Ο ήλιος είχε φτάσει στα μισά του ταξιδιού του, μεταξύ μεσημεριού και ηλιοβασιλέματος, όταν το κάρο έφτασε στην αγροικία. Δεν ήταν μεγάλο σπίτι, δεν έμοιαζε καθόλου με τα σπίτια με τα πολλά, ακανόνιστα δωμάτια, που είχε ο κόσμος στα ανατολικά, τα οικήματα που, με τα χρόνια, είχαν μεγαλώσει και χωρούσαν ολόκληρα σόγια. Στους Δύο Ποταμούς αυτό συχνά σήμαινε ότι τρεις, ή τέσσερις γενιές ήταν μαζεμένες κάτω από μια στέγη, μαζί με θείες, θείους, ξαδέρφια και ανίψια. Ο Ταμ και ο Ραντ θεωρούνταν κάτι ασυνήθιστο για την περιοχή, τόσο επειδή ήταν δύο άνδρες που ζούσαν μόνοι, όσο και επειδή καλλιεργούσαν γη στο Δυτικό Δάσος.
Εδώ τα περισσότερα δωμάτια ήταν στο ισόγειο, που ήταν απλό και ορθογώνιο, χωρίς πτέρυγες ή πρόσθετα κτίσματα. Δύο υπνοδωμάτια και μια αποθήκη στη σοφίτα βολεύονταν κάτω από την καλαμοσκεπή με την απότομη κλίση. Αν και οι γεροί ξύλινοι τοίχοι είχαν ξεθωριάσει με τις καταιγίδες του χειμώνα, το σπίτι ήταν φροντισμένο, η στέγη επισκευασμένη και οι πόρτες και τα πατζούρια κρέμονταν σταθερά και έκλειναν σφιχτά.
Το σπίτι, ο αχυρώνας και το πέτρινο μαντρί, σχημάτιζαν τις κορυφές ενός τριγώνου γύρω από την αυλή, στην οποία μερικές κότες είχαν τολμήσει να βγουν για να τσιμπολογήσουν στο παγωμένο έδαφος. Πλάι στο μαντρί υπήρχαν ένα ανοιχτό υπόστεγο για το κούρεμα των προβάτων και μια πέτρινη ποτίστρα. Στο χωράφι, ανάμεσα στην αυλή και τα δέντρα, ορθωνόταν ο ψηλός, μυτερός κώνος του κτίσματος, που χρησιμοποιούσαν για να επεξεργάζονται το κρέας. Λίγοι αγρότες στους Δύο Ποταμούς τα έβγαζαν πέρα χωρίς να παράγουν και μαλλί και καπνό για να τα πουλήσουν στους εμπόρους, τις φορές που αυτοί έρχονταν.
Όταν ο Ραντ κοίταξε στο πέτρινο μαντρί, το κριάρι με τα χοντρά κέρατα του αντιγύρισε το βλέμμα, αλλά τα περισσότερα μαυρομούρικα πρόβατα έμειναν ατάραχα εκεί που ξάπλωναν, ή έστεκαν με τα κεφάλια στην ταΐστρα. Όλα είχαν πυκνή και σγουρή προβιά, αλλά έκανε πολύ κρύο για να τα κουρέψουν.
“Δεν νομίζω να ’ρθε ο μαυροντυμένος άνδρας”, φώναξε ο Ραντ στον πατέρα του, που περπατούσε αργά γύρω από το σπίτι, με το δόρυ έτοιμο, μελετώντας εξονυχιστικά το έδαφος. “Τα πρόβατα δεν θα ήταν τόσο ήσυχα, αν είχε έρθει”.
Ο Ταμ ένευσε, αλλά δεν σταμάτησε. Όταν τελείωσε τη γύρα του σπιτιού, έκανε το ίδιο και στον αχυρώνα και το μαντρί, εξετάζοντας πάλι το έδαφος. Κοίταξε ακόμα και στο κτίσμα που κάπνιζαν το κρέας και στο κτίσμα όπου το επεξεργάζονταν. Έβγαλε έναν κουβά νερό από το πηγάδι, πήρε νερό στη χούφτα του, το μύρισε και το άγγιξε προσεκτικά με την άκρη της γλώσσας. Γέλασε ξερά και το ήπιε μονορούφι.
“Μάλλον δεν ήρθε”, είπε στον Ραντ, σκουπίζοντας το χέρι του στο μπροστινό μέρος του παλτού του. “Όλες αυτές οι κουβέντες για ανθρώπους κι άλογα, που δεν μπορώ να τους δω ή να τους ακούσω, με κάνουν να τα στραβοκοιτάζω όλα”. Αδειασε το νερό που είχε ανεβάσει σ’ έναν άλλο κουβά και προχώρησε προς το σπίτι, με τον κουβά στο ένα χέρι και το δόρυ στο άλλο. “Θα κάνω να φάμε σούπα το βράδυ. Αφού είμαστε εδώ ας κάτσουμε να ξεμπερδέψουμε με κάτι δουλίτσες που έμειναν”.
Ο Ραντ έκανε μια γκριμάτσα, νιώθοντας λύπη που έχανε τη Νύχτα του Χειμώνα στο Πεδίο του Έμοντ. Αλλά ο Ταμ είχε δίκιο. Στο αγρόκτημα οι δουλειές ποτέ δεν είχαν τελειωμό· μόλις ξεμπέρδευες από τη μια, έπρεπε να καταπιαστείς με άλλες δυο. Ο Ραντ δίστασε στην αρχή, αλλά δεν άφησε το τόξο και τη φαρέτρα του. Αν εμφανιζόταν ο μαύρος καβαλάρης, δεν σκόπευε να τον αντιμετωπίσει μόνο με φτυάρι.
Στην αρχή έβαλε την Μπέλα στον αχυρώνα. Όταν την ξέζεψε και την έβαλε στο χώρισμα της, πλάι στη θέση της αγελάδας, έβαλε το μανδύα του και σκούπισε το τρίχωμά της με ξερό άχυρο κι έπειτα τη βούρτσισε με δυο βούρτσες. Ανέβηκε στο πατάρι από τη στενή σκάλα και έριξε κάτω σανό για να φάει το ζώο. Της έφερε και μια φτυαριά βρώμη, παρ’ όλο που δεν είχε μείνει πολλή και ίσως να ξέμεναν, αν δεν ζέσταινε ο καιρός. Την αγελάδα την είχαν αρμέξει το πρωί και είχε βγάλει το ένα τέταρτο από τη συνηθισμένη της ποσότητα· έμοιαζε να στερεύει όσο τραβούσε ο χειμώνας.
Είχε αφήσει αρκετή τροφή στα πρόβατα για να τους φτάσει για δύο μέρες ―θα έπρεπε να τα είχε βγάλει στο λιβάδι αυτή την ώρα, αλλά το λιβάδι δεν είχε αρκετό γρασίδι για να τιμήσει το όνομά του — όμως γέμισε την ποτίστρα τους. Επίσης, τα αυγά ήθελαν μάζεμα. Ήταν μόνο τρία. Οι κότες έμοιαζαν να τα κρύβουν όλο και πιο έξυπνα.
Είχε πάρει μια τσάπα και ήταν στο λαχανόκηπο, όταν ο Ταμ βγήκε και κάθισε σε έναν πάγκο μπροστά στον αχυρώνα για να επισκευάσει τα χάμουρα, ακουμπώντας το δόρυ πίσω του. Ο Ραντ ένιωσε καλύτερα, επειδή το τόξο του βρισκόταν στο μανδύα του, ένα βήμα πίσω του.
Ελάχιστα φυτά είχαν προβάλει από το χώμα, αλλά κι απ’ αυτά τα πιο πολλά ήταν χορτάρια. Τα λάχανα ήταν λειψά, μόνο κάτι κορφές φαίνονταν από τα φασόλια και τα μπιζέλια και δεν υπήρχε ίχνος από τα παντζάρια. Όχι πως τα είχαν βάλει όλα, φυσικά· μόνο ένα μέρος τους είχαν φυτέψει, ελπίζοντας ότι το κρύο θα σταματούσε κάποια στιγμή, ώστε να έχουν λίγη σοδειά, πριν αδειάσει το κελάρι. Δεν άργησε να τελειώσει το τσάπισμα, κάτι που άλλες χρονιές θα τον βόλευε, αλλά τώρα αναρωτήθηκε τι θα έκαναν, αν φέτος δεν φύτρωνε τίποτα. Η σκέψη δεν ήταν ευχάριστη. Και, επίσης, είχε να κόψει ξύλα.
Του Ραντ του φαινόταν πως, χρόνια τώρα, έκανε ασταμάτητα αυτή τη δουλειά. Αλλά δεν θα ζέσταινε το σπίτι μόνο με τα παράπονα κι έτσι έφερε το τσεκούρι, στήριξε το τόξο και τη φαρέτρα του κοντά στο κούτσουρο που χρησιμοποιούσε για να κόβει τα ξύλα και έπιασε δουλειά. Ξύλο από πεύκα για μια γρήγορη και ζεστή φωτιά και από βαλανιδιά για να κρατάει. Δεν άργησε να ζεσταθεί κι άφησε δίπλα το παλτό του. Όταν ο σωρός των ξύλων ψήλωσε, τα πήρε και τα στοίβαξε στον τοίχο του σπιτιού, δίπλα σε άλλες στοίβες που ήταν ήδη εκεί. Οι περισσότερες έφταναν ψηλά, ως το πρόστεγο. Συνήθως, τέτοια εποχή του χρόνου τους είχαν μείνει λίγα μόνο ξύλα, αλλά όχι φέτος. Έκοβε και στοίβαζε, έκοβε και στοίβαζε και τον απορρόφησαν ο ρυθμός του τσεκουριού και οι κινήσεις που έκανε για να στοιβάζει τα ξύλα. Το χέρι του Ταμ στον ώμο του τον ξανάφερε πίσω και, για μια στιγμή, ανοιγόκλεισε τα μάτια ξαφνιασμένος.
Είχε έρθει το γκρίζο σούρουπο όσο δούλευε και ήδη κόντευε να νυχτώσει για τα καλά. Η πανσέληνος βρισκόταν ψηλά, πάνω από τις κορυφές των δέντρων και τρεμόπαιζε λευκή και πελώρια, λες και θα ’πεφτε στα κεφάλια τους. Ο άνεμος είχε ψυχράνει κι αυτός χωρίς να τον προσέξει και τα ακανόνιστα σύννεφα έτρεχαν στον ουρανό, που σκοτείνιαζε.
“Ας πλυθούμε, παλικάρι μου και μετά πάμε να φάμε. Έφερα νερό, να κάνουμε ένα ζεστό μπάνιο προτού κοιμηθούμε”.
“Ό,τι πρέπει”, είπε ο Ραντ, άρπαξε το μανδύα και τον έριξε στους ώμους του. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει το πουκάμισο του και ο άνεμος, που τον είχε ξεχάσει με τη ζέστη που ένιωθε δουλεύοντας το τσεκούρι, προσπάθησε να τον παγώσει, τώρα που ο Ραντ είχε σταματήσει τη δουλειά. Έπνιξε ένα χασμουρητό τρέμοντας, καθώς μάζευε τα πράγματά του. “Και μετά ύπνος. Μπορεί να κοιμάμαι μέχρι να τελειώσει η Γιορτή”.
“Έχεις όρεξη για ένα στοιχηματάκι;” Ο Ταμ χαμογέλασε και ο Ραντ δεν κρατήθηκε και του χαμογέλασε πλατιά κι αυτός. Δεν θα έχανε το Μπελ Τάιν, ακόμα κι αν είχε περάσει μια βδομάδα άυπνος. Κανένας δεν θα το έχανε.
Ο Ταμ το είχε παρακάνει με τα κεριά και στο μεγάλο πέτρινο τζάκι τριζοβολούσε η φωτιά κι έτσι το κεντρικό δωμάτιο είχε μια ζεστή, κεφάτη ατμόσφαιρα. Το κύριο χαρακτηριστικό του δωματίου, εκτός από το τζάκι, ήταν ένα φαρδύ δρύινο τραπέζι, τόσο μακρύ που χωρούσαν δέκα άνθρωποι, το λιγότερο, αν και σπάνια μαζεύονταν τόσοι μετά από το θάνατο της μητέρας του Ραντ. Στους τοίχους υπήρχαν μερικά ντουλάπια και σεντούκια, που τα περισσότερα τα είχε φτιάξει με μαστοριά ο ίδιος ο Ταμ και καρέκλες με ψηλή πλάτη βρισκόταν γύρω από το τραπέζι. Η καρέκλα με τα μαξιλάρια, που ο Ταμ ονόμαζε καρέκλα για διάβασμα, ήταν βαλμένη λοξά μπροστά στις φλόγες. Ο Ραντ προτιμούσε να διαβάζει ξαπλωμένος στο χαλί, μπροστά στη φωτιά. Το ράφι των βιβλίων κοντά στην πόρτα δεν ήταν τόσο μακρύ όσο το άλλο, στο Πανδοχείο της Οινοπηγής, αλλά δύσκολα έβρισκες βιβλία. Ελάχιστοι πραματευτές έφερναν πάνω από πεντ’ έξι κι αυτά έπρεπε να περάσουν με τη σειρά απ’ όσους τα ήθελαν.
Δεν θα έλεγε κανείς ότι το δωμάτιο άστραφτε από καθαριότητα, αν το σύγκρινε με τα σπίτια που είχαν οι πιο πολλές νοικοκυρές — στο τραπέζι ήταν η θήκη των τσιμπουκιών του Ταμ και το Τα Ταξίδια τον Τζάιν τον Γοργοπόδαρου, ενώ ένα άλλο βιβλίο, με ξύλινη επένδυση, κειτόταν στο μαξιλαράκι της καρέκλας για το διάβασμα· ένα χάμουρο, που ήθελε επισκευή, βρισκόταν στον πάγκο κοντά στο τζάκι και μερικά πουκάμισα για μπάλωμα ήταν σωριασμένα σε μια καρέκλα. Παρ’ όλο όμως που δεν ήταν τόσο αψεγάδιαστο, ήταν αρκετά καθαρό και τακτοποιημένο, είχε μια φιλική ατμόσφαιρα και έμοιαζε να προσφέρει ζέστη και παρηγοριά, όσο και η φωτιά. Εδώ μπορούσες να ξεχάσεις την παγωνιά που υπήρχε πέρα από τους τοίχους. Δεν υπήρχε ψεύτικος Δράκοντας εδώ. Ούτε πόλεμοι, ή Άες Σεντάι. Ούτε άνδρες με μαύρους μανδύες. Η ευωδιά της κατσαρόλας, που κρεμόταν πάνω από τη φωτιά, απλωνόταν στο δωμάτιο, και έκανε την πείνα του Ραντ να θεριεύει.
Ο πατέρας του ανακάτεψε την κατσαρόλα με μια μακριά ξύλινη κουτάλα, έπειτα πήρε λίγο να γευτεί. “Λίγο ακόμα”.
Ο Ραντ έτρεξε να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του· υπήρχε ένα κανάτι και μια λεκάνη σε ένα τραπεζάκι πλάι στην πόρτα. Αυτό που ήθελε ήταν ένα καυτό μπάνιο για να διώξει τον ιδρώτα και την παγωνιά, αλλά πρώτα έπρεπε να ζεσταθεί ο βραστήρας στο πίσω δωμάτιο.
Ο Ταμ έψαξε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε ένα κλειδί, μακρύ σαν το χέρι του. Το έβαλε στη μεγάλη, σιδερένια κλειδαριά της πόρτας και το γύρισε. Όταν ο Ραντ τον κοίταξε ερωτηματικά, του απάντησε, “Καλύτερα να είμαστε σίγουροι. Ίσως τα βγάζω από το νου μου, ίσως ο καιρός να μου φέρνει μια μαύρη διάθεση, αλλά...”
Αναστέναξε και χτύπησε το κλειδί στην παλάμη του. “Θα κλειδώσω την πίσω πόρτα”, είπε, και χάθηκε στο πίσω μέρος του σπιτιού.
Ο Ραντ δεν θυμόταν να είχαν κλειδώσει ποτέ τις πόρτες. Κανένας στους Δύο Ποταμούς δεν κλείδωνε πόρτες. Δεν υπήρχε λόγος. Μέχρι τώρα.
Από πάνω, από την κρεβατοκάμαρα του Ταμ, ακούστηκε ένα ξύσιμο, σαν να έσερνε κάτι στο πάτωμα. Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Αν ο Ταμ δεν είχε αποφασίσει στα καλά καθούμενα να μετακινήσει τα έπιπλα, η μόνη απάντηση ήταν ότι τραβούσε το παλιό σεντούκι, αυτό που είχε κάτω από το κρεβάτι του. Κάτι ακόμα που δεν είχε γίνει ποτέ, απ’ όσο θυμόταν ο Ραντ.
Γέμισε μια τσαγιέρα με νερό και την κρέμασε σε ένα άγκιστρο πάνω από τη φωτιά και μετά έστρωσε το τραπέζι. Τις γαβάθες και τα κουτάλια τα είχε σμιλέψει μόνος του. Τα μπροστινά παντζούρια ήταν ακόμα ανοιχτά και κοιτούσε έξω πού και πού, αλλά είχε πια πέσει η νύχτα και το μόνο που φαινόταν ήταν οι σκιές του φεγγαρόφωτου. Ο σκοτεινός καβαλάρης θα μπορούσε να είναι εκεί έξω, αλλά ο Ραντ προσπάθησε να μην το σκέφτεται.
Όταν ξαναγύρισε ο Ταμ, ο Ραντ τον κοίταξε έκπληκτος. Γύρω από τη μέση του τυλιγόταν μια πλατειά ζώνη και από τη ζώνη κρεμόταν ένα σπαθί, μ’ ένα μπρούτζινο ερωδιό στο μαύρο θηκάρι και άλλον έναν στη μακριά λαβή. Οι μόνοι που είχε δει ποτέ ο Ραντ να φορούν σπαθί ήταν οι φύλακες των εμπόρων. Και ο Λαν, φυσικά. Δεν του είχε περάσει από το νου πως ίσως είχε σπαθί και ο πατέρας του. Αν εξαιρούσες τους ερωδιούς, έμοιαζε πολύ με το σπαθί του Λαν.
“Πού βρέθηκε αυτό;” ρώτησε. “Το πήρες από πραματευτή; Πόσο πλήρωσες;”
Ο Ταμ γύμνωσε αργά το όπλο· η φωτιά από το τζάκι παιχνίδισε στη μακριά αστραφτερή λεπίδα του. Δεν έμοιαζε καθόλου με τις απλές, τραχιές λεπίδες που είχε δει ο Ραντ στα χέρια των φυλάκων των εμπόρων. Δεν το στόλιζαν πετράδια, ή χρυσός, αλλά όμως του φαινόταν επιβλητικό. Η λεπίδα, ελάχιστα κυρτή, με κόψη στη μία πλευρά μόνο, είχε άλλον έναν ερωδιό σκαλισμένο στο ατσάλι. Κοντά κιγιόν, δουλεμένα έτσι ώστε να μοιάζουν με σιρίτια, περιέκλειαν τη λαβή. Έμοιαζε εύθραυστο, σε σύγκριση με τα σπαθιά των φυλάκων τα περισσότερα ήταν δίκοπα και τόσο χοντρά που έκοβαν δέντρο.
“Το πήρα πριν πολύ καιρό”, είπε ο Ταμ, “πολύ μακριά από δω. Και το πλήρωσα πανάκριβα· δυο χάλκινα είναι πολύ ακριβή τιμή για τέτοιο σπαθί. Η μητέρα σου είχε άλλη γνώμη, μα ήταν πάντα πιο σοφή από μένα. Εγώ τότε ήμουν νέος και μου φάνηκε πως άξιζε τα λεφτά του. Εκείνη ήθελε να το ξεφορτωθώ και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκα πως είχε δίκιο, ότι έπρεπε να το είχα δώσει”.
Το καθρέφτισμα της φωτιάς έκανε τη λεπίδα να μοιάζει σαν να καιγόταν. Ο Ραντ ξαφνιάστηκε. Συχνά φανταζόταν πως είχε σπαθί. “Να το δώσεις; Πώς είναι δυνατόν να δώσεις ένα τέτοιο σπαθί;”
Ο Ταμ ξεφύσηξε. “Είναι άχρηστο όταν θέλεις να βοσκήσεις τα πρόβατα, ε; Και δεν μπορείς μ’ αυτό να οργώσεις το χωράφι, ή να θερίσεις τα σπαρτά”. Κάθισε ατενίζοντας το σπαθί για αρκετή ώρα, σαν να αναρωτιόταν τι το ήθελε αυτό το πράγμα. Στο τέλος βαριαναστέναξε. “Αλλά, αν δεν με παρασέρνει η σκοτεινή μου φαντασία, αν μας έρθουν κακότυχες ώρες, ίσως χαρούμε που δεν το πέταξα, αντί να το φυλάξω μέσα στο παλιοσέντουκο”. Ξανάβαλε το σπαθί στο θηκάρι με μια επιδέξια κίνηση και σκούπισε το χέρι στο πουκάμισό του, κάνοντας μια γκριμάτσα. “Το βραστό θα ’χει γίνει. Εγώ θα το βάλω στα πιάτα κι εσύ ετοίμασε το τσάι”.
Ο Ραντ ένευσε και πήρε την τσαγιέρα, αλλά ήθελε να τα μάθει όλα. Γιατί άραγε ο Ταμ είχε αγοράσει σπαθί; Δεν μπορούσε να καταλάβει. Και πού το είχε βρει ο Ταμ; Πόσο μακριά; Κανένας δεν έφευγε ποτέ από τους Δύο Ποταμούς· ελάχιστοι, τέλος πάντων. Πάντα σκεφτόταν, αόριστα, πως ο πατέρας του πρέπει να είχε φύγει από την περιοχή —η μητέρα του ήταν ξενομερίτισσα― αλλά σπαθί...; Είχε πολλές ερωτήσεις να κάνει, όταν θα κάθονταν στο τραπέζι.
Το νερό για το τσάι έβραζε δυνατά και ο Ραντ τύλιξε ένα πανί γύρω από το χερούλι της τσαγιέρας για να τη βγάλει από το άγκιστρο. Αμέσως το πότισε η θερμότητα. Καθώς ο Ραντ ανασηκωνόταν και απομακρυνόταν από τη φωτιά, ένας βαρύς χτύπος στην πόρτα τράνταξε την κλειδαριά. Όλες οι σκέψεις που γυρνούσαν στο μυαλό του για το σπαθί, ή για την καυτή τσαγιέρα στο χέρι του, χάθηκαν.
“Κάποιος γείτονας”, είπε αβέβαια. “Ο αφέντης Ντώτρυ που θέλει να δανειστεί...” Αλλά το αγρόκτημα του Ντώτρυ, του κοντινότερου γείτονά τους, ήταν μια ώρα δρόμος, ακόμα και με το φως της μέρας και ο Όρεν Ντώτρυ, αν και δανειζόταν δίχως ντροπή, μάλλον δεν θα έβγαινε από το σπίτι του νυχτιάτικα.
Ο Ταμ ακούμπησε απαλά στο τραπέζι τις γαβάθες με το βραστό. Απομακρύνθηκε αργά από το τραπέζι. Και τα δυο χέρια του ακουμπούσαν στη λαβή του σπαθιού. “Δεν πιστεύω να-” άρχισε να λέει και η πόρτα άνοιξε διάπλατα, ενώ τα κομμάτια της σιδερένιες κλειδαριάς τινάχτηκαν και στροβιλίστηκαν στο πάτωμα.
Μια μορφή στεκόταν στην είσοδο, μεγαλύτερη από κάθε άλλον άνδρα που είχε δει ποτέ ο Ραντ, μια μορφή με μαύρη πλεχτή πανοπλία, που κρεμόταν ως τα γόνατά του, με καρφιά στους καρπούς και τους αγκώνες και τους ώμους. Το ένα χέρι έσφιγγε ένα βαρύ σπαθί, όμοιο με δρεπάνι· το άλλο είχε σηκωθεί στο ύψος των ματιών, λες κι ήθελε να τα προφυλάξει από το φως.
Ο Ραντ ένιωσε λιγάκι μια παράξενη ανακούφιση. Όποιος κι αν ήταν αυτός, δεν ήταν ο καβαλάρης με το μαύρο μανδύα. Έπειτα είδε τα κυρτά τραγίσια κέρατα στο κεφάλι, που άγγιζαν το πάνω μέρος της εξώπορτας κι εκεί που έπρεπε να βρίσκονται το στόμα και η μύτη υπήρχε μια τριχωτή μουσούδα. Όλα αυτά τα αντιλήφθηκε στο χρονικό διάστημα μιας βαθιάς ανάσας, την οποία άφησε να βγει με μια τρομαγμένη τσιρίδα, καθώς, χωρίς να το σκεφτεί, εξαπέλυε την καυτή τσαγιέρα προς το ημι-ανθρώπινο κεφάλι.
Το πλάσμα βρυχήθηκε, εν μέρει με ένα ουρλιαχτό πόνου, εν μέρει με ένα γρύλισμα ζώου, όταν το βραστό νερό έβρεξε το πρόσωπό του. Την στιγμή που η τσαγιέρα χτυπούσε το πλάσμα, ο Ταμ ξεθηκάρωνε το σπαθί. Ο βρυχηθμός έγινε ένα γουργουρητό και η πελώρια μορφή σωριάστηκε προς τα πίσω. Πριν καλά-καλά πέσει, μια άλλη πάσχιζε να περάσει κι αυτή. Ο Ραντ μόλις που μισοείδε ένα κακοπλασμένο κεφάλι με μυτερά κέρατα στην κορφή του, πριν το χτυπήσει ο Ταμ και τώρα δύο τεράστια κορμιά έφραζαν την πόρτα. Συνειδητοποίησε πως ο πατέρας του του φώναζε.
“Τρέξε, παλικάρι μου! Κρύψου στο δάσος!” Τα κορμιά στο κατώφλι τινάζονταν, καθώς άλλοι απ’ έξω προσπαθούσαν να τραβήξουν κατά μέρος. Ο Ταμ έχωσε τον ώμο του κάτω από το ογκώδες τραπέζι· μ’ ένα μουγκρητό, το αναποδογύρισε πάνω στο σωρό των κορμιών. “Είναι πολλοί, δεν μπορούμε να τους σταματήσουμε! Βγες από πίσω! Πήγαινε! Πήγαινε! Θα σε ακολουθήσω!”
Ο Ραντ, ακόμα και τη στιγμή που έστριβε, ένιωσε ντροπή, που είχε υπακούσει τόσο γρήγορα. Ήθελε να μείνει και να βοηθήσει τον πατέρα του, αν και δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιον τρόπο, αλλά ο φόβος του έσφιγγε το λαιμό και τα πόδια του κινούνταν από μόνα τους. Βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο, προς το πίσω μέρος του σπιτιού, γρήγορα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Τον καταδίωξαν κρότοι και κραυγές από την εξώπορτα.
Είχε βάλει τα χέρια του στο μεγάλο σύρτη της πίσω πόρτας, όταν η ματιά του έπεσε στη σιδερένια κλειδαριά, που δεν την κλείδωναν ποτέ. Μόνο που αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Ταμ απόψε. Αφησε το σύρτη στη θέση του και έτρεξε σ’ ένα πλαϊνό παράθυρο, ανέβασε απότομα το πάνω μισό του παραθύρου και άνοιξε τα παντζούρια. Η νύχτα είχε πάρει τη θέση του σούρουπου. Η πανσέληνος και τα σύννεφα, που αργοταξίδευαν, έριχναν διάστικτες σκιές, που κυνηγιόντουσαν στην αυλή.
Σκιές, σκέφτηκε. Σκιές και τίποτ’ άλλο. Η πίσω πόρτα έτριξε, όταν, απ’ έξω, κάποιος, ή κάτι, προσπάθησε σπρώχνοντας να την ανοίξει. Το στόμα του ξεράθηκε. Ένα βίαιο χτύπημα τράνταξε την πόρτα στο πλαίσιό της και του έδωσε φτερά· γλίστρησε από το παράθυρο, σαν λαγός που πάει για την κρυψώνα του και ζάρωσε πλάι στον τοίχο του σπιτιού. Μέσα στο δωμάτιο τα ξύλα έσπασαν με ήχο κεραυνού.
Ανάγκασε τον εαυτό του να μισοσηκωθεί, τον πίεσε να κοιτάξει μέσα, μ’ ένα μόνο μάτι, από την άκρη του παραθύρου μόνο. Δεν διέκρινε πολλά μέσα στο σκοτάδι, αλλά είδε περισσότερα απ’ όσα ήθελε να δει. Η πόρτα κρεμόταν ανοιγμένη διάπλατα και σκιώδεις μορφές κινούνταν επιφυλακτικά στο δωμάτιο, μιλώντας με χαμηλές, λαρυγγώδεις φωνές. Ο Ραντ δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ όσα έλεγαν η γλώσσα ακουγόταν τραχιά, αταίριαστη για λαρύγγι ανθρώπου. Τσεκούρια και λόγχες και αγκαθωτά σύνεργα καθρέφτιζαν μουντά τις λιγοστές ακτίνες του φεγγαρόφωτου. Μπότες έγδερναν το πάτωμα και ακουγόταν, επίσης, ρυθμικοί, στακάτοι ήχοι, σαν από οπλές.
Προσπάθησε να ξαναφέρει λίγο σάλιο στο στόμα του. Ρούφηξε μια βαθιά, τραχιά ανάσα και φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε, “Έρχονται από πίσω!” Τα λόγια ακούστηκαν σαν κρώξιμο, τουλάχιστον όμως ακούστηκαν. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα το κατάφερνε. “Είμαι έξω! Τρέξε, πατέρα!” Με την τελευταία λέξη όρμηξε, τρέχοντας μακριά από την αγροικία.
Σκληρές κραυγές, σε κείνη την παράξενη γλώσσα, ακούστηκαν μανιασμένες από το πίσω δωμάτιο. Κάποιο τζάμι έσπασε, με δυνατό, οξύ ήχο και κάτι έπεσε με βαρύ γδούπο στο έδαφος πίσω του. Ο Ραντ μάντεψε πως κάποιο από τα πλάσματα είχε αποφασίσει να βγει από το παράθυρο παρά να δοκιμάσει το άνοιγμα, αλλά δεν κοίταξε πίσω να δει αν είχε δίκιο. Σαν αλεπού, που τρέχει να ξεφύγει από λαγωνικά, όρμηξε στις κοντινότερες σκιές που έριχνε το φεγγάρι, σαν να ήθελε να κατευθυνθεί προς το δάσος και μετά έπεσε με την κοιλιά και σύρθηκε προς τον αχυρώνα και τις μεγάλες, βαθιές σκιές του. Κάτι έπεσε πάνω στον ώμο του και ο Ραντ σφάδαξε, χωρίς να ξέρει αν προσπαθούσε να παλέψει ή να το σκάσει, μέχρι που κατάλαβε πως τα είχε βάλει με το καινούργιο στειλιάρι της τσάπας που έφτιαχνε ο Ταμ. Βλάκα! Για μια στιγμή έμεινε ξαπλωμένος εκεί, προσπαθώντας να ξελαχανιάσει. Βρε Κόπλιν, βρε ανόητε! Τελικά σύρθηκε στο πλάι της πίσω πλευράς του αχυρώνα, τραβώντας μαζί του και το στειλιάρι. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά ήταν καλύτερο από το τίποτα. Κοίταξε επιφυλακτικά την αυλή και το σπίτι από τη γωνία.
Δεν υπήρχε ίχνος του πλάσματος που είχε τρέξει πίσω του. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε. Σίγουρα τον κυνηγούσε. Μπορεί και να σερνόταν προς το μέρος του εκείνη τη στιγμή.
Φοβισμένα βελάσματα ακούστηκαν, από τα μαντριά στα αριστερά του· το κοπάδι έτρεχε πέρα δώθε, σαν να προσπαθούσε να βρει διέξοδο. Σκιώδεις μορφές τρεμόπαιζαν στα φωτισμένα μπροστινά παράθυρα του σπιτιού και η κλαγγή του ατσαλιού πάνω σε ατσάλι αντηχούσε στο σκοτάδι. Ξαφνικά, ένα από τα παράθυρα έσκασε προς τα έξω μ’ ένα σύννεφο γυαλιών και ξύλων, καθώς ο Ταμ πηδούσε από μέσα του, κρατώντας ακόμα το σπαθί. Προσγειώθηκε χωρίς να χάσει την ισορροπία του, αλλά, αντί να τρέξει μακριά από το σπίτι, όρμηξε στο πίσω μέρος του, αγνοώντας τα τερατώδη πλάσματα που τον ακολουθούσαν και περνούσαν αδέξια από το σπασμένο παράθυρο και την πόρτα.
Ο Ραντ τον κοίταξε, χωρίς να πιστεύει στα μάτια του. Γιατί δεν πήγαινε να το σκάσει; Έπειτα κατάλαβε. Την τελευταία φορά που ο Ταμ είχε ακούσει τη φωνή του, ερχόταν από το πίσω μέρος του σπιτιού. “Πατέρα!” φώναξε. “Εδώ είμαι!”
Ο Ταμ στριφογύρισε επιτόπου, δεν έτρεξε όμως προς το μέρος του Ραντ, αλλά απομακρύνθηκε διαγωνίως. “Τρέξε, παλικάρι μου!” φώναξε, χειρονομώντας με το σπαθί, σαν να υπήρχε κάποιος μπροστά του. “Κρύψου!” Καμιά δεκαριά πελώριες μορφές χύθηκαν στο κατόπι του, ενώ τραχιές κραυγές και στριγκά ουρλιαχτά γέμισαν ρίγος τον αέρα.
Ο Ραντ ξαναχώθηκε στις σκιές πίσω από τον αχυρώνα. Σε κείνο το σημείο ήταν αθέατος από το σπίτι, σε περίπτωση που κάποιο από τα πλάσματα ήταν ακόμα μέσα. Ήταν ασφαλής· προς στιγμήν, τουλάχιστον. Αλλά όχι και ο Ταμ. Ο Ταμ, που προσπαθούσε να παρασύρει αυτά τα πλάσματα μακριά από τον Ραντ. Τα χέρια του έσφιξαν το στειλιάρι της τσάπας και έκλεισε τα δόντια του με δύναμη, για να κόψει το απότομο γέλιο που του ήρθε. Ένα στειλιάρι. Αν τα έβαζε μ’ ένα απ’ αυτά τα πλάσματα, κρατώντας στειλιάρι, δεν θα ήταν σαν να έπαιζε ραβδομαχία με τον Πέριν. Αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον Ταμ να τα αντιμετωπίσει μόνος του.
“Αν περπατήσω όπως όταν κυνηγώ λαγούς”, ψιθύρισε, “ούτε θα μ’ ακούσουν, ούτε θα με δουν”. Οι απόκοσμες κραυγές αντήχησαν στο σκοτάδι και ο Ραντ προσπάθησε να ξεροκαταπιεί. “Μάλλον σαν να κυνηγώ ένα κοπάδι πεινασμένους λύκους”. Απομακρύνθηκε από τον αχυρώνα, χωρίς να βγάλει ήχο, κρατώντας το στειλιάρι με τόση δύναμη, που τα χέρια του πόνεσαν.
Στην αρχή, με τα δέντρα ολόγυρά του, ένιωσε ανακούφιση. Τον έκρυβαν από τα πλάσματα που είχαν επιτεθεί στην αγροικία, ό,τι κι αν ήταν. Καθώς όμως γλιστρούσε στο δάσος, οι σκιές του φεγγαριού σάλευαν και του φαινόταν ότι και το ίδιο το σκοτάδι του δάσους άλλαζε και προχωρούσε. Τα δέντρα ορθώνονταν μοχθηρά· τα κλαριά τους απλώνονταν πάνω του σπαρταρώντας. Ήταν όμως μόνο δέντρα και κλαριά; Του φαινόταν πως άκουγε τα γρυλίσματα και τα χαχανητά βαθιά στο λαιμό τους, καθώς τον περίμεναν. Τα ουρλιαχτά των κυνηγών του Ταμ δεν γέμιζαν πια τη νύχτα, αλλά στη σιωπή, που είχε πάρει τη θέση τους, ο Ραντ μόρφαζε, κάθε φορά που ο άνεμος έκανε τα κλαδιά να ξύνονται μεταξύ τους. Έσκυβε όλο και πιο χαμηλά και προχωρούσε όλο και πιο αργά. Σχεδόν δεν τολμούσε ούτε να αναπνεύσει, φοβούμενος μήπως τον ακούσουν.
Ξαφνικά, ένα χέρι έσφιξε το στόμα του από πίσω, και μια σιδερένια λαβή άρπαξε τον καρπό του. Τίναξε λυσσασμένα το ελεύθερο χέρι του προς τα πίσω, προσπαθώντας να πιάσει αυτόν που του είχε επιτεθεί.
“Μην μου σπάσεις το λαιμό, παλικάρι μου”, ακούστηκε ο βραχνός ψίθυρος του Ταμ.
Τον πλημμύρισε ανακούφιση κι ένιωσε να του κόβεται η δύναμη. Όταν ο πατέρας του τον άφησε, ο Ραντ έπεσε στα τέσσερα, παίρνοντας κοφτές ανάσες, σαν να είχε τρέξει πολλά μίλια. Ο Ταμ έπεσε δίπλα του, στηρίχθηκε στον αγκώνα.
“Δεν θα το έκανα, αν είχα σκεφτεί πόσο μεγάλωσες τα τελευταία χρόνια”, είπε απαλά ο Ταμ. Τα μάτια του πηγαινοέρχονταν συνεχώς, καθώς μιλούσε σε συνεχή επιφυλακή μέσα στο σκοτάδι. “Αλλά δεν έπρεπε να βγάλεις άχνα. Μερικοί Τρόλοκ ακούνε σαν σκυλιά. Μπορεί και καλύτερα”.
“Αλλά οι Τρόλοκ είναι μονάχα...” Η φράση του Ραντ ξεψύχησε. Δεν ήταν απλή ιστορία, μετά τα αποψινά. Ποιος να ’ξερε, αυτά τα πράγματα μπορεί να ήταν και Τρόλοκ, μπορεί ακόμα κι ίδιος ο Σκοτεινός. “Είσαι σίγουρος;” ψιθύρισε. “Θέλω να πω... Τρόλοκ;”
“Είμαι σίγουρος. Τι όμως τους έφερε στους Δύο Ποταμούς... Πρώτη φορά τους βλέπω, αλλά μίλησα με ανθρώπους, που τους έχουν δει, ξέρω λοιπόν πέντε πράγματα. Ίσως όσα χρειάζονται για να σώσουμε τη ζωή μας. Άκου καλά. Οι Τρόλοκ βλέπουν καλύτερα από τους ανθρώπους στο σκοτάδι, αλλά το δυνατό φως τους τυφλώνει, τουλάχιστον για λίγη ώρα. Αυτός ίσως είναι ο μόνος λόγος που γλιτώσαμε από τόσους πολλούς. Μερικοί μπορούν να ακολουθήσουν κάποιον από την οσμή, ή τους ήχους που κάνει, αλλά λέγεται πως είναι τεμπέληδες. Αν τους αποφύγουμε γι’ αρκετά μεγάλο διάστημα θα πρέπει να τα παρατήσουν”.
Αυτό κάπως καθησύχασε τον Ραντ, αλλά όχι πολύ. “Οι ιστορίες λένε ότι μισούν τους ανθρώπους και υπηρετούν τον Σκοτεινό”.
“Τα κοπάδια του Ποιμένα της Νυκτός, παλικάρι μου, είναι γεμάτα Τρόλοκ. Σκοτώνουν για την ευχαρίστηση του θανάτου, έτσι άκουσα. Ένα όμως από τα λίγα που ξέρω, είναι ότι δεν μπορείς να τους εμπιστευθείς, παρά μόνο αν σε φοβούνται, μα όχι πολύ, ακόμα και τότε”.
Ο Ραντ ρίγησε. Μάλλον δεν θα ήθελε να συναντήσει κάποιον που να προκαλεί φόβο στους Τρόλοκ. “Λες να μας κυνηγούν ακόμα;”
“Μπορεί, μπορεί και όχι. Δεν φαίνονται και τόσο έξυπνοι. Όταν μπήκαμε στο δάσος, κατάφερα, δίχως μεγάλη δυσκολία, να στείλω προς τα βουνά εκείνους που με ακολουθούσαν”. Ο Ταμ ψαχούλεψε τη δεξιά πλευρά του και μετά έφερε το χέρι του κοντά στο πρόσωπό του. “Φέρσου όμως σαν να είναι έξυπνοι”.
“Πληγώθηκες”.
“Μη φωνάζεις. Μια γρατζουνιά είναι κι, εν πάση περιπτώσει, τώρα δεν μπορούμε να τη φροντίσουμε. Τουλάχιστον ο καιρός μοιάζει να ζέστανε λιγάκι”. Έγειρε πίσω μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό. “Ίσως δεν θα είναι μεγάλη ταλαιπωρία, αν περάσουμε όλη τη νύχτα έξω”.
Ο Ραντ, μ’ ένα μέρος του μυαλού του, είχε αρχίσει να σκέφτεται το παλτό του και το μανδύα του. Τα δέντρα έφραζαν, κάπως, τη μανία του ανέμου, αλλά οι σπιλιάδες που περνούσαν τους έκοβαν σαν παγωμένο μαχαίρι. Άγγιξε διστακτικά το μέτωπο του Ταμ, και μόρφασε. “Καις ολόκληρος. Πρέπει να σε πάω στη Νυνάβε”.
“Σε λίγο, παλικάρι μου”.
“Δεν έχουμε ώρα για χάσιμο. Είναι μακρύς ο δρόμος στο σκοτάδι”. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να σηκώσει και τον πατέρα του. Ένα βογκητό, που ξέφυγε από τα σφιγμένα δόντια του Ταμ, έκανε τον Ραντ να τον αφήσει κάτω βιαστικά.
“Άσε με να ξεκουραστώ λίγο, αγόρι μου. Κουράστηκα”.
Ο Ραντ χτύπησε τη γροθιά στο μηρό του. Αν βρίσκονταν στα ζεστά, μέσα στην αγροικία, με το τζάκι και τις κουβέρτες, με άφθονο νερό και φλούδες ιτιάς, ίσως μπορούσε να περιμένει το χάραμα, μέχρι να ζέψει την Μπέλα και να πάει τον Ταμ στο χωριό. Εδώ δεν είχαν φωτιά, ούτε κουβέρτες, ούτε κάρο, ούτε και την Μπέλα. Όμως όλα αυτά υπήρχαν ακόμα μέσα στο σπίτι. Αν δεν μπορούσε να πάει τον Ταμ εκεί, ίσως κατάφερνε να φέρει κάτι στον Ταμ. Αν είχαν φύγει οι Τρόλοκ. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να φύγουν.
Κοίταξε το στειλιάρι, το άφησε να πέσει. Αντίθετα, πήρε το σπαθί του Ταμ. Η λεπίδα έλαμπε θαμπά στο χλωμό φως του φεγγαριού. Η μακριά λαβή του έδινε μια αλλόκοτη αίσθηση στο χέρι· το βάρος και το ζύγιασμά της ήταν παράξενα. Έκοψε τον αέρα μερικές φορές και σταμάτησε αναστενάζοντας. Ήταν εύκολο να κόβεις τον αέρα. Αν έπρεπε να κάνει την ίδια κίνηση μπροστά σε Τρόλοκ, σίγουρα θα το ξανάβαζε στα πόδια, ή θα μαρμάρωνε και θα έμενε ασάλευτος, μέχρι να υψώσει ο Τρόλοκ το αλλόκοτο σπαθί του και να τον... Σταμάτα! Δεν βοηθούν αυτά!
Καθώς έκανε να σηκωθεί, ο Ταμ του έπιασε το μπράτσο. “Πού πας;”
“Χρειαζόμαστε το κάρο”, είπε ήρεμα. “Και κουβέρτες”. Σοκαρίστηκε όταν τράβηξε με μεγάλη ευκολία το χέρι του πατέρα του από το μανίκι του. “Ξεκουράσου και θα ξανάρθω”.
“Πρόσεχε”, είπε αδύναμα ο Ταμ.
Δεν έβλεπε το πρόσωπο του πατέρα του στο φεγγαρόφωτο, αλλά ένιωθε το βλέμμα του. “Θα προσέχω”. Σαν ποντίκι που εξερευνά φωλιά γερακιού, σκέφτηκε.
Σιωπηλός, σαν να ήταν κι αυτός σκιά, χώθηκε στο σκοτάδι. Από το μυαλό του πέρασαν οι ώρες που έπαιζε κυνηγητό στα δάση με τους φίλους του, όταν ήταν παιδιά, που παραμόνευαν ο ένας τον άλλον, που έβαζε τα δυνατά του να μην ακουστεί, μέχρι να αγγίξει τον ώμο του άλλου. Για κάποιο λόγο δεν κατάφερε να βρει κοινά σημεία με την αποψινή βραδιά.
Ενώ σερνόταν από δέντρο σε δέντρο προσπαθούσε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, αλλά, όταν έφτασε στην άκρη του δάσους, είχε βρει και είχε απορρίψει δέκα. Όλα εξαρτώνταν από το αν οι Τρόλοκ βρίσκονταν ακόμη εκεί. Αν είχαν φύγει, απλώς θα έμπαινε στο σπίτι και θα έπαιρνε ό,τι χρειαζόταν. Αν βρίσκονταν ακόμα εκεί... Σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα είχε να κάνει τίποτα άλλο παρά να γυρίσει στον Ταμ. Δεν του άρεσε αυτό, αλλά ο θάνατός του δεν θα βοηθούσε τον Ταμ.
Κοίταξε προσεκτικά τα κτίσματα του αγροκτήματος. Ο αχυρώνας και το μαντρί ήταν μονάχα σκοτεινά σχήματα στο φως του φεγγαριού. Όμως, από τα μπροστινά παράθυρα του σπιτιού και από την ανοιχτή εξώπορτα έπεφτε φως. Είναι τα κεριά που άναψε ο πατέρας, ή μήπως Τρόλοκ που περιμένουν;
Πετάχτηκε μ’ ένα σπασμό, όταν ακούστηκε η βραχνή κραυγή ενός νυχτοπάτη και μετά σωριάστηκε στη ρίζα ενός δέντρου, τρέμοντας. Δεν έκανε τίποτα έτσι. Έπεσε μπρούμυτα, άρχισε να σέρνεται, κρατώντας άβολα το σπαθί μπροστά του. Σ’ όλο το δρόμο μέχρι το πίσω μέρος του μαντριού κρατούσε το σαγόνι του στο χώμα.
Ζάρωσε πλάι στον πέτρινο τοίχο και έστησε αυτί. Ούτε ένας ήχος δεν τάραζε τη νύχτα. Σηκώθηκε προσεκτικά, όσο για να κοιτάξει πάνω από τον τοίχο. Τίποτα δεν σάλευε στην αυλή. Καμία σκιά δεν τρεμόπαιζε στα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού, ή στην είσοδο. Πρώτα την Μπέλα και το κάρο, ή τις κουβέρτες και τα υπόλοιπα; Το φως τον έκανε να αποφασίσει. Ο αχυρώνας ήταν σκοτεινός. Δεν ήξερε τι κρυβόταν εκεί και δεν θα το έβρισκε, παρά μόνο πολύ αργά. Τουλάχιστον στο σπίτι θα έβλεπε τι υπήρχε μέσα.
Έκανε να ξαναχαμηλώσει το κορμί του, ύστερα σταμάτησε ξαφνικά. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Τα πιο πολλά πρόβατα θα είχαν ξαπλώσει και θα είχαν ξανακοιμηθεί, αν και δεν ήταν πιθανό κάτι τέτοιο, αλλά κάποια ήταν πάντα ξύπνια, ακόμα και αργά τη νύχτα και σάλευαν, βελάζοντας μερικές φορές. Ο Ραντ, μόλις που διέκρινε τους σκιώδεις όγκους των προβάτων στο χώμα. Ένα ήταν σχεδόν ακριβώς από κάτω του.
Προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, ανέβηκε στον τοίχο και άπλωσε το χέρι του προς τη μουντή μορφή. Τα δάχτυλά του άγγιξαν κατσαρό μαλλί, και μετά κάτι υγρό· το πρόβατο δεν κουνήθηκε. Ο αέρας βγήκε όλος από τα πνευμόνια του Ραντ, καθώς απομακρυνόταν από τον τοίχο και παραλίγο θα του έπεφτε το σπαθί, καθώς σωριαζόταν στο χώμα έξω από το μαντρί.
Σκέφτηκε θυμωμένα πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Οι Τρόλοκ είχαν διαπράξει αυτή τη σφαγή και είχαν χαθεί. Επαναλαμβάνοντάς το στο νου του σύρθηκε κατά μήκος της αυλής, κρατώντας το σώμα του όσο πιο χαμηλά μπορούσε, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κοιτάζει προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ του πως θα ζήλευε τα σκουλήκια.
Σταμάτησε πλάι στον τοίχο, στην πρόσοψη του σπιτιού, κάτω από το σπασμένο παράθυρο και έστησε αυτί. Ο πιο δυνατός ήχος που άκουσε ήταν το μουντό ταμπούρλισμα του αίματος στα αυτιά του Σηκώθηκε αργά και κοίταξε μέσα.
Η κατσαρόλα του βραστού κειτόταν αναποδογυρισμένη στις στάχτες του τζακιού. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο σχισμένα, σπασμένα ξύλα· ούτε ένα έπιπλο δεν είχε μείνει άθικτο. Ακόμα και το τραπέζι έγερνε στραβά, με τα δύο του πόδια κουτσουρεμένα. Είχαν βγάλει και είχαν τσακίσει όλα τα ντουλαπάκια· όλα τα ράφια και οι ντουλάπες έστεκαν ανοιχτές και πολλές πόρτες κρέμονταν από ένα μόνο μεντεσέ. Τα περιεχόμενα τους ήταν διάσπαρτα στα συντρίμμια και όλα ήταν καλυμμένα από μια λευκή σκόνη. Ήταν αλεύρι και αλάτι, αν έκρινε από τους σχισμένους σάκους, που ήταν πεταμένοι δίπλα στο τζάκι. Τέσσερα συστραμένα σώματα κείτονταν, φύρδην-μίγδην, στα απομεινάρια της επίπλωσης. Τρόλοκ.
Ο Ραντ αναγνώρισε τον ένα από τα κριαρίσια κέρατά του. Οι άλλοι ήταν αρκετά όμοιοι, ακόμα και στις διαφορές τους, ένα απωθητικό ανακάτεμα από παραμορφωμένα ανθρώπινα πρόσωπα, που διέθεταν μουσούδες, κέρατα, πούπουλα και τρίχωμα. Τα χέρια τους, ανθρώπινα σχεδόν, χειροτέρευαν την εντύπωση. Δύο φορούσαν μπότες· οι άλλοι είχαν οπλές. Τους κοίταξε χωρίς ν’ ανοιγοκλείνει τα μάτια, ώσπου άρχισαν να τον τσούζουν. Κανένας Τρόλοκ δεν σάλεψε. Σίγουρα ήταν πεθαμένοι. Και ο Ταμ περίμενε.
Μπήκε τρέχοντας από την εξώπορτα και σταμάτησε, νιώθοντας την ανάγκη να κάνει εμετό λόγω της δυσωδίας. Ένας στάβλος που είχε μήνες να καθαριστεί, αυτή ήταν η μόνη σύγκριση που του ήρθε στο νου. Βδελυροί λεκέδες μίαιναν τους τοίχους. Προσπάθησε να ανασαίνει από το στόμα και άρχισε να ψάχνει βιαστικά στα ανάκατα αντικείμενα του πατώματος. Σε κάποιο ντουλαπάκι είχαν ένα φλασκί.
Ένα ξύσιμο πίσω του τον έκανε να νιώσει ρίγος ως το μεδούλι και στριφογύρισε, σχεδόν σκοντάφτοντας στα απομεινάρια του τραπεζιού. Κρατήθηκε και βόγκηξε και τα δόντια του θα χτυπούσαν μεταξύ τους, αν δεν τα έσφιγγε, τόσο δυνατά, που τον πόνεσε το σαγόνι του.
Ένας Τρόλοκ σηκωνόταν όρθιος. Κάτω από βουλιαγμένα μάτια ξεπρόβαλε μουσούδα λύκου. Ανέκφραστα, απαθή μάτια, υπερβολικά ανθρώπινα. Τριχωτά, μυτερά αυτιά, που τινάζονταν συνεχώς. Ο Τρόλοκ δρασκέλισε έναν από τους νεκρούς συντρόφους του με αιχμηρές, κατσικίσιες οπλές. Η ίδια μαύρη, πλεχτή πανοπλία, που και οι άλλοι φορούσαν, έτριζε πάνω στο δερμάτινο παντελόνι του και ένα από τα πελώρια σπαθιά, που έμοιαζαν με δρεπάνι, κρεμόταν στο πλάι του.
Μουρμούρισε κάτι λαρυγγικό και κοφτό και μετά είπε, “Αλλοι έφυγαν. Ναργκ έμεινε. Ναργκ έξυπνος”. Οι λέξεις ήταν παραμορφωμένες και δύσκολα γίνονταν κατανοητές, καθώς έβγαιναν από ένα στόμα που δεν προοριζόταν για ανθρώπινη λαλιά. Ο Ραντ σκέφτηκε πως ίσως ο Τρόλοκ να προσπαθούσε να ακουστεί καθησυχαστικός, αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τα μακριά, κοφτερά, λεκιασμένα δόντια, τα οποία άστραφταν κάθε φορά που το πλάσμα μιλούσε. “Ναργκ ξέρει, μερικοί κάποτε έρχονται πάλι. Ναργκ περιμένει Εσύ δεν θέλει σπαθί. Ασε σπαθί κάτω”.
Πριν μιλήσει ο Τρόλοκ, ο Ραντ δεν είχε καταλάβει πως κρατούσε, τρεμάμενο μπροστά του, το σπαθί του Ταμ και με τα δύο χέρια, με τη μύτη του στραμμένη προς το πελώριο πλάσμα. Ο Τρόλοκ πυργωνόταν μπροστά του, με το κεφάλι και τους ώμους να τον ξεπερνούν και το στήθος και τα μπράτσα του θα έκαναν τον αφέντη Λούχαν να φαντάζει νάνος.
“Ναργκ δεν πειράξει”. Έκανε ένα βήμα πιο κοντά, χειρονομώντας. “Εσύ, άσε σπαθί κάτω”. Οι σκούρες τρίχες στις ράχες των χεριών του ήταν πυκνές, σαν γούνα.
“Μην πλησιάζεις”, είπε ο Ραντ κι ευχήθηκε να ήταν η φωνή του πιο σταθερή. “Γιατί το κάνατε αυτό; Γιατί;”
“Βλζα ντάεγκ ρόγκχντα!” Το γρύλισμα γρήγορα έγινε χαμόγελο, γεμάτο δόντια “Ασε σπαθί κάτω. Ναργκ δεν πειράξει. Μυρντράαλ θέλει μιλήσει μαζί σου”. Το ίχνος κάποιου συναισθήματος άστραψε στο παραμορφωμένο πρόσωπο. Φόβος. “Αλλοι γυρίσουν, μιλήσεις Μυρντράαλ”. Προχώρησε άλλο ένα βήμα, το μεγάλο χέρι του ακούμπησε στη λαβή του σπαθιού του. “Εσύ άσε σπαθί κάτω”.
Ο Ραντ έγλειψε τα χείλη του. Μυρντράαλ! Οι χειρότερες ιστορίες απόψε είχαν βγει αληθινές. Αν ερχόταν ένας Ξέθωρος, οι Τρόλοκ δεν θα συγκρίνονταν μαζί του. Ο Ραντ έπρεπε να ξεφύγει. Αλλά δεν θα τα κατάφερνε, αν ο Τρόλοκ ύψωνε αυτή τη βαριά λεπίδα. Ανάγκασε τα χείλη του να σχηματίσουν ένα τρεμάμενο χαμόγελο. “Εντάξει”. Έσφιξε γερά το σπαθί του και χαμήλωσε τα χέρια του στο πλάι. “Θα μιλήσω”.
Το λυκίσιο χαμόγελο έγινε γρύλισμα και ο Τρόλοκ όρμηξε πάνω του. Ο Ραντ δεν είχε φανταστεί ότι ένα τόσο μεγαλόσωμο πλάσμα θα ήταν τόσο σβέλτο. Ύψωσε απεγνωσμένα το σπαθί του. Το τερατώδες σώμα βρόντηξε πάνω του, τον κόλλησε στον τοίχο. Με μια πνιχτή ανάσα, ο αέρας εγκατέλειψε τα πνευμόνια του. Πάλεψε να ανασάνει, καθώς έπεφταν μαζί στο πάτωμα, με τον Τρόλοκ πάνω του. Σφάδαξε με βία κάτω από το βάρος που τον έλιωνε, προσπαθώντας να αποφύγει τα χοντρά χέρια που τον άρπαζαν και τα σαγόνια που ανοιγόκλειναν.
Ο Τρόλοκ, μ’ έναν ξαφνικό σπασμό, έμεινε ακίνητος. Ο Ραντ, χτυπημένος και μωλωπισμένος, ασφυκτιώντας σχεδόν κάτω από τον όγκο που τον πλάκωνε, έμεινε ξαπλωμένος, δίχως να μπορεί να το πιστέψει. Συνήρθε όμως αμέσως και κατάφερε, τουλάχιστον, να βγει σπαρταρώντας κάτω από το πτώμα. Που ήταν τώρα πραγματικό πτώμα. Η ματωμένη λεπίδα του σπαθιού του Ταμ προεξείχε από το κέντρο της πλάτης του Τρόλοκ. Τελικά, την είχε υψώσει εγκαίρως. Το αίμα είχε, επίσης, σκεπάσει τα χέρια του Ραντ και σχημάτιζε ένα μαυριδερό λεκέ στο μπροστινό μέρος του πουκάμισου του. Ένιωσε το στομάχι του να ανακατεύεται και ξεροκατάπιε, πασχίζοντας να μην κάνει εμετό. Έτρεμε πάλι σύγκορμος, όπως πριν που φοβόταν, μα τώρα ήταν από την ανακούφιση που ένιωθε, επειδή ήταν ακόμα ζωντανός.
Άλλοι γυρίσουν, είχε πει ο Τρόλοκ. Οι άλλοι Τρόλοκ θα επέστρεφαν στην αγροικία. Κι ένας Μυρντράαλ, ένας Ξέθωρος. Οι ιστορίες έλεγαν, πως οι Ξέθωροι ήταν επτά μέτρα ψηλοί, με μάτια πύρινα και ίππευαν τις σκιές· σαν άλογα. Όταν ένας Ξέθωρος γυρνούσε στο πλάι εξαφανιζόταν και οι τοίχοι δεν τους εμπόδιζαν.
Ο Ραντ έπρεπε να τελειώσει τη δουλειά του και να το σκάσει γρήγορα.
Μουγκρίζοντας με κόπο, αναποδογύρισε το πτώμα του Τρόλοκ για να πάρει το σπαθί ― και παραλίγο να το έβαζε στα πόδια, όταν δυο ανοιχτά μάτια τον κοίταξαν. Έκανε ένα λεπτό μέχρι να συνειδητοποιήσει πως τον κοίταζαν με τη γυαλάδα του θανάτου.
Σκούπισε τα χέρια σε ένα σχισμένο κουρέλι ―πριν μερικές ώρες ήταν ένα πουκάμισο του Ταμ― και ελευθέρωσε τη λεπίδα. Καθάρισε το σπαθί, πέταξε απρόθυμα το κουρέλι στο πάτωμα. Δεν υπήρχε καιρός για πάστρα, σκέφτηκε με γέλιο και έσφιξε τα δόντια για να το σταματήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πώς θα μπορούσαν να καθαρίσουν ποτέ το σπίτι, τόσο καλά ώστε να ξαναζήσουν εκεί. Η φρικτή δυσωδία μάλλον θα είχε κιόλας ποτίσει τα ξύλα. Αλλά δεν είχε καιρό για τέτοιες σκέψεις. Δεν υπήρχε καιρός για πάστρα. Ίσως δεν υπήρχε καιρός για τίποτα.
Ηταν σίγουρος πως ξεχνούσε αρκετά πράγματα που θα τους ήταν απαραίτητα, αλλά ο Ταμ τον περίμενε και οι Τρόλοκ θα ξανάρχονταν. Μάζεψε ό,τι μπόρεσε να σκεφτεί πάνω στη φούρια του. Κουβέρτες από τα πάνω υπνοδωμάτια και καθαρά πανιά για να δέσει την πληγή του Ταμ. Τους μανδύες και τα παλτά τους. Ένα φλασκί που έπαιρνε μαζί του, όταν πήγασε τα πρόβατα στο λιβάδι. Ένα καθαρό πουκάμισο. Δεν ήξερε πότε θα είχε μετά χρόνο να αλλάξει, αλλά ήθελε να βγάλει το ματοβαμμένο πουκάμισο του με την πρώτη ευκαιρία. Τα σακουλάκια με τη φλούδα ιτιάς και τα άλλα γιατρκά ήταν μέσα στη σκοτεινή, λασπερή λιμνούλα, την οποία δεν άντεχε να αγγίξει.
Ένας κουβάς, από το νερό που είχε φέρει ο Ταμ, έστεκε ακόμα κοντά στο τζάκι κι, ως εκ θαύματος, δεν τον είχαν χύσει, ούτε μαγαρίσει, Γέμισε από κει το φλασκί, έπλυνε βιαστικά τα χέρια του και έψαξε με βιάση άλλη μια φορά για να δει μήπως είχε ξεχάσει τίποτα. Συμπέρανε πως θα έπρεπε να βολευτούν με ό,τι είχε μαζέψει. Μάζεψε γοργά τα πάντα έξω από την πόρτα.
Το τελευταίο που έκανε, πριν φύγει από το σπίτι, ήταν να ξεθάψει μια διαλυμένη λάμπα από τα συντρίμμια στο πάτωμα. Είχε ακόμα λάδι. Την άναψε μ’ ένα κερί, έκλεισε τα παντζούρια —εν μέρει για τον άνεμο, αλλά, κυρίως, για να μην τραβήξει την προσοχή― και έτρεξε έξω με τη λάμπα στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο. Δεν ήξερε τι θα έβρισκε στον αχυρώνα. Μετά το μαντρί δεν είχε πολλές ελπίδες. Αλλά χρειαζόταν το κάρο για να κουβαλήσει τον Ταμ στο Πεδίο του Έμοντ και για το κάρο χρειαζόταν την Μπέλα. Η ανάγκη του έδινε λίγη ελπίδα.
Οι πόρτες του αχυρώνα ήταν ορθάνοιχτες και η μία σάλευε στον αέρα, με τους μεντεσέδες να τρίζουν. Το εσωτερικό στην αρχή του φάνηκε ίδιο, όπως πάντα. Έπειτα, το βλέμμα του έπεσε στα άδεια χωρίσματα, στις πορτούλες που είχαν ξεκολλήσει, δια της βίας, από τους μεντεσέδες τους. Η Μπέλα και η αγελάδα είχαν εξαφανιστεί. Πήγε γοργά στο πίσω μέρος του αχυρώνα. Το κάρο κείτονταν στο πλάι και οι μισές ακτίνες των τροχών ήταν σπασμένες. Από ένα ρυμό είχε μείνει μόνο ένα κολόβωμα μισού μέτρου.
Τον κατέκλυσε η απόγνωση, την οποία τόση ώρα αντιμαχόταν. Δεν ήξερε αν μπορούσε να κουβαλήσει τον Ταμ μέχρι το χωριό, ακόμα κι αν ο πατέρας του άντεχε. Ο πόνος ίσως να σκότωνε τον Ταμ πιο γρήγορα απ’ όσο ο πυρετός. Πάντως, ήταν η μόνη διέξοδος. Εδώ είχε κάνει ό,τι μπορούσε. Όπως γυρνούσε για να φύγει, το βλέμμα του έπεσε στον κουτσουρεμένο ρυμό του κάρου, που κειτόταν στο γεμάτο άχυρα πάτωμα. Ξαφνικά χαμογέλασε.
Ακούμπησε κάτω το φανάρι και το σπαθί του, και πάλεψε με το κάρο· το έγειρε από την άλλη μεριά για να πέσει όρθιο, με τον ξερό κρότο κι άλλων ακτινών που έσπαζαν και μετά έβαλε τον ώμο του και το έσπρωξε για να γυρίσει. Ο ρυμός, που είχε μείνει απείραχτος, πρόβαλλε μπροστά. Άρπαξε το σπαθί και πελέκησε την πηχτή στάχτη. Προς έκπληξη κι ευχαρίστησή του, μεγάλα κομμάτια ξύλου πετιούνταν με τα χτυπήματά του και έκοβε γοργά, σαν να κρατούσε ένα καλό τσεκούρι.
Όταν ο ρυμός έπεσε, ο Ραντ κοίταξε, θαυμάζοντας, τη λεπίδα του σπαθιού. Ακόμα και το πιο καλοακονισμένο τσεκούρι θα είχε στομώσει, πελεκώντας αυτό το σκληρό, γερασμένο ξύλο, αλλά το σπαθί έμοιαζε αστραφτερό και κοφτερό όπως πάντα. Άγγιξε την κόψη με τον αντίχειρά του και μετά τον έχωσε βιαστικά στο στόμα του. Η λεπίδα ήταν ακόμα κοφτερή, σαν ξυράφι.
Αλλά δεν είχε χρόνο για να θαυμάζει. Σβήνοντας τη λάμπα —με τόσα που είχαν γίνει, δεν ήταν ανάγκη να βάλει από πάνω φωτιά στο στάβλο- μάζεψε τους ρυμούς και έτρεξε να πάρει αυτά που είχε αφήσει στο σπίτι.
Όλα μαζί ήταν άβολο φορτίο. Όχι βαρύ, αλλά δύσκολο να το ισορροπήσει και να το κουμαντάρει, καθώς οι ρυμοί σάλευαν και κουνιόνταν στα χέρια του, εκεί που προχωρούσε παραπατώντας στο οργωμένο χωράφι. Όταν χώθηκε στο δάσος, η κατάσταση χειροτέρεψε, αφού πιάνονταν στα δέντρα και σχεδόν τον έριχναν κάτω. Θα ήταν ευκολότερο αν τους έσερνε, αλλά θα άφηνε πίσω του ολοφάνερα ίχνη. Σκόπευε να περιμένει όσο μπορούσε, πριν το κάνει.
Ο Ταν ήταν ακριβώς εκεί που τον είχε αφήσει κι έμοιαζε να κοιμάται. Τουλάχιστον ο Ραντ ήλπιζε ότι κοιμόταν. Νιώθοντας ξαφνικό φόβο, έριξε το φορτίο του και ακούμπησε το πρόσωπο του πατέρα του. Ο Ταμ ακόμα ανάπνεε, αλλά ο πυρετός του είχε χειροτερέψει.
Το άγγιγμα ξύπνησε τον Ταμ, χωρίς όμως να τον φέρει σε κατάσταση διαύγειας. “Εσύ είσαι, αγόρι μου;” είπε χαμηλόφωνα. “Ανησυχούσα. Ονειρευόμουν αλλοτινούς καιρούς. Εφιάλτες”. Μουρμουρίζοντας απαλά, ξανακοιμήθηκε.
“Μην στενοχωριέσαι”, είπε ο Ραντ. Έριξε πάνω στον Ταμ το παλτό και το μανδύα του για να τον φυλάξει από τον άνεμο. “Θα σε πάω στη Νυνάβε, όσο πιο γρήγορα μπορώ”. Ενώ μιλούσε, τόσο για χάρη του Ταμ, όσο για να καθησυχάσει και τον εαυτό του, έβγαλε το ματωμένο πουκάμισό του, χωρίς να προσέξει καν το κρύο πάνω στη βιασύνη του να το ξεφορτωθεί και φόρεσε γοργά το καθαρό. Ένιωσε σαν να είχε κάνει μπάνιο. “Όπου να ’ναι θα φτάσουμε στη σιγουριά του χωριού και η Σοφία θα σε γιατρέψει. Θα δεις. Όλα θα πάνε καλά”.
Η σκέψη αυτή ήταν σαν φάρος, καθώς φορούσε το παλτό του και έσκυβε για να φροντίσει την πληγή του Ταμ. Θα ήταν ασφαλείς μόνο όταν έφταναν στο χωριό και η Νυνάβε θα θεράπευε τον Ταμ. Ο ίδιος δεν είχε παρά να τον πάει εκεί.