44 Κυνηγημένος

Ο Πέριν κατέβηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται, χωρίς να νοιάζεται αν τον έβλεπε η Ζαρίν ή όχι. Ήξερε τι σκόπευε να κάνει, αλλά πάντως ρώτησε και τη Μουαραίν. «Φεύγουμε;»

«Εκτός αν θέλεις να γνωρίσεις από κοντά τον Σαμαήλ», του είπε ξερά. Μπουμπουνητά ξεχύθηκαν από πάνω τους, σαν να υπογράμμιζαν τη φράση της και μετά ξέσπασαν αστραπές. Η Άες Σεντάι δεν έριξε δεύτερη ματιά στη Ζαρίν.

Ο Πέριν έχωσε το πουκάμισο στο φαρδύ παντελόνι του και ευχήθηκε να φορούσε το σακάκι και το μανδύα του. Το όνομα του Αποδιωγμένου είχε κάνει το δωμάτιο να μοιάζει παγωμένο. Δεν έφτανε ο Μπα’άλζαμον τώρα έχουμε ελεύθερους και τους Αηοδιωγμένονς. Φως μου, έχει πια σημασία το αν θα βρούμε τον Ραντ; Είναι πολύ αργά; Αλλά συνέχισε να ντύνεται κι έχωσε τα πόδια στις μπότες του. Ή θα συνέχιζε, ή θα τα παρατούσε και ο λαός των Δύο Ποταμών ήταν γνωστό πως δεν το έβαζε κάτω.

«Ο Σαμαήλ;» είπε ξεψυχισμένα η Ζαρίν. «Ένας από τους Αποδιωγμένους κυβερνά...; Φως μου!»

«Ακόμα θέλεις να μας ακολουθήσεις;» είπε μαλακά η Μουαραίν. «Έτσι όπως είναι τα πράγματα, δεν θα σε ανάγκαζα να μείνεις εδώ, αλλά σου δίνω μια τελευταία ευκαιρία να ορκιστείς ότι θα πάρεις άλλο δρόμο από μένα».

Η Ζαρίν δίστασε και ο Πέριν κοντοστάθηκε, με το σακάκι του μισοφορεμένο. Σίγουρα κανένας δεν θα επέλεγε να πάει μαζί με ανθρώπους που είχαν επισύρει την οργή ενός Αποδιωγμένου. Τώρα, η Ζαρίν ήξερε κάτι γι’ αυτό που αντιμετώπιζαν. Εκτός αν έχει ιδιαίτερο λόγο. Βέβαια, όποιος μάθαινε ότι ήταν ελεύθερος ένας Αποδιωγμένος, θα έπρεπε να τρέξει και να βρει πλοίο των Θαλασσινών για την άλλη άκρη της Ερημιάς του Άελ, όχι να κάθεται εκεί και να σκέφτεται.

«Όχι», είπε η Ζαρίν κι ο Πέριν χαλάρωσε λιγάκι. «Όχι, δεν θα ορκιστώ να τραβήξω αλλού. Είτε με οδηγήσετε στο Κέρας του Βαλίρ είτε όχι, ακόμα κι αυτοί που θα βρουν το Κέρας, δεν θα έχουν να πουν ιστορία σαν και τούτη εδώ. Νομίζω ότι αυτή την ιστορία θα τη λένε στους αιώνες των αιώνων, Άες Σεντάι, και θέλω να είμαι μέρος της».

«Όχι!» είπε απότομα το Πέριν. «Αυτό δεν λέει τίποτα. Τι ζητάς;»

«Δεν έχω χρόνο για τσακωμούς», τους έκοψε η Μουαραίν. «Ανά πάσα στιγμή, ο Άρχοντας Μπρεντ μπορεί να μάθει ότι ένα από τα Σκοτεινόσκυλά του είναι νεκρό. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει Πρόμαχος και να είστε σίγουροι ότι θα το καταλάβει και θα ψάξει να βρει την Άες Σεντάι του Γκαϊντίν. Θα καθίσετε εδώ μέχρι να ανακαλύψει πού είστε; Εμπρός, ανόητα παιδιά! Εμπρός!» Εξαφανίστηκε στο διάδρομο, πριν ο Πέριν προλάβει να βγάλει άχνα.

Ούτε και η Ζαρίν περίμενε και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο, χωρίς κερί. Ο Πέριν μάζεψε βιαστικά τα πράγματά του και έτρεξε στην πίσω σκάλα, ενώ ακόμα ζωνόταν το τσεκούρι του. Πέτυχε τον Ογκιρανό που κατέβαινε κάτω, ο οποίος πάσχιζε την ίδια στιγμή να στριμώξει ένα βιβλίο με ξύλινο δέσιμο σε ένα σακίδιο και να φορέσει το μανδύα του. Ο Πέριν τον βοήθησε να φορέσει το μανδύα του καθώς κατέβαιναν και οι δύο τρέχοντας τη σκάλα και η Ζαρίν τους αντάμωσε, πριν προλάβουν να ξεχυθούν στην καταρρακτώδη βροχή.

Ο Πέριν καμπούριασε καθώς τον χτυπούσε η βροχή και έτρεξε μέσα στην καταιγίδα προς το στάβλο, ο οποίος ήταν στην άλλη άκρη της κατασκότεινης μάντρας, χωρίς να σταθεί για να ανεβάσει την κουκούλα του μανδύα του. Κάποιο λόγο θα έχει. Το ότι θέλει να είναι μέρος της ιστορίας θα ήταν αρκετός λόγος μόνο για μια τρελή! Μέχρι να περάσει τρέχοντας την είσοδο του στάβλου, η βροχή είχε μουσκέψει τα κατσαρά μαλλιά του, που είχαν ισιώσει και κολλούσαν ολόγυρα στο κεφάλι του.

Η Μουαραίν είχε ήδη φτάσει εκεί, φορώντας ένα λαδωμένο μανδύα, που είχε ακόμα σταγόνες βροχής πάνω του και η Νιέντα κρατούσε ένα φανάρι για να σελώσει ο Λαν τα άλογα. Υπήρχε ένα άλογο παραπάνω, ένα ρούσο μουνούχι με αδρή μουσούδα.

«Θα στέλνω περιστέρια κάθε μέρα», έλεγε η σωματώδης γυναίκα. «Κανένας δεν θα με ψυλλιαστεί. Που να με φάει η μοίρα μου! Ακόμα και οι Λευκομανδίτες λένε καλά λόγια για μένα».

«Άκουσέ με, Νιέντα!» ξέσπασε η Μουαραίν. «Εδώ δεν μιλάω ούτε για Λευκομανδίτες, ούτε για Σκοτεινόφιλους. Θα το σκάσεις απ’ αυτή την πόλη και θα αναγκάσεις όσους αγαπάς να φύγουν μαζί σου. Δώδεκα χρόνια με υπάκουγες. Υπάκουσέ με και τώρα!» Η Νιέντα κατένευσε, αλλά απρόθυμα και η Μουαραίν μούγκρισε αγανακτισμένη.

«Το ρούσο είναι το δικό σου, μικρή», είπε ο Λαν στη Ζαρίν. «Ανέβα στη ράχη του. Αν δεν ξέρεις να καβαλικεύεις, τότε πρέπει να μάθεις στην πράξη, ή να δεχτείς την προσφορά μου».

Η Ζαρίν έπιασε με το ένα χέρι το ψηλό μπροστάρι και ανέβηκε με άνεση στη σέλα. «Βραχοπρόσωπε, τώρα που το σκέφτομαι, έχω ξανανέβει σε άλογο». Γύρισε από την άλλη, για να δέσει πίσω της τα πράγματά της.

«Τι εννοείς, Μουαραίν;» απαίτησε να μάθει ο Πέριν, καθώς έριχνε τα σακίδιά του στη ράχη του Γοργοπόδη. «Είπες ότι θα έβρισκε πού είμαι. Ξέρει. Οι Φαιοί Άνθρωποι!» Η Νιέντα χαχάνισε και ο Πέριν αναρωτήθηκε ενοχλημένος πόσα ήξερε στ’ αλήθεια αυτή η γυναίκα και πόσα πίστευε από εκείνα που έλεγε ότι δεν πίστευε.

«Δεν έστειλε ο Σαμαήλ τους Φαιούς Ανθρώπους». Η Μουαραίν ανέβηκε στην Αλντίμπ με μια ψύχραιμη και ακριβή κίνηση, σχεδόν σαν να μην υπήρχε καμία βιασύνη. «Όμως το Σκοτεινόσκυλο ήταν δικό του. Πιστεύω ότι ακολούθησε τα ίχνη μου. Δεν θα έστελνε και τα δύο. Κάποιος σε θέλει, αλλά νομίζω ότι ο Σαμαήλ δεν γνωρίζει καν την ύπαρξή σου. Όχι ακόμα». Ο Πέριν στάθηκε με το ένα πόδι στον αναβολέα, κοιτάζοντάς την, αλλά εκείνη έμοιαζε περισσότερο απασχολημένη με το να χαϊδεύει τον ψηλό λαιμό της φοράδας της, παρά με τις ερωτήσεις που ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του.

«Καλά που σε ακολούθησα δηλαδή», είπε ο Λαν και η Άες Σεντάι ξεφύσησε δυνατά.

«Αν ήσουν γυναίκα, Γκαϊντίν, θα σε έστελνα στον Πύργο σαν μαθητευόμενη, για να μάθεις να υπακούς!» Εκείνος σήκωσε το ένα φρύδι, άγγιξε τη λαβή του σπαθιού του και καβάλησε το άλογό του. Η Άες Σεντάι αναστέναξε. «Ίσως να είναι καλό που δεν υπακούς. Μερικές φορές, τουλάχιστον, είναι καλό. Εκτός αυτού, νομίζω ότι η Σέριαμ και η Σιουάν Σάντσε μαζί δεν θα κατάφερναν να σου διδάξουν την υπακοή».

«Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Πέριν. Μου φαίνεται ότι όλο το ίδιο πράγμα λέω και το βαρέθηκα. Θέλω απαντήσεις που να μπορώ να τις καταλαβαίνω. Ανέβηκε κανονικά στη σέλα, για να μην τον κοιτάζει αφ’ υψηλού η Μουαραίν· ούτως ή άλλως, είχε το πλεονέκτημα. «Αν δεν έστειλε αυτός τους Φαιούς Ανθρώπους, τότε ποιος το έκανε; Αν ένας Μυρντράαλ, ή ένας άλλος Αποδιωγμένος...» Σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. Ένας ΑΛΛΟΣ Αποδιωγμένος! Φως μου! «Αν τους έστειλε κάποιος άλλος, γιατί δεν του το είπε; Δεν είναι όλοι Σκοτεινόφιλοι; Και γιατί εμένα, Μουαραίν; Γιατί εμένα; Ο Ραντ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!»

Άκουσε τις κοφτές κραυγές που άφησαν η Ζαρίν και η Νιέντα και μόνο τότε κατάλαβε τι είχε πει. Το βλέμμα της Μουαραίν έμοιαζε να τον γδέρνει, σαν το πιο κοφτερό ατσάλι. Η άτιμη η γλώσσα μου τρέχει μόνη της. Πότε έπαψα να σκέφτομαι πριν ανοίξω το στόμα; Του φαινόταν ότι αυτό είχε γίνει όταν είχε νιώσει για πρώτη φορά τη Ζαρίν να τον παρακολουθεί με το βλέμμα. Τον παρακολουθούσε και τώρα, με το στόμα να χάσκει ορθάνοιχτο.

«Τώρα δεσμεύτηκες σε εμάς», είπε η Μουαραίν στην ξαφνιασμένη γυναίκα. «Δεν υπάρχει γυρισμός για σένα. Ποτέ». Η Ζαρίν έδειχνε σαν να ήθελε να πει κάτι και φοβόταν, αλλά η Άες Σεντάι είχε ήδη στρέψει αλλού την προσοχή της. «Νιέντα, φύγε από το Ίλιαν απόψε. Αυτή την ώρα! Και βάλε χαλινάρι στη γλώσσα σου, πιο σφιχτό απ’ όσο έκανες τόσα χρόνια. Είναι κάποιοι που θα σου την έκοβαν γι’ αυτά που μπορείς να πεις, πριν προφτάσω καν να σε βρω». Ο σκληρός τόνος της άφηνε ερωτηματικά για το αν το εννοούσε μεταφορικά και η Νιέντα κούνησε με δύναμη το κεφάλι, σαν να το είχε ακούσει και με άλλο νόημα.

«Όσο για σένα, Πέριν». Η λευκή φοράδα πλησίασε και ο Πέριν έγειρε ασυναίσθητα πίσω, για να απομακρυνθεί από την Άες Σεντάι. «Πολλά νήματα υφαίνονται στο Σχήμα και μερικά είναι μαύρα, σαν την ίδια τη Σκιά. Πρόσεξε μη σε στραγγαλίσει κανένα απ’ αυτά». Άγγιξε με τις φτέρνες τα πλευρά της Αλντίμπ και η φοράδα χίμηξε στη βροχή, με τον Μαντάρμπ να ακολουθεί από κοντά.

Που να καείς, Μουαραίν, σκέφτηκε ο Πέριν καθώς τους ακολουθούσε. Μερικές φορές δεν ξέρω με τίνος το μέρος είσαι. Έριξε μια ματιά στη Ζαρίν, που καβαλίκευε δίπλα του, ιππεύοντας σαν να είχε γεννηθεί στη σέλα. Κι εσύ με τίνος το μέρος είσαι;

Η βροχή έδιωχνε τον κόσμο από τους δρόμους και τα κανάλια κι έτσι δεν υπήρχαν μάτια για να δουν την αναχώρηση τους, αλλά δυσκόλευε το πάτημα των αλόγων στις ανώμαλες πέτρες. Μέχρι να φτάσουν στην Οδό Μαρέντο, έναν πλατύ χωματόδρομο που προχωρούσε προς το βορρά περνώντας από το έλος, η νεροποντή είχε αρχίσει να κοπάζει. Ακόμα ακούγονταν βροντές, αλλά οι αστραπές έλαμπαν πίσω τους, ίσως έξω, στο πέλαγος.

Ο Πέριν ένιωσε ότι η τύχη γυρνούσε λίγο προς το μέρος τους. Η βροχή είχε κρατήσει αρκετά για να κρύψει την αναχώρησή τους, αλλά τώρα φαινόταν ότι θα είχαν μια ξάστερη νύχτα για να ταξιδέψουν. Κι αυτό ακριβώς είπε, όμως ο Λαν κούνησε το κεφάλι.

«Τα Σκοτεινόσκυλα προτιμούν τις καθαρές, φεγγαρόλουστες βραδιές, σιδερά, και αποστρέφονται τη βροχή. Μια γερή καταιγίδα μπορεί να τα κρατήσει σε απόσταση». Σαν να την είχαν διατάξει τα λόγια του, η βροχή καταλάγιασε κι έμεινε μόνο μια ψιχάλα. Ο Πέριν άκουσε τον Λόιαλ να βογκά πίσω του.

Το ανάχωμα του δρόμου και το έλος τελείωναν μαζί, δυο μίλια περίπου έξω από την πόλη, όμως ο δρόμος συνέχιζε κι έστριβε προς τα ανατολικά. Το συννεφιασμένο σούρουπο έγινε νύχτα και η βροχή, μαζί με την αχλύ της, κρατούσαν ακόμα. Η Μουαραίν και ο Λαν διατηρούσαν ένα σταθερό ρυθμό, καλό όταν ήθελες να διανύσεις μεγάλη απόσταση. Οι οπλές των αλόγων πλατσούριζαν στις λακκούβες του χωματόδρομου. Το φεγγάρι άστραφτε μέσα από χάσματα ανάμεσα στα σύννεφα. Λοφίσκοι άρχισαν να υψώνονται γύρω τους και τα δέντρα εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά. Ο Πέριν σκέφτηκε ότι μπροστά θα έβρισκαν δάσος, αλλά δεν ήξερε αν του άρεσε αυτό. Το δάσος μπορούσε να τους κρύψει από την καταδίωξη· μπορούσε, επίσης, να βοηθήσει τους διώκτες να πλησιάσουν χωρίς να φανούν.

Ένα ψιλό αλύχτημα υψώθηκε μακριά πίσω τους. Για μια στιγμή, σκέφτηκε πως ήταν λύκος· ξαφνιάζοντας τον εαυτό του, άνοιξε το νου του προς το λύκο για μια στιγμή, πριν συγκρατηθεί. Η κραυγή ξανακούστηκε και ο Πέριν κατάλαβε πως δεν ήταν λύκος. Άλλες κραυγές υψώθηκαν σε απάντηση, όλες μίλια πίσω τους, αιθέριοι θρήνοι που έκρυβαν αίμα και θάνατο, οιμωγές που μιλούσαν για εφιάλτες. Κατάπληκτος, είδε ότι ο Λαν και η Μουαραίν έκοψαν ταχύτητα και η Άες Σεντάι εξέτασε τους λόφους γύρω τους, μέσα στη νύχτα.

«Είναι μακριά», είπε ο Πέριν. «Δεν θα μας πιάσουν αν συνεχίσουμε».

«Τα Σκοτεινόσκυλα;» μουρμούρισε η Ζαρίν. «Αυτά είναι τα Σκοτεινόσκυλα; Είσαι σίγουρη ότι δεν είναι το Τρελό Κυνήγι, Άες Σεντάι;»

«Μα αυτό είναι», αποκρίθηκε η Μουαραίν. «Αυτό είναι».

«Δεν ξεφεύγεις από τα Σκοτεινόσκυλα, σιδερά», είπε ο Λαν, «ακόμα κι αν έχεις το ταχύτερο άλογο. Πάντοτε, πρέπει να τα βάλεις μαζί τους και να τα νικήσεις, αλλιώς θα σε βάλουν κάτω».

«Μπορούσα να είχα μείνει στο στέντιγκ, ξέρετε», είπε ο Λόιαλ. «Η μητέρα μου τώρα θα με είχε παντρέψει, αλλά δεν θα ήταν άσχημη ζωή. Βιβλία με το τσουβάλι. Δεν ήμουν αναγκασμένος να έρθω Έξω».

«Να», είπε η Μουαραίν, δείχνοντας ένα ψηλό, άδενδρο λοφίσκο προς τα δεξιά τους. Σε ακτίνα διακοσίων βημάτων γύρω του, απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει ο Πέριν, δεν υπήρχαν δέντρα και παραπέρα ήταν αραιά. «Για να έχουμε μια πιθανότητα, πρέπει να τα βλέπουμε πριν έρθουν».

Οι δυσοίωνες κραυγές των Σκοτεινόσκυλων υψώθηκαν πάλι, πιο κοντά αυτή τη φορά, αν και ήταν ακόμα μακριά.

Ο Λαν τάχυνε λίγο το βήμα του Μαντάρμπ, τώρα που η Μουαραίν είχε διαλέξει τον τόπο της αναμέτρησης. Καθώς ανηφόριζαν, οι οπλές των αλόγων χτυπούσαν πέτρες μισοθαμμένες στο χώμα, που είχαν γίνει γλιστερές από το ψιλοβρόχι. Όπως τις κοιτούσε ο Πέριν, οι περισσότερες ήταν αρκετά τετραγωνισμένες και δεν έμοιαζαν φυσικές. Στην κορυφή, ξεπέζεψαν γύρω από ένα σημείο που έμοιαζε με χαμηλό, στρογγυλεμένο ογκόλιθο. Το φεγγάρι εμφανίστηκε από ένα άνοιγμα στα σύννεφα και ο Πέριν κατάλαβε ότι κοίταζε ένα ανεμοδαρμένο, πέτρινο πρόσωπο, μήκους δύο βημάτων. Ένα γυναικείο πρόσωπο, του φάνηκε, κρίνοντας από το μάκρος των μαλλιών. Μέσα στη βροχή, έμοιαζε να κλαίει.

Η Μουαραίν αφίππευσε και στάθηκε ατενίζοντας προς την κατεύθυνση των ουρλιαχτών. Ήταν μια σκιερή, κουκουλοφορεμένη μορφή και η βροχή καθρέφτιζε το φεγγαρόφωτο, καθώς κυλούσε στο λαδωμένο μανδύα της.

Ο Λόιαλ κατέβηκε από το άλογο, το οδήγησε προς το άγαλμα και μετά έσκυψε και ψηλάφισε τα χαρακτηριστικά του. «Μου φαίνεται πως ήταν Ογκιρανή», είπε τελικά. «Αλλά δεν πρόκειται για παλιό στέντιγκ· θα το ένιωθα. Θα το νιώθαμε όλοι. Και θα ήμασταν ασφαλείς από τους Σκιογέννητους».

«Τι κοιτάτε εσείς οι δύο;» Η Ζαρίν έστρεψε το βλέμμα της στο βράχο και τα μάτια της στένεψαν. «Τι είναι; Αυτή; Ποια;»

«Πολλά έθνη γνώρισαν την άνοδο και την πτώση μετά το Τσάκισμα», είπε η Μουαραίν χωρίς να γυρίσει, «και μερικά δεν άφησαν παρά μονάχα ονόματα σε μια κιτρινισμένη σελίδα, ή γραμμές σε έναν τσαλακωμένο χάρτη. Θα αφήσουμε έστω κι αυτό πίσω μας;» Τα αιμοδιψή ουρλιαχτά υψώθηκαν ξανά, ακόμα πιο κοντά. Ο Πέριν προσπάθησε να υπολογίσει το ρυθμό τους και του φάνηκε ότι ο Λαν είχε δίκιο· στο τέλος, τα άλογα δεν θα τα ξεπερνούσαν. Δεν θα περίμεναν για πολύ.

«Ογκιρανέ», είπε ο Λαν, «εσύ και η κοπέλα κρατήστε τα άλογα». Η Ζαρίν διαμαρτυρήθηκε, αλλά αυτός την πλησίασε με το άλογό του. «Τα μαχαίρια σου δεν θα ωφελήσουν εδώ πέρα, μικρή». Η λεπίδα του ξίφους του άστραψε στο σεληνόφως, καθώς το ξεθηκάρωνε. «Ακόμα κι αυτό είναι το έσχατο μέσο. Απ’ ό,τι ακούω, εκεί έξω είναι δέκα, όχι ένα. Η δουλειά σας είναι να κρατήσετε τα άλογα, για να μην το σκάσουν όταν μυρίσουν τα Σκοτεινόσκυλα. Ακόμα και του Μαντάρμπ δεν του αρέσει αυτή η οσμή».

Αν το σπαθί του Προμάχου ήταν άχρηστο, τότε ούτε ο πέλεκυς δεν θα έκανε κάτι. Ο Πέριν ένιωσε κάτι σαν ανακούφιση γι’ αυτό, έστω κι αν ήταν για τα Σκιογεννήματα· δεν θα ήταν αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει το τσεκούρι. Τράβηξε το λυμένο τόξο του από τα λουριά της σέλας του Γοργοπόδη. «Ίσως αυτό βοηθήσει».

«Δοκίμασε αν θέλεις, σιδερά», είπε ο Λαν. «Δεν πεθαίνουν εύκολα. Ίσως σκοτώσεις ένα τους».

Ο Πέριν έβγαλε καινούρια χορδή από το θύλακό του, προσπαθώντας να την προφυλάξει από το ψιλοβρόχι. Η επένδυση από κερί ήταν λεπτή και δεν θα την προστάτευε από παρατεταμένη υγρασία. Έβαλε το τόξο λοξά ανάμεσα στα πόδια του, το λύγισε με ευκολία και έδεσε τις θηλιές της χορδής στις σχισμές στις άκρες του ξύλου. Όταν σηκώθηκε, μπορούσε να δει τα Σκοτεινόσκυλα.

Έτρεχαν με καλπασμό αλόγων και όταν τα είδε, ανέπτυξαν ταχύτητα. Ήταν μονάχα δέκα μεγάλες μορφές που έτρεχαν στη νύχτα, χιμώντας ανάμεσα στα αραιά δένδρα, αλλά τράβηξε ένα βέλος με πλατιά μύτη από τη φαρέτρα, το πέρασε στη χορδή, αλλά δεν την τράβηξε. Δεν ήταν από τους καλύτερους τοξότες του Πεδίου του Έμοντ, αλλά μεταξύ των νεότερων, μονάχα ο Ραντ τον ξεπερνούσε.

Αποφάσισε ότι θα έριχνε στα τριακόσια βήματα. Βλάκα! Απ’ αυτή την απόσταση, θα δυσκολευόσουν να πετύχεις ακόμα και ακίνητο στόχο. Αλλά αν περιμένω, έτσι που κινούνται... Πλησίασε τη Μουαραίν, σήκωσε το τόξο του -θα πρέπει να φανταστώ ότι η κινούμενη σκιά είναι ένα μεγάλο σκυλί― τράβηξε το βέλος, μέχρι τα φτερά χήνας στην άκρη να φτάσουν στο αυτί του και το εξαπέλυσε. Ήταν σίγουρος ότι το βέλος βρήκε την κοντινότερη σκιά, αλλά το μόνο αποτέλεσμα ήταν ένα γρύλισμα. Δεν θα βγει τίποτα. Έρχονται υπερβολικά γρήγορα! Ήδη τραβούσε άλλο ένα βέλος. Γιατί δεν κάνεις τίποτα, Μουαραίν; Έβλεπε τα μάτια τους να αστράφτουν σαν ασήμι, τα δόντια τους να λάμπουν σαν στιλβωμένο ατσάλι. Μαύρα σαν την ίδια τη νυχτιά, μεγάλα σαν πόνυ, έτρεχαν προς το μέρος του, σιωπηλά τώρα, με σκοπό να σκοτώσουν. Ο άνεμος έφερνε μια δυσωδία, σαν καμένο θειάφι· τα άλογα χλιμίντρισαν φοβισμένα, ακόμα και το πολεμικό άλογο του Λαν. Που να καείς, Άες Σεντάι, κάνε κάτι! Τόξευσε πάλι· το πρώτο Σκοτεινόσκυλο γλίστρησε και συνέχισε. Μπορούν να πεθάνουν! Ξανάριξε και το πρώτο Σκοτεινόσκυλο κουτρουβάλησε, σηκώθηκε τρέμοντας στα πόδια του και ύστερα έπεσε, αλλά την ίδια στιγμή που εκείνο έπεφτε, ο Πέριν γεύτηκε μια στιγμή απόγνωσης. Το ένα είχε πέσει και τα άλλα εννιά είχαν ήδη διανύσει τα δύο-τρίτα της απόστασης· έμοιαζαν να τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα, σαν σκιές που κυλούσαν στο έδαφος. Άλλο ένα βέλος. Υπάρχει χρόνος, ίσως, για άλλο ένα και μετά έχω και το τσεκούρι. Που να καείς, Άες Σεντάι! Τράβηξε πάλι τη χορδή.

«Τώρα», είπε η Άες Σεντάι, καθώς το βέλος του εκτοξευόταν. Ο αέρας ανάμεσα στα χέρια της έπιασε φωτιά και ξεχύθηκε προς τα Σκοτεινόσκυλα, φωτίζοντας τη νύχτα. Τα άλογα χλιμίντρισαν και χοροπήδησαν, παρ’ όλο που οι άλλοι τα κρατούσαν.

Ο Πέριν σήκωσε το μπράτσο στα μάτια του για να τα προστατεύσει από μια λευκοπυρωμένη λάμψη, σαν πυρκαγιά, μια κάψα σαν καμίνι που άνοιγε τρίζοντας· το ξαφνικό μεσημέρι τίναξε φλόγες στο σκοτάδι και χάθηκε. Όταν ξεσκέπασε τα μάτια του, έβλεπε κουκκίδες να τρεμοπαίζουν μπροστά του, καθώς και το αμυδρό μετείκασμα εκείνης της φλογερής γραμμής. Εκεί που πριν ήταν τα Σκοτεινόσκυλα, τώρα υπήρχε μόνο έδαφος, που το έλουζε η νύχτα και η ήσυχη βροχή· οι μόνες σκιές που σάλευαν ήταν εκείνες που έριχναν τα σύννεφα, τα οποία περνούσαν μπροστά από το φεγγάρι.

Φαντάστηκα πως θα πετούσε φωτιά, ή θα καλούσε αστραπές, αλλά αυτό... «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε βραχνά.

Η Μουαραίν ατένιζε πάλι το Ίλιαν, σαν να μπορούσε να διαπεράσει με το βλέμμα τα τόσα μίλια του σκοταδιού. «Μπορεί να μην το είδε», είπε σχεδόν μονολογώντας. «Είναι μακριά κι αν δεν κοίταζε, ίσως να μην το πρόσεξε».

«Ποιος;» απαίτησε να μάθει η Ζαρίν. «Ο Σαμαήλ;» Η φωνή της τρεμούλιαζε λιγάκι. «Είπες ότι ήταν στο Ίλιαν. Πώς είναι δυνατόν να δει κάτι εδώ; Τι έκανες;»

«Κάτι απαγορευμένο», είπε ψυχρά η Μουαραίν. «Απαγορευμένο από όρκους σχεδόν εξίσου ισχυρούς με τους Τρεις Όρκους». Πήρε τα γκέμια της Αλντίμπ από τα χέρια της κοπέλας και χάιδεψε το λαιμό της φοράδας, ηρεμώντας την. «Κάτι που έχει να χρησιμοποιηθεί κοντά στα δυο χιλιάδες χρόνια. Κάτι για το οποίο θα μπορούσαν να με σιγανέψουν και μόνο που το ξέρω».

«Μήπως...;» Η φωνή του Λόιαλ ήταν ένα αχνό μπουμπουνητό. «Μήπως θα έπρεπε να πηγαίνουμε; Ίσως να υπάρχουν κι άλλα».

«Δεν νομίζω», είπε η Άες Σεντάι, καθώς ανέβαινε στο άλογό της. «Δεν θα αμολούσε δύο κοπάδια μαζί, ακόμα κι αν έχει δύο· θα επιτίθονταν το ένα στο άλλο, αντί για τη λεία τους. Και νομίζω ότι δεν είμαστε το κύριο θήραμά του, αλλιώς θα είχε έρθει ο ίδιος. Είμαστε... μια ενόχληση, νομίζω» —ο τόνος της ήταν γαλήνιος, αλλά ήταν έκδηλο ότι δεν της άρεσε να την παίρνουν τόσο αψήφιστα— «και, ίσως, ένα επιπλέον κέρδος, αν δεν ήταν ιδιαίτερος κόπος. Πάντως, δεν είναι καλό να μένουμε άσκοπα κοντά του».

«Ο Ραντ;» ρώτησε ο Πέριν. Σχεδόν ένιωσε τη Ζαρίν να σκύβει μπροστά για να ακούσει. «Αν δεν είμαστε αυτό που κυνηγά, μήπως είναι ο Ραντ;»

«Ίσως», είπε η Μουαραίν. «Ή, ίσως, ο Ματ. Μην ξεχνάς ότι είναι κι αυτός τα’βίρεν και φύσηξε το Κέρας του Βαλίρ».

Η Ζαρίν έβγαλε έναν πνιχτό ήχο. «Το φύσηξε; Κάποιος το έχει βρει;»

Η Άες Σεντάι την αγνόησε κι έγειρε στη σέλα της για να κοιτάξει από κοντά τα μάτια του Πέριν, με το μαύρο να αστράφτει κόντρα στο στιλβωμένο χρυσό. «Άλλη μια φορά τα γεγονότα με προσπερνούν. Δεν μου αρέσει αυτό. Και δεν θα έπρεπε να αρέσει ούτε σε σένα. Αν προσπερνούν εμένα, ίσως εσένα σε τσαλαπατήσουν και μαζί σου και τον υπόλοιπο κόσμο».

«Έχουμε ακόμα πολλές λεύγες για το Δάκρυ», είπε ο Λαν. «Είναι σωστή η υπόδειξη του Ογκιρανού». Ήδη ήταν στη σέλα του.

Έπειτα από μια στιγμή, η Μουαραίν ορθώθηκε και άγγιξε τα πλευρά της φοράδας με τις φτέρνες της. Βρισκόταν στη μέση του δρόμου, πριν από τα ριζά του λοφίσκου, όταν ο Πέριν κατάφερε να λύσει το τόξο και να πάρει τα γκέμια του Γοργοπόδη από τον Λόιαλ. Που να καείς, Μουαραίν! Κάπου θα βρω απαντήσεις!


Ο Ματ, γέρνοντας σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, απολάμβανε τη θαλπωρή της φωτιάς· αν και οι βροχές είχαν απομακρυνθεί προς τα δυτικά πριν από τρεις μέρες, ακόμα ένιωθε την υγρασία, αλλά εκείνη τη στιγμή μόλις που αντιλαμβανόταν τις φλόγες που χόρευαν. Κοίταζε σκεφτικός το μικρό κύλινδρο, με την επένδυση από κερί, που κρατούσε στο χέρι. Ο Θομ ήταν αφοσιωμένος στο κούρδισμα της άρπας του, μουρμούριζε μόνος του για τη βροχή και την υγρασία και δεν κοίταζε καθόλου τον Ματ. Γρύλοι τραγουδούσαν στο σκοτεινό σύδεντρο γύρω τους. Το ηλιοβασίλεμα τους είχε προλάβει όταν βρίσκονταν ακόμα ανάμεσα σε δύο χωριά και είχαν διαλέξει αυτό το αλσύλλιο, που ήταν μακριά από το δρόμο. Δυο φορές είχαν προσπαθήσει να νοικιάσουν δωμάτιο για τη νύχτα· δυο φορές οι αγρότες είχαν αμολήσει τα σκυλιά τους.

Ο Ματ ξεθηκάρωσε το μαχαίρι στη ζώνη του και δίστασε. Τύχη. Μόνο μερικές φορές ξεσπά, είχε πει εκείνη. Τύχη. Όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, έκοψε το σωλήνα κατά μήκος. Ήταν πράγματι ένας σωλήνας από στρώματα χαρτιού, όπως πίστευε —στην πατρίδα του, έβρισκε κομματάκια χαρτιού στο έδαφος όταν άναβαν βεγγαλικά — αλλά το εσωτερικό ήταν γεμάτο από κάτι σαν χώμα, ή ίσως μικρά, γκριζόμαυρα λιθαράκια και σκόνη. Τα ανακάτεψε στην παλάμη του με το δάχτυλο. Πώς στο Φως μπορεί να ανατινάζονται τα βότσαλα;

«Που να με κάψει το Φως!» βρυχήθηκε ο Θομ. Έχωσε την άρπα στη θήκη της, λες και ήθελε να την προστατεύσει από αυτό που κρατούσε στο χέρι του ο Ματ. «Θες να μας σκοτώσεις, μικρέ; Δεν άκουσες ποτέ ότι αυτά τα πράγματα ανατινάζονται δέκα φορές πιο δυνατά με τον αέρα απ’ ό,τι με τη φωτιά; Τίποτα δεν πλησιάζει το έργο των Άες Σεντάι όσο τα πυροτεχνήματα, μικρέ».

«Μπορεί», είπε ο Ματ, «αλλά η Αλούντρα δεν μου έμοιαζε με Άες Σεντάι. Έτσι νόμιζα κάποτε για το ρολόι του αφέντη αλ’Βερ —ότι ήταν φτιαγμένο από τις Άες Σεντάι― αλλά, όταν άνοιξα την πλάτη του κουτιού του, είδα ότι ήταν γεμάτο μικρά κομματάκια από μέταλλο». Σάλεψε αμήχανα με αυτή τη θύμηση. Εκείνη τη φορά τον είχε προφτάσει πρώτη η κυρά αλ’Βερ, με τη Σοφία, τον πατέρα του και το Δήμαρχο ξοπίσω της και κανένας τους δεν τον πίστευε ότι ήθελε μόνο να δει μέσα. Θα μπορούσα να τα ξαναβάλω στη θέση τους. «Νομίζω ότι ο Πέριν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι τέτοιο, αν έβλεπε τις ροδίτσες, τα ελατήρια και ξέρω εγώ τι άλλο είχε μέσα».

«Θα σε περίμενε μια έκπληξη, μικρέ», είπε ξερά ο Θομ. «Ακόμα κι οι κακοί ρολογάδες είναι αρκετά πλούσιοι και το αξίζουν. Όμως το ρολόι δεν πρόκειται να σκάσει στα μούτρα σου!»

«Ούτε κι αυτό εδώ έσκασε. Ε, τώρα είναι άχρηστο». Έριξε στη φωτιά τα χαρτάκια και τα πετραδάκια που είχε στη χούφτα του, ενώ ο Θομ άφηνε μια έντρομη κραυγή· τα πετραδάκια λαμπύρισαν κι έβγαλαν μικρές αστραπές, ενώ ο τόπος γέμισε με ένα δριμύ καπνό.

«Σίγουρα πας να μας σκοτώσεις». Η φωνή του Θομ ήταν τρεμουλιαστή και καθώς μιλούσε δυνάμωνε και γινόταν πιο βαριά. «Αν πάρω απόφαση να πεθάνω, θα πάω στο Βασιλικό Παλάτι όταν φτάσουμε στο Κάεμλυν και θα δώσω μια τσιμπιά στη Μουαραίν!» Το μακρύ μουστάκι του σπαρταρούσε. «Μην το ξανακάνεις!»

«Δεν ανατινάχτηκε!», είπε ο Ματ, κοιτώντας τη φωτιά κατσουφιασμένος. Έψαξε στο τυλιγμένο, λαδωμένο πανί, που ήταν από την άλλη μεριά του κορμού και ψάρεψε ένα βεγγαλικό που είχε το αμέσως μεγαλύτερο μέγεθος. «Αναρωτιέμαι γιατί δεν έκανε “μπαμ”».

«Δεν με νοιάζει γιατί δεν έκανε “μπαμ”! Μην το ξανακάνεις!»

Ο Ματ του έριξε μια ματιά και γέλασε. «Μην τρέμεις τώρα, Θομ. Άδικα φοβάσαι. Τώρα ξέρω τι έχουν μέσα. Ή, τουλάχιστον, ξέρω με τι μοιάζει, αλλά... Μην το πεις. Δεν θα ξεσπλαχνίσω άλλα, Θομ. Έχει πιο πολλή πλάκα να τα ανάψουμε».

«Δεν φοβάμαι, χοιροβοσκέ με τα πόδια γεμάτα λάσπες», είπε ο Θομ με επιτηδευμένη αξιοπρέπεια. «Τρέμω από οργή, επειδή ταξιδεύω με ένα ζωντόβολο που μπορεί να μας σκοτώσει και τους δύο, επειδή δεν μπορεί να βάλει του μυαλό του να —»

«Ε, εκεί στη φωτιά!»

Ο Ματ κι ο Θομ κοιτάχτηκαν, καθώς άκουσαν οπλές αλόγων να πλησιάζουν. Οι τίμιοι άνθρωποι δεν ταξίδευαν τόσο αργά. Αλλά οι Φρουροί της Βασίλισσας διατηρούσαν ασφαλείς τους δρόμους τόσο κοντά στο Κάεμλυν και οι τέσσερις που φάνηκαν στο φως της φωτιάς δεν έμοιαζαν με ληστές. Η μία ήταν γυναίκα. Οι άντρες φορούσαν μακριούς μανδύες και έμοιαζαν να είναι οι ακόλουθοι της. Η γυναίκα ήταν όμορφη, γαλανομάτα, φορούσε ένα πλατύ περιδέραιο, ένα γκρίζο, μεταξωτό φόρεμα και ένα βελούδινο μανδύα, που είχε μια πλατιά κουκούλα. Οι άντρες αφίππευσαν. Ο ένας κράτησε τα χαλινάρια του αλόγου της, ένας άλλος τον αναβολέα και η γυναίκα χαμογέλασε στον Ματ, βγάζοντας τα γάντια καθώς πλησίαζε τη φωτιά.

«Φοβάμαι πως μας έπιασε η νύχτα, νεαρέ αφέντη», είπε, «και σε ενοχλώ για να ρωτήσω πού υπάρχει πανδοχείο, αν γνωρίζεις».

Αυτός χαμογέλασε και έκανε να σηκωθεί. Ήταν ακόμα με λυγισμένα τα γόνατα, όταν άκουσε έναν από τους άντρες να μουρμουρίζει κάτι· ένας άλλος έβγαλε μια μικρή βαλλίστρα από το μανδύα του, του οποίου η χορδή ήταν ήδη τραβηγμένη, με ένα άγκιστρο να συγκρατεί το κοντό βέλος.

«Σκότωσέ τον, ανόητε!» φώναξε η γυναίκα και ο Ματ έριξε το πυροτέχνημα στις φλόγες και όρμησε στη ράβδο του. Ακούστηκε ένας δυνατός βρόντος και φάνηκε μια λάμψη —«Άες Σεντάι!» κραύγασε ένας άντρας. «Πυροτεχνήματα, βλάκα!» φώναξε η γυναίκα― και ο Ματ έκανε μια τούμπα και στάθηκε όρθιος, με τη ράβδο στα χέρια. Όπως σηκωνόταν, είδε το βέλος της βαλλίστρας να ξεπροβάλλει από τον πεσμένο κορμό, σχεδόν στο σημείο που ήταν καθισμένος πριν, ενώ ο τοξότης έπεφτε κάτω, με τη λαβή ενός μαχαιριού του Θομ να στολίζει το στήθος του.

Μόνο αυτά πρόφτασε να δει, επειδή οι άλλοι δύο άντρες χίμηξαν δίπλα από τη φωτιά, προς το μέρος του, ξιφουλκώντας. Ξαφνικά, ο ένας έπεσε στα γόνατα, ρίχνοντας το σπαθί και προσπάθησε να πιάσει το μαχαίρι που είχε φυτρώσει στην πλάτη του, καθώς σωριαζόταν μπρούμυτα. Ο τελευταίος άντρας δεν είδε το σύντροφό του να πέφτει· όπως προσπαθούσε να καρφώσει τη λεπίδα στη μέση του Ματ, προφανώς περίμενε ότι θα ήταν ζευγάρι με τον άλλο και οι δυο τους θα αποσπούσαν την προσοχή του αντιπάλου τους. Ο Ματ, νιώθοντας σχεδόν περιφρόνηση, τσάκισε τον καρπό του ενός με τη μια άκρη της ράβδου και του έσπασε το κρανίο με την άλλη. Τα μάτια του άντρα γύρισαν καθώς έπεφτε στο χώμα.

Με την άκρη του ματιού του, ο Ματ είδε τη γυναίκα να τον πλησιάζει και άπλωσε το δάχτυλό του προς το μέρος της, σαν μαχαίρι. «Για κλέφτρα φοράς πολύ ωραία ρούχα! Κάτσε μέχρι να αποφασίσω τι θα σε κάνω, ειδάλλως θα —»

Κοίταξε κατάπληκτη, όσο κι ο Ματ, το μαχαίρι που ξαφνικά άνθισε στο λαιμό της, ένα κόκκινο λουλούδι από αίμα που απλωνόταν. Εκείνος έκανε μισό βήμα, σαν να ήθελε να την πιάσει καθώς έπεφτε, ξέροντας ότι ήταν άδικος κόπος. Ο μακρύς μανδύας της έπεσε πάνω της, αγκαλιάζοντάς την ολόκληρη, εκτός από το πρόσωπο και τη λαβή του μαχαιριού του Θομ.

«Που να καείς», μουρμούρισε ο Ματ. «Που να καείς, Θομ Μέριλιν! Μια γυναίκα! Φως μου, θα τη δέναμε και αύριο θα τη δίναμε στους Φρουρούς της Βασίλισσας στο Κάεμλυν. Φως, μπορεί και να την άφηνα να φύγει. Δεν θα έκλεβε κανέναν χωρίς τους άλλους τρεις· ο μόνος που θα ζήσει, θα κάνει μέρες για να ξαναδεί καλά και μήνες για να κρατήσει το σπαθί. Που να καείς, Θομ, δεν ήταν ανάγκη να τη σκοτώσεις!»

Ο βάρδος πλησίασε χωλαίνοντας την πεσμένη γυναίκα και τράβηξε το μανδύα της με μια κλωτσιά. Το εγχειρίδιο είχε μισογλιστρήσει από το χέρι της και η λεπίδα του ήταν πλατιά όσο ο αντίχειρας του Ματ, με μήκος δύο χέρια. «Θα προτιμούσες να περιμένω μέχρι να σου το φυτέψει στα παίδια, μικρέ;» Ξαναπήρε το μαχαίρι του και σκούπισε τη λεπίδα του στο μανδύα της.

Ο Ματ κατάλαβε ότι τραγουδούσε το «Φορούσε Μάσκα Που Έκρυβε Το Πρόσωπό Της» και σταμάτησε. Έσκυψε και της κάλυψε το πρόσωπο με την κουκούλα του μανδύα της. «Καλύτερα να φεύγουμε», είπε χαμηλόφωνα. «Δεν θέλω να δώσω εξηγήσεις, αν τύχει και περάσει περίπολος των Φρουρών».

«Με αυτή να φορά τέτοια ρούχα;» είπε ο Θομ. «Όχι βέβαια! Πρέπει να λήστεψαν τη γυναίκα κάποιου εμπόρου, ή την άμαξα κάποιας αριστοκράτισσας». Η φωνή του μαλάκωσε. «Αν είναι να φύγουμε, μικρέ, καλύτερα να σελώσεις το άλογό σου».

Ο Ματ τινάχτηκε και πήρε το βλέμμα από την πεθαμένη. «Ναι, πρέπει, έτσι δεν είναι;» Δεν την ξανακοίταξε.

Δεν είχε τους ίδιους ενδοιασμούς για τους άντρες. Κατά τη γνώμη του, ένας άντρας που είχε αποφασίσει να κλέβει και να σκοτώνει, άξιζε ό,τι κι αν πάθαινε όταν έχανε το παιχνίδι. Δεν ασχολιόταν μαζί τους, αλλά ούτε και αποτραβούσε απότομα το βλέμμα του όταν έπεφτε σε κάποιον από τους ληστές. Όταν σέλωσε το μουνούχι του και έδεσε τα πράγματά του πίσω από τη σέλα, μόνο τότε, καθώς κλωτσούσε χώμα στη φωτιά για να σβήσει, βρέθηκε να κοιτάζει τον άντρα που είχε ρίξει με τη βαλλίστρα. Τα χαρακτηριστικά του είχαν κάτι γνώριμο, υπήρχε κάτι στον τρόπο που η μισοσβησμένη φωτιά έριχνε σκιές πάνω τους. Η τύχη, σκέφτηκε. Πάντα η τύχη.

«Ο τοξότης ήταν γερός κολυμβητής, Θομ», είπε καθώς ανέβαινε στη σέλα.

«Τι σαχλαμάρες τσαμπουνάς τώρα;» Και ο βάρδος είχε ανέβει στο άλογο και περισσότερο τον ένοιαζε το πώς ήταν στερεωμένες οι θήκες των οργάνων του πίσω από τη σέλα, παρά οι νεκροί. «Πού ξέρεις αν μπορούσε καν να κολυμπήσει;»

«Βγήκε στην ακροποταμιά από ένα πλοιάριο στο κέντρο του Ερινίν, μέσα στη νύχτα. Μάλλον εκεί του σώθηκε η τύχη». Έλεγξε τα σκοινιά που συγκρατούσαν το δέμα με τα πυροτεχνήματα. Αν αυτός ο βλάκας με το ένα που έσκασε νόμισε ότι ήταν έργο των Άες Σεντάι, τότε αναρωτιέμαι τι θα νόμιζε αν έσκαγαν όλα μαζί.

«Είσαι σίγουρος, μικρέ; Οι πιθανότητες να είναι ο ίδιος άνθρωπος... Ακόμα κι εσύ δεν θα στοιχημάτιζες».

«Είμαι σίγουρος, Θομ». Ηλαίην, θα σε καρυδώσω όταν σε πιάσω στα χέρια μου. Και την Εγκουέν και τη Νυνάβε, επίσης. «Και είμαι σίγουρος για κάτι ακόμα, ότι θα ξεφορτωθώ από πάνω μου αυτό το παλιογράμμα μόλις βρεθούμε στο Κάεμλυν».

«Σου λέω, δεν έχει τίποτα αυτό το γράμμα, μικρέ. Έπαιζα το Ντάες Νταε’μαρ όταν ήμουν νεότερος από σένα και ξέρω πότε κάτι είναι κώδικας ή κρυπτογράφημα, ακόμα κι όταν δεν ξέρω τι λέει».

«Ε, εγώ ποτέ δεν έπαιξα το Μεγάλο Παιχνίδι, Θομ, το άτιμο εκείνο το Παιχνίδι των Οίκων σου, αλλά ξέρω πότε κάποιος με κυνηγά και δεν θα με κυνηγούσαν τόσο δρόμο, με τόσο πείσμα, για το χρυσάφι στις τσέπες μου, παρά μόνο αν είχα ένα σεντούκι γεμάτο χρυσό. Πρέπει να είναι το γράμμα». Που να καώ, οι όμορφες κοπέλες πάντα με βάζουν σε μπελάδες. «Έχεις διάθεση για ύπνο ύστερα από όλα αυτά;»

«Θα κοιμηθώ σαν πουλάκι, μικρέ. Αλλά αν θέλεις να ξεκινήσουμε, τότε ας ξεκινήσουμε».

Στο νου του Ματ πρόβαλλε το πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας, με ένα εγχειρίδιο στο λαιμό της. Δεν ήσουν τυχερή, ομορφούλα. «Τότε φύγαμε!» είπε άγρια.

Загрузка...