15 Ο Φαιός Άνθρωπος

Έξω από το μελετητήριο της Έδρας της Άμερλιν, η Εγκουέν και η Νυνάβε είδαν ότι οι διάδρομοι ήταν άδειοι, με εξαίρεση κάποιες περαστικές υπηρέτριες, που έσπευδαν στα καθήκοντά τους φορώντας μαλακά σανδάλια. Η Εγκουέν ένιωσε ευγνωμοσύνη για την παρουσία τους. Οι πλατιοί προθάλαμοι ξαφνικά της φαίνονταν όμοιοι με σπηλιές, παρά τα υφαντά και τα ανάγλυφα. Επικίνδυνες σπηλιές.

Η Νυνάβε προχωρούσε με μεγάλες, αποφασισμένες δρασκελιές, τραβώντας πάλι νευρικά την πλεξούδα της και η Εγκουέν έτρεξε να την προφτάσει. Δεν ήθελε να βρεθεί μονάχη.

«Αν το Μαύρο Άτζα είναι ακόμη εδώ, Νυνάβε, κι αν έχουν την παραμικρή υποψία γι’ αυτό που κάνουμε... ελπίζω να μην το εννοούσες αυτό που είπες, να κάνουμε σαν να μας δέσμευαν ήδη οι Τρεις Όρκοι. Δεν πρόκειται να αφήσω να με σκοτώσουν, αν μπορώ να το εμποδίσω διαβιβάζοντας».

«Αν είναι ακόμα κάποιες απ’ αυτές εδώ πέρα, Εγκουέν, μόλις μας δουν, θα καταλάβουν τι πάμε να κάνουμε». Παρά τα όσα έλεγε, η Νυνάβε έμοιαζε να σκέφτεται άλλα πράγματα. «Ή τουλάχιστον θα μας θεωρήσουν απειλή, σχεδόν το ίδιο πράγμα, δηλαδή, όσον αφορά την αντίδρασή τους».

«Πώς θα μας θεωρήσουν απειλή; Κανένας δεν απειλείται από κάποιον τον οποίο μπορεί να διατάξει να κάνει ό,τι θέλει. Κανένας δεν απειλείται από κάποιον που πρέπει να πλένει κατσαρόλες και να γυρνά τις σούβλες τρεις φορές τη μέρα. Να γιατί μας έβαλε η Άμερλιν στα μαγειρεία. Αυτός είναι ένας από του λόγους, εν πάση περιπτώσει».

«Μπορεί η Άμερλιν να μην το σκέφτηκε σε βάθος», είπε η Νυνάβε αφηρημένα. «Ή μπορεί να το καλοσκέφτηκε και να έχει διαφορετικό σκοπό για εμάς απ’ αυτόν που ισχυρίστηκε. Σκέψου, Εγκουέν. Η Λίαντριν δεν θα προσπαθούσε να μας βγάλει από τη μέση, αν δεν πίστευε ότι αποτελούσαμε κίνδυνο γι’ αυτή. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς, ή γιατί, αλλά δεν βλέπω πώς μπορεί να άλλαξε αυτό. Αν υπάρχουν ακόμα μέλη του Μαύρου Άτζα εδώ, τότε σίγουρα θα μας βλέπουν με τον ίδιο τρόπο, είτε υποψιάζονται τι κάνουμε είτε όχι».

Η Εγκουέν ξεροκατάπιε. «Δεν το είχα σκεφτεί αυτό. Φως μου, μακάρι να ήμουν αόρατη. Νυνάβε, αν μας κυνηγούν ακόμα, καλύτερα να ρισκάρω το σιγάνεμα παρά να αφήσω Σκοτεινόφιλους να με σκοτώσουν, ή να μου κάνουν κάτι χειρότερο. Και δεν πιστεύω ότι θα τους αφήσεις να σε πάρουν, ό,τι κι αν είπες στην Άμερλιν».

«Το εννοούσα». Για μια στιγμή, η Νυνάβε φάνηκε να αναδύεται από τις σκέψεις της. Το βήμα της βράδυνε. Μια μαθητευόμενη με ξανθά, ξεθωριασμένα μαλλιά, που κουβαλούσε ένα δίσκο, πέρασε φουριόζα από δίπλα τους. «Εννοούσα κάθε λέξη, Εγκουέν», συνέχισε η Νυνάβε όταν η μαθητευόμενη απομακρύνθηκε. «Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να αμυνθούμε. Αν δεν υπήρχαν, οι Άες Σεντάι θα σκοτώνονταν κάθε φορά που θα έβγαιναν από τον Πύργο. Απλώς πρέπει να βρούμε αυτούς τους τρόπους και να τους χρησιμοποιήσουμε».

«Ξέρω ήδη αρκετούς, το ίδιο κι εσύ».

«Είναι επικίνδυνοι». Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να πει ότι ήταν επικίνδυνοι μόνο για όσους τους επιτίθονταν, αλλά η Νυνάβε συνέχισε να μιλά χωρίς να σταματήσει. «Μπορεί να σου αρέσουν υπερβολικά πολύ. Όταν έστρεψα το θυμό μου εναντίον εκείνων των Λευκομανδίτων το πρωί... Ένιωσα πολύ ωραία. Είναι πολύ επικίνδυνο». Ανατρίχιασε και τάχυνε πάλι το βήμα. Η Εγκουέν αναγκάστηκε να τρέξει για να την προφτάσει.

«Κάνεις σαν τη Σέριαμ. Ποτέ άλλοτε δεν έκανες έτσι. Έχεις ξεπεράσει κάθε όριο που σου έβαλαν. Γιατί να αποδεχτείς τώρα όρια, ενώ ίσως χρειαστεί να τα αγνοήσουμε για να επιζήσουμε;»

«Τι θα μας ωφελήσει, αν η κατάληξη θα είναι να μας αποπέμψουν από τον Πύργο; Σιγανεμένες ή όχι, σε τι θα μας ωφελήσει τότε;» Η φωνή της Νυνάβε χαμήλωσε, σαν να μονολογούσε. «Μπορώ να το κάνω. Πρέπει να το κάνω, αν θέλω να μείνω εδώ και να μάθω ― και πρέπει να μάθω, για να...» Ξαφνικά, φάνηκε να συνειδητοποιεί ότι μιλούσε μεγαλόφωνα. Έριξε μια σκληρή ματιά στην Εγκουέν και η φωνή της έγινε πιο σταθερή. «Ασε με να σκεφτώ. Σε παρακαλώ, κάνε ησυχία και άσε με να σκεφτώ».

Η Εγκουέν κράτησε το στόμα της κλειστό, αλλά μέσα της αναδεύονταν οι ερωτήσεις που ζητούσαν διέξοδο. Τι ιδιαίτερο λόγο είχε η Νυνάβε για να θέλει να μάθει αυτά που είχε να της διδάξει ο Λευκός Πύργος; Τι ήθελε να κάνει; Γιατί η Νυνάβε της το κρατούσε μυστικό; Μυστικά. Μάθαμε να κρατάμε πολλά μυστικά από τότε που ήρθαμε στον Πύργο. Και η Άμερλιν, επίσης, μας κρατά μυστικά. Φως μου, τι θα κάνει για τον Ματ;

Η Νυνάβε τη συνόδευσε ως τα καταλύματα των μαθητευομένων, χωρίς να στρίψει στα καταλύματα των Αποδεχθεισών. Οι εξώστες ήταν ακόμη άδειοι και δεν συνάντησαν κανέναν καθώς ανηφόριζαν τις ελικοειδείς ράμπες.

Όταν έφτασαν στο δωμάτιο της Ηλαίην, η Νυνάβε σταμάτησε, χτύπησε μια φορά τη λευκή πόρτα και αμέσως την άνοιξε και έχωσε μέσα το κεφάλι. Έπειτα την άφησε να κλείσει και πήγε προς την επόμενη, που ήταν το δωμάτιο της Εγκουέν. «Ακόμα δεν ήρθε», είπε. «Πρέπει να μιλήσω και στις δύο σας».

Η Εγκουέν την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε, σταματώντας την απότομα. «Τι...;» Κάτι τράβηξε τα μαλλιά της και έξυσε το αυτί της. Μια μαύρη θολούρα πέρασε σαν αστραπή μπροστά από το πρόσωπό της και χτύπησε με ένα μεταλλικό κρότο τον τοίχο. Την επόμενη στιγμή, η Νυνάβε την τραβούσε να πέσει στο πάτωμα του εξώστη, πίσω από το κιγκλίδωμα.

Η Εγκουέν, ξαπλωμένη κάτω και με τα μάτια γουρλωμένα, κοίταξε αυτό που βρισκόταν στα πλακάκια μπροστά στην πόρτα της, εκεί που είχε πέσει. Ένα κοντό βέλος βαλλίστρας. Μερικές σκούρες τρίχες από τα μαλλιά της είχαν μπερδευτεί στα τέσσερα βαριά αγκάθια του, τα οποία προορίζονταν για να τρυπούν αρματωσιά. Σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της και άγγιξε το αυτί της, άγγιξε μια μικρή αμυχή, υγρή από μια στάλα αίμα. Αν δεν είχα σταματήσει εκείνη τη στιγμή.., Αν δεν... Το βέλος θα είχε διαπεράσει το κεφάλι της και, μάλλον, θα είχε σκοτώσει και τη Νυνάβε. «Μα το αίμα και τις στάχτες!» είπε με κομμένη την ανάσα, «Μα το αίμα!»

«Μη βρίζεις», την επιτίμησε η Νυνάβε, αλλά δεν το έλεγε με την καρδιά της. Ήταν ξαπλωμένη και κοίταζε ανάμεσα από τα πέτρινα κάγκελα στην απέναντι σειρά των εξωστών. Η Εγκουέν είδε ότι την περιέβαλλε μια λάμψη. Είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ.

Η Εγκουέν προσπάθησε βιαστικά να ανοιχτεί και η ίδια στη Μία Δύναμη, αλλά στην αρχή νικήθηκε από τη βιάση της. Βιάση, καθώς και εικόνες, που επέμεναν να εισχωρούν στο κενό, εικόνες του κεφαλιού της να σπάει σε κομμάτια, σαν σάπιο πεπόνι, από ένα βαρύ βέλος, το οποίο συνέχιζε και καρφωνόταν στο κεφάλι της Νυνάβε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναπροσπάθησε, μέχρι που, τελικά, το ρόδο αιωρήθηκε στο κενό, άνοιξε στην Αληθινή Πηγή και η Δύναμη την πλημμύρισε.

Γύρισε μπρούμυτα και κοίταξε μέσα από τα κάγκελα, πλάι στη Νυνάβε. «Βλέπεις τίποτα; Τον βλέπεις; Θα στείλω κεραυνό να τον περάσει από τη μια άκρη ως την άλλη!» Τον ένιωθε να δυναμώνει, να την πιέζει να τον εξαπολύσει. «Είναι άντρας, σωστά;» Δεν μπορούσε να φανταστεί άντρα να μπαίνει στα καταλύματα των μαθητευομένων, αλλά της ήταν αδύνατο να φανταστεί γυναίκα να φέρνει βαλλίστρα στον Πύργο.

«Δεν ξέρω». Η φωνή της Νυνάβε ήταν γεμάτη σιωπηλό θυμό· ο θυμός της ήταν πάντα στο χειρότερο σημείο όταν η Νυνάβε έμενε σιωπηλή. «Μου φάνηκε ότι είδα... Ναι! Εκεί!» Η Εγκουέν ένιωσε τη Δύναμη να πάλλεται εντός της Νυνάβε κι έπειτα η άλλη γυναίκα σηκώθηκε ήρεμα όρθια και τίναξε το φόρεμά της, σαν να μην είχε πια καμία έγνοια.

Η Εγκουέν τη χάζευε. «Τι; Τι έκανες; Νυνάβε;»

«“Από τις Πέντε Δυνάμεις”», είπε η Νυνάβε με δασκαλίστικο ύφος, κάπως κοροϊδευτικά, «“ο Αέρας, που μερικές φορές λέγεται Άνεμος, θεωρείται από πολλούς ότι είναι η λιγότερο χρήσιμη. Αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια”». Άφησε ένα σφιγμένο γέλιο τελειώνοντας. «Σου είπα ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι για να αμυνθούμε. Χρησιμοποίησα τον Αέρα, για να τον κρατήσω με τον αέρα. Αν είναι άντρας· δεν μπορούσα να τον δω καθαρά. Ένα κόλπο που μου είχε δείξει κάποτε η Άμερλιν, αν και πιστεύω πως δεν περίμενε ότι θα έβλεπα πώς γίνεται. Θα μείνεις ξαπλωμένη όλη μέρα εκεί;»

Η Εγκουέν σηκώθηκε βιαστικά και έτρεξε πίσω της, κάνοντας το γύρο του εξώστη. Σε λίγο, μετά τη στροφή, μπροστά τους εμφανίστηκε ένας άντρας, ο οποίος φορούσε απλό, καφέ, φαρδύ παντελόνι και σακάκι. Στεκόταν στραμμένος προς την αντίθετη κατεύθυνση και ισορροπούσε στη μύτη του ενός ποδιού, ενώ το άλλο αιωρούνταν στον αέρα, σαν να είχε παγιδευτεί τη στιγμή που έτρεχε. Ο άντρας θα ένιωθε σαν να ήταν θαμμένος σε πηχτή μαρμελάδα, αλλά δεν ήταν παρά ο αέρας που είχε σκληρύνει τριγύρω του. Και η Εγκουέν θυμόταν το κόλπο της Άμερλιν, αλλά δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να το επαναλάβει. Η Νυνάβε απλώς έπρεπε να δει κάτι μια φορά και μετά ήξερε πώς να το κάνει μόνη της. Όταν, φυσικά, κατόρθωνε να διαβιβάσει.

Πλησίασαν και η ένωση της Εγκουέν με τη Δύναμη κόπηκε απότομα. Από το στήθος του άντρα ξεπρόβαλλε η λαβή ενός εγχειριδίου. Το πρόσωπό του είχε σακουλιάσει και ο θάνατος είχε ήδη θολώσει τα μισόκλειστα μάτια του. Σωριάστηκε στο δάπεδο του εξώστη, μόλις η Νυνάβε άνοιξε την παγίδα που τον κρατούσε.

Ήταν ένας άντρας δίχως τίποτα ιδιαίτερο στην όψη του, μέτριος στο ύψος και στην κοψιά, με χαρακτηριστικά τόσο συνηθισμένα που η Εγκουέν δεν θα του έδινε σημασία, αν στον έβλεπε σε μια παρέα τριών αντρών. Τον περιεργάστηκε για μια στιγμή, όμως, πριν συνειδητοποιήσει ότι κάτι έλειπε. Η βαλλίστρα.

Τινάχτηκε και κοίταξε γύρω ταραγμένη. «Πρέπει να είχε κι άλλον ένα, Νυνάβε. Κάποιος πήρε τη βαλλίστρα. Και κάποιος τον μαχαίρωσε. Μπορεί να είναι εκεί πέρα και να ετοιμάζεται να μας επιτεθεί ξανά».

«Προσπάθησε να ηρεμήσεις», της είπε η Νυνάβε, αλλά κοίταξε δεξιά κι αριστερά στον εξώστη, τραβώντας την πλεξούδα της. «Ηρέμησε και θα βρούμε τι θα...» Την έκοψε ο ήχος βημάτων στον εξώστη, που οδηγούσαν στον όροφο τους.

Η καρδιά της Εγκουέν βροντοχτυπούσε κι έμοιαζε να έχει ανεβεί ως το λαιμό της. Με το βλέμμα καρφωμένο στη ράμπα, πάσχισε απελπισμένα να ξαναγγίξει το σαϊντάρ, αλλά χρειαζόταν ηρεμία για να το πετύχει αυτό και το καρδιοχτύπι της την εμπόδιζε.

Η Σέριαμ Σεντάι σταμάτησε στην αρχή της ράμπας και κοίταξε συνοφρυωμένη το θέαμα. «Τι στο όνομα του Φωτός συνέβη εδώ;» Όρμησε μπροστά και αυτή τη φορά η γαλήνη την είχε εγκαταλείψει.

«Τον βρήκαμε», είπε η Νυνάβε, καθώς η Κυρά των Μαθητευομένων γονάτιζε πλάι στο πτώμα.

Η Σέριαμ ακούμπησε το χέρι της στο στήθος του άντρα και μετά το τράβηξε πίσω γοργά, αφήνοντας ένα σφυριχτό ήχο. Η έκφρασή της έδειξε ότι προσπαθούσε να πάρει θάρρος και τον ξανάγγιξε, αλλά αυτή τη φορά κράτησε περισσότερο το Άγγιγμα. «Είναι νεκρός», μουρμούρισε. «Όσο νεκρός μπορεί να είναι κανείς κι ακόμα περισσότερο». Όταν σηκώθηκε, τράβηξε ένα μαντήλι από το μανίκι της και σκούπισε τα δάχτυλά της. «Τον βρήκατε; Εδώ; Έτσι;»

Η Εγκουέν ένευσε, βέβαιη πως, αν μιλούσε, η Σέριαμ θα άκουγε το ψέμα στη φωνή της.

«Τον βρήκαμε», είπε με έναν τόνο σιγουριάς η Νυνάβε.

Η Σέριαμ κούνησε το κεφάλι. «Ένας άντρας —και μάλιστα νεκρός!― στα καταλύματα των μαθητευομένων θα ήταν από μόνο του σκάνδαλο, αλλά αυτό...!»

«Τι τον κάνει διαφορετικό;» ρώτησε η Νυνάβε. «Και πώς μπορεί να είναι περισσότερο από νεκρός;»

Η Σέριαμ πήρε μια βαθιά ανάσα και έριξε ένα ερευνητικό βλέμμα στην καθεμιά τους. «Είναι ένας από τους Άψυχους. Ένας Φαιός Άνθρωπος». Αφηρημένα, σκούπισε πάλι τα δάχτυλα της, ενώ το βλέμμα της στρεφόταν πάλι στο πτώμα. Ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία.

«Τους Άψυχους;» είπε η Εγκουέν με ένα τρέμουλο στη φωνή της» ενώ την ίδια στιγμή η Νυνάβε έλεγε: «Φαιός Άνθρωπος;»

Η Σέριαμ τους έριξε μια διαπεραστική αλλά σύντομη ματιά. «Δεν είναι ακόμα μέρος των σπουδών σας, αλλά φαίνεται ότι σε πολλά πράγματα έχετε ξεπεράσει τους κανόνες. Και εφόσον βρήκατε...» Έδειξε το πτώμα. «Οι Άψυχοι, οι Φαιοί Άνθρωποι, δίνουν την ψυχή τους για να υπηρετήσουν τον Σκοτεινό ως ασασίνοι. Από κει και έπειτα, δεν είναι πραγματικά ζωντανοί. Δεν είναι ακριβώς νεκροί, αλλά δεν είναι και πραγματικά ζωντανοί. Όχι μόνο άντρες, αλλά και μερικές γυναίκες. Πολύ λίγες. Ακόμα και μεταξύ των Σκοτεινόφιλων, μόνο μια χούφτα γυναίκες είναι τόσο ανόητες που να κάνουν αυτή τη θυσία. Τα μάτια σας μπορεί να είναι στραμμένα πάνω τους και να μην τους προσέξετε σχεδόν καθόλου, παρά μόνο όταν θα είναι πολύ αργά. Όσο περπατούσε, ήταν σχεδόν νεκρός. Τώρα, μόνο τα μάτια μου λένε ότι αυτό που κείτεται εκεί κάποτε είχε ζήσει». Τις ατένισε άλλη μια φορά. «Από τους Πολέμους των Τρόλοκ, κανένας Φαιός Άνθρωπος δεν τόλμησε να εισέλθει στην Ταρ Βάλον».

«Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Εγκουέν. Τα φρύδια της Σέριαμ υψώθηκαν και η Εγκουέν βιάστηκε να προσθέσει: «Αν μπορώ να ρωτήσω, Σέριαμ Σεντάι».

Η Άες Σεντάι κοντοστάθηκε. «Ε, μάλλον μπορείς, αφού είχατε την κακοτυχία να τον βρείτε. Εξαρτάται από την Έδρα της Άμερλιν, αλλά με τόσα που έγιναν, πιστεύω ότι αυτό θα θελήσει να το κρατήσει όσο το δυνατόν πιο κρυφό. Δεν χρειαζόμαστε άλλες διαδόσεις. Δεν θα μιλήσετε σε κανέναν γι’ αυτό, παρά μόνο σε μένα, ή στην Άμερλιν, αν το αναφέρει πρώτη».

«Μάλιστα, Άες Σεντάι», είπε με έξαψη η Εγκουέν. Η φωνή της Νυνάβε ήταν πιο ψυχρή.

Η Σέριαμ φαινόταν να θεωρεί την υπακοή τους δεδομένη. Δεν έδειξε να τις έχει ακούσει. Η προσοχή της ήταν όλη στραμμένη στο νεκρό. Τον Φαιό Άνθρωπο. Τον Άψυχο. «Δεν θα μπορέσουμε να αποκρύψουμε το γεγονός ότι ένας άντρας σκοτώθηκε εδώ». Ξαφνικά, την έζωσε η λάμψη της Μίας Δύναμης και, εξίσου ξαφνικά, ένας μακρύς, χαμηλός θόλος κάλυψε το πτώμα στο πάτωμα, γκριζωπός και αδιαφανής, τόσο που ήταν δύσκολο να δεις ότι υπήρχε πτώμα από κάτω. «Αλλά αυτό θα εμποδίσει να τον αγγίξει κάποια που να μπορεί να καταλάβει τη φύση του. Πρέπει να μεταφερθεί αλλού, πριν επιστρέψουν οι μαθητευόμενες».

Τα λοξά, πράσινα μάτια της τις κοίταξαν σαν να είχε μόλις θυμηθεί την παρουσία τους. «Εσείς οι δύο φύγετε, τώρα. Νομίζω πως πρέπει να πάτε στο δωμάτιό σου, Νυνάβε. Με δεδομένα αυτά που ήδη αντιμετωπίζετε, αν μαθευόταν ότι έχετε ανάμιξη σ’ αυτό, ακόμα και περιφερειακή... Φύγετε».

Η Εγκουέν έκανε μια μικρή υπόκλιση και τράβηξε τη Νυνάβε από το μανίκι, αλλά εκείνη είπε: «Γιατί ήρθες εδώ, Σέριαμ Σεντάι;»

Για μια στιγμή, η Σέριαμ φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά την ίδια στιγμή έσμιξε τα φρύδια. Στήριξε τις γροθιές στη λεκάνη και ατένισε τη Νυνάβε με την αποφασιστικότητα του αξιώματός της. «Χρειάζεται ιδιαίτερο λόγο για να έρθει η Κυρά των Μαθητευομένων στα καταλύματά τους, Αποδεχθείσα; Η Άμερλιν σκέφτεται να σας χρησιμοποιήσει για παραδειγματισμό, αλλά είτε το κάνει είτε όχι, εγώ, αν μη τι άλλο, θα σας διδάξω τρόπους. Φύγετε, πριν σας σύρω στο μελετητήριό μου και όχι για τη συνάντηση που έχει ήδη ορίσει η Έδρα της Άμερλιν».

Μια ξαφνική σκέψη πέρασε από το νου της Εγκουέν. «Συγχώρεσέ με, Σέριαμ Σεντάι», είπε οργά, «αλλά πρέπει να φέρω το μανδύα μου. Κρυώνω». Έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στη γωνιά του εξώστη, πριν προφτάσει να μιλήσει η Άες Σεντάι.

Αν η Σέριαμ έβρισκε το βέλος μπροστά στην πόρτα της, οι ερωτήσεις θα έπεφταν βροχή. Δεν μπορούσαν άλλο πια να υποκρίνονται ότι απλώς είχαν βρει τον άντρα, ότι δεν είχε σχέση μαζί τους. Αλλά, όταν έφτασε στην είσοδο του δωματίου της, το βαρύ βέλος είχε εξαφανιστεί. Μόνο ένα σπασμένο κομματάκι στην πέτρα δίπλα στην πόρτα έδειχνε ότι είχε υπάρξει.

Η Εγκουέν ένιωσε το δέρμα της να μυρμηγκιάζει. Πώς μπόρεσε να το πάρει κάποιος χωρίς τον δούμε... Άλλος ένας Φαιός Άνθρωπος! Αγκάλιασε το σαϊντάρ πριν καταλάβει τι έκανε ― της το έδειξε μόνο η γλυκιά ροή της Δύναμης εντός της. Ακόμα κι έτσι, ήταν ένα από τα δυσκολότερα πράγματα που είχε κάνει ποτέ, το ότι άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο δωμάτιό της. Κανείς δεν ήταν μέσα. Όπως και να είχε, άρπαξε το λευκό μανδύα από το πρόχειρο κρεμαστάρι και βγήκε τρεχάτη έξω, ενώ δεν άφησε το σαϊντάρ παρά μόνο όταν ζύγωνε τις άλλες.

Κάτι άλλο είχε συμβεί μεταξύ των δύο γυναικών όσο έλειπε η Εγκουέν. Η Νυνάβε προσπαθούσε να δείξει ταπεινότητα, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν μια έκφραση σαν είχε χαλασμένο στομάχι. Η Σέριαμ είχε τις γροθιές στη λεκάνη και χτυπούσε το πόδι στο δάπεδο εκνευρισμένη, ενώ η ματιά που έριχνε στη Νυνάβε, σαν πράσινες μυλόπετρες που ήταν έτοιμες να αλέσουν το σιτάρι, απευθυνόταν εξίσου και στην Εγκουέν.

«Συγχώρεσέ με, Σέριαμ Σεντάι», είπε βιαστικά, κάνοντας μια μικρή υπόκλιση και ταχτοποιώντας, ταυτόχρονα, στους ώμους της το μανδύα. «Αυτό το πράγμα... που βρήκαμε τον πεθαμένο... έναν... έναν Φαιό Άντρα!... μου έφερε ρίγη. Μπορούμε τώρα να πηγαίνουμε;»

Όταν η Σέριαμ τις έδιωξε με μια κοφτή κίνηση του κεφαλιού, η Νυνάβε έκανε μια απλή υπόκλιση. Η Εγκουέν την άρπαξε από το μπράτσο και την τράβηξε να φύγουν.

«Θέλεις να μας βάλεις και σε άλλους μπελάδες;» ρώτησε όταν ήταν δυο ορόφους πιο κάτω. Έλπισε πως εκεί ήταν ασφαλείς από το αυτί της Σέριαμ. «Τι άλλο της είπες και σε αγριοκοίταζε έτσι; Έκανες κι άλλες ερωτήσεις, φαντάζομαι; Ελπίζω να έμαθες κάτι που να άξιζε το θυμό της».

«Δεν είπε τίποτα», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Εγκουέν, για να πετύχουμε κάτι πρέπει να κάνουμε ερωτήσεις. Θα πρέπει να ρισκάρουμε λιγάκι, αλλιώς δεν θα μάθουμε τίποτα».

Η Εγκουέν στέναξε. «Τέλος πάντων, να είσαι λίγο πιο διακριτική». Η Νυνάβε, απ’ ό,τι έδειχνε η έκφραση της, δεν ήταν διατεθειμένη ούτε να προχωρήσει με το μαλακό ούτε να αποφύγει τους κινδύνους. Η Εγκουέν στέναξε πάλι. «Το βέλος χάθηκε, Νυνάβε. Πρέπει να υπήρχε κι άλλος Φαιός Άνθρωπος και το πήρε».

«Να γιατί έφυγες... Φως μου!» Η Νυνάβε κατσούφιασε και τράβηξε απότομα την πλεξούδα της.

Ύστερα από λίγη ώρα, η Εγκουέν είπε: «Τι έκανε για να καλύψει το... το πτώμα;» Δεν ήθελε να το σκέφτεται ως Φαιό Άντρα, αυτό της θύμιζε ότι υπήρχε κι άλλος ένας, που κυκλοφορούσε ελεύθερος. Θα προτιμούσε να μη σκεφτόταν τίποτα.

«Αέρα», αποκρίθηκε η Νυνάβε. «Χρησιμοποίησε Αέρα. Καλό κόλπο και νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ κάτι χρήσιμο που μπορώ να κάνω έτσι».

Ο τρόπος χρήσης της Μίας Δύναμης είχε πέντε υποδιαιρέσεις, τις Πέντε Δυνάμεις: τη Γη, τον Αέρα, τη Φωτιά, το Νερό και το Πνεύμα. Ανάλογα με το Ταλέντο που διέθετε κανείς, έκανε και διαφορετικούς συνδυασμούς των Πέντε Δυνάμεων. «Δεν καταλαβαίνω μερικούς από τους τρόπους που συνδυάζονται οι Πέντε Δυνάμεις. Πάρε για παράδειγμα τη Θεραπεία. Καταλαβαίνω γιατί χρειάζεται Πνεύμα, ίσως και Αέρα, αλλά γιατί Νερό;»

Η Νυνάβε στράφηκε απότομα προς το μέρος της. «Τι μωρολογείς τώρα; Ξέχασες τι κάνουμε;» Κοίταξε ολόγυρα. Είχαν φτάσει στα καταλύματα των Αποδεχθεισών, μια σειρά από εξώστες που βρίσκονταν πιο χαμηλά από τα καταλύματα των μαθητευόμενων, οι οποίοι περιέβαλλαν κήπο και όχι αυλή. Δεν φαινόταν κανείς άλλος τριγύρω, εκτός από μια άλλη Αποδεχθείσα, η οποία έτρεχε σε έναν άλλο όροφο, αλλά η Νυνάβε χαμήλωσε τη φωνή. «Ξέχασες το Μαύρο Άτζα;»

«Προσπαθώ να το ξεχάσω», είπε ζωηρά η Εγκουέν. «Τουλάχιστον για λίγο. Προσπαθώ να ξεχάσω ότι μόλις αφήσαμε πίσω ένα νεκρό. Προσπαθώ να ξεχάσω ότι παραλίγο να με σκότωνε και ότι έχει κάποιον σύντροφο, που ίσως το ξαναπροσπαθήσει». Άγγιξε το αυτί της· η στάλα του αίματος είχε ξεραθεί, αλλά η αμυχή ακόμα πονούσε. «Είμαστε τυχερές που δεν είμαστε τώρα νεκρές και οι δύο».

Η έκφραση της Νυνάβε μαλάκωσε, αλλά όταν μίλησε, η φωνή της θύμισε τον καιρό που ήταν Σοφία του Πεδίου του Έμοντ και έλεγε πράγματα που έπρεπε να ειπωθούν για το καλό του άλλου. «Να θυμάσαι το πτώμα, Εγκουέν. Να θυμάσαι ότι προσπάθησε να σε σκοτώσει. Να μας σκοτώσει. Να θυμάσαι το Μαύρο Άτζα. Να το θυμάσαι συνεχώς. Επειδή, αν ξεχάσεις, έστω και μια φορά, την επόμενη φορά ίσως να είσαι εσύ που θα κείτεσαι νεκρή».

«Το ξέρω», είπε η Εγκουέν αναστενάζοντας. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μου αρέσει».

«Πρόσεξες τι δεν ανέφερε η Σέριαμ;»

«Όχι. Τι;»

«Δεν αναρωτήθηκε ποιος τον μαχαίρωσε. Πάμε τώρα. Το δωμάτιο μου είναι λίγο πιο κάτω και μπορείς να ξεκουράσεις τα πόδια σου όσο θα μιλάμε».

Загрузка...