάδες από γαλάζιο, καφέ και κόκκινο έμοιαζαν πιο έντονες τώρα, με φόντο τη λευκή πουκαμίσα της. «Και θα άφηνες την Ηλαίην να μας προσέχει και τις δύο μόνη της; Ενώ το Μαύρο Άτζα ίσως ξέρει για εμάς;»
«Μπορώ να το κάνω», είπε σθεναρά η Ηλαίην. «Ή μπορείς να με αφήσεις να έρθω μαζί σου και να μας φυλάει η Νυνάβε. Είναι η πιο δυνατή απ’ όλες μας όταν είναι θυμωμένη και, αν χρειαστούμε φρουρό, να είσαι σίγουρη ότι θα θυμώσει».
Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. «Κι αν δεν δουλεύει για δύο; Αν δοκιμάζοντας οι δύο, το κάνουμε να μη δουλέψει καθόλου; Δεν θα μπορέσουμε να το μάθουμε αυτό πριν ξυπνήσουμε και θα σπαταλήσουμε μια νύχτα. Δεν μπορούμε να χάσουμε ούτε μία. Ήδη είμαστε πολύ πίσω τους». Τούτα ήταν βάσιμα επιχειρήματα και τα πίστευε, αλλά υπήρχε κι άλλο ένα, πιο κοντά στην καρδιά της. «Εκτός αυτού, θα νιώθω καλύτερα ξέροντας ότι με παρακολουθείτε και οι δύο, σε περίπτωση...»
Δεν ήθελε να το πει. Σε περίπτωση που ερχόταν κάποιος, ενώ αυτή θα κοιμόταν. Οι Φαιοί Άνθρωποι. Το Μαύρο Άτζα. Κάποιος απ’ αυτούς που είχαν μετατρέψει το Λευκό Πύργο από ασφαλές λιμάνι σε σκοτεινό δάσος, γεμάτο λάκκους και δόκανα. Σε περίπτωση που ερχόταν κάτι, ενώ αυτή θα ήταν ξαπλωμένη εκεί, ανήμπορη. Τα πρόσωπά τους έδειχναν ότι την καταλάβαιναν.
Καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι και έβαζε ένα πουπουλένιο μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της, η Ηλαίην μετακίνησε τις καρέκλες, βάζοντας τες δεξιά κι αριστερά του κρεβατιού. Η Νυνάβε έσβησε ένα-ένα τα κεριά και μετά, στο σκοτάδι, κάθισε στη μια καρέκλα. Η Ηλαίην πήρε την άλλη.
Η Εγκουέν έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεφτεί πράγματα που θα την έκαναν να νυστάξει, αλλά ένιωθε έντονη την παρουσία του πράγματος που βρισκόταν ανάμεσα στα στήθη της. Το αισθανόταν πιο έντονα απ’ τους πόνους μετά την επίσκεψη της στο μελετητήριο της Σέριαμ. Το δαχτυλίδι έμοιαζε βαρύ τώρα, σαν τούβλο και οι εικόνες της πατρίδας της, με τις ήσυχες λιμνούλες, χάθηκαν μπροστά στη σκέψη του. Για τον Τελ’αράν’ριοντ. Τον Αθέατο Κόσμο. Τον Κόσμο των Ονείρων. Που περίμενε στην άλλη πλευρά του ύπνου.
Η Νυνάβε άρχιζε να μουρμουρίζει, να τραγουδά χαμηλόφωνα. Η Εγκουέν αναγνώρισε έναν ανώνυμο σκοπό, δίχως λέξεις, που της σιγοτραγουδούσε η μητέρα της όταν ήταν μικρή. Όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι, στο δωμάτιό της, με ένα αφράτο μαξιλάρι, ζεστές κουβέρτες και τις ανάμικτες μυρωδιές του ροδέλαιου και του φούρνου της μητέρας της και... Ραντ, είσαι καλά; Πέριν; Ποια ήταν; Ο ύπνος έφτασε.
Στεκόταν ανάμεσα σε κυματιστούς λόφους, στολισμένους με αγριολούλουδα και αραιά άλση από πυκνόφυλλα δέντρα στις κορυφές και τα βυθίσματά τους. Πεταλούδες πετούσαν πάνω από τα μπουμπούκια και δύο κορυδαλλοί κελαηδούσαν ο ένας στον άλλο εκεί κοντά. Μερικά αφράτα, λευκά σύννεφα έπλεαν στον απαλό, γαλανό ουρανό και η αύρα είχε εκείνη την ντελικάτη ισορροπία ανάμεσα στο κρύο και τη ζέστη, που εμφανιζόταν μόνο λίγες ξεχωριστές μέρες την άνοιξη. Ήταν μια μέρα τόσο τέλεια που αποκλείεται να ήταν οτιδήποτε άλλο παρά όνειρο.
Η Εγκουέν κοίταξε το φόρεμά της και γέλασε κατενθουσιασμένη. Ήταν ακριβώς η αγαπημένη της απόχρωση, από ουρανί μετάξι, με λευκές πινελιές κάτω από τη μέση —που άλλαξαν κι έγιναν πράσινες όταν κατσούφιασε για μια στιγμή― και κεντημένο με σειρές από μικρά μαργαριτάρια στα μανίκια και τον κόρφο. Σήκωσε το πόδι και είδε την άκρη ενός βελούδινου παπουτσιού. Η μόνη νότα παραφωνίας ήταν το στρεβλωμένο δαχτυλίδι από πολύχρωμη πέτρα, που κρεμόταν από το λαιμό της με ένα πέτσινο κορδόνι.
Πήρε το δαχτυλίδι στο χέρι και άφησε μια κοφτή κραυγή. Το ένιωθε ελαφρύ, σαν πούπουλο. Αν το πετούσε προς τα πάνω, ήταν σίγουρη ότι θα αιωρούνταν και θα έφευγε, σαν χνουδωτός σπόρος φυτού. Με κάποιον τρόπο, δεν το φοβόταν πλέον. Το έχωσε αμέσως στον κόρφο της, για να μην την εμποδίζει.
«Άρα, αυτός είναι ο Τελ’αράν’ριοντ της Βέριν», είπε. «Ο Κόσμος των Ονείρων της Κοριάνιν Νεντέαλ. Δεν μου φαίνεται επικίνδυνος». Αλλά η Βέριν είχε πει ότι ήταν επικίνδυνος. Η Εγκουέν δεν έβλεπε το λόγο που θα οδηγούσε μια Άες Σεντάι να πει ξεκάθαρο ψέμα, είτε ήταν του Μαύρου Άτζα, είτε όχι. Μπορεί να σφάλλει. Αλλά δεν το πίστευε αυτό για τη Βέριν.
Μόνο για να δει αν μπορούσε να το κάνει, ανοίχτηκε στη Μία Δύναμη. Το σαϊντάρ τη γέμισε. Ακόμα κι εδώ ήταν παρόν. Διαβίβασε ανάλαφρα τη ροή, την κατηύθυνε στην αύρα, κάνοντας τις πεταλούδες να στροβιλιστούν σε πολύχρωμες σπείρες, σε κύκλους που ενώνονταν με κύκλους.
Απότομα, το άφησε. Οι πεταλούδες ξαναγύρισαν στα δικά τους, αδιαφορώντας για τη σύντομη περιπέτειά τους. Οι Μυρντράαλ και κάποιοι άλλοι Σκιογέννητοι μπορούσαν να νιώσουν κάποια που διαβίβαζε τη Δύναμη. Κοιτάζοντας γύρω της, δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια πλάσματα σε αυτό το μέρος, αλλά το ότι δεν μπορούσε να τα φανταστεί δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν εκεί. Και το Μαύρο Άτζα είχε όλα αυτά τα τερ’ανγκριάλ που είχε μελετήσει η Κοριάνιν Νεντέαλ. Ήταν μια ανησυχητική υπενθύμιση του λόγου που την είχε φέρει εδώ.
«Τουλάχιστον, ξέρω ότι μπορώ να διαβιβάσω», μουρμούρισε. «Δεν μαθαίνω τίποτα, έτσι που στέκομαι εδώ. Ίσως, αν κοιτάξω εδώ γύρω...» Έκανε ένα βήμα...
...και βρέθηκε στον υγρό, σκοτεινό διάδρομο ενός πανδοχείου. Ήταν κόρη πανδοχέα· ήταν βέβαιη πως ήταν πανδοχείο. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος κι όλες οι πόρτες του διαδρόμου ήταν καλά κλεισμένες. Μόλις αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήταν πίσω από την απλή, ξύλινη πόρτα μπροστά της, αυτή άνοιξε αθόρυβα.
Το δωμάτιο πίσω από την πόρτα ήταν γυμνό και ο παγωμένος άνεμος φυσούσε από τα ανοιχτά παράθυρα, τινάζοντας τις σβησμένες στάχτες στο τζάκι. Ένα μεγάλο σκυλί ήταν κουλουριασμένο στο πάτωμα, με την ουρά του, όλο μπλεγμένες τρίχες, να ακουμπά πάνω στη μύτη του, ξαπλωμένο ανάμεσα στην πόρτα και σε μια χοντρή κολώνα από άτεχνα πελεκημένη, μαύρη πέτρα, που ορθωνόταν στη μέση του δωματίου. Ένας μεγαλόσωμος νεαρός με ανακατωμένα μαλλιά καθόταν ακουμπισμένος στην κολώνα, φορώντας μόνο τα εσώρουχά του, με το κεφάλι γερμένο, σαν να κοιμόταν. Μια χοντρή, μαύρη αλυσίδα ήταν περασμένη γύρω από την κολώνα και τη μέση του. Ο νεαρός έσφιγγε τις άκρες της αλυσίδας στις γροθιές του. Μπορεί να κοιμόταν, μπορεί και όχι, αλλά οι φουσκωμένοι μύες του μοχθούσαν για να κρατήσουν την αλυσίδα τεντωμένη, για να τον φυλακίσουν στην κολώνα.
«Πέριν;» είπε η Εγκουέν με απορία. Μπήκε στο δωμάτιο. «Πέριν, τι έπαθες; Πέριν!» Το σκυλί ξεκουλουριάστηκε και σηκώθηκε.
Δεν ήταν σκυλί μα λύκος, γκριζόμαυρος, με χείλη τραβηγμένα, που έδειχναν τα γυαλιστερά, άσπρα δόντια του και κίτρινα μάτια, που την κοίταζαν όπως θα κοίταζαν ένα ποντίκι. Ένα ποντίκι που ήθελε να το φάει.
Η Εγκουέν έκανε ασυναίσθητα ένα βιαστικό βήμα πίσω, στο διάδρομο. «Πέριν! Ξύπνα! Λύκος!» Η Βέριν είχε πει ότι αυτά που συνέβαιναν εδώ ήταν αληθινά και είχε την ουλή για να το αποδείξει. Τα δόντια του λύκου ήταν μακριά, σαν μαχαίρια. «Πέριν, ξύπνα! Πες του ότι είμαι φίλη!» Αγκάλιασε το σαϊντάρ. Ο λύκος πλησίασε απειλητικά.
Ο Πέριν σήκωσε το κεφάλι, τα μάτια του άνοιξαν νυσταγμένα. Τώρα, δύο ζευγάρια κίτρινα μάτια την ατένιζαν. Ο λύκος ετοιμάστηκε. «Όχι, Άλτη!» φώναξε ο Πέριν. «Εγκουέν!»
Η πόρτα έκλεισε στα μούτρα της και την τύλιξε το απόλυτο σκοτάδι.
Δεν μπορούσε να δει, αλλά ένιωθε τον ιδρώτα να γεμίζει στάλες το μέτωπό της. Όχι από τη ζέστη. Φως μου, πού είμαι; Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος. Θέλω να ξυπνήσω!
Ακούστηκε ένας απαλός ρόγχος και η Εγκουέν τινάχτηκε, πριν καταλάβει ότι ήταν ακρίδα. Ένας βάτραχος άφησε το μπάσο κρώξιμό του στο σκοτάδι και του απάντησε μια χορωδία ομοίων του. Καθώς τα μάτια της προσαρμόζονταν στο σκοτάδι, διέκρινε αμυδρά κάποια δέντρα ολόγυρά της. Σύννεφα έκρυβαν τα άστρα και το φεγγάρι ήταν μια λεπτή φέτα.
Στα δεξιά της, μέσα στο δάσος, υπήρχε άλλη μια λάμψη, που τρεμόπαιζε. Φωτιά αναμμένη από κάποιους για τη νύχτα.
Πριν σαλέψει, το συλλογίστηκε μια στιγμή. Πριν, είχε εκφράσει την επιθυμία να ξυπνήσει, αλλά αυτό δεν είχε αρκέσει για να την πάρει από τον Τελ’αράν’ριοντ και ακόμα δεν είχε βρει τίποτα χρήσιμο. Εξάλλου, δεν την είχε πειράξει τίποτα. Ακόμα, σκέφτηκε τρέμοντας. Αλλά δεν είχε ιδέα ποιοι —ή τι― ήταν σε αυτή τη φωτιά. Μπορεί να είναι Μυρντράαλ. Εκτός αυτού, δεν είμαι ντυμένη για να τρέχω στο δάσος. Αυτή η τελευταία σκέψη τη βοήθησε να αποφασίσει· καμάρωνε, επειδή ήξερε πότε φερόταν ανόητα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, μάζεψε τα μεταξωτά φουστάνια της και πλησίασε με προσοχή. Μπορεί να μην ήξερε για το δάσος όσα η Νυνάβε, αλλά ήξερε να αποφεύγει τα ξερά κλαριά. Στο τέλος, έφτασε και κρυφοκοίταξε τη φωτιά από τον κορμό μιας γέρικης βαλανιδιάς.
Μονάχα ένας ψηλός νεαρός ήταν εκεί, που καθόταν και ατένιζε τις φλόγες. Ο Ραντ. Αυτές οι φλόγες δεν έκαιγαν ξύλο. Δεν έκαιγαν τίποτα, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει. Η φωτιά χόρευε πάνω από ένα άδειο σημείο του εδάφους. Της φαινόταν ότι ούτε καν έκαιγε το χώμα.
Πριν προλάβει να σαλέψει, ο Ραντ ύψωσε το κεφάλι. Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε βλέποντάς τον να καπνίζει μια πίπα, απ’ όπου υψωνόταν στον αέρα μια λεπτή τολύπη καπνού ταμπάκ. Φαινόταν κουρασμένος, κατάκοπος.
«Ποιος είναι εκεί;» ζήτησε να μάθει με δυνατή φωνή. «Έκανες τόση φασαρία στα φύλλα που ξυπνάς και νεκρούς. Για φανερώσου, λοιπόν».
Η Εγκουέν έσφιξε τα χείλη και βγήκε από την κρυψώνα της. Δεν έκανα φασαρία! «Εγώ είμαι, Ραντ. Μη φοβάσαι. Είναι όνειρο. Πρέπει να είμαι στα όνειρά σου».
Ο Ραντ σηκώθηκε όρθιος τόσο ξαφνικά, που η Εγκουέν μαρμάρωσε. Κατά κάποιον τρόπο φαινόταν μεγαλύτερος απ’ όσο τον θυμόταν. Και λίγο επικίνδυνος. Ίσως παραπάνω από λίγο. Τα γκριζογάλανα μάτια του έμοιαζαν να καίνε σαν παγωμένη φωτιά.
«Λες να μην ξέρω ότι είναι όνειρο;» είπε χλευαστικά. «Ξέρω ότι αυτό δεν το κάνει λιγότερο πραγματικό». Κοίταξε θυμωμένα το σκοτάδι, σαν να έψαχνε κάποιον. «Πόσο ακόμα θα προσπαθείς;» φώναξε στη νύχτα. «Πόσα πρόσωπα θα στείλεις; Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, τώρα αυτή! Οι όμορφες κοπέλες δεν με βάζουν στον πειρασμό με ένα φιλί, ούτε ακόμα και κάποια που ξέρω! Σε απαρνούμαι, Πατέρα του Ψεύδους! Σε απαρνούμαι!»
«Ραντ», του είπε διστακτικά. «Η Εγκουέν είμαι. Η Εγκουέν».
Ξαφνικά, από το τίποτα, εμφανίστηκε ένα σπαθί στα χέρια του. Η λεπίδα του ήταν σμιλεμένη έτσι ώστε να έχει το σχήμα μιας φλόγας, κάπως κυρτή, με έναν ερωδιό χαραγμένο πάνω της. «Η μητέρα μου μου έδωσε μελόπιτα», είπε με πνιχτή φωνή, «που έζεχνε φαρμάκι. Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι για τα πλευρά μου. Εκείνη... εκείνη μου πρόσφερε φιλιά και άλλα». Το πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα· το βλέμμα του έμοιαζε ικανό να της βάλει φωτιά. «Τι έφερες;»
«Θα ακούσεις τι έχω να πω, Ραντ αλ’Θορ, ακόμα κι αν χρειαστεί να κάτσω πάνω σου». Μάζεψε το σαϊντάρ και διαβίβασε τις ροές, για να κάνει τον αέρα να τον κρατήσει σε ένα δίχτυ.
Το σπαθί στριφογύρισε στα χέρια του, βρυχούμενο σαν ανοιχτός κλίβανος.
Η Εγκουέν μούγκρισε και παραπάτησε· ένιωσε λες κι ένα σχοινί είχε παρατεντωθεί και, σπάζοντας, την είχε χτυπήσει.
Ο Ραντ γέλασε. «Βλέπεις, μαθαίνω. Όταν πετυχαίνει...» Έκανε μια γκριμάτσα και προχώρησε προς το μέρος της. «Θα μπορούσα να αντέξω οποιοδήποτε πρόσωπο, εκτός από αυτό. Όχι το δικό της πρόσωπο, που να καείς!» Το σπαθί άστραψε.
Η Εγκουέν το έβαλε στα πόδια.
Δεν ήξερε τι είχε κάνει, πώς το είχε κάνει, αλλά είχε ξαναβρεθεί στους κυματιστούς λόφους, κάτω από τον καθαρό ουρανό, με τους κορυδαλλούς να κελαηδούν και τις πεταλούδες να παιχνιδίζουν. Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα.
Έμαθα... Τι; Ότι ο Σκοτεινός ακόμα κυνηγά τον Ραντ; Αυτό ήδη το ήξερα. Ότι, ίσως, ο Σκοτεινός θέλει να τον σκοτώσει; Αυτό είναι διαφορετικό. Εκτός, ίσως, αν τρελάθηκε κιόλας και δεν ξέρει τι λέει. Φως μου, γιατί δεν μπορούσα να τον βοηθήσω; Αχ, Φως μου, Ραντ!
Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα για να βρει την ψυχραιμία της. «Ο μόνος τρόπος για να τον βοηθήσω, είναι το ειρήνεμα», μουρμούρισε. «Τι αυτό, τι να τον σκοτώσω». Το στομάχι της ανακατεύτηκε. «Ποτέ δεν θα το κάνω. Ποτέ!»
Ένα κοκκινοπούλι είχε κουρνιάσει σε μια μουριά εκεί κοντά και το λοφίο ανεβοκατέβαινε, καθώς σήκωνε το κεφάλι για να την κοιτάξει επιφυλακτικό. Η Εγκουέν του μίλησε. «Δεν βγάζω τίποτα έτσι που στέκομαι εδώ, μιλώντας μόνη μου, έτσι δεν είναι; Ή μιλώντας σε σένα».
Το κοκκινοπούλι το έσκασε όταν έκανε να πλησιάσει τη μουριά. Στο δεύτερο βήμα της έβλεπε ακόμα μια πορφυρή αστραπή και στο τρίτο είχε χαθεί σε ένα αλούλλιο.
Η Εγκουέν στάθηκε και ψάρεψε το πέτρινο δαχτυλίδι από τον κόρφο της. Γιατί το δαχτυλίδι δεν άλλαζε; Τα πάντα, μέχρι τώρα, άλλαζαν τόσο γοργά, που δεν προλάβαινε ούτε να ξελαχανιάσει. Γιατί όχι τώρα; Εκτός αν υπήρχε κάποια απάντηση ακριβώς εδώ. Κοίταξε αβέβαια ολόγυρά της. Τα αγριολούλουδα την κορόιδευαν και το κελάηδισμα των κορυδαλλών τη χλεύαζε. Το μέρος έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από την ίδια.
Αποφασισμένη, έσφιξε το τερ’ανγκριάλ. «Πήγαινέ με εκεί που πρέπει να πάω». Έκλεισε τα μάτια και συγκεντρώθηκε στο δαχτυλίδι. Στο κάτω-κάτω, ήταν πέτρινο· η Γη θα της έδινε κάποια αίσθηση γι’ αυτό. «Κάνε το. Πήγαινέ με εκεί που πρέπει να πάω». Αγκάλιασε το σαϊντάρ ακόμα μια φορά, έστειλε ένα ποταμάκι της Μίας Δύναμης στο δαχτυλίδι. Ήξερε ότι δεν χρειαζόταν να κατευθύνει εκεί τη ροή της Δύναμης για να δουλέψει και δεν προσπάθησε να κάνει τίποτα στο δαχτυλίδι. Μόνο να του δώσει κι άλλη Δύναμη, για να τη χρησιμοποιήσει. «Πήγαινέ με εκεί που θα μπορέσω να βρω μια απάντηση. Πρέπει να μάθω τι ζητά το Μαύρο Άτζα. Πήγαινέ με στην απάντηση».
«Βρήκες, επιτέλους, το δρόμο, παιδί μου. Από απαντήσεις άλλο τίποτα εδώ πέρα».
Η Εγκουέν άνοιξε απότομα τα μάτια. Στεκόταν σε μια μεγάλη αίθουσα με μια πελώρια θολωτή στέγη, που τη στήριζε ένα δάσος από ογκώδεις κολώνες από κοκκινόπετρα. Και στον αέρα κρεμόταν ένα σπαθί από κρύσταλλο, που λαμπύριζε και αστραφτοβολούσε καθώς περιστρεφόταν αργά. Δεν ήταν βέβαιη, αλλά της φάνηκε ότι ήταν το σπαθί που προσπαθούσε να πιάσει ο Ραντ σε εκείνο το όνειρο. Το άλλο όνειρο. Τα πάντα εδώ έμοιαζαν τόσο αληθινά, που έπρεπε να θυμίζει συνεχώς στον εαυτό της ότι κι αυτό ήταν, επίσης, όνειρο.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε από τις σκιές που έριχναν οι κολώνες, καμπουριασμένη, χωλαίνοντας, με ένα ραβδί. Η λέξη «άσχημη» θα την κολάκευε. Είχε κοκαλιάρικο, μυτερό πηγούνι, μια μύτη ακόμα πιο κοκαλιάρικη και αιχμηρή και φαινόταν να έχει περισσότερα σπυριά στο πρόσωπο παρά σάρκα.
«Ποια είσαι;» είπε η Εγκουέν. Οι μόνοι άνθρωποι που είχε δει ως τώρα στον Τελ’αράν’ριοντ ήταν εκείνοι τους οποίους ήδη γνώριζε, αλλά δεν πίστευε ότι θα ξεχνούσε ποτέ αυτή την καημένη τη γριούλα.
«Ποια άλλη, η καημένη η γρια-Σιλβί είμαι, αρχόντισσά μου», κακάρισε η ηλικιωμένη. Ταυτοχρόνως, λύγισε το κορμί της με μια κίνηση, που μπορεί να ήταν απόπειρα υπόκλισης, μπορεί και φόβος. «Την ξέρεις την καημένη τη γρια-Σιλβί, αρχόντισσά μου. Τόσα χρόνια υπηρετεί πιστά την οικογένειά σου. Μήπως σε τρομάζει αυτό το γέρικο πρόσωπο; Μη νοιάζεσαι, αρχόντισσά μου. Κάνει τη δουλειά του, όταν το χρειάζομαι, το ίδιο καλά με ένα ομορφότερο».
«Βέβαια, την κάνει», είπε η Εγκουέν. «Είναι δυνατό πρόσωπο. Καλό πρόσωπο». Ευχήθηκε να την πίστευε η άλλη γυναίκα. Όποια κι αν ήταν αυτή η Σιλβί, πίστευε ότι ήξερε την Εγκουέν. Ίσως να ήξερε και τις απαντήσεις. «Σιλβί, είπες ότι εδώ βρίσκονται απαντήσεις».
«Α, ναι, ήρθες στο κατάλληλο μέρος για απαντήσεις, αρχόντισσά μου. Η Καρδιά της Πέτρας είναι γεμάτη απαντήσεις. Και μυστικά. Οι Υψηλοί Άρχοντες δεν θα χαίρονταν, αν μας έβλεπαν εδώ, αρχόντισσά μου. Καθόλου μα καθόλου. Μονάχα οι Υψηλοί Άρχοντες μπαίνουν εδώ και κανένας άλλος. Και οι υπηρέτες, φυσικά». Άφησε ένα πονηρό, στριγκά γέλιο. «Οι Υψηλοί Άρχοντες ούτε σκουπίζουν, ούτε σφουγγαρίζουν. Μα ποιος ρίχνει δεύτερη ματιά στους υπηρέτες;»
«Τι είδους μυστικά;»
Αλλά η Σιλβί πλησίαζε κουτσαίνοντας το κρυστάλλινο σπαθί. «Πλεκτάνες», είπε, σαν να μονολογούσε. «Όλοι προσποιούνται ότι υπηρετούν τον Μέγα Άρχοντα και, στο μεταξύ, κάνουν πλεκτάνες και σχέδια για να ανακτήσουν αυτά που έχασαν. Καθένας τους νομίζει ότι είναι ο μόνος που μηχανορραφεί. Ο Ισαμαήλ είναι βλάκας!»
«Τι;» είπε κοφτά η Εγκουέν. «Τι είπες για τον Ισαμαήλ;»
Η γριά στράφηκε προς το μέρος της, αποκαλύπτοντας ένα στραβό, δουλικό χαμόγελο. «Να, κάτι που το λένε οι γέροι, αρχόντισσά μου. Όταν λες βλάκα έναν Αποδιωγμένο, τότε χάνει τη δύναμή του. Νιώθεις ωραία, ασφαλής. Ακόμα και η Σκιά δεν αντέχει να τη λες βλάκα. Δοκίμασέ το, αρχόντισσά μου. Πες, ο Μπα’άλζαμον είναι βλάκας!»
Τα χείλη της Εγκουέν τρεμόπαιξαν, έτοιμα να χαμογελάσουν. «Ο Μπα’άλζαμον είναι βλάκας! Έχεις δίκιο, Σιλβί». Πράγματι ένιωθε ωραία που γελούσε με τον Σκοτεινό. Η ηλικιωμένη χαχάνιζε. Το σπαθί περιστρεφόταν λίγο πιο πέρα από τον ώμο της. «Σιλβί, τι είναι αυτό;»
«Το Καλαντόρ, αρχόντισσά μου. Δεν το ήξερες; Το Ανέγγιχτο Σπαθί». Ξαφνικά, διέγραψε μια καμπύλη με το ραβδί της, προς τα πίσω· μισό μέτρο πριν από το σπαθί, το ραβδί σταμάτησε με ένα πνιχτό κρακ και αναπήδησε. Η Σιλβί χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί, αν και είναι λίγοι αυτοί που ξέρουν τι είναι. Μα κανείς δεν μπορεί να το αγγίξει, εκτός από έναν. Έτσι όρισαν αυτοί που το έβαλαν εδώ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας μια μέρα θα κρατήσει το Καλαντόρ και έτσι θα δώσει απόδειξη στον κόσμο ότι είναι ο Δράκοντας. Την πρώτη απόδειξη, εν πάση περιπτώσει. Ότι ο Λουζ Θέριν ξαναγύρισε, για να τον δει ολόκληρος ο κόσμος και να συρθεί εμπρός του. Βέβαια, στους Υψηλούς Άρχοντες δεν αρέσει να το έχουν εδώ. Δεν θέλουν την παραμικρή σχέση με τη Δύναμη. Θα το ξεφορτώνονταν, αν μπορούσαν. Αν μπορούσαν. Φαντάζομαι πως και κάποιοι άλλοι θα το έπαιρναν, αν μπορούσαν. Και τι δεν θα έδινε ένας Αποδιωγμένος για να κρατήσει το Καλαντόρ...»
Η Εγκουέν είχε το βλέμμα στο λαμπυρίζον σπαθί. Αν ήταν αληθινές οι Προφητείες του Δράκοντα, αν ο Ραντ ήταν ο Δράκοντας, όπως υποστήριζε η Μουαραίν, κάποια μέρα θα το κράδαινε, παρ’ όλο που η Εγκουέν, από τα υπόλοιπα που ήξερε για τις Προφητείες που αφορούσαν το Καλαντόρ, δεν έβλεπε πώς μπορεί να γινόταν αυτό. Αλλά, αν υπάρχει τρόπος να το πάρει, ίσως το Μαύρο Άτζα ζέρει πώς. Αν το ξέρουν αυτές, μπορεί να το βρω κι εγώ.
Επιφυλακτικά, απλώθηκε με τη Δύναμη, εξετάζοντας αυτό που κρατούσε και θωράκιζε το σπαθί. Αγγιξε... κάτι... και σταμάτησε. Ένιωθε ποιες από τις Πέντε Δυνάμεις είχαν χρησιμοποιηθεί. Αέρας, Φωτιά και Πνεύμα. Εντόπισε τον περίπλοκο ιστό που σχημάτιζε το σαϊντάρ, δεμένο με μια ισχύ που την κατέπληξε. Υπήρχαν κενά σε αυτό τον ιστό, διαστήματα απ’ όπου, κανονικά, θα μπορούσε να περάσει. Όταν προσπάθησε, ήταν σαν να ορμούσε κατά μέτωπο στο ισχυρότερο τμήμα του ιστού. Τότε της ήρθε απότομα στο νου τι ήταν αυτό μέσα από το οποίο προσπαθούσε να περάσει και σταμάτησε. Το μισό απ’ αυτό το τείχος είχε υφανθεί με τη χρήση του σαϊντάρ· το άλλο μισό, το τμήμα που δεν μπορούσε ούτε να το νιώσει, ούτε να το αγγίξει, είχε φτιαχτεί με το σαϊντίν. Δεν ήταν ακριβώς έτσι ―το τείχος ήταν μονοκόμματο― αλλά πάνω-κάτω αυτό ήταν. Ο πέτρινος τοίχος σταματά όχι μόνο την τυφλή, αλλά κι αυτήν που βλέπει.
Στο βάθος ακούστηκαν βήματα. Μπότες.
Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε πόσοι ήταν, ή από ποια κατεύθυνση έρχονταν, αλλά η Σιλβί τινάχτηκε και αμέσως κοίταξε ανάμεσα από τις κολώνες. «Έρχεται να το ξανακοιτάξει», μουρμούρισε. «Ξυπνητός ή κοιμισμένος, θέλει...» Ξαναθυμήθηκε την Εγκουέν και χαμογέλασε ανήσυχα. «Πρέπει να φύγεις τώρα, αρχόντισσά μου. Δεν πρέπει να σε βρει εδώ, ούτε να μάθει ότι ήρθες».
Η Εγκουέν ήδη οπισθοχωρούσε ανάμεσα στις κολώνες και η Σιλβί την ακολούθησε, κουνώντας τα χέρια και ανεμίζοντας το ραβδί της. «Φεύγω, Σιλβί. Μόνο να θυμηθώ το δρόμο». Άγγιξε το πέτρινο δαχτυλίδι. «Πήγαινέ με ξανά στους λόφους». Δεν έγινε τίποτα. Διαβίβασε μια πολύ λεπτή ροή στο δαχτυλίδι. «Πήγαινέ με ξανά στους λόφους». Οι κολώνες από κοκκινόπετρα ακόμα ήταν γύρω της. Οι μπότες πλησίαζαν κι ήταν, πλέον, τόσο κοντά, που τα βήματα δεν μπλέκονταν με τον αντίλαλό τους.
«Δεν ξέρεις ποια είναι η έξοδος», είπε ανέκφραστα η Σιλβί και μετά συνέχισε, σχεδόν ψιθυρίζοντας, δουλικά και περιπαιχτικά μαζί, σαν παλιά υπηρέτρια, που ένιωθε ότι είχε το ελεύθερο. «Αχ, αρχόντισσά μου, είναι επικίνδυνο να έρχεσαι σε τέτοιο μέρος, αν δεν ξέρεις πώς να βγεις. Έλα, θα σε βγάλει η καημένη η γρια-Σιλβί. Η καημένη η γρια-Σιλβί θα σου στρώσει και θα σε κοιμίσει ασφαλή στο κρεβατάκι σου, αρχόντισσά μου». Αγκάλιασε την Εγκουέν και με τα δύο χέρια, απομακρύνοντάς την κι άλλο από το σπαθί. Όχι ότι η Εγκουέν χρειαζόταν παρακάλια. Οι μπότες είχαν σταματήσει· όποιος κι αν ήταν, μάλλον ατένιζε το Καλαντόρ.
«Απλώς δείξε μου το δρόμο», απάντησε ψιθυριστά η Εγκουέν. «Ή πες μου. Δεν χρειάζεται να με σπρώχνεις». Τα δάχτυλα της ηλικιωμένης, με κάποιον τρόπο, είχαν πλεχτεί γύρω από το πέτρινο δαχτυλίδι. «Μην το αγγίζεις αυτό, Σιλβί».
Ο πόνος σύντριψε τον κόσμο.
Με ένα ουρλιαχτό, που έγδερνε το λαρύγγι της, η Εγκουέν ανακάθισε στο σκοτάδι, με τον ιδρώτα να κυλά στο πρόσωπό της. Για μια στιγμή, δεν είχε ιδέα πού βρισκόταν και δεν την ένοιαζε. «Ωχ, Φως μου», βόγκηξε, «αυτό πόνεσε. Ωχ, Φως μου, αυτό πόνεσε!» Ψηλάφισε το κορμί της, βέβαιη ότι το δέρμα της θα ήταν καρβουνιασμένο, ή πληγωμένο, για να νιώθει τέτοιο κάψιμο, αλλά δεν βρήκε ούτε ένα σημάδι.
«Εδώ είμαστε», ακούστηκε η φωνή της Νυνάβε από το σκοτάδι. «Εδώ είμαστε, Εγκουέν».
Η Εγκουέν όρμησε στη φωνή και αγκάλιασε τη Νυνάβε από το λαιμό με άκρατη ανακούφιση. «Αχ, Φως μου, γύρισα. Φως μου, γύρισα».
«Ηλαίην», είπε η Νυνάβε.
Σε λίγες στιγμές, ένα κερί έριξε το μικρό φως του. Η Ηλαίην κοντοστάθηκε, με το ένα χέρι να κρατά το κερί και με το άλλο το φυτίλι, το οποίο είχε ανάψει με τσακμακόπετρα και ατσάλι. Ύστερα χαμογέλασε και όλα τα κεριά του δωματίου τίναξαν φλόγες. Σταμάτησε στη λεκάνη του νιπτήρα και γύρισε στο κρεβάτι με ένα δροσερό, υγρό πανί για να πλύνει το πρόσωπο της Εγκουέν.
«Ήταν άσχημο;» ρώτησε ανήσυχα. «Δεν σάλεψες καθόλου. Ούτε μουρμούρισες κάτι. Δεν ξέραμε αν έπρεπε να σε ξυπνήσουμε ή όχι».
Η Εγκουέν έπιασε βιαστικά το πέτσινο κορδόνι από το λαιμό της και το πέταξε, μαζί με το πέτρινο δαχτυλίδι, στην άλλη άκρη του δωματίου. «Την άλλη φορά», είπε λαχανιασμένα» «θα κανονίσουμε την ώρα που θα με ξυπνήσετε. Θα με ξυπνήσετε, ακόμα κι αν χρειαστεί να μου χώσετε το κεφάλι σε έναν κουβά νερό!» Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αποφασίσει πως θα υπήρχε και επόμενη φορά. Θα έβαζες το κεφάλι στο στόμα της αρκούδας, μόνο και μόνο για να δείξεις ότι δεν φοβάσαι; Θα το έκανες και δεύτερη φορά, επειδή την πρώτη φορά δεν είχες πεθάνει;
Αλλά το θέμα δεν ήταν μόνο να αποδείξει στον εαυτό της ότι δεν φοβόταν. Φοβόταν και το ήξερε. Αλλά όσο το Μαύρο Άτζα είχε τα τερ’ανγκριάλ που είχε μελετήσει η Κοριάνιν, έπρεπε να ξαναγυρίσει εκεί. Ήταν σίγουρη ότι στον Τελ’αράν’ριοντ θα έβρισκαν την απάντηση, το λόγο που τα ήθελαν. Αν μπορούσε εκεί να βρει απαντήσεις για το Μαύρο Άτζα —ίσως κι άλλες απαντήσεις, αν ήταν αληθινά έστω και τα μισά απ’ όσα της είχαν πει για το Ονείρεμα — τότε έπρεπε να ξαναγυρίσει. «Αλλά όχι απόψε», είπε μαλακά. «Όχι ακόμα».
«Τι έγινε;» ρώτησε η Νυνάβε. «Τι... ονειρεύτηκες;»
Η Εγκουέν ξάπλωσε στο κρεβάτι και τους τα διηγήθηκε. Απ’ όλα, το μόνο που παρέλειψε ήταν ότι ο Πέριν μιλούσε στο λύκο. Παρέλειψε εντελώς το λύκο. Ένιωσε κάπως ένοχη που κρατούσε μυστικά από την Ηλαίην και τη Νυνάβε, αλλά αυτό το μυστικό ήταν του Πέριν κι αυτός θα διάλεγε αν θα το έλεγε και πότε, όχι αυτή. Τα υπόλοιπα τα αφηγήθηκε λέξη προς λέξη, περιγράφοντας τα πάντα. Όταν τελείωσε, ένιωσε άδεια.
«Εκτός από την κούραση», είπε η Ηλαίην, «μήπως φαινόταν τραυματισμένος; Εγκουέν, δεν πιστεύω ότι θα σου έκανε ποτέ κακό. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα έκανε τέτοιο πράγμα».
«Ο Ραντ», είπε ξερά η Νυνάβε, «θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνος του ακόμα λίγο καιρό». Η Ηλαίην κοκκίνισε· φαινόταν ωραία όταν κοκκίνιζε. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι η Ηλαίην φαινόταν ωραία ό,τι κι αν έκανε, είτε έκλαιγε, είτε έπλενε κατσαρόλες. «Το Καλαντόρ», συνέχισε η Νυνάβε. «Η Καρδιά της Πέτρας. Ήταν σημειωμένη στο σχέδιο. Νομίζω ότι ξέρουμε πού βρίσκεται το Μαύρο Άτζα».
Η Ηλαίην είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Δεν αλλάζει τίποτα στην παγίδα», είπε. «Αν δεν είναι αντιπερισπασμός, είναι παγίδα».
Η Νυνάβε χαμογέλασε σκοτεινά. «Ο καλύτερος τρόπος για να πιάσεις αυτόν που σου έβαλε την παγίδα, είναι να την κάνεις να κλείσει και να τον περιμένεις να έρθει».
«Εννοείς να πάμε στο Δάκρυ;» είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε κατένευσε.
«Φαίνεται ότι η Άμερλιν μας άφησε στην τύχη μας. Εμείς αποφασίζουμε, το ξεχάσατε; Εδώ, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, είναι να βράζουμε στο ζουμί μας, να υποψιαζόμαστε τους πάντες και να αναρωτιόμαστε μήπως υπάρχει κι άλλος Φαιός Άνθρωπος εκεί έξω. Προτιμώ να είμαι το λαγωνικό, παρά ο λαγός».
«Πρέπει να γράψω στη μητέρα μου», είπε η Ηλαίην. Όταν είδε τις ματιές που της έριξαν, πήρε αμυντικό τόνο. «Ήδη εξαφανίστηκα μια φορά, χωρίς να ξέρει πού είμαι. Αν το ξανακάνω... Δεν ξέρετε τι νεύρα έχει η μητέρα. Μπορεί να στείλει τον Γκάρεθ Μπράυν και ολόκληρο το στρατό εναντίον της Ταρ Βάλον. Ή στο κατόπι μας».
«Μπορείς να μείνεις εδώ», είπε η Εγκουέν.
«Όχι. Δεν θα σας αφήσω να πάτε μονάχες. Και δεν θα μείνω εδώ, να αναρωτιέμαι μήπως η αδελφή που με διδάσκει είναι Σκοτεινόφιλη, ή μήπως ο επόμενος Φαιός Άνθρωπος θα κυνηγήσει εμένα». Γέλασε νευρικά. «Και δεν πρόκειται να κάνω αγγαρείες στις κουζίνες, ενώ εσείς οι δυο θα τρέχετε σε περιπέτειες. Απλώς πρέπει να πω στη μητέρα μου ότι έφυγα από το Λευκό Πύργο κατόπιν εντολών της Άμερλιν, για να μη γίνει έξω φρενών, αν ακούσει τίποτα φήμες. Δεν χρειάζεται να της πω πού πάμε, ή γιατί».
«Καλά θα κάνεις να μην το πεις», είπε η Νυνάβε. «Το πιθανότερο είναι ότι θα ερχόταν να σε βρει, αν ήξερε για το Μαύρο Άτζα. Πέρα από αυτό, δεν ξέρεις από πόσα χέρια θα περάσει το γράμμα σου πριν φτάσει και τι μάτια μπορεί να το διαβάσουν. Καλύτερα να μην πεις κάτι που να θα σε πείραζε, αν μαθευόταν».
«Να κάτι ακόμα». Η Ηλαίην αναστέναξε. «Η Άμερλιν δεν ξέρει ότι είμαι μια από σας. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να το στείλω, χωρίς να υπάρξει η πιθανότητα να το δει».
«Θα πρέπει να το σκεφτώ». Τα φρύδια της Νυνάβε έσμιξαν, σχηματίζοντας βαθιές ζάρες. «Ίσως όπως θα φεύγουμε. Μπορείς να το αφήσεις στο Αρινγκίλ, όπως θα κατεβαίνουμε το ποτάμι, αν προλάβουμε εκεί να βρούμε κάποιον που να πηγαίνει στο Κάεμλυν. Ίσως κάποιος πειστεί, αν δει τα έγγραφα που μας έδωσε η Άμερλιν. Κι ας ελπίσουμε να είναι καπετάνιος με πλοίο, εκτός αν έχετε περισσότερα χρήματα από μένα». Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι με πένθιμο ύφος.
Η Εγκουέν δεν έκανε καν τον κόπο να απαντήσει. Τα χρήματα που διέθεταν είχαν τελειώσει στο ταξίδι της επιστροφής από το Τόμαν Χεντ, με εξαίρεση κάτι λίγα χάλκινα που είχε καθεμιά τους. «Πότε...» Έκανε παύση για να ξεροβήξει. «Πότε φεύγουμε; Απόψε;»
Η Νυνάβε έδειξε να το σκέφτεται για μια στιγμή, αλλά μετά κούνησε το κεφάλι. «Χρειάζεσαι ύπνο, μετά...» Έδειξε το πέτρινο δαχτυλίδι, εκεί που είχε πέσει αναπηδώντας στον τοίχο. «Θα δώσουμε άλλη μια ευκαιρία στην Άμερλιν να επικοινωνήσει μαζί μας. Όταν τελειώσουμε με το πρόγευμα, ετοιμάστε τι θέλετε να πάρετε μαζί σας, αλλά να είναι ελαφριά τα μπαγκάζια σας. Μην ξεχνάτε ότι θα πρέπει να φύγουμε από το Λευκό Πύργο δίχως να μας προσέξει κανείς. Αν η Άμερλιν δεν μας στείλει μήνυμα ως το μεσημέρι, τότε, πριν χτυπήσει η Πρώτη Ώρα, θέλω να είμαστε σε κάποιο εμπορικό πλοίο, ακόμα κι αν χρειαστεί να χώσουμε αυτό το χαρτί στο λαιμό του καπετάνιου. Πώς σας φαίνεται το σχέδιο;»
«Μια χαρά», είπε αποφασισμένα η Ηλαίην και η Εγκουέν πρόσθεσε: «Είτε απόψε, είτε αύριο, όσο νωρίτερα τόσο το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου». Ευχήθηκε να είχε την αυτοπεποίθηση της Ηλαίην.
«Τότε, ας κοιμηθούμε λίγο».
«Νυνάβε», είπε η Εγκουέν με αδύναμη φωνή, «δεν... δεν θέλω να μείνω μόνη απόψε». Ήταν οδυνηρό που το παραδεχόταν.
«Ούτε κι εγώ», είπε η Ηλαίην. «Όλο σκέφτομαι τους Άψυχους. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με φοβίζουν πιο πολύ από το Μαύρο Άτζα».
«Μου φαίνεται», είπε αργά η Νυνάβε, «ότι ούτε κι εγώ θέλω να μείνω μόνη». Κοίταξε το κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη η Εγκουέν. «Αυτό φαίνεται αρκετό για τρεις, αν δεν απλωθούμε πολύ».
Αργότερα, καθώς στριφογυρνούσαν προσπαθώντας να βρουν μια στάση που να μην τις στριμώχνει πολύ, η Νυνάβε ξαφνικά γέλασε.
«Τι είναι;» ρώτησε η Εγκουέν. «Δεν γαργαλιέσαι έτσι εύκολα».
«Μόλις σκέφτηκα κάποιον που θα χαρεί να μεταφέρει το γράμμα της Ηλαίην. Που θα χαρεί να φύγει από την Ταρ Βάλον, επίσης. Βάζω στοίχημα γι’ αυτό».