Ο Πέριν ανασήκωσε τους ώμους κάτω από το σακάκι του, καθώς επέστρεφε στο Άστρο περπατώντας στις σκιές του δειλινού. Μια ευχάριστη κούραση πότιζε τα μπράτσα και τους ώμους του· εκτός από τις πιο συνηθισμένες δουλειές, ο αφέντης Ατζάλα τον είχε βάλει να κάνει ένα μεγάλο διακοσμητικό κομμάτι, γεμάτο περίπλοκες καμπύλες και σκαλίσματα, το οποίο θα έμπαινε στην πύλη ενός άρχοντα της επαρχίας. Είχε απολαύσει το γεγονός ότι έκανε κάτι τόσο ωραίο.
«Μου φάνηκε ότι τα μάτια του θα πετάγονταν από το πρόσωπό του, σιδερά, όταν είπες ότι δεν θα το έκανες, αν ήταν για έναν Υψηλό Άρχοντα».
Κοίταξε τη Ζαρίν, που περπατούσε δίπλα του, με τις σκιές να κρύβουν το πρόσωπο της. Ακόμα και για τα μάτια του, οι σκιές ήταν εκεί, απλώς πιο αχνές απ’ όσο θα ήταν για άλλους. Τόνιζαν τα ψηλά ζυγωματικά της, απάλυναν τη δυνατή καμπύλη της μύτης της. Δεν μπορούσε να αποφασίσει γι’ αυτήν. Παρ’ όλο που η Μουαραίν και ο Λαν ακόμα επέμεναν ότι δεν έπρεπε να απομακρύνονται από το πανδοχείο, ο Πέριν ευχόταν να έβρισκε η Ζαρίν να κάνει κάτι άλλο και όχι να τον παρακολουθεί να δουλεύει. Για κάποιο λόγο, γινόταν πιο αδέξιος όποτε σκεφτόταν τα γερτά μάτια της πάνω του. Κάποιες φορές, είχε στραβοχτυπήσει το σφυρί και ο αφέντης Ατζάλα τον είχε κοιτάξει σμίγοντας τα φρύδια με απορία. Οι κοπέλες πάντα τον έκαναν να νιώθει αδέξιος, ειδικά όταν του χαμογελούσαν, αλλά η Ζαρίν δεν χρειαζόταν να χαμογελάσει. Μόνο να τον κοιτάξει. Ο Πέριν αναρωτήθηκε ξανά αν αυτή ήταν η όμορφη γυναίκα για την οποία τον είχε προειδοποιήσει η Μιν. Καλύτερα να είναι το γεράκι. Η σκέψη τον ξάφνιασε τόσο, που σκόνταψε.
«Δεν θέλω να πέσει στα χέρια Αποδιωγμένων κάτι που κάνω». Τα μάτια του έλαμψαν χρυσά καθώς την κοίταζε. «Αν ήταν για έναν Υψηλό Άρχοντα, πού ήξερα πού θα κατέληγε;» Εκείνη ανατρίχιασε. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω, Φάι... Ζαρίν».
Ένα φωτεινό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό της, καθώς σκεφτόταν, δίχως αμφιβολία, ότι δεν μπορούσε να τη δει. «Κάποια στιγμή θα πέσεις, χωριατόπαιδο. Σκέφτηκες να αφήσεις μούσι;»
Σαν να μη φτάνει που όλο με κοροϊδεύει, τις μισές φορές δεν την καταλαβαίνω κανί
Όταν έφτασαν στην είσοδο του πανδοχείου, τους απάντησαν εκεί η Μουαραίν και ο Λαν, που έρχονταν εκεί από την άλλη μεριά. Η Μουαραίν φορούσε το λινό μανδύα με την πλατιά, βαθιά κουκούλα, που έκρυβε το πρόσωπό της. Το φως από τα παράθυρα της κοινής αίθουσας σχημάτιζε κίτρινες λιμνούλες στο λιθόστρωτο. Δυο-τρία κάρα πέρασαν κάνοντας φασαρία και ολόγυρα φαίνονταν καμιά δεκαριά άνθρωποι, που γυρνούσαν βιαστικά στο σπίτι για το δείπνο, αλλά ως επί το πλείστον οι σκιές γέμιζαν το δρόμο. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική.
«Ο Ραντ είναι στο Δάκρυ». Η ψύχραιμη φωνή της Άες Σεντάι ακούστηκε από τα βάθη της κουκούλας, σαν να έβγαινε από σπήλαιο.
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε ο Πέριν. «Δεν άκουσα να συμβαίνει κάτι παράξενο. Ούτε γάμοι, ούτε πηγάδια να στερεύουν». Είδε τη Ζαρίν να σμίγει τα φρύδια μπερδεμένη. Η Μουαραίν δεν μιλούσε ελεύθερα όταν ήταν μαζί τους, ούτε κι αυτός. Πιο δύσκολο, όμως, ήταν να χαλιναγωγήσουν τη γλώσσα του Λόιαλ.
«Δεν ακούς τις φήμες, σιδερά;» είπε ο Πρόμαχος. «Έγιναν γάμοι, τόσο τις τέσσερις τελευταίες μέρες όσο και το τελευταίο εξάμηνο. Και όσοι φόνοι γίνονται κανονικά σε ένα ολόκληρο χρόνο. Ένα μικρό κοριτσάκι έπεσε σήμερα από τη βεράντα ενός πύργου. Εκατό βήματα ίσια κάτω, στο πλακόστρωτο. Σηκώθηκε και έτρεξε στη μητέρα του, χωρίς καν μια μελανάδα. Η Πρώτη του Μαγιέν, που είναι «φιλοξενούμενη» στην Πέτρα από πριν το χειμώνα, ανακοίνωσε σήμερα ότι θα υποταχτεί στη θέληση των Υψηλών Αρχόντων, ενώ χθες είχε πει ότι θα προτιμούσε να δει το Μαγιέν και όλα του τα πλοία να καίγονται, πριν πατήσει το πόδι του στην πόλη έστω κι ένας επαρχιακός άρχοντας του Δακρύου. Δεν είχαν το θάρρος να τη βασανίσουν κι αυτή η γυναίκα έχει σιδερένια θέληση, άρα πες μου εσύ αν, κατά τη γνώμη σου, είναι έργο του Ραντ. Σιδερά, από την κορφή ως τον πάτο, το Δάκρυ κοχλάζει σαν τσουκάλι».
«Δεν είχα ανάγκη αυτά τα πράγματα για να μου το πουν», είπε η Μουαραίν. «Πέριν, ονειρεύτηκες τον Ραντ χθες το βράδυ;»
«Ναι», παραδέχτηκε αυτός. «Ήταν στην Καρδιά της Πέτρας, κρατώντας εκείνο το σπαθί» —ένιωσε τη Ζαρίν να τινάζεται πλάι του― «αλλά ανησυχώ τόσο γι’ αυτό, που δεν είναι παράξενο που το ονειρεύτηκα. Όλο εφιάλτες έβλεπα χθες τη νύχτα».
«Ένας ψηλός;» είπε η Ζαρίν. «Με κόκκινα μαλλιά και γκρίζα μάτια; Που κρατούσε κάτι που λάμπει τόσο δυνατά που σου πονούν τα μάτια; Σε ένα μέρος που είναι όλο μεγάλες κολώνες από κοκκινόπετρα; Σιδερά, πες μου ότι δεν ήταν αυτό το όνειρό σου».
«Ορίστε», είπε η Μουαραίν. «Σήμερα άκουσα εκατό φορές να μιλάνε γι’ αυτό το όνειρο. Όλοι μιλούν για εφιάλτες —απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μπε’λάλ δεν νοιάζεται να κρύψει τα όνειρά του― αλλά γι’ αυτόν πάνω απ’ όλους». Γέλασε ξαφνικά, κάνοντας έναν ήχο σαν αργό, ήρεμο καμπάνισμα. «Οι άνθρωποι λένε ότι είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Λένε ότι έρχεται. Το ψιθυρίζουν έντρομοι στις γωνιές, αλλά μιλάνε γι’ αυτό».
«Και τι γίνεται με τον Μπε’λάλ;» ρώτησε ο Πέριν.
Η απάντηση της Μουαραίν ήταν σαν ψυχρό ατσάλι. «Θα ασχοληθώ μαζί του απόψε». Δεν υπήρχε οσμή φόβου πάνω της.
«Θα ασχοληθούμε μαζί του απόψε», της είπε ο Λαν.
«Ναι, Γκαϊντίν μου. Θα ασχοληθούμε».
«Κι εμείς τι θα κάνουμε; Θα κάτσουμε εδώ να περιμένουμε; Όλο αναμονή, αναμονή... Φτάνει πια, Μουαραίν».
«Εσύ και ο Λόιαλ —και η Ζαρίν― θα πάτε στην Ταρ Βάλον», του είπε. «Μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά. Θα είναι το ασφαλέστερο μέρος για εσάς».
«Πού είναι ο Ογκιρανός;» είπε ο Λαν. «Θέλω να ξεκινήσετε οι τρεις σας για το βορρά το συντομότερο δυνατόν».
«Πάνω, φαντάζομαι», είπε ο Πέριν. «Στο δωμάτιό του, ή ίσως στην τραπεζαρία. Βλέπω φώτα στα παράθυρα εκεί πάνω. Όλο δουλεύει πάνω στις σημειώσεις του. Φαντάζομαι ότι θα έχει να πει πολλά στο βιβλίο του για το ότι το σκάμε». Ξαφνιάστηκε από την πίκρα της φωνής του. Φως μου, βλάκα, θέλεις να αντιμετωπίσεις έναν Αποδιωγμένο; Όχι. Όχι, αλλά κουράστηκα να τρέχω. Θυμάμαι που κάποτε δεν τρέχαμε. Θυμάμαι που σταθήκαμε και πολεμήσαμε και ήταν καλύτερα. Ακόμα κι όταν νόμιζα ότι θα πεθάνω, ήταν καλύτερα.
«Θα τον βρω», ανακοίνωσε η Ζαρίν. «Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι θα χαρώ αν το σκάσουμε απ’ αυτή τη μάχη. Οι άντρες και οι βλάκες πολεμούν εκεί που πρέπει να το σκάσουν. Αλλά εμένα δεν χρειάζεται να μου το πεις δεύτερη φορά». Προχώρησε μπροστά τους και τα στενά, διχαλωτά φουστάνια της θρόισαν καθώς έμπαινε στο πανδοχείο.
Ο Πέριν κοίταξε ολόγυρα στην κοινή αίθουσα, καθώς ακολουθούσαν τη Ζαρίν στην πίσω σκάλα. Στα τραπέζια υπήρχαν λιγότεροι απ’ όσους θα περίμενε. Κάποιοι κάθονταν μόνοι, με θολό βλέμμα, αλλά όπου ήταν καθισμένοι δυο και τρεις μαζί, μιλούσαν με φοβισμένους ψιθύρους, τους οποίους τα αυτιά του μετά βίας μπορούσαν να πιάσουν. Ακόμα κι έτσι, όμως, άκουσε τρεις φορές τη λέξη «Δράκοντας».
Καθώς έφταναν στο κεφαλόσκαλο, άκουσε άλλον ένα μαλακό ήχο, ένα γδούπο, σαν κάτι να έπεφτε στην ιδιωτική τραπεζαρία. Κοίταξε προς τα κει, από την άκρη του χωλ. «Ζαρίν;» Καμία απάντηση. Ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται και προχώρησε προς τα κει. «Ζαρίν;» Άνοιξε την πόρτα. «Φάιλε!»
Κείτονταν στο πάτωμα, κοντά στο τραπέζι. Ενώ έκανε να χιμήξει στο δωμάτιο, η προστατική κραυγή της Μουαραίν τον σταμάτησε.
«Σταμάτα, ανόητε! Σταμάτα, για τη ζωή σου!» Η Μουαραίν πέρασε αργά το διάδρομο, με το κεφάλι της να γυρίζει ολόγυρα, σαν να αφουγκραζόταν κάτι, ή σαν να έψαχνε για κάτι. Ο Λαν ακολούθησε με το χέρι στο σπαθί του — κι ένα βλέμμα στα μάτια του σαν να ήξερε ήδη ότι το ατσάλι δεν θα βοηθούσε. Η Μουαραίν έφτασε στην πόρτα και σταμάτησε. «Κάνε πίσω, Πέριν. Κάνε πίσω!»
Αυτός κοίταξε με αγωνία τη Ζαρίν. Τη Φάιλε. Κείτονταν εκεί, στο πάτωμα, σαν νεκρή. Στο τέλος, ανάγκασε τον εαυτό του να οπισθοχωρήσει από την πόρτα, αφήνοντάς την ανοιχτή και στάθηκε σε σημείο που να μπορεί να βλέπει την πεσμένη κοπέλα. Έμοιαζε νεκρή. Δεν έβλεπε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει. Ήθελε να ουρλιάξει. Έσμιξε τα φρύδια, κούνησε το χέρι, το χέρι με το οποίο είχε σπρώξει την πόρτα για να ανοίξει, ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα. Το ένιωσε να μυρμηγκιάζει, σαν να είχε χτυπήσει τον αγκώνα του. «Δεν θα κάνεις τίποτα, Μουαραίν; Αν δεν κάνεις κάτι, θα πάω δίπλα της».
«Στάσου ακίνητος, αλλιώς δεν θα πας πουθενά», του είπε αυτή ήρεμα. «Τι είναι αυτό στο δεξί της χέρι; Σαν να της γλίστρησε από το χέρι καθώς έπεφτε κάτω. Δεν το διακρίνω».
Της έστειλε μια άγρια ματιά και ύστερα κοίταξε το δωμάτιο. «Ένας σκαντζόχοιρος. Μοιάζει με σκαντζόχοιρο σκαλισμένο σε ξύλο. Μουαραίν, πες μου τι συμβαίνει! Τι έγινε; Πες μου!»
«Ένας σκαντζόχοιρος», μουρμούρισε εκείνη. «Ένας σκαντζόχοιρος. Κάνε σιωπή, Πέριν. Πρέπει να σκεφτώ. Το αισθάνθηκα να ενεργοποιείται. Νιώθω τα απομεινάρια των ροών που υφάνθηκαν για να το φτιάξουν. Πνεύμα. Αγνό Πνεύμα και τίποτα άλλο. Σχεδόν τίποτα δεν χρησιμοποιεί αγνές ροές Πνεύματος! Γιατί άραγε αυτός ο σκαντζόχοιρος με κάνει να σκέφτομαι το Πνεύμα;»
«Τι ένιωσες να ενεργοποιείται, Μουαραίν; Τι έφτιαξαν; Παγίδα;»
«Ναι, παγίδα», είπε αυτή, με την ενόχληση να ροκανίζει τη γαλήνια αταραξία της. «Μια παγίδα που είχε στόχο εμένα. Θα έμπαινα πρώτη σε αυτό το δωμάτιο, αν δεν είχε τρέξει η Ζαρίν μπροστά μου. Ο Λαν κι εγώ σίγουρα θα πηγαίναμε εκεί, για να καταστρώσουμε τα σχέδια μας και να περιμένουμε το δείπνο. Τώρα, δεν πρόκειται να περιμένω το φαγητό. Κάνε ησυχία, αν θέλεις να βοηθήσω την κοπέλα. Λαν! Φέρε μου εκείνο τον πανδοχέα!» Ο Πρόμαχος κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.
Η Μουαραίν βημάτιζε πέρα-δώθε στο διάδρομο και μερικές φορές σταματούσε για να κοιτάξει από την πόρτα, μέσα από τα βάθη της κουκούλας της. Ο Πέριν δεν έβλεπε κάποιο σημάδι ότι η Ζαρίν ζούσε. Το στήθος της δεν σάλευε. Προσπάθησε να ακούσει το χτυποκάρδι της, αλλά ακόμα και για τα αυτιά του κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.
Όταν επέστρεψε ο Λαν, σπρώχνοντας μπροστά του το φοβισμένο Τζούραχ Χάρετ από το σβέρκο, η Άες Σεντάι έπεσε πάνω του. «Υποσχέθηκες να κρατήσεις αυτό το δωμάτιο μόνο για μένα, αφέντη Χάρετ». Η φωνή της ήταν σκληρή και κοφτερή, σαν μαχαίρι γδαρσίματος. «Να μην επιτρέψεις ούτε στις υπηρέτριες να έρθουν για να καθαρίσουν, παρά μόνο αν θα ήμουν παρούσα κι εγώ. Ποιον άφησες να μπει, αφέντη Χάρετ; Πες μου!»
Ο Χάρετ έτρεμε σαν γαβάθα με πουτίγκα. «Μ-μόνο τις δ-δύο αρχόντισσες, κυρά. Ή-ήθελαν να σου αφήσουν μια έκπληξη. Το ορκίζομαι, κυρά. Μ-μου το έδειξαν. Ένα μικρό σ-σκαντζόχοιρο. Εί-είπαν ότι θ-θα ξαφνιαζόσουν».
«Ξαφνιάστηκα, πανδοχέα», είπε αυτή ψυχρά. «Άφησε με! Και αν ψιθυρίσεις λέξη γι’ αυτό, ακόμα και στον ύπνο σου, θα γκρεμίσω αυτό το πανδοχείο και θα αφήσω μια τρύπα στο χώμα!»
«Μ-μάλιστα, κυρά», ψιθύρισε εκείνος. «Το ορκίζομαι! Στ’ αλήθεια το ορκίζομαι!»
«Φύγε!»
Ο πανδοχέας έπεσε κάτω, πάνω στη βιασύνη του να φτάσει τη σκάλα και κατηφόρισε με γδούπους, που έδειχναν ότι έπεσε κι άλλες φορές καθώς έτρεχε.
«Ξέρει ότι είμαι εδώ», είπε η Μουαραίν στον Πρόμαχο, «και βρήκε κάποια του Μαύρου Άτζα για να στήσει την παγίδα. Ίσως νομίζει ότι με έπιασε. Ήταν μια μικρή λάμψη της Δύναμης, αλλά ίσως να είναι αρκετά δυνατός ώστε να την έχει νιώσει».
«Τότε, δεν θα υποψιαστεί ότι πηγαίνουμε εκεί», είπε ήρεμα ο Λαν. Παραλίγο να χαμογελάσει.
Ο Πέριν τους κοίταξε με τα δόντια γυμνωμένα. «Κι αυτή;»
απαίτησε να μάθει. «Τι της έκανε, Μουαραίν; Είναι ζωντανή; Δεν βλέπω να ανασαίνει!»
«Είναι ζωντανή», είπε αργά η Μουαραίν. «Δεν μπορώ, δεν τολμώ να πλησιάσω αρκετά για να πω κάτι παραπάνω, αλλά είναι ζωντανή. Η κοπέλα... κοιμάται, κατά κάποιον τρόπο. Όπως κοιμούνται οι αρκούδες το χειμώνα. Η καρδιά της χτυπά τόσο αργά που μπορείς να μετρήσεις λεπτά ολόκληρα μεταξύ των χτύπων. Το ίδιο συμβαίνει και με την ανάσα της. Κοιμάται». Ακόμα και μέσα από εκείνη την κουκούλα, ο Πέριν ένιωσε το βλέμμα της πάνω του. «Φοβάμαι ότι δεν είναι πια εκεί μέσα, Πέριν. Δεν είναι άλλο πια στο σώμα της».
«Τι εννοείς ότι δεν είναι πια στο σώμα της; Φως μου! Δεν ι ν νοείς ότι... πήραν την ψυχή της. Σαν τους Φαιούς Ανθρώπους!» Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι κι αυτός ανάσανε με ανακούφιση. Το στήθος του πονούσε, σαν να μην είχε ανασάνει από την τελευταία φορά που είχε μιλήσει η Μουαραίν. «Τότε πού είναι, Μουαραίν;»
«Δεν ξέρω», είπε αυτή. «Έχω μια υποψία, αλλά δεν ξέρω».
«Μια υποψία, μια ιδέα, οτιδήποτε! Που να καώ, πού είναι;» Ο Λαν σάλεψε ακούγοντας την τραχύτητα στη φωνή του, αλλά ο Πέριν ήξερε ότι θα προσπαθούσε να τσακίσει τον Πρόμαχο σαν σίδερο στη μέγγενη, αν έκανε να τον σταματήσει. «Πού;»
«Είναι λίγα αυτά που ξέρω, Πέριν». Η φωνή της Μουαραίν ήταν σαν ψυχρή μουσική, χωρίς συναίσθημα. «Θυμήθηκα τα λίγα που ξέρω γι’ αυτό που συνδέει ένα σκαλισμένο σκαντζόχοιρο με το Πνεύμα. Το γλυπτό είναι ένα τερ’ανγκριάλ, που τελευταία φορά το είχε μελετήσει η Κοριάνιν Νεντέαλ, η τελευταία Ονειρεύτρια που είχε ο Πύργος. Το Ταλέντο που ονομάζεται Ονείρεμα είναι κάτι που αφορά το Πνεύμα, Πέριν. Δεν το μελέτησα ποτέ· τα δικά μου Ταλέντα βρίσκονται αλλού. Πιστεύω ότι η Ζαρίν έχει παγιδευτεί μέσα σε ένα όνειρο, ίσως ακόμα και στον Κόσμο των Ονείρων, τον Τελ’αράν’ριοντ. Όλο το είναι της βρίσκεται μέσα σε αυτό το όνειρο. Όλο. Μια Ονειρεύτρια στέλνει μόνο μέρος του εαυτού της. Αν η Ζαρίν δεν επιστρέψει γρήγορα, τότε το σώμα της θα πεθάνει. Ίσως συνεχίσει να ζει στο όνειρο. Δεν ξέρω».
«Είναι πάρα πολλά που δεν ξέρεις», μουρμούρισε ο Πέριν. Κοίταξε στο δωμάτιο και του ήρθε να κλάψει. Η Ζαρίν έμοιαζε τόσο μικρή, έτσι που κείτονταν εκεί, τόσο ανήμπορη. Φάιλε. Ορκίζομαι ότι θα σε λέω μονάχα Φάιλε από δω και πέρα. «Γιατί δεν κάνεις κάτι;»
«Η παγίδα έκλεισε, Πέριν, αλλά είναι τέτοια που μπορεί να πιάσει όποιον μπαίνει σε αυτό το δωμάτιο. Μέχρι να φτάσω στο πλάι της, θα έπιανε και μένα. Κι έχω μια δουλειά που πρέπει να κάνω απόψε».
«Που να καείς, Άες Σεντάι! Που να καεί η δουλειά σου! Αυτός ο Κόσμος των Ονείρων είναι σαν τα λυκίσια όνειρα; Είπες ότι αυτές οι Ονειρεύτριες μερικές φορές έβλεπαν λύκους».
«Σου είπα ό,τι μπορώ», είπε αυτή με έναν οξύ τόνο. «Είναι καιρός να φύγετε. Ο Λαν κι εγώ πρέπει να πάμε στην Πέτρα. Τώρα δεν υπάρχει περιθώριο για αναμονή».
«Όχι». Το είπε ήσυχα, αλλά όταν η Μουαραίν άνοιξε το στόμα, ο Πέριν ύψωσε τη φωνή του. «Όχι! Δεν θα την αφήσω!»
Η Άες Σεντάι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πολύ καλά, Πέριν». Η φωνή της ήταν πάγος· γαλήνια, λεία, παγωμένη. «Μείνε, εάν το επιθυμείς. Ίσως επιζήσεις από αυτή τη βραδιά. Λαν!»
Η Άες Σεντάι και ο Πρόμαχος προχώρησαν στο διάδρομο και πήγαν στα δωμάτιά τους. Σε λίγο επέστρεψαν, με τον Λαν να φορά το μανδύα του που άλλαζε χρώματα και χάθηκαν στη σκάλα, δίχως να του πουν άλλη λέξη.
Αυτός έμεινε να κοιτάζει τη Φάιλε από την ανοιχτή πόρτα. Κάτι πρέπει να κάνω. Αν είναι πράγματι σαν τα λυκίσια όνειρα...
«Πέριν», ακούστηκε το βαθύ μπουμπουνητό του Λόιαλ, «τι έγινε με τη Φάιλε;» Ο Ογκιρανός ήρθε από το διάδρομο φορώντας μόνο το πουκάμισό του, με μελάνι στα δάχτυλα και μια πένα στο χέρι. «Ο Λαν μου είπε ότι πρέπει να φύγω και μετά είπε κάτι για τη Φάιλε σε μια παγίδα. Τι εννοούσε;»
Έχοντας την προσοχή του αλλού, ο Πέριν του εξιστόρησε αυτά που είχε πει η Μουαραίν. Ίσως πετύχει. Ίσως. Πρέπει να πετύχει! Ξαφνιάστηκε όταν ο Λόιαλ μούγκρισε.
«Όχι! Πέριν, δεν είναι σωστό! Η Φάιλε ήταν πολύ ελεύθερη. Δεν είναι σωστό να την παγιδεύει κάποιος!»
Ο Πέριν έστρεψε το βλέμμα στο πρόσωπο του Λόιαλ και ξαφνικά θυμήθηκε τις παλιές ιστορίες, που έλεγαν ότι οι Ογκιρανοί γίνονταν άσπονδοι εχθροί. Τα αυτιά του Λόιαλ είχαν στραφεί προς τα πίσω, κολλητά στο κεφάλι του και το πλατύ πρόσωπό του ήταν σκληρό, σαν αμόνι.
«Λόιαλ, θα προσπαθήσω να βοηθήσω τη Φάιλε. Αλλά όσο το κάνω, θα είμαι ανήμπορος. Θα φυλάς τα νώτα μου;»
Ο Λόιαλ σήκωσε εκείνα τα πελώρια χέρια, που κρατούσαν με τόση προσοχή τα βιβλία και τα χοντρά του δάχτυλα καμπύλωσαν, σαν έτοιμα να σπάσουν πέτρα. «Κανένας δεν θα περάσει από μένα όσο ζω, Πέριν. Ούτε Μυρντράαλ, ούτε ο ίδιος ο Σκοτεινός». Το είπε σαν να δήλωνε ένα απλό γεγονός.
Ο Πέριν ένευσε και ξανακοίταξε από την πόρτα. Πρέπει να πετύχει. Δεν με νοιάζει αν η Μιν με προειδοποίησε γι αυτήν ή όχι! Με ένα γρύλισμα, πήδηξε προς τη Φάιλε, απλώνοντας το χέρι του. Πριν χαθεί, του φάνηκε ότι άγγιξε τον αστράγαλό της.
Ο Πέριν δεν ήξερε αν το όνειρο της παγίδας ήταν ο Τελ’αράν’ριοντ ή όχι, αλλά ήξερε ότι ήταν το λυκίσιο όνειρο. Τον περιέβαλλαν κυματιστοί, χλοεροί λόφοι και διάσπαρτα αλσύλλια. Είδε ελάφια να βοσκούν κοντά στα δέντρα και ένα κοπάδι κάποιων ζώων που έτρεχαν στο χορτάρι, όμοια με καφέ ελάφια με ραβδώσεις, αλλά με μακριά, ίσια κέρατα. Οι οσμές στον άνεμο του είπαν ότι ήταν καλά για φάγωμα και άλλες μυρωδιές έλεγαν ότι ολόγυρά του υπήρχε πλούσιο κυνήγι. Αυτό ήταν το λυκίσιο όνειρο.
Συνειδητοποίησε ότι φορούσε το μακρύ, δερμάτινο γιλέκο του σιδερά, με τα μπράτσα γυμνά. Και είχε ένα βάρος στο πλευρό του. Άγγιξε τη ζώνη του τσεκουριού, μα αυτό που κρέμονταν από τη θηλιά δεν ήταν το τσεκούρι. Ψηλάφισε το βαρύ σφυρί σιδερά. Του έδινε τη σωστή αίσθηση.
Ο Άλτης προσγειώθηκε μπροστά του.
Ήρθες και πάλι, σαν ανόητος. Η εικόνα που του έστειλε, έδειχνε ένα λυκάκι να χώνει τη μύτη του σε έναν κούφιο κορμό δέντρου για να γλύψει το μέλι, παρά τις μέλισσες, που του τσιμπούσαν τη μουσούδα και τα μάτια. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από ποτέ, Νεαρέ Ταύρε. Μοχθηρά πράγματα περιδιαβαίνουν το όνειρο. Οι αδελφοί και οι αδελφές αποφεύγουν τα όρη της πέτρας που στοιβάζουν οι δίποδοι και σχεδόν φοβούνται να ονειρευτούν ο ένας τον άλλο. Πρέπει να φύγεις!
«Όχι», είπε ο Πέριν. «Η Φάιλε είναι εδώ, κάπου εδώ πέρα, παγιδευμένη. Πρέπει να τη βρω, Άλτη. Πρέπει!» Ένιωσε κάτι να σαλεύει μέσα του, κάτι να αλλάζει. Κοίταξε τα δασύτριχα πόδια του, τις πλατιές πατούσες του. Ήταν λύκος, πιο μεγάλος κι από τον Άλτη.
Η παρουσία σου εδώ παραείναι ισχυρή! Το μήνυμα έδειχνε πόσο κατάπληκτος ήταν. Θα πεθάνεις, Νεαρέ Ταύρε!
Αν δεν ελευθερώσω το γεράκι, δεν με νοιάζει, αδελφέ.
Τότε θα κυνηγήσουμε, αδελφέ.
Με τις μύτες γυρισμένες κόντρα στον άνεμο, οι δύο λύκοι έτρεξαν στην πεδιάδα, αναζητώντας το γεράκι.