Το φως την άνοιξε ίνα την ίνα κι ύστερα έκοψε τις ίνες σε μικρές κλωστές, που αιωρήθηκαν φλεγόμενες. Αιωρούνταν και καίγονταν, για πάντα. Για πάντα.
Η Εγκουέν βγήκε από την αργυρή αψίδα παγωμένη και μουδιασμένη από το θυμό της. Χρειαζόταν την παγωνιά του θυμού για να εξισορροπήσει το πυρ της μνήμης. Το σώμα της θυμόταν που είχε πυρποληθεί, όμως οι άλλες μνήμες άναβαν και την έκαιγαν πιο βαθιά. Ο θυμός ήταν ψυχρός, σαν το θάνατο.
«Μόνο αυτά υπάρχουν για μένα;» απαίτησε να μάθει. «Να τον εγκαταλείπω διαρκώς. Να τον προδίδω, να τον απογοητεύω συνεχώς; Αυτό είναι το μόνο που με περιμένει;»
Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν όλα όπως έπρεπε να είναι. Τώρα η Άμερλιν ήταν εκεί, ακριβώς όπως το είχαν πει στην Εγκουέν κι επίσης από μια αδελφή με το επώμιο του κάθε Άτζα ― όμως όλες την κοίταζαν ανήσυχα. Από δύο Άες Σεντάι, τώρα, κάθονταν στα τρία σημεία γύρω από το τερ’ανγκριάλ, με τα πρόσωπα λουσμένα στον ιδρώτα. Το τερ’ανγκριάλ βούιζε, σχεδόν δονούνταν, ενώ έντονες πινελιές χρωμάτων έσχιζαν το λευκό φως μέσα στις αψίδες.
Η λάμψη του σαϊντάρ τύλιξε για λίγο τη Σέριαμ καθώς ακουμπούσε με το χέρι το κεφάλι της Εγκουέν, κάνοντας ένα ρίγος να τη διαπεράσει. «Καλά είναι». Η Κυρά των Μαθητευομένων φαινόταν ανακουφισμένη. «Δεν έχει πάθει τίποτα». Σαν να μην το περίμενε.
Οι άλλες Άες Σεντάι, που κοίταζαν την Εγκουέν, έδειξαν να χαλαρώνουν. Η Ελάιντα άφησε την ανάσα της να βγει αργά κι έπειτα έτρεξε να πάρει το τελευταίο κύπελλο. Μόνο οι Άες Σεντάι γύρω από το τερ’ανγκριάλ δεν χαλάρωσαν. Το βούισμα του τερ’ανγκριάλ είχε εξασθενήσει και το φως είχε αρχίσει να τρεμοπαίζει, που σήμαινε ότι το τερ’ανγκριάλ καταλάγιαζε, αλλά αυτές οι Άες Σεντάι έδειχναν να το πολεμούν δίχως ανάπαυλα.
«Τι...; Τι έγινε;» ρώτησε η Εγκουέν.
«Σιωπή», είπε η Σέριαμ, απαλά όμως. «Προς το παρόν, σιωπή. Είσαι καλά —αυτό προέχει― και πρέπει να ολοκληρώσουμε την τελετή». Η Ελάιντα πλησίασε, σχεδόν τρέχοντας και έδωσε το τελευταίο ασημένιο κύπελλο στην Άμερλιν.
Η Εγκουέν δίστασε μια στιγμή, πριν γονατίσει. Τι έγινε;
Η Άμερλιν άδειασε αργά το κύπελλο στο κεφάλι της Εγκουέν. «Καθαρίστηκες από την Εγκουέν αλ’Βερ από το Πεδίο του Έμοντ. Καθαρίστηκες από όλους τους δεσμούς που σε ενώνουν με τον κόσμο. Ήρθες σε μας καθαρή, στην καρδιά και στην ψυχή. Είσαι η Εγκουέν αλ’Βερ, Αποδεχθείσα του Λευκού Πύργου». Η τελευταία σταγόνα πιτσίλισε τα μαλλιά της Εγκουέν. «Τώρα είσαι αφοσιωμένη σε εμάς».
Τα τελευταία λόγια έμοιαζαν να έχουν μια ειδική σημασία, μόνο μεταξύ της Εγκουέν και της Άμερλιν. Η Άμερλιν έδωσε το κύπελλο σε μια άλλη Άες Σεντάι και έβγαλε ένα χρυσό δαχτυλίδι, που είχε τη μορφή ενός φιδιού που δαγκώνει την ουρά του. Ασυναίσθητα, η Εγκουέν τρεμούλιασε καθώς σήκωνε το αριστερό χέρι και τρεμούλιασε ξανά, όταν η Άμερλιν της έβαζε το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού στο μεσαίο δάχτυλο. Όταν γινόταν Άες Σεντάι, θα φορούσε το δαχτυλίδι σε όποιο δάχτυλο ήθελε, ή καθόλου, αν χρειαζόταν να κρύψει ποια ήταν, αλλά οι Αποδεχθείσες το φορούσαν εκεί.
Χωρίς να χαμογελά, η Άμερλιν την τράβηξε να σηκωθεί. «Καλώς ήρθες, κόρη μου», είπε φιλώντας τη στο μάγουλο. Η Εγκουέν ξαφνιάστηκε, επειδή ένιωσε ένα ρίγος έξαψης. Όχι παιδί, αλλά κόρη. Πιο πριν ήταν παιδί. Η Άμερλιν τη φίλησε στο άλλο μάγουλο. «Καλώς ήρθες».
Η Άμερλιν έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε, ζυγίζοντάς τη με το βλέμμα, αλλά μίλησε στη Σέριαμ. «Σκούπισέ την και φέρε της ρούχα. Επίσης, θέλω να βεβαιωθείς ότι είναι καλά. Να βεβαιωθείς, με κατάλαβες;»
«Είμαι βέβαια, Μητέρα». Η Σέριαμ φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Με είδες να την εξετάζω».
Η Άμερλιν γρύλισε και η ματιά της στράφηκε στο τερ’ανγκριάλ. «Θέλω να μάθω τι πήγε στραβά απόψε». Ξεκίνησε προς το σημείο που κοίταζε, με το αποφασισμένο βήμα της να κάνει το φουστάνι της να ανεμίζει. Οι περισσότερες Άες Σεντάι ήρθαν κοντά της, γύρω από το τερ’ανγκριάλ, που τώρα ήταν απλώς μια ασημένια κατασκευή από αψίδες πάνω σε ένα δακτύλιο.
«Η Μητέρα ανησυχεί για σένα», είπε η Σέριαμ καθώς τραβούσε κατά μέρος την Εγκουέν, εκεί που υπήρχε μια χοντρή πετσέτα για τα μαλλιά και άλλη μια για το σώμα.
«Έχει ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτό;» ρώτησε η Εγκουέν. Η Άμερλιν δεν θέλει να πάθει τίποτα το λαγωνικό της, πριν ρίξει κάτω το ελάφι.
Η Σέριαμ δεν απάντησε. Απλώς συνοφρυώθηκε και περίμενε την Εγκουέν να σκουπιστεί, πριν της δώσει ένα λευκό φόρεμα με επτά κυκλικές ρίγες στον ποδόγυρο.
Η Εγκουέν φόρεσε το φόρεμα με μια φευγαλέα έκφραση απογοήτευσης. Ήταν μια από τις Αποδεχθείσες, με το δαχτυλίδι στο δάχτυλο και τις ρίγες στο φόρεμα. Γιατί δεν νιώθω διαφορετική;
Η Ελάιντα την πλησίασε με την αγκαλιά γεμάτη από τα πράγματά της ― το φόρεμα της μαθητευόμενης, τα παπούτσια της, τη ζώνη και το θύλακο της. Και τα χαρτιά που της είχε δώσει η Βέριν. Στα χέρια της Ελάιντα.
Η Εγκουέν πίεσε τον εαυτό της να περιμένει να της δώσει τα πράγματα η Άες Σεντάι, αντί να της τα αρπάξει από τα χέρια. «Σε ευχαριστώ, Άες Σεντάι». Προσπάθησε να ρίξει μια αδιάφορη ματιά στα χαρτιά· δεν διέκρινε αν είχαν πειραχτεί. Το κορδόνι ήταν ακόμη δεμένο. Πώς θα καταλάβω αν τα διάβασε; Έσφιξε το θύλακο, με το χέρι κρυμμένο κάτω από το φόρεμα της μαθητευόμενης κι ένιωσε το αλλόκοτο δαχτυλίδι μέσα, το τερ’ανγκριάλ. Τουλάχιστον είναι ακόμα εδώ. Φως μου, θα μπορούσε να το πάρει και δεν ξέρω αν Θα με πείραζε αυτό. Ναι, θα με πείραζε. Νομίζω.
Το πρόσωπο της Ελάιντα ήταν ψυχρό, σαν τη φωνή της. «Δεν ήθελα να σε δοκιμάσουν απόψε. Όχι επειδή φοβόμουν αυτό που συνέβη· αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να το προβλέψει. Αλλά εξαιτίας αυτού που είσαι. Μια αδέσποτη». Η Εγκουέν έκανε να διαμαρτυρηθεί, αλλά η Ελάιντα συνέχισε να μιλά, αδυσώπητη σαν παγετώνας σε βουνό. «Ξέρω ότι έμαθες να διαβιβάζεις υπό τη διδασκαλία μιας Άες Σεντάι, αλλά δεν παύεις να είσαι αδέσποτη. Αδέσποτη στο πνεύμα, αδέσποτη στους τρόπους. Έχεις μεγάλες δυνατότητες, αλλιώς δεν θα επιζούσες απόψε εδώ, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Δεν πιστεύω ότι θα γίνεις ποτέ μέρος του Λευκού Πύργου, με τον τρόπο που είμαστε οι υπόλοιπες, σε όποιο δάχτυλο κι αν φοράς το δαχτυλίδι. Θα ήταν καλύτερο για σένα αν είχες αρκεστεί στο να μάθεις αρκετά για να επιζήσεις και ύστερα να γυρίσεις στο κοιμισμένο χωριό σου. Πολύ καλύτερο». Έκανε στροφή επιτόπου και βγήκε από το θάλαμο με μεγάλα, αγέρωχα βήματα.
Και να μην είναι Μαύρο Άτζα, σκέφτηκε ξινά η Εγκουέν, η διαφορά δεν είναι μεγάλη. Μουρμούρισε στη Σέριαμ: «Μπορούσες να πεις κάτι. Μπορούσες να με βοηθήσεις».
«Θα βοηθούσα μια μαθητευόμενη, παιδί μου», αποκρίθηκε γαλήνια η Σέριαμ και η Εγκουέν έκανε ένα μορφασμό. Πάλι είχε γίνει «παιδί». «Προσπαθώ να βοηθώ τις μαθητευόμενες όπου χρειάζονται βοήθεια, εφόσον δεν μπορούν να προστατευτούν μόνες τους. Τώρα είσαι Αποδεχθείσα. Είναι καιρός να μάθεις πώς να φυλάγεσαι μόνη σου».
Η Εγκουέν κοίταξε εξεταστικά τα μάτια της Σέριαμ, ενώ αναρωτιόταν αν είχε φανταστεί κάποια έμφαση στην τελευταία φράση της. Η Σέριαμ είχε κι αυτή την ίδια ευκαιρία με την Ελάιντα να διαβάσει τον κατάλογο των ονομάτων, να κρίνει αν η Εγκουέν είχε σχέση με το Μαύρο Άτζα, Φως μου, είσαι καχύποπτη με όλους. Καλύτερο αυτό από το να είσαι νεκρή, ή αιχμαλωτισμένη από δεκατρείς τέτοιες και... Διέκοψε βιαστικά αυτό τον ειρμό των σκέψεων δεν τον ήθελε στο κεφάλι της. «Σέριαμ, τι έγινε απόψε;» ρώτησε. «Και μην αποφύγεις την απάντηση». Τα φρύδια της Σέριαμ φάνηκαν να υψώνονται σχεδόν ως τα μαλλιά της και η Εγκουέν άλλαξε βιαστικά την ερώτηση της. «Σέριαμ Σεντάι, εννοώ. Συγχώρεσέ με, Σέριαμ Σεντάι».
«Μην ξεχνάς ότι ακόμα δεν έγινες Άες Σεντάι, παιδί μου». Παρά τη σκληρή νότα στη φωνή της, ένα χαμόγελο ήρθε στα χείλη της Σέριαμ, που όμως εξαφανίστηκε καθώς συνέχιζε. «Δεν ξέρω τι έγινε. Μόνο που πολύ φοβάμαι ότι παραλίγο να πεθάνεις».
«Ποιος ξέρει τι συμβαίνει σε όσες δεν ξαναβγαίνουν από ένα τερ’ανγκριάλ», είπε η Αλάνα καθώς τις πλησίαζε. Η Πράσινη αδελφή ήταν γνωστή για τα νεύρα της και για την αίσθηση του χιούμορ της και λεγόταν ότι μπορούσε από το ένα να περάσει στο άλλο και πάλι πίσω, μέσα σε μια στιγμή, αλλά η ματιά που έριξε στην Εγκουέν έδειχνε σχεδόν συστολή. «Παιδί μου, έπρεπε να το σταματήσω όταν είχα την ευκαιρία, όταν πρόσεξα πρώτα αυτή την... αντήχηση. Επανήλθε. Αυτό συνέβη. Επανήλθε στο χιλιαπλάσιο. Δέκα χιλιάδες φορές περισσότερο. Το τερ’ανγκριάλ έμοιαζε να προσπαθεί να κλείσει τη ροή του σαϊντάρ ― ή να λιώσει και να τρυπήσει το πάτωμα. Σου ζητώ συγγνώμη, αν και τα λόγια δεν φτάνουν, γι’ αυτό που παραλίγο να σου συνέβαινε. Θέλω να σου πω κάτι και με τον Πρώτο Όρκο ξέρεις ότι είναι αλήθεια. Για να δείξω τι νιώθω, θα ζητήσω από τη Μητέρα να με αφήσει να είμαι στα μαγειρεία όσο θα είσαι κι εσύ. Και ναι, επίσης και για την επίσκεψή σου στη Σέριαμ. Αν είχα κάνει εκείνο που έπρεπε, δεν θα είχε κινδυνεύσει η ζωή σου και θα εξιλεωθώ γι’ αυτό».
Η Σέριαμ γέλασε σκανδαλισμένη. «Δεν υπάρχει περίπτωση να το επιτρέψει, Αλάνα. Μια αδελφή στις κουζίνες, πόσο μάλλον... Είναι ανήκουστο. Είναι αδύνατο. Έκανες αυτό που πίστευες σωστό. Δεν είναι μομφή σε βάρος σου».
«Δεν ήταν δικό σου το σφάλμα, Αλάνα Σεντάι», είπε η Εγκουέν. Γιατί το κάνει αυτό η Αλάνα; Εκτός, ίσως, αν θέλει να με πείσει ότι δεν είχε σχέση με το πρόβλημα, ό,τι κι αν ήταν. Και ίσως για να μη με χάσει καθόλου από τα μάτια της. Ακριβώς η εικόνα αυτή, μια περήφανη Άες Σεντάι χωμένη στις κατσαρόλες ως τα μπράτσα, τρεις φορές τη μέρα, μόνο και μόνο για να παρακολουθεί κάποια, την έπεισε ότι είχε αφήσει τη φαντασία της αχαλίνωτη. Αλλά, επίσης, ήταν αδιανόητο να κάνει η Αλάνα αυτό που είχε πει ότι θα κάνει. Εν πάση περιπτώσει, η Πράσινη αδελφή σίγουρα δεν είχε καμία ευκαιρία να δει τον κατάλογο των ονομάτων όσο ήταν απασχολημένη με το τερ’ανγκριάλ. Αλλά αν έχει δίκιο η Νυνάβε, δεν θα χρειαζόταν να δει αυτά τα ονόματα για να θέλει να με σκοτώσει, αν είναι του Μαύρου Άτζα. Σταμάτα πια! «Στ’ αλήθεια δεν ήταν».
«Αν είχα κάνει αυτό που έπρεπε», επέμεινε η Αλάνα, «δεν θα είχε συμβεί καθόλου. Η μόνη φορά που είδα κάτι τέτοιο ήταν κάποτε, πριν από χρόνια, όταν προσπαθήσαμε να δοκιμάσουμε ένα τερ’ανγκριάλ στην ίδια αίθουσα με ένα άλλο, το οποίο μπορεί με κάποιον τρόπο να είχε σχέση με το πρώτο. Είναι εξαιρετικά σπάνιο να βρει κανείς δύο τέτοια. Το ζευγάρι των τερ’ανγκριάλ έλιωσε και όλες οι αδελφές, που ήταν σε ακτίνα εκατό απλωσιών, επί μία εβδομάδα είχαν τόσο δυνατό πονοκέφαλο που δεν μπορούσαν να διαβιβάσουν ούτε για να ανάψουν μια σπίθα. Τι συμβαίνει, παιδί μου;»
Το χέρι της Εγκουέν είχε σφιχτεί τόσο πολύ γύρω από το θύλακό της, που το δαχτυλίδι από την στρεβλωμένη πέτρα είχε σχεδόν αποτυπωθεί στην παλάμη της, μέσα από το χοντρό ύφασμα. Ήταν ζεστό; Φως μου, εγώ φταίω. «Τίποτα, Αλάνα Σεντάι. Άες Σεντάι, δεν έκανες κανένα λάθος. Δεν έχεις λόγο να μοιραστείς την τιμωρία μου. Κανέναν απολύτως. Κανέναν!»
«Δεν είναι ανάγκη να φωνάζεις τόσο», παρατήρησε η Σέριαμ, «αλλά, πάντως, αυτή είναι η αλήθεια». Η Αλάνα απλώς κούνησε το κεφάλι.
«Άες Σεντάι», είπε αργά η Εγκουέν, «τι σημαίνει να είναι κάποια στο Πράσινο Άτζα;» Η Σέριαμ γούρλωσε τα μάτια με μια εύθυμη έκφραση και η Αλάνα χαμογέλασε πλατιά.
«Μόλις φόρεσες δαχτυλίδι», είπε η Πράσινη αδελφή, «και αμέσως θέλεις να αποφασίσεις ποιο Άτζα θα διαλέξεις; Πρώτον, πρέπει να αγαπάς τους άντρες. Δεν εννοώ να είσαι ερωτευμένη μαζί τους, αλλά να τους αγαπάς. Όχι σαν τις Γαλάζιες, που απλώς συμπαθούν τους άντρες, αρκεί αυτοί να έχουν τους ίδιους στόχους και να μην μπλέκονται στα πόδια τους. Και, βέβαια, όχι σαν τις Κόκκινες, που τους απεχθάνονται, λες και κάθε άντρας είναι προσωπικά υπεύθυνος για το Τσάκισμα». Η Αλβιάριν, η Λευκή αδελφή που είχε έρθει μαζί με την Άμερλιν, τις κοίταξε υπεροπτικά φεύγοντας. «Και όχι σαν τις Λευκές», είπε η Αλάνα με ένα γελάκι, «που δεν έχουν χώρο στη ζωή τους για κανένα πάθος».
«Δεν εννοούσα αυτό, Αλάνα Σεντάι. Θέλω να μάθω τι σημαίνει να είσαι μια Πράσινη αδελφή». Δεν ήξερε αν θα την καταλάβαινε η Αλάνα, επειδή ούτε και η ίδια δεν ήξερε τι ήθελε να μάθει, αλλά η Αλάνα ένευσε αργά, σαν να καταλάβαινε.
«Οι Καφέ επιζητούν τη γνώση, οι Γαλάζιες παρεμβαίνουν για διάφορους σκοπούς και οι Λευκές στοχάζονται τα ερωτήματα της αλήθειας με αμείλικτη λογική. Φυσικά, όλες κάνουμε κάτι απ’ αυτά. Αλλά το να είσαι Πράσινη σημαίνει να στέκεσαι έτοιμη». Μια νότα περηφάνιας φάνηκε στη φωνή της Αλάνα. «Στους Πολέμους των Τρόλοκ συχνά μας αποκαλούσαν το Μαχόμενο Άτζα. Όλες οι Άες Σεντάι βοήθησαν όπου και όποτε μπορούσαν, αλλά μόνο το Πράσινο Άτζα ήταν πάντα μαζί με τους στρατούς, σχεδόν σε κάθε μάχη. Ήμασταν το αντίστοιχο των Αρχόντων του Δέους. Το Μαχόμενο Άτζα. Και τώρα στέκουμε έτοιμες, για να ξανάρθουν νότια οι Τρόλοκ, για το Τάρμον Γκάι’ντον, την Τελευταία Μάχη. Θα είμαστε εκεί. Να τι σημαίνει να είσαι Πράσινη».
«Σε ευχαριστώ, Άες Σεντάι», είπε η Εγκουέν. Αυτό ήμουν; Ή αυτό θα γίνω; Φως μου, μακάρι να ήξερα αν ήταν αληθινό, αν είχε οποιαδήποτε σχέση με το εδώ και το τώρα.
Η Άμερλιν τις πλησίασε και της έκαναν μια βαθιά υπόκλιση. «Είσαι καλά, κόρη μου;» ρώτησε την Εγκουέν. Το βλέμμα της πλανήθηκε για λίγο στην άκρη των χαρτιών, που ξεπρόβαλλαν από το φόρεμα της μαθητευόμενης που κρατούσε η Εγκουέν και ξαναγύρισε αμέσως στο πρόσωπο της Εγκουέν. «Δεν θα ησυχάσω, αν δεν μάθω το λόγο που συνέβη αυτό απόψε».
Τα μάγουλα της Εγκουέν κοκκίνισαν. «Είμαι καλά, Μητέρα».
Η Αλάνα την ξάφνιασε, ζητώντας από την Άμερλιν αυτό που είχε πει ότι θα ζητούσε.
«Πρώτη φορά ακούω τέτοιο πράγμα», αγρίεψε η Άμερλιν. «Ο καπετάνιος δεν κάνει τη δουλειά του μούτσου, ακόμα κι αν έκανε το πλοίο να εξοκείλει σε ύφαλο». Έριξε μια ματιά στην Εγκουέν και το βλέμμα της βάρυνε από ανησυχία. Και θυμό, «Συμμερίζομαι την ανησυχία σου, Αλάνα. Ό,τι κι αν έκανε αυτό το παιδί, δεν της άξιζε τέτοιο πράγμα. Πολύ καλά. Αν αυτό καταπραΰνει τα συναισθήματά σου, τότε έχεις την άδεια να επισκεφτείς τη Σέριαμ. Αλλά είναι αυστηρά μεταξύ των δύο σας. Δεν θέλω να γελοιοποιηθεί μια Άες Σεντάι, ακόμα και στα ενδότερα του Πύργου».
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα για να τα ομολογήσει όλα και να τις αφήσει να πάρουν το δαχτυλίδι -δεν το θέλω το παλιοδαχτυλίδι, ειλικρινά― όμως η Αλάνα την έκοψε.
«Και το άλλο, Μητέρα;»
«Μην είσαι γελοία, κόρη μου». Η Άμερλιν ήταν θυμωμένη και κόρωνε περισσότερο όσο μιλούσε. «Θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών την ίδια μέρα, με εξαίρεση εκείνες που θα σε περάσουν για τρελή. Και μη νομίζεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα σε ακολουθεί για πάντα. Τέτοια νέα μαθεύονται παντού. Θα ακούσεις ιστορίες για τη λαντζιέρισσα Άες Σεντάι από το Δάκρυ ως το Μάραντον. Κι αυτό θα δυσφήμιζε όλες τις αδελφές. Όχι. Αν θέλεις να βγάλεις από μέσα σου κάποιο αίσθημα ενοχής και δεν μπορείς να το αντιμετωπίσεις σαν ώριμη γυναίκα, πολύ καλά. Σου είπα ότι μπορείς να επισκεφτείς τη Σέριαμ. Συνόδευσέ την απόψε, όταν φύγεις από δω. Έτσι, θα έχεις το υπόλοιπο αυτής της νύχτας για να αποφασίσεις αν σε βοήθησε καθόλου. Και αύριο θα ψάξεις να βρεις τι πήγε στραβά απόψε εδώ!»
«Μάλιστα, Μητέρα». Ο τόνος της Αλάνα ήταν εντελώς ουδέτερος.
Η λαχτάρα να τα ομολογήσει όλα είχε σβήσει μέσα στην Εγκουέν. Η Αλάνα είχε δείξει μόνο μια φευγαλέα έκφραση απογοήτευσης όταν είχε συνειδητοποιήσει ότι η Αμερλιν δεν θα της επέτρεπε να ακολουθήσει την Εγκουέν στην κουζίνα. Δεν θέλει να τιμωρηθεί, σαν κάθε λογικός άνθρωπος. Ήθελε μια πρόφαση για να είναι μαζί μου. Φως μου, δεν μπορεί αυτή να χάλασε εσκεμμένα το τερ’ανγκριάλ ήταν δικό μου το φταίξιμο. Άραγε, είναι Μαύρο Άτζα;
Βυθισμένη στις σκέψεις της, η Εγκουέν άκουσε ένα ξερό βήξιμο και ύστερα άλλο ένα, πιο δυνατό. Το βλέμμα της καθάρισε από όλες αυτές τις σκέψεις, Η Άμερλιν την κοίταζε κατάματα και, όταν μίλησε, κάθε λέξη έβγαινε με οργή.
«Αφού φαίνεται ότι αποκοιμήθηκες όρθια, παιδί μου, προτείνω να πας στο κρεβάτι σου». Για μια στιγμή, το βλέμμα της έπεσε στα σχεδόν κρυμμένα χαρτιά στα χέρια της Εγκουέν. «Θα έχεις πολλή δουλειά να κάνεις αύριο, καθώς και για πολλές μέρες μετά». Το βλέμμα της έμεινε μια στιγμή ακόμα στην Εγκουέν και ύστερα η Άμερλιν απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές, πριν οι άλλες προλάβουν να κάνουν υπόκλιση.
Η Σέριαμ άρπαξε την Αλάνα, μόλις χάθηκε από μπροστά τους η Άμερλιν. Η Πράσινη Άες Σεντάι την αγριοκοίταξε και το δέχτηκε σιωπηλή. «Είσαι τρελή για δέσιμο, Αλάνα. Είσαι χαζή κι ακόμα πιο χαζή, αν νομίζεις ότι θα σε λυπηθώ, μόνο και μόνο επειδή ήμασταν μαζί μαθητευόμενες. Σου θόλωσε το νου ο Δράκοντας, που πήγες και —;» Ξαφνικά, η Σέριαμ συνειδητοποίησε την παρουσία της Εγκουέν και ο αποδέκτης του θυμού της άλλαξε. «Μήπως δεν άκουσα την Άμερλιν να σε στέλνει στο κρεβάτι σου, Αποδεχθείσα; Αν βγάλεις λέξη γι’ αυτό, θα σου δείξω εγώ, θα ευχηθείς να σε είχα θάψει σε ένα χωράφι, σαν κοπριά. Και θα σε περιμένω στο μελετητήριό μου το πρωί, όταν η καμπάνα χτυπήσει Πρώτη και δεν θέλω ούτε μια ανάσα καθυστέρηση. Πήγαινε τώρα!»
Η Εγκουέν έφυγε με το κεφάλι ζαλισμένο. Υπάρχει κάποια για να την εμπιστευτώ; Η Άμερλιν; Μας έστειλε να κυνηγήσουμε δεκατρείς του Μαύρου Άτζα και ξέχασε να αναφέρει ότι το δεκατρία είναι ακριβώς ο αριθμός που χρειάζεται για να παρασύρεις στη Σκιά, ενάντια στη θέληση της, μια γυναίκα που διαβιβάζει. Ποια μπορώ να εμπιστευτώ;
Δεν ήθελε να μείνει μόνη της, δεν άντεχε ούτε την ιδέα, έτσι έτρεξε στα καταλύματα των Αποδεχθεισών, με τη σκέψη ότι την επόμενη μέρα, ούτως ή άλλως, θα μετακόμιζε και η ίδια εκεί. Χτύπησε και άνοιξε αμέσως την πόρτα της Νυνάβε. Μπορούσε να την εμπιστευτεί στα πάντα. Αυτήν και την Ηλαίην.
Αλλά η Νυνάβε καθόταν σε μια από τις δύο καρέκλες, με το κεφάλι της Ηλαίην κρυμμένο στην αγκαλιά της. Οι ώμοι της Ηλαίην σείονταν με το ρυθμό του κλάματός της, εκείνο το μαλακό κλαψούρισμα που έρχεται όταν δεν έχεις πια δύναμη για πιο βαθιά αναφιλητά, αλλά το συναίσθημα σε καίει ακόμα. Και τα μάγουλα της Νυνάβε φαίνονταν, επίσης, υγρά. Το Μεγάλο Δαχτυλίδι άστραφτε στο χέρι της καθώς έστρωνε τα μαλλιά της Ηλαίην και ταίριαζε με το δαχτυλίδι στο χέρι της Ηλαίην, με το οποίο έσφιγγε το φουστάνι της Νυνάβε.
Η Ηλαίην σήκωσε το πρόσωπό της, που ήταν κόκκινο και πρησμένο από το κλάμα, ρουφώντας τη μύτη ανάμεσα στους λυγμούς της όταν είδε την Εγκουέν. «Δεν μπορεί να ήμουν τόσο απαίσια, Εγκουέν. Δεν μπορεί!»
Το ατύχημα με το τερ’ανγκριάλ, ο φόβος της Εγκουέν ότι μπορεί κάποια να είχε διαβάσει τα χαρτιά που της είχε δώσει η Βέριν, η καχυποψία που ένιωθε για όλες τις άλλες στο θάλαμο, όλα αυτά ήταν τρομερά, αλλά την είχαν προφυλάξει με ένα σκληρό, ωμό τρόπο από εκείνα που είχαν συμβεί εντός του τερ’ανγκριάλ. Όλα αυτά είχαν έρθει απ’ έξω· το άλλο, όμως, ερχόταν από μέσα. Τα λόγια της Ηλαίην έριξαν το προστατευτικό τείχος και όσα υπήρχαν μέσα της χτύπησαν την Εγκουέν, σαν να την είχε πλακώσει το ταβάνι. Ο Ραντ, ο σύζυγός της και η Τζόγια, το μωρό της. Ο Ραντ καθηλωμένος, που την ικέτευε να τον σκοτώσει. Ο Ραντ αλυσοδεμένος για να ειρηνευθεί.
Πριν καταλάβει την κίνηση της, βρέθηκε γονατισμένη πλάι στην Ηλαίην, με όλα τα δάκρυα που έπρεπε να είχε χύσει νωρίτερα να βγαίνουν τώρα σαν πλημμύρα. «Δεν μπορούσα να τον βοηθήσω, Νυνάβε», είπε με λυγμούς. «Τον άφησα εκεί».
Η Νυνάβε έκανε ένα μορφασμό, σαν να είχε δεχτεί χτύπημα, αλλά αμέσως σήκωσε τα χέρια και αγκάλιασε την Εγκουέν και την Ηλαίην, σφίγγοντάς τες, κουνώντας τες. «Σωπάστε», είπε τρυφερά, χαμηλόφωνα. «Γίνεται πιο εύκολο με τον καιρό. Γίνεται πιο εύκολο, λιγάκι. Κάποια μέρα θα τους κάνουμε να πληρώσουν το τίμημά μας. Σωπάστε. Σωπάστε».