Ο Ματ, καθώς κοίταζε στις σκιές του φεγγαριού, αποφάσισε ότι οι στέγες του Δακρύου δεν ήταν μέρος για βρίσκεται ένας λογικός άνθρωπος τη νύχτα. Κάτι παραπάνω από πενήντα βήματα —το άνοιγμα αυτού του μεγάλου δρόμου, ή ίσως ήταν στενή πλατεία― χώριζαν την Πέτρα από την κεραμιδοσκεπή όπου βρισκόταν ο Ματ, δύο ορόφους ψηλότερα από το πλακόστρωτο. Αλλά πότε ήμουν λογικός; Οι μόνοι άνθρωποι που γνώρισα και ήταν συνεχώς λογικοί, ήταν τόσο βαρετοί που νύσταζες και μόνο που τους έβλεπες. Είτε δρόμος ήταν, είτε πλατεία, τον είχε ακολουθήσει σε όλο το γύρο της Πέτρας μετά το ηλιοβασίλεμα· το μόνο μέρος απ’ όπου δεν περνούσε ήταν από τη μεριά του ποταμού, όπου ο Ερινίν κυλούσε σύρριζα στο φρούριο και τίποτα δεν τον έκοβε, παρά μόνο το τείχος της πόλης. Εκείνο το τείχος ήταν μόνο δύο σπίτια πιο πέρα, στα δεξιά του. Ως τώρα, η κορυφή του τείχους έμοιαζε να είναι το καλύτερο μονοπάτι προς την Πέτρα, αλλά όχι τέτοιο που θα χαιρόταν να το ακολουθήσει.
Μάζεψε τη ράβδο του και ένα μικρό, τενεκεδένιο κουτί με συρμάτινο χερούλι και πλησίασε προσεκτικά μια τούβλινη καμινάδα, που ήταν κάπως πιο κοντά στο τείχος. Το δέμα με τα βεγγαλικά κουνήθηκε στην πλάτη του. Αρχικά ήταν στρογγυλό, πριν καταπιαστεί μαζί του νωρίτερα, στο δωμάτιο και τώρα ήταν ένας μπόγος με βεγγαλικά μέσα, στριμωγμένα όσο πιο πολύ μπορούσε, αν και ακόμα υπερβολικά μεγάλο για να το κουβαλά στις στέγες μέσα στο σκοτάδι. Πιο πριν, ο μπόγος είχε κάνει το πόδι του να γλιστρήσει, ρίχνοντας ένα κεραμίδι από τη στέγη και κάποιος που κοιμόταν σε ένα δωμάτιο παρακάτω είχε ξυπνήσει, κραυγάζοντας «κλέφτης!» και κάνοντας τον Ματ το βάλει στα πόδια. Ίσιωσε ασυναίσθητα το δέμα και ζάρωσε στις σκιές της καμινάδας. Ύστερα από λίγο, ακούμπησε κάτω το τενεκεδένιο κουτί· το συρμάτινο χερούλι ζεσταινόταν κι είχε γίνει πολύ άβολο στο κράτημα.
Ένιωθε λίγο περισσότερη ασφάλεια εξετάζοντας έτσι την Πέτρα, από τις σκιές, αλλά το θέαμα δεν ήταν ενθαρρυντικό. Το τείχος της πόλης δεν ήταν χοντρό, σαν εκείνα που είχε δει σε άλλα μέρη, στο Κάεμλυν ή στην Ταρ Βάλον· είχε πλάτος το πολύ ένα βήμα και το στήριζαν μεγάλες, πέτρινες αντηρίδες, που τώρα τις είχε καταπιεί το σκοτάδι. Το ένα βήμα ήταν αρκετό πλάτος για να περπατήσει κανείς, φυσικά, μόνο που δεξιά κι αριστερά θα έπεφτες από ύψος δέκα απλωσιών ― μέσα στο σκοτάδι, πάνω σε σκληρό πλακόστρωτο. Αλλά μερικά απ’ αυτά τα παλιόσπιτα είναι κολλητά με το τείχος, μπορώ να ανέβω στην κορυφή σχετικά εύκολα και μετά πάει ευθεία στην Πέτρα!
Έφτανε ως εκεί, βέβαια, αλλά αυτό δεν ήταν ιδιαίτερη παρηγοριά. Οι πλευρές της Πέτρας έμοιαζαν με γκρεμούς. Ξανακοίταξε αυτό το ύψος και είπε στον εαυτό του ότι θα μπορούσε να το σκαρφαλώσει. Φυσικά και μπορώ. Είναι σαν τους γκρεμούς στα Όρη της Ομίχλης. Ανηφόριζαν πάνω από εκατό βήματα ίσια πάνω, πριν εμφανιστεί ο πρώτος προμαχώνας. Χαμηλότερα πρέπει να υπήρχαν σχισμές για βέλη, αλλά μέσα στη νύχτα δεν τις διέκρινε. Και δεν θα χωρούσε σε μια τέτοια σχισμή. Εκατό βήματα, που να πάρει. Εκατόν είκοσι, ίσως. Που να καώ, ακόμα και ο Ραντ δεν θα προσπαθούσε να το σκαρφαλώσει. Αλλά ήταν ο μόνος τρόπος που είχε βρει για να μπει. Όλες οι πύλες που είχε δει ήταν κλεισμένες και έμοιαζαν αρκετά γερές για να αντέξουν ένα κοπάδι ταύρους. Επιπλέον, υπήρχαν καμιά ντουζίνα στρατιώτες που τις φύλαγαν όλες, φορώντας κράνη και θώρακες, ζωσμένοι με σπαθιά.
Ξαφνικά, ο Ματ ανοιγόκλεισε τα μάτια και κοίταξε τη μια πλευρά της Πέτρας. Υπήρχε στ’ αλήθεια κάποιος βλάκας που σκαρφάλωνε εκεί, ο οποίος μετά βίας φαινόταν, σαν μια κινούμενη σκιά στο φως του φεγγαριού και είχε ήδη φτάσει στα μισά, ενώ τον χώριζαν εβδομήντα βήματα από το πλακόστρωτο παρακάτω. Είναι βλάκας αυτός, ε; Ε, λοιπόν, το ίδιο κι εγώ, επειδή κι εγώ θα ανέβω. Που να καώ, μπορεί να τους ξεσηκώσει σε συναγερμό εκεί πέρα και να με πιάσουν. Δεν έβλεπε πια τον αναρριχητή. Ποιος στο Φως είναι; Τι σημασία έχει ποιος είναι; Που να καώ, τι χαζός τρόπος να κερδίσεις ένα στοίχημα. Θα ζητήσω ένα φιλί από την καθεμιά τους, ακόμα και από τη Νυνάβε!
Άλλαξε θέση για να κοιτάξει το τείχος, προσπάθησε να διαλέξει ένα σημείο για να σκαρφαλώσει και ξαφνικά ένιωσε ατσάλι στο λαιμό του. Δίχως να σκεφτεί, το χτύπησε για να το απομακρύνει και θέρισε τα πόδια του άλλου με τη ράβδο του. Κάποιος άλλος κλώτσησε αυτόν στα πόδια, ρίχνοντάς τον κάτω, σχεδόν πάνω στον άντρα που είχε ρίξει ο ίδιος. Κυλίστηκε στα κεραμίδια, έχασε το μπογαλάκι με τα πυροτεχνήματα -αν πέσει στο δρόμο, θα τους σπάσω το κεφάλι!― ενώ στριφογύριζε τη ράβδο· την ένιωσε να βρίσκει σάρκα και για δεύτερη φορά άκουσε γρυλίσματα. Κι έπειτα ένιωσε δύο λεπίδες στο λαιμό του.
Μαρμάρωσε, με τα χέρια απλωμένα. Οι αιχμές κοντών δοράτων, που ήταν θαμπές έτσι ώστε να μην καθρεφτίζουν το αμυδρό φως του φεγγαριού, πίεζαν τη σάρκα του και μόλις που δεν τον έκοβαν για να βγει αίμα. Το βλέμμα του τα ακολούθησε ως τα πρόσωπα αυτών που τα κρατούσαν, αλλά τα κεφάλια τους ήταν καλυμμένα και τα πρόσωπά τους είχαν μαύρα πέπλα, τα οποία άφηναν να φανούν μονάχα τα μάτια τους, που τον κοίταζαν. Που να καώ, έπεσα σε πραγματικούς κλέφτες! Τι έπαθε η τύχη μου;
Φόρεσε ένα πλατύ χαμόγελο, με άφθονα δόντια, για να το δουν στο φεγγαρόφωτο. «Δεν θέλω να σας εμποδίσω στη δουλειά σας, οπότε, αν με αφήσετε να συνεχίσω το δρόμο μου, θα σας αφήσω να πάτε στο δικό σας και δεν θα πω τίποτα». Οι άντρες με τα πέπλα δεν κουνήθηκαν, ούτε και τα δόρατά τους. «Ούτε εσείς θέλετε σαματά, ούτε εγώ. Δεν θα σας προδώσω». Στέκονταν σαν αγάλματα, ατενίζοντάς τον. Που να καώ, δεν προλαβαίνω να μπλεχτώ. Ώρα να ρίξω τα ζάρια. Για μια παγερή στιγμή, του φάνηκε ότι τα λόγια στο μυαλό του ήταν παράξενα. Έσφιξε τη ράβδο του, που βρισκόταν παραδίπλα του ― και παραλίγο να κραυγάσει όταν κάποιος του πάτησε με δύναμη τον καρπό.
Γύρισε το βλέμμα για να δει ποιος ήταν. Που να καώ, τι βλάκας που είμαι, ξέχασα τον άλλο, που έπεσα πάνω του. Αλλά είδε μια άλλη μορφή να κινείται πίσω από εκείνον που του πατούσε τον καρπό και σκέφτηκε ότι, τελικά, ήταν καλύτερα που δεν είχε κατορθώσει να πιάσει τη ράβδο του.
Αυτό που πατούσε το χέρι του ήταν μια μαλακή μπότα, με κορδόνια ως το γόνατο. Του κέντριζε τη μνήμη. Κάτι για έναν άντρα που είχαν συναντήσει στα βουνά. Το βλέμμα του ταξίδεψε πιο πάνω, στις μορφές που τύλιγε η νύχτα, προσπαθώντας να διακρίνει το κόψιμο και το χρώμα των ρούχων τους —έμοιαζαν να είναι από σκιά, χρώματα που έμπλεκαν τόσο καλά με το σκοτάδι, που δεν μπορούσες να τα δεις καθαρά― στάθηκε για λίγο σε ένα μαχαίρι με μακριά λεπίδα στη μέση του άλλου και, στο τέλος, σταμάτησε στο σκούρο πέπλο του προσώπου του. Ένα πρόσωπο με μαύρο πέπλο. Μαύρο πέπλο.
Αελίτες! Που να καώ, τι γυρεύουν οι άτιμοι οι Αελίτες εδώ πέρα! Ένιωσε μια παγωνιά στο στομάχι όταν θυμήθηκε ότι οι Αελίτες φορούσαν το πέπλο όταν σκότωναν.
«Ναι», είπε μια αντρική φωνή, «είμαστε Αελίτες». Ο Ματ τινάχτηκε ξαφνιασμένος· δεν είχε καταλάβει ότι είχε μιλήσει δυνατά.
«Χορεύεις καλά για κάποιον που αιφνιδιάστηκε», είπε μια νεαρή, γυναικεία φωνή. Του φάνηκε ότι ήταν εκείνη που στεκόταν πάνω στο χέρι του. «Ίσως, κάποια άλλη μέρα, να έχω χρόνο να χορέψω κανονικά μαζί σου».
Έκανε να χαμογελάσει -αν θέλει να χορέψει μαζί μου, τουλάχιστον δεν πρόκειται να με σκοτώσουν!― αλλά, αντίθετα, έσμιξε τα φρύδια. Αχνοθυμόταν ότι οι Αελίτες μερικές φορές εννοούσαν κάτι διαφορετικό όταν έλεγαν κάτι τέτοιο.
Τράβηξαν τα δόρατά τους και τον σήκωσαν όρθιο. Αυτός τους έσπρωξε και ξεσκονίστηκε, σαν να στεκόταν σε κοινή αίθουσα και σε μια στέγη με τέσσερις Αελίτες, μέσα στη νύχτα. Οι Αελίτες είχαν φαρέτρες και μαχαίρια στη μέση, καθώς και αρκετά δόρατα ο καθένας στη ράχη, μαζί με τόξα σε θήκες, με τις μακριές λεπίδες των δοράτων να ξεπροβάλλουν πάνω από τους ώμους τους. Άκουσε τον εαυτό του να τραγουδάει το «Είμαι Στον Πάτο Του Πηγαδιού» και σταμάτησε.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η αντρική φωνή. Με τα πέπλα, ο Ματ δεν ήταν σίγουρος ποιος είχε μιλήσει· η φωνή έμοιαζε να ανήκει σε άνθρωπο μεγάλης ηλικίας, είχε αυτοπεποίθηση, έμοιαζε συνηθισμένη να διατάζει. Του φαινόταν ότι μπορούσε να ξεχωρίσει τουλάχιστον τη γυναίκα· ήταν η μόνη μορφή από τις τέσσερις που ήταν κοντύτερή του και μάλιστα όχι πολύ. Οι άλλοι τον περνούσαν ένα κεφάλι, αν όχι παραπάνω. Άτιμοι Αελίτες, σκέφτηκε. «Σε παρακολουθούμε αρκετή ώρα», είπε ο μεγαλύτερος άντρας, «σε είδαμε να παρακολουθείς την Πέτρα. Την εξέτασες από κάθε γωνιά. Γιατί;»
«Μπορώ να ρωτήσω το ίδιο κι εσάς», είπε μια άλλη φωνή. Ο Ματ ήταν ο μόνος που τινάχτηκε, καθώς ένας άντρας με φαρδύ παντελόνια έβγαινε από τις σκιές. Έμοιαζε να είναι ξυπόλητος, για να έχει καλύτερο πάτημα στα κεραμίδια. «Περίμενα ότι θα έβρισκα κλέφτες, όχι Αελίτες», συνέχισε ο άντρας, «αλλά μη νομίσετε ότι φοβάμαι που είστε περισσότεροι». Ένα λεπτό ραβδί, όχι ψηλότερο από το μπόι του, εμφανίστηκε και θόλωσε από την ταχύτητα που το στριφογύριζε. «Το όνομά μου είναι Τζούιλιν Σάνταρ και είμαι κλεφτοκυνηγός. Θα ήθελα να μάθω τι κάνετε στις στέγες, παρακολουθώντας την Πέτρα».
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. Πόσος κόσμος είναι στις στέγες απόψε; Μόνο ο Θομ έλειπε, να έρθει και να παίξει την άρπα του, ή να κάποιος που έψαχνε για πανδοχείο. Κλεφτοκυνηγός, που να πάρει! Αναρωτήθηκε γιατί οι Αελίτες απλώς στέκονταν έτσι.
«Για άνθρωπος της πόλης, ξέρεις πώς να ενεδρεύεις», είπε η φωνή του μεγαλύτερου άντρα. «Αλλά γιατί μας παρακολουθείς; Δεν κλέψαμε τίποτα. Γιατί κι εσύ ο ίδιος κοίταζες τόσο συχνά την Πέτρα;»
Ακόμα και στο φεγγαρόφωτο, η έκπληξη αυτού του ανθρώπου ήταν ολοφάνερη. Τινάχτηκε, άνοιξε το στόμα ― και το έκλεισε πάλι, καθώς τέσσερις ακόμα Αελίτες ξεπρόβαλλαν από τη σκοτεινιά πίσω του. Με έναν αναστεναγμό, έγειρε στο λεπτό ραβδί του. «Φαίνεται ότι πιάστηκα κι εγώ», μουρμούρισε. «Φαίνεται ότι εγώ πρέπει να απαντήσω στις ερωτήσεις σας». Κοίταξε προς την Πέτρα και ύστερα κούνησε το κεφάλι. «Έκανα... ένα πράγμα σήμερα... που με βασανίζει». Φαινόταν σχεδόν σαν να μονολογούσε, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη. «Ένα μέρος του εαυτού μου λέει ότι ήταν σωστό αυτό που έκανα, ότι πρέπει να υπακούω. Βέβαια, φαινόταν σωστό όταν το έκανα. Αλλά μια φωνούλα μου λέει ότι... πρόδωσα κάτι. Είμαι βέβαιος ότι αυτή η φωνή έχει άδικο και είναι πολύ αδύναμη, αλλά δεν λέει να σταματήσει». Τότε σταμάτησε ο ίδιος να μιλάει, κουνώντας πάλι το κεφάλι.
Ένας Αελίτης ένευσε και μίλησε με τη φωνή του μεγαλύτερου άντρα. «Είμαι ο Ρούαρκ, της φυλής των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ και κάποτε ήμουν Άεθαν Ντορ, Κόκκινη Ασπίδα. Μερικές φορές, οι Κόκκινες Ασπίδες κάνουν αυτό που κάνουν οι ληστοκυνηγοί σας. Σου το λέω αυτό, για να καταλάβεις ότι ξέρω τι κάνεις και τι είδους άνθρωπος πρέπει να είσαι. Δεν θέλω το κακό σου, Τζούιλιν Σάνταρ των ληστοκυνηγών, ούτε το κακό του λαού της πόλης σου, αλλά δεν θα σε αφήσουμε να σημάνεις συναγερμό. Αν μείνεις σιωπηλός, θα ζήσεις· αν όχι, δεν πρόκειται».
«Δεν θέλετε το κακό της πόλης», είπε αργά ο Σάνταρ. «Τότε γιατί ήρθατε εδώ;»
«Για την Πέτρα». Ο τόνος του Ρούαρκ έκανε φανερό ότι δεν θα έλεγε τίποτα παραπάνω.
Ύστερα από μια στιγμή, ο Σάνταρ ένευσε και μουρμούρισε: «Μου έρχεται να ευχηθώ να μπορούσατε να βλάψετε την Πέτρα, Ρούαρκ. Θα κρατήσω το στόμα μου κλειστό».
Ο Ρούαρκ έστρεψε το πρόσωπό του, με τα πέπλα, στον Ματ. «Κι εσύ, ανώνυμε νεαρούλη; Θα μου πεις τώρα γιατί παρακολουθούσες την Πέτρα με τόση προσοχή;»
«Απλώς, ήθελα να κάνω μια βολτούλα στο φεγγαρόφωτο», είπε ανάλαφρα ο Ματ. Η νεαρή γυναίκα ακούμπησε ξανά τη μύτη του δόρατός της στο λαιμό του· αυτός προσπάθησε να μην καταπιεί. Ε, ίσως μπορώ να τους πω κάτι λίγο. Δεν έπρεπε να δείξει ότι ήταν ταραγμένος· όταν καταλάβαινε κάτι τέτοιο ο άλλος, έχανες το όποιο πλεονέκτημα μπορεί να είχες. Με πολλή προσοχή, με δύο δάχτυλα, παραμέρισε το ατσάλι της από πάνω του. Του φάνηκε ότι εκείνη γέλασε μαλακά. «Κάποιοι φίλοι είναι μέσα στην Πέτρα», είπε προσπαθώντας να πάρει ανέμελο ύφος. «Αιχμάλωτοι. Θέλω να τους βγάλω».
«Μονάχος, ανώνυμε;» είπε ο Ρούαρκ.
«Ε, δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος», είπε ξερά ο Ματ. «Εκτός αν θέλεις να βοηθήσεις. Κι εσύ ο ίδιος δείχνεις να ενδιαφέρεσαι για την Πέτρα. Αν θέλεις να μπεις μέσα, ίσως μπορούσαμε να μπούμε μαζί. Είναι δύσκολη ζαριά, όπως κι αν το δεις, αλλά έχω καλή τύχη». Τουλάχιστον μέχρι τώρα. Έπεσα σε Αελίτες με μαύρα πέπλα και δεν μου έκοψαν το λαρύγγι· τι καλύτερη τύχη να υπάρχει. Που να καώ, δεν θα ήταν άσχημο να είχα μερικούς Αελίτες μαζί μου εκεί μέσα. «Δεν θα ήταν κακή ιδέα να στοιχηματίσεις στην τύχη μου».
«Δεν είμαστε εδώ για αιχμαλώτους, τζογαδόρε», είπε ο Ρούαρκ.
«Είναι ώρα, Ρούαρκ». Ο Ματ δεν κατάλαβε ποιος Αελίτης είχε μιλήσει, αλλά ο Ρούαρκ κατένευσε.
«Ναι, Γκαούλ». Το βλέμμα του στράφηκε από τον Ματ στον Σάνταρ και πάλι πίσω. «Μη σημάνεις συναγερμό». Έτριψε και σε δυο βήματα είχε γίνει ένα με τη νύχτα.
Ο Ματ τινάχτηκε. Και οι άλλοι Αελίτες, επίσης, είχαν φύγει, αφήνοντάς τον μόνο με το ληστοκυνηγό. Εκτός αν άφησαν κάποιον να μας παρακολουθεί. Φως μου, πώς θα το καταλάβαινα, αν έκαναν κάτι τέτοιο; «Ελπίζω να μη θες να με σταματήσεις κι εσύ», είπε στον Σάνταρ, καθώς έριχνε πάλι το μπογαλάκι με τα πυροτεχνήματα στον ώμο του και μάζευε τη ράβδο του. «Θέλω να μπω μέσα, είτε χρειαστεί να σε προσπεράσω, είτε να πατήσω πάνω σου, ό,τι απ’ τα δύο είναι να γίνει». Πλησίασε στην καμινάδα για να πάρει το τενεκεδένιο κουτί· τώρα, το συρμάτινο χερούλι ήταν κάτι παραπάνω από ζεστό.
«Αυτοί οι φίλοι σου», είπε ο Σάνταρ. «Μήπως είναι τρεις γυναίκες;»
Ο Ματ τον κοίταξε συνοφρυωμένος κι ευχήθηκε να υπήρχε αρκετό φως για να δει καθαρά το πρόσωπό του. Η φωνή του άντρα ακουγόταν παράξενη. «Τι ξέρεις γι’ αυτές;»
«Ξέρω ότι είναι στην Πέτρα. Και ξέρω μια μικρή πύλη, κοντά στο ποτάμι, όπου ένας ληστοκυνηγός μπορεί να μπει μαζί με έναν κρατούμενο, για να τον πάει στα κελιά. Τα κελιά όπου πρέπει να είναι κι αυτές. Αν με εμπιστευτείς, τζογαδόρε, μπορώ να μας πάω ως εκεί. Τι θα γίνει από κει και μετά είναι ζήτημα τύχης. Ίσως η τύχη σου μας βγάλει έξω ζωντανούς».
«Ανέκαθεν ήμουν τυχερός», είπε αργά ο Ματ. Νιώθω αρκετά τυχερός ώστε να τον εμπιστευτώ; Δεν του άρεσε η ιδέα να προσποιηθεί τον κρατούμενο· φαινόταν ότι πολύ εύκολα η προσποίηση μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Αλλά δεν φαινόταν να είναι μεγαλύτερο το ρίσκο απ’ όσο αν προσπαθούσε να σκαρφαλώσει εκατό μέτρα πέτρας, μέσα στο σκοτάδι.
Έριξε μια ματιά στο τείχος της πόλης κι έμεινε κοιτώντας. Σκιές κυλούσαν κατά μήκος του· μουντές μορφές που έτρεχαν. Αελίτες, ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Πρέπει να ήταν πάνω από εκατό. Εξαφανίστηκαν, αλλά μετά διέκρινε σκιές να κινούνται στην απόκρημνη πλευρά, που ήταν η απότομη πρόσοψη της Πέτρας του Δακρύου. Και νωρίτερα σκεφτόταν να ανέβει από κει. Ο τύπος εκείνος μπορεί να έμπαινε μέσα χωρίς να δοθεί συναγερμός —όπως έλεγε ο Ρούαρκ― αλλά εκατό Αελίτες, παραπάνω ίσως, θα ήταν σαν να χτυπούσαν καμπάνες. Μπορεί, όμως, να δημιουργούσαν αντιπερισπασμό. Αν έκαναν φασαρία κάπου εκεί πάνω, μέσα στην Πέτρα, τότε οι φρουροί των κελιών μπορεί να μην έδιναν τόση προσοχή σε έναν κλεφτοκυνηγό. που έφερνε μέσα κάποιον κλέφτη.
Δεν θα έκανα άσχημα να χειροτερέψω το κομφούζιο. Αρκετά δουλειά έκανα γι αυτό. «Πολύ καλά, κλεφτοκυνηγέ. Κοίτα μόνο να μην αποφασίσεις την τελευταία στιγμή ότι είμαι πραγματικός κρατούμενος. Κάτσε μόνο να ξεσηκώσω λίγο τη μυρμηγκοφωλιά και φεύγουμε αμέσως για την πύλη που λες». Του φάνηκε ότι ο Σάνταρ έσμιξε τα φρύδια, αλλά δεν ήθελε να πει στον άλλο περισσότερα απ’ όσα έπρεπε.
Ο Σάνταρ τον ακολούθησε στις στέγες, σκαρφαλώνοντας εξίσου εύκολα κι αυτός σε ψηλότερα κτίρια. Η τελευταία στέγη ήταν λίγο μόνο πιο χαμηλή από την κορυφή του τείχους και το ακουμπούσε.
αρκούσε να κάνει μια έλξη, αντί να σκαρφαλώσει.
«Τι κάνεις;» ψιθύρισε ο Σάνταρ.
«Περίμενέ με εδώ».
Κρατώντας στο ένα χέρι το τενεκεδένιο κουτί και στο άλλο τη ράβδο οριζόντια μπροστά του, ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκε προς την Πέτρα. Προσπάθησε να μη σκέφτεται πόσο μακριά ήταν το πλακόστρωτο πιο κάτω. Φως μου, το άτιμο έχει πλάτος ένα μέτρο! Θα μπορούσα να περπατήσω πάνω τον με τα μάτια κλειστά, στον ύπνο μου! Πλάτος ένα μέτρο, στο σκοτάδι, με πάνω από δεκαπέντε μέτρα να τον χωρίζουν από το πλακόστρωτο. Επίσης, προσπάθησε να μη σκέφτεται το ενδεχόμενο να το είχε σκάσει ο Σάνταρ, όταν θα ξαναγύριζε πίσω. Είχε πια δεσμευτεί σε αυτό το χαζό σχέδιο, ότι θα έκανε δήθεν τον κρατούμενο, αλλά φαινόταν πολύ πιθανό να ξαναγυρίσει στη στέγη μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι ο Σάνταρ είχε φύγει, ίσως για να φέρει στρατιώτες, για να τον πάρουν στ’ αλήθεια κρατούμενο. Μην το σκέφτεσαι. Κάνε τη δουλειά που έχεις μπροστά σου. Τουλάχιστον θα δω, τελικά, με τι μοιάζουν.
Όπως το υποψιαζόταν, υπήρχε μια σχισμή για βέλη ακριβώς στο τέλος του τείχους της Πέτρας, ένα ψηλό, στενό άνοιγμα, απ’ όπου να μπορούσε να ρίξει ένας τοξότης. Αν η Πέτρα δεχόταν επίθεση, οι στρατιώτες από μέσα θα ήθελαν έναν τρόπο να σταματήσουν όσους προσπαθούσαν να μπουν από δω. Τώρα, η σχισμή ήταν σκοτεινή. Δεν φαινόταν να παρακολουθεί κανείς. Αυτό ήταν κάτι, ακόμα, που είχε προσπαθήσει να μη σκέφτεται.
Ακούμπησε γοργά το τενεκεδένιο κουτί στα πόδια του, στήριξε τη ράβδο στην άλλη μεριά, έτσι ώστε να γεφυρώσει το χάσμα με την Πέτρα και ξεκρέμασε τον μπόγο από την πλάτη του. Το στρίμωξε βιαστικά στη σχισμή, πιέζοντάς το να μπει όσο πιο μέσα μπορούσε· ήθελε να ακουστεί ο θόρυβος όσο πιο βαθιά στην Πέτρα γινόταν. Τράβηξε μια γωνιά του λαδωμένου πανιού και αποκάλυψε τα δεμένα φιτίλια. Με λίγη σκέψη νωρίτερα, στο δωμάτιό του, είχε κόψει τα μακρύτερα φιτίλια ώστε να είναι ίσα με τα κοντύτερα, χρησιμοποιώντας τα κομμάτια για να δέσει όλα τα φιτίλια μαζί. Φαινόταν ότι όλα θα άναβαν μονομιάς και αυτός ο συνδυασμός του πάταγου και της λάμψης θα προσέλκυε όσους δεν ήταν εντελώς κουφοί.
Το καπάκι του τενεκεδένιου κουτιού ήταν τόσο καυτό που δοκίμασε δυο φορές, φυσώντας κάθε φορά τα δάχτυλά του, να το ανοίξει —ενώ ευχόταν να ήξερε το τρικ της Αλούντρα, που είχε ανάψει τόσο γρήγορα εκείνη τη λάμπα― και να φανερώσει το μαύρο καρβουνάκι που κρυβόταν εκεί μέσα, πάνω σε ένα στρώμα άμμου. Το συρμάτινο χερούλι βγήκε και σχημάτισε μια λαβίδα. Ο Ματ, φυσώντας, ξανάναψε το κάρβουνο, που έλαμψε κατακόκκινο. Άγγιξε το καυτό κάρβουνο στα δεμένα φιτίλια, άφησε τη λαβίδα και το κάρβουνο να πέσουν από το τείχος όταν τα φιτίλια έπιασαν φωτιά, άρπαξε τη ράβδο του και έτρεξε πίσω, κατά μήκος του τείχους.
Τι τρέλα κι αυτή, σκέφτηκε τρέχοντας. Δεν με νοιάζει πόσο μεγάλο κρότο θα κάνει. Μπορεί να σπάσω το λαιμό μου με αυτό που πά-!
Ο βρυχηθμός πίσω του ήταν πιο δυνατός απ’ ό,τι είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του· μια τερατώδης γροθιά τον βάρεσε στην πλάτη, κόβοντάς του την ανάσα πριν καν πέσει κάτω, μπρούμυτα, στην κορφή του τείχους, κρατώντας με δυσκολία τη ράβδο, καθώς αυτή έκανε να κυλήσει από την άκρη. Για μια στιγμή, έμεινε ξαπλωτός εκεί, προσπαθώντας να κάνει τα πνευμόνια του να δουλέψουν ξανά, προσπαθώντας να μη σκεφτεί ότι αυτή τη φορά πρέπει να είχε εξαντλήσει την καλή του τύχη με το να μην πέσει από το τείχος. Τα αυτιά του κουδούνιζαν, σαν όλες τις καμπάνες της Ταρ Βάλον μαζί.
Σηκώθηκε προσεκτικά και κοίταξε προς την Πέτρα. Ένα σύννεφο καπνού απλωνόταν γύρω από τη σχισμή για τα βέλη. Πίσω από τον καπνό, η σχισμή φαινόταν διαφορετική. Μεγαλύτερη. Δεν καταλάβαινε το πώς και το γιατί, αλλά φαινόταν μεγαλύτερη.
Μόνο μια στιγμή κάθισε να το σκεφτεί. Στη μια άκρη του τείχους μπορεί να περίμενε ο Σάνταρ, μπορεί να σκόπευε να τον πάρει μέσα στην Πέτρα, σαν δήθεν κρατούμενο ― ή μπορεί να γυρνούσε πίσω τρεχάτος, παρέα με στρατιώτες. Στην άλλη άκρη του τείχους ίσως να υπήρχε τρόπος να μπει μέσα, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να τον προδώσει ο Σάνταρ. Χίμηξε εκεί απ’ όπου είχε έρθει, χωρίς να ανησυχεί πια για το σκοτάδι ή για το βάραθρο δεξιά κι αριστερά του.
Η σχισμή για τα βέλη ήταν όντως πιο ανοιχτή και το μεγαλύτερο μέρος της λεπτής πέτρας στη μέση είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω μια τραχιά τρύπα, σαν να την είχε ανοίξει κάποιος χτυπώντας ώρες πολλές με μια βαριά. Μια τρύπα που έφτανε για να χωρέσει άνθρωπος. Πώς στο Φως; Δεν είχε χρόνο για απορίες.
Πέρασε από το ανώμαλο άνοιγμα, βήχοντας από το δριμύ καπνό, πήδηξε στο δάπεδο από μέσα και έτρεξε καμιά δεκαριά βήματα, πριν εμφανιστούν οι Υπερασπιστές της Πέτρας, δέκα άτομα τουλάχιστον, που φώναζαν μέσα σε γενική αναταραχή. Οι περισσότεροι φορούσαν μόνο τα πουκάμισά τους και κανένας δεν είχε κράνος ή θώρακα. Κάποιοι κρατούσαν λάμπες. Κάποιοι έφεραν γυμνωμένα σπαθιά.
Βλάκα! φώναξε μέσα του. Γι αυτά ακριβώς έβαλες τα βρωμοβεγγαλικά! Φωτοτυφλωμένε βλάκα!
Δεν είχε χρόνο να ξαναβγεί στο τείχος. Με τη ράβδο να στριφογυρίζει, όρμησε στους στρατιώτες, πριν προλάβουν να κάνουν κάτι άλλο πέρα από το να τον δουν εκεί. Έπεσε με φούρια πάνω τους, χτυπώντας κεφάλια, σπαθιά, γόνατα, ό,τι έφτανε, ξέροντας ότι ήταν πολλοί και ότι δεν θα τα έβγαζε πέρα μόνος του, ξέροντας ότι η ανόητη ζαριά του είχε στοιχίσει στην Εγκουέν και τις άλλες την όποια ελπίδα είχαν.
Ξαφνικά, ο Σάνταρ βρέθηκε εκεί, πλάι του, μέσα στο φως από τις λάμπες που είχαν ρίξει κάτω οι άντρες καθώς προσπαθούσαν να πιάσουν τα σπαθιά τους, με το λιγνό ραβδί του να στριφογυρνά πιο γρήγορα κι από τη ράβδο του Ματ. Παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο ραβδομάχους, αιφνιδιασμένοι, οι στρατιώτες έπεσαν σαν κορύνες σε παιχνίδι μπόουλινγκ.
Ο Σάνταρ κοίταξε τους πεσμένους άντρες κουνώντας το κεφάλι. «Υπερασπιστές της Πέτρας. Επιτέθηκα σε Υπερασπιστές! Θα μου κόψουν το κεφάλι και θα το...! Τι ήταν αυτό που έκανες, τζογαδόρε; Η αστραπή και ο κεραυνός, που τσάκισαν την πέτρα. Κάλεσες αστροπελέκια;» Η φωνή του χαμήλωσε, έγινε ψίθυρος. «Συμμάχησα με άντρα που μπορεί να διαβιβάζει;»
«Πυροτεχνήματα», είπε απότομα ο Ματ. Τα αυτιά του ακόμα κουδούνιζαν, αλλά άκουγε κι άλλες μπότες να έρχονται, μπότες που πλησίαζαν βροντώντας στην πέτρα. «Τα κελιά, άνθρωπε μου! Δείξε μου το δρόμο για τα κελιά, πριν έρθουν κι άλλοι εδώ!»
Ο Σάνταρ κούνησε απότομα το κεφάλι του. «Από δω!» Χίμηξε σε ένα διπλανό διάδρομο, μακριά από τις μπότες που πλησίαζαν. «Πρέπει να βιαστούμε! Θα μας σκοτώσουν αν μας βρουν!» Κάπου από πάνω, τα γκονγκ άρχισαν να σημαίνουν συναγερμό και αντήχησαν βροντερά στην Πέτρα.
Έρχομαι, σκέφτηκε ο Ματ καθώς έτρεχε στο κατόπι του κλεφτοκυνηγού. Θα σας βγάλω από δω, ή θα πεθάνω! Το υπόσχομαι!
Τα γκονγκ του συναγερμού έστελναν την εκκωφαντική ηχώ τους στην Πέτρα, αλλά ο Ραντ δεν τα πρόσεξε περισσότερο απ’ όσο είχε προσέξει το βρυχηθμό που είχε ακουστεί προηγουμένως, σαν πνιχτός κεραυνός κάπου από κάτω. Το πλευρό του τον πονούσε· η παλιά πληγή τον έκαιγε, έχοντας ζοριστεί τόσο από την αναρρίχησή του στην πλευρά του οχυρού, που κόντευε να σχιστεί. Ούτε στον πόνο έδινε σημασία. Ένα στραβό χαμόγελο είχε χαραχτεί στο πρόσωπό του, ένα χαμόγελο προσμονής και δέους, που δεν θα μπορούσε να το σβήσει ακόμα κι αν ήθελε. Τώρα ήταν κοντά. Σε αυτό που είχε ονειρευτεί. Το Καλαντόρ.
Θα δώσω ένα τέλος, πια. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα ξεμπερδέψω. Τα όνειρα θα σταματήσουν. Οι χλευασμοί, οι κοροϊδίες και το κυνήγι. Θα δώσω τέλος σε όλα!
Γελώντας μόνος του, έτρεξε στους σκοτεινούς διαδρόμους της Πέτρας του Δακρύου.
Η Εγκουέν έφερε το χέρι στο πρόσωπό της, κάνοντας ένα μορφασμό. Ένιωθε μια πικρή γεύση στο στόμα της και διψούσε. Ο Ραντ; Τι; Γιατί ονειρευόμουν πάλι τον Ματ, ένα με τον Ραντ, να φωνάζει ότι έρχεται; Τι;
Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε τους γκρίζους, πέτρινους τοίχους, το δαυλό με το φιτίλι από βούρλο, που κάπνιζε και έριχνε τρεμουλιαστές σκιές και μετά τσίριξε, όταν τα θυμήθηκε όλα. «Όχι! Δεν θα με αλυσοδέσουν πάλι! Δεν θα φορέσω το κολάρο! Όχι!»
Η Νυνάβε και η Ηλαίην βρέθηκαν αμέσως δίπλα της. Τα μωλωπισμένα πρόσωπά τους έδειχναν υπερβολική αγωνία και φόβο και οι παρηγορητικοί ήχοι τους δεν γίνονταν πιστευτοί. Αλλά και μόνο η παρουσία τους εκεί αρκούσε για να σιγάσει τις κραυγές της. Δεν ήταν μόνη της. Ήταν αιχμάλωτη, αλλά δεν ήταν μόνη. Και δεν φορούσε το κολάρο.
Προσπάθησε να ανακαθίσει και τη βοήθησαν. Έπρεπε να τη βοηθήσουν όλοι της οι μύες πονούσαν. Θυμόταν κάθε αθέατο χτύπημα σε εκείνη τη μανία, που την είχε σχεδόν τρελάνει όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι... Δεν θα σκεφτώ αυτό. Πρέπει να σκεφτώ πώς θα δραπετεύσουμε. Γλίστρησε προς τα πίσω, ώσπου μπόρεσε να ακουμπήσει στον τοίχο. Οι πόνοι της πάλευαν με την εξάντλησή της· εκείνη η μάχη, όταν είχε αρνηθεί να υποκύψει, είχε απαιτήσει και την τελευταία ικμάδα της δύναμης της και οι πληγές έμοιαζαν να πίνουν ακόμα περισσότερη.
Το κελί ήταν εντελώς άδειο, με εξαίρεση τις τρεις τους και το δαυλό. Το πάτωμα ήταν γυμνό, κρύο και σκληρό. Η πόρτα, από τραχιές σανίδες, πελεκημένη σαν να την είχαν γδάρει αναρίθμητα δάχτυλα, ήταν το μόνο άνοιγμα στους τοίχους. Υπήρχαν χαραγμένα μηνύματα στην πέτρα, τα περισσότερα από τρεμάμενα χέρια. Το Φως ας δείξει έλεος και ας με αφήσει να πεθάνω, έλεγε ένα. Το έσβησε από το νου της.
«Είμαστε ακόμα αποκομμένες;» μουρμούρισε βαριά. Ακόμα και η ομιλία την πονούσε. Τη στιγμή που η Ηλαίην κατένευε, συνειδητοποίησε ότι δεν χρειαζόταν να ρωτήσει. Το πρησμένο μάγουλο της χρυσομαλλούσας γυναίκας, το σχισμένο χείλος της και το μαύρο μάτι ήταν αρκετή απάντηση, ακόμα κι αν δεν αρκούσαν οι δικοί της πόνοι. Αν η Νυνάβε μπορούσε να φτάσει στην Αληθινή Πηγή, σίγουρα θα είχαν Θεραπευτεί.
«Προσπάθησα», είπε με απόγνωση η Νυνάβε. «Προσπάθησα και ξαναπροσπάθησα και ξαναπροσπάθησα». Τράβηξε απότομα την πλεξούδα της, ενώ την κατέκλυζε ο θυμός, παρά τον απελπισμένο φόβο στη φωνή της. «Μία απ’ αυτές κάθεται απ’ έξω. Η Αμίκο, εκείνο το αύθαδες νιάνιαρο, αν δεν άλλαξαν από τη στιγμή που μας έριξαν εδώ μέσα. Φαντάζομαι ότι μία αρκεί για να διατηρήσει την αποκοπή, από τη στιγμή που θα την υφάνουν». Άφησε ένα πικρό, ξερό γέλιο. «Τόσο που βασανίστηκαν —τόσο που βασάνισαν και εμάς!― για να μας πιάσουν, θα έλεγε κανείς ότι τώρα, ξαφνικά, δεν έχουμε ιδιαίτερη σημασία. Πέρασαν ώρες που βρόντηξαν πίσω μας την πόρτα και κανένας δεν ήρθε να ρωτήσει κάτι, να φέρει έστω μια στάλα νερό. Ίσως σκοπεύουν να μας αφήσουν εδώ, μέχρι να πεθάνουμε από δίψα».
«Δόλωμα». Η φωνή της Ηλαίην τρεμούλιασε, παρ’ όλο που, προφανώς, προσπαθούσε να μη δείξει φόβο μιλώντας. Προσπαθούσε, με παταγώδη αποτυχία. «Η Λίαντριν είπε ότι είμαστε δόλωμα».
«Δόλωμα για τι;» ρώτησε κοφτά η Νυνάβε. «Δόλωμα για ποιον; Αν είμαι δόλωμα, θα ήθελα να σκαλώσω στο λαιμό του και να τον πνίξω!»
«Για τον Ραντ». Η Εγκουέν σταμάτησε για να καταπιεί· έστω και μια στάλα νερό θα ήταν ευπρόσδεκτη. «Ονειρεύτηκα τον Ραντ και το Καλαντόρ. Νομίζω πως έρχεται εδώ». Αλλά γιατί ονειρεύτηκα τον Ματ; Και τον Πέριν; Είδα ένα λύκο, μα είμαι σίγουρη ότι ήταν αυτός. «Μη φοβάσαι τόσο», είπε, προσπαθώντας να δείξει αυτοπεποίθηση. «Θα τους ξεφύγουμε με κάποιον τρόπο. Αν νικήσαμε τους Σωντσάν, θα καταφέρουμε να κατατροπώσουμε και τη Λίαντριν».
Η Νυνάβε και η Ηλαίην κοιτάχτηκαν, όπως στέκονταν από πάνω της. Η Νυνάβε είπε: «Η Λίαντριν είπε ότι έρχονται δεκατρείς Μυρντράαλ, Εγκουέν».
Το βλέμμα της ξανάπεσε και καρφώθηκε στο μήνυμα που ήταν χαραγμένο στην πέτρα: το Φως ας δείξει έλεος και ας με αφήσει να πεθάνω. Τα χέρια της έγιναν γροθιές. Τα σαγόνια της σφίχτηκαν από την προσπάθεια να μην ουρλιάξει αυτές τις λέξεις. Καλύτερα να πεθάνω. Καλύτερα ο θάνατος, παρά να με παρασύρουν στη Σκιά και να με κάνουν να υπηρετώ τον Σκοτεινό!
Ένιωσε ότι το χέρι της είχε αρπάξει το πουγκί στη ζώνη της. Ένιωσε εκεί μέσα τα δύο δαχτυλίδια, αυτό του Μεγάλου Ερπετού και το μεγαλύτερο, στρεβλωμένο δαχτυλίδι από πέτρα.
«Δεν πήραν το τερ’ανγκριάλ;», απόρησε. Το έβγαλε αδέξια από το πουγκί της. Έμεινε βαρύ στην παλάμη της, όλο ρίγες και στίγματα χρωματιστά, ένα δαχτυλίδι με μονάχα μια πλευρά.
«Δεν ήμασταν καν αρκετά σημαντικές για να μας ψάξουν», αναστέναξε η Ηλαίην. «Εγκουέν, είσαι σίγουρη ότι ο Ραντ θα έρθει εδώ; Θα προτιμούσα να ελευθερωθώ μόνη μου, παρά να περιμένω την πιθανότητα του ερχομού του, αλλά αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να νικήσει τη Λίαντριν και την παρέα της, πρέπει να είναι αυτός. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας προορίζεται να σηκώσει το Καλαντόρ. Σίγουρα θα έχει την ικανότητα να τους κατατροπώσει».
«Αν τον παρασύρουμε στο κλουβί μαζί μας, όχι», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Αν έχουν στήσει μια παγίδα που δεν θα τη δει. Γιατί κοιτάζεις το δαχτυλίδι, Εγκουέν; Ο Τελ’αράν’ριοντ δεν θα μας βοηθήσει τώρα. Εκτός αν ονειρευτείς κάποια διέξοδο από δω».
«Ίσως να το καταφέρω», είπε εκείνη αργά. «Μπορούσα να διαβιβάσω στον Τελ’αράν’ριοντ. Η αποκοπή που μου επέβαλλαν δεν θα με εμποδίσει να τον φτάσω. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να κοιμηθώ, όχι να διαβιβάσω. Και είμαι τόσο κουρασμένη, που σίγουρα θα κοιμηθώ».
Η Ηλαίην έσμιξε τα φρύδια κι έκανε ένα μορφασμό καθώς ένιωθε τον πόνο από τους μώλωπές της. «Θα διακινδυνεύσω τα πάντα, αλλά πώς μπορείς να διαβιβάσεις σε ένα όνειρο, αποκομμένη από την Αληθινή Πηγή; Κι αν το μπορείς, πώς αυτό θα μας βοηθήσει εδώ πέρα;»
«Δεν ξέρω, Ηλαίην. Το ότι είμαι αποκομμένη εδώ δεν σημαίνει ότι θα είμαι αποκομμένη και στον Κόσμο των Ονείρων. Αξίζει τουλάχιστον μια δοκιμή».
«Ίσως», είπε ανήσυχα η Νυνάβε. «Κι εγώ θα δοκιμάσω οτιδήποτε, αλλά είδες τη Λίαντριν και τις άλλες την τελευταία φορά που χρησιμοποίησες το δαχτυλίδι. Και είπες ότι κι αυτές σε είδαν. Αν είναι πάλι εκεί;»
«Ελπίζω να είναι», είπε με σκοτεινό ύφος η Εγκουέν. «Ελπίζω να είναι».
Σφίγγοντας το τερ’ανγκριάλ στο χέρι, έκλεισε τα μάτια της. Ένιωσε την Ηλαίην να της σιάζει τα μαλλιά, την άκουσε να μουρμουρίζει απαλά. Η Νυνάβε άρχισε το δίχως λέξεις νανούρισμα από τα παιδικά της χρόνια· αυτή τη φορά, η Εγκουέν δεν θύμωσε γι’ αυτό. Οι απαλοί ήχοι και τα αγγίγματα τη γαλήνεψαν, της επέτρεψαν να παραδοθεί στην κούρασή της, βοήθησαν τον ύπνο να έρθει.
Φορούσε γαλάζιο, μεταξωτό φόρεμα αυτή τη φορά, αλλά σχεδόν δεν έδωσε σημασία. Απαλές αύρες χάιδευαν το πρόσωπό της, ένα πρόσωπο χωρίς μώλωπες και σήκωσαν τις πεταλούδες να στροβιλιστούν πάνω από τα αγριολούλουδα. Η δίψα της είχε χαθεί, το ίδιο και οι πόνοι της. Ανοίχτηκε, αγκάλιασε το σαϊντάρ και τη γέμισε η Μία Δύναμη. Ακόμα και ο θρίαμβος που ένιωσε από την επιτυχία της ήταν μικρός σε σύγκριση με την πλημμύρα της Δύναμης μέσα της.
Ανάγκασε απρόθυμα τον εαυτό της να την αφήσει, έκλεισε τα μάτια και γέμισε το κενό με μια τέλεια εικόνα της Καρδιάς της Πέτρας. Αυτό ήταν το μόνο μέρος του οποίου την εικόνα μπορούσε να φανταστεί, εκτός από το κελί της. Αλλά πώς θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον έναν απρόσωπο θαλαμίσκο από τον άλλο; Όταν άνοιξε τα μάτια, είχε βρεθεί εκεί. Αλλά δεν ήταν μόνη της.
Η μορφή της Τζόγια Μπύιρ στεκόταν μπροστά από το Καλαντόρ και η φιγούρα της ήταν τόσο εξαϋλωμένη, που το παλλόμενο φως του σπαθιού τη διαπερνούσε. Το κρυστάλλινο σπαθί τώρα πια δεν λαμπύριζε απλώς με κάποιο διαθλασμένο φως. Έλαμπε παλλόμενο, σαν να αποκαλυπτόταν κάποιο φως μέσα του, ύστερα να κρυβόταν πάλι και να φανερωνόταν ξανά. Η Μαύρη αδελφή τινάχτηκε έκπληκτη και στριφογύρισε για να αντιμετωπίσει την Εγκουέν. «Πώς; Είσαι αποκομμένη! Το Ονείρεμά σου τελείωσε!»
Πριν βγει η πρώτη λέξη από το στόμα της γυναίκας, η Εγκουέν ανοίχτηκε πάλι στο σαϊντάρ, ύφανε την πολύπλοκη ροή του Πνεύματος που θυμόταν ότι είχε χρησιμοποιηθεί εναντίον της και έκοψε την Τζόγια Μπύιρ από την Πηγή. Η Σκοτεινόφιλη γούρλωσε τα μάτια, τα άσπλαχνα εκείνα μάτια, που ήταν τόσο αταίριαστα σε τούτο το όμορφο, καλοσυνάτο πρόσωπο, αλλά η Εγκουέν ήδη ύφαινε Αέρα. Η μορφή της άλλης γυναίκας μπορεί να έμοιαζε με ομίχλη, αλλά τα δεσμά την κρατούσαν. Της Εγκουέν της φαινόταν ότι δεν ήταν καθόλου κόπος να κρατάει και τις δύο ροές στην ύφανση. Ιδρώτας φάνηκε στο μέτωπο της Τζόγια Μπύιρ, καθώς την πλησίαζε η Εγκουέν.
«Έχεις τερ’ανγκριάλ!» Ο φόβος ήταν πρόδηλος στο πρόσωπό της γυναίκας, αλλά η φωνή της πάσχιζε να τον κρύψει. «Αυτό πρέπει να είναι. Ένα τερ’ανγκριάλ που δεν το είδαμε, το οποίο δεν χρειάζεται διαβίβαση. Λες να σε βοηθήσει, κορίτσι μου; Ό,τι κι αν κάνεις εδώ, δεν μπορεί να επηρεάσει αυτά που συμβαίνουν στον πραγματικό κόσμο. Ο Τελ’αράν’ριοντ είναι ένα όνειρο! Όταν ξυπνήσω, θα σου πάρω εγώ η ίδια το τερ’ανγκριάλ. Πρόσεχε τι θα κάνεις, για να μην έχω λόγο να θυμώσω όταν θα έρθω στο κελί σου».
Η Εγκουέν της χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρη ότι θα ξυπνήσεις, Σκοτεινόφιλη; Αν το τερ’ανγκριάλ σου απαιτεί διαβίβαση, τότε γιατί δεν ξύπνησες αμέσως μόλις σε απόκοψα; Ίσως να μην μπορείς να ξυπνήσεις, όσο είσαι αποκομμένη εδώ». Το χαμόγελό της έσβησε· δεν άντεχε τον κόπο που χρειαζόταν για να χαμογελάσει σε αυτή τη γυναίκα. «Κάποια, κάποτε, μου είχε δείξει μια ουλή, που είχε πάθει στον Τελ’αράν’ριοντ, Σκοτεινόφιλη. Αυτό που συμβαίνει εδώ, παραμένει πραγματικό όταν ξυπνάς».
Ο ιδρώτας τώρα κυλούσε στο σφριγηλό, αγέραστο πρόσωπο της Μαύρης αδελφής. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε μήπως νόμιζε ότι θα τη σκότωνε. Σχεδόν ευχήθηκε να ήταν αρκετά άσπλαχνη για να κάνει κάτι τέτοιο. Τα περισσότερα αθέατα χτυπήματα που είχε δεχτεί είχαν έρθει από αυτή τη γυναίκα, σαν γρονθοκοπήματα, δίχως άλλο λόγο παρά μόνο επειδή η Εγκουέν προσπαθούσε να απομακρυνθεί έρποντας, δίχως άλλο λόγο παρά μόνο επειδή είχε αρνηθεί να υποκύψει.
«Μια γυναίκα που μπορεί και χτυπά με αυτό τον τρόπο», είπε, «δεν θα είχε αντίρρηση για κάτι ελαφρύτερο». Ύφανε γρήγορα άλλη μια ροή Αέρα· τα μαύρα μάτια της Τζόγια Μπύιρ γούρλωσαν, σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει όταν δέχτηκε το πρώτο χτύπημα στο γοφό της. Η Εγκουέν είδε πώς έπρεπε να προσαρμόσει την ύφανση, ώστε να μη χρειάζεται να τη διατηρεί με συνεχή προσπάθεια. «Αυτό θα το θυμάσαι και θα το νιώθεις όταν ξυπνήσεις. Όταν σου επιτρέψω να ξυπνήσεις. Να θυμάσαι και κάτι άλλο. Αν ποτέ κάνεις ότι με χτυπάς, θα σε ξαναφέρω εδώ και θα σε αφήσω ολόκληρη τη ζωή σου!» Τα μάτια της Μαύρης αδελφή την κοίταξαν με μίσος, αλλά είχαν, επίσης, και ένα ίχνος από δάκρυα.
Η Εγκουέν ένιωσε ντροπή για μια στιγμή. Όχι γι’ αυτό που έκανε στην Τζόγια —της γυναίκας αυτής της άξιζε κάθε χτύπημα, αν όχι για τον ξυλοδαρμό της Εγκουέν, τότε για τους θανάτους στον Πύργο― αλλά επειδή είχε σπαταλήσει χρόνο για να εκδικηθεί γι’ αυτό που είχε πάθει η ίδια, ενώ η Νυνάβε και η Ηλαίην κάθονταν σε ένα κελί και έλπιζαν, δίχως ελπίδα, ότι ίσως κατόρθωνε να τις σώσει.
Έδεσε και στερέωσε τις ροές των υφάνσεών της πριν καλά-καλά το καταλάβει και ύστερα κοντοστάθηκε για να μελετήσει τι είχε κάνει. Τρεις χωριστές υφάνσεις κι όχι μόνο δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου να τις κρατήσει όλες την ίδια στιγμή, αλλά τώρα είχε κάνει κάτι για να διατηρηθούν μόνες τους. Της φαινόταν, επίσης, ότι θυμόταν το πώς. Κι ίσως αποδεικνυόταν χρήσιμο.
Έπειτα από μια στιγμή, έλυσε μια ύφανση και η Σκοτεινόφιλη ξέσπασε σε λυγμούς, τόσο από ανακούφιση όσο και από πόνο. «Δεν είμαι σαν εσένα», είπε η Εγκουέν. «Είναι η δεύτερη φορά που κάνω τέτοιο πράγμα και δεν μου αρέσει. Καλύτερα να μάθω πώς να κόβω λαρύγγια». Κρίνοντας από το πρόσωπό της, η Μαύρη αδελφή είχε πιστέψει ότι η Εγκουέν θα άρχιζε το μάθημα μαζί της.
Η Εγκουέν έβγαλε έναν ήχο αηδίας και την άφησε να στέκεται εκεί, παγιδευμένη και αποκομμένη και έτρεξε στο δάσος που σχημάτιζαν οι κολώνες από στιλβωμένη κοκκινόπετρα. Κάπου εκεί έπρεπε να υπήρχε ο δρόμος προς τα κελιά.
Ο πέτρινος διάδρομος έμεινε σιωπηλός όταν κόπηκε και η τελευταία επιθανάτια κραυγή από τα σαγόνια του Νεαρού Ταύρου, που είχαν κλείσει γύρω από το λαιμό του δίποδου, συντρίβοντάς τον. Το αίμα ήταν πικρό στη γλώσσα του.
Ήξερε ότι αυτή ήταν η Πέτρα του Δακρύου, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να πει πώς το ήξερε. Οι δίποδοι που κείτονταν ολόγυρά του —τα πόδια του ενός κλωτσούσαν για τελευταία φορά, καθώς τα δόντια του Άλτη ήταν καρφωμένα στο λαιμό του― είχαν μια δριμεία οσμή φόβου καθώς πολεμούσαν. Είχαν μια μυρωδιά σύγχυσης. Πίστευε ότι δεν ήξεραν πού ήταν —οπωσδήποτε δεν ανήκαν στο λυκίσιο όνειρο― αλλά είχαν σταλεί εκεί για να τον εμποδίσουν να περάσει από την ψηλή πόρτα με τη σιδερένια κλειδωνιά, που ήταν εκεί μπροστά του. Ή τουλάχιστον για να τη φυλάνε. Είχαν φανεί έκπληκτοι βλέποντας λύκους. Του φάνηκε ότι ήταν έκπληκτοι που είχαν βρεθεί και οι ίδιοι εκεί.
Σκούπισε το στόμα και μετά κοίταξε το χέρι του για μια στιγμή, χωρίς να καταλαβαίνει. Ήταν πάλι άνθρωπος. Ήταν ο Πέριν. Πίσω, στο δικό του κορμί, με το γιλέκο του σιδερά, με το βαρύ σφυρί στο πλευρό του.
Πρέπει να βιαστούμε, Νεαρέ Ταύρε. Κάτι μοχθηρό είναι κοντά.
Ο Πέριν τράβηξε το σφυρί από τη ζώνη του, καθώς πλησίαζε την πόρτα. «Η Φάιλε πρέπει να είναι εδώ». Ένα δυνατό χτύπημα διέλυσε την κλειδαριά. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά.
Το δωμάτιο ήταν άδειο και μέσα υπήρχε μόνο ένα μεγάλος, πέτρινος όγκος, σαν μονοκόμματο κρεβάτι, στο κέντρο. Η Φάιλε κείτονταν σε εκείνο το πέτρινο κρεβάτι, με τα μαύρα μαλλιά της απλωμένα σαν βεντάλια και με το σώμα τυλιγμένο σε τόσες αλυσίδες, που στην αρχή ο Πέριν δεν κατάλαβε ότι ήταν ξέντυτη. Ένα χοντρό καρφί κρατούσε κάθε αλυσίδα στην πέτρα.
Δεν κατάλαβε ότι είχε διασχίσει το δωμάτιο, παρά μόνο όταν το χέρι του άγγιξε το πρόσωπό της, αγγίζοντας τα χαρακτηριστικά της με ένα δάχτυλο.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια και του χαμογέλασε. «Όλο ονειρευόμουν ότι θα έρθεις, σιδερά».
«Μια στιγμή μονάχα και θα σε ελευθερώσω, Φάιλε». Σήκωσε το σφυρί και τσάκισε ένα καρφί, σαν να ήταν από ξύλο.
«Ήμουν σίγουρη γι’ αυτό, Πέριν».
Καθώς το όνομά του έσβηνε από τη γλώσσα της, έσβησε και η ίδια. Κροταλίζοντας, οι αλυσίδες έπεσαν στην πέτρα, εκεί που πριν βρισκόταν η Φάιλε.
«Όχι!» κραύγασε. «Τη βρήκα!»
Το όνειρο δεν είναι σαν τον κόσμο της σάρκας, Νεαρέ Ταύρε. Εδώ, το ίδιο κυνήγι μπορεί να έχει πολλές καταλήξεις.
Δεν γύρισε να κοιτάξει τον Άλτη. Ήξερε ότι τα δόντια του ήταν γυμνωμένα, σε ένα άγριο γρύλισμα. Σήκωσε ξανά το σφυρί και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη στις αλυσίδες που πριν κρατούσαν τη Φάιλε. Ο πέτρινος όγκος έσπασε στα δύο από το χτύπημά του· η ίδια η Πέτρα αντήχησε σαν καμπάνα.
«Τότε θα κυνηγήσω ξανά», μούγκρισε.
Με το σφυρί στο χέρι, ο Πέριν βγήκε από το δωμάτιο, με τον Άλτη δίπλα του. Η Πέτρα ήταν τόπος ανθρώπων. Και ήξερε ότι οι άνθρωποι ήταν πιο άσπλαχνοι κυνηγοί απ’ τους λύκους.
Γκονγκ συναγερμού κάπου από πάνω έστειλαν την ηχηρή κλαγγή τους στο διάδρομο, χωρίς να πνίγουν το κουδούνισμα του μετάλλου πάνω σε μέταλλο και τις φωνές των ανθρώπων, που πολεμούσαν κάπως πιο κοντά. Ο Ματ υποψιαζόταν ότι ήταν οι Αελίτες και οι Υπερασπιστές. Ο διάδρομος στον οποίο βρισκόταν ο Ματ ήταν γεμάτος, σε όλο το μήκος του, με ψηλά, χρυσά στηρίγματα, το καθένα με τέσσερις λάμπες και στους τοίχους από στιλβωμένη πέτρα υπήρχαν μεταξωτά υφαντά, που απεικόνιζαν σκηνές μάχης. Υπήρχαν ακόμα και μεταξωτά χαλιά στο πάτωμα, με σκούρες κόκκινες και βαθιές μπλε αποχρώσεις, που ήταν υφασμένα στο λαβύρινθο του Δακρύου. Αυτή τη φορά, ο Ματ είχε άλλες δουλειές και δεν προλάβαινε να λογαριάσει τι άξιζαν όλα αυτά.
Είναι καλός ο άτιμος, σκέφτηκε καθώς κατόρθωνε να αποκρούσει μια σπαθιά του άλλου, όμως το χτύπημα που προσπάθησε να καταφέρει στο κεφάλι του άντρα με την άλλη άκρη της ράβδου μετατράπηκε, πάλι, σε κίνηση για την απόκρουση εκείνης της σβέλτης λεπίδας. Αναρωτιέμαι, μήπως είναι από αυτούς τους Υψηλούς Άρχοντες που λένε; Παραλίγο να καταφέρει να πετύχει το γόνατο του άντρα, όμως ο αντίπαλός του πήδηξε πίσω, με τη λεπίδα του υψωμένη σε θέση φύλαξης.
Πάντως, ο γαλανομάτης φορούσε το σακάκι με τα φουσκωτά μανίκια, σε κίτρινο χρώμα, με ραβδώσεις από χρυσή κλωστή, όμως το είχε ξεκούμπωτο, ενώ το πουκάμισό του ήταν το μισό έξω από το παντελόνι και τα πόδια του ήταν γυμνά. Τα κοντά, μαύρα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, σαν να είχε μόλις σηκωθεί από τον ύπνο, αλλά δεν πολεμούσε νυσταγμένα. Πριν από πέντε λεπτά είχε ξεχυθεί από μια από τις ψηλές, σκαλισμένες πόρτες που υπήρχαν δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο, με ένα σπαθί στο χέρι, δίχως θήκη και ο Ματ χαιρόταν που ο άλλος είχε εμφανιστεί μπροστά τους και όχι πίσω τους. Δεν ήταν ο πρώτος με τέτοια ρούχα που είχε αντιμετωπίσει ως τώρα ο Ματ, αλλά ήταν σίγουρα ο καλύτερος.
«Μπορείς να με προσπεράσεις, ληστοκυνηγέ;» φώναξε ο Ματ, προσέχοντας να μην τραβήξει το βλέμμα από τον άλλο, που τους περίμενε με τη λεπίδα έτοιμη να χτυπήσει. Ο Σάνταρ επέμενε ενοχλημένος να τον αποκαλεί «ληστοκυνηγό», όχι «κλεφτοκυνηγό», αν και ο Ματ δεν έβλεπε να έχει διαφορά.
«Δεν μπορώ», φώναξε από πίσω του ο Σάνταρ. «Αν παραμερίσεις για να περάσω, δεν θα έχεις χώρο για να κουνήσεις το κουπί που αποκαλείς ράβδο και θα σε καρφώσει σαν γρούνι».
Σαν τι; «Άντε, σκέψου κάτι, Δακρινέ. Αυτός ο κουρελής μου σπάει τα νεύρα».
Ο άντρας με τις χρυσές ραβδώσεις στο σακάκι ξεφύσησε. «Θα είναι τιμή σου να πεθάνεις στη λεπίδα του Υψηλού Άρχοντα Ντάρλιν, χωρικέ, αν σου το επιτρέψω». Πρώτη φορά καταδεχόταν να μιλήσει. «Αντιθέτως, πιστεύω ότι θα βάλω να κρεμάσουν και τους δυο σας από τις φτέρνες και θα παρακολουθώ, καθώς θα γδέρνουν το δέρμα από τα κορμιά σας —»
«Έχω την εντύπωση ότι δεν θα μου άρεσε αυτό», είπε ο Ματ.
Το πρόσωπο του Υψηλού Άρχοντα κοκκίνισε από αγανάκτηση για τη διακοπή, αλλά ο Ματ δεν του άφησε περιθώριο για κάποιο έξαλλο σχόλιο. Στριφογυρίζοντας τη ράβδο του, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα οχτάρι στον αέρα, τόσο γοργά που οι άκρες της αποτελούσαν μόνο μια θολούρα, πήδηξε μπροστά. Ο Ντάρλιν μόλις που κατόρθωσε να αποφύγει τη ράβδο. Ο Ματ ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να το συνεχίσει αυτό για ώρα και τότε, αν ήταν τυχερός, θα συνέχιζαν τις απλές επιθέσεις και αποκρούσεις. Αν ήταν τυχερός. Εντούτοις, αυτή τη φορά δεν σκόπευε να βασιστεί στην τύχη του. Μόλις ο Υψηλός Άρχοντας βρήκε λίγες στιγμές για να συνηθίσει το μοτίβο της άμυνάς του, ο Ματ μετέβαλλε τον τρόπο επίθεσής του στα μισά ενός χτυπήματος. Η άκρη της ράβδου, την οποία ο Ντάρλιν περίμενε να στραφεί προς το κεφάλι του, βούτηξε και τον χτύπησε γυριστά στα πόδια. Τότε, καθώς ο Ντάρλιν έπεφτε, ήρθε και το χτύπημα στο κεφάλι, αλλά από την άλλη άκρη της ράβδου, ένα χτύπημα με δυνατό κρότο, που έκανε τα μάτια του να γυρίσουν ανάποδα.
Ο Ματ, λαχανιασμένος, έγειρε στη ράβδο πάνω από τον αναίσθητο Υψηλό Άρχοντα. Που να καώ, αν χρειαστεί να τα βάλω ακόμα με έναν-δυο σαν κι αυτόν, θα πέσω κάτω από την εξάντληση! Οι ιστορίες δεν σου λένε ότι θέλει τόσο σκληρή δουλειά για να είσαι ήρωας! Η Νυνάβε πάντα βρίσκει τρόπο να με βάζει να δουλεύω.
Ο Σάνταρ πήγε και στάθηκε δίπλα του, κοιτώντας συνοφρυωμένος το σωριασμένο στο δάπεδο Υψηλό Άρχοντα. «Δεν δείχνει τόσο μεγάλος και τρανός, έτσι που έχει πέσει», θαύμασε. «Δεν φαίνεται πιο σπουδαίος από μένα».
Ο Ματ τινάχτηκε και κοίταξε πιο πέρα στο διάδρομο, όπου ένας άντρας είχε περάσει τρέχοντας από έναν άλλο, κάθετο διάδρομο. Που να καώ, αν δεν ήξερα ότι είναι τρελό, θα ορκιζόμουν ότι αυτός ήταν ο Ραντ!
«Σάνταρ, βρες εκείνο το —», άρχισε να λέει, ανεβάζοντας τη ράβδο στον ώμο του και σταμάτησε όταν αυτή βρόντηξε πάνω σε κάτι.
Στριφογύρισε και βρέθηκε μπροστά σε άλλον ένα μισοντυμένο Υψηλό Άρχοντα, ο οποίος είχε το σπαθί στο πάτωμα, τα γόνατα λυγισμένα και τα δύο χέρια ανεβασμένα στο κεφάλι, το οποίο του είχε σχίσει η ράβδος του Ματ. Ο Ματ βιάστηκε να του δώσει ένα γερό χτύπημα στο στομάχι με την άκρη της ράβδου, σαν λόγχη, για να τον κάνει να κατεβάσει τα χέρια και μετά τον βάρεσε ξανά στο κεφάλι, για να τον ρίξει κάτω, σαν τσουβάλι, πάνω στο σπαθί του.
«Τύχη, Σάνταρ», μουρμούρισε. «Κανείς δεν μπορεί να νικήσει την τύχη. Τώρα, δεν βρίσκεις τον ιδιωτικό δρόμο που παίρνουν οι Υψηλοί Άρχοντες για να κατέβουν στα κελιά;» Ο Σάνταρ επέμενε ότι υπήρχε μια τέτοια σκάλα και ότι, αν τη χρησιμοποιούσαν, δεν θα ήταν αναγκασμένοι να διασχίσουν ολόκληρη την Πέτρα. Του Ματ δεν του άρεσε καθόλου αυτό, το ότι υπήρχαν άνθρωποι που βιάζονταν τόσο να δουν ανθρώπους να βασανίζονται, ώστε ήθελαν να έχουν ένα σύντομο δρόμο από τα διαμερίσματά τους στους φυλακισμένους.
«Πρέπει να χαίρεσαι που ήσουν τόσο τυχερός», είπε ταραγμένος ο Σάνταρ, «γιατί αυτός εδώ θα μας είχε σκοτώσει και του δύο, πριν καν τον δούμε. Ξέρω ότι η πόρτα είναι κάπου εδώ. Έρχεσαι; Ή προτιμάς να περιμένεις, μπας και φανεί κι άλλος Υψηλός Άρχοντας;»
«Οδήγησέ μας». Ο Ματ δρασκέλισε τον αναίσθητο Υψηλό Άρχοντα. «Δεν είμαι ήρωας».
Σιγοτρέχοντας, ακολούθησε το ληστοκυνηγό, που κοίταζε τις ψηλές πόρτες που προσπερνούσαν και μουρμούριζε ότι ήξερε πως κάπου εκεί πέρα ήταν η πόρτα που έψαχναν.