Η Ελάιντα ήταν μια γυναίκα που θα τη χαρακτήριζε κάποιος εμφανίσιμη παρά όμορφη και η αυστηρή της έκφραση πρόσθετε ωριμότητα στην άχρονη όψη που είχαν όλες οι Άες Σεντάι. Δεν φαινόταν μεγάλη, αλλά η Εγκουέν δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ την Ελάιντα μικρή. Με εξαίρεση κάποιες πιο επίσημες περιστάσεις, ελάχιστες Άες Σεντάι φορούσαν το επώμιο, που ήταν στολισμένο με εικόνες από κλήματα και είχε στην πλάτη τη Φλόγα της Ταρ Βάλον ― μα η Ελάιντα φορούσε το δικό της και τα μακριά, κόκκινα κρόσσια δήλωναν το Άτζα της. Κόκκινες ρίγες κοσμούσαν το κρεμ, μεταξωτό φόρεμά της και κόκκινα ήταν και τα σανδάλια που ξεμύτιζαν από τον ποδόγυρό της, καθώς έμπαινε στο δωμάτιο. Τα μαύρα μάτια της τις παρακολουθούσαν, σαν το βλέμμα πουλιού που κοιτάζει σκουλήκια.
«Είστε, λοιπόν, όλες μαζί. Για κάποιο λόγο, αυτό δεν με ξαφνιάζει». Δεν υπήρχε καμία προσποίηση στη φωνή της, όπως και στη στάση του σώματός της· ήταν μια γυναίκα με εξουσία και ήταν έτοιμη να την ασκήσει, αν το έκρινε αναγκαίο, μια γυναίκα που ήξερε περισσότερα από αυτούς με τους οποίους μιλούσε. Την ίδια συμπεριφορά είχε απέναντι σε μια βασίλισσα και απέναντι σε μαθητευόμενες.
«Συγχώρεσέ με, Ελάιντα Σεντάι», είπε η Νυνάβε, κάνοντας άλλη μια μικρή υπόκλιση, «αλλά εγώ ό,τι έφευγα. Έχω μείνει πίσω στα μαθήματά μου. Με συγχωρείς —»
«Τα μαθήματά σου μπορούν να περιμένουν», είπε η Ελάιντα. «Στο κάτω-κάτω, περίμεναν ήδη αρκετό καιρό». Πήρε το υφασμάτινο σακουλάκι από τα χέρια της Νυνάβε και έλυσε το σπάγκο, αλλά μόλις έριξε μια ματιά μέσα, το πέταξε στο πάτωμα. «Βότανα. Δεν είσαι πια η Σοφία κάποιου χωριού, τέκνο μου. Όταν αγκιστρώνεσαι από το παρελθόν» μένεις πίσω».
«Ελάιντα Σεντάι», είπε η Ηλαίην, «θα —»
«Σιωπή, μαθητευόμενη». Η φωνή της Ελάιντα ήταν παγωμένη και απαλή, όπως απαλό είναι και το βελούδο που τυλίγεται γύρω από ατσάλι. «Ίσως κατέλυσες ένα δεσμό μεταξύ Ταρ Βάλον και Κάεμλυν, ο οποίος διήρκεσε τρεις χιλιάδες χρόνια. Θα μιλάς όταν σου μιλάνε». Ο βλέμμα της Ηλαίην έψαχνε το πάτωμα μπροστά από τα πόδια της. Στο μάγουλά της ξεχώριζαν κόκκινες πιτσιλάδες. Ενοχή ή θυμός; Η Εγκουέν δεν ήξερε να πει.
Η Ελάιντα, αγνοώντας τες όλες, κάθισε σε μια καρέκλα, σιάζοντας προσεκτικά τα φουστάνια της. Δεν έκανε νόημα στις άλλες να καθίσουν. Το πρόσωπο της Νυνάβε σφίχτηκε και το χέρι της άρχισε να τραβά την πλεξούδα της. Η Εγκουέν ευχήθηκε να κρατούσε η Νυνάβε την ψυχραιμία της και να μην καθόταν στην άλλη καρέκλα δίχως άδεια.
Όταν η Ελάιντα βολεύτηκε όπως της άρεσε, στάθηκε και τις περιεργάστηκε για αρκετά λεπτά, σιωπηλά, με ανέκφραστο πρόσωπο. Στο τέλος, είπε: «Ξέρετε ότι έχουμε ανάμεσά μας το Μαύρο Άτζα;»
Η Εγκουέν αντάλλαξε έκπληκτες ματιές με τη Νυνάβε και την Ηλαίην.
«Έτσι μας είπαν», είπε επιφυλακτικά η Νυνάβε. «Ελάιντα Σεντάι», πρόσθεσε έπειτα από μια παύση.
Η Ελάιντα σήκωσε το φρύδι της. «Ναι. Σκέφτηκα ότι θα το γνωρίζατε». Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε από τον τόνο της, που υπονοούσε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που είχε πει και η Νυνάβε άνοιξε με θυμό το στόμα, αλλά το ευθύ βλέμμα της Άες Σεντάι τις έκανε να μείνουν αμίλητες. «Οι δυο σας», συνέχισε η Ελάιντα με έναν αδιάφορο τόνο, «σηκώνεστε και εξαφανίζεστε, παίρνοντας μαζί την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ —την κοπέλα που ίσως γίνει Βασίλισσα του Άντορ κάποια μέρα, αν πρώτα δεν τη γδάρω και πουλήσω το τομάρι της σε κατασκευαστή γαντιών― εξαφανίζεστε δίχως άδεια, δίχως λέξη, δίχως ίχνος».
«Δεν με παρέσυραν», είπε η Ηλαίην με το βλέμμα στο πάτωμα. «Πήγα με δική μου βούληση».
«Θα με υπακούσεις, τέκνο μου;» Μια λάμψη περικύκλωνε την Ελάιντα. Το αγριωπό βλέμμα της Άες Σεντάι ήταν καρφωμένο στην Ηλαίην. «Μήπως πρέπει να σου κάνω μάθημα, εδώ και τώρα;»
Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι και δεν υπήρχε περίπτωση να παρεξηγήσει κανείς την έκφραση του προσώπου της. Θυμός. Για μια ατελείωτη στιγμή, το βλέμμα της καρφώθηκε στα μάτια της Ελάιντα.
Τα νύχια της Εγκουέν τρύπησαν τις παλάμες της, Η κατάσταση σου έφερνε τρέλα. Η ίδια, ή η Ηλαίην, ή η Νυνάβε, μπορούσαν να εξοντώσουν την Ελάιντα εκεί, όπως καθόταν. Αρκεί να την αιφνιδίαζαν, βέβαια· στο κάτω-κάτω, ήταν άριστα εκπαιδευμένη. Και πρέπει να καταπιούμε ό,τι μας κάνει, αλλιώς τα χαλάμε όλα. Μην τα χαλάσεις όλα, Ηλαίην.
Η Ηλαίην χαμήλωσε το κεφάλι. «Συγχώρεσέ με, Ελάιντα Σεντάι», μουρμούρισε. «Ξεχάστηκα».
Η λάμψη έσβησε και η Ελάιντα ξεφύσησε δυνατά. «Απέκτησες κακές συνήθειες εκεί που σε πήγαν αυτές οι δύο. Οι κακές συνήθειες δεν είναι καθόλου προς όφελός σου, τέκνο μου. Θα είσαι η πρώτη Βασίλισσα του Άντορ που θα είναι Άες Σεντάι. Η πρώτη βασίλισσα στον κόσμο, εδώ και χίλια χρόνια, που θα είναι Άες Σεντάι. Θα είσαι μια από τις ισχυρότερες αδελφές μας μετά το Τσάκισμα του Κόσμου, ίσως αρκετά ισχυρή για να γίνεις η πρώτη ηγέτιδα μετά το Τσάκισμα που θα πει φανερά στον κόσμο ότι είναι Άες Σεντάι. Μην τα ρισκάρεις όλα αυτά, τέκνο μου, επειδή και τώρα, ακόμα, έχεις περιθώριο να τα χάσεις. Επένδυσα πολύ χρόνο και δεν θέλω να υπάρξει τέτοια κατάληξη. Με καταλαβαίνεις;»
«Έτσι νομίζω, Ελάιντα Σεντάι», είπε η Ηλαίην. Ο τόνος της έλεγε ότι δεν καταλάβαινε καθόλου. Ούτε και η Εγκουέν καταλάβαινε.
Η Ελάιντα άφησε αυτό το ζήτημα, «Ίσως να αντιμετωπίζετε θανάσιμο κίνδυνο. Και οι τρεις σας. Εξαφανίζεστε και ξαναγυρνάτε και, εν τω μεταξύ, η Λίαντριν και οι συντρόφισσές της... μας εγκαταλείπουν. Αναπόφευκτα θα υπάρξουν συγκρίσεις. Είμαστε βέβαιες ότι η Λίαντριν κι αυτές που πήγαν μαζί της είναι Σκοτεινόφιλες. Μαύρο Άτζα. Δεν θέλω να απευθύνει κανείς την ίδια κατηγορία στην Ηλαίην και, για να την προστατεύσω, φαίνεται ότι πρέπει να σας προστατεύσω όλες. Πείτε μου γιατί το σκάσατε, τι κάνατε αυτούς τους μήνες και θα κάνω για σας ό,τι μπορώ». Το βλέμμα της άρπαξε την Εγκουέν σαν γάντζος.
Η Εγκουέν πάσχισε να βρει μια απάντηση, την οποία θα αποδεχόταν η Άες Σεντάι. Έλεγαν ότι μερικές φορές η Ελάιντα μπορούσε να καταλάβει ένα ψέμα μόλις το άκουγε. «Ήταν... ήταν ο Ματ. Είναι βαριά άρρωστος». Προσπάθησε να διαλέξει τα λόγια της με προσοχή, να μην πει κάτι που δεν ήταν αληθινό, αλλά επίσης να δώσει μια εντύπωση που απείχε από την αλήθεια. Οι Άες Σεντάι το κάνουν συνεχώς. «Πήγαμε να... Τον φέραμε πίσω για να Θεραπευτεί. Αν δεν το είχαμε κάνει, θα πέθαινε. Η Άμερλιν θα τον Θεραπεύσει». Ελπίζω. Πίεσε τον εαυτό της για να αντέξει κι άλλο το βλέμμα της Κόκκινης Άες Σεντάι, βίασε τον εαυτό της να μη σαλέψει τα πόδια της με ενοχή. Κοιτάζοντας το πρόσωπο της Ελάιντα, δεν μπορούσε να κρίνει αν πίστευε έστω και μία λέξη.
«Αρκετά, Εγκουέν», είπε η Νυνάβε. Το διαπεραστικό βλέμμα της Ελάιντα στράφηκε πάνω της, αλλά αυτή δεν έδειξε να επηρεάζεται. Αντάμωσε τη ματιά της Άες Σεντάι δίχως να βλεφαρίσει. «Συγχώρεσέ με που διακόπτω, Ελάιντα Σεντάι», είπε γλυκά, «μα η Έδρα της Άμερλιν είπε ότι τα παραπτώματά μας πρέπει να τα αφήσουμε πίσω και να ξεχαστούν. Για να κάνουμε μια καινούρια αρχή, δεν θα έπρεπε καν να μιλάμε γι’ αυτά. Η Άμερλιν είπε ότι θα είναι σαν να μη συνέβησαν ποτέ».
«Έτσι είπε, ε;» Και πάλι, τίποτα στη φωνή ή στην έκφραση της Ελάιντα δεν φανέρωνε αν την πίστευε ή όχι. «Ενδιαφέρον. Δεν μπορείς να τα ξεχάσεις τελείως αυτά, όταν η τιμωρία σου ανακοινώνεται σε ολόκληρο τον Πύργο. Το οποίο είναι άνευ προηγουμένου. Ανήκουστο, όταν δεν πρόκειται για σιγάνεμα. Καταλαβαίνω γιατί βιάζεστε να τα αφήσετε όλα πίσω σας. Απ’ ό,τι αντιλαμβάνομαι, θα γίνεις Αποδεχθείσα, Ηλαίην. Κι εσύ, Εγκουέν. Αυτό κάθε άλλο παρά τιμωρία είναι».
Η Ηλαίην έριξε μια ματιά στην Άες Σεντάι, σαν να της ζητούσε άδεια να μιλήσει. «Η Μητέρα είπε ότι είμαστε έτοιμες», είπε. Ένας τόνος θράσους φάνηκε στη φωνή της. «Έχω μάθει, Ελάιντα Σεντάι, κι έχω μεγαλώσει. Στην αντίθετη περίπτωση, δεν θα όριζε να γίνω Αποδεχθείσα».
«Έμαθες», είπε στοχαστικά η Ελάιντα. «Και μεγάλωσες. Ίσως να είναι έτσι». Στον τόνο της δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη αν το θεωρούσε αυτό καλό. Το βλέμμα της πλανήθηκε πάλι στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, ερευνητικό. «Επιστρέψατε μαζί με αυτό τον Ματ, ένα νεαρό από το χωριό σας. Υπήρχε άλλος ένας νεαρός από το ίδιο μέρος, ο Ραντ αλ’Θορ».
Η Εγκουέν ένιωσε σαν να είχε αρπάξει, ξαφνικά, το στομάχι της ένα παγωμένο χέρι.
«Ελπίζω να είναι καλά», είπε ατάραχα η Νυνάβε, αλλά το χέρι της είχε γίνει μια γροθιά, που έλιωνε την πλεξούδα της. «Έχουμε καιρό να τον δούμε».
«Ένας ενδιαφέρων νεαρός». Η Ελάιντα τις περιεργαζόταν καθώς μιλούσε. «Τον συνάντησα μονάχα μια φορά, αλλά τον βρήκα... άκρως ενδιαφέροντα. Πιστεύω ότι πρέπει να είναι τα’βίρεν. Ναι. Οι απαντήσεις σε πολλές ερωτήσεις ίσως βρίσκονται σε αυτόν. Αυτό το Πεδίο του Έμοντ σας πρέπει να είναι ασυνήθιστο μέρος, για να βγάλει τις δυο σας. Και τον Ραντ αλ’Θορ».
«Ένα απλό χωριό είναι», είπε η Νυνάβε. «Ένα απλό χωριό, σαν όλα τα άλλα».
«Ναι. Φυσικά». Η Ελάιντα χαμογέλασε ― ένα παγωμένο στράβωμα των χειλιών της, που έκανε το στομάχι της Εγκουέν να ανακατευτεί. «Πείτε μου γι’ αυτόν. Η Αμερλιν δεν σας διέταξε να μη μιλήσετε ούτε γι’ αυτόν, έτσι δεν είναι;»
Η Νυνάβε τράβηξε την πλεξούδα της. Η Ηλαίην μελετούσε το χαλί, σαν να ήταν κρυμμένο εκεί κάτι πολύ σημαντικό και η Εγκουέν σκάλιζε το μυαλό της να βρει μια απάντηση. Λένε πως καταλαβαίνει τα ψέματα. Φως μου, αν είναι αλήθεια αυτό... Η στιγμή τράβηξε πολύ, ώσπου, τελικά, η Νυνάβε άνοιξε το στόμα.
Αμέσως τότε, η πόρτα ξανάνοιξε. Η Σέριαμ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο με μια δόση έκπληξης. «Καλά που σε βρήκα εδώ, Ηλαίην, Σας θέλω και τις τρεις. Εσένα δεν σε περίμενα, Ελάιντα».
Η Ελάιντα σηκώθηκε, ισιώνοντας το επώμιό της. «Όλες είμαστε περίεργες γι’ αυτές τις κοπέλες. Για το λόγο που το έσκασαν. Για τις περιπέτειες που πέρασαν όσο έλειπαν. Λένε ότι η Μητέρα τις πρόσταξε να μη μιλήσουν γι’ αυτά».
«Καλύτερα έτσι», είπε η Σέριαμ. «Πρόκειται να τιμωρηθούν και αυτό θα πρέπει να είναι το τέλος. Πάντα ένιωθα ότι, όταν τελειώσει η τιμωρία, το σφάλμα, που ήταν η αιτία της, πρέπει να σβήνει».
Για μια ατέλειωτη στιγμή, οι δύο Άες Σεντάι στάθηκαν κοιτάζοντας η μια την άλλη, χωρίς καμία έκφραση σε εκείνα τα αψεγάδιαστα πρόσωπα. Έπειτα η Ελάιντα είπε: «Φυσικά. Ίσως μιλήσω μαζί τους κάποια άλλη φορά. Για άλλα θέματα». Της Εγκουέν της φάνηκε ότι η ματιά που έριξε στις τρεις γυναίκες έκρυβε μια προειδοποίηση. Ύστερα, η Ελάιντα πέρασε δίπλα από τη Σέριαμ.
Κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, η Κυρά των Μαθητευομένων παρακολούθησε την άλλη Άες Σεντάι, που προχωρούσε στον εξώστη. Το πρόσωπό της είχε ακόμα τη δυσανάγνωστη εκείνη έκφραση.
Η Εγκουέν άφησε μια μακρόσυρτη ανάσα να βγει και άκουσε τη Νυνάβε και την Ηλαίην να κάνουν το ίδιο.
«Με απείλησε», είπε κατάπληκτη η Ηλαίην, σχεδόν μονολογώντας. «Με απείλησε με σιγάνεμα, αν δεν πάψω να είμαι τόσο... ισχυρογνώμων!»
«Την παρεξήγησες», είπε η Σέριαμ. «Αν η ισχυρογνωμοσύνη ήταν αδίκημα που τιμωρείται με σιγάνεμα, τότε η λίστα με τις σιγανεμένες θα είχε τόσα πολλά ονόματα που δεν θα μπορούσες να τα μάθεις. Ελάχιστες γυναίκες με το χαρακτηριστικό της ταπεινότητας καταφέρνουν να κερδίσουν το δαχτυλίδι και το επώμιο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν πρέπει να μάθετε να φέρεστε με ταπεινότητα, όπου απαιτείται».
«Μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι», είπαν οι τρεις σχεδόν με μία φωνή και η Σέριαμ χαμογέλασε.
«Βλέπετε; Μπορείτε να δώσετε, τουλάχιστον, την εντύπωση της ταπεινότητας. Και θα έχετε πολλές ευκαιρίες να εξασκηθείτε, πριν ξανακερδίσετε την εύνοια της Αμερλιν. Και τη δική μου. Γιο τη δική μου θα δυσκολευτείτε πιο πολύ».
«Μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι», είπε η Εγκουέν, αλλά αυτή τη φορά μόνο η Ηλαίην τη μιμήθηκε.
Η Νυνάβε είπε: «Τι έγινε... με το πτώμα, Σέριαμ Σεντάι, του... του Αψυχου; Ανακαλύψατε ποιος τον σκότωσε; Ή γιατί μπήκε στον Πύργο;»
Το στόμα της Σέριαμ σφίχτηκε. «Κάνε ένα βήμα μπροστά, Νυνάβε, και μετά ένα βήμα πίσω. Από το γεγονός ότι η Ηλαίην δεν ξαφνιάστηκε, είναι φανερό ότι της το είπες -αν και σου είχα ήδη πει να μην το διαδώσεις!― επομένως υπάρχουν ακριβώς επτά άτομα στον Πύργο που ξέρουν ότι σήμερα σκοτώθηκε ένας άντρας στα καταλύματα των μαθητευομένων και οι δύο είναι άντρες, που δεν ξέρουν τίποτα παραπάνω. Μόνο ότι πρέπει να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Αν μια διαταγή της Κυράς των Μαθητευομένων δεν έχει την παραμικρή σημασία για σας —κι αν είναι έτσι, τότε θα διορθώσω αυτή την εντύπωση― τότε ίσως υπακούσετε σε μια διαταγή της Έδρας της Άμερλιν. Δεν θα μιλήσετε γι’ αυτό σε κανέναν, εκτός από τη Μητέρα ή εμένα. Η Άμερλιν δεν θέλει να προστεθούν κι άλλες διαδόσεις σε αυτές που ήδη μας μαστίζουν. Έγινα σαφής;»
Η αποφασιστικότητα της φωνής της είχε ως αποτέλεσμα να ακουστεί εν χορώ ένα «μάλιστα, Σέριαμ Σεντάι» ― αλλά η Νυνάβε δεν αρκέστηκε σε αυτό. «Είπες επτά, Σέριαμ Σεντάι. Συν αυτόν που τον σκότωσε, όποιος κι αν ήταν. Και ίσως να είχαν βοήθεια για να μπουν στον Πύργο».
«Αυτό δεν σε αφορά». Το ευθύ βλέμμα της Σέριαμ απευθυνόταν σε όλες τους. «Εγώ θα κάνω όποιες ερωτήσεις πρέπει να γίνουν γι’ αυτό τον άντρα. Εσείς θα ξεχάσετε οτιδήποτε ξέρετε για ένα νεκρό άντρα. Αν ανακαλύψω ότι κάνετε οτιδήποτε άλλο... Ε, υπάρχουν και χειρότερα πράγματα από τη λάντζα που μπορεί να απασχολήσουν το μυαλό σας. Και δεν θα ανεχτώ καμία δικαιολογία. Υπάρχουν άλλες ερωτήσεις;»
«Όχι, Σέριαμ Σεντάι». Αυτή τη φορά είχε μιλήσει και η Νυνάβε, προς ανακούφιση της Εγκουέν. Όχι ότι ήταν μεγάλη η ανακούφιση. Το παρατηρητικό βλέμμα της Σέριαμ θα δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την έρευνά τους για το Μαύρο Άτζα. Για μια στιγμή, της ήρθε να γελάσει υστερικά. Αν δεν μας πιάσει το Μαύρο Άτζα, θα μας τσιμπήσει η Σέριαμ. Η διάθεση για γέλιο χάθηκε. Αν δεν είναι στο Μαύρο Άτζα και η ίδια η Σέριαμ. Ευχήθηκε να μπορούσε να διώξει αυτή τη σκέψη από το μυαλό της.
Η Σέριαμ ένευσε. «Πολύ καλά, λοιπόν. Θα έρθετε μαζί μου».
«Πού;» ρώτησε η Νυνάβε και μετά πρόσθεσε «Σέριαμ Σεντάι», μόλις μια στιγμή πριν στενέψουν τα μάτια της Άες Σεντάι.
«Μήπως ξεχάσατε», είπε η Σέριαμ με χαμηλή φωνή, «ότι στον Πύργο η Θεραπεία γίνεται ενώπιον εκείνων που μας έφεραν τον άρρωστό τους;»
Της Εγκουέν της φάνηκε ότι η υπομονή που έδειχνε η Κυρά των Μαθητευομένων έφτανε στα όριά της, αλλά πριν προλάβει να συγκρατήσει τον εαυτό της, είπε: «Άρα όντως θα προσπαθήσει να τον Θεραπεύσει!»
«Θα ασχοληθεί μαζί του η ίδια η Έδρα της Άμερλιν, μεταξύ άλλων». Το πρόσωπο της Σέριαμ ήταν ανέκφραστο, όσο και η φωνή της. «Είχατε λόγους να αμφιβάλλετε;» Η Εγκουέν μπόρεσε μόνο να κουνήσει το κεφάλι της. «Τότε σπαταλάτε τη ζωή του φίλου σας όσο κάθεστε εκεί. Δεν θα αφήσουμε την Έδρα της Άμερλιν να περιμένει». Παρά τα λόγια της, όμως, η Εγκουέν είχε την αίσθηση ότι η Άες Σεντάι δεν βιαζόταν καθόλου.