Η Εγκουέν αλ’Βερ αγνόησε για μια στιγμή τις συντρόφισσές της και σηκώθηκε στους αναβολείς ελπίζοντας να δει για μια στιγμή την Ταρ Βάλον στο βάθος, αλλά το μόνο που είδε ήταν κάτι ασαφές, που λαμπύριζε λευκό στο πρωινό ηλιόφως. Όμως, αυτή πρέπει να ήταν η πόλη στο νησί. Το μοναχικό βουνό με τη σπασμένη κορφή, που λεγόταν Όρος του Δράκοντα και υψωνόταν από την κυματιστή πεδιάδα, είχε πρωτοφανεί στον ορίζοντα αργά το προηγούμενο απόγευμα και βρισκόταν στην από δω πλευρά του ποταμού Ερινίν, που ήταν ανάμεσα στο βουνό και στην πόλη. Ήταν ένα χαρακτηριστικό σημάδι αυτό το όρος —ένα σπασμένο, μυτερό δόντι, που ξεπρόβαλλε από τους κάμπους και τους χαμηλούς λόφους― που εύκολα το έβλεπες από μεγάλη απόσταση κι εύκολα το απέφευγες, επίσης, όπως έκαναν όλοι, ακόμα κι εκείνοι που όδευαν για την Ταρ Βάλον.
Το Όρος του Δράκοντα ήταν το μέρος όπου είχε πεθάνει ο Λουζ Θέριν ο Φονιάς, έτσι έλεγαν είχαν ειπωθεί και άλλα πράγματα γι’ αυτό το βουνό, προφητείες και προειδοποιήσεις. Πλήθος λόγοι για να αποφύγεις τις μαύρες πλαγιές του.
Η Εγκουέν είχε λόγο που δεν το απέφευγε ― κι όχι μόνο έναν. Μονάχα στην Ταρ Βάλον θα έβρισκε την εκπαίδευση που χρειαζόταν, την εκπαίδευση που έπρεπε να περάσει. Ποτέ δεν θα ξαναφορέσω κολάρο! Έδιωξε τη σκέψη, αλλά εκείνη ξαναγύρισε αμέσως. Ποτέ δεν θα χάσω ξανά την ελευθερία μου! Στην Ταρ Βάλον, η Ανάγια θα ξανάρχιζε να δοκιμάζει τα όνειρά της· η Άες Σεντάι θα ήταν υποχρεωμένη να το κάνει, επειδή υποπτευόταν ότι η Εγκουέν ήταν Ονειρεύτρια, αν και δεν είχε βρει καμία πραγματική ένδειξη γι’ αυτό. Τα όνειρα της Εγκουέν την τυραννούσαν από τότε που είχε φύγει από την Πεδιάδα Άλμοθ. Πέρα από τα όνειρα με τους Σωντσάν —τα οποία ακόμα την έκαναν να ξυπνά κάθιδρη― ονειρευόταν ολοένα και περισσότερο τον Ραντ. Τον Ραντ να τρέχει. Να τρέχει προς κάτι, αλλά κι επίσης να τρέχει για να ξεφύγει από κάτι.
Κοίταξε ακόμα πιο έντονα προς την Ταρ Βάλον. Εκεί θα ήταν η Ανάγια. Ίσως επίσης και ο Γκάλαντ. Άθελά της κοκκίνισε και τον έδιωξε τελείως από το νου της. Σκέψου τον καιρό. Σκέψου ό,τι άλλο θέλεις. Φως μου, μα τι ζέστη που κάνει.
Στην αρχή ακόμα της χρονιάς, που ο χειμώνας ήταν μόλις μια χθεσινή ανάμνηση, η κορυφή του Όρους του Δράκοντα ήταν ακόμα ντυμένη στα λευκά, αλλά εδώ κάτω τα χιόνια είχαν λιώσει. Τα πρώιμα βλαστάρια ξεπηδούσαν από το μουντό καφέ χρώμα του περσινού χορταριού και εκεί που υψώνονταν δέντρα στις αραιές, χαμηλές λοφοκορφές, εμφανίζονταν τα πρώτα κόκκινα αχνάρια της καινούριας βλάστησης. Είχε περάσει ένα χειμώνα ταξιδεύοντας· κάποιες φορές εγκλωβισμένη επί μέρες σε χωριουδάκια ή πρόχειρα στρατόπεδα, λόγω των καταιγίδων, άλλες φορές καταφέρνοντας να καλύψει πολύ μικρότερες αποστάσεις από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, με το χιόνι να φτάνει ως την κοιλιά των αλόγων ― ύστερα απ’ όλα αυτά, ήταν ωραίο να βλέπεις τα προμηνύματα της άνοιξης.
Η Εγκουέν παραμέρισε το χοντρό, μάλλινο πανωφόρι της, ξανακάθισε στη σέλα με την ψηλή ράχη και έσιαξε τα φουστάνια της με μια ανυπόμονη κίνηση. Τα μαύρα μάτια της έδειχναν ενόχληση. Είχε πολύ καιρό που φορούσε αυτό το φόρεμα, το οποίο είχε ανοίξει μόνη της με μια βελόνα για να καβαλάει το άλογο, όμως το μόνο άλλο που διέθετε ήταν σε ακόμα χειρότερη κατάσταση. Κι επίσης είχε το ίδιο χρώμα, το σκούρο γκρίζο των Δεμένων. Η επιλογή, πριν από τόσες βδομάδες, όταν άρχιζαν το ταξίδι για την Ταρ Βάλον, ήταν ή το σκούρο γκρίζο ή τίποτα.
«Μπέλα, σου ορκίζομαι ότι ποτέ δεν θα ξαναβάλω γκρίζα», είπε στη δασύτριχη φοράδα της, χαϊδεύοντας το λαιμό της. Όχι ότι θα έχω πολλές επιλογές από τη στιγμή που θα ξαναβρεθούμε στο Λευκό Πύργο, σκέφτηκε. Στον Πύργο, όλες οι μαθητευόμενες φορούσαν λευκά.
«Πάλι μόνη σου μιλάς;» ρώτησε η Νυνάβε, πλησιάζοντας με τον ντορή της. Οι δύο γυναίκες είχαν ίδιο ύψος κι ήταν ντυμένες όμοια, αλλά η διαφορά στα άλογά τους έδειχνε την πρώην Σοφία του Πεδίου του Έμοντ ένα κεφάλι ψηλότερη. Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια και τράβηξε τη χοντρή πλεξούδα των σκούρων μαλλιών της, που κρέμονταν πάνω από τον ώμο της, όπως έκανε όταν ήταν ανήσυχη ή μπερδεμένη, ή μερικές φορές όταν ετοιμαζόταν να φερθεί πιο ξεροκέφαλα απ’ όσο συνήθως. Ένα δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό έδειχνε ότι ήταν μια από τις Αποδεχθείσες, όχι ακόμα Άες Σεντάι, αλλά πολύ πιο κοντά σε αυτό απ’ όσο η Εγκουέν. «Καλύτερα να έχεις τα μάτια ανοιχτά».
Η Εγκουέν δάγκωσε τη γλώσσα της, για να μην της αντιγυρίσει ότι κοίταζε να δει την Ταρ Βάλον. Τι νόμιζε, ότι στεκόμουν στους αναβολείς επειδή δεν βολευόμουν στη σέλα; Η Νυνάβε έμοιαζε να ξεχνά πολύ συχνά ότι δεν ήταν πια η Σοφία του χωριού τους, του Πεδίου του Έμοντ, ότι η Εγκουέν δεν ήταν πια παιδί. Όμως αυτή φορά το δαχτυλίδι κι εγώ όχι —όχι ακόμα!― και έτσι νομίζει πως τίποτα δεν άλλαξε.
«Αναρωτιέσαι πώς φέρεται η Μουαραίν στον Λαν;» ρώτησε γλυκά και χάρηκε για μια στιγμή, όταν είδε τη Νυνάβε να τραβά απότομα την πλεξούδα της. Η χαρά, όμως, γρήγορα έσβησε. Δεν ήταν στο φυσικό της να κάνει παρατηρήσεις που πληγώνουν και ήξερε ότι τα αισθήματα που έτρεφε η Νυνάβε για τον Λαν έμοιαζαν με μια κούκλα μαλλί, με την οποία είχε παίξει μαζί του ένα γατάκι ώρες ολόκληρες. Όμως ο Λαν δεν ήταν γατάκι και η Νυνάβε θα έπρεπε να αποφασίσει τι θα έκανε μαζί του, πριν την τρελάνει τελείως η ξεροκέφαλη, χαζή, αριστοκρατική συμπεριφορά του.
Συνολικά ήταν έξι άτομα όλοι κι όλοι, ντυμένα απλά για να μην ξεχωρίζουν στα χωριά και στις κωμοπόλεις που είχαν βρει στο δρόμο τους, αλλά μάλλον ήταν η πιο ασυνήθιστη ομάδα που είχε περάσει τον τελευταίο καιρό από τα Λιβάδια του Καραλαίν: τέσσερις γυναίκες κι ο ένας από τους άντρες σε ένα φορείο κρεμασμένο ανάμεσα σε δύο άλογα. Αυτά τα δύο άλογα κουβαλούσαν, επίσης, ελαφριά ιπποσκευή και προμήθειες για τις μεγάλες αποστάσεις που χώριζαν τα χωριά στο δρόμο που είχε πάρει η ομάδα.
Έξι άνθρωποι, σκέφτηκε η Εγκουέν, και πόσα μυστικά, άραγε; Όλοι είχαν παραπάνω από ένα κι ήταν μυστικά που έπρεπε να τα προστατεύσουν, ίσως ακόμα και στο Λευκό Πύργο. Η ζωή ήταν πιο απλή στην πατρίδα.
«Νυνάβε, λες να είναι καλά ο Ραντ; Και ο Πέριν;» πρόσθεσε βιαστικά. Δεν μπορούσε να υποκρίνεται άλλο πια ότι κάποια μέρα θα παντρευόταν τον Ραντ — να υποκρίνεται, αυτή ήταν η σωστή λέξη τώρα. Δεν της άρεσε —ακόμα δεν είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα― αλλά ήξερε ότι έτσι ήταν.
«Τα όνειρά σου; Πάλι σε ενοχλούν;» Η Νυνάβε έδειχνε στοργή, αλλά η Εγκουέν δεν είχε διάθεση να δεχτεί τη συμπόνια της.
Φρόντισε να μιλήσει με μια όσο πιο ανέμελη φωνή μπορούσε. «Από τις φήμες που ακούσαμε, δεν ξέρω τι γίνεται. Όσα ξέρω, τα λένε τόσο διαστρεβλωμένα, τόσο λάθος».
«Όλα πάνε πολύ στραβά από τότε που ήρθε η Μουαραίν στη ζωή μας», είπε απότομα η Νυνάβε. «Ο Πέριν και ο Ραντ...» Δίστασε, έκανε ένα μορφασμό. Της Εγκουέν της φαινόταν ότι η Νυνάβε πίστευε πως η Μουαραίν έφταιγε γι’ αυτό που είχε γίνει ο Ραντ, ό,τι κι αν ήταν αυτό. «Τώρα θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Φοβάμαι πως εμείς έχουμε για κάτι άλλο να ανησυχούμε. Κάτι δεν πάει καλά. Μπορώ να το... νιώσω».
«Ξέρεις τι;» ρώτησε η Εγκουέν.
«Το νιώθω σχεδόν σαν καταιγίδα». Τα μαύρα μάτια της Νυνάβε χτένισαν τον πρωινό ουρανό, που ήταν καθάριος και καταγάλανος, με λίγα αραιά, άσπρα συννεφάκια· κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Σαν να πλησιάζει καταιγίδα». Η Νυνάβε πάντα είχε την ικανότητα να προβλέπει τον καιρό. Να αφουγκράζεσαι τον άνεμο, έτσι το έλεγαν, μια ικανότητα που ήταν αναμενόμενη από τη Σοφία του κάθε χωριού, μόλο που στην πραγματικότητα ελάχιστες μπορούσαν να το κάνουν. Όμως, από τότε που είχε φύγει από το Πεδίο του Έμοντ, η ικανότητα της Νυνάβε είχε επεκταθεί, ή είχε αλλάξει. Οι καταιγίδες που ένιωθε μερικές φορές είχαν να κάνουν με ανθρώπους και όχι με τον άνεμο τώρα πια.
Η Εγκουέν δάγκωσε το κάτω χείλος της, ενώ σκεφτόταν. Δεν είχαν το περιθώριο να τις σταματήσει κάποιος ή να καθυστερήσουν την πορεία τους, τώρα που είχαν κάνει τόσο δρόμο, που είχαν φτάσει τόσο κοντά στην Ταρ Βάλον. Για χάρη του Ματ, καθώς και για λόγους που η λογική της έλεγε ότι ήταν σημαντικότεροι από τη ζωή ενός παιδικού φίλου, αλλά η καρδιά της τους έβαζε σε δεύτερη μοίρα. Κοίταξε τους υπόλοιπους, διερωτώμενη αν είχε προσέξει κανείς τους τίποτα.
Η Βέριν Σεντάι, κοντή και παχουλή, με ρούχα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ, προχωρούσε καβάλα στο άλογό της κι έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις της, με την κουκούλα κατεβασμένη τόσο χαμηλά που σχεδόν της έκρυβε το πρόσωπο. Προπορευόταν, αλλά άφηνε το άλογό της να πηγαίνει με το δικό του βήμα. Ήταν στο Καφέ Άτζα και οι Καφέ αδελφές συνήθως νοιάζονταν περισσότερο για την αναζήτηση της γνώσης παρά για οτιδήποτε στον κόσμο γύρω τους. Η Εγκουέν, όμως, αναρωτιόταν πόσο αποστασιοποιημένη ήταν η Βέριν. Η Καφέ αδελφή είχε βυθιστεί ολόκληρη στα εγκόσμια, όντας μαζί τους.
Η Ηλαίην, συνομήλικη της Εγκουέν, ήταν κι αυτή μαθητευόμενη, αλλά είχε ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια, ενώ η Εγκουέν ήταν μελαχρινή. Προχωρούσε με το άλογό της δίπλα στο φορείο όπου κείτονταν αναίσθητος ο Ματ. Φορούσε τα ίδια γκρίζα ρούχα με την Εγκουέν και τη Νυνάβε και τον παρακολουθούσε ανήσυχα, με την ίδια ανησυχία που ένιωθαν και οι άλλες. Ήταν τρεις μέρες που ο Ματ δεν είχε ξυπνήσει. Ο λιγνός, μακρυμάλλης άντρας, που ίππευε στην άλλη μεριά του φορείου, έμοιαζε να προσπαθεί να κοιτάζει ταυτοχρόνως προς όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να τον προσέξει κανείς και οι ρυτίδες του προσώπου του είχαν βαθύνει από την αυτοσυγκέντρωση.
«Χούριν», είπε η Εγκουέν και η Νυνάβε ένευσε. Έκοψαν ταχύτητα, για να τις προφτάσει το φορείο. Η Βέριν προχώρησε μπροστά.
«Νιώθεις τίποτα, Χούριν;» ρώτησε η Νυνάβε. Η Ηλαίην σήκωσε το βλέμμα από το φορείο του Ματ, δίνοντας τώρα προσοχή.
Βλέποντας τις τρεις τους να τον κοιτάζουν, ο λιγνός άντρας κουνήθηκε αμήχανα πάνω στη σέλα του και έτριψε στο πλάι τη μακριά μύτη του. «Μπελάδες», είπε κοφτά και απρόθυμα μαζί. «Ίσως... μπελάδες, νομίζω».
Ήταν κυνηγός κλεφτών, στην υπηρεσία του Βασιλιά του Σίναρ και δεν είχε τα μαλλιά του ξυρισμένα, με κότσο στην κορυφή της κεφαλής, όπως όλοι οι Σιναρανοί πολεμιστές, αλλά το κοντό σπαθί και ο οδοντωτός σπαθοσπάστης στη ζώνη του ήταν φθαρμένα από τη χρήση. Η πολύχρονη εμπειρία φαινόταν ότι του είχε δώσει το ταλέντο να μυρίζεται τους εγκληματίες, ειδικά τους βίαιους.
Δυο φορές σε τούτο το ταξίδι είχε συμβουλέψει να φύγουν από ένα χωριό, ενώ δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τότε που είχαν φτάσει εκεί. Την πρώτη φορά είχαν όλες αρνηθεί, είχαν πει ότι ήταν κατάκοπες, αλλά πριν ξημερώσει ο πανδοχέας και δύο άντρες του χωριού είχαν προσπαθήσει να τις σκοτώσουν στα κρεβάτια τους. Ήταν απλοί κλέφτες, όχι Σκοτεινόφιλοι, εποφθαλμιούσαν μονάχα τα άλογά τους και όσα υπήρχαν στα σακίδια και τα δέματά τους. Όμως το υπόλοιπο χωριό το γνώριζε και, απ’ ό,τι φαινόταν, θεωρούσε πως οι ξένοι αποτελούσαν ένα νόμιμο θήραμα. Είχαν αναγκαστεί να το σκάσουν, ενώ τις κυνηγούσε ένας όχλος με τσεκούρια και δικράνια. Τη δεύτερη φορά, η Βέριν διέταξε να φύγουν αμέσως μόλις μίλησε ο Χούριν.
Αλλά ο κυνηγός κλεφτών πάντα ήταν επιφυλακτικός όταν μιλούσε στις συντρόφισσές του. Με εξαίρεση τον Ματ, όταν ο Ματ μπορούσε ακόμα να μιλήσει· οι δυο τους αστειεύονταν και έπαιζαν ζάρια όταν οι γυναίκες δεν ήταν πάνω από το κεφάλι τους. Η Εγκουέν σκεφτόταν ότι ίσως ο Χούριν να αισθανόταν αμήχανα, όντας ουσιαστικά μονάχος με μια Άες Σεντάι και τρεις γυναίκες που εκπαιδεύονταν για να γίνουν μέλη της αδελφότητας. Κάποιοι άντρες έβρισκαν πιο εύκολο να μπλέξουν σε καυγά, παρά να αντικρίσουν Άες Σεντάι.
«Τι είδους μπελάδες;» είπε η Ηλαίην.
Μιλούσε ήρεμα, αλλά ο τόνος της έδειχνε ξεκάθαρα ότι περίμενε να της απαντήσουν αμέσως και με λεπτομέρειες, οπότε ο Χούριν άνοιξε το στόμα του. «Μυρίζομαι...» Αμέσως έκοψε τα λόγια του στη μέση, τα βλέφαρά του πετάρισαν, σαν να είχε ξαφνιαστεί και το βλέμμα του πεταγόταν νευρικά από τη μια γυναίκα στην άλλη. «Έχω απλώς μια αίσθηση», είπε τελικά. «Ένα... ένα προαίσθημα. Είδα μερικά ίχνη, χθες και σήμερα. Πολλά άλογα. Είκοσι ή τριάντα, που έρχονταν κατά δω, είκοσι-τριάντα πάνω-κάτω. Αναρωτιέμαι. Αυτό είναι όλο. Μια αίσθηση. Αλλά, αν με ρωτήσεις, είναι μπελάδες».
Ίχνη; Η Εγκουέν δεν τα είχε προσέξει. Η Νυνάβε είπε κοφτά, «Δεν είδα να έχουν τίποτα το ανησυχητικό». Η Νυνάβε περηφανευόταν ότι στην ιχνηλασία ήταν καλή όσο και οι άντρες. «Είχαν γίνει πριν από αρκετές μέρες. Γιατί νομίζεις ότι σημαίνουν μπελάδες;»
«Απλώς το νομίζω», είπε αργά ο Χούριν, σαν να μην ήθελε να μιλήσει άλλο. Χαμήλωσε το βλέμμα, έτριψε τη μύτη του και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχουμε μέρες να δούμε χωριό», μουρμούρισε. «Ποιος ξέρει τι νέα ήρθαν από το Φάλμε πριν από μας; Μπορεί να μην είμαστε καλοδεχούμενοι, όπως νομίζουμε. Σκέφτομαι μήπως οι καβαλάρηδες είναι κλέφτες, φονιάδες. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να φυλαγόμαστε. Αν ο Ματ ήταν γερός, θα προχωρούσα μπροστά για ανίχνευση, αλλά ίσως να ήταν καλύτερο να μη σας αφήσω μόνες».
Η Νυνάβε ύψωσε τα φρύδια. «Πιστεύεις ότι δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μόνες μας;»
«Τι να την κάνεις τη Μία Δύναμη, αν ο άλλος προφτάσει να σε σκοτώσει πριν τη χρησιμοποιήσεις;», είπε ο Χούριν, μιλώντας προς το ψηλό μπροστάρι της σέλας του. «Να με συμπαθάς, αλλά λέω να... να πάω δίπλα στη Βέριν Σεντάι για λίγο». Χτύπησε με τις φτέρνες τα πλευρά του αλόγου του και προχώρησε με ελαφρύ καλπασμό μπροστά, πριν αυτές προλάβουν να ξαναμιλήσουν.
«Αυτό κι αν είναι έκπληξη», είπε η Ηλαίην, καθώς ο Χούριν έκοβε ταχύτητα κοντά στην Καφέ αδελφή. Η Βέριν δεν φάνηκε να του δίνει περισσότερη σημασία απ’ όση έδινε σε οτιδήποτε άλλο κι αυτό φάνηκε να του αρκεί. «Από τότε που φύγαμε από το Τόμαν Χεντ απέφευγε όσο μπορούσε τη Βέριν. Πάντα την κοίταζε με έναν περίεργο τρόπο, σαν να φοβόταν αυτά που θα μπορούσε να πει».
«Το ότι σέβεται τις Άες Σεντάι δεν σημαίνει ότι δεν τις φοβάται», είπε η Νυνάβε και ύστερα πρόσθεσε: «Εμάς, δηλαδή».
«Αν πιστεύει ότι ίσως συναντήσουμε μπελάδες, τότε θα έπρεπε να τον στείλουμε για ανίχνευση». Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά και κοίταξε τις άλλες δύο όσο πιο ατάραχα μπορούσε. «Αν υπάρχουν μπελάδες μπροστά μας, μπορούμε να αμυνθούμε μόνες μας καλύτερα απ’ όσο αν τον είχαμε μαζί με άλλους εκατό στρατιώτες».
«Εκείνος, όμως, δεν το ξέρει», είπε ρητά η Νυνάβε, «και δεν πρόκειται να του το πω εγώ. Ούτε κανείς άλλος».
«Μπορώ να φανταστώ τι θα είχε να πει η Βέριν γι’ αυτό». Η Ηλαίην φαινόταν ταραγμένη. «Μακάρι να είχα κάποια ιδέα για το πόσα ξέρει. Εγκουέν, αν το ανακαλύψει η Αμερλιν, δεν νομίζω ότι η μητέρα μου θα μπορέσει να με βοηθήσει, πόσο μάλλον εσείς. Δεν ξέρω καν αν θα προσπαθούσε να βοηθήσει». Η μητέρα της Ηλαίην ήταν η Βασίλισσα του Άντορ. «Λίγα πρόλαβε να μάθει για τη Μία Δύναμη πριν φύγει από το Λευκό Πύργο, παρ’ όλο που πάντα έκανε σαν να είχε γίνει πλήρες μέλος της αδελφότητας».
«Δεν μπορούμε να βασίσουμε τις ελπίδες μας στη Μοργκέις», είπε η Νυνάβε. «Αυτή είναι στο Κάεμλυν κι εμείς θα είμαστε στην Ταρ Βάλον. Ίσως να έχουμε ήδη αρκετούς μπελάδες για τον τρόπο που φύγαμε από κει και δεν έχει σημασία τι φέρνουμε πίσω. Το καλύτερο θα είναι να κάτσουμε φρόνιμα, να φερθούμε ταπεινά και να μην κάνουμε τίποτα για να τραβήξουμε άλλο την προσοχή».
Υπό άλλες συνθήκες, η Εγκουέν θα είχε βάλει τα γέλια με την ιδέα ότι η Νυνάβε θα φερόταν με ταπεινότητα. Ακόμα και η Ηλαίην τα κατάφερνε καλύτερα σ’ αυτό. Αλλά, προς το παρόν, δεν είχε όρεξη για γέλια. «Κι άμα έχει δίκιο ο Χούριν; Αν μας επιτεθούν; Δεν μπορεί να μας υπερασπιστεί απέναντι σε είκοσι ή τριάντα άντρες και μπορεί να σκοτωθούμε, αν περιμένουμε τη Βέριν να κάνει κάτι. Νυνάβε, είπες ότι νιώθεις να έρχεται καταιγίδα».
«Έτσι νιώθεις;» είπε η Ηλαίην. Οι χρυσοκόκκινες μπούκλες της τινάχτηκαν καθώς κουνούσε το κεφάλι. «Της Βέριν δεν θα της αρέσει...» Η φωνή της έσβησε. «Ίσως χρειαστεί να το κάνουμε, είτε αρέσει στη Βέριν είτε όχι».
«Θα κάνω ό,τι πρέπει να γίνει», είπε απότομα η Νυνάβε, «αν μπορεί να γίνει κάτι κι εσείς οι δύο θα το βάλετε στα πόδια, αν χρειαστεί. Ο Λευκός Πύργος μπορεί να παραμιλά για τις δυνάμεις που ίσως κρύβετε μέσα σας ― μη νομίζετε, όμως, ότι δεν θα σας σιγανέψουν, αν η Έδρα της Άμερλιν ή η Αίθουσα του Πύργου το κρίνουν αναγκαίο».
Η Ηλαίην ξεροκατάπιε. «Αν μας σιγανέψουν γι’ αυτό», είπε με αχνή φωνούλα, «θα σε σιγανέψουν κι εσένα. Πρέπει να το σκάσουμε όλες μαζί· ή να κάνουμε κάτι όλες μαζί. Ο Χούριν είχε δίκιο την άλλη φορά. Αν θέλουμε να επιζήσουμε μέχρι να βρούμε τον μπελά μας στο Λευκό Πύργο, ίσως χρειαστεί να... να κάνουμε ό,τι πρέπει να κάνουμε».
Η Εγκουέν ανατρίχιασε. Το σιγάνεμα. Η αποκοπή από το σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής. Σε ελάχιστες Λες Σεντάι είχε επιβληθεί αυτή η ποινή, όμως υπήρχαν πράξεις για τις οποίες ο Πύργος απαιτούσε το σιγάνεμα. Οι μαθητευόμενες ήταν υποχρεωμένες να μαθαίνουν τα ονόματα όλων των Άες Σεντάι που είχαν σιγανευτεί ποτέ, καθώς και τα εγκλήματά τους.
Τώρα, πια, ένιωθε συνεχώς την Αληθινή Πηγή, αθέατη, σαν τον ήλιο πάνω από τον ώμο της το καταμεσήμερο. Παρ’ όλο που συχνά δεν έπιανε τίποτα όταν προσπαθούσε να αγγίξει το σαϊντάρ, δεν έπαυε να θέλει να το αγγίξει. Όσο περισσότερο το άγγιζε τόσο πιο πολύ το ήθελε, συνεχώς, ό,τι κι αν έλεγε η Σέριαμ Σεντάι, η Κυρά των Μαθητευομένων, για τους κινδύνους που ελλόχευαν όταν επιθυμούσες υπέρμετρα την αίσθηση της Μίας Δύναμης. Να σε αποκόψουν απ’ αυτή· να μπορείς ακόμα να νιώθεις το σαϊντάρ, αλλά να μην το ξαναγγίξεις ποτέ...
Ούτε και οι άλλες έδειχναν να έχουν διάθεση για συζήτηση.
Για να κρύψει την τρεμούλα της, έσκυψε από τη σέλα προς το φορείο, που λικνιζόταν απαλά. Οι κουβέρτες του Ματ είχαν γίνει ένα κουβάρι και αποκάλυπταν ένα κυρτό εγχειρίδιο, που το έσφιγγε στο ένα χέρι, με ένα ρουμπίνι, σαν αυγό περιστεριού, να στολίζει τη λαβή. Προσέχοντας να μην αγγίξει το εγχειρίδιο, τράβηξε τις κουβέρτες ώστε να σκεπάσουν το χέρι του. Ο Ματ ήταν λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερός της, αλλά τα ρουφηγμένα μάγουλα και η πελιδνή επιδερμίδα του τον φόρτωναν χρόνια. Το στέρνο του μόλις που σάλευε από την τραχιά αναπνοή του. Στα πόδια του είχε έναν ογκώδη, δερμάτινο σάκο. Η Εγκουέν τράβηξε τις κουβέρτες για να το σκεπάσει κι αυτό. Πρέπει να πάμε τον Ματ στον Πύργο, σκέφτηκε. Και το σάκο.
Και η Νυνάβε επίσης έσκυψε και άγγιξε το μέτωπο του Ματ. «Ο πυρετός του χειροτερεύει». Φαινόταν ανήσυχη. «Μακάρι να είχα λίγη ρίζα οξωκαρδιάς ή πυρετοβότανο».
«Ίσως η Βέριν να έπρεπε να προσπαθήσει πάλι να τον Θεραπεύσει», είπε η Ηλαίην.
Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Τράβηξε τα μαλλιά του Ματ από το μέτωπό του και ύστερα ίσιωσε το κορμί, πριν μιλήσει. «Λέει ότι τώρα μόλις που καταφέρνει και τον κρατά στη ζωή και την πιστεύω. Προσ... προσπάθησα να τον Θεραπεύσω κι εγώ χθες το βράδυ, αλλά δεν έγινε τίποτα».
Η Ηλαίην άφησε μια πνιχτή κραυγή. «Η Σέριαμ Σεντάι λέει ότι δεν πρέπει να δοκιμάζουμε να Θεραπεύουμε, αν δεν μας έχουν καθοδηγήσει σε κάθε στάδιο εκατό φορές».
«Μπορεί και να τον σκότωνες», την αποπήρε η Εγκουέν.
Η Νυνάβε ξεφύσησε δυνατά. «Θεράπευα πριν ακόμα πάω στην Ταρ Βάλον, έστω κι αν δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Αλλά εγώ χρειάζομαι τα γιατρικά μου για να το κάνω. Μακάρι να είχα λίγο πυρετοβότανο. Πιστεύω ότι δεν του έμεινε πολύς χρόνος ακόμα. Ώρες, ίσως».
Η Εγκουέν σκέφτηκε πως η Νυνάβε έδειχνε να λυπάται τόσο για τον ίδιο τον Ματ όσο και για το γεγονός ότι το γνώριζε, ότι γνώριζε τον τρόπο. Αναρωτήθηκε ξανά γιατί η Νυνάβε είχε επιλέξει να πάει στην Ταρ Βάλον για εκπαίδευση. Είχε μάθει να διαβιβάζει χωρίς να το ξέρει, παρ’ όλο που δεν μπορούσε πάντα να ελέγξει την πράξη της και είχε αποφύγει την κρίση που σκότωνε τις τρεις από τις τέσσερις γυναίκες που μάθαιναν χωρίς την καθοδήγηση των Άες Σεντάι. Η Νυνάβε έλεγε ότι ήθελε να μάθει περισσότερα, αλλά συχνά ήταν απρόθυμη γι’ αυτό, σαν παιδί που για τιμωρία του βάζουν στο στόμα ρίζα του φυτού προβατόγλωσσα.
«Σε λίγο θα φτάσουμε στο Λευκό Πύργο», είπε η Εγκουέν. «Εκεί θα μπορέσουν να τον Θεραπεύσουν. Η Άμερλιν θα τον φροντίσει. Θα φροντίσει τα πάντα». Δεν κοίταξε τον κρυμμένο σάκο δίπλα στα πόδια του Ματ. Και οι άλλες δύο γυναίκες πρόσεχαν να μην κοιτάξουν εκεί. Υπήρχαν ορισμένα μυστικά, τα οποία θα ξεφορτώνονταν με μεγάλη ανακούφιση.
«Καβαλάρηδες», είπε ξαφνικά η Νυνάβε, αλλά η Εγκουέν τους είχε ήδη δει. Είκοσι-είκοσι πέντε άντρες είχαν εμφανιστεί από ένα χαμηλό ύψωμα μπροστά τους και οι λευκοί μανδύες τους ανέμιζαν, καθώς κάλπαζαν με κατεύθυνση προς το μέρος τους.
«Τέκνα του Φωτός», έκανε η Ηλαίην, με έναν τόνο σαν να βλαστημούσε. «Νομίζω πως βρήκαμε την καταιγίδα σου και τους μπελάδες που έλεγε ο Χούριν».
Η Βέριν είχε σταματήσει το άλογό της και είχε φέρει το χέρι της στο μπράτσο του Χούριν, για να μην τραβήξει το σπαθί του. Η Εγκουέν ακούμπησε το άλογο που κουβαλούσε το φορείο από μπρος, σταματώντας το ακριβώς πίσω από την παχουλή Άες Σεντάι.
«Αφήστε με να μιλήσω εγώ, παιδιά», είπε με κατευναστικό ύφος η Άες Σεντάι και έβγαλε την κουκούλα της, αποκαλύπτοντας το γκρίζο στα μαλλιά της. Η Εγκουέν δεν ήξερε να πει πόσων χρόνων ήταν η Βέριν αρκετά μεγάλη για να μπορεί να είναι γιαγιά, όμως οι γκρίζες πινελιές ήταν το μοναδικό ίχνος ηλικίας της Άες Σεντάι. «Και προσέξτε, κάντε ό,τι θέλετε, αλλά μην τους επιτρέψετε να σας ξυπνήσουν το θυμό».
Το πρόσωπο της Βέριν ήταν γαλήνιο όσο και η φωνή της, αλλά η Εγκουέν ήταν σίγουρη πως είδε την Άες Σεντάι να μετρά με το βλέμμα την απόσταση ως την Ταρ Βάλον. Τώρα φαίνονταν οι κορυφές των πύργων και μια ψηλή γέφυρα, που ένωνε το ποτάμι με το νησί, αρκετά ψηλή για να μπορούν να περνούν από κάτω τα πλοία των εμπόρων, που ανεβοκατέβαιναν το ποτάμι.
Κοντά στο μάτι, αλλά μακριά στην πράξη, σκέφτηκε η Εγκουέν.
Για μια στιγμή, ένιωσε σίγουρη ότι οι Λευκομανδίτες θα ορμούσαν καταπάνω τους, αλλά ο αρχηγός τους σήκωσε το χέρι και σταμάτησαν απότομα, ούτε σαράντα βήματα πιο πέρα, σηκώνοντας σκόνη και χώμα μπροστά τους.
Η Νυνάβε μουρμούρισε θυμωμένη μέσα από δόντια της και η Ηλαίην κάθισε στη σέλα ίσια και καμαρωτά, μοιάζοντας έτοιμη να επιπλήξει τους Λευκομανδίτες για τους κακούς τρόπους τους. Ο Χούριν ακόμα έσφιγγε τη λαβή του σπαθιού του· φαινόταν έτοιμος να μπει ανάμεσα στις γυναίκες και τους Λευκομανδίτες κι ας έλεγε ό,τι ήθελε η Βέριν. Η δε Βέριν κούνησε ήρεμα το χέρι μπροστά από το πρόσωπο της, για να διώξει τη σκόνη. Οι καβαλάρηδες με τους άσπρους μανδύες απλώθηκαν σχηματίζοντας ένα τόξο και κλείνοντας αποφασιστικά το δρόμο.
Οι θώρακες και τα κωνικά κράνη άστραφταν από το γυάλισμα και ακόμα και οι πλάκες, που κάλυπταν τα μπράτσα τους, έλαμπαν. Στο στήθος του καθενός υπήρχε ο πλατύς, χρυσός ήλιος. Κάποιοι έβαλαν βέλη στα τόξα, χωρίς να τα σηκώσουν όμως, αλλά κρατώντας τα έτοιμα. Ο αρχηγός τους ήταν ένας νεαρός, αλλά παρά την ηλικία του είχε δύο χρυσούς κόμπους, τα διακριτικά του αξιώματός του, κάτω από τον ήλιο στο μανδύα του.
«Δύο μάγισσες της Ταρ Βάλον, αν δεν κάνω λάθος, ε;» είπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο, που έκανε το στενό του πρόσωπο να τραβιέται. Η αλαζονεία φώτιζε τα μάτια του, σαν να ήξερε μια αλήθεια την οποία οι άλλοι ήταν τόσο ηλίθιοι που δεν την έβλεπαν. «Και δύο χαζοκόριτσα με ένα ζευγάρι σκυλάκια, το ένα άρρωστο και το άλλο γέρικο». Ο Χούριν αγρίεψε, αλλά το χέρι της Βέριν τον συγκράτησε. «Από πού έρχεστε;» ζήτησε να μάθει ο Λευκομανδίτης.
«Ερχόμαστε από τα δυτικά», είπε ήρεμα η Βέριν. «Βγες από το δρόμο μας και άσε μας να προχωρήσουμε. Τα Τέκνα του Φωτός δεν έχουν εξουσία εδώ».
«Τα Τέκνα του Φωτός έχουν εξουσία όπου υπάρχει Φως, μάγισσα, και όπου δεν υπάρχει Φως, το φέρνουμε. Απάντησε στις ερωτήσεις μου! Ή μήπως πρέπει να σε πάρω στο στρατόπεδό μας και να αφήσω να σε ρωτήσουν οι Εξεταστές;»
Ο Ματ δεν είχε περιθώριο για καθυστερήσεις και χρειαζόταν βοήθεια στο Λευκό Πύργο. Και το σημαντικότερο ήταν —η Εγκουέν μόρφασε όταν σκέφτηκε κι αυτό― ότι δεν μπορούσαν να αφήσουν το σάκο και τα περιεχόμενά του να πέσουν σε χέρια Λευκομανδίτων.
«Σου απάντησα», είπε η Βέριν, διατηρώντας ακόμα την ψυχραιμία της, «και μάλιστα ευγενικότερα απ’ όσο σου αξίζει. Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορείς να μας σταματήσεις;» Κάποιοι Λευκομανδίτες σήκωσαν τα τόξα τους, σαν να είχε ξεστομίσει απειλή, αλλά εκείνη συνέχισε, χωρίς να υψώσει καθόλου τη φωνή της. «Μπορεί σε κάποιες χώρες να κάνετε ό,τι θέλετε με τις απειλές σας, αλλά όχι εδώ, μπροστά στην Ταρ Βάλον. Στ’ αλήθεια, πιστεύετε ότι σε αυτό το μέρος θα αφήσουν να πάρετε μαζί σας Άες Σεντάι;»
Ο αξιωματικός σάλεψε αμήχανα στη σέλα του, λες και ξαφνικά δεν ήταν σίγουρος αν τα λόγια του είχαν βάση. Έπειτα έριξε πίσω μια ματιά στους άντρες του —είτε για να θυμηθεί ότι είχε υποστήριξη, είτε επειδή είχε θυμηθεί ότι τον έβλεπαν― και μετά ξαναπήρε θάρρος. «Δεν φοβάμαι τους τρόπους εσάς των Σκοτεινόφιλων, μάγισσα. Απάντησε μου, αλλιώς θα απαντήσεις στους Εξεταστές». Σαν να του είχε κοπεί η φόρα, όμως.
Η Βέριν άνοιξε το στόμα σαν να ήθελε να συνεχίσει μια συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, όμως πριν προλάβει να μιλήσει, την έκοψε η Ηλαίην, με επιβλητική, προστακτική φωνή. «Είμαι η Ηλαίην, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Αν δεν κάνεις αμέσως στην άκρη, θα λογοδοτήσεις στη Βασίλισσα Μοργκέις, Λευκομανδίτη!» Η Βέριν ξεφύσησε ενοχλημένη.
Ο Λευκομανδίτης για μια στιγμή τα χρειάστηκε, ύστερα όμως γέλασε. «Α, έτσι λες; Ίσως ανακαλύψεις ότι η Μοργκέις, τώρα πια, δεν τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τις μάγισσες, μικρούλα. Αν σε πάρω απ’ αυτές και σε πάω ξανά στο πλευρό της, θα με ευχαριστήσει. Ο Άρχοντας Ταξιάρχης Ήμον Βάλντα θα ήθελε πολύ να σου μιλήσει, Κόρη-Διάδοχε του Άντορ». Σήκωσε το χέρι ― για να κάνει κάποια χειρονομία ή για να καλέσει τους άντρες του, η Εγκουέν δεν μπόρεσε να καταλάβει. Κάποιοι Λευκομανδίτες έπιασαν τα χαλινάρια.
Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο, σκέφτηκε η Εγκουέν, Δεν θα με αλυσοδέσουν ποτέ ξανά! Άνοιξε τον εαυτό της στη Μία Δύναμη. Ήταν μια απλή άσκηση και, ύστερα από πολλές επαναλήψεις, το κατάφερνε πιο γοργά από την πρώτη φορά που το είχε δοκιμάσει. Μέσα σε μια στιγμή, το μυαλό της άδειασε από τα πάντα, εκτός από ένα μπουμπούκι τριανταφυλλιάς, που έπλεε στο τίποτα. Η ίδια ήταν ο ροδανθός που ανοιγόταν στο φως, ανοιγόταν στο σαϊντάρ, το θηλυκό μισό της Αληθινής Πηγής. Η Δύναμη την πλημμύρισε, απείλησε να την παρασύρει. Ήταν σαν να γέμιζε με φως, με το Φως, σαν να ήταν ένα με το Φως, σε μια λαμπρή έκσταση. Πάλεψε να το αντέξει ώστε να μην παραδοθεί και εστίασε την προσοχή στο έδαφος, μπροστά από το άλογο του Λευκομανδίτη. Ένα μικρό, συγκεκριμένο σημείο του εδάφους· δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Δεν θα με πιάσετε!
Το χέρι του άλλου ακόμα δεν είχε ολοκληρώσει την κίνηση του. Με ένα βρυχηθμό, το έδαφος μπροστά του εξερράγη, σηκώνοντας ένα στενό σιντριβάνι από χώμα και πέτρες πιο ψηλά από το κεφάλι του. Το άλογό του ορθώθηκε στα δύο πόδια χλιμιντρίζοντας και ο αξιωματικός κατρακύλησε από τη σέλα, σαν σακί.
Πριν πέσει στο χώμα, η Εγκουέν εστίασε την προσοχή της πιο κοντά στους άλλους Λευκομανδίτες και το έδαφος άνοιξε από άλλη μια έκρηξη. Η Μπέλα έκανε μερικά πηδηματάκια στο πλάι, αλλά η Εγκουέν, χωρίς να το σκεφτεί συνειδητά, τη σταμάτησε με τα χαλινάρια και τα γόνατά της. Αν και την είχε τυλίξει το κενό, ένιωσε έκπληξη με την τρίτη έκρηξη, που δεν ήταν δικό της έργο και ύστερα με την τέταρτη. Ένιωσε από κάπου μακριά τη Νυνάβε και την Ηλαίην, οι οποίες ήταν κουκουλωμένες στη λάμψη που έλεγε ότι κι αυτές, επίσης, είχαν αγκαλιάσει το σαϊντάρ, έλεγε ότι τις είχε αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Η αύρα αυτή δεν θα ήταν ορατή παρά μόνο σε όσες γυναίκες μπορούσαν να διαβιβάσουν, αλλά τα αποτελέσματά της ήταν ορατά σε όλους. Οι εκρήξεις χτυπούσαν τους Λευκομανδίτες απ’ όλες τις πλευρές, τους έλουζαν με σκόνη, τους τράνταζαν με τον ήχο τους και ξεσήκωναν τα άλογά τους.
Ο Χούριν κοίταζε ολόγυρά του με το στόμα ορθάνοιχτο, προφανώς τρομαγμένος όσο οι Λευκομανδίτες, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα άλογα που μετέφεραν το φορείο, καθώς και το δικό του άτι, για να μην το σκάσουν. Η Βέριν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, από έκπληξη και θυμό. Το στόμα της ανοιγόκλεινε με ένταση, ό,τι όμως κι αν έλεγε, χανόταν μέσα στο σαματά.
Και ύστερα οι Λευκομανδίτες το έβαλαν στα πόδια —μερικοί, μάλιστα, πέταξαν τα τόξα πανικόβλητοι― καλπάζοντας σαν να τους κυνηγούσε ο ίδιος ο Σκοτεινός. Όλοι, εκτός από το νεαρό αξιωματικό, που σηκώθηκε από κάτω. Με τους ώμους του κυρτούς, κοίταξε τη Βέριν με μάτια γουρλωμένα, έτσι που φαινόταν έντονα το ασπράδι γύρω από τις κόρες. Η σκόνη είχε λερώσει τον ωραίο, άσπρο μανδύα και το πρόσωπό του, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει. «Σκότωσέ με, λοιπόν, μάγισσα!» είπε τρέμοντας. «Εμπρός. Σκότωσέ με, όπως σκότωσες τον πατέρα σου!»
Η Άες Σεντάι δεν του έδωσε σημασία. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στις συντρόφισσές της. Οι Λευκομανδίτες που είχαν διαφύγει, χάθηκαν πίσω από το ύψωμα από το οποίο είχαν πρωτοεμφανιστεί όλοι μαζί, χωρίς να κοιτάζει κανένας πίσω του. Το άλογο του αξιωματικού κάλπαζε μαζί τους.
Κάτω από την οργισμένη ματιά της Βέριν, η Εγκουέν άφησε το σαϊντάρ, αργά, απρόθυμα. Πάντα ήταν δύσκολο να το αφήσει. Ακόμα πιο αργά, εξαφανίστηκε και η λάμψη γύρω από τη Νυνάβε. Η Νυνάβε κοίταζε συνοφρυωμένη και θυμωμένη τον Λευκομανδίτη μπροστά τους με το τρομαγμένο βλέμμα, σαν να τον θεωρούσε ικανό για κάποιο τέχνασμα. Η Ηλαίην έμοιαζε σοκαρισμένη από αυτό που είχε κάνει.
«Αυτό που έκανες», άρχισε να λέει η Βέριν και μετά σταμάτησε για να πάρει μια βαθιά ανάσα. Το βλέμμα της κάρφωσε τις τρεις νεότερες γυναίκες. «Αυτό που κάνατε είναι βδελυρό. Βδελυρό! Οι Άες Σεντάι δεν χρησιμοποιούν τη Δύναμη ως όπλο, παρά μόνο εναντίον των Σκιογέννητων ή, σε ακραία, έσχατη περίπτωση, για να προστατέψουν τη ζωή τους. Οι Τρεις Όρκοι —»
«Θα μας σκότωναν», την έκοψε η Νυνάβε με έξαψη. «Θα μας σκότωναν ή θα μας έπαιρναν για να μας βασανίσουν. Αυτός πήγε να δώσει τη διαταγή».
«Δεν... δεν χρησιμοποιήσαμε τη Δύναμη ως όπλο, Βέριν Σεντάι». Η Ηλαίην είχε το κεφάλι ψηλά, αλλά η φωνή της έτρεμε. «Δεν κάναμε κακό σε κανέναν, ούτε καν προσπαθήσαμε να κάνουμε κακό. Δεν μπορεί να —»
«Ασε τα δικολαβικά επιχειρήματα τώρα!» ξέσπασε η Βέριν. «Όταν γίνετε κανονικές Άες Σεντάι —αν γίνετε ποτέ κανονικές Άες Σεντάι!― θα δεσμευτείτε να υπακούτε τους Τρεις Όρκους, αλλά ακόμα και οι μαθητευόμενες είναι υποχρεωμένες να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να ζουν σαν να έχουν ήδη δεσμευτεί».
«Τι μπορούσαμε να κάνουμε με αυτόν;» Η Νυνάβε έδειξε τον Λευκομανδίτη αξιωματικό, που ακόμα στεκόταν εκεί και φαινόταν αποσβολωμένος. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο· έμοιαζε θυμωμένη όσο και η Άες Σεντάι. «Θα μας έπαιρνε αιχμάλωτες. Ο Ματ θα πεθάνει, αν δεν φτάσει σύντομα στην Ταρ Βάλον και... και...»
Η Εγκουέν ήξερε ότι η Νυνάβε πάσχιζε να μην ξεστομίσει το και δεν μπορούμε να αφήσουμε το σάκο στα χέρια κανενός άλλον, παρά μόνο της Άμερλιν.
Η Βέριν κοίταξε τον Λευκομανδίτη κουρασμένα. «Ήθελε μόνο να μας φοβερίσει, παιδί μου. Ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να μας πάει εκεί που δεν θέλαμε να πάμε, παρά μόνο με μεγάλο κόπο και φασαρία. Αυτό δεν γινόταν εδώ πέρα, δίπλα στην Ταρ Βάλον. Εντάξει, ίσως προσπαθούσε να μας σκοτώσει, αν μπορούσε να το κάνει από κάποια κρυψώνα, αλλά κανένας Λευκομανδίτης που έχει μια στάλα μυαλό δεν τα βάζει καταπρόσωπο με μια Άες Σεντάι. Δες τι έκανες! Τι ιστορίες θα πουν αυτοί οι άνθρωποι, τι ζημιά θα κάνουν...»
Το πρόσωπο του αξιωματικού είχε κοκκινίσει όταν η Βέριν είπε για την κρυψώνα. «Δεν είναι δειλία να τα βάλεις με τις δυνάμεις που Τσάκισαν τον Κόσμο», ξέσπασε. «Εσείς, οι μάγισσες, θέλετε πάλι να Τσακίσετε τον Κόσμο, στην υπηρεσία του Σκοτεινού!» Η Βέριν κούνησε το κεφάλι, αποθαρρυμένη και κουρασμένη.
Η Εγκουέν ευχήθηκε να μπορούσε να διορθώσει ένα μέρος της ζημιάς που είχε κάνει. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που έκανα», είπε στον αξιωματικό. Χάρηκε που δεν ήταν δεσμευμένη να μη λέει λέξη που να μην είναι αληθινή, όπως οι κανονικές Άες Σεντάι, επειδή αυτό που είχε πει δεν ήταν εντελώς αλήθεια. «Κακώς το έκανα και ζητώ συγγνώμη. Είμαι βέβαιη ότι η Βέριν Σεντάι θα Θεραπεύσει τις μελανάδες σου». Εκείνος οπισθοχώρησε, λες και η άλλη είχε προθυμοποιηθεί να τον γδάρει ζωντανό. Η Βέριν ξεφύσησε δυνατά. «Κάναμε μεγάλο ταξίδι», συνέχισε η Εγκουέν, «τόσο δρόμο από το Φάλμε κι αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένη, ποτέ δεν θα —»
«Κλείστε το στόμα, κοριτσάκι!» φώναξε η Βέριν, την ίδια στιγμή που ο Λευκομανδίτης ξεφώνιζε, «Το Τόμαν Χεντ; Στο Φάλμε! Ήσασταν στο Φάλμε!» Έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω, σχεδόν παραπατώντας και μισοτράβηξε το σπαθί του. Από την έκφραση του προσώπου του, η Εγκουέν δεν ήξερε αν σκόπευε να επιτεθεί ή να αμυνθεί. Ο Χούριν πλησίασε με το άλογό του τον Λευκομανδίτη, έχοντας το χέρι στο σπαθοσπάστη του, αλλά ο άντρας με το στενό πρόσωπο συνέχισε έξαλλος, με τα σάλια να πετάγονται ολόγυρα από την οργή του. «Ο πατέρας μου πέθανε στο Φάλμε! Μου το είπε ο Μπάυαρ! Εσείς, οι μάγισσες, τον σκοτώσατε για τον ψεύτικο Δράκοντά σας! Θα πεθάνετε γι’ αυτό! Θα καείτε γι’ αυτό!»
«Επιπόλαια παιδιά!» Η Βέριν στέναξε. «Όταν ανοίγετε το στόμα, είστε χειρότερες κι από τα αγοράκια. Πήγαινε στο Φως, μικρέ μου», είπε στον Λευκομανδίτη.
Δίχως άλλη λέξη, τις οδήγησε να προσπεράσουν τον αξιωματικό, αλλά πίσω τους ακολουθούσαν οι κραυγές του. «Το όνομά μου είναι Ντάιν Μπόρνχαλντ! Μην το ξεχάσετε, Σκοτεινόφιλοι! Θα σας κάνω να φοβάστε το όνομά μου! Μην ξεχνάτε το όνομά μου!»
Με τις φωνές του Μπόρνχαλντ να χάνονται πίσω τους, η ομάδα προχώρησε σιωπηλή για λίγη ώρα. Τέλος, η Εγκουέν είπε, χωρίς να απευθύνεται σε κάποιον συγκεκριμένα: «Ήθελα μόνο να βοηθήσω λιγάκι την κατάσταση».
«Να βοηθήσεις!» μουρμούρισε η Βέριν. «Πρέπει να μάθεις πότε είναι ώρα να πεις ολόκληρη την αλήθεια και πότε να βάλεις χαλινάρι στο στόμα. Αυτό είναι το μικρότερο από τα μαθήματα που πρέπει να μάθεις, αλλά είναι σημαντικό, αν θέλεις να επιβιώσεις και να φορέσεις το επώμιο της κανονικής αδελφής. Δεν σου πέρασε από το νου ότι ίσως η είδηση για το Φάλμε να έφτασε πριν από εμάς;»
«Γιατί να σκεφτεί τέτοιο πράγμα;» ρώτησε η Νυνάβε. «Όσους συναντήσαμε ως τώρα μόνο φήμες είχαν ακούσει και τον τελευταίο μήνα είχαμε αφήσει πίσω ακόμα και τις φήμες».
«Και οι ειδήσεις πρέπει να ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με εμάς;» απάντησε η Βέριν. «Πηγαίναμε αργά. Οι φήμες πετάνε από εκατό μεριές. Πάντα να κάνεις τα σχέδια σου για το χειρότερο, παιδί μου· έτσι, όλες οι εκπλήξεις θα είναι ευχάριστες».
«Τι ήθελε να πει για τη μητέρα μου;» είπε ξαφνικά η Ηλαίην. «Ψέματα θα έλεγε. Η μητέρα μου ποτέ δεν θα στρεφόταν κατά της Ταρ Βάλον.»
«Οι Βασίλισσες του Άντορ ανέκαθεν ήταν φίλες της Ταρ Βάλον, μα τα πράγματα αλλάζουν». Το πρόσωπο της Βέριν είχε γαληνέψει πάλι, όμως η φωνή της είχε ένα σφίξιμο. Γύρισε στη σέλα για να καλοκοιτάξει τους άλλους, τις τρεις νεαρές γυναίκες, τον Χούριν, τον Ματ στο φορείο. «Ο κόσμος είναι παράξενος και τα πάντα αλλάζουν». Πέρασαν τη ράχη· τώρα, μπροστά τους φαινόταν ένα χωριό με στέγες από κίτρινα κεραμίδια, μαζεμένες γύρω από τη μεγάλη γέφυρα που οδηγούσε στην Ταρ Βάλον. «Τώρα πρέπει να έχετε τα μάτια σας δεκατέσσερα», είπε η Βέριν. «Τώρα αρχίζει ο μεγάλος κίνδυνος».