38 Κόρες του Δόρατος

Η Εγκουέν αγκάλιασε το σαϊντάρ πριν προλάβει να βγει ολόκληρη η κραυγή από το στόμα της και είδε τη λάμψη να τυλίγει και την Ηλαίην. Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν ο Έλισορ είχε ακούσει τις κραυγές τους, ώστε να τους στείλει βοήθεια· ο Γαλάζιος Γερανός το πολύ να απείχε ένα μίλι ανάντη. Κι έπειτα έδιωξε από το νου της κάθε σκέψη ότι θα δέχονταν βοήθεια, ήδη υφαίνοντας ροές Αέρα και Φωτιάς για να φτιάξει μια αστραπή. Στα αυτιά της αντηχούσαν ακόμα οι κραυγές.

Η Νυνάβε απλώς στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος και μια αυστηρή έκφραση στο πρόσωπο· ίσως να μην ήταν αρκετά θυμωμένη για να αγγίξει την Αληθινή Πηγή, ή μπορεί να είχε ήδη δει αυτό που η Εγκουέν έβλεπε μόλις τώρα. Αυτός που στεκόταν μπροστά τους ήταν μια γυναίκα, όχι μεγαλύτερη στα χρόνια από την Εγκουέν, αν και ψηλότερη.

Δεν άφησε το σαϊντάρ. Οι άντρες, μερικές φορές, πίστευαν χαζά ότι μια γυναίκα ήταν ακίνδυνη, μόνο και μόνο επειδή ήταν γυναίκα· η Εγκουέν δεν είχε τέτοιες ψευδαισθήσεις. Με την άκρη του μυαλού της πρόσεξε ότι η Ηλαίην δεν είχε, πλέον, ολόγυρά της τη λάμψη. Η Κόρη-Διάδοχος πρέπει ακόμα να έτρεφε ανόητες ιδέες. Ποτέ δεν ήταν αιχμάλωτη των Σωντσάν.

Η Εγκουέν δεν πίστευε ότι υπήρχαν πολλοί άντρες τόσο ανόητοι ώστε θα θεωρούν ακίνδυνη αυτή τη γυναίκα, παρ’ όλο που τα χέρια της ήταν άδεια και δεν φαινόταν οπλισμένη. Είχε γαλαζοπράσινα μάτια και κοκκινωπά μαλλιά κοντά κομμένα, με εξαίρεση μια μικρή αλογοουρά, που κρεμόταν στους ώμους της· φορούσε μαλακές μπότες, ως τα γόνατα, με κορδόνια, εφαρμοστό σακάκι και παντελόνι, όλα σε αποχρώσεις της γης και των βράχων. Κάποτε, της είχαν περιγράψει αυτά τα ρούχα· η γυναίκα τούτη ήταν Αελίτισσα.

Κοιτάζοντάς την, η Εγκουέν ένιωσε μια ξαφνική, παράξενη στοργή για τη γυναίκα. Δεν μπορούσε να το καταλάβει. Μοιάζει με την ξαδέρφη του Ραντ, να γιατί. Αλλά ακόμα κι αυτή η αίσθηση —σχεδόν συγγένειας― δεν μπορούσε να σιγάσει την περιέργειά της. Τι στο Φως γυρεύει εδώ μια Αελίτισσα; Ποτέ δεν φεύγουν από την Ερημιά, τουλάχιστον από τους Πολέμους του Άελ και μετά. Όλη τη ζωή της άκουγε πόσο επικίνδυνοι ήταν οι Αελίτες —τόσο τα μέλη των αντρικών, πολεμικών κοινωνιών όσο κι αυτές οι Κόρες του Δόρατος― αλλά δεν ένιωθε ιδιαίτερο φόβο, ούτε, παραδόξως, κάποιον εκνευρισμό που είχε φοβηθεί. Με το σαϊντάρ να τη γεμίζει με τη Μία Δύναμη, δεν είχε να φοβηθεί κανέναν. Εκτός, ίσως, από μια καλά εκπαιδευμένη αδελφή, παραδέχτηκε. Αλλά όχι μια γυναίκα μόνη της, ακόμα κι αν είναι Αελίτισσα.

«Το όνομά μου είναι Αβιέντα», είπε η Αελίτισσα, «από τη φυλή του Πικρού Νερού του Τάαρνταντ Άελ». Το πρόσωπό της ήταν ουδέτερο κι ανέκφραστο, σαν τον τόνο της. «Είμαι Φαρ Ντάραϊς Μάι, Κόρη του Δόρατος». Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, μελετώντας τες. «Δεν έχετε εκείνη την όψη στο πρόσωπο, αλλά είδαμε τα δαχτυλίδια. Στα μέρη σας, έχετε γυναίκες σαν τις Σοφές μας, τις γυναίκες που λέγονται Άες Σεντάι. Είστε γυναίκες του Λευκού Πύργου, ή όχι;»

Αρχικά η Εγκουέν ένιωσε μια ταραχή. Είδαμε; Κοίταξε προσεκτικά γύρω της, αλλά δεν είδε άλλο άτομο πίσω από θάμνο, τουλάχιστον μέχρι είκοσι βήματα παραπέρα.

Αν υπήρχαν άλλοι, έπρεπε να είναι στο επόμενο αλσύλλιο, διακόσια βήματα πιο μπροστά, ή στο μεθεπόμενο, που ήταν στη διπλή απόσταση πίσω τους. Τόσο μακριά που δεν αποτελούσε απειλή. Εκτός αν έχουν τόξα. Αλλά θα έπρεπε να είναι καλοί τοξότες. Στην πατρίδα της, στους διαγωνισμούς της Μέρας του Ήλιου και του Μπελ Τάιν, μόνο οι κορυφαίοι τοξότες έριχναν σε αποστάσεις που ξεπερνούσαν τα διακόσια βήματα.

Αλλά έστω κι έτσι, ένιωθε καλύτερα ξέροντας ότι μπορούσε να εξαπολύσει αστροπελέκι σε όποιον το δοκίμαζε.

«Είμαστε γυναίκες της Ταρ Βάλον», είπε γαλήνια η Νυνάβε. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν κοίταζε γύρω της για να δει άλλους Αελίτες. Ακόμα και η Ηλαίην έψαχνε με το βλέμμα. «Τώρα, αν θα μας θεωρούσες σοφές, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα», συνέχισε η Νυνάβε. «Τι θέλεις από εμάς;»

Η Αβιέντα χαμογέλασε. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ χαριτωμένη· η βλοσυρή έκφραση το είχε κρύψει. «Μιλάς σαν τις Σοφές. Κατευθείαν στο θέμα, χωρίς να ανέχεσαι ανοησίες». Το χαμόγελό της έσβησε, αλλά η φωνή της δεν έχασε την ηρεμία της. «Μία από μας είναι βαριά πληγωμένη, ίσως πεθαίνει. Οι Σοφές συχνά θεραπεύουν εκείνους που διαφορετικά θα πέθαιναν και άκουσα ότι οι Άες Σεντάι μπορούν να κάνουν περισσότερα. Θα τη βοηθήσετε;»

Η Εγκουέν, μπερδεμένη, παραλίγο να κουνήσει το κεφάλι αρνητικά. Μια φίλη της πεθαίνει; Κάνει σαν να ζητά να της δανείσουμε ένα φλιτζάνι κριθάλευρο!

«Θα τη βοηθήσω, αν μπορώ», είπε αργά η Νυνάβε. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ τίποτα, Αβιέντα. Ίσως πεθάνει, παρά τις προσπάθειες μου».

«Ο θάνατος έρχεται σε όλους μας», είπε η Αελίτισσα. «Μπορούμε μόνο να διαλέξουμε πώς θα τον αντιμετωπίσουμε όταν έρθει. Θα σας πάω σε εκείνη».

Δύο γυναίκες με την ενδυμασία των Αελιτών στέκονταν ούτε δέκα βήματα πιο πέρα· η μια είχε βγει από ένα κοίλωμα του εδάφους που, αν ρωτούσες την Εγκουέν, θα σου έλεγε ότι ούτε σκυλί δεν θα μπορούσε να κρυφτεί εκεί· η άλλη από το χορτάρι, που έφτανε ως τη μέση των γονάτων της. Κατέβασαν τα μαύρα πέπλα τους καθώς σηκώνονταν —αυτό την τάραξε ξανά· ήταν βέβαιη ότι η Ηλαίην της είχε πει ότι οι Αελίτες έκρυβαν το πρόσωπο μόνο όταν ετοιμάζονταν να σκοτώσουν― και έστρωσαν στους ώμους το ύφασμα που έκρυβε το κεφάλι τους. Η μια είχε τα ίδια κοκκινωπά μαλλιά με την Αβιέντα και γκρίζα μάτια, η άλλη είχε σκουρογάλανα μάτια και μαλλιά σαν τη φωτιά. Καμία δεν ήταν μεγαλύτερη από την Εγκουέν και την Ηλαίην· και οι δυο έμοιαζαν έτοιμες να χρησιμοποιήσουν τα κοντά δόρατα που κρατούσαν.

Η γυναίκα με τα πυρρόξανθα μαλλιά έδωσε όπλα στην Αβιέντα· ένα μακρύ μαχαίρι με βαριά λεπίδα, για να το βάλει στη ζώνη της και μια γεμάτη φαρέτρα, την οποία φόρεσε από την άλλη μεριά· ένα σκούρο, καμπύλο τόξο, που είχε τη μουντή ασπράδα του κέρατου, σε μια θήκη που έδεσε στην πλάτη της· και τέσσερα κοντά δόρατα με μακριές αιχμές, τα οποία κράτησε στο αριστερό χέρι μαζί με μια μικρή, στρογγυλή ασπίδα από πετσί. Η Αβιέντα τα φόρεσε με τη φυσικότητα που μια γυναίκα στο Πεδίο του Έμοντ θα φορούσε το φουλάρι της και το ίδιο έκαναν και οι συντρόφισσές της. «Ελάτε», είπε και ξεκίνησε προς το αλσύλλιο που είχαν ήδη προσπεράσει.

Η Εγκουέν, τελικά, άφησε το σαϊντάρ. Υποψιαζόταν ότι αυτές οι Αελίτισσες, αν ήθελαν, θα την κάρφωναν με τα δόρατα πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό, αλλά δεν πίστευε ότι θα έκαναν κάτι τέτοιο, παρ’ όλο που έδειχναν επιφυλακτικές. Κι αν η Νυνάβε δεν κατορθώσει να Θεραπεύσει τη φίλη τους; Μακάρι να ρωτούσε, πριν πάρει αποφάσεις που μας αφορούν όλες!

Καθώς πήγαιναν προς τα δέντρα, η Αελίτισσες κοίταζαν τη γη ολόγυρά τους σαν να περίμεναν ότι το άδειο τοπίο είχε εχθρούς εξίσου ικανούς με αυτές στο να κρύβονται. Η Αβιέντα προχωρούσε μπροστά και η Νυνάβε ακολουθούσε δίπλα της.

«Είμαι η Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ», είπε η φίλη της Εγκουέν, σαν σε φιλική συζήτηση. «Κόρη-Διάδοχος της Μοργκέις, της Βασίλισσας του Άντορ».

Η Εγκουέν παραπάτησε. Φως μου, της σάλεψε; Ξέρω ότι το Άντορ τους αντιτάχθηκε στον Πόλεμο των Αελιτών. Μπορεί να έγινε πριν από είκοσι χρόνια, μα λένε ότι οι Αελίτες αργούν να ξεχάσουν.

Αλλά η πυρρόξανθη Αελίτισσα κοντά της είπε μόνο: «Είμαι η Μπάιν, της φυλής του Μαύρου Βράχου, του Σαάραντ Αελ».

«Είμαι η Τσιάντ», είπε η κοντή γυναίκα με τα πιο ξανθά μαλλιά, από την άλλη πλευρά της, «της φυλής του Πετροπόταμου του Γκόσιεν Αελ».

Η Μπάιν και η Τσιάντ κοίταξαν την Εγκουέν· η έκφραση τους δεν άλλαξε, μα της φάνηκε ότι τη θεωρούσαν αγενή.

«Είμαι η Εγκουέν αλ’Βερ», είπε. Έμοιαζαν να περιμένουν κι άλλα, έτσι πρόσθεσε: «Κόρη της Μάριν αλ’Βερ, από το Πεδίο του Έμοντ, στους Δύο Ποταμούς». Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, φάνηκε να τις ικανοποιεί, αλλά ήταν αρκετά σίγουρη ότι δεν το είχαν πολυκαταλάβει, όπως και η ίδια δεν είχε καταλάβει όλα αυτά για τις φυλές και τις φατρίες. Πρέπει να είναι κάτι σαν οικογένεια. «Είστε πρωταδελφές;» Η Μπάιν έμοιαζε να απευθύνεται και τις τρεις.

Η Εγκουέν σκέφτηκε ότι πρέπει να εννοούσαν αδελφές με την έννοια που χρησιμοποιούσαν τη λέξη οι Άες Σεντάι και είπε «ναι», ενώ η Ηλαίην, την ίδια στιγμή, έλεγε «όχι».

Η Τσιάντ και η Μπάιν αντάλλαξαν μια σύντομη ματιά, που έλεγε ότι μιλούσαν σε γυναίκες που μπορεί να μην έστεκαν καλά στα μυαλά τους.

«Πρωταδελφή», είπε η Ηλαίην στην Εγκουέν, σαν να έκανε μάθημα, «σημαίνει γυναίκες που έχουν την ίδια μητέρα. Δευτεραδελφή σημαίνει ότι οι μητέρες τους είναι αδελφές». Απευθύνθηκε στις Αελίτισσες. «Καμιά μας δεν ξέρει πολλά για το λαό σας. Σας ζητώ να συγχωρήσετε την άγνοιά μας. Μερικές φορές θεωρώ την Εγκουέν πρωταδελφή μου, αλλά δεν είμαστε από το ίδιο αίμα».

«Τότε γιατί δεν λέτε τα λόγια μπροστά στις Σοφές σας;» ρώτησε η Τσιάντ. «Η Μπάιν κι εγώ γίναμε πρωταδελφές».

Η Εγκουέν βλεφάρισε. «Πώς μπορείτε να γίνετε πρωταδελφές; Ή έχετε την ίδια μητέρα, ή όχι. Δεν θέλω να σας προσβάλλω. Τα περισσότερα απ’ αυτά που ξέρω για τις Κόρες του Δόρατος, τα έμαθα από τα λίγα που μου είπε η Ηλαίην. Ξέρω ότι πολεμάτε στη μάχη και ότι δεν σας ενδιαφέρουν οι άντρες, αλλά τίποτα παραπάνω». Η Ηλαίην ένευσε· με τον τρόπο που είχε περιγράψει τις Κόρες του Δόρατος στην Εγκουέν, έμοιαζαν με κάτι ανάμεσα σε θηλυκούς Προμάχους και Κόκκινο Άτζα.

Στα πρόσωπά των Αελιτισσών άστραψε η ίδια έκφραση, σαν να μην ήταν βέβαιες ότι η Εγκουέν και η Ηλαίην είχαν τα λογικά τους.

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τους άντρες;» μουρμούρισε η Τσιάντ, σαν να ήταν αίνιγμα.

Η Μπάιν έσμιξε σκεφτική τα φρύδια. «Αυτό που λες πλησιάζει την αλήθεια, αλλά παράλληλα αστοχεί τελείως. Όταν παντρευόμαστε το δόρυ, ορκιζόμαστε να μη δεσμευτούμε σε κανέναν άντρα ή παιδί. Κάποιες εγκαταλείπουν το δόρυ, για άντρα ή παιδί» —η έκφραση της έλεγε ότι εκείνη, προσωπικά, δεν το καταλάβαινε― «αλλά από τη στιγμή που θα το παρατήσουν, δεν μπορούν να το ξαναπιάσουν».

«Ή μπορεί να επιλεχθούν να πάνε στο Ρουίντιαν», πρόσθεσε η Τσιάντ. «Οι Σοφές δεν μπορούν να είναι παντρεμένες με το δόρυ».

Η Μπάιν την κοίταξε σαν να είχε ανακοινώσει ότι ο ουρανός είναι γαλανός, ή ότι η βροχή πέφτει από τα σύννεφα. Το βλέμμα που έριξε στην Εγκουέν και την Ηλαίην έλεγε ότι, ίσως, εκείνες να μην ήξεραν αυτά τα πράγματα. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αν και μερικές διαφωνούν».

«Ναι, διαφωνούν». Το ύφος της Τσιάντ έλεγε ότι κάτι ήξεραν αυτή και η Μπάιν.

«Λοξοδρόμησα πολύ, όμως, απ’ αυτό που εξηγούσα», συνέχισε να λέει η Μπάιν. «Οι Κόρες δεν χορεύουν τα δόρατα μεταξύ τους, ακόμα και όταν πολεμούν οι φατρίες τους, αλλά το Σαάραντ Αελ και το Γκόσιεν Αελ κρατούν βεντέτα μεταξύ τους πάνω από τετρακόσια χρόνια, έτσι η Τσιάντ κι εγώ σκεφτήκαμε ότι ο γαμήλιος όρκος μας δεν ήταν αρκετός. Πήγαμε και είπαμε τα λόγια μπροστά στις Σοφές των φατριών μας —αυτή έβαλε σε κίνδυνο τη ζωή της στο άντρο μου κι εγώ στο δικό της― για να μας δεσμεύσουν ως πρωταδελφές. Όπως αρμόζει σε πρωταδελφές που είναι Κόρες, φυλάμε η μια τα νώτα της άλλης και καμία δεν θα αφήσει άντρα να την πλησιάσει, χωρίς την άλλη. Δεν θα έλεγα ότι δεν μας ενδιαφέρουν οι άντρες». Η Τσιάντ ένευσε, με ένα αμυδρό ίχνος χαμόγελου. «Σου ξεκαθάρισα την αλήθεια, Εγκουέν;»

«Ναι», είπε αχνά η Εγκουέν. Έριξε μια ματιά στην Ηλαίην και είδε στα γαλανά μάτια της τη σαστισμάρα που ήξερε ότι είχε και στα δικά της. Όχι Κόκκινο Άτζα. Πράσινο ίσως. Διασταύρωση μεταξύ Προμάχων και Πράσινου Άτζα κι αυτό είναι το μόνο που καταλαβαίνω εδώ πέρα. «Τώρα, η αλήθεια μου φαίνεται ξεκάθαρη, Μπάιν. Σε ευχαριστώ».

«Αν οι δυο σας νιώθετε ότι είστε πρωταδελφές», είπε η Τσιάντ, «θα πρέπει να πάτε στις Σοφές σας και να πείτε τα λόγια. Αλλά είστε και οι δύο Σοφές, αν και μικρές. Σε αυτή την περίπτωση, δεν ξέρω πώς γίνεται».

Η Εγκουέν δεν ήξερε αν θα έπρεπε να γελάσει ή να κοκκινίσει. Έβλεπε στο νου της την Ηλαίην και την ίδια να μοιράζονται τον ίδιο άντρα. Όχι, αυτό είναι μονάχα για πρωταδελφές που είναι Κόρες τον Δόρατος. Έτσι δεν είναι; Τα μάγουλα της Ηλαίην είχαν κοκκινίσει και η Εγκουέν ήταν σίγουρη ότι σκεφτόταν τον Ραντ. Αλλά δεν τον μοιραζόμαστε, Ηλαίην. Καμία από τις δυο μας δεν μπορεί να τον αποκτήσει.

Η Ηλαίην ξερόβηξε. «Δεν νομίζω να χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο, Τσιάντ. Η Εγκουέν κι εγώ ήδη φυλάμε η μια τα νώτα της άλλης».

«Πώς είναι δυνατόν αυτό;» ρώτησε αργά η Τσιάντ. «Δεν είστε παντρεμένες με το δόρυ. Και είστε Σοφές. Ποιος θα σήκωνε το χέρι του σε μια Σοφή; Νιώθω μπερδεμένη. Τι ανάγκη έχετε να φυλάγεστε;»

Η Εγκουέν γλίτωσε και δεν απάντησε, επειδή είχαν φτάσει στο αλσύλλιο. Κάτω από τα δέντρα υπήρχαν άλλες δύο Αελίτισσες, βαθιά στο αλσύλλιο, αλλά κοντά στο ποτάμι. Η Τζόλιεν, της φυλής της Αλμυρής Πεδιάδας του Νακάι Αελ, μια γαλανομάτα με χρυσοκόκκινα μαλλιά αρκετά όμοια με της Ηλαίην, φυλούσε την Νταϊλίν, από τη φυλή και τη φατρία της Αβιέντα. Ο ιδρώτας μούσκευε τα μαλλιά της Νταϊλίν, σκουραίνοντας κι άλλο το κόκκινο χρώμα τους· τα γκρίζα μάτια της άνοιξαν μόνο μια φορά, όταν οι άλλες πλησίασαν και ύστερα τα ξανάκλεισε. Το σακάκι και το πουκάμισό της βρίσκονταν πλάι της, ενώ οι τυλιγμένοι επίδεσμοι γύρω από τη μέση της είχαν κόκκινους λεκέδες.

«Χτυπήθηκε από σπαθί», είπε η Αβιέντα. «Αυτοί οι βλάκες οι στρατιώτες, όπως τους λένε εκείνοι οι εξωμότες δεντροφονιάδες, νόμισαν ότι ήμασταν από τους ληστές που λυμαίνονται αυτή την περιοχή. Αναγκαστήκαμε να τους σκοτώσουμε για να τους μεταπείσουμε, αλλά η Νταϊλίν... Μπορείς να τη γιατρέψεις, Άες Σεντάι;»

Η Νυνάβε γονάτισε πλάι στην τραυματισμένη και τράβηξε για λίγο τους επιδέσμους για να κοιτάξει από κάτω. Έκανε ένα μορφασμό όταν είδε την πληγή. «Τη μετακινήσατε αφότου πληγώθηκε; Έκανε κακάδι, αλλά είναι σπασμένο».

«Ήθελε να πεθάνει κοντά σε νερό», είπε η Αβιέντα. Έριξε μια ματιά στο ποτάμι και γρήγορα τράβηξε το βλέμμα. Της Εγκουέν της φάνηκε ότι είχε ανατριχιάσει.

«Ανόητες!» Η Νυνάβε έψαξε στο σακίδιο με τα βότανά της. «Με τέτοια πληγή που έχει, μπορεί να τη σκοτώνατε. Ήθελε, λέει, να πεθάνει κοντά σε νερό!» είπε αηδιασμένη. «Μπορεί να κρατάτε όπλα, σαν άντρες, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σκέφτεστε σαν αυτούς». Έβγαλε ένα βαθύ, ξύλινο κύπελλο από το σακίδιο και το έδωσε στην Τσιάντ. «Γέμισε το. Θέλω να τα ανακατέψω αυτά με νερό, για να τα πιει».

Η Τσιάντ και η Μπάιν πήγαν στην άκρη του ποταμού και γύρισαν μαζί. Δεν άλλαξαν έκφραση, αλλά της Εγκουέν της φάνηκε ότι περίμεναν πως το ποτάμι θα χιμούσε να τις αρπάξει.

«Αν δεν την είχαμε φέρει εδώ, στο... ποτάμι, Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα, «δεν θα σε είχαμε βρει και θα πέθαινε ούτως ή άλλως».

Η Νυνάβε ξεφύσησε και ανακάτεψε τα λιωμένα βότανα που είχε ρίξει στο κύπελλο, μουρμουρίζοντας μόνη της. «Η ρίζα του κόρεν βοηθά να φτιάξει αίμα, το σκυλόχορτο για να δέσει τη σάρκα και παντογιάτρι, φυσικά και...» Το μουρμουρητό της χαμήλωσε τόσο που δεν ακουγόταν. Η Αβιέντα την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια.

«Οι Σοφές δουλεύουν με βοτάνια, Άες Σεντάι, αλλά δεν είχα ακούσει ότι το ίδιο κάνουν και οι Άες Σεντάι».

«Δουλεύω με ό,τι δουλεύω!» είπε κοφτά η Νυνάβε και άρχισε πάλι να ξεδιαλέγει τις σκόνες της και να μονολογεί χαμηλόφωνα.

«Πραγματικά κάνει σαν Σοφή», είπε σιγανά η Τσιάντ στην Μπάιν και η άλλη γυναίκα έκανε ένα σύντομο νεύμα.

Η Νταϊλίν ήταν η μόνη Αελίτισσα που δεν είχε τα όπλα στο χέρι και όλες έμοιαζαν έτοιμες να τα χρησιμοποιήσουν μέσα σε μια στιγμή. Η Νυνάβε, πάντως, δεν προσπαθεί να ηρεμήσει καμία τους, σκέφτηκε η Εγκουέν. Πρέπει να μιλήσουν για κάτι. Οτιδήποτε. Κανένας δεν έχει διάθεση για μάχη όταν μιλάει για κάτι ειρηνικό.

«Μην προσβληθείτε», είπε επιφυλακτικά, «αλλά πρόσεξα ότι όλες μοιάζετε να ανησυχείτε για το ποτάμι. Δεν αγριεύει, παρά μόνο όταν έχει καταιγίδα. Μπορείτε να κολυμπήσετε, αν θέλετε, αλλά υπάρχουν δυνατά ρεύματα μακριά από τις όχθες». Η Ηλαίην κούνησε το κεφάλι.

Οι Αελίτες παρέμειναν ανέκφραστες· η Αβιέντα είπε: «Είδα έναν άντρα —έναν Σιναρανό― να κάνει αυτό το πράγμα, το κολύμπι... κάποτε».

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Εγκουέν. «Ξέρω ότι δεν υπάρχει πολύ νερό στην Ερημιά, αλλά είπες ότι είσαι από τη “φυλή του Πετροπόταμου”, Τζόλιεν. Σίγουρα θα κολύμπησες στον Πετροπόταμο, έτσι δεν είναι;» Η Ηλαίην την κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί.

«Να κολυμπήσω;» ρώτησε αμήχανα η Τζόλιεν. «Αυτό σημαίνει... να μπω στο νερό; Σε όλο αυτό το νερό; Χωρίς να κρατιέμαι από πουθενά;» Το κορμί της ρίγησε. «Άες Σεντάι, πριν περάσω το Δρακότειχος, ποτέ δεν είχα δει τρεχούμενο νερό που να μην μπορώ να το δρασκελίσω. Ο Πετροπόταμος... Μερικοί ισχυρίζονται ότι κάποτε είχε νερό, αλλά είναι μόνο κομπασμός. Μόνο οι πέτρες υπάρχουν. Τα παλαιότερα αρχεία των Σοφών και του αρχηγού της φατρίας λένε ότι ποτέ δεν είχε κάτι άλλο εκτός από πέτρες, από την πρώτη μέρα που η φυλή μας ξέκοψε από τη φυλή της Υψηλής Πεδιάδας και διεκδίκησε τη γη. Να κολυμπήσω!» Έσφιξε τα δόρατα, σαν να τα έβαζε με την ίδια τη λέξη. Η Τσιάντ και η Μπάιν απομακρύνθηκαν λίγο ακόμα από την ακροποταμιά.

Η Εγκουέν αναστέναξε και κοκκίνισε όταν αντάμωσε το βλέμμα της Ηλαίην. Ε, δεν είμαι Κόρη-Διάδοχοςγια να τα ζέρω όλα αυτά. Μα θα τα μάθω. Κοιτάζοντας ολόγυρα τις Αελίτισσες, συνειδητοποίησε ότι, αντί να τις γαληνέψει, τις είχε ξεσηκώσει ακόμα πιο πολύ. Αν κάνουν τίποτα, θα τις κρατήσω με Αέρα. Δεν είχε ιδέα αν μπορούσε να αρπάξει τέσσερα άτομα μονομιάς, αλλά ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, ύφανε τις ροές στον Αέρα και τις κράτησε έτοιμες. Η Δύναμη έτρεμε μέσα της, λαχταρώντας να χρησιμοποιηθεί. Δεν υπήρχε λάμψη που να περιβάλλει την Ηλαίην και η Εγκουέν αναρωτήθηκε γιατί. Η Ηλαίην την κοίταξε κατάματα και κούνησε το κεφάλι.

«Ποτέ δεν θα πείραζα μια Άες Σεντάι», είπε ξαφνικά η Αβιέντα. «Θέλω να σου το πω. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει η Νταϊλίν, αυτό δεν αλλάζει. Ποτέ δεν θα το χρησιμοποιούσα» —ύψωσε λίγο ένα κοντό δόρυ― «εναντίον οποιασδήποτε γυναίκας. Κι εσύ είσαι Άες Σεντάι». Η Εγκουέν ένιωσε ξαφνικά ότι η γυναίκα προσπαθούσε να τις ηρεμήσει.

«Το ήξερα», είπε η Ηλαίην, σαν να μιλούσε στην Αβιέντα, αλλά τα μάτια της έλεγαν στην Εγκουέν ότι τα λόγια της ήταν γι’ αυτήν. «Κανείς δεν ξέρει πολλά για το λαό σου, αλλά μου έμαθαν ότι οι Αελίτες ποτέ δεν πειράζουν γυναίκες, εκτός αν είναι —πώς το είπες;― παντρεμένες με το δόρυ».

Η Μπάιν φάνηκε να πιστεύει ότι η Ηλαίην πάλι δεν κατάφερνε να δει καθαρά την αλήθεια. «Δεν είναι ακριβώς έτσι, Ηλαίην. Αν μια γυναίκα που δεν είναι παντρεμένη μου επιτεθεί με όπλα, θα της έδινα ένα γερό μάθημα, για να μην το ξανακάνει. Ένας άντρας... ένας άντρας μπορεί να πίστευε ότι μια γυναίκα από τα μέρη σας είναι παντρεμένη, αν κρατούσε όπλα· δεν ξέρω. Οι άντρες είναι παράξενοι».

«Φυσικά», είπε η Ηλαίην. «Αλλά αφού εμείς δεν πάμε να σας επιτεθούμε με όπλα, εσείς δεν θα μας πειράξετε». Οι τέσσερις Αελίτισσες φάνηκαν κατάπληκτες και η Ηλαίην έριξε στην Εγκουέν μια γρήγορη ματιά, όλο νόημα.

Η Εγκουέν συνέχισε, πάντως, να κρατά το σαϊντάρ. Μπορεί η Ηλαίην να είχε διδαχτεί κάτι, αλλά δεν σήμαινε ότι ήταν αληθινό, ακόμα κι αν οι Αελίτισσες συμφωνούσαν. Και το σαϊντάρ... της έδινε μια ωραία αίσθηση.

Η Νυνάβε σήκωσε το κεφάλι της Νταϊλίν και της έχυσε το μίγμα στο στόμα. «Πιες», είπε με σταθερή φωνή. «Ξέρω ότι έχει άσχημη γεύση, αλλά πιες το όλο». Η Νταϊλίν κατάπιε, πνίγηκε και ήπιε και άλλο.

«Ούτε ακόμα και τότε, Άες Σεντάι», είπε η Αβιέντα στην Ηλαίην. Το βλέμμα της, όμως, ήταν προσηλωμένο στην Νταϊλίν και τη Νυνάβε. «Λέγεται ότι μια φορά, πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου, υπηρετούσαμε τις Άες Σεντάι, αν και καμία ιστορία δεν λέει πώς. Σε αυτό το έργο αποτύχαμε. Ίσως αυτή είναι η αμαρτία που μας έστειλε στην Τρίπτυχη Γη· δεν ξέρω. Κανένας δεν ξέρει ποια ήταν η αμαρτία, εκτός, ίσως, από τις Σοφές, ή τους αρχηγούς των φατριών και δεν μιλάνε. Λέγεται ότι, αν αποτύχουμε άλλη μια φορά με τις Άες Σεντάι, θα μας αφανίσουν».

«Πιες το όλο», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Σπαθιά! Σπαθιά και μπράτσα και μυαλό κουκούτσι!»

«Δεν θα σας αφανίσουμε», είπε η Ηλαίην με σίγουρη φωνή και η Αβιέντα κατένευσε.

«Όπως το λες, Άες Σεντάι. Αλλά οι παλιές ιστορίες ένα πράγμα λένε καθαρά. Ποτέ δεν πρέπει να πολεμήσουμε τις Άες Σεντάι. Αν ρίξεις εναντίον μου αστροπελέκια και μοιροφωτιά, θα χορέψω μαζί τους, αλλά εσένα δεν θα σε πειράξω».

«Μαχαιρώνουν τον κόσμο», μούγκρισε η Νυνάβε. Κατέβασε το κεφάλι της Νταϊλίν και της έπιασε το μέτωπο. Τα μάτια της Νταϊλίν είχαν κλείσει πάλι. «Μαχαιρώνουν γυναίκες!» Η Αβιέντα σάλεψε στα πόδια της και έσμιξε πάλι τα φρύδια ― και δεν ήταν η μόνη Αελίτισσα που έκανε έτσι.

«Μοιροφωτιά», είπε η Εγκουέν. «Αβιέντα, τι είναι η μοιροφωτιά;»

Η συνοφρυωμένη Αελίτισσα την κοίταξε χωρίς να αλλάξει έκφραση. «Δεν ξέρεις, Άες Σεντάι; Στις παλιές ιστορίες, την κράδαιναν οι Άες Σεντάι. Οι ιστορίες την παρουσιάζουν σαν κάτι φοβερό, αλλά αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Λένε ότι ξεχάσαμε πολλά απ’ αυτά που ξέραμε κάποτε».

«Ίσως κι ο Λευκός Πύργος να έχει ξεχάσει πολλά», είπε η Εγκουέν. Την ξέρω από εκείνο το... όνειρο, η ό,τι κι αν ήταν. Ήταν αληθινό όσο ο Τελ’αράν’ριοντ. Θα έβαζα στοίχημα ακόμα και με τον Ματ γι αυτό.

«Δεν είναι σωστό!» φώναξε η Νυνάβε. «Κανένας δεν έχει δικαίωμα να μακελεύει έτσι κορμιά! Δεν είναι σωστό!»

«Είναι θυμωμένη;» ρώτησε ανήσυχα η Αβιέντα. Η Τσιάντ, η Μπάιν και η Τζόλιεν κοιτάχτηκαν ανήσυχα.

«Όλα είναι εντάξει», είπε η Ηλαίην.

«Καλύτερα από εντάξει», πρόσθεσε η Εγκουέν. «Τώρα θυμώνει και είναι καλύτερα από εντάξει».

Ξαφνικά, η λάμψη του σαϊντάρ τύλιξε τη Νυνάβε —η Εγκουέν έγειρε μπροστά, προσπαθώντας να δει, το ίδιο και η Ηλαίην― και η Νταϊλίν τινάχτηκε με μια κραυγή και με μάτια ορθάνοιχτα. Την επόμενη στιγμή, η Νυνάβε την ακουμπούσε πίσω και η λάμψη έσβηνε. Τα μάτια της Νταϊλίν έκλεισαν και έμεινε ξαπλωμένη, με το στήθος της ακόμα να ανεβοκατεβαίνει από το λαχάνιασμα.

Το είδα, σκέφτηκε η Εγκουέν. Νομίζω... νομίζω πως το είδα. Δεν ήταν σίγουρη αν είχε κατορθώσει να διακρίνει όλο το πλήθος των ροών, πόσο μάλλον τον τρόπο που τις είχε υφάνει μαζί η Νυνάβε. Αυτό που είχε κάνει η Νυνάβε εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα ήταν σαν να είχε πλέξει τέσσερα χαλιά μονομιάς, με τα μάτια κλεισμένα.

Η Νυνάβε χρησιμοποίησε τους ματωμένους επιδέσμους για να σκουπίσει το στομάχι της Νταϊλίν, απομακρύνοντας το κατακόκκινο, φρέσκο αίμα και τις μαύρες κρούστες του παλιού, που είχε ξεραθεί. Δεν υπήρχε πληγή, δεν υπήρχε ουλή, μόνο υγιές δέρμα, αρκετά πιο χλωμό από το πρόσωπο της Νταϊλίν.

Με μια γκριμάτσα, η Νυνάβε πήρε τα ματωμένα πανιά, σηκώθηκε και τα πέταξε στο ποτάμι. «Να την πλύνετε και να την ντύσετε», είπε. «Κρυώνει. Και ετοιμαστείτε να την ταΐσετε. Θα πεινάει». Γονάτισε πλάι στο ποτάμι για να πλύνει τα χέρια της.

Загрузка...