34 Ένας Διαφορετικός Χορός

Ο Φέρλαν δεν έπαψε να φλυαρεί καθώς τους οδηγούσε στα δωμάτιά τους, αν και ο Πέριν δεν άκουγε τι έλεγε. Αναρωτιόταν αν η μελαχρινή κοπέλα ήξερε τι σήμαιναν τα κίτρινα μάτια του. Που να καώ, σίγουρα με κοίταζε. Έπειτα, άκουσε τον πανδοχέα να λέει «ανήγγειλαν τον Δράκοντα στην Γκεάλνταν» και σχεδόν ένιωσε τις μύτες των αυτιών του να σηκώνονται όρθιες, σαν του Λόιαλ.

Η Μουαραίν μαρμάρωσε στην πόρτα του δωματίου της. «Υπάρχει κι άλλος ψεύτικος Δράκοντας, πανδοχέα; Στην Γκεάλνταν;» Η κουκούλα του μανδύα ακόμα έκρυβε το πρόσωπό της, αλλά από τον τόνο της έμοιαζε συγκλονισμένη. Παρ’ όλο που περίμενε την απάντηση το πανδοχέα, ο Πέριν δεν μπόρεσε να μην την κοιτάξει· μύριζε πάνω της κάτι σαν φόβο.

«Ε, αρχόντισσά μου, δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Η Γκεάλνταν είναι εκατό λεύγες μακριά μας κι εδώ κανένας δεν θα σε πειράξει, αφού έχουμε μαζί μας τον αφέντη Άτρα, τον Άρχοντα Όρμπαν και τον Άρχοντα Γκαν. Επίσης —»

«Απάντησέ της!» είπε απότομα ο Λαν. «Υπάρχει ψεύτικος Δράκοντας στην Γκεάλνταν;»

«Α. Α, όχι, αφέντη Άτρα, όχι ακριβώς. Είπα ότι υπάρχει κάποιος που αναγγέλλει τον Δράκοντα στην Γκεάλνταν, έτσι μάθαμε πριν από μερικές μέρες. Επαγγέλλεται την έλευση του, θα μπορούσες να πεις. Μιλάει για εκείνον που ακούσαμε στο Τάραμπον. Αν και μερικοί λένε ότι είναι στο Άραντ Ντόμαν και όχι στο Τάραμπον. Όπως και να έχει, είναι πολύ μακριά από δω. Άλλες φορές, όλοι μας εδώ θα μιλούσαμε μονάχα γι’ αυτό, ίσως και για τα παραμύθια που λένε ότι ο στρατός του Γερακόφτερου γύρισε πίσω —» Από τον τρόπο που ο Φέρλαν ξεροκατάπιε, τρίβοντας πιο νευρικά τα χέρια του, θα έλεγε κανείς ότι τα ψυχρά μάτια του Λαν ήταν σαν λεπίδες μαχαιριού. «Ξέρω μόνο ό,τι ακούω, αφέντη Άτρα. Λένε ότι ο άνθρωπος αυτός έχει ένα βλέμμα που σε κάνει και μαρμαρώνεις εκεί που στέκεσαι και λέει κάθε λογής σαχλαμάρες για τον Δράκοντα, που θα έρθει, λέει, να μας σώσει και ότι όλοι πρέπει να τον ακολουθήσουμε και ότι ακόμα και τα θηρία θα πολεμήσουν για τον Δράκοντα. Δεν ξέρω αν τον έχουν ρίξει στη φυλακή, ή ακόμα. Αυτό είναι το πιθανότερο· οι Γκεαλντανοί δεν ανέχονται τέτοιες κουβέντες».

Ο Μασέμα, θαύμασε ο Πέριν. Ο καμένος ο Μασέμα είναι.

«Έχεις δίκιο, πανδοχέα», είπε ο Λαν. «Αυτός ο άνθρωπος μάλλον δεν θα μας ενοχλήσει εδώ. Κάποτε, είχα γνωρίσει έναν που του άρεσε να βγάζει κάτι παλαβούς λόγους. Πρέπει να τον θυμάσαι, αρχόντισσα Άλυς, έτσι δεν είναι; Τον Μασέμα;»

Η Μουαραίν τινάχτηκε. «Ο Μασέμα. Ναι. Πράγματι. Τον είχα βγάλει από το νου μου». Η φωνή της έγινε πιο σταθερή. «Την άλλη φορά που θα δω τον Μασέμα, θα ευχηθεί να του είχαν βγάλει το τομάρι και να το είχαν κάνει μπότες καλύτερα». Χτύπησε πίσω της την πόρτα με τόση δύναμη, που ο βρόντος αντήχησε στο διάδρομο.

«Κάντε ησυχία!» ακούστηκε μια πνιγμένη φωνή από την άλλη άκρη. «Το κεφάλι μου πάει να σπάσει!»

«Α». Ο Φέρλαν γύρισε νευρικά πρώτα προς τη μια μεριά του διαδρόμου και μετά προς την άλλη. «Α. Συγχώρεσέ με, αφέντη Άτρα, αλλά η αρχόντισσα Άλυς είναι μια πολύ ευέξαπτη γυναίκα».

«Μόνο με όσους τη δυσαρεστούν», είπε ωμά ο Λαν. «Δαγκώνει χειρότερα απ’ όσο γαβγίζει».

«Α! Α! Τα δωμάτιά σας είναι από δω πέρα. Ε, φίλε Ογκιρανέ, όταν ο αφέντης Άτρα μου είπε ότι θα έρθεις, έβαλα να φέρουν ένα παλιό Ογκιρανό κρεβάτι από τη σοφίτα, όπου μάζευε σκόνη εδώ και τριακόσια χρόνια πάνω-κάτω. Που να σου λέω, είναι...»

Ο Πέριν άφησε τις λέξεις να τον λούσουν χωρίς να τις ακούει, όπως ένας βράχος στο ποτάμι, που δεν ακούει το νερό. Η μελαχρινή νεαρή τον είχε βάλει σε ανησυχία. Όπως και ο φυλακισμένος Αελίτης.

Όταν μπήκε στο δωμάτιό του —ένα δωματιάκι στο πίσω μέρος· ο Λαν δεν είχε κάνει τίποτα που να διαψεύσει την ιδέα του πανδοχέα ότι ο Πέριν ήταν ένας υπηρέτης― συνέχισε να κινείται μηχανικά, ακόμα βυθισμένος στις σκέψεις του. Έβγαλε τη χορδή του τόξου και το ακούμπησε στη γωνία —όταν κρατούσες πολύ καιρό το τόξο τεντωμένο, χαλούσες και το τόξο και τη χορδή― και μετά άφησε την κουβέρτα και τα σακίδια της σέλας πλάι στο νιπτήρα και έριξε πάνω το μανδύα του. Κρέμασε τις ζώνες του με τη φαρέτρα και το τσεκούρι σε κάτι γάντζους στον τοίχο και είχε σχεδόν ξαπλώσει στο κρεβάτι, όταν ένα χασμουρητό, που παραλίγο να του ξεκολλήσει το σαγόνι, του θύμισε πόσο επικίνδυνο θα ήταν κάτι τέτοιο. Το κρεβάτι ήταν στενό και το στρώμα έμοιαζε να είναι γεμάτο λακκούβες· τούτο ήταν το πιο φιλόξενο κρεβάτι που θυμόταν. Αντί να κοιμηθεί, κάθισε στο τρίποδο σκαμνί και έβαλε το μυαλό του να δουλέψει. Πάντα του άρεσε να σκέφτεται το κάθε πράγμα διεξοδικά.

Ύστερα από λίγη ώρα, μερικά απαλά χτυπήματα ακούστηκαν από την πόρτα και ο Λόιαλ έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο. Τα αυτιά του Ογκιρανού σχεδόν έτρεμαν από την έξαψη και το πλατύ χαμόγελό του σχεδόν του χώριζε στα δύο το κεφάλι. «Πέριν, δεν θα το πιστέψεις! Το κρεβάτι μου είναι από τραγουδισμένο ξύλο! Δεν ξέρω, πρέπει να είναι πάνω από χιλίων ετών. Τόσα χρόνια έχει Δεντροτραγουδιστής να τραγουδήσει τόσο μεγάλο αντικείμενο. Εγώ, προσωπικά, δεν θα το τολμούσα και έχω το ταλέντο πιο δυνατό μέσα μου από σχεδόν κάθε άλλον, πλέον. Για να πω την αλήθεια, βέβαια, δεν είμαστε και τόσο πολλοί αυτοί που να έχουμε το ταλέντο, τώρα πια. Αλλά είμαι πράγματι μέσα στους καλύτερους, απ’ όσους μπορούν να τραγουδήσουν το ξύλο».

«Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Πέριν. Ένας Αελίτης σε κλουβί. Έτσι είχε πει η Μιν. Γιατί με κοίταζε εκείνη η κοπέλα;

«Αυτό είπα κι εγώ». Ο Λόιαλ φαινόταν κάπως απογοητευμένος που ο Πέριν δεν μοιραζόταν τον ενθουσιασμό του Ογκιρανού, αλλά ο Πέριν το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει και να σκεφτεί. «Το δείπνο κάτω είναι έτοιμο, Πέριν». Οι ευωδιές του μαγειρεμένου κρέατος, που αναδίδονταν από την κουζίνα, δεν τον ενδιέφεραν. Καλά-καλά δεν πρόσεξε τον Λόιαλ που έφευγε.

Με τα χέρια στα γόνατα, αφήνοντας κάποιο χασμουρητό αραιά και πού, προσπάθησε να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Έμοιαζε με εκείνους τους γρίφους που έφτιαχνε ο αφέντης Λούχαν, τα μεταλλικά κομμάτια που έμοιαζαν να είναι συνδεμένα τέλεια. Μα πάντα υπήρχε ένα τρικ που μπορούσες να κάνεις για να ξεκολλήσουν οι μεταλλικοί κρίκοι και οι σπείρες και το ίδιο πρέπει να υπήρχε κι εδώ.

Η κοπέλα τον κοίταζε. Τα μάτια του μπορεί να ήταν η εξήγηση, μόνο που ο πανδοχέας δεν είχε δώσει σημασία ― κανείς από τους υπόλοιπους δεν τα είχε προσέξει καν. Είχαν έναν Ογκιρανό για να κοιτάζουν, Κυνηγούς του Κέρατος στο πανδοχείο, μια αρχόντισσα φιλοξενούμενη και έναν Αελίτη φυλακισμένο σε κλουβί στην πλατεία. Κάτι τόσο ασήμαντο, όπως το χρώμα των ματιών κάποιου, δεν θα μπορούσε να προσελκύσει την προσοχή τους· τίποτα πάνω σε έναν υπηρέτη δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τα άλλα. Γιατί, λοιπόν, διάλεξε εμένα να κοιτάξει;

Και ο Αελίτης στο κλουβί. Όσα έβλεπε η Μιν ήταν πάντοτε σημαντικά. Αλλά τι εννοούσε; Τι έπρεπε να κάνει τώρα ο Πέριν; Μπορούσα να σταματήσω εκείνα τα παιδιά που τον πετροβολούσαν. Έπρεπε να τα είχα σταματήσει. Είπε στον εαυτό του, χωρίς να το πιστεύει ιδιαίτερα, ότι οι μεγάλοι θα του είχαν πει να μη φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, ότι ήταν ξένος στο Ρέμεν και ότι ο Αελίτης δεν ήταν δική του έγνοια. Έπρεπε να είχα προσπαθήσει.

Δεν βρήκε καμία απάντηση κι έτσι ξαναπήγε στην αρχή και τα δούλεψε με το μυαλό του υπομονετικά ακόμα μια φορά. Έπειτα, έκανε πάλι το ίδιο και μετά το ξανάκανε. Και πάλι δεν βρήκε τίποτα, εκτός από μεταμέλεια γι’ αυτό που δεν είχε κάνει.

Ύστερα από ώρα πρόσεξε ότι είχε νυχτώσει. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, εκτός από το λίγο φως που έριχνε το φεγγάρι από το μοναδικό παράθυρο που υπήρχε. Σκέφτηκε το ξυγκοκέρι και το κουτί με την ίσκα που είχε δει στο γείσο του στενού τζακιού, αλλά το φως έφτανε και περίσσευε για τα μάτια του. Πρέπει κάτι να κάνω, έτσι δεν είναι;

Ζώστηκε το τσεκούρι του και μετά κοντοστάθηκε. Το είχε κάνει δίχως σκέψη· του ερχόταν φυσικό να τον φορά, όσο και να ανασαίνει. Δεν του άρεσε αυτό. Εντούτοις, άφησε τη ζώνη στη μέση του και βγήκε έξω.

Το φως από τα σκαλιά έκανε το διάδρομο να φαίνεται ολοφώτιστος σε σύγκριση με το δωμάτιό του. Από την κοινή αίθουσα ακούγονταν συζητήσεις και γέλια, ενώ από την κουζίνα έρχονταν ευωδιές φαγητών. Πήγε με μεγάλα βήματα προς το μπροστινό μέρος του πανδοχείου, στο δωμάτιο της Μουαραίν, χτύπησε μια φορά και μπήκε μέσα. Και σταμάτησε επιτόπου, κοκκινίζοντας.

Η Μουαραίν τράβηξε πάνω της την ανοιχτογάλανη ρόμπα, που κρεμόταν από τους ώμους της. «Θέλεις κάτι;» τον ρώτησε ατάραχη. Κρατούσε μια βούρτσα με ασημένια λαβή και τα μαύρα μαλλιά της, που χύνονταν με σκοτεινά κύματα στο λαιμό της, άστραφταν, σαν να τα βούρτσιζε ώρες. Το δωμάτιό της ήταν πολύ καλύτερο από το δικό του, είχε στιλβωμένη ξύλινη επένδυση στους τοίχους, λάμπες με ασημένια σκαλίσματα και μια ζεστή φωτιά στο πλατύ, τούβλινο τζάκι. Ο αέρας μύριζε σαπούνι με άρωμα τριαντάφυλλου.

«Έλεγα... έλεγα ότι θα είναι εδώ ο Λαν», κατόρθωσε να ξεστομίσει. «Οι δυο όλο μαζί είστε και έλεγα ότι θα... Έλεγα...»

«Τι θέλεις λοιπόν, Πέριν;»

Αυτός ανάσανε βαθιά. «Είναι έργο του Ραντ αυτό; Ξέρω ότι ο Λαν τον ακολούθησε ως εδώ και όλα φαντάζουν παράξενα —οι Κυνηγοί και ο Αελίτες― αλλά το έκανε αυτός;»

«Δεν νομίζω. Θα ξέρω περισσότερα όταν μου πει ο Λαν τι έμαθε απόψε. Με λίγη τύχη, αυτά που θα βρει θα με βοηθήσουν στην επιλογή που πρέπει να κάνω».

«Επιλογή;»

«Ο Ραντ μπορεί να πέρασε το ποτάμι και να προχωρά προς το Δάκρυ από ξηράς. Ή μπορεί να πήρε πλοίο για να κατέβει στο Ίλιαν, με σκοπό εκεί να επιβιβαστεί σε άλλο, για το Δάκρυ. Το ταξίδι με αυτό τον τρόπο είναι πολλές λεύγες πιο μακρύ, αλλά πιο σύντομο σε μέρες».

«Κάτι μου λέει ότι δεν θα τον προφτάσουμε, Μουαραίν. Δεν ξέρω πώς το καταφέρνει, αλλά ακόμα και πεζός προπορεύεται. Αν έχει δίκιο ο Λαν, είναι μισή μέρα μπροστά μας».

«Θα υποψιαζόμουν ότι έμαθε να Ταξιδεύει», είπε η Μουαραίν σμίγοντας λιγάκι τα φρύδια, «αλλά σε αυτή την περίπτωση θα είχε πάει κατευθείαν στο Δάκρυ. Όχι, έχει μέσα του το αίμα των πεζοπόρων και των δυνατών δρομέων. Αλλά, ίσως, εμείς πάρουμε ούτως ή άλλως το ποτάμι. Αν δεν μπορέσω να τον προλάβω, τότε θα φτάσω στο Δάκρυ λίγο μετά. Ή θα είμαι εκεί και θα τον περιμένω».

Ο Πέριν σάλεψε ανήσυχος στα πόδια του· η φωνή της έκρυβε μια παγερή υπόσχεση. «Μου είπες κάποτε ότι μπορείς να νιώσεις ένα Σκοτεινόφιλο, ή τουλάχιστον κάποιον που έχει μπει βαθιά στη Σκιά. Ένιωσες τίποτα τέτοιο εδώ;»

Εκείνη ξεφύσησε δυνατά και στράφηκε σε έναν ψηλό καθρέφτη, με περίτεχνα αργυρά στολίσματα στα πόδια του. Κρατώντας κλειστή τη ρόμπα με το ένα χέρι, άρχισε με τη βούρτσα στο άλλο να βουρτσίζει τα μαλλιά της. «Πολύ λίγοι άνθρωποι είναι σε τόσο προχωρημένο στάδιο, Πέριν, ακόμα και οι χειρότεροι Σκοτεινόφιλοι». Η βούρτσα έμεινε μετέωρη. «Γιατί ρωτάς;»

«Κάτω, στην κοινή αίθουσα, ήταν μια κοπέλα που με κοίταζε. Όχι εσένα και τον Λόιαλ, όπως έκαναν όλοι. Εμένα».

Η βούρτσα συνέχισε τη δουλειά της και ένα φευγαλέο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη της Μουαραίν. «Ξεχνάς μερικές φορές, Πέριν, ότι είσαι ένας όμορφος νεαρός. Σε κάποιες κοπέλες αρέσουν οι πλατιοί ώμοι». Εκείνος μούγκρισε και σάλεψε τα πόδια του. «Ήθελες κάτι άλλο, Πέριν;»

«Ε... όχι». Δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει με την εικόνα της Μιν, απλώς θα του έλεγε αυτό που ήδη γνώριζε, ότι ήταν σημαντική. Και δεν ήθελε να της πει τι είχε δει η Μιν. Δεν ήθελε, μάλιστα, να της πει καθόλου ότι είχε δει κάτι η Μιν.

Στο διάδρομο, έχοντας κλείσει την πόρτα πίσω του, ο Πέριν έγειρε για μια στιγμή στον τοίχο. Φως μου, μπήκα και τη βρήκα έτσι, με τη... Ήταν όμορφη γυναίκα. Και αρκετά μεγάλη για να είναι μητέρα μου, μπορεί και μεγαλύτερη. Σκέφτηκε ότι ο Ματ μάλλον θα της ζητούσε να κατέβουν στην κοινή αίθουσα για να χορέψουν. Μπα, δεν θα το έκανε. Ακόμα και ο Ματ δεν είναι τόσο χαζός, ώστε να προσπαθήσει να ξελογιάσει μια Άες Σεντάι. Η Μουαραίν ήξερε να χορεύει. Μάλιστα, κάποτε είχε χορέψει μαζί της. Και σχεδόν σκόνταφτε σε κάθε βήμα. Μην τη σκέφτεσαι σαν να είναι κορίτσι από το χωριό σου, επειδή την είδες να... Είναι Άες Σεντάι, που να πάρει! Έχεις και την έγνοια του Αελίτη. Τινάχτηκε και κατέβηκε κάτω.

Η κοινή αίθουσα ήταν ξέχειλη από κόσμο, όλες οι καρέκλες ήταν πιασμένες, ενώ είχαν φέρει κι άλλα σκαμνιά και πάγκους και όσοι δεν είχαν πού να καθίσουν, στέκονταν όρθιοι στους τοίχους. Δεν έβλεπε πουθενά τη μελαχρινή κοπέλα και κανένας άλλος δεν τον κοίταξε δεύτερη φορά, καθώς διέσχιζε βιαστικά την αίθουσα.

Ο Όρμπαν είχε ένα τραπέζι δικό του και το μπανταρισμένο πόδι του ήταν απλωμένο σε μια καρέκλα με μαξιλαράκι, με μια μαλακή παντόφλα σε εκείνο το πόδι και με ένα ασημένιο κύπελλο στο χέρι, το οποίο οι σερβιτόρες γέμιζαν συνεχώς με κρασί. «Έτσι είναι», έλεγε μιλώντας σε ολόκληρη την αίθουσα, «ο Γκαν κι εγώ ξέραμε ότι οι Αελίτες είναι σκληροί μαχητές, αλλά δεν είχαμε χρόνο για δισταγμούς. Τράβηξα το σπαθί μου και έχωσα τις φτέρνες μου στα πλευρά του Λέοντα...»

Ο Πέριν αναπήδησε και μετά συνειδητοποίησε ότι ο άλλος εννοούσε ότι το άλογό του ονομαζόταν Λέων. Τον έχω ικανό να πει ότι καβαλίκευε λιοντάρι. Ένιωσε ντροπή· μπορεί να μη συμπαθούσε αυτό τον άνθρωπο, αλλά δεν ήταν αυτός λόγος να πιστεύει ότι θα έφτανε σε σημείο να κομπάζει τόσο. Έτρεξε έξω, χωρίς να κοιτάξει πίσω.

Ο δρόμος μπροστά από το πανδοχείο ήταν γεμάτος κόσμο, σαν την κοινή αίθουσα ― οι άνθρωποι που δεν χωρούσαν μέσα κοίταζαν από τα παράθυρα, ενώ ένα σχεδόν διπλάσιο πλήθος ήταν κολλημένο στις πόρτες για να ακούσει την εξιστόρηση του Όρμπαν. Κανένας δεν έριξε δεύτερη ματιά στον Πέριν, παρ’ όλο που το πέρασμά του προκάλεσε διαμαρτυρίες, από εκείνους που απομακρύνθηκαν με αυτό τον τρόπο κι άλλο από την πόρτα.

Όσοι βρίσκονταν έξω, στη νύχτα, πρέπει να ήταν όλοι μαζεμένοι στο πανδοχείο, επειδή ο Πέριν δεν έβλεπε κανέναν καθώς προχωρούσε στην πλατεία. Μερικές φορές, έβλεπε τη σκιά κάποιου να περνά από ένα φωτισμένο παράθυρο, αλλά αυτό ήταν όλο. Είχε, όμως, την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν και κοίταξε γύρω του ανήσυχα. Υπήρχαν μόνο οι δρόμοι, παραδομένοι στην αγκαλιά της νύχτας, με τα αχνοφωτισμένα παράθυρά τους. Ολόγυρα στην πλατεία, τα περισσότερα παράθυρα ήταν σκοτεινά, με εξαίρεση κάποια στους πάνω ορόφους.

Η αγχόνη ήταν όπως τη θυμόταν και ο αιχμαλωτισμένος —ο Αελίτης― βρισκόταν μέσα στο κλουβί, το οποίο κρεμόταν πιο ψηλά απ’ όσο έφτανε ο Πέριν. Ο Αελίτης φαινόταν ξύπνιος —είχε, πάντως, το κεφάλι ψηλά― αλλά δεν έσκυψε να κοιτάξει τον Πέριν. Κάτω από το κλουβί ήταν σκορπισμένες οι πέτρες που του έριχναν τα παιδιά.

Το κλουβί το συγκρατούσε ένα χοντρό σκοινί, στερεωμένο σε έναν κρίκο σε κάποιο από τα πάνω κάγκελα, το οποίο περνούσε από μια βαριά τροχαλία του οριζόντιου ξύλου και κατέβαινε σε δύο κοντά, χοντρά ξύλα, που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά του κάθετου δοκαριού και είχαν το μισό του ύψος. Το υπόλοιπο σκοινί ήταν αφημένο σε έναν μπλεγμένο σωρό στη βάση της αγχόνης.

Ο Πέριν κοίταξε πάλι γύρω του, ερευνώντας με το βλέμμα τη σκοτεινή πλατεία. Ακόμα είχε την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν, αλλά και πάλι δεν είδε κάτι. Έστησε αυτί και δεν άκουσε τίποτα. Από τα σπίτια μύρισε καπνό καμινάδας και φαγητά που μαγειρεύονταν, από τον άντρα στο κλουβί ιδρώτα και ξεραμένο αίμα. Όχι φόβο.

Το βάρος του και μετά είναι και το κλουβί, σκέφτηκε καθώς πλησίαζε το ικρίωμα. Δεν ήξερε πότε είχε αποφασίσει να το κάνει, ή αν όντως το είχε αποφασίσει, αλλά ήξερε ότι θα το έκανε.

Δίπλωσε το πόδι του γύρω από το βαρύ, κάθετο δοκάρι και τράβηξε το σκοινί, σηκώνοντας το κλουβί όσο χρειαζόταν για να λασκάρει λίγο. Ο τρόπος που τινάχτηκε το σκοινί, του είπε ότι ο αιχμαλωτισμένος στο κλουβί είχε σαλέψει, επιτέλους, αλλά ο Πέριν βιαζόταν και δεν μπορούσε να σταματήσει και να του πει τι έκανε. Το λάσκο στο σκοινί τον βοήθησε να το ξετυλίξει γύρω από τα κοντόχοντρα ξύλα. Πιασμένος από το δοκάρι με το πόδι, κατέβασε αμέσως το κλουβί στο πλακόστρωτο, αμολώντας το σκοινί.

Ο Αελίτης τώρα τον κοίταζε, εξετάζοντάς τον αμίλητος. Ο Πέριν δεν είπε τίποτα. Όταν είδε καλά το κλουβί, το στόμα του σφίχτηκε. Όταν κάνεις ένα πράγμα, ακόμα και κάτι τέτοιο, οφείλεις να το φτιάχνεις σωστά. Όλη η πρόσοψη του κλουβιού ήταν μια πόρτα στηριγμένη σε πρόχειρους μεντεσέδες, που τους είχε φτιάξει κάποιο βιαστικό χέρι, την οποία συγκρατούσε μια καλή σιδερένια κλειδωνιά σε μια αλυσίδα πρόχειρα φτιαγμένη, σαν το κλουβί. Ψηλάφισε την αλυσίδα, ώσπου βρήκε τον πιο κακοφτιαγμένο κρίκο και μετά έχωσε εκεί το χοντρό καρφί του τσεκουριού του. Με ένα απότομο γύρισμα του καρπού, ο κρίκος άνοιξε. Μέσα σε δευτερόλεπτα έπιασε την αλυσίδα και την τράβηξε, προκαλώντας ένα συρτό, μεταλλικό ήχο και άνοιξε το μπροστινό μέρος του κλουβιού.

Ο Αελίτης καθόταν εκεί, με τα γόνατα ακόμα κάτω από το σαγόνι του, παρατηρώντας τον.

«Τι έγινε;» ψιθύρισε βραχνά ο Πέριν. «Την άνοιξα, αλλά δεν θα σε κουβαλήσω κιόλας, που να πάρει». Κοίταξε βιαστικά ολόγυρά του στη σκοτεινή πλατεία. Ακόμα δεν σάλευε τίποτα, αλλά είχε την αίσθηση ότι κάποια μάτια τον παρακολουθούσαν.

«Είσαι χεροδύναμος, υδρόβιε». Ο Αελίτης δεν έκανε άλλη κίνηση, μόνο ανεβοκατέβαζε τους ώμους του. «Χρειάστηκαν τρεις για να με ανεβάσουν εκεί. Και τώρα εσύ με κατεβάζεις. Γιατί;»

«Δεν μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους σε κλουβιά», ψιθύρισε ο Πέριν. Ήθελε να φύγει. Το κλουβί ήταν ανοιχτό κι εκείνα τα μάτια τον παρακολουθούσαν. Αλλά ο Αελίτης δεν έλεγε να το κουνήσει. Αν είναι να κάνεις κάτι, κάνε το σωστά. «Θα φύγεις από κει πριν έρθει κάποιος;»

Ο Αελίτης άρπαξε το μπροστινό κάγκελο του κλουβιού και με μια κίνηση τράβηξε το κορμί του έξω και στηρίχτηκε στα πόδια του. Μετά έμεινε εκεί, μισοκρεμασμένος, να τον συγκρατεί η λαβή του στο σιδερένιο κάγκελο. Αν στεκόταν όρθιος, θα περνούσε ένα κεφάλι τον Πέριν. Κοίταξε φευγαλέα τα μάτια του Πέριν —ο Πέριν ήξερε πώς έλαμπαν τώρα, σαν στιλβωμένο χρυσάφι στο φως του φεγγαριού― αλλά δεν είπε τίποτα. «Από χθες είμαι εδώ μέσα, υδρόβιε». Μιλούσε σαν τον Λαν. Όχι ότι έμοιαζαν στη φωνή ή την προφορά, αλλά ο Αελίτης είχε την ίδια ατάραχη ψυχραιμία, την ίδια γαλήνια βεβαιότητα. «Θέλω μια στιγμή για να ξανανιώσω τα πόδια μου. Είμαι ο Γκαούλ, της φυλής του Ιμράν του Σάραντ Άελ, υδρόβιε. Είμαι ένας Σά’εν Μ’τάαλ, ένας Πέτρινος Σκύλος. Το νερό μου είναι δικό σου».

«Ε, είμαι ο Πέριν Αϋμπάρα. Από τους Δύο Ποταμούς. Είμαι σιδεράς». Ο άλλος βγήκε από το κλουβί· τώρα ο Πέριν μπορούσε να φύγει. Μόνο που, αν ερχόταν κάποιος πριν κατορθώσει ο Γκαούλ να περπατήσει ξανά, τότε ή θα ξανάκλειναν τον Αελίτη στο κλουβί ή θα τον σκότωναν ― είτε με τον έναν τρόπο, είτε με τον άλλο, ο κόπος του Πέριν θα είχε πάει χαμένος. «Αν το είχα σκεφτεί, θα έφερνα ένα παγούρι, ή ένα ασκί. Γιατί με λες “υδρόβιο”;»

Ο Γκαούλ έδειξε το ποτάμι· ακόμα και τα μάτια του Πέριν δεν ήταν σίγουρα με το σεληνόφως, αλλά του φάνηκε ότι, για πρώτη φορά, ο Αελίτης έδειχνε ανησυχία. «Πριν από τρεις μέρες, είδα μια κοπέλα να τσαλαβουτά σε μια πελώρια λίμνη νερού. Πρέπει να είχε πλάτος είκοσι βήματα. Η κοπέλα... σύρθηκε εκεί μέσα». Με το ένα χέρι έκανε μια αδέξια κίνηση, σαν να κολυμπούσε. «Γενναία κοπέλα. Παραλίγο να... λιποψυχήσω... περνώντας αυτά τα ποτάμια. Δεν είχα φανταστεί ότι θα παρακαλούσα να μην έχει τόσο νερό, αλλά βέβαια δεν είχα υποψιαστεί ότι έχετε τόσο νερό εσείς οι υδρόβιοι στον κόσμο σας».

Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι. Ήξερε ότι η Ερημιά του Αελ διέθετε ελάχιστο νερό —ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που ήξερε για την Ερημιά και το Άελ― αλλά δεν είχε φανταστεί ότι θα ήταν τόσο λίγο, ώστε να προκαλεί τέτοια αντίδραση. «Είσαι πολύ μακριά από την πατρίδα σου, Γκαούλ. Τι γυρεύεις εδώ;»

«Ψάχνουμε», είπε αργά ο Γκαούλ. «Ψάχνουμε για Εκείνον που Έρχεται με την Αυγή».

Ο Πέριν είχε ξανακούσει αυτό το όνομα, υπό συνθήκες τέτοιες που ήταν βέβαιος σε ποιον αναφερόταν. Φως μου, όλα καταλήγουν πάλι στον Ραντ. Είμαι δεμένος μαζί τον, σαν ιδιότροπο άλογο που θες να το πεταλώσεις. «Ψάχνεις σε λάθος κατεύθυνση, Γκαούλ. Κι εγώ ψάχνω γι’ αυτόν κι έχει πάρει το δρόμο για το Δάκρυ».

«Το Δάκρυ;» Ο Αελίτης φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Γιατί...; Μα έτσι πρέπει να είναι. Η προφητεία λέει ότι, όταν πέσει η Πέτρα του Δακρύου, τότε επιτέλους θα αφήσουμε την Τρίπτυχη Γη». Έτσι ονόμαζαν οι Αελίτες την Ερημιά. «Λέει ότι θα αλλάξουμε, ότι θα ξαναβρούμε αυτό που μας ανήκε και το χάσαμε».

«Μπορεί να είναι κι έτσι. Δεν ξέρω τις προφητείες σας, Γκαούλ. Είσαι έτοιμος να φύγεις; Ανά πάσα στιγμή μπορεί να περάσει κάποιος».

«Είναι πολύ αργά για να τρέξω», είπε ο Γκαούλ και μια βαθιά φωνή αντήχησε: «Ο βάρβαρος ελευθερώθηκε!» Δέκα ή δώδεκα άντρες με λευκούς μανδύες διέσχισαν τρέχοντας την πλατεία, τραβώντας σπαθιά, με κωνικά κράνη που γυάλιζαν στο φως του φεγγαριού. Τέκνα του Φωτός.

Σαν να είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του, ο Γκαούλ σήκωσε ήρεμα ένα σκούρο ύφασμα από τους ώμους και το τύλιξε γύρω από το κεφάλι του, τελειώνοντας με ένα χοντρό, μαύρο πέπλο, που έκρυβε όλο του το πρόσωπο, εκτός από τα μάτια. «Θέλεις να χορέψεις, Πέριν Αϋμπάρα;» ρώτησε. Αμέσως χίμηξε μακριά από το κλουβί. Κατευθείαν προς τους Λευκομανδίτες που έρχονταν.

Για μια στιγμή, εκείνοι έμειναν ξαφνιασμένοι, αλλά εκείνη η στιγμή ήταν το μόνο που ήθελε ο Αελίτης. Κλώτσησε το σπαθί από το χέρι του πρώτου, που τον είχε φτάσει, ύστερα με το χέρι τεντωμένο χτύπησε, σαν μαχαίρι, το λαιμό του Λευκομανδίτη και γλίστρησε γύρω του καθώς ο άλλος έπεφτε. Το μπράτσο του δεύτερου άφησε ένα δυνατό κρότο, καθώς του το έσπαγε ο Γκαούλ. Τον έσπρωξε στα πόδια του τρίτου στρατιώτη και κλώτσησε τον τέταρτο στο πρόσωπο. Στ’ αλήθεια έμοιαζε με χορό, καθώς πήγαινε από τον πρώτο στο δεύτερο, χωρίς να σταματά ή να κόβει ταχύτητα, αν και ο τρίτος ξανασηκωνόταν, όσο εκείνος με το σπασμένο μπράτσο έπιανε το σπαθί με το άλλο χέρι. Ο Γκαούλ χόρευε ανάμεσα σε όλους.

Ο Πέριν πρόλαβε μονάχα μια στιγμή να κοιτάξει με κατάπληξη, επειδή δεν είχαν στρέψει όλοι οι Λευκομανδίτες την προσοχή τους στον Αελίτη. Την τελευταία στιγμή, άρπαξε τη λαβή του τσεκουριού του με τα δύο χέρια, απέκρουσε μια σπαθιά, ανέβασε το τσεκούρι... και θέλησε να κραυγάσει, καθώς η λεπίδα του, που έμοιαζε με μισοφέγγαρο, έσκιζε το λαιμό του άλλου. Αλλά δεν προλάβαινε να κραυγάσει, ούτε να μετανιώσει· κι άλλοι Λευκομανδίτες ακολούθησαν τον πρώτο που είχε πέσει. Μισούσε τις ανοιχτές πληγές που άφηνε το τσεκούρι, σιχαινόταν τον τρόπο που έκοβε την αλυσιδωτή πανοπλία για να ξεσκίσει τη σάρκα από κάτω, τον τόπο που έσκιζε κράνος και κρανίο, με την ίδια άνεση. Τα μισούσε όλα αυτά. Αλλά δεν ήθελε να πεθάνει.

Ο χρόνος φάνηκε να συμπιέζεται και να απλώνεται ταυτοχρόνως. Ένιωθε το σώμα του σαν να πολεμούσε ώρες και η ανάσα του έγδερνε το λαιμό του. Οι στρατιώτες έμοιαζαν να κινούνται αργά, σαν να ήταν μέσα σε μαρμελάδα. Έμοιαζαν να πηδούν, μέσα σε μια στιγμή, από το σημείο που στέκονταν πριν, στο σημείο που έπεφταν μετά. Ο ιδρώτας κυλούσε στο πρόσωπό του, αλλά ένιωθε την παγωνιά του νερού. Πολεμούσε για τη ζωή του και δεν μπορούσε να πει αν αυτό είχε κρατήσει δευτερόλεπτα ή όλη τη νύχτα.

Όταν, τελικά, στάθηκε όρθιος, λαχανιασμένος και αποσβολωμένος, κοιτάζοντας δώδεκα άντρες με λευκούς μανδύες να κείτονται στο πλακόστρωτο της πλατείας, το φεγγάρι δεν έμοιαζε να έχει κουνηθεί ρούπι. Μερικοί άντρες βογκούσαν άλλοι ξάπλωναν σιωπηλοί και ασάλευτοι. Ανάμεσά τους στεκόταν ο Γκαούλ, ακόμα με το πέπλο, ακόμα με τα χέρια άδεια. Οι περισσότεροι από τους πεσμένους ήταν δικό του έργο. Ο Πέριν ευχήθηκε να είχε σκοτώσει ο Γκαούλ και τους υπόλοιπους και ένιωσε ντροπή γι’ αυτό. Η μυρωδιά του αίματος και του θανάτου ήταν έντονη και δριμεία.

«Δεν χορεύεις άσχημα τα δόρατα, Πέριν Αϋμπάρα».

Με το κεφάλι να στριφογυρίζει, ο Πέριν μουρμούρισε: «Δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσαν δώδεκα άντρες να πολεμήσουν με είκοσι από εσάς και να νικήσουν, έστω κι αν οι δύο ήταν Κυνηγοί».

«Έτσι λένε;» Ο Γκαούλ γέλασε μαλακά. «Ο Σάριεν κι εγώ ήμασταν απρόσεκτοι, επειδή είχαμε περάσει πολύ καιρό σε αυτές τις μαλθακές χώρες και ο άνεμος ήταν από τη λάθος κατεύθυνση, οπότε δεν μυριστήκαμε τίποτα. Πέσαμε πάνω τους πριν καλά-καλά το καταλάβουμε. Ε, ο Σάριεν είναι νεκρός κι εγώ πιάστηκα στο κλουβί σαν βλάκας, άρα ίσως πληρώσαμε το λάθος μας. Είναι ώρα να τρέξουμε, υδρόβιε. Το Δάκρυ· θα το θυμάμαι». Στο τέλος, χαμήλωσε το μαύρο πέπλο. «Είθε να βρίσκεις πάντα νερό και σκιά, Πέριν Αϋμπάρα». Έστριψε και άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα.

Ο Πέριν έκανε να τρέξει κι αυτός και μετά κατάλαβε ότι είχε ένα ματωμένο τσεκούρι στα χέρια. Σκούπισε βιαστικά την καμπυλωτή λεπίδα στο μανδύα ενός νεκρού. Είναι πεθαμένος, που να καώ, και ο μανδύας είναι ήδη ματωμένος. Πίεσε τον εαυτό του να ξαναβάλει τη λαβή στη θηλιά της ζώνης και μετά άρχισε να τρέχει σιγά.

Πριν κάνει κάμποσα βήματα, την είδε ― είδε τη λεπτή μορφή στην άκρη της πλατείας, που φορούσε στενή, σκούρα φούστα. Η κοπέλα γύρισε κι άρχισε να τρέχει· ο Πέριν είδε ότι η φούστα άνοιγε στη μέση. Μπήκε στο δρομάκι κι εξαφανίστηκε.

Ο Λαν τον αντάμωσε, πριν φτάσει στο μέρος που στεκόταν η κοπέλα. Ο Πρόμαχος πρόσεξε το κλουβί, που στεκόταν άδειο στη βάση του ικριώματος, πρόσεξε τους λευκούς σωρούς, που αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού και έριξε πίσω το κεφάλι, σαν έτοιμος να εκραγεί. Με φωνή σφιγμένη και σκληρή, σαν καινούρια ρόδα άμαξας, είπε: «Δική σου δουλειά είναι όλο αυτό, σιδερά; Που να με κάψει το Φως! Υπάρχει κανείς που μπορεί να πει ότι είχες ανάμιξη;»

«Μια κοπέλα», είπε ο Πέριν. «Νομίζω ότι το είδε. Δεν θέλω να της κάνεις κακό, Λαν! Μπορεί να το είδαν και πολλοί άλλοι. Υπάρχουν πολλά φωτισμένα παράθυρα ολόγυρα».

Ο Πρόμαχος άρπαξε τον Πέριν από το μανίκι και τον έσπρωξε προς το πανδοχείο. «Είδα μια κοπέλα να τρέχει, αλλά μου φάνηκε... Δεν έχει σημασία. Μάζεψε τον Ογκιρανό και φέρε τον στο στάβλο. Ύστερα απ’ αυτό, θα πρέπει να πάμε τα άλογά μας στις αποβάθρες όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Το Φως μόνο ξέρει αν υπάρχει πλοίο που να σαλπάρει απόψε κι αν όχι, πόσα χρήματα θα πρέπει να δώσω για να ναυλώσω ένα. Μην κάνεις ερωτήσεις, σιδερά! Ξεκίνα! Τρέξε!»

Загрузка...