Το Νότιο Λιμάνι, ο μεγάλος κόλπος που είχε κατασκευαστεί από τους Ογκιρανούς, ήταν πελώριο και στρογγυλό, ενώ το κύκλωναν πελώρια τείχη, φτιαγμένα από την ίδια λευκή πέτρα με τις ασημένιες φλέβες που είχε και η υπόλοιπη Ταρ Βάλον. Μια μακριά αποβάθρα, στεγασμένη κατά το μεγαλύτερο μέρος της, το ακολουθούσε σε όλη την καμπύλη του, με εξαίρεση τα σημεία όπου οι μεγάλοι υδατοφράκτες στέκονταν ανοιχτοί για να υπάρχει πρόσβαση στο ποτάμι. Πλοία κάθε μεγέθους γέμιζαν την αποβάθρα, δεμένα από την πρύμνη τα περισσότερα και παρά την ώρα, λιμενεργάτες με τραχιά, αμάνικα πουκάμισα έτρεχαν ολόγυρα, φορτώνοντας και ξεφορτώνοντας δεμάτια και κουτιά, κιβώτια και βαρέλια, με σκοινιά και γερανούς, ή παίρνοντάς τα στην πλάτη. Φανάρια, που κρέμονταν από τα δοκάρια της στέγης, φώτιζαν τις προβλήτες και σχημάτιζαν ένα δαχτυλίδι φωτός στα μαύρα νερά στο κέντρο του λιμανιού. Μικρές βάρκες έσχιζαν το νερό στο σκοτάδι και τα τετράγωνα φανάρια τους, στα ψηλά ποδόσταμα, τις έκαναν να μοιάζουν με πυγολαμπίδες που τριγυρνούσαν στο λιμάνι. Εντούτοις, ήταν μικρές μόνο αν τις σύγκρινες με τα πλοία· κάποιες είχαν ακόμα και έξι ζευγάρια μακριά κουπιά.
Όταν ο Ματ οδήγησε τον Θομ, που ακόμα μουρμούριζε, κάτω από μια αψίδα από γυαλισμένη κοκκινόπετρα και πέρασαν τα πλατιά σκαλιά που οδηγούσαν στην προκυμαία, οι ναύτες ενός τρικάταρτου πλοίου έλυναν τα σκοινιά, ούτε είκοσι βήματα παραπέρα. Το σκάφος ήταν μεγαλύτερο από τα περισσότερα που έβλεπε εκεί ο Ματ, μεταξύ δεκαπέντε και είκοσι απλωσιών από την κοφτή πλώρη ως την τετραγωνισμένη πρύμνη, με επίπεδο κατάστρωμα με κουπαστή, το οποίο ήταν σχεδόν στο ίδιο ύψος με την αποβάθρα. Το σημαντικό ήταν ότι ξεκινούσε. Το πρώτο πλοίο που σαλπάρει.
Ένας γκριζομάλλης ανέβηκε την προκυμαία: τα τρία σιρίτια από κανναβόσκοινο, που ήταν ραμμένα στα μανίκια του σκούρου σακακιού του, έδειχναν ότι ήταν ένας από τους υπεύθυνους του λιμανιού. Οι φαρδιοί ώμοι του άφηναν να εννοηθεί ότι μπορεί να είχε αρχίσει σαν λιμενεργάτης, που κουβαλούσε κουλούρες με σκοινί, αντί να τα φορά. Έριξε μια αδιάφορη ματιά προς τον Ματ και μετά σταμάτησε, με την έκπληξη να διαγράφεται στο σκληρό πρόσωπό του. «Τα μπαγκάζια σου λένε τι σχεδιάζεις, παλικάρι μου, αλλά καλύτερα να το ξεχάσεις. Η αδελφή μου έδειξε ένα σκίτσο σου. Δεν θα μπεις σε κανένα πλοίο εδώ, στο Νότιο Λιμάνι, παλικάρι μου. Γύρνα κι ανέβα εκείνα τα σκαλιά, για να μη χρειαστεί να βάλω άνθρωπό μου να σε παρακολουθεί».
«Τι στο Φως...;» μουρμούρισε ο Θομ.
«Όλα αυτά άλλαξαν», είπε σταθερά ο Ματ. Το πλοίο έριχνε το τελευταίο σκοινί· τα διπλωμένα, τριγωνικά πανιά σχημάτιζαν χλωμούς όγκους στις μακριές, γερτές δοκούς, ενώ οι ναύτες ετοίμαζαν τα κουπιά. Έβγαλε το έγγραφο της Άμερλιν από το θύλακό του και το κόλλησε στο πρόσωπο του αξιωματικού. «Όπως μπορείς να δεις, ταξιδεύω για υπόθεση του Πύργου, κατόπιν διαταγής της ίδιας της Έδρας της Άμερλιν. Και πρέπει να φύγω με αυτό ακριβώς το σκάφος εδώ πέρα».
Ο αξιωματικός διάβασε το χαρτί κι ύστερα το ξαναδιάβασε. «Πρώτη φορά βλέπω τέτοιο πράγμα στη ζωή μου. Γιατί να πει ο Πύργος ότι δεν μπορείς να φύγεις και μετά να σου δώσει... αυτό το χαρτί;»
«Ρώτα την Άμερλιν, αν θέλεις», του είπε ο Ματ με μια κουρασμένη φωνή, που έλεγε ότι αποκλείεται να ήταν κανείς τόσο βλάκας ώστε να κάνει κάτι τέτοιο, «αλλά θα μου αργάσει το τομάρι, καθώς και το δικό σου, αν δεν φύγω με αυτό το πλοίο».
«Δεν θα προλάβεις», είπε ο αξιωματικός, αλλά έβαλε τα χέρια σαν χωνί στο στόμα. «Ε, εσείς, από τον Γκρίζο Γλάρο! Σταματήστε! Που να σας κάψει το Φως, σταματήστε!»
Ο άνθρωπος στο τιμόνι, που ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω, κοίταξε πίσω και μετά μίλησε σε έναν ψηλό τύπο δίπλα του, με σκούρο σακάκι και φουσκωτά μανίκια. Ο ψηλός δεν τράβηξε το βλέμμα από τους ναύτες, που μόλις είχαν κατεβάσει τα κουπιά στο νερό. «Όλοι μαζί», φώναξε και τα κουπιά γέμισαν τα νερά αφρούς.
«Θα τα καταφέρω», ξέσπασε ο Ματ. Το πρώτο πλοίο είπα και το πρώτο πλοίο εννοούσα! «Έλα, Θομ!»
Δίχως να περιμένει για να δει αν ο βάρδος τον ακολουθούσε, έτρεξε στην αποβάθρα, αποφεύγοντας ανθρώπους και καροτσάκια γεμάτα εμπορεύματα. Το χάσμα μεταξύ της πρύμνης του Γκρίζου Γλάρου και της αποβάθρας πλάταινε, καθώς τα κουπιά χώνονταν πιο βαθιά στο νερό. Σήκωσε τη ράβδο του και την πέταξε στο πλοίο, σαν ακόντιο, έκανε άλλο ένα βήμα και πήδηξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
Τα σκοτεινά νερά που φάνηκαν κάτω από τα πόδια του έμοιαζαν παγωμένα, αλλά μέσα σε μια στιγμή είχε περάσει πάνω από την κουπαστή και είχε πέσει κουτρουβαλώντας στο κατάστρωμα. Καθώς σηκωνόταν όρθιος, άκουσε πίσω του ένα μουγκρητό και μια βλαστήμια.
Ο Θομ Μέριλιν σκαρφάλωσε την κουπαστή με άλλη μια βλαστήμια, τη δρασκέλισε και βρέθηκε στο κατάστρωμα. «Έχασα το ραβδί μου», μουρμούρισε. «Θα χρειαστώ άλλο». Τρίβοντας το δεξί του πόδι, κοίταξε τη λωρίδα του νερού που φάρδαινε πίσω από το πλοίο και ανατρίχιασε. «Έκανα μια φορά μπάνιο σήμερα». Ο δίχως πουκάμισο τιμονιέρης κοίταζε με γουρλωμένα μάτια μια τον Θομ και μια τον Ματ και έσφιγγε το τιμόνι του, σαν να αναρωτιόταν αν θα τον προστάτευε από τους τρελούς.
Ο ψηλός φαινόταν κι αυτός σαστισμένος. Τα ανοιχτογάλανα μάτια του είχαν γουρλώσει και το στόμα του, για μια στιγμή, ανοιγόκλεισε χωρίς να βγάλει ήχο. Η μυτερή, μαύρη γενειάδα του έμοιαζε να τρέμει από οργή και το στενό πρόσωπό του είχε μπλαβίσει. «Μα την Πέτρα!» μούγκρισε τελικά. «Τι σημαίνει αυτό; Στο πλοίο δεν έχω χώρο ούτε για γάτα, αλλά και να είχα, δεν παίρνω αλήτες, που πηδάνε στο κατάστρωμα. Σάνορ! Βάσα! Ρίξτε τα σκουπίδια από την κουπαστή!» Δύο εξαιρετικά μεγαλόσωμοι άντρες, ξυπόλυτοι και γυμνοί από τη μέση και πάνω, παράτησαν τις κουλούρες των σκοινιών και πήγαν στην πρύμη. Οι κωπηλάτες συνέχισαν τη δουλειά τους: έσκυβαν για να σηκώσουν τα βαριά κουπιά, περπατούσαν τρία βήματα στο κατάστρωμα και μετά ορθώνονταν και περπατούσαν προς τα πίσω, ωθώντας το πλοίο μπροστά.
Ο Ματ κούνησε το έγγραφο της Άμερλιν μπροστά στο γενειοφόρο άντρα —μάλλον θα ήταν ο καπετάνιος― με το ένα χέρι και με το άλλο ψάρεψε μια χρυσή κορώνα από το θύλακό του, φροντίζοντας, παρά τη βιασύνη του, να δει ο άλλος ότι είχε κι άλλα χρήματα. Του πέταξε το βαρύ νόμισμα και μίλησε γρήγορα, κουνώντας ακόμα το χαρτί. «Για την ενόχληση που προκαλέσαμε με τον τρόπο που επιβιβαστήκαμε, καπετάνιε. Χώρια τα ναύλα μας. Πάμε για δουλειές του Λευκού Πύργου. Προσωπική διαταγή της Έδρας της Άμερλιν. Είναι απόλυτη ανάγκη να σαλπάρουμε αμέσως. Προς το Αρινγκίλ, στο Άντορ. Κατεπείγουσα ανάγκη. Οι ευλογίες του Λευκού Πύργου σε όσους μας βοηθήσουν η οργή του Πύργου σε όσους μας φέρουν εμπόδια».
Βέβαιος ότι ο άλλος είχε προλάβει να δει τη σφραγίδα με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον —μόνο αυτή και όχι κάτι περισσότερο, έλπισε ο Ματ― δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έκρυψε. Κοιτάζοντας ανήσυχα τους δύο γεροδεμένους άντρες, που πήγαν και στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του καπετάνιου -που να καώ, τα μπράτσα τους είναι σαν τον Πέριν!― ευχήθηκε να είχε στο χέρι τη ράβδο του. Την είδε να κείτεται στο σημείο όπου είχε πέσει, πιο πέρα στο κατάστρωμα. Προσπάθησε να πάρει ένα ύφος σιγουριάς και αυτοπεποίθησης, να μοιάσει άντρας με τον οποίο δεν τα βάζει κανείς αψήφιστα, άντρας με τη δύναμη του Λευκού Πύργου πίσω του. Πολύ πίσω μου, ελπίζω.
Ο καπετάνιος κοίταξε με αμφιβολία τον Ματ και με ακόμα περισσότερη τον Θομ, με το μανδύα βάρδου και το ασταθές περπάτημα, αλλά έκανε νόημα στον Σάνορ και τον Βάσα να σταθούν εκεί που ήταν. «Δεν θέλω να θυμώσει ο Πύργος. Που να καεί η ψυχή μου, αυτό τον καιρό το εμπόριο στο ποτάμι με φέρνει από το Δάκρυ σε αυτό το άντρο των... Έρχομαι τόσο συχνά, που δεν με συμφέρει να εξοργίσω... κανέναν». Ένα ζορισμένο χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό του. «Αλλά είπα την αλήθεια! Μα την Πέτρα, έτσι είναι! Έχω έξι καμπίνες για επιβάτες κι είναι όλες γεμάτες. Μπορείτε να κοιμάστε στο κατάστρωμα και να τρώτε μαζί με το πλήρωμα, για άλλη μια χρυσή κορώνα. Ο καθένας».
«Αυτό είναι εξωφρενικό!» ξέσπασε ο Θομ. «Δεν με νοιάζει τι γίνεται με τον πόλεμο κατάντη, αυτό είναι εξωφρενικό!» Οι δύο γεροδεμένοι ναύτες σάλεψαν στα πόδια τους.
«Αυτή είναι η τιμή», είπε τελεσίδικα ο καπετάνιος. «Δεν θέλω να θυμώσω κανέναν, αλλά θα προτιμούσα να μην μπλέξω με τις δουλειές που σας έφεραν στο πλοίο μου. Τώρα, αν ο άλλος πληρώνει για να σε λούσουν με καυτή πίσσα ― τέτοιες δουλειές δεν τις θέλω. Θα πληρώσετε όσο κάνει, αλλιώς θα σας πετάξω από την κουπαστή κι σας έρθει να σας στεγνώσει η ίδια η Έδρα της Άμερλιν. Κι αυτό θα το κρατήσω για τον μπελά που μου βάλατε κι ευχαριστώ πολύ». Έχωσε τη χρυσή κορώνα που του είχε πετάξει ο Ματ στην τσέπη του σακακιού του, με τα φουσκωτά μανίκια.
«Πόσο κάνει μια καμπίνα;» ρώτησε ο Ματ. «Για εμάς. Βάλε τον επιβάτη μαζί με κάποιον άλλο». Δεν ήθελε να κοιμηθεί έξω, στην κρύα νύχτα. Αν δεν πάρεις από την αρχή τον αέρα αυτού τον ανθρώπου, θα σου κλέψει το παντελόνι και θα πει ότι σου κάνει και χάρη. Το στομάχι του γουργούρισε δυνατά. «Επίσης, θα τρώμε ό,τι τρως κι εσύ, όχι με το πλήρωμα. Και μπόλικο φαΐ!»
«Ματ», είπε ο Θομ, «νόμιζα ότι εγώ είμαι ο μεθυσμένος». Στράφηκε προς τον καπετάνιο, ανεμίζοντας τον όλο μπαλώματα μανδύα του όσο πιο επιδεικτικά μπορούσε, με την κουβέρτα και τις θήκες των οργάνων κρεμασμένες πάνω του. «Όπως, ίσως, πρόσεξες, καπετάνιε, είμαι βάρδος». Ακόμα και στον ανοιχτό χώρο, η φωνή του έμοιαζε να κάνει αντίλαλο. «Για το αντίτιμο των ναύλων μας, με μεγάλη χαρά θα δεχόμουν να ψυχαγωγήσω τους επιβάτες και το πλήρωμά σου —»
«Το πλήρωμα ήρθε στο καράβι για να δουλέψει, όχι για να το ρίξει έξω». Ο καπετάνιος χάιδεψε το μυτερό γένι του· τα ανοιχτόχρωμα μάτια του κοστολόγησαν μέχρι τελευταίου χάλκινου νομίσματος το απλό σακάκι του Ματ. «Θέλετε καμπίνα, έτσι δεν είναι;» Άφησε ένα ξερό γέλιο. «Και το φαγητό μου, έτσι δεν είναι; Ε, λοιπόν, η καμπίνα μου και το φαγητό μου είναι δικό σας. Για πέντε χρυσές κορώνες από τον καθένα σας! Αντορανού βάρους!» Αυτές ήταν οι βαρύτερες. Άρχισε να γελά, τόσο δυνατά που τα λόγια του ακούγονταν σαν ανάσα ασθματικού. Πλάι του, ο Σάνορ και ο Βάσα χαμογελούσαν πλατιά. «Για δέκα κορώνες, μπορείτε να πάρετε την καμπίνα μου και το φαγητό μου κι εγώ θα πάω με τους επιβάτες και θα τρώω με το πλήρωμα. Που να καεί η ψυχή μου, αυτό θα κάνω! Μα την Πέτρα, το ορκίζομαι! Για δέκα χρυσές κορώνες...» Το γέλιο του έπνιξε κάθε άλλο ήχο.
Ακόμα γελούσε και πάσχιζε να ξαναβρεί την ανάσα του και σκούπιζε δάκρυα από τα μάτια του, όταν ο Ματ έβγαλε το ένα από τα δύο πουγκιά του. Το γέλιο του, όμως, κόπηκε όταν ο Ματ άρχισε να μετρά πέντε κορώνες στα χέρια του. Ο καπετάνιος ανοιγόκλεισε τα μάτια, χωρίς να πιστεύει αυτό που έβλεπε· οι δύο μεγαλόσωμοι ναύτες είχαν μείνει έκθαμβοι.
«Αντορανού βάρους, είπες;» ρώτησε ο Ματ. Ήταν δύσκολο να κρίνει κανείς χωρίς ζυγαριά, αλλά έβαλε άλλες εφτά στο σωρό. Οι δύο ήταν, πράγματι, Αντορανές και του φάνηκε ότι οι υπόλοιπες αντιστάθμιζαν το βάρος που έλειπε. Στο περίπου είναι εντάξει γι’ αυτό το φιλαράκο. Έπειτα από μια παύση, πρόσθεσε δύο Δακρινές χρυσές κορώνες. «Για τους ανθρώπους που θα βγάλεις από την καμπίνα, την οποία πλήρωσαν». Δεν φανταζόταν ότι οι άλλοι επιβάτες θα έβλεπαν έστω κι ένα χάλκινο κέρμα απ’ αυτά τα λεφτά, αλλά μερικές φορές ήταν καλό να φαίνεσαι γαλαντόμος. «Εκτός αν σκοπεύεις να τη μοιραστείς μαζί τους. Όχι, βέβαια. Να μη στριμωχτούν μαζί με τους άλλους, χωρίς κάτι σε ανταπόδοση. Κι εσύ, καπετάνιε, δεν χρειάζεται να τρως με το πλήρωμά σου. Είσαι ευπρόσδεκτος να τρως μαζί με εμάς, στην καμπίνα σου». Τόσο ο Θομ όσο και οι άλλοι τον αγριοκοίταξαν.
«Μήπως είσαι...;» Η φωνή του γενειοφόρου ήταν ένας βραχνός ψίθυρος. «Μήπως... κατά τύχη... είσαι ένας μεταμφιεσμένος νεαρός άρχοντας;»
«Δεν είμαι άρχοντας». Ο Ματ γέλασε. Δεν γελούσε χωρίς λόγο. Τώρα, ο Γκρίζος Γλάρος είχε χωθεί για τα καλά στη σκοτεινιά του λιμανιού και η αποβάθρα ήταν ένα δαχτυλίδι φωτός, που έδειχνε το μαύρο χάσμα σε μικρή απόσταση μπροστά τους, όπου οι υδατοφράκτες άνοιγαν δρόμο προς το ποτάμι. Ήδη, οι ναύτες γυρνούσαν τις μακριές, γερτές δοκούς, καθώς ετοιμάζονταν να απλώσουν τα πανιά. Και με το χρυσάφι στα χέρια του, ο καπετάνιος δεν φαινόταν διατεθειμένος να πετάξει κανέναν από το πλοίο. «Αν δεν σε πειράζει, καπετάνιο, θα μπορούσαμε να δούμε την καμπίνα μας; Εννοώ την καμπίνα σου. Είναι αργά κι εγώ, προσωπικά, θα ήθελα να κοιμηθώ λίγες ώρες». Το στομάχι του γουργούρισε. «Και να φάω!»
Καθώς το πλοίο γύριζε την πλώρη προς το σκοτάδι, ο γενειοφόρος τους οδήγησε, από μια σκάλα, σε έναν κοντό, στενό διάδρομο γεμάτο πόρτες, που ήταν κοντά η μια στην άλλη. Ενώ ο καπετάνιος έπαιρνε τα πράγματά του από την καμπίνα ―καταλάμβανε όλο το πλάτος της πρύμνης και όλα τα έπιπλα ήταν εντοιχισμένα, με εξαίρεση δύο καρέκλες και μερικά σεντούκια― και τους βοηθούσε να βολευτούν, ο Ματ έμαθε πολλά, με πρώτο το γεγονός ότι ο άλλος δεν θα έδιωχνε κανέναν επιβάτη από την καμπίνα του. Σεβόταν, αν όχι και τους επιβάτες, τουλάχιστον τα χρήματα που είχαν πληρώσει και δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα. Ο καπετάνιος θα έπαιρνε την καμπίνα του υποπλοίαρχου, ο υποπλοίαρχος το κρεβάτι του αμέσως κατώτερού του κι όλοι θα μετακινούνταν προς τα κάτω, ώσπου ο υπεύθυνος καταστρώματος θα κατέληγε να κοιμηθεί στην πλώρη, μαζί με τους ναύτες.
Ο Ματ δεν έβρισκε ιδιαίτερα χρήσιμες αυτές τις πληροφορίες, αλλά άκουγε ό,τι του έλεγε ο άλλος. Πάντα ήταν καλό να ξέρεις όχι μόνο πού πηγαίνεις, αλλά και με ποιους έχεις να κάνεις, αλλιώς μπορεί να σου πάρουν το σακάκι και τις μπότες και να σε αφήσουν να γυρίσεις σπίτι ξυπόλητος, μέσα στη βροχή.
Ο καπετάνιος ήταν ένας Δακρινός ονόματι Χούαν Μάλια κι όταν ικανοποιήθηκε απ’ αυτά που έμαθε για τον Ματ και τον Θομ, η γλώσσα του άρχισε να πηγαίνει ροδάνι. Μπορεί να μην είχε γεννηθεί αριστοκράτης, είπε, αλλά δεν θα άφηνε κανέναν να τον περάσει για βλάκα. Ένας νεαρός με περισσότερο χρυσάφι απ’ όσο δικαιούνταν να έχει κάποιος της ηλικίας του, μπορεί να ήταν κλέφτης, αλλά όλοι ήξεραν ότι οι κλέφτες ποτέ δεν κατόρθωναν να το σκάσουν από την Ταρ Βάλον με τα λάφυρά τους. Ένας νεαρός με ρούχα αγροτόπαιδου, αλλά με τον αέρα και τη σιγουριά άρχοντα, παρ’ όλο που αρνούνταν ότι ήταν αριστοκράτης — «Μα την Πέτρα, δεν λέω ότι είσαι, αφού λες ότι δεν είσαι». Ο Μάλια έκλεισε πονηρά το μάτι και τράβηξε την άκρη της γενειάδας του. Ένας νεαρός, που κουβαλούσε πάνω του έγγραφο με τη σφραγίδα της Έδρας της Άμερλιν και κατευθυνόταν προς το Άντορ. Δεν ήταν μυστικό το γεγονός ότι η Βασίλισσα Μοργκέις είχε επισκεφτεί την Ταρ Βάλον, αν και, βέβαια, δεν έγινε γνωστός ο λόγος. Για τον Μάλια ήταν φως φανάρι ότι κάτι έτρεχε μεταξύ Κάεμλυν και Ταρ Βάλον. Και ότι ο Ματ και ο Θομ ήταν αγγελιοφόροι ― για τη Μοργκέις, κρίνοντας από την προφορά του Ματ. Μετά χαράς θα έκανε ό,τι μπορούσε για να συνδράμει ένα τόσο μεγάλο εγχείρημα ― όχι ότι ήθελε να χώσει τη μύτη του εκεί που δεν τον ήθελαν.
Ο Ματ αντάλλαξε μια έκπληκτη ματιά με τον Θομ, ο οποίος έβαζε τις θήκες των οργάνων του κάτω από ένα τραπέζι, που ήταν χτισμένο στον τοίχο. Το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα παραθυράκι στο δεξί και τον αριστερό τοίχο, καθώς και από δυο φανάρια σε ενωμένα στηρίγματα. «Αυτά είναι χαζομάρες», είπε ο Ματ.
«Φυσικά», απάντησε ο Μάλια. Έβγαλε μερικά ρούχα από ένα σεντούκι που ήταν κολλητά στο κρεβάτι, ορθώθηκε και χαμογέλασε. «Φυσικά». Ένα ντουλάπι στον τοίχο είχε τους χάρτες του ποταμού, τους οποίους θα χρειαζόταν. «Δεν λέω τίποτα άλλο».
Αλλά ήθελε να χώσει τη μύτη του, παρ’ όλο που προσπάθησε να το κρύψει και άρχισε να μιλά ασταμάτητα, προσπαθώντας να τους ξεψαχνίσει. Ο Ματ άκουγε και απαντούσε στις ερωτήσεις του είτε με άναρθρους ήχους, είτε σηκώνοντας τους ώμους, είτε λέγοντας μια-δυο λέξεις, ενώ ο Θομ ήταν ακόμα πιο λιγομίλητος. Ο βάρδος κουνούσε το κεφάλι, ενώ τακτοποιούσε τα πράγματά του.
Ο Μάλια, όλη του τη ζωή την είχε περάσει στο ποτάμι, παρ’ όλο που ονειρευόταν να αρμενίζει στη θάλασσα. Δεν μιλούσε για καμιά χώρα δίχως χλευασμό, με εξαίρεση το Δάκρυ. Η μόνη που του ξέφυγε ήταν το Άντορ και το εγκώμιο που επιχείρησε να της πλέξει βγήκε με δυσκολία και, προφανώς, παρά τη θέλησή του. «Άκουσα ότι έχει καλά άλογα στο Άντορ. Κάτι λένε. Δεν είναι καλά, σαν τις ράτσες που έχουμε στο Δάκρυ, αλλά υποφέρονται. Φτιάχνετε καλό ατσάλι και προϊόντα από σίδηρο, μπρούτζο και χαλκό —έχω αρκετά πάρε-δώσε με εσάς, αν και οι τιμές σας είναι ακριβές― αλλά, βέβαια, έχετε τα ορυχεία στα Όρη της Ομίχλης. Και χρυσωρυχεία. Εμείς, στο Δάκρυ, πρέπει να δουλέψουμε για να κερδίσουμε το χρυσάφι μας».
Αποδέκτης της μέγιστης περιφρόνησης του ήταν το Μαγιέν. «Χώρα να σου πετύχει, χειρότερη κι από το Μουράντυ. Μια πόλη και μερικές λεύγες γης. Ρίχνουν τις τιμές του λαδιού σε βάρος των ωραίων Δακρινών ελιών μας, επειδή τα πλοία τους ξέρουν πού να βρουν τα κοπάδια των λαδόψαρων. Δεν έχουν δικαίωμα να λέγονται χώρα».
Μισούσε το Ίλιαν. «Μια μέρα θα κουρσέψουμε το Ίλιαν, θα γκρεμίσουμε κάθε πόλη και χωριό του και θα σπείρουμε αλάτι στα βρωμερά χώματά του». Το γένι του Μάλια σχεδόν έτρεμε από οργή, καθώς έλεγε πόσο βρωμερή ήταν η γη του Ίλιαν. «Ακόμα και οι ελιές τους ζέχνουν! Μια μέρα θα σύρουμε αλυσοδεμένο και το τελευταίο Ιλιανό γουρούνι! Έτσι λέει ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον».
Ο Ματ αναρωτήθηκε τι, κατά τη γνώμη του καπετάνιου, θα έκανε το Δάκρυ με τόσο κόσμο, αν έφερναν σε πέρας αυτό το σχέδιο. Οι Ιλιανοί θα ήθελαν να τρώνε και σίγουρα δεν θα δούλευαν αλυσοδεμένοι. Του φαινόταν παράλογο, αλλά τα μάτια του Μάλια γυάλιζαν καθώς μιλούσε γι’ αυτό.
Μόνο οι βλάκες θα άφηναν να τους κυβερνά ένας βασιλιάς ή μια βασίλισσα, να τους κυβερνά μονάχα ένας άνθρωπος. «Εκτός από τη Βασίλισσα Μοργκέις, φυσικά», έσπευσε να προσθέσει. «Είναι μια χαρά γυναίκα, έτσι άκουσα. Όμορφη, απ’ ό,τι μου είπαν». Υπάρχουν τόσοι βλάκες, που σκύβουν το κεφάλι σε έναν άλλο βλάκα. Οι Υψηλοί Άρχοντες κυβερνούσαν από κοινού το Δάκρυ, έπαιρναν ομόφωνα αποφάσεις και έτσι έπρεπε να είναι. Οι Υψηλοί Άρχοντες ήξεραν το σωστό, το καλό και το αληθινό. Ειδικά ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον. Όλα θα πήγαιναν καλά, όσο υπάκουγες τους Υψηλούς Άρχοντες. Ειδικά τον Υψηλό Άρχοντα Σάμον.
Πέρα από τους βασιλιάδες και τις βασίλισσες, πέρα ακόμα και από το Ίλιαν, βρισκόταν ένα μεγαλύτερο μίσος, που ο Μάλια προσπαθούσε να κρατήσει κρυμμένο, αλλά μιλούσε τόσο πολύ, καθώς επιχειρούσε να βρει το σκοπό τους και είχε παρασυρθεί τόσο από τον ήχο της φωνής του, που άθελά του αποκάλυπτε περισσότερα απ’ όσα νόμιζε.
Σίγουρα έκαναν μακρινά ταξίδια στην υπηρεσία μιας λαμπρής βασίλισσας, όπως ήταν η Μοργκέις. Πρέπει να είχαν δει πολλές χώρες. Αυτός ονειρευόταν τη θάλασσα, επειδή τότε θα έβλεπε χώρες που, πριν, τις είχε μόνο ακουστά, επειδή θα μπορούσε να βρει τα Μαγιενά κοπάδια των λαδόψαρων, θα μπορούσε να ξεπεράσει στο εμπόριο τους Θαλασσινούς και τους βρωμο-Ιλιανούς. Και η θάλασσα απείχε πολύ από την Ταρ Βάλον. Θα πρέπει να το καταλάβαιναν αυτό, μιας και ήταν αναγκασμένοι να ταξιδεύουν σε παράξενα μέρη και λαούς, μέρη και λαούς που θα τους έφερναν αηδία, αν δεν υπηρετούσαν τη Βασίλισσα Μοργκέις.
«Πάντοτε αντιπαθούσα να δένω εδώ, μη ξέροντας ποτέ ποιος μπορεί να χρησιμοποιεί τη Δύναμη». Είπε σχεδόν φτύνοντας την τελευταία λέξη. Όμως, από τότε που είχε ακούσει τον Υψηλό Άρχοντα Σάμον να μιλάει... «Που να καεί η ψυχή μου και μόνο που κοιτάζω το Λευκό Πύργο τους, νιώθω πελαγοσκούληκα να τρυπώνουν στην κοιλιά μου, τώρα που ξέρω τι σχεδιάζουν».
Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον έλεγε ότι οι Άες Σεντάι είχαν σκοπό να κυριαρχήσουν στον κόσμο. Ο Σάμον έλεγε ότι ήθελαν να συντρίψουν όλα τα έθνη, να πατήσουν το λαιμό όλων των αντρών. Ο Σάμον έλεγε ότι το Δάκρυ δεν μπορούσε, πια, να κρατά τη Δύναμη μακριά από τις περιοχές του και να νομίζει ότι αυτό είναι αρκετό. Ο Σάμον έλεγε ότι πλησίαζε η μέρα της δόξας που δικαιούνταν το Δάκρυ, αλλά ανάμεσα στο Δάκρυ και τη δόξα στεκόταν η Ταρ Βάλον.
«Η Ταρ Βάλον δεν έχει καμία ελπίδα. Κάποια στιγμή θα πρέπει να τις κυνηγήσουμε και να τις σκοτώσουμε, όλες τις Άες Σεντάι, ως την τελευταία. Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον λέει ότι οι άλλες μπορεί να σωθούν —οι νεαρές, οι μαθητευόμενες, οι Αποδεχθείσες― αν τις φέρουμε στην Πέτρα, μα τις υπόλοιπες πρέπει να τις αφανίσουμε. Έτσι λέει ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον. Ο Λευκός Πύργος πρέπει να καταστραφεί».
Για μια στιγμή, ο Μάλια στάθηκε ακίνητος στο κέντρο της καμπίνας του, με μια αγκαλιά γεμάτη ρούχα, βιβλία και χάρτες, με τα μαλλιά του σχεδόν να αγγίζουν τα δοκάρια του καταστρώματος από πάνω του, ατενίζοντας το άπειρο με ανοιχτογάλανα μάτια, καθώς ο Λευκός Πύργος έπεφτε και γκρεμιζόταν. Έπειτα, τινάχτηκε, συνειδητοποιώντας τι είχε μόλις πει. Το μυτερό γένι του τρεμούλιασε με αβεβαιότητα.
«Έτσι... έτσι λέει αυτός. Εγώ... εγώ προσωπικά νομίζω ότι, ίσως, το παρακάνει. Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον... μιλάει έτσι που σε κάνει να ξεχνάς αυτά που πιστεύεις. Αν το Κάεμλυν μπορεί να υπογράψει σύμφωνο με τον Πύργο, τότε το ίδιο μπορεί να κάνει και το Δάκρυ». Ρίγησε, χωρίς να το συνειδητοποιεί. «Έτσι λέω εγώ».
«Όπως τα λες», του είπε ο Ματ και ένιωσε μια σκανδαλιάρικη διάθεση να ξεπηδά από μέσα του. «Εγώ νομίζω ότι η πρότασή σου είναι σωστή, καπετάνιε. Αλλά μη σταματήσεις με μερικές Αποδεχθείσες. Ζήτα να έρθουν καμιά δεκαριά Άες Σεντάι. Τι λέω, καμιά εικοσαριά. Σκέψου πώς θα ήταν η Πέτρα του Δακρύου με καμιά εικοσαριά Άες Σεντάι να γυρνούν ολόγυρα».
Ο Μάλια ανατρίχιασε. «Θα στείλω ένα ναύτη να πάρει το σεντούκι με τα λεφτά», είπε παγερά και βγήκε από την καμπίνα με αγέρωχο βήμα.
Ο Ματ κοίταξε την κλειστή πόρτα σμίγοντας τα φρύδια. «Κάτι μου λέει ότι δεν έπρεπε να το πω αυτό».
«Δεν καταλαβαίνω πώς σου πέρασε από το νου τέτοιο πράγμα», είπε ξερά ο Θομ. «Την άλλη φορά, να πεις στον Άρχοντα Διοικητή των Λευκομανδίτων ότι πρέπει να παντρευτεί την Έδρα της Αμερλιν». Τα φρύδια του χαμήλωσαν, μοιάζοντας με άσπρες κάμπιες. «Ο Υψηλός Άρχοντας Σάμον. Ποτέ δεν άκουσα για κάποιον Υψηλό Άρχοντα Σάμον».
Ήταν η σειρά του Ματ να πει ξερά: «Τι να γίνει, ακόμα κι εσύ δεν μπορείς να ξέρεις τα πάντα για όλους τους βασιλιάδες, τις βασίλισσες και τους αριστοκράτες που υπάρχουν, Θομ. Μπορεί ένας-δυο να ξέφυγαν της προσοχής σου».
«Ξέρω τα ονόματα όλων των βασιλιάδων και των βασιλισσών, μικρέ, όπως επίσης και τα ονόματα όλων των Υψηλών Αρχόντων του Δακρύου. Μπορεί, φαντάζομαι, να έφεραν στην εξουσία κάποιον από τους Άρχοντες της Στεριάς, αλλά μου φαίνεται ότι θα είχα μάθει για το θάνατο κάποιου γέρου Υψηλού Άρχοντα. Αν είχες δεχτεί να διώξουμε τίποτα φουκαράδες από την καμπίνα τους, αντί να πάρεις αυτήν του καπετάνιου, θα είχαμε καθένας δικό του κρεβάτι κι ας ήταν στενό και σκληρό. Τώρα, πρέπει να μοιραστούμε του Μάλια. Ελπίζω να μη ροχαλίζεις, μικρέ. Δεν αντέχω το ροχαλητό».
Ο Ματ έτριξε τα δόντια του. Καθώς θυμόταν, του Θομ το ροχαλητό έμοιαζε με πριόνι που έκοβε ρόζο βαλανιδιάς. Το είχε ξεχάσει.
Ένας από τους δύο μεγαλόσωμους άντρες —ο Σάνορ ή ο Βάσα· δεν είπε το όνομά του― ήρθε και πήρε, από κάτω από το κρεβάτι, το ενισχυμένο με σιδερένιες μπάρες σεντούκι με τα λεφτά του καπετάνιου. Δεν άνοιξε το στόμα του, έκανε μόνο μερικές βιαστικές υποκλίσεις, κοιτάζοντάς τους με μισό μάτι όταν του φάνηκε ότι δεν τον έβλεπαν.
Ο Ματ αναρωτιόταν αν η τύχη, που τον είχε συντροφέψει όλη τη νύχτα, τώρα τον είχε, τελικά, εγκαταλείψει. Θα έπρεπε να ανεχτεί το ροχαλητό του Θομ και η αλήθεια ήταν ότι, μάλλον, δεν ήταν μεγάλη τύχη που είχε πηδήξει σε αυτό το συγκεκριμένο πλοίο, μοστράροντας ένα χαρτί με την υπογραφή της Έδρας της Άμερλιν και με βούλα τη Φλόγα της Ταρ Βάλον. Με μια ξαφνική παρόρμηση, έβγαλε τη μια δερμάτινη ζαροθήκη, άνοιξε το σφιχτό καπάκι και έριξε τα ζάρια στο τραπέζι.
Ήταν τα ζάρια με τις κουκκίδες. Οι πέντε τελίτσες τον κοίταζαν. Τα Μάτια του Σκοτεινού, έτσι έλεγαν αυτή τη ζαριά σε μερικά παιχνίδια. Σε αυτά τα παιχνίδια τούτη ήταν η ζαριά που έχανε, σε άλλα, όμως, κέρδιζε. Αλλά τι παιχνίδι παίζω; Μάζεψε τα ζάρια και τα ξανάριξε. Πέντε κουκκίδες. Άλλη μια ριξιά και πάλι τα Μάτια του Σκοτεινού τον κοίταζαν πονηρά.
«Αν είναι με αυτά τα ζάρια που κέρδισες τόσο χρυσάφι», είπε χαμηλόφωνα ο Θομ, «δεν είναι παράξενο που έπρεπε να φύγεις με το πρώτο πλοίο». Είχε μείνει με το πουκάμισο, που τώρα ήταν μισοτραβηγμένο πάνω από το κεφάλι του καθώς μιλούσε. Τα γόνατά του ήταν κοκαλιάρικα και τα πόδια του έμοιαζαν να έχουν μονάχα νεύρα και λεπτούς μυς, ενώ το δεξί ήταν κάπως ζαρωμένο. «Μικρέ, κι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι θα σου ξερίζωνε την καρδιά, αν ήξερε ότι παίζεις μαζί της με τέτοια ζάρια».
«Δεν είναι τα ζάρια», μουρμούρισε ο Ματ. «Είναι η τύχη». Η τύχη των Άες Σεντάι; Ή η τύχη τον Σκοτεινού; Έχωσε ξανά τα ζάρια στη θήκη και έβαλε το καπάκι.
«Τότε, δεν φαντάζομαι να μου πεις πού βρέθηκε τόσο χρυσάφι», είπε ο Θομ, ανεβαίνοντας στο κρεβάτι.
«Το κέρδισα. Απόψε. Με δικά τους ζάρια».
«Α-χα. Και μάλλον δεν θα εξηγήσεις το χαρτί που μοστράριζες —είδα τη σφραγίδα, μικρέ!― ή αυτά που έλεγες για δουλειές του Λευκού Πύργου, ούτε επίσης το λόγο που ο υπεύθυνος του λιμανιού είχε την περιγραφή σου από μια Λες Σεντάι».
«Μεταφέρω ένα γράμμα εκ μέρους της Ηλαίην για τη Μοργκέις, Θομ», είπε ο Ματ, δείχνοντας περισσότερη υπομονή απ’ όση ένιωθε. «Το χαρτί μου το έδωσε η Νυνάβε. Δεν ξέρω πού το βρήκε».
«Αν δεν μου λες, τότε θα κοιμηθώ. Σβήσε τα φανάρια, εντάξει;» Ο Θομ γύρισε στο πλευρό και σκέπασε το κεφάλι του με το μαξιλάρι.
Ο Ματ γδύθηκε, μένοντας μόνο με τα εσώρουχα και χώθηκε στις κουβέρτες —έχοντας σβήσει τα φανάρια― αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν, παρ’ όλο που ο Μάλια είχε περιποιηθεί τον εαυτό του, διαθέτοντας ένα ωραίο, πουπουλένιο στρώμα. Είχε δίκιο για το ροχαλητό του Θομ κι εκείνο το μαξιλάρι δεν το σταματούσε. Ήταν λες κι ο Θομ έκοβε ξύλο κάθετα στα νερά του, με σκουριασμένο πριόνι. Και οι σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό του. Πώς, άραγε, είχαν πάρει αυτό το χαρτί από την Άμερλιν εκείνες οι τρεις; Πρέπει να είχαν κάποια σχέση με την ίδια την Έδρα της Αμερλιν —κάποια ανάμιξη στις μηχανορραφίες του Λευκού Πύργου― αλλιώς, τώρα που το σκεφτόταν, πρέπει να είχαν κρύψει κάτι και από την Άες Σεντάι.
«“Σε παρακαλώ, πήγαινε ένα γράμμα στη μητέρα μου, Ματ!”»
είπε απαλά, με ψιλή, κοροϊδευτική φωνή. «Βλάκα! Η Άμερλιν θα μπορούσε να στείλει έναν Πρόμαχο να μεταφέρει το γράμμα της Κόρης-Διαδόχου στη βασίλισσα. Ήμουν βλάκας και τυφλός, λαχταρούσα τόσο να φύγω από τον Πύργο, που δεν το κατάλαβα». Το ροχαλητό του Θομ έμοιαζε να συμφωνεί μαζί του.
Πάνω απ’ όλα, όμως, σκεφτόταν την τύχη και τους ελαφροπόδαρους.
Σχεδόν δεν πρόσεξε τον πρώτο γδούπο από κάτι πάνω, στην πρύμνη. Δεν έδωσε σημασία στο υπόκωφο χτύπημα και στο σύρσιμο που ακούστηκε από το κατάστρωμα πάνω του, ούτε στα πατήματα από μπότες. Το πλοίο έκανε από μόνο του αρκετούς ήχους και σίγουρα έπρεπε να βρίσκεται κάποιος στο κατάστρωμα, για να προχωρά το πλοίο στο δρόμο του, κατάντη του ποταμού. Αλλά τα προσεκτικά βήματα στο διάδρομο, ο οποίος κατέληγε στην πόρτα του, έγιναν ένα με τις σκέψεις περί ελαφροπόδαρων και τον έκαναν να τεντώσει τα αυτιά του.
Σκούντηξε τον Θομ στα πλευρά, με τον αγκώνα του. «Ξύπνα», είπε χαμηλόφωνα. «Κάποιος είναι έξω, στο διάδρομο». Ενώ μιλούσε, κατέβαινε μαλακά από το κρεβάτι, ελπίζοντας ότι το πάτωμα της καμπίνας -κατάστρωμα, πάτωμα, ό,τι κι αν είναι, ανάθεμά το!― δεν θα έτριζε κάτω από τα πόδια του. Ο Θομ μούγκρισε, πλατάγισε τα χείλη και ξανάρχισε το ροχαλητό.
Δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με τον Θομ. Τα βήματα ήταν ακριβώς απ’ έξω. Ο Ματ πήρε τη ράβδο του, στήθηκε μπροστά από την πόρτα και περίμενε.
Η πόρτα άνοιξε αργά και δύο άντρες με μανδύες, ο ένας πίσω από τον άλλο, πρόβαλαν κόντρα στο αχνό φως του φεγγαριού, που έμπαινε από την μπουκαπόρτα στην κορυφή της σκάλας, απ’ όπου είχαν κατέβει. Το σεληνόφωτο ήταν αρκετό για να λαμπυρίσει πάνω στις γυμνές λεπίδες των μαχαιριών τους. Άφησαν μια κοφτή κραυγή· προφανώς δεν υπολόγιζαν ότι θα έβρισκαν κάποιον να τους περιμένει.
Ο Ματ όρμησε με τη ράβδο του, πετυχαίνοντας τον πρώτο ακριβώς κάτω από το σημείο όπου ενώνονταν τα κόκαλα των πλευρών του. Είναι ένα θανάσιμο χτύπημα, Ματ. Ποτέ μην το χρησιμοποιήσεις, παρά μόνο για να προστατεύσεις τη ζωή σου. Αλλά με αυτά τα μαχαίρια, ήταν ακριβώς για τη ζωή του· στην καμπίνα δεν υπήρχε χώρος για να στριφογυρίσει τη ράβδο.
Ενώ ο άντρας άφηνε έναν πνιγμένο ήχο και έπεφτε στο κατάστρωμα διπλωμένος στα δύο, πασχίζοντας μάταια να ανασάνει, ο Ματ έκανε ένα βήμα μπροστά και, περνώντας τη ράβδο πάνω από το σώμα του, χτύπησε το λαιμό του άλλου. Ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ». Εκείνος έριξε το μαχαίρι για να πιάσει το λαιμό του και έπεσε πάνω στο σύντροφό του, ενώ οι μπότες και των δύο έξυναν το κατάστρωμα και από το λαρύγγι του καθενός ακουγόταν ήδη ο επιθανάτιος ρόγχος.
Ο Ματ στάθηκε εκεί, κοιτάζοντάς τους. Δύο άντρες. Όχι, που να καώ, τρεις είναι! Δεν νομίζω να έβλαψα άλλη φορά άνθρωπο και τώρα σκότωσα τρεις, μέσα σε μία νύχτα. Φως μου!
Στο σκοτεινό διάδρομο απλώθηκε πάλι σιωπή και ο Ματ άκουσε μπότες στο κατάστρωμα πάνω του. Οι ναύτες περπατούσαν όλοι ξυπόλητοι.
Προσπαθώντας να μη σκεφτεί αυτό που θα έκανε, έσκισε το μανδύα από τον ένα νεκρό και τον τύλιξε στους ώμους του, κρύβοντας το άσπρο λινό ύφασμα των εσώρουχών του. Με τα πόδια γυμνά, προχώρησε στο διάδρομο και ανέβηκε τη σκάλα, αφήνοντας μόνο τα μάτια του να ξεπροβάλουν πάνω από την μπουκαπόρτα.
Το αχνό σεληνόφως αντανακλούσε στα τεντωμένα πανιά, αλλά η νύχτα ακόμα σκέπαζε το κατάστρωμα με σκιές και δεν ακουγόταν άλλος ήχος, παρά μόνο ο παφλασμός του νερού στα ίσαλα του πλοίου. Στο κατάστρωμα έμοιαζε να υπάρχει μόνο ένας άντρας, στο τιμόνι, με την κουκούλα του μανδύα υψωμένη για να φυλαχτεί από την ψύχρα. Ο άντρας σάλεψε και οι δερμάτινες μπότες τους έξυσαν τα σανίδια του καταστρώματος.
Ο Ματ, κρατώντας τη ράβδο χαμηλά και ελπίζοντας να μην την προσέξει ο άλλος, ανέβηκε πάνω. «Είναι πεθαμένος», είπε με ένα χαμηλό, βραχνό ψίθυρο.
«Ελπίζω να έσκουξε όταν του κόψατε το λαιμό». Ο Ματ θυμήθηκε αυτή τη φωνή με τη βαριά προφορά, τη θυμήθηκε να μιλάει στην αρχή ενός στριφογυριστού δρόμου στην Ταρ Βάλον. «Σε μεγάλη φασαρία μας έβαλε ο μικρός. Στάσου! Ποιος είσαι;»
Ο Ματ στριφογύρισε τη ράβδο με όλη του τη δύναμη. Το χοντρό ξύλο έπεσε με δύναμη στο κεφάλι του άντρα και η κουκούλα του μανδύα του μόλις που έπνιξε έναν ήχο, σαν πεπόνι που έπεφτε στο πάτωμα.
Ο άντρας έπεσε πάνω στο τιμόνι, σπρώχνοντάς το. Το πλοίο τραντάχτηκε, κάνοντας τον Ματ να σκοντάψει. Με την άκρη του ματιού του είδε μια μορφή να υψώνεται από τις σκιές δίπλα στην κουπαστή και μια λεπίδα να γυαλίζει και κατάλαβε ότι δεν θα προλάβαινε να γυρίσει τη ράβδο, πριν τον βρει το μαχαίρι. Κάτι άλλο, που άστραφτε, έσκισε τη νύχτα και έγινε ένα με τη χλωμή μορφή, με έναν υπόκωφο κρότο. Το τίναγμα προς τα πάνω μετατράπηκε σε πτώση και ένας άντρας σωριάστηκε σχεδόν στα πόδια του Ματ.
Φωνές και φασαρία ξέσπασαν κάτω από το κατάστρωμα όταν το πλοίο έστριψε ξανά, επειδή το τιμόνι μετακινούνταν από το βάρος εκείνου που ήταν πεσμένος πάνω του. Ο Θομ εμφανίστηκε χωλαίνοντας από την μπουκαπόρτα, φορώντας τα εσώρουχα και το μανδύα του και σηκώνοντας το πορτάκι, που έκρυβε τη φλόγα του φαναριού που κρατούσε. «Τυχερός είσαι, μικρέ. Ένας απ’ αυτούς εκεί κάτω είχε αυτό το φανάρι. Καλά που δεν έβαλε φωτιά στο πλοίο, έτσι που είχε πέσει». Το φως έδειξε τη λαβή ενός μαχαιριού να ξεπροβάλλει από το στέρνο ενός άντρα με νεκρά, ορθάνοιχτα μάτια. Ο Ματ δεν τον είχε ξαναδεί· ήταν βέβαιος ότι θα θυμόταν κάποιον με τόσες ουλές στο πρόσωπο. Ο Θομ κλώτσησε το εγχειρίδιο που κρατούσε ο άντρας στο απλωμένο χέρι του και μετά έσκυψε για να πάρει το μαχαίρι του, σκουπίζοντας τη λεπίδα με το μανδύα του νεκρού. «Είσαι πολύ τυχερός, μικρέ. Πραγματικά πολύ τυχερός».
Υπήρχε ένα σκοινί δεμένο στην κουπαστή της πρύμνης. Ο Θομ το πλησίασε, έριξε φως χαμηλότερα στην πρύμνη και ο Ματ πήγε κι αυτός εκεί. Στην άλλη άκρη του σκοινιού ήταν μια μικρή βάρκα από το Νότιο Λιμάνι, με σβησμένο το τετράγωνο φανάρι της. Υπήρχαν ακόμα δύο άντρες, που κάθονταν ανάμεσα στα ανεβασμένα κουπιά.
«Που να με πάρει ο Μέγας Άρχοντας, αυτός είναι!» έκανε ο ένας. Ο άλλος χίμηξε μπροστά και άρχισε να λύνει με νευρικές κινήσεις τον κόμπο που κρατούσε το σκοινί.
«Θέλεις να σκοτώσεις κι αυτούς τους δύο;» ρώτησε ο Θομ, με τη φωνή του να μπουμπουνίζει, σαν σε παράσταση.
«Όχι, Θομ», είπε ήσυχα ο Ματ. «Όχι».
Οι άντρες στη βάρκα πρέπει να είχαν ακούσει την ερώτηση και όχι την απάντηση, επειδή, αντί να συνεχίσουν την προσπάθεια για να ελευθερώσουν τη βάρκα, πήδηξαν στο νερό, προκαλώντας ένα δυνατό παφλασμό. Άφηναν δυνατούς ήχους καθώς πλατσούριζαν στο ποτάμι.
«Βλάκες», μουρμούρισε ο Θομ. «Το ποτάμι στενεύει λίγο, μετά την Ταρ Βάλον, αλλά ακόμα κι έτσι πρέπει να έχει πλάτος πάνω από μισό μίλι εδώ. Στο σκοτάδι, δεν θα τα καταφέρουν».
«Μα την Πέτρα!» ακούστηκε μια κραυγή από την μπουκαπόρτα. «Τι έγινε εδώ; Υπάρχουν πτώματα στο διάδρομο! Τι κάνει ο Βάσα ξαπλωμένος στο τιμόνι; Θα μας ρίξει σε ύφαλο!» Σχεδόν γυμνός, με εξαίρεση τα λινά εσώρουχα του, ο Μάλια όρμησε στο τιμόνι και τράνταξε με δύναμη το νεκρό, ενώ παράλληλα τραβούσε το μακρύ δοιάκι για να φέρει το πλοίο στην ευθεία. «Δεν είναι ο Βάσα αυτός! Που να καεί η ψυχή μου, ποιοι είναι όλοι αυτοί οι πεθαμένοι;» Τώρα ανέβαιναν κι άλλοι στο κατάστρωμα, ξυπόλητοι ναύτες και φοβισμένοι επιβάτες, τυλιγμένοι με μανδύες και κουβέρτες.
Ο Θομ, κρύβοντας τις πράξεις του με το σώμα του, άφησε το μαχαίρι του να γλιστρήσει κάτω από το σκοινί και το έκοψε με μια κίνηση. Η βάρκα έμεινε πίσω τους, στο σκοτάδι. «Ληστές του ποταμού, καπετάνιε», είπε. «Ο νεαρός Ματ κι εγώ σώσαμε το πλοίο σου από ληστές του ποταμού. Αν δεν ήμασταν εμείς, μπορεί να έκοβαν τα λαρύγγια όλων μας. Ίσως να έπρεπε να ξανασκεφτείς τι ναύλα ζητάς».
«Ληστές!» αναφώνησε ο Μάλια. «Έχει πολλούς παρακάτω, γύρω από την Καιρχίν, αλλά δεν άκουσα ποτέ να υπάρχουν τόσο βόρεια!» Οι επιβάτες, που ήταν στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, άρχισαν να μουρμουρίζουν για ληστές και κομμένα λαρύγγια.
Ο Ματ προχώρησε μουδιασμένα προς την μπουκαπόρτα. Πίσω του, άκουσε τον Μάλια να λέει: «Κοίτα ψυχραιμία. Δεν ήξερα ότι το Άντορ χρησιμοποιεί ασασίνους, αλλά, που να καεί η ψυχή μου, είναι τέρας ψυχραιμίας».
Ο Ματ κατέβηκε τη σκάλα παραπατώντας, δρασκέλισε τα δύο πτώματα στο διάδρομο και βρόντηξε πίσω του την πόρτα της καμπίνας του καπετάνιου. Μόλις που πρόλαβε να κάνει το μισό δρόμο ως το κρεβάτι, πριν τον πιάσει δυνατό τρέμουλο και έπεσε στα γόνατα εκεί πέρα, μη μπορώντας, πλέον, να σταθεί όρθιος. Φως μου, τι παιχνίδι παίζω; Πρέπει να μάθω τι παιχνίδι είναι, αν θέλω να κερδίσω. Φως μου, τι παιχνίδι;
Παίζοντας το «Ρόδο του Πρωινού» απαλά στο φλάουτό του, ο Ραντ κοίταξε τη φωτιά που είχε ανάψει, όπου ένας λαγός ψηνόταν σε ένα κλαρί, που έγερνε πάνω από τις φλόγες. Οι φλόγες πετάριζαν στη νυχτερινή αύρα· ο Ραντ μόλις που πρόσεχε την ευωδιά του λαγού, παρ’ όλο που σκέφτηκε αφηρημένα ότι έπρεπε να βρει αλάτι στο επόμενο χωριό ή πόλη. Το «Ρόδο του Πρωινού» ήταν ένας από τους σκοπούς που είχε παίξει σε εκείνους τους γάμους.
Πριν από πόσες μέρες έγινε αυτό; Έγιναν στ’ αλήθεια τόσοι γάμοι, ή μήπως το φαντάστηκα; Ότι όλες οι γυναίκες τον χωριού αποφάσισαν μονομιάς να παντρευτούν; Πώς το έλεγαν το χωριό; Μήπως τρελάθηκα κιόλας;
Κόμποι ιδρώτα απλώνονταν στο πρόσωπό του, αλλά συνέχισε να παίζει, τόσο ήσυχα που σχεδόν δεν ακουγόταν, ενώ χάζευε τη φωτιά. Είσαι τα’βίρεν, του είχε πει η Μουαραίν. Είσαι τα’βίρεν, του έλεγαν όλοι. Μπορεί στ’ αλήθεια να ήταν. Αυτού του είδους οι άνθρωποι... άλλαζαν... τα πράγματα γύρω τους. Ένας τέτοιος μπορεί όντως να είχε προκαλέσει όλους αυτούς τους γάμους. Αλλά αυτή η σκέψη πλησίαζε κάτι άλλο, που ο Ραντ δεν ήθελε να το σκέφτεται.
Λένε, επίσης, ότι είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Όλοι το λένε. Το λένε οι ζωντανοί, το λένε και οι νεκροί. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αλήθεια. Αναγκάστηκα να τους αφήσω να με ανακηρύξουν τέτοιον. Καθήκον. Δεν είχα άλλη επιλογή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αλήθεια.
Έπαιζε και ξανάπαιζε το σκοπό και δεν μπορούσε να σταματήσει. Του θύμιζε την Εγκουέν. Κάποτε, πίστευε ότι θα παντρευόταν την Εγκουέν. Πολύς καιρός έμοιαζε να έχει περάσει από τότε. Τώρα αυτό είχε τελειώσει. Εντούτοις, η Εγκουέν είχε έρθει στα όνειρά του. Μπορεί να ήταν αυτή. Το πρόσωπό της. Ήταν το πρόσωπό της.
Μόνο που υπήρχαν τόσα πρόσωπα, πρόσωπα που γνώριζε. Ο Ταμ κι η μητέρα του, ο Ματ και ο Πέριν. Που όλοι προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν. Φυσικά, δεν ήταν στ’ αλήθεια αυτοί. Ακόμα και στα όνειρά του, φαίνεται, περιδιάβαιναν οι Σκιογέννητοι. Άραγε, ήταν απλώς όνειρα; Ήξερε πως κάποια όνειρα ήταν πραγματικά, ενώ άλλα ήταν μονάχα όνειρα, εφιάλτες ή ελπίδες. Πώς, όμως, να καταλάβεις τη διαφορά; Η Μιν είχε βαδίσει στα όνειρά του μια νύχτα ― και είχε προσπαθήσει να του φυτέψει ένα μαχαίρι στην πλάτη. Ακόμα τον ξάφνιαζε πόσο τον είχε πονέσει αυτό. Ήταν απρόσεχτος, την είχε αφήσει να τον ζυγώσει πολύ, είχε αμελήσει να φυλαχτεί. Τόσο καιρό κοντά στη Μιν δεν ένιωθε την ανάγκη να φυλάγεται, παρά τα όσα έβλεπε εκείνη όταν τον κοίταζε. Όταν ήταν μαζί της, ένιωθε σαν να του περιποιούνταν τις πληγές με βάλσαμο.
Και μετά πήγε να με σκοτώσει. Η μουσική δυνάμωσε κι έγινε μια στριγκή κακοφωνία, αλλά ο Ραντ ξανάφερε τη γλυκιά μελωδία. Όχι αυτή. Ο Σκιογέννητος με το πρόσωπό της. Το πιο απίθανο απ’ όλους θα ήταν να μου κάνει κακό η Μιν. Δεν καταλάβαινε γιατί το πίστευε αυτό, αλλά ήταν σίγουρος πως ήταν αλήθεια.
Τόσα πρόσωπα στα όνειρά του. Είχε έρθει η Σελήνη, συγκρατημένη, μυστηριώδης και τόσο υπέροχη, που το στόμα του ξεράθηκε μόνο που τη σκεφτόταν, προσφέροντάς του δόξα, όπως είχε κάνει κι άλλοτε —φαινόταν να έχει περάσει πολύς καιρός από τότε― μα τώρα έλεγε ότι ο Ραντ έπρεπε να πάρει το σπαθί. Και μαζί με το σπαθί θα έπαιρνε και τη Σελήνη. Το Καλαντόρ. Αυτό ήταν πάντα στα όνειρά του. Πάντα. Και πρόσωπα που τον περιγελούσαν. Χέρια, που έσπρωχναν την Εγκουέν, τη Νυνάβε και την Ηλαίην σε κλουβιά, που τις έπιαναν με δίχτυα, που τις πονούσαν. Γιατί έπρεπε να κλάψει περισσότερο για την Ηλαίην απ’ ό,τι για τις άλλες;
Το κεφάλι του στριφογύριζε. Τον πονούσε όσο το πλευρό του και ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπο του. Ο Ραντ έπαιζε απαλά το «Ρόδο του Πρωινού» όλη τη νύχτα, επειδή φοβόταν να κοιμηθεί. Επειδή φοβόταν να ονειρευτεί.