25 Ερωτήσεις

Η Εγκουέν ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της Νυνάβε, στηρίζοντας το σαγόνι στα χέρια και παρακολουθώντας τη Νυνάβε να βηματίζει μπρος-πίσω. Η Ηλαίην ήταν ξαπλωμένη μπροστά στο τζάκι, που ήταν ακόμα γεμάτο στάχτες από το προηγούμενο βράδυ. Για άλλη μια φορά, η Ηλαίην μελετούσε τη λίστα με τα ονόματα που είχε καταγράψει η Βέριν, διαβάζοντας υπομονετικά από την αρχή κάθε λέξη. Οι άλλες σελίδες, ο κατάλογος των τερ’ανγκριάλ, ήταν στο τραπέζι· αφού το είχαν διαβάσει εμβρόντητες μια φορά, δεν το είχαν ξανασυζητήσει άλλο, αν και είχαν μιλήσει για όλα τα υπόλοιπα. Διαφωνώντας, μάλιστα.

Η Εγκουέν έπνιξε το χασμουρητό της. Ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει, αλλά καμία δεν είχε χορτάσει ύπνο. Είχαν σηκωθεί νωρίς. Για τα μαγειρεία και το πρωινό, καθώς και για άλλα πράγματα, που δεν ήθελε ούτε να τα σκεφτεί. Ο λιγοστός ύπνος που είχε κάνει ήταν γεμάτος άσχημα όνειρα. Ίσως η Ανάγια να μπορούσε να με βοηθήσει να τα καταλάβω, όσα απ αυτά πρέπει να καταλάβω, αλλά... Αλλά αν είναι Μαύρο Άτζα; Έχοντας κοιτάξει προσεκτικά όλες τις γυναίκες στο θάλαμο την περασμένη νύχτα, διερωτώμενη ποια απ’ αυτές να ήταν του Μαύρου Άτζα, τώρα δυσκολευόταν να νιώσει εμπιστοσύνη για οποιαδήποτε άλλη εκτός από τις δύο συντρόφισσές της. Ευχόταν, όμως, να είχε τρόπο να ερμηνεύσει τα όνειρά της. Της ήταν εύκολο να καταλάβει τους εφιάλτες γι’ αυτά που είχαν συμβεί μέσα στο τερ’ανγκριάλ την περασμένη νύχτα, παρ’ όλο που την είχαν κάνει να ξυπνά σχεδόν κλαίγοντας. Είχε ονειρευτεί, επίσης, και τις Σωντσάν, γυναίκες που είχαν κεραυνούς κεντημένους στα φορέματά τους, οι οποίες περνούσαν περιλαίμια σε μια μακριά σειρά από γυναίκες που φορούσαν το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού και τις ανάγκαζαν να ρίξουν αστραπές στο Λευκό Πύργο. Αυτό την είχε κάνει να ξυπνήσει λουσμένη σε κρύο ιδρώτα, αλλά πρέπει να ήταν κι αυτό εφιάλτης. Όπως, επίσης, και το όνειρο με τους Λευκομανδίτες να δένουν τα χέρια του πατέρα της. Εφιάλτης που τον είχε προκαλέσει η νοσταλγία για το σπίτι, της φαινόταν. Τα άλλα, όμως...

Ξανακοίταξε τις άλλες δύο γυναίκες. Η Ηλαίην ακόμα διάβαζε. Η Νυνάβε ακόμα βημάτιζε με αταλάντευτο βήμα.

Είχε δει ένα όνειρο με τον Ραντ, που άπλωνε το χέρι σε ένα σπαθί φτιαγμένο από κρύσταλλο χωρίς να βλέπει το λεπτό δίχτυ που έπεφτε πάνω του. Και ένα με τον Ραντ να γονατίζει σε ένα θάλαμο, όπου ένας καυτός άνεμος φυσούσε τη σκόνη στο δάπεδο, ενώ πλάσματα σαν εκείνο στο λάβαρο του Δράκοντα, αλλά μικρότερα, πετούσαν σε εκείνο τον άνεμο και προσγειώνονταν στο δέρμα του. Ένα όνειρο με τον Ραντ να περπατά σε μια μεγάλη τρύπα σε ένα μαύρο βουνό, μια τρύπα γεμάτη από μια κοκκινωπή λάμψη, σαν να υπήρχαν πελώριες φωτιές πιο κάτω, καθώς κι ένα όνειρο με τον Ραντ να αντιμετωπίζει Σωντσάν.

Δεν ήξερε για το τελευταίο, αλλά για τα υπόλοιπα ήταν σίγουρη πως κάτι σήμαιναν. Παλιά, τότε που ήταν βέβαιη ότι μπορούσε να εμπιστεύεται την Ανάγια, πριν αφήσει τον Πύργο, πριν μάθει για την ύπαρξη του Μαύρου Άτζα, τότε, ρωτώντας επιφυλακτικά την Άες Σεντάι —τόσο, μα τόσο προσεκτικά, έτσι ώστε η Ανάγια να πιστέψει ότι ήταν απλώς η περιέργεια που έδειχνε και για άλλα πράγματα― είχε μάθει ότι τα όνειρα μιας Ονειρεύτριας για τους τα’βίρεν ήταν σχεδόν πάντα σημαντικά και όσο πιο ισχυρός τα’βίρεν ήταν κάποιος, τόσο το «σχεδόν πάντα» γινόταν «σίγουρα».

Ο Ματ και ο Πέριν ήταν, επίσης, τα’βίρεν και τους είχε ονειρευτεί κι αυτούς. Παράξενα όνειρα, πιο δυσερμήνευτα από τα άλλα, με τον Ραντ. Ο Πέριν με ένα γεράκι στον ώμο και ο Πέριν με έναν αστούριο. Μόνο που η γερακίνα —η Εγκουέν, για κάποιο λόγο, ήταν πεπεισμένη ότι και το γεράκι και ο αστούριος ήταν θηλυκά― είχε ένα λουρί στα γαμψώνυχά της και προσπαθούσε να το περάσει γύρω από το λαιμό του Πέριν. Αυτό την έκανε να ανατριχιάζει, ακόμα και τώρα· δεν της άρεσαν τα όνειρα με λουριά. Και το όνειρο με τον Πέριν —με γενειάδα!― να οδηγεί ένα πελώριο κοπάδι λύκων, που έφτανε ως εκεί που μπορούσες να δεις. Τα όνειρα με τον Ματ ήταν ακόμα πιο απαίσια. Ο Ματ έβαζε το ίδιο του το αριστερό μάτι σε μια ζυγαριά. Ο Ματ ήταν κρεμασμένος από το λαιμό στο κλαρί ενός δέντρου. Υπήρχε και ένα όνειρο με τον Ματ και τους Σωντσάν, αλλά αυτό δεν είχε δυσκολευτεί να το απορρίψει ως εφιάλτη. Δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο. Ακριβώς όπως κι εκείνο με τον Ματ να μιλά την Παλιά Γλώσσα. Πρέπει να προερχόταν από αυτά που είχε ακούσει η Εγκουέν όταν τον Θεράπευαν.

Αναστέναξε και ο αναστεναγμός μετατράπηκε σε ένα, ακόμα, χασμουρητό. Μαζί με τις άλλες δύο είχαν πάει στο δωμάτιό του, μετά το πρωινό, για να δουν τι έκανε, αλλά αυτός έλειπε.

Μάλλον ανάρρωσε αρκετά, ώστε να μπορεί να πάει ακόμα και για χορό. Φως μου, να δεις που θα ονειρευτώ ότι χορεύει με τις Σωντσάν! Όχι άλλα όνειρα, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Όχι τώρα. Θα τα ξανασκεφτώ όταν δεν θα νιώθω τόση κούραση. Σκέφτηκε τα μαγειρεία, το μεσημεριανό φαγητό, που δεν θα αργούσε και ύστερα το δείπνο και πάλι το πρωινό την επόμενη μέρα και τα κατσαρολικά και το πλύσιμο και τη λάντζα που θα διαρκούσε για πάντα. Αν, ποτέ, τύχει να μην είμαι κουρασμένη. Άλλαξε θέση στο κρεβάτι και ξανακοίταξε τις φίλες της. Το βλέμμα της Ηλαίην ήταν ακόμα στον κατάλογο των ονομάτων. Τα βήματα της Νυνάβε ήταν πιο αργά. Όπου να ’ναι, η Νυνάβε θα το ξαναπεί. Όπου να ’ναι.

Η Νυνάβε κοντοστάθηκε, κοιτάζοντας την Ηλαίην. «Παράτα τα αυτά. Είκοσι φορές τα κοιτάξαμε και δεν βγάλαμε άκρη ούτε με μια λέξη. Η Βέριν μας έδωσε άχρηστα χαρτιά. Το ερώτημα είναι, ήταν το μόνο που είχε, ή μήπως εσκεμμένα μας έδωσε σκουπίδια;»

Όπως το περίμενα. Ίσως το ξαναπεί σε κάνα μισάωρο. Η Εγκουέν κοίταξε συνοφρυωμένη τα χέρια της, νιώθοντας χαρά που δεν μπορούσε να τα δει καθαρά. Το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό φαινόταν να μην ταιριάζει σε χέρια που ήταν γεμάτα ζάρες, έχοντας περάσει όλη τη μέρα μέσα σε καυτό νερό με σαπούνι.

«Βοηθάει αν ξέρουμε τα ονόματά τους», είπε η Ηλαίην, που ακόμα διάβαζε. «Βοηθάει αν ξέρουμε το παρουσιαστικό τους».

«Ξέρεις καλά τι εννοώ», της αντέτεινε η Νυνάβε.

Η Εγκουέν αναστέναξε, σταύρωσε τα χέρια μπροστά της και στήριξε έτσι το κεφάλι της. Βγαίνοντας το ίδιο πρωί από το μελετητήριο της Σέριαμ, με την ήλιο να μην έχει εμφανιστεί καν στον ορίζοντα, η Νυνάβε την περίμενε με ένα κερί στον κρύο, σκοτεινό διάδρομο. Δεν έβλεπε καθαρά, αλλά της φαινόταν πως η Νυνάβε σε λίγο θα άρχιζε να μασάει πέτρες. Και ότι ήξερε πως αυτό δεν θα τη βοηθούσε σε τίποτα. Γι’ αυτό ήταν τόσο εκνευρισμένη. Είναι εύθικτη, σαν τους άντρες, όσον αφορά την αξιοπρέπειά της. Αλλά δεν πρέπει να ξεσπά στην Ηλαίην και σε εμένα. Φως μου, αν το αντέχει η Ηλαίην, πρέπει να το αντέξει κι αυτή. Δεν είναι πια Σοφία.

Η Ηλαίην δεν φαινόταν να προσέχει αν η Νυνάβε ήταν εκνευρισμένη ή όχι. Κοίταξε σκεφτικά στο βάθος, σμίγοντας τα φρύδια. «Η Λίαντριν ήταν η μόνη Κόκκινη. Όλα τα άλλα Άτζα έχασαν από δύο».

«Α, μα πάψε πια, παιδί μου», είπε η Νυνάβε.

Η Ηλαίην ανεβοκατέβασε το αριστερό της χέρι για να επιδείξει το δαχτυλίδι με το Μεγάλο Ερπετό, έριξε μια εύγλωττη ματιά στη Νυνάβε και συνέχισε απτόητη, «Όλες είναι γεννημένες σε διαφορετικές πόλεις και δεν υπάρχουν πάνω από δύο που να είναι γεννημένες στην ίδια χώρα. Η Αμίκο Ναγκογίν ήταν η μικρότερη, μόνο τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από την Εγκουέν κι εμένα. Η Τζόγια Μπύιρ θα μπορούσε να είναι γιαγιά μας».

Της Εγκουέν δεν της άρεσε που μια του Μαύρου Άτζα είχε το όνομα της κόρης της. Χαζό κορίτσι! Μερικοί άνθρωποι τυχαίνει να έχουν το ίδιο όνομα κι εσύ ποτέ δεν είχες κόρη. Δεν ήταν αληθινό!

«Και τι μας λέει αυτό;» Η φωνή της Νυνάβε παραήταν ήρεμη· ήταν έτοιμη να εκραγεί, σαν άμαξα γεμάτη βεγγαλικά. «Τι μυστικά βρήκες που μου ξέφυγαν; Εγώ, βλέπεις, γερνάω και χάνω τα ματάκια μου!»

«Μας λέει ότι όλα είναι υπερβολικά τακτικά», είπε ήσυχα η Ηλαίην. «Τι πιθανότητες υπάρχουν ότι δεκατρείς γυναίκες, που επελέγησαν αποκλειστικά για το γεγονός ότι ήταν Σκοτεινόφιλες, θα ήταν τόσο τακτικά τακτοποιημένες κατά ηλικία, κατά έθνη, κατά Άτζα; Δεν θα έπρεπε, ίσως, να υπάρχουν τρεις Κόκκινες, ή τέσσερις γεννημένες στην Καιρχίν, ή δύο που να έχουν κοινή ηλικία, αν ήταν όλα τυχαία; Είχαν αρκετές γυναίκες από τις οποίες να διαλέξουν, αλλιώς δεν θα μπορούσαν να έχουν διαλέξει ένα τόσο τυχαίο σχήμα. Υπάρχει ακόμα Μαύρο Άτζα στον Πύργο, ή κάπου αλλού, που δεν ξέρουμε. Αυτό πρέπει να σημαίνει».

Η Νυνάβε τράβηξε με δύναμη την πλεξούδα της. «Φως μου! Μου φαίνεται ότι έχεις δίκιο. Βρήκες, πράγματι, μυστικά που δεν μπόρεσα να βρω εγώ. Φως μου. Έλπιζα να είχαν φύγει όλες μαζί με τη Λίαντριν».

«Δεν ξέρουμε καν αν είναι η αρχηγός τους», είπε η Ηλαίην. «Μπορεί απλώς να την είχαν διατάξει να... να μας ξεφορτωθεί». Το στόμα της στράβωσε. «Φοβάμαι πως μόνο ένα λόγο μπορώ να σκεφτώ που έκαναν τόσο κόπο για να τις μοιράσουν όλες, για να αποφύγουν οποιοδήποτε μοτίβο, πέραν της έλλειψης μοτίβου. Πιστεύω ότι αυτό σημαίνει πως υπάρχει κάποιου είδους μοτίβο στο Μαύρο Άτζα».

«Αν υπάρχει ένα μοτίβο», είπε αποφασισμένα η Νυνάβε, «θα το βρούμε. Ηλαίην, αν έμαθες να σκέφτεσαι έτσι επειδή παρακολουθούσες τη μητέρα σου να κουμαντάρει την αυλή της, τότε χαίρομαι που την παρακολουθούσες με προσοχή». Η Ηλαίην απάντησε με ένα χαμόγελο, που σχημάτισε ένα λακκάκι στο μάγουλό της.

Η Εγκουέν κοίταξε με προσοχή τη Νυνάβε. Φαινόταν έτοιμη να αφήσει τα νεύρα της κατά μέρος. Σήκωσε το κεφάλι. «Εκτός αν θέλουν να πιστέψουμε ότι υπάρχει ένα μοτίβο, ούτως ώστε να σπαταλήσουμε το χρόνο μας ψάχνοντας γι’ αυτό, εκεί που δεν υπάρχει. Δεν λέω ότι δεν υπάρχει· απλώς θέλω να πω ότι, ακόμα, δεν ξέρουμε. Ας το ερευνήσουμε, αλλά νομίζω ότι πρέπει να κοιτάξουμε και άλλα πράγματα, εσείς τι λέτε;»

«Αποφάσισες, επιτέλους, να σηκωθείς», είπε η Νυνάβε. «Νόμιζα ότι σε είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά». Αλλά ακόμα χαμογελούσε.

«Έχει δίκιο», είπε με αηδία η Ηλαίην. «Έφτιαξα μια γέφυρα από άχυρα. Χειρότερα από άχυρα. Ευχές. Μπορεί κι εσύ να έχεις δίκιο, Νυνάβε. Τι μας χρειάζονται αυτά τα... τα σκουπίδια;» Άρπαξε ένα χαρτί από το μάτσο μπροστά της. «Η Ριάνα έχει μαύρα μαλλιά, με μια λευκή πινελιά πάνω από το αριστερό αυτί της. Αν θα βρεθώ αρκετά κοντά για να το δω, τότε θα είμαι υπερβολικά κοντά της, περισσότερο απ’ όσο θα θέλω». Άρπαξε ένα άλλο φύλλο. «Η Τσέσμαλ Έμρυ είναι μια από τις πιο ταλαντούχες Θεραπεύτριες που έχει δει κανείς εδώ και χρόνια. Φως μου, φαντάζεστε να σε Θεραπεύει μια του Μαύρου Άτζα;» Τρίτο φύλλο. «Η Μάριλιν Γκεμάλφιν αγαπάει τις γάτες και παρατά τα πάντα για να βοηθήσει πληγωμένα ζώα. Γάτες! Πα!» Έπιασε τα χαρτιά μαζί, τσαλακώνοντας τα στη γροθιά της. «Είναι άχρηστα σκουπίδια».

Η Νυνάβε γονάτισε πλάι της και της ξεκόλλησε απαλά τις σελίδες από τα χέρια της. «Μπορεί ναι, αλλά μπορεί και όχι». Ίσιωσε προσεκτικά τις σελίδες στο στήθος της. «Εδώ βρήκες κάτι που μπορούμε να το ψάξουμε. Ίσως βρούμε κι άλλα, αν δείξουμε επιμονή. Υπάρχει, επίσης, και η άλλη λίστα». Μαζί με την Ηλαίην κοίταξαν την Εγκουέν — δυο ζευγάρια καστανά και γαλανά μάτια που φανέρωναν την ίδια ανησυχία κάτω από σμιγμένα φρύδια.

Η Εγκουέν απέφυγε να κοιτάξει το τραπέζι, όπου βρίσκονταν οι υπόλοιπες σελίδες. Δεν ήθελε να τις σκέφτεται, αλλά δεν μπορούσε και να το αποφύγει. Ο κατάλογος των τερ’ανγκριάλ ήταν χαραγμένος στο μυαλό της.

Αντικείμενο. Κοντή ράβδος από διαυγή κρύσταλλο, λεία και τελείως διαφανής, μήκους τριάντα εκατοστών και διαμέτρου τριών. Άγνωστη χρήση. Τελευταία φορά μελετήθηκε από την Κοριάνιν Νεντέαλ. Αντικείμενο. Αγαλματίδιο που παριστάνει μια γυναίκα δίχως ρούχα, από αλάβαστρο, ύψους μιας παλάμης. Άγνωστη χρήση. Τελευταία φορά μελετήθηκε από την Κοριάνιν Νεντέαλ. Αντικείμενο. Δίσκος, φαινομενικά από απλό σίδηρο, που όμως δεν σκουριάζει, διαμέτρου οκτώ εκατοστών, με μια σφιχτή, σπειροειδή γραμμή προσεκτικά χαραγμένη σε κάθε πλευρά. Αντικείμενο. Πάρα πολλά αντικείμενα και πάνω από τα μισά, των οποίων η χρήση χαρακτηριζόταν «άγνωστη»» είχαν μελετηθεί τελευταία φορά από την Κοριάνιν Νεντέαλ. Τα δεκατρία, για την ακρίβεια.

Η Εγκουέν ανατρίχιασε. Κατάντησα να μη θέλω ούτε να σκέφτομαι αυτό τον αριθμό.

Τα γνωστά στη λίστα ήταν λιγότερα και δεν φαίνονταν όλα να έχουν κάποια πραγματική χρησιμότητα, αλλά, όπως τα έβλεπε, αυτό δεν ήταν παρηγοριά. Ένας ξύλινος, σκαλιστός σκαντζόχοιρος, όχι πιο μεγάλος από την τελευταία άρθρωση του αντίχειρα ενός άντρα. Ένα τόσο απλό πραγματάκι σίγουρα θα ήταν ακίνδυνο. Αν μια γυναίκα προσπαθούσε να διαβιβάσει διαμέσου αυτού του αντικειμένου, έπεφτε για ύπνο. Μισή μέρα με γαλήνιο ύπνο, δίχως όνειρα, μα αυτό έφτανε για να κάνει την Εγκουέν να ανατριχιάσει. Άλλα τρία είχαν κάποια σχέση με τον ύπνο. Ένιωσε σχεδόν ανακούφιση διαβάζοντας για μια ράβδο από μαύρη πέτρα με σκαλιστές αυλακώσεις, μήκους μιας ολόκληρης απλωσιάς, που παρήγε μοιροφωτιά, με το γραφικό χαρακτήρα της Βέριν να σημειώνει ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΚΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΑΔΥΝΑΤΟ ΝΑ ΤΟ ΕΛΕΓΞΕΙΣ με τόση δύναμη, που το χαρτί ήταν σχισμένο στα δύο. Η Εγκουέν ακόμα δεν είχε ιδέα τι ήταν η μοιροφωτιά, αλλά παρ’ όλο που από το όνομα και μόνο φαινόταν επικίνδυνη, σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με την Κοριάνιν Νεντέαλ ή με τα όνειρα.

Η Νυνάβε πήρε τις ισιωμένες σελίδες στο τραπέζι και τις άφησε εκεί. Δίστασε πριν απλώσει τις υπόλοιπες και διατρέξει μία λίστα με το δάχτυλό της και μετά την επόμενη. «Να κάτι που θα απολάμβανε ο Ματ», είπε με φωνή υπερβολικά ανάλαφρη και χαρούμενη. «Αντικείμενο. Μια ομάδα από έξι σκαλιστά ζάρια με βούλες, που είναι ενωμένα στις κορυφές, με πλάτος μικρότερο των πέντε εκατοστών. Χρήση άγνωστη, μόνο που η διαβίβαση της Δύναμης διαμέσου του αντικειμένου φαίνεται να αναστέλλει με κάποιον τρόπο την τύχη, ή να τη διαστρεβλώνει». Άρχισε να διαβάζει φωναχτά. «“Νομίσματα που πετάχτηκαν στον αέρα εμφάνιζαν κάθε φορά την ίδια πλευρά και σε μια δοκιμή, όταν προσγειώνονταν, ισορροπούσαν στην κόψη τους εκατό φορές στη σειρά. Χίλια πετάγματα των ζαριών είχαν ως αποτέλεσμα πέντε κορώνες χίλιες φορές”». Γέλασε νευρικά. «Ο Ματ θα το λάτρευε».

Η Εγκουέν αναστέναξε, σηκώθηκε και πήγε μουδιασμένα προς το τζάκι. Η Ηλαίην σηκώθηκε, παρακολουθώντας σιωπηλά, σαν τη Νυνάβε. Η Εγκουέν τράβηξε όσο μπορούσε το μανίκι της και έχωσε με προσοχή το μπράτσο στην καμινάδα. Τα δάχτυλά της άγγιξαν μαλλί στη γωνία και τράβηξε μια τυλιγμένη, καψαλισμένη κάλτσα, που είχε ένα σκληρό όγκο στο δάχτυλο. Σκούπισε την καπνιά, που είχε αφήσει ένα λεκέ στο μπράτσο της και μετά πήρε την κάλτσα στο τραπέζι και την κούνησε. Το στρεβλωμένο δαχτυλίδι από τη ριγωτή, πιτσιλωτή πέτρα στριφογύρισε πάνω στο τραπέζι και έπεσε σε μια σελίδα του καταλόγου των τερ’ανγκριάλ. Για λίγες στιγμές, στάθηκαν κοιτάζοντάς το.

«Ίσως», είπε τελικά η Νυνάβε, «της Βέριν να της διέφυγε το γεγονός ότι πολλά απ’ αυτά τα μελέτησε τελευταία η Κοριάνιν». Από τον τόνο της, δεν έδειχνε να το πιστεύει.

Η Ηλαίην ένευσε, αλλά με αμφιβολία. «Την είδα κάποτε να περπατά στη βροχή μούσκεμα και της πήγα ένα μανδύα. Ήταν πολύ απορροφημένη ο’ αυτά που σκεφτόταν. Νομίζω ότι δεν είχε καταλάβει ότι έβρεχε, πριν ρίξω το μανδύα στους ώμους τους. Μπορεί να μην το πρόσεξε».

«Μπορεί», είπε η Εγκουέν. «Αν, όμως, το πρόσεξε, τότε πρέπει να ήξερε ότι θα το καταλάβαινα, μόλις διάβαζα τον κατάλογο. Τι να πω. Καμιά φορά νομίζω ότι η Βέριν αντιλαμβάνεται περισσότερα απ’ όσο δείχνει. Δεν ξέρω τι να πω».

«Άρα έχουμε να υποψιαζόμαστε και τη Βέριν», είπε η Ηλαίην αναστενάζοντας. «Αν είναι του Μαύρου Άτζα, τότε ξέρουν ακριβώς τι κάνουμε. Και η Αλάνα». Έριξε μια λοξή, αβέβαιη ματιά στην Εγκουέν.

Η Εγκουέν τους είχε πει τα πάντα. Με εξαίρεση αυτά που είχαν συμβεί εντός του τερ’ανγκριάλ στη δοκιμασία της· δεν άντεχε να μιλήσει γι’ αυτά, όπως δεν είχαν πει τίποτα για τη δική τους δοκιμασία η Νυνάβε και η Ηλαίην. Είχε πει όλα όσα είχαν συμβεί στην αίθουσα της δοκιμασίας, αυτά που είχε πει η Σέριαμ για το τρομερό, τρωτό σημείο που σου προκαλούσε η ικανότητα να διαβιβάζεις, κάθε λέξη που είχε προφέρει η Βέριν, είτε φαινόταν να έχει σημασία είτε όχι. Το μόνο που δυσκολεύονταν να δεχτούν ήταν η Αλάνα· οι Άες Σεντάι ποτέ δεν έκαναν τέτοια πράγματα. Κανείς δεν έκανε τέτοια πράγματα, αν είχε μια στάλα μυαλό, πόσο μάλλον οι Άες Σεντάι.

Η Εγκουέν τις αγριοκοίταξε, σχεδόν τις άκουσε να το λένε. «Κι επίσης οι Άες Σεντάι δεν λένε ψέματα, υποτίθεται, αλλά πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις αυτό που κάνουν η Βέριν και η Μητέρα με αυτά που μας λένε; Υποτίθεται ότι δεν υπάρχει Μαύρο Άτζα».

«Μου αρέσει η Αλάνα». Η Νυνάβε τράβηξε την πλεξούδα της και ύστερα σήκωσε τους ώμους. «Άντε, καλά. Ίσ... Θέλω να πω, ήταν παράξενη η συμπεριφορά της».

«Σ’ ευχαριστώ», είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε ένευσε συμφωνώντας, σαν να μην είχε καταλάβει το σαρκασμό.

«Εν πάση περιπτώσει, η Άμερλιν το ξέρει και θα έχει το νου της στην Αλάνα, ενώ εμείς δεν θα μπορούσαμε να την προσέχουμε εξίσου».

«Τι γίνεται με την Ελάιντα και τη Σέριαμ;» ρώτησε η Εγκουέν.

«Ποτέ δεν κατάφερα να συμπαθήσω την Ελάιντα», είπε η Ηλαίην, «αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι Μαύρο Άτζα. Και η Σέριαμ; Είναι αδύνατον».

Η Νυνάβε ξεφύσησε. «Θα έπρεπε να είναι αδύνατο για όλες. Όταν τις βρούμε, τίποτα δεν λέει ότι όλες θα είναι γυναίκες τις οποίες δεν συμπαθούμε. Αλλά δεν θέλω να είμαι καχύποπτη ― τέτοιου είδους καχυποψία!― για οποιαδήποτε. Χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω, δεν φτάνει το γεγονός ότι, ίσως, είδαν κάτι που δεν έπρεπε να δουν». Η Εγκουέν και η Ηλαίην αμέσως κατένευσαν και η Νυνάβε συνέχισε: «Θα πούμε γι’ αυτά —και τίποτα παραπάνω — στην Άμερλιν και δεν θα δώσουμε περιττή έμφαση. Αν ποτέ έρθει να μας βρει, όπως είπε ότι θα κάνει. Αν είσαι μαζί μας όταν έρθει, Ηλαίην, μην ξεχάσεις ότι δεν ξέρει για σένα».

«Δεν πρόκειται να το ξεχάσω», είπε ζωηρά η Ηλαίην. «Αλλά θα έπρεπε να έχουμε κάποιον άλλο τρόπο να της στείλουμε μήνυμα. Η μητέρα μου θα το είχε σχεδιάσει καλύτερα».

«Αν δεν μπορούσε να εμπιστευτεί τους αγγελιοφόρους της, όχι», είπε η Νυνάβε. «Θα περιμένουμε. Εκτός αν πιστεύετε ότι μια από μας πρέπει να πάει να μιλήσει στη Βέριν. Κανένας δεν θα το έβρισκε αξιοπερίεργο».

Η Ηλαίην δίστασε και ύστερα κούνησε ελαφρά το κεφάλι. Η άρνηση της Εγκουέν ήταν πιο γοργή και πιο έντονη· μπορεί να της είχε διαφύγει, μπορεί και όχι, αλλά η Βέριν είχε κρύψει πολλά και δεν μπορούσαν να την εμπιστευτούν.

«Ωραία». Η Νυνάβε έδειχνε κάτι παραπάνω από ικανοποιημένη. «Κι επίσης χαίρομαι που δεν μπορούμε να μιλάμε με την Άμερλιν όποτε θέλουμε. Με αυτό τον τρόπο αποφασίζουμε μόνες μας, ενεργούμε όποτε και όπως αποφασίσουμε, δίχως να οδηγεί το κάθε βήμα μας». Το χέρι της διέτρεξε τις σελίδες που κατέγραφαν τα κλεμμένα τερ’ανγκριάλ και μετά έκλεισε γύρω από το ριγωτό, πέτρινο δαχτυλίδι. «Και η πρώτη απόφαση αφορά το δαχτυλίδι. Είναι το πρώτο πράγμα που είδαμε να έχει πραγματική σχέση με τη Λίαντριν και τις άλλες». Το κοίταξε συνοφρυωμένη και μετά ανάσανε βαθιά. «Απόψε θα κοιμηθώ μαζί του».

Η Εγκουέν δεν δίστασε, πριν πάρει το δαχτυλίδι από το χέρι της Νυνάβε. Ήθελε να διστάσει —ήθελε να κρατήσει τα χέρια της ίσια, πλάι στο κορμί της― αλλά δεν το έκανε και χάρηκε. «Για μένα λένε ότι, ίσως, είμαι Ονειρεύτρια. Δεν ξέρω αν αυτό μου δίνει κάποιο πλεονέκτημα, αλλά η Βέριν είπε ότι είναι επικίνδυνο. Όποια από μας κι αν το χρησιμοποιήσει, θα χρειαστεί κάθε πλεονέκτημα».

Η Νυνάβε άρπαξε την πλεξούδα της και άνοιξε το στόμα, σαν να ήθελε να διαμαρτυρηθεί. Όταν, τελικά, μίλησε, είπε: «Είσαι σίγουρη, Εγκουέν; Δεν ξέρουμε καν αν είσαι Ονειρεύτρια κι εγώ μπορώ να διαβιβάσω πιο δυνατά από σένα. Πραγματικά, νομίζω ότι —» Η Εγκουέν τη διέκοψε.

«Μπορείς να διαβιβάσεις πιο δυνατά όταν είσαι θυμωμένη. Είσαι σίγουρη ότι θα θυμώσεις μέσα σε ένα όνειρο; Θα προλάβεις να θυμώσεις όταν χρειαστεί να διαβιβάσεις; Φως μου, δεν ξέρουμε καν αν γίνεται να διαβιβάσεις μέσα σε ένα όνειρο. Αν πρέπει να το κάνει κάποια από μας —κι έχεις δίκιο· είναι το μόνο ίχνος που έχουμε — θα πρέπει να είμαι εγώ. Ίσως να είμαι στ’ αλήθεια Ονειρεύτρια. Εκτός αυτού, η Βέριν το έδωσε σε μένα».

Η Νυνάβε έδειχνε σαν να ήθελε να διαφωνήσει κι άλλο, όμως τελικά κατένευσε κατσούφικα. «Πολύ καλά. Αλλά η Ηλαίην κι εγώ θα είμαστε κοντά σου. Δεν ξέρω τι μπορούμε να κάνουμε, αλλά αν κάτι πάει στραβά, ίσως μπορέσουμε να σε ξυπνήσουμε, ή... Θα είμαστε κοντά σου». Και η Ηλαίην κατένευσε.

Τώρα που είχαν συμφωνήσει μαζί της, η Εγκουέν ένιωσε να ανακατεύεται το στομάχι της. Εγώ τις έπεισα. Και, τώρα, εύχομαι να με είχαν μεταπείσει. Συνειδητοποίησε ότι μια γυναίκα στεκόταν στο κατώφλι, μια γυναίκα στα λευκά των μαθητευόμενων, με μαλλιά χτενισμένα σε μακριές πλεξούδες.

«Δεν σε μάθανε να χτυπάς την πόρτα, Έλσε;» είπε η Νυνάβε.

Η Εγκουέν έκρυψε το πέτρινο δαχτυλίδι στη χούφτα της. Είχε την αλλόκοτη αίσθηση, ότι η Έλσε είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω του.

«Έχω ένα μήνυμα για εσάς», είπε γαλήνια η Έλσε. Κοίταξε εξεταστικά το τραπέζι, με όλα τα χαρτιά σκορπισμένα πάνω του και ύστερα τις τρεις γυναίκες γύρω του. «Από την Άμερλιν».

Η Εγκουέν αντάλλαξε απορημένες ματιές με τη Νυνάβε και την Ηλαίην.

«Τι λέει το μήνυμα, λοιπόν;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε.

Η Έλσε σήκωσε τα φρύδια με μια κεφάτη έκφραση. «Τα υπάρχοντα που άφησαν πίσω η Λίαντριν και οι άλλες τοποθετήθηκαν στην τρίτη αποθήκη, δεξιά από την κεντρική σκάλα, στο δεύτερο υπόγειο κάτω από τη βιβλιοθήκη». Ξανάριξε μια ματιά στα χαρτιά του τραπεζιού και έφυγε, χωρίς ούτε να βιάζεται, ούτε να αργοπορεί.

Η Εγκουέν ένιωσε ότι δεν μπορούσε να ανασάνει. Εμείς φοβόμαστε να εμπιστευτούμε τη σκιά μας και η Άμερλιν αποφασίζει, απ’ όλες τις γυναίκες, να εμπιστευτεί την Έλσε;

«Δεν είναι να έχεις εμπιστοσύνη σε αυτή τη χαζούλα, θα τα ξεφουρνίσει όλα σε όποιον βρει!» Η Νυνάβε κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

Η Εγκουέν άρπαξε τα φουστάνια της και την προσπέρασε τρέχοντας. Τα παπούτσια της γλίστρησαν στα πλακάκια του εξώστη, αλλά έπιασε φευγαλέα με το βλέμμα κάτι άσπρο να εξαφανίζεται στην κοντινότερη ράμπα και όρμησε ξοπίσω του. Σίγουρα κι αυτή τρέχει, για να είναι κιόλας τόσο μπροστά. Γιατί τρέχει; Η λάμψη του άσπρου είχε ήδη εξαφανιστεί σε μια άλλη ράμπα. Η Εγκουέν την ακολούθησε.

Μια γυναίκα στράφηκε και την αντίκρισε στη βάση της ράμπας και η Εγκουέν σταμάτησε μπερδεμένη. Όποια κι αν ήταν, δεν ήταν η Έλσε. Φορώντας λευκό και ασημί μετάξι, της γέννησε αισθήματα που η Εγκουέν δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε. Ήταν ψηλότερη, ομορφότερη κατά πολύ και το μαύρο βλέμμα της έκανε την Εγκουέν να νιώσει μικρή, ισχνή και άλουστη. Και, μάλλον, θα μπορεί να διαβιβάσει περισσότερη Δύναμη από μένα. Φως μου, μάλλον είναι εξυπνότερη κι από τις τρεις μας μαζί. Δεν είναι δίκαιο αυτό, μια γυναίκα να... Συνειδητοποίησε, ξαφνικά, τι πορεία είχαν πάρει οι σκέψεις της. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και κούνησε απότομα το κεφάλι. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει... κατώτερη... από άλλη γυναίκα και δεν θα το έκανε τώρα.

«Είσαι τολμηρή», είπε η γυναίκα. «Είσαι τολμηρή, που τρέχεις πέρα-δώθε, μόνη, εκεί που έχουν γίνει τόσοι φόνοι». Φαινόταν σχεδόν ευχαριστημένη.

Η Εγκουέν κορδώθηκε και ίσιωσε το φόρεμά της βιαστικά, ελπίζοντας να μην το είχε προσέξει η άλλη, αλλά ξέροντας ότι το είχε προσέξει, ελπίζοντας να μην την είχε δει να τρέχει σαν παιδάκι. Κόψ’ το! «Με συγχωρείς, αλλά ψάχνω μια μαθητευόμενη που ήρθε από δω, νομίζω. Έχει μεγάλα, μαύρα μάτια και μαύρα μαλλιά πιασμένα πλεξούδα. Είναι παχουλή και ομορφούλα με τον τρόπο της. Είδες προς τα πού πήγε;»

Η ψηλή γυναίκα την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με μια έκφραση ευθυμίας. Η Εγκουέν δεν ήταν σίγουρη, αλλά της φάνηκε ότι η άλλη είχε ρίξει μια ματιά στη σφιγμένη γροθιά στο πλευρό της, όπου ακόμα κρατούσε το πέτρινο δαχτυλίδι. «Δεν νομίζω να την προλάβεις. Την είδα κι έτρεχε γοργά. Υποψιάζομαι πως τώρα θα έχει απομακρυνθεί πολύ».

«Άες Σεντάι», άρχισε να λέει η Εγκουέν, αλλά δεν της δόθηκε η ευκαιρία να ρωτήσει προς τα πού είχε πάει η Έλσε. Κάτι που μπορεί να ήταν θυμός, ή ενόχληση, άστραψε σε εκείνα τα μαύρα μάτια.

«Ήδη σου αφιέρωσα πολύ χρόνο. Έχω πιο σημαντικά θέματα να φροντίσω. Άφησέ με». Έκανε νόημα προς την κατεύθυνση απ’

όπου είχε έρθει η Εγκουέν.

Τόσο ισχυρή ήταν η προσταγή στη φωνή της, που η Εγκουέν γύρισε κι έκανε τρία βήματα στη ράμπα, πριν το συνειδητοποιήσει. Έξω φρενών, γύρισε ξανά από την άλλη. Τι κι αν είναι Άες Σεντάι, θα της...

Ο εξώστης ήταν άδειος.

Σμίγοντας τα φρύδια, αγνόησε τις κοντινότερες πόρτες —κανείς δεν ζούσε εκεί, εκτός, ίσως, από τα ποντίκια― και κατηφόρισε τρέχοντας τη ράμπα, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, ακολουθώντας με το βλέμμα την καμπύλη του εξώστη. Έσκυψε, επίσης, στα κάγκελα και κοίταξε κάτω, στο μικρό Κήπο των Αποδεχθεισών και εξέτασε τους άλλους εξώστες, τους ψηλότερους και τους χαμηλότερους. Είδε δύο Αποδεχθείσες με τα ριγωτά φορέματά τους, που η μια ήταν η Φαολάιν και η άλλη μια γυναίκα που την ήξερε εξ όψεως, αν και δεν γνώριζε το όνομά της. Αλλά πουθενά δεν υπήρχε γυναίκα με τα λευκά και τα ασημένια μετάξια.

Загрузка...