8 Ασφαλές Μέρος

Τη στιγμή που έμπαινε μέσα, το βλέμμα του Ραντ στράφηκε στον πατέρα του — ήταν ο πατέρας του, όποιος κι αν έλεγε το αντίθετο. Ο Ταμ δεν είχε σαλέψει ούτε πόντο· τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά και ανάπνεε με κοπιαστικές, κοφτές ανάσες, αδύναμα και βραχνά. Ο ασπρομάλλης Βάρδος σταμάτησε την κουβέντα του με τον δήμαρχο —που έσκυβε πάλι πάνω από το κρεβάτι για να περιποιηθεί τον Ταμ — και κοίταξε ανήσυχα τη Μουαραίν. Η Άες Σεντάι τον αγνόησε. Αγνόησε τους πάντες, εκτός από τον Ταμ, αλλά αυτόν τον κοίταξε συνοφρυωμένη, με προσήλωση.

Ο Θομ έχωσε τη σβησμένη πίπα ανάμεσα στα δόντια του, έπειτα την ξανάβγαλε και την κοίταξε δύσθυμα. “Ούτε να καπνίσουμε ήσυχα δεν μπορούμε πια”, μουρμούρισε. “Πάω να γλιτώσω το μανδύα μου, μην τον κλέψει κάνας αγρότης για να ζεσταίνει τις αγελάδες του”. Βγήκε από το δωμάτιο βιαστικά.

Ο Λαν τον παρακολούθησε να φεύγει και το τραχύ του πρόσωπο δεν έδειχνε περισσότερα συναισθήματα από βράχο. “Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος. Έχει κάτι που δεν εμπιστεύομαι. Δεν τον είδα πουθενά χθες το βράδυ”.

“Ήταν εδώ”, είπε ο Μπραν, κοιτάζοντας αβέβαια τη Μουαραίν. “Πρέπει να ήταν. Ο μανδύας του δεν καψαλίστηκε έτσι μπροστά στο τζάκι”.

Τον Ραντ δεν θα τον ένοιαζε ακόμα κι αν ο Βάρδος είχε περάσει όλη τη νύχτα κρυμμένος στο στάβλο. “Ο πατέρας μου;” είπε ικετευτικά στη Μουαραίν.

Ο Μπραν άνοιξε το στόμα, αλλά, πριν μιλήσει, η Μουαραίν είπε, “Άσε με μαζί του, αφέντη αλ’Βερ. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, μόνο θα μπλέκεσαι στα πόδια μου”.

Ο Μπραν για μια στιγμή στάθηκε αβέβαιος. Από τη μια δεν του άρεσε να τον διατάζουν μέσα στο πανδοχείο του, από την άλλη δεν ήταν πρόθυμος να πει όχι σε μια Άες Σεντάι. Τελικά σηκώθηκε και χτύπησε τον Ραντ στον ώμο. “Έλα μαζί μου, αγόρι μου. Ας αφήσουμε στη Μουαραίν Σεντάι στα... τα... ε... Έχει πολλές δουλειές κάτω να με βοηθήσεις. Πριν το καταλάβεις, ο Ταμ θα ζητά την πίπα και τη μπύρα του”.

“Μπορώ να μείνω;” Ο Ραντ μίλησε στη Μουαραίν, αν κι εκείνη δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Ταμ. “Σε παρακαλώ; Δεν θα μπλέξω στα πόδια σου. Δεν θα καταλαβαίνεις καν ότι είμαι εδώ. Είναι ο πατέρας μου”, πρόσθεσε, τόσο άγρια που ξαφνιάστηκε και ο ίδιος, ενώ τα μάτια του δημάρχου γούρλωσαν με έκπληξη. Ο Ραντ ευχήθηκε να το απέδιδαν στην κούραση, ή στην ταραχή που του προκαλούσε η παρουσία μιας Άες Σεντάι.

“Ναι, ναι”, είπε η Μουαραίν ανυπόμονα. Είχε πετάξει απρόσεκτα το μανδύα και το ραβδί της στη μόνη καρέκλα του δωματίου και τώρα ανέβαζε τα μανίκια του φορέματος της, γυμνώνοντας τα χέρια της ως τους αγκώνες. “Κάθισε από κει. Κι εσύ, Λαν”. Έδειξε αόριστα ένα μακρύ παγκάκι στον τοίχο. Το βλέμμα της ταξίδεψε αργά, από τα πόδια του Ταμ ως το κεφάλι του, αλλά, ο Ραντ, ένιωσε να τον κεντρίζει η αίσθηση ότι η Μουαραίν, με κάποιον τρόπο, κοίταζε παραπέρα. “Μπορείτε να μιλάτε, αν θέλετε”, συνέχισε εκείνη αφηρημένα, “χαμηλόφωνα όμως. Εσύ πήγαινε, αφέντη αλ’Βερ. Εδώ είναι δωμάτιο αρρώστου, όχι αίθουσα συγκεντρώσεων. Φρόντισε να μην με ενοχλήσουν”.

Ο δήμαρχος μούγκρισε μέσα από τα δόντια του, αν και φυσικά όχι τόσο δυνατά ώστε να τραβήξει την προσοχή της, έσφιξε πάλι τον ώμο του Ραντ και μετά, υπάκουα, αν και απρόθυμα, βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα.

Η Άες Σεντάι, μουρμουρίζοντας, γονάτισε πλάι στο κρεβάτι και ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του Ταμ. Έκλεισε τα μάτια της και γι’ αρκετή ώρα δεν έκανε καμία κίνηση, ούτε άφηνε κάποιον ήχο.

Στις ιστορίες, τα θαύματα των Άες Σεντάι συνοδεύονταν πάντα από αστραπές και κεραυνούς, ή από άλλα σημάδια, που έδειχναν μεγάλα κατορθώματα και σπουδαίες δυνάμεις. Τη Δύναμη. Τη Μία Δύναμη, που πήγαζε από την Αληθινή Πηγή, που κινούσε τον Τροχό του Χρόνου. Θα προτιμούσε να μην σκέφτεται ότι ο Ταμ θα ερχόταν σε κάποιου είδους επαφή με τη Δύναμη, ότι και ο ίδιος θα βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο, στο οποίο ίσως χρησιμοποιούνταν η Δύναμη. Λες και δεν έφτανε που ήταν στο ίδιο χωριό. Η Μουαραίν έμοιαζε να έχει πέσει για ύπνο, τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Του φαινόταν όμως πως άκουγε τον Ταμ να ανασαίνει πιο εύκολα. Κάτι καλό θα έκανε η Μουαραίν. Τόσο απορροφημένος ήταν που τινάχτηκε, όταν ο Λαν μίλησε χαμηλόφωνα. “Ωραίο το όπλο που φοράς. Μήπως, κατά τύχη, υπάρχει ερωδιός και στη λεπίδα;”

Ο Ραντ για μια στιγμή κοίταξε τον Πρόμαχο, χωρίς να καταλαβαίνει για τι μιλούσε. Είχε ξεχάσει τελείως το σπαθί του Ταμ, πάνω στην αναταραχή με την Άες Σεντάι. Δεν του φαινόταν πια τόσο βαρύ. “Ναι, έχει κι εκεί. Τι σημαίνει;”

“Δεν φανταζόμουν ότι θα βρω σπαθί με το σημάδι του ερωδιού σε τέτοιο μέρος”, είπε ο Λαν.

“Είναι του πατέρα μου”. Κοίταξε το σπαθί του Λαν, του οποίου η λαβή μόλις που φαινόταν από την άκρη του μανδύα· τα δύο σπαθιά έμοιαζαν πολύ, μόνο που το σπαθί του Πρόμαχου δεν είχε κανέναν ερωδιό. Το βλέμμα του στράφηκε πάλι στο κρεβάτι. Η αναπνοή του Ταμ έμοιαζε πιο ήρεμη· η τραχύτητα είχε χαθεί. Ήταν σίγουρος. “Το αγόρασε πριν πολύ καιρό”.

“Παράξενο να αγοράσει βοσκός τέτοιο πράγμα”.

Ο Ραντ κοίταξε λοξά τον Λαν. Αν ρωτούσε ένας ξένος για το σπαθί, θα ήταν κάτι που δεν τον αφορούσε. Για έναν Πρόμαχο, όμως... Ένιωσε, πάντως, ότι κάτι έπρεπε να πει. “Δεν το χρειαζόταν ποτέ, απ’ όσο ξέρω. Είπε ότι ήταν άχρηστο. Μέχρι χθες το βράδυ, τουλάχιστον. Τότε έμαθα ότι το είχε”.

“Το είπε άχρηστο, ε; Μάλλον δεν σκεφτόταν πάντα έτσι”. Ο Λαν άγγιξε για μια στιγμή με το δάχτυλό του τη θήκη στη μέση του Ραντ. “Υπάρχουν μέρη που ο ερωδιός είναι σύμβολο του δάσκαλου ξιφομάχου. Αυτή η λεπίδα πρέπει να ταξίδεψε σε παράξενο δρόμο, για να καταλήξει σ’ έναν βοσκό στους Δύο Ποταμούς”.

Ο Ραντ αγνόησε την κρυφή ερώτηση. Η Μουαραίν ακόμα δεν είχε σαλέψει. Μα, έκανε τίποτα η Άες Σεντάι; Τρεμούλιασε και έτριψε τα μπράτσα του, χωρίς να ξέρει, αν πραγματικά ήθελε να μάθει τι έκανε. Μια Άες Σεντάι.

Μια δική του ερώτηση πέρασε τότε από το νου του, μια, την οποία δεν ήθελε να ρωτήσει, στην οποία χρειαζόταν την απάντηση. “Ο δήμαρχος-” Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, και πήρε βαθιά ανάσα. “Ο δήμαρχος είπε, ότι ο μόνος λόγος που γλίτωσε το χωριό ήταν εσύ κι αυτή”. Πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει τον Πρόμαχο. “Αν σου έλεγαν για έναν άνδρα στο δάσος... έναν άνδρα που τρόμαζε τους άλλους μόνο με το βλέμμα του... αυτό θα ήταν προειδοποίηση; Ένας άνδρας που το άλογό του δεν κάνει κανέναν ήχο; Και ο άνεμος δεν αγγίζει το μανδύα του; Θα ήξερες τι θα γινόταν; Θα μπορούσες εσύ και η Μουαραίν Σεντάι να το σταματήσετε, αν ξέρατε γι’ αυτόν;”

“Χωρίς πέντε ή έξι αδερφές μου, όχι”, είπε η Μουαραίν και ο Ραντ τινάχτηκε. Ήταν ακόμα γονατισμένη πλάι στο κρεβάτι, αλλά είχε πάρει τα χέρια από τον Ταμ και είχε μισογυρίσει, για να βλέπει τους δύο που κάθονταν στο παγκάκι. Η φωνή της δεν δυνάμωσε καθόλου, αλλά το βλέμμα της κόλλησε τον Ραντ στον τοίχο. “Αν, φεύγοντας από την Ταρ Βάλον, ήξερα ότι εδώ θα έβρισκα Τρόλοκ και Μυρντράαλ, θα έφερνα πεντ’ έξι, θα έφερνα δέκα, ακόμα κι αν έπρεπε να τις σύρω από το σβέρκο. Από μόνη μου, ενός μηνός προειδοποίηση ελάχιστο ρόλο θα έπαιζε. Μπορεί καθόλου. Έχουν ένα όριο αυτά που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος, ακόμα και καλώντας τη Μία Δύναμη. Και υπήρχαν, μάλλον, αρκετοί περισσότεροι από εκατό Τρόλοκ συγκεντρωμένοι σ’ αυτή την περιοχή χθες το βράδυ. Μια ολόκληρη γροθιά”.

“Πάντως καλό θα ήταν, αν το ξέραμε”, είπε απότομα ο Λαν, απευθυνόμενος στον Ραντ. “Πότε ακριβώς τον είδες, και πού;”

“Αυτά δεν έχουν σημασία τώρα”, είπε η Μουαραίν. “Δεν θέλω να νομίζει το αγόρι ότι έφταιξε για κάτι, ενώ δεν φταίει. Κι εγώ φταίω. Το καταραμένο κοράκι χθες, το φέρσιμό του, έπρεπε να με προειδοποιήσει. Κι εσένα επίσης, παλιέ μου φίλε”. Η γλώσσα της πλατάγισε με θυμό. “Είχα τόση αυτοπεποίθηση που έφτανα στα όρια της αλαζονείας, ήμουν σίγουρη ότι το άγγιγμα του Σκοτεινού δεν θα είχε φτάσει τόσο μακριά. Ότι, ακόμα, δεν θα ήταν τόσο έντονο. Ήμουν τόσο σίγουρη”.

Ο Ραντ βλεφάρισε. “Το κοράκι; Δεν καταλαβαίνω”.

“Πτωματοφάγα”. Το στόμα του Λαν συσπάστηκε με απέχθεια. “Οι υποτακτικοί του Σκοτεινού βρίσκουν συχνά κατασκόπους μεταξύ των ζώων που τρέφονται από το θάνατο. Κυρίως τα κοράκια. Τα ποντίκια, μερικές φορές, στις πόλεις”.

Ένα ρίγος διαπέρασε τον Ραντ. Τα κοράκια, κατάσκοποι του Σκοτεινού; Τώρα υπήρχαν παντού κοράκια. Το άγγιγμα του Σκοτεινού, είχε πει η Μουαραίν. Ο Σκοτεινός ήταν πάντα εκεί —αυτό το ήξερε- αλλά, αν προσπαθούσες να περπατάς με το Φως, αν προσπαθούσες να ζήσεις με το καλό, και δεν τον ονομάτιζες, τότε δεν θα πείραζε. Έτσι πίστευαν όλοι, έτσι μάθαιναν από μωρά. Αλλά η Μουαραίν έμοιαζε να λέει...

Το βλέμμα του έπεσε στον Ταμ και όλα τα άλλα χάθηκαν από το νου του. Το πρόσωπο του πατέρα του ήταν, εμφανώς, λιγότερο αναψοκοκκινισμένο απ’ όσο πριν και η αναπνοή του ακουγόταν σχεδόν φυσιολογική. Ο Ραντ θα πηδούσε στον αέρα, αν ο Λαν δεν τον έπιανε από το μπράτσο. “Τα κατάφερες”.

Η Μουαραίν κούνησε το κεφάλι κι αναστέναξε. “Όχι ακόμα. Ελπίζω όχι ακόμα. Τα όπλα των Τρόλοκ φτιάχνονται σε καμίνια, στην κοιλάδα που λέγεται Θακαν’νταρ, στις πλαγιές του ίδιου του Σάγιολ Γκουλ. Μερικά παίρνουν ένα μίασμα από κείνο το μέρος, ένα μόλυσμα του κακού στο μέταλλο. Αυτές οι μιασμένες λεπίδες ανοίγουν πληγές, που δεν θεραπεύονται μόνες τους, ή που φέρνουν θανατηφόρους πυρετούς και παράξενες αρρώστιες, που δεν αντιμετωπίζονται με φάρμακα. Καταπράυνα τον πόνο του πατέρα σου, αλλά το σημάδι, το μίασμα, είναι ακόμα εκεί. Αν το αφήσουμε έτσι θα δυναμώσει πάλι και θα τον φάει από μέσα”.

“Αλλά δεν θα το αφήσεις έτσι”. Τα λόγια του Ραντ ήταν μαζί και ικεσία και προσταγή. Σοκαρίστηκε, όταν συνειδητοποίησε ότι είχε μιλήσει έτσι σε μια Άες Σεντάι, αν κι αυτή δεν φάνηκε να προσέχει τον τόνο του.

“Όχι”, συμφώνησε απλά. “Είμαι κατάκοπη, Ραντ, και δεν έχω προλάβει να αναπαυθώ από χθες το βράδυ. Συνήθως δεν πειράζει, αλλά για μια τέτοια ζημιά... Αυτό” —έβγαλε από το σάκο της ένα μικρό δεματάκι, τυλιγμένο με λευκό μετάξι- “είναι ένα ανγκριάλ”. Είδε την έκφραση του. “Έχεις ακούσει για τα ανγκριάλ, λοιπόν. Ωραία”.

Ο Ραντ έγειρε ασυναίσθητα πίσω, μακριά από τη Μουαραίν και από αυτό που κρατούσε στο χέρι της. Μερικές ιστορίες ανέφεραν τα ανγκριάλ, τα απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, που χρησιμοποιούσαν οι Άες Σεντάι για να κάνουν θαύματα. Ξαφνιάστηκε, βλέποντάς την να ξετυλίγει μια λεία, φιλντισένια μορφή, που από τα χρόνια είχε πάρει μια βαθιά καφέ απόχρωση. Ήταν μικρό, όσο η παλάμη της, μια γυναίκα που φορούσε μακρύ, πολύπτυχο φόρεμα, με μαλλιά που κυλούσαν ως τους ώμους της.

“Έχουμε χάσει τη γνώση της κατασκευής τους”, του είπε. “Τόσα χάθηκαν, ίσως για να μην ξαναβρεθούν ποτέ. Τόσα λίγα απομένουν, που η Έδρα της Άμερλιν παραλίγο δεν θα μου επέτρεπε να το πάρω. Ευτυχώς, για το Πεδίο του Έμοντ και για τον πατέρα σου, μου έδωσε την άδεια. Αλλά δεν πρέπει να έχεις πολλές ελπίδες. Τώρα, ακόμα και μ’ αυτό, δεν μπορώ να κάνω πολλά περισσότερα απ’ όσο χθες και το μίασμα είναι δυνατό. Είχε χρόνο να κακοφορμίσει”.

“Μπορείς να τον βοηθήσεις”, είπε ο Ραντ με πάθος. “Ξέρω ότι μπορείς”.

Η Μουαραίν χαμογέλασε αχνά. “Θα το δούμε”. Υστερα γύρισε πάλι στον Ταμ. Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του· στην άλλη χούφτα της είχε τη φιλντισένια μορφή. Με τα μάτια κλειστά το πρόσωπό της πήρε ύφος περισυλλογής. Σχεδόν δεν φαινόταν να αναπνέει.

“Ο καβαλάρης για τον οποίο μίλησες”, είπε χαμηλόφωνα ο Λαν, “που σ’ έκανε να φοβηθείς — ήταν σίγουρα ένας Μυρντράαλ”.

“Μυρντράαλ!” αναφώνησε ο Ραντ. “Αλλά οι Ξέθωροι έχουν ύψος δέκα μέτρα και...” τα λόγια του έσβησαν μπροστά στο παγερό χαμόγελο του Πρόμαχου.

“Μερικές φορές, βοσκέ, οι ιστορίες μεγαλοποιούν την αλήθεια. Πίστεψε με, η αλήθεια είναι από μόνη της αρκετά μεγάλη, όταν μιλάμε για Ημιάνθρωπους. Ημιάνθρωποι, Καρτέρια, Ξέθωροι, Σκιάνθρωποι· το όνομα εξαρτάται από τη χώρα που βρίσκεσαι, μα όλα σημαίνουν Μυρντράαλ. Οι Ξέθωροι είναι σπορά των Τρόλοκ, μια επιστροφή στην ανθρώπινη μορφή, που χρησιμοποίησαν οι Άρχοντες του Δέους για να πλάσουν τους Τρόλοκ. Σχεδόν. Αλλά, όταν ενισχύονται τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, τότε το ίδιο συμβαίνει και με το μίασμα, που παραμορφώνει τους Τρόλοκ. Οι Ημιάνθρωποι έχουν συγκεκριμένες δυνάμεις, του είδους που εκπορεύεται από τον Σκοτεινό. Μόνο οι πιο αδύναμες Άες Σεντάι δεν θα μπορούσαν να τα βάλουν μ’ έναν Ξέθωρο σε αγώνα ένα προς ένα, αλλά μπροστά τους έχουν πέσει πολλοί καλοί άνθρωποι. Μετά τους πολέμους, που σημάδεψαν το τέλος της Εποχής των Θρύλων, μετά από όταν αιχμαλωτίστηκαν οι Αποδιωγμένοι, αυτοί είναι το μυαλό που λέει στις γροθιές των Τρόλοκ που να χτυπήσουν. Τον καιρό των Πολέμων των Τρόλοκ, οι Ημιάνθρωποι οδηγούσαν τους Τρόλοκ στη μάχη, υπακούοντας στους Άρχοντες του Δέους”.

“Με τρόμαξε”, είπε αχνά ο Ραντ. “Μόνο που με κοίταξε και...” Ρίγησε.

“Μην ντρέπεσαι, βοσκέ. Κι εμένα με τρομάζουν. Είδα άνδρες, που όλη τους τη ζωή ήταν στρατιώτες, να παγώνουν αντιμέτωποι με Ημιάνθρωπο, σαν πουλί που αντικρίζει φίδι. Στο βορρά, στις Μεθόριους κατά μήκος της Μεγάλης Μάστιγας έχουν ένα ρητό. Το βλέμμα του Ανόφθαλμου είναι ο φόβος”.

“Του Ανόφθαλμου;” είπε ο Ραντ και ο Λαν ένευσε.

“Οι Μυρντράαλ βλέπουν σαν αετοί στο σκοτάδι και στο φως, αλλά δεν έχουν μάτια. Ελάχιστα πράγματα είναι πιο επικίνδυνα από το να αντιμετωπίσεις έναν Μυρντράαλ. Η Μουαραίν Σεντάι κι εγώ προσπαθήσαμε να σκοτώσουμε εκείνον που είχε έρθει εδώ χθες το βράδυ και αποτύχαμε και οι δυο. Οι Ημιάνθρωποι έχουν την καλή τύχη του Σκοτεινού”.

Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Ένας Τρόλοκ είπε ότι ο Μυρντράαλ ήθελε να μου μιλήσει. Δεν ήξερα τι εννοούσε”.

Ο Λαν σήκωσε απότομα το κεφάλι· τα μάτια του ήταν γαλάζιες πέτρες. “Μίλησες με Τρόλοκ;”

“Όχι ακριβώς”, ψέλλισε ο Ραντ. Το βλέμμα του Πρόμαχου τον κρατούσε, σαν παγίδα. “Μου μίλησε. Είπε ότι δεν θα με πείραζε, ότι ο Μυρντράαλ ήθελε να μου μιλήσει. Ύστερα προσπάθησε να με σκοτώσει”. Έγλειψε τα χείλη και έτριψε το καλοδουλεμένο δέρμα της λαβής του σπαθιού. Με σύντομες, κοφτές φράσεις εξήγησε πώς είχε επιστρέψει στην αγροικία. “Αντίθετα, τον σκότωσα εγώ”, κατέληξε. “Κατά λάθος. Μου όρμηξε και είχα το σπαθί στο χέρι”.

Το πρόσωπο του Λαν μαλάκωσε κάπως, αν μπορεί να πει κανείς ότι η πέτρα μαλακώνει. “Ακόμα κι έτσι, δεν είναι καθόλου ασήμαντο, βοσκέ. Μέχρι χθες το βράδυ ελάχιστοι άνθρωποι στα νότια των Μεθόριων μπορούσαν να πουν πως έχουν δει Τρόλοκ, πόσο μάλλον να τον σκοτώσουν”.

“Κι ακόμα λιγότεροι είναι όσοι έχουν σκοτώσει Τρόλοκ μόνοι κι αβοήθητοι”, είπε κουρασμένα η Μουαραίν. “Τελείωσε, Ραντ. Λαν, βοήθησε με να σηκωθώ”.

Ο Πρόμαχος όρμηξε στο πλευρό της, αλλά δεν ήταν πιο γρήγορος από τον Ραντ, που έτρεξε στο κρεβάτι. Η επιδερμίδα του Ταμ ήταν δροσερή, αν και το πρόσωπό του είχε μια ωχρή, ξεπλυμένη όψη, σαν να είχε καιρό να τον δει ο ήλιος. Τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά, αλλά ανάπνεε, με τις βαθιές ανάσες του φυσιολογικού ύπνου.

“Θα είναι καλά τώρα;” ρώτησε ο Ραντ με αgωνία.

“Όταν ξεκουραστεί, ναι”, είπε η Μουαραίν. “Μερικές βδομάδες στο κρεβάτι και θα είναι όπως και πριν”. Τρέκλιζε, αν και κρατιόταν από το μπράτσο του Λαν, Ο Πρόμαχος μάζεψε το μανδύα και το ραβδί της από την καρέκλα με το μαξιλαράκι και η Μουαραίν κάθισε αναστενάζοντας. Αργά και προσεκτικά ξανατύλιξε το ανγκριάλ και το ξανάβαλε στο σάκο της.

Ο Ραντ έτρεμε ολόκληρος· δάγκωσε τα χείλη του για να μη γελάσει. Την ίδια στιγμή σκούπισε με το χέρι τα μάτια του για να διώξει τα δάκρια. “Σ’ ευχαριστώ”.

“Την Εποχή των Θρύλων”, συνέχισε η Μουαραίν, “κάποιες Άες Σεντάι μπορούσαν να ξανανάψουν τις φλόγες της ζωής και της υγείας, ακόμα κι αν παρέμενε μόνο μια μικρή σπιθούλα. Όμως οι καιροί εκείνοι πέρασαν — ίσως για πάντα. Τόσα χάθηκαν όχι μόνο το πώς κατασκευάζουμε το ανγκριάλ. Τόσα θα μπορούσαν να γίνουν, που δεν τολμούμε ούτε να τα ονειρευτούμε, αν τα θυμόμαστε καν. Τώρα είμαστε πολύ λιγότερες. Μερικά ταλέντα έχουν σχεδόν χαθεί και πολλά που παραμένουν μοιάζουν ασθενέστερα. Τώρα πρέπει να υπάρχει και βούληση και δύναμη για να τα αντλήσει το σώμα, αλλιώς, ακόμα και οι δυνατότερες, δεν μπορούμε να Θεραπεύσουμε. Ευτυχώς που ο πατέρας σου είναι δυνατός άνθρωπος, τόσο στο σώμα, όσο και στο πνεύμα. Ακόμα κι έτσι, κατανάλωσε πολλή από τη δύναμή του πολεμώντας για τη ζωή του, τώρα όμως το μόνο που του μένει είναι να αναρρώσει. Αυτό θα πάρει καιρό, αλλά το μίασμα χάθηκε”.

“Ποτέ δεν θα μπορέσω να σε ξεπληρώσω”, της είπε, δίχως να πάρει το βλέμμα από τον Ταμ, “αλλά ό,τι μπορώ να κάνω για σένα θα το κάνω. Οτιδήποτε”. Θυμήθηκε ύστερα τη συζήτηση που είχαν για το αντίτιμο και την υπόσχεσή του. Τώρα, που γονάτιζε δίπλα στον Ταμ, το πίστευε ακόμα περισσότερο, αλλά δεν του ήταν εύκολο να την κοιτάζει. “Οτιδήποτε. Αρκεί να μην βλάψει το χωριό, ή τους φίλους μου”.

Η Μουαραίν έκανε μια απορριπτική χειρονομία. “Αν το θεωρείς αναγκαίο. Θα ήθελα πάντως να μιλήσουμε. Σίγουρα θα φύγεις όταν φύγουμε κι εμείς και τότε θα έχουμε χρόνο να μιλήσουμε”.

“Να φύγω!” αναφώνησε εκείνος, και σηκώθηκε όρθιος. “Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα; Όλοι μου φαίνονταν έτοιμοι να φτιάξουν τα πάντα από την αρχή. Είμαστε νοικοκυρεμένοι εδώ στους Δύο Ποταμούς. Ποτέ κανείς δεν φεύγει”.

“Ραντ—”

“Και πού να πάμε; Ο Πάνταν Φάιν είπε ότι ο καιρός παντού είναι χάλια. Είναι... ήταν... ο πραματευτής. Οι Τρόλοκ...” Ο Ραντ ξεροκατάπιε κι ευχήθηκε να μην του είχε πει ο Θομ Μέριλιν τι έτρωγαν οι Τρόλοκ. “Το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, είναι να μείνουμε εδώ, που είναι ο τόπος μας, στους Δύο Ποταμούς, και να τα ξαναστήσουμε όλα. Έχουμε σπαρτά φυτεμένα και, όπου να ’ναι, θα πρέπει να ζεστάνει ο καιρός για να κουρέψουμε τα πρόβατα. Δεν ξέρω ποιος άρχισε αυτές τις κουβέντες, ότι φεύγουμε —κάνας Κόπλιν, πάω στοίχημα- αλλά, όποιος και να ’ταν—”

“Βοσκέ”, τον έκοψε ο Λαν, “μιλάς, εκεί που πρέπει να ακούς”.

Ο Ραντ τους κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Συνειδητοποίησε ότι φλυαρούσε άσκοπα και ασταμάτητα, ενώ η Μουαραίν προσπαθούσε να μιλήσει. Ενώ μια Άες Σεντάι προσπαθούσε να μιλήσει. Αναρωτήθηκε τι έπρεπε να πει, πώς να ζητήσει συγνώμη, αλλά η Μουαραίν χαμογέλασε όσο ακόμα αυτός το σκεφτόταν.

“Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, Ραντ”, του είπε κι αυτός ένιωσε με αμηχανία ότι, πραγματικά, τον καταλάβαινε. “Μην το σκέφτεσαι”. Τα χείλη της σφίχτηκαν και κούνησε το κεφάλι της. “Βλέπω ότι δεν το χειρίστηκα σωστά. Πρώτα έπρεπε να αναπαυτώ. Αυτός που φεύγει είσαι εσύ, Ραντ. Εσύ πρέπει να φύγεις, για χάρη του χωριού”.

“Εγώ;” Ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και ξαναπροσπάθησε. “Εγώ;” Τώρα ήταν κάπως καλύτερα. “Γιατί πρέπει να φύγω; Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν θέλω να πάω πουθενά”.

Η Μουαραίν κοίταξε τον Λαν και ο Πρόμαχος ξεδίπλωσε τα χέρια. Τα μάτια του κοίταξαν τον Ραντ κάτω από το δερμάτινο κεφαλόδεσμό του και ο Ραντ είχε την αίσθηση ότι τον ζύγιζε σε αόρατη ζυγαριά. “Το ήξερες”, είπε ξαφνικά ο Λαν, “ότι μερικά σπίτια δεν δέχθηκαν επίθεση;”

“Το μισό χωριό είναι καμένο”, διαμαρτυρήθηκε, αλλά ο Πρόμαχος δεν κάμφθηκε.

“Μερικά σπίτια πυρπολήθηκαν για να δημιουργηθεί σύγχυση. Οι Τρόλοκ τα αγνόησαν μετά, όπως και τους ανθρώπους που το έσκασαν από κει, εκτός απ’ όσους μπήκαν εμπόδιο στις πραγματικές επιθέσεις. Οι περισσότεροι απ’ όσους ήρθαν, από τα αγροκτήματα έξω από το χωριό, δεν είδαν ούτε ρουθούνι Τρόλοκ, ή μόνο από μακριά. Οι πιο πολλοί δεν κατάλαβαν να έχει γίνει καμιά φασαρία, παρά μόνο όταν είδαν το χωριό”.

“Άκουσα για τον Νταρλ Κόπλιν”, είπε αργά ο Ραντ. “Φαντάζομαι ότι άργησε να το χωνέψει”.

“Δύο αγροκτήματα δέχθηκαν επίθεση”, συνέχισε ο Λαν. “Το δικό σας και ένα άλλο. Εξαιτίας του Μπελ Τάιν, εκείνοι που έμεναν στο δεύτερο ήταν ήδη στο χωριό. Πολλοί σώθηκαν, επειδή ο Μυρντράαλ αγνοούσε τα έθιμα των Δύο Ποταμών. Η Γιορτή και η Νύχτα του Χειμώνα σήμαιναν ότι αυτό που ήθελε να κάνει ήταν ακατόρθωτο, αλλά αυτός δεν το ήξερε”.

Ο Ραντ κοίταξε τη Μουαραίν, που έγερνε στην καρέκλα, αλλά εκείνη δεν είπε τίποτα, μονάχα τον παρακολουθούσε, ακουμπώντας με το δάχτυλο τα χείλη της. “Το αγρόκτημα το δικό μας και ποιανού άλλου;” ρώτησε τελικά.

“Το αγρόκτημα των Αϋμπάρα”, απάντησε ο Λαν. “Εδώ, στο Πεδίο του Έμοντ, χτύπησαν πρώτα το σιδεράδικο και το σπίτι του σιδερά και το σπίτι του αφέντη Κώθον”.

Το στόμα του Ραντ ξεράθηκε απότομα. “Αυτό είναι τρελό”, κατάφερε να πει και μετά τινάχτηκε, όταν η Μουαραίν ορθώθηκε.

“Δεν είναι τρελό, Ραντ”, είπε. “Ήταν σκόπιμο. Οι Τρόλοκ δεν ήρθαν στο Πεδίο του Έμοντ τυχαία και δεν έκαναν ό,τι έκαναν για την ευχαρίστηση που νιώθουν σκοτώνοντας και καίγοντας, όση χαρά κι αν τους δίνει αυτό. Ήξεραν τι ζητούσαν, ή μάλλον ποιον. Οι Τρόλοκ ήρθαν για να σκοτώσουν, ή να συλλάβουν τους νεαρούς μιας ορισμένης ηλικίας, που ζουν κοντά στο Πεδίο του Έμοντ”.

“Της ηλικίας μου;” Η φωνή του Ραντ έτρεμε, αλλά δεν τον ένοιαζε. “Φως μου! Ο Ματ. Τι έγινε ο Πέριν;”

“Είναι ολοζώντανος”, τον καθησύχασε η Μουαραίν, “αν και γεμάτος καπνίλα”.

“Ο Μπαν Κρω κι ο Λεμ Θέην;”

“Δεν κινδύνεψαν καθόλου”, είπε ο Λαν. “Ή τουλάχιστον δεν κινδύνεψαν περισσότερο από άλλους”.

“Μα είδαν κι αυτοί τον καβαλάρη, τον Ξέθωρο και είναι ίδιας ηλικίας με μένα”.

“Το σπίτι του αφέντη Κρω έμεινε ανέπαφο”, είπε η Μουαραίν, “και ο μυλωνάς και η οικογένειά του ως τα μισά της επίθεσης κοιμόνταν, πριν τους ξυπνήσει η φασαρία. Ο Μπαν είναι δέκα μήνες μεγαλύτερός σου και ο Λεμ οκτώ μήνες μικρότερός σου”. Χαμογέλασε ξερά με την έκπληξη του. “Σου είπα πως ρώτησα τον κόσμο. Και, επίσης, είπα για νεαρούς ορισμένης ηλικίας. Εσύ και οι δύο φίλοι σου έχετε διαφορά λίγων εβδομάδων. Εσάς τους τρεις αναζητούσε ο Μυρντράαλ και κανέναν άλλο”.

Ο Ραντ σάλεψε αμήχανα, ευχήθηκε να μην τον κοίταζε έτσι, σαν να μπορούσαν τα μάτια της να τρυπήσουν το μυαλό του και να διαβάσουν τι κρυβόταν σε κάθε γωνιά του. “Τι να θέλουν από μας; Δεν είμαστε παρά αγρότες, βοσκοί”.

“Αυτή η ερώτηση δεν έχει απάντηση στους Δύο Ποταμούς”, είπε ήρεμα η Μουαραίν, “αλλά η απάντηση είναι σημαντική. Αυτό δείχνει το γεγονός ότι ήρθαν Τρόλοκ, σε μέρος που έχουν να φανούν δύο χιλιάδες χρόνια, σχεδόν”.

“Πολλές ιστορίες λένε για επιδρομές των Τρόλοκ”, είπε πεισμωμένα ο Ραντ. “Απλώς δεν έτυχε να περάσουν από δω. Οι Πρόμαχοι συνέχεια πολεμούν με τους Τρόλοκ”.

Ο Λαν ξεφύσηξε. “Αγόρι μου, περίμενα να πολεμήσω Τρόλοκ στη Μεγάλη Μάστιγα, αλλά όχι εδώ, εξακόσιες σχεδόν λεύγες προς το νότο. Επιδρομή σφοδρή, σαν τη χτεσινοβραδινή, θα την περίμενα στο Σίναρ, ή στις Μεθόριους”.

“Σε κάποιον από σας”, είπε η Μουαραίν, “ή και στους τρεις, υπάρχει κάτι, που φοβάται ο Σκοτεινός”.

“Αυτό... αυτό είναι αδύνατον”. Ο Ραντ πλησίασε το παράθυρο παραπατώντας και το βλέμμα του πλανήθηκε στο χωριό, στους ανθρώπους που δούλευαν ανάμεσα στα ερείπια. “Δεν με νοιάζει τι έγινε, αυτό είναι αδύνατον”. Κάτι στο Πράσινο τράβηξε την προσοχή του. Το κοίταξε, συνειδητοποίησε ότι ήταν το μαυρισμένο κούτσουρο του Στύλου της Άνοιξης. Ένα ωραίο Μπελ Τάιν, με πραματευτή και Βάρδο και ξένους. Ανατρίχιασε και κούνησε δυνατά το κεφάλι του. ” Όχι. Όχι, είμαι βοσκός. Ο Σκοτεινός δεν μπορεί να ενδιαφέρεται για μένα”.

“Χρειάστηκε μεγάλος κόπος”, είπε βλοσυρά ο Λαν, “για να έρθουν τόσοι Τρόλοκ σε τόση απόσταση, δίχως να προκαλέσουν αναταραχή, από τις Μεθόριους ως το Κάεμλυν και παραπέρα. Μακάρι να ήξερα πώς το έκαναν. Στ’ αλήθεια, πιστεύεις πως μπήκαν σε τόση φασαρία μόνο και μόνο για να κάψουν μερικά σπίτια;”

“Θα ξανάρθουν”, πρόσθεσε η Μουαραίν.

Ο Ραντ είχε ανοίξει το στόμα για να διαφωνήσει με τον Λαν, αλλά αυτό τον σταμάτησε πριν πει λέξη. Γύρισε να την κοιτάξει. “Θα ξανάρθουν; Δεν μπορείς να τους σταματήσεις; Το κατάφερες χθες το βράδυ και τότε σου ήταν ξαφνικό. Τώρα ξέρεις ότι είναι εδώ”.

“Ίσως”, αποκρίθηκε η Μουαραίν. “Θα μπορούσα να ζητήσω να έρθουν κάποιες αδερφές μου από την Ταρ Βάλον ίσως προλάβουν να κάνουν το ταξίδι, πριν τις χρειαστούμε. Αλλά και ο Μυρντράαλ ξέρει ότι είμαι εδώ και μάλλον δεν θα επιτεθεί —τουλάχιστον όχι φανερά- δίχως ενισχύσεις, δίχως άλλους Μυρντράαλ και άλλους Τρόλοκ. Με αρκετές Άες Σεντάι και αρκετούς Πρόμαχους θα μπορέσουμε να νικήσουμε τους Τρόλοκ, αν και δεν μπορώ να πω πόσες μάχες θα χρειαστούν”.

Ένα όραμα χόρευε στο νου του: ολόκληρο το Πεδίο του Έμοντ είχε γίνει στάχτες. Όλες οι φάρμες είχαν καεί. Και ο Λόφος της Σκοπιάς και το Ντέβεν Ράιντ και το Τάρεν Φέρυ. Στάχτες κι αίμα. “Όχι”, είπε, κι ένιωσε κάτι να κόβεται από μέσα του, σαν να είχε χάσει κάτι δικό του. “Γι’ αυτό πρέπει να φύγω, ε; Οι Τρόλοκ δεν θα ξαναγυρίσουν, αν δεν είμαι εδώ”. Ένα τελευταίο ίχνος πείσματος τον έκανε να προσθέσει, “Αν στ’ αλήθεια ψάχνουν για μένα”.

Η Μουαραίν ύψωσε τα φρύδια, σαν να ξαφνιαζόταν που δεν είχε πειστεί, ο Λαν όμως είπε, “Θέλεις να στοιχηματίσεις το χωριό σου σ’ αυτό, βοσκέ; Όλη την περιοχή των Δύο Ποταμών;”

Το πείσμα του Ραντ υποχώρησε. “Όχι”, ξανάπε, κι ένιωσε πάλι το κενό μέσα του. “Θα πρέπει να φύγουν επίσης ο Πέριν κι ο Ματ, ε;” Θα έφευγε από τα Δύο Ποτάμια. Θα έφευγε από το σπίτι και τον πατέρα του. Τουλάχιστον ο Ταμ θα γιατρευόταν. Τουλάχιστον θα μπορούσε να τον ακούσει να λέει, πως όλα εκείνα στο Δρόμο του Νταμαριού ήταν χαζομάρες. “Φαντάζομαι πως θα μπορούσαμε να πάμε στο Μπάερλον, ή ακόμα και στο Κάεμλυν. Άκουσα πως στο Κάεμλυν έχει περισσότερους ανθρώπους απ’ όσο σ’ ολόκληρους τους Δύο Ποταμούς. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς”. Άφησε ένα γέλιο, που ήχησε κούφιο. “Ονειρευόμουν, κάποτε, πως θα έβλεπα το Κάεμλυν. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί πως θα γινόταν έτσι”.

Ακολούθησε αρκετή σιωπή και ύστερα ο Λαν είπε, “Δεν θα έλεγα ότι υπάρχει ασφάλεια για μας στο Κάεμλυν. Αν οι Μυρντράαλ σε θέλουν πολύ, θα βρουν τρόπο. Οι τοίχοι δεν είναι μεγάλο εμπόδιο για τους Ημιανθρώπους. Και θα ήσουν ανόητος να πιστέψεις ότι δεν σε θέλουν πολύ”.

Ο Ραντ πίστευε πως το ηθικό του ήταν στο έσχατο σημείο, αλλά μ’ αυτό βούλιαξε ακόμα πιο κάτω.

“Υπάρχει ένα ασφαλές μέρος”, είπε απαλά η Μουαραίν και ο Ραντ τέντωσε τ’ αυτιά του. “Στην Ταρ Βάλον, θα ήσουν ανάμεσα σε Άες Σεντάι και Πρόμαχους. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των Πολέμων των Τρόλοκ, οι δυνάμεις του Σκοτεινού φοβούνταν να επιτεθούν στα Λαμπερά Τείχη. Η μία απόπειρα που έκαναν στάθηκε η μεγαλύτερη ήττα τους, πριν την τελική. Και η Ταρ Βάλον φυλά όλες τις γνώσεις, που έχουν συλλέξει οι Άες Σεντάι από τον Καιρό της Τρέλας. Μερικά αποσπάσματα, μάλιστα, χρονολογούνται από την Εποχή των Θρύλων. Στην Ταρ Βάλον, μόνο εκεί θα μάθεις γιατί σε θέλουν οι Μυρντράαλ. Γιατί σε θέλει ο Πατέρας του Ψεύδους. Αυτό στο υπόσχομαι”.

Ένα ταξίδι ως την Ταρ Βάλον ήταν αδιανόητο. Ένα ταξίδι σε ένα μέρος που θα τον περικύκλωναν οι Άες Σεντάι. Η Μουαραίν, βεβαίως, είχε θεραπεύσει τον Ταμ —ή τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα πράγματα― αλλά υπήρχαν κι όλες αυτές οι ιστορίες. Ήταν αρκετά δύσκολο να βρίσκεται στο ίδιο δωμάτιο με μία Άες Σεντάι, αλλά να πάει σε μια πόλη γεμάτη... Και ακόμα δεν είχε ζητήσει την πληρωμή της. Πάντα υπήρχε κάποιο αντίτιμο, έτσι έλεγαν οι ιστορίες.

“Πόσο ακόμα θα κοιμάται οι πατέρας μου;” ρώτησε τελικά. “Πρέπει... πρέπει να του το πω. Δεν κάνει να ξυπνήσει και να δει ότι έφυγα”. Του φάνηκε πως άκουσε τον Λαν να βγάζει ένα στεναγμό ανακούφισης. Κοίταξε τον Πρόμαχο με περιέργεια, αλλά το πρόσωπο του Λαν ήταν ανέκφραστο, όπως πάντα.

“Είναι απίθανο να ξυπνήσει πριν την αναχώρησή μας”, είπε η Μουαραίν. “Σκοπεύω να φύγουμε μόλις πυκνώσει το σκοτάδι. Ακόμα και καθυστέρηση μιας μόνο μέρας ίσως είναι μοιραία. Θα είναι καλύτερα να του αφήσεις ένα σημείωμα”.

“Μέσα στη νύχτα;” είπε με αμφιβολία ο Ραντ και ο Λαν ένευσε.

“Ο Ημιάνθρωπος σύντομα θα ανακαλύψει ότι φύγαμε. Δεν υπάρχει λόγος να τον διευκολύνουμε”.

Ο Ραντ πήρε να στρώνει τι κουβέρτες του πατέρα του. Ήταν μακρύς ο δρόμος για την Ταρ Βάλον. “Σ’ αυτή την περίπτωση... Σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να πάω να βρω τον Ματ και τον Πέριν”.

“Εγώ θα το φροντίσω αυτό”. Η Μουαραίν σηκώθηκε όρθια, με μια ζωηρή κίνηση και φόρεσε το μανδύα της με ανανεωμένο σφρίγος. Άγγιξε τον ώμο του και ο Ραντ προσπάθησε να μην αποτραβηχτεί. Δεν τον έσφιξε, αλλά μια σιδερένια λαβή τον σταμάτησε, τόσο σίγουρα όσο ένα διχαλωτό ξύλο κρατούσε φίδι. “Θα είναι καλύτερα αν τα κρατήσουμε όλα αυτά μεταξύ μας. Καταλαβαίνεις; Οι ίδιοι που ζωγράφισαν το Δόντι του Δράκοντα στην πόρτα του πανδοχείου ίσως δημιουργήσουν φασαρίες, αν το μάθουν”.

“Καταλαβαίνω”. Ανάσανε ανακουφισμένος, όταν η Μουαραίν πήρε το χέρι της από πάνω του.

“Θα πω στην κυρά αλ’Βερ να σου φέρει κάτι να φας”, συνέχισε να λέει η Μουαραίν, σαν να μην είχε προσέξει την αντίδρασή του. “Ύστερα θα πρέπει να κοιμηθείς. Θα είναι σκληρό το αποψινό ταξίδι, ακόμα κι αν είσαι ξεκούραστος”.

Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και ο Ραντ στάθηκε, κοιτάζοντας τον Ταμ — κοιτάζοντας τον Ταμ, μα μην βλέποντας τίποτα. Μόνο εκείνη τη στιγμή είχε συνειδητοποιήσει πως το Πεδίο του Έμοντ ήταν κομμάτι του, όπως ο ίδιος ήταν μέρος του χωριού. Το συνειδητοποιούσε τώρα, επειδή ήξερε ότι αυτό είχε κοπεί από μέσα του. Ο Ραντ ήταν τώρα κάτι ξέχωρο από το χωριό. Τον ήθελε ο Ποιμένας της Νυκτός. Ήταν αδύνατον —απλώς ένας αγρότης ήταν― μα οι Τρόλοκ είχαν έρθει και ο Λαν είχε δίκιο σε κάτι. Δεν μπορούσε να βάλει το χωριό σε κίνδυνο, ποντάροντας στην πιθανότητα να έκανε λάθος η Μουαραίν. Δεν μπορούσε ούτε καν να μιλήσει σε κάποιον οι Κόπλιν πραγματικά θα προκαλούσαν φασαρίες. Έπρεπε να εμπιστευθεί μια Άες Σεντάι.

“Μην τον ξυπνήσεις τώρα”, ακούστηκε η φωνή της κυράς αλ’Βερ, καθώς ο δήμαρχος έκλεινε την πόρτα πίσω τους. Ο δίσκος στα χέρια της, που ήταν σκεπασμένος με ένα πανί, ανέδιδε υπέροχες, ζεστές ευωδιές. Τον ακούμπησε στο σεντούκι και μετά τράβηξε, με σταθερή κίνηση, τον Ραντ από το κρεβάτι.

“Η κυρά Μουαραίν μου είπε τι του χρειάζεται”, είπε η κυρά αλ’Βερ με απαλή φωνή, “και δεν θα του κάνει καλό, αν σωριαστείς πάνω του κατάκοπος. Σου έφερα λίγο φαγητό. Μην κρυώσει”.

“Μακάρι να μην την έλεγες έτσι”, είπε ευέξαπτα ο Μπραν. “Το σωστό είναι “Μουαραίν Σεντάι”. Μπορεί να θυμώσει”.

Η κυρά αλ’Βερ του χάιδεψε το μάγουλο. “Αυτό θα το φροντίσω εγώ. Κάτσαμε και μιλήσαμε πολύ οι δυο μας. Και πιο χαμηλά τη φωνή σου. Αν ξυπνήσεις τον Ταμ θα έχεις να κάνεις και με μένα και με τη Μουαραίν Σεντάι”. Πρόφερε τον τίτλο της Μουαραίν με τόση έμφαση, που έκανε την επιμονή του Μπραν να φαντάζει ανόητη. “Μη μπλέκεστε στα πόδια μου”. Μ’ ένα ζεστό χαμόγελο στον άνδρα της, στράφηκε προς το κρεβάτι και τον Ταμ.

Ο αφέντης αλ’Βερ κοίταξε τον Ραντ, συγχυσμένος. “Είναι Άες Σεντάι. Οι μισές γυναίκες του χωριού κάνουν λες και κάθεται στον Κύκλο των Γυναικών και οι υπόλοιπες σαν να είναι Τρόλοκ. Ούτε μια δεν καταλαβαίνει ότι πρέπει να προσέχεις, όταν έχεις να κάνεις με Άες Σεντάι. Οι άντρες μπορεί να την κοιτάνε λοξά, όμως, τουλάχιστον, δεν κάνουν κάτι που να την προκαλέσει”.

Να προσέχω, σκέφτηκε ο Ραντ. Ακόμα και τώρα, ας αρχίσω να προσέχω όταν είμαι κοντά της. “Αφέντη αλ’Βερ”, είπε αργά, “ξέρεις πόσα αγροκτήματα δέχθηκαν επίθεση;”

“Μόνο δύο, απ’ ό,τι άκουσα ως τώρα, μαζί με το δικό σας”. Ο δήμαρχος κοντοστάθηκε, έσμιξε τα φρύδια, ύστερα σήκωσε τους ώμους. “Δεν φαίνονται πολλά, σε σύγκριση με όσα έγιναν εδώ. Θα ’πρεπε να χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά... Ε, μάλλον θα μάθουμε κι άλλα νέα σήμερα”.

Ο Ραντ αναστέναξε. Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει ποια αγροκτήματα. “Εδώ στο χωριό, μήπως... θέλω να πω, υπάρχει τίποτα που να δείχνει τι ήθελαν;”

“Τι ήθελαν, αγόρι μου; Δεν ξέρω να ήθελαν τίποτα, εκτός, ίσως, από το να μας σκοτώσουν όλους. Όλα ήταν όπως είπα. Τα σκυλιά γάβγιζαν και η Μουαραίν Σεντάι και ο Λαν έτρεχαν στους δρόμους και μετά κάποιος φώναξε ότι το σπίτι του αφέντη Λούχαν και το σιδεράδικο είχαν πιάσει φωτιά. Το σπίτι του Άμπελ Κώθον λαμπάδιασε — παράξενο αυτό· είναι, σχεδόν, στο κέντρο του χωριού. Τέλος πάντων, μετά οι Τρόλοκ χίμηξαν ανάμεσά μας. Όχι, δεν νομίζω ότι ήθελα ν τίποτα”. Γέλασε ξερά και σταμάτησε, κοιτάζοντας ανήσυχα τη γυναίκα του. Εκείνη δεν τον κοίταξε και συνέχισε να φροντίζει τον Ταμ. “Για να πω την αλήθεια”, συνέχισε πιο χαμηλόφωνα, “έμοιαζαν κι αυτοί εξίσου μπερδεμένοι με μας. Αμφιβάλω αν περίμεναν να βρουν μια Άες Σεντάι εδώ πέρα, ή έναν Πρόμαχο”.

“Φαντάζομαι πως όχι”, είπε ο Ραντ, κάνοντας μια γκριμάτσα.

Αν η Μουαραίν του είχε πει αλήθεια γι’ αυτό, μάλλον είχε πει αλήθεια και για τα υπόλοιπα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ρωτήσει τη συμβουλή του δημάρχου, αλλά, προφανώς, ο αφέντης αλ’Βερ δεν ήξερε πιο πολλά για τις Άες Σεντάι από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Εκτός αυτού, ο Ραντ, δίσταζε να πει, ακόμα και στον δήμαρχο, τι συνέβαινε — τι του είχε πει η Μουαραίν ότι συνέβαινε. Έτριψε με τον αντίχειρά του τη λαβή του σπαθιού. Ο πατέρας του είχε πάει εκεί έξω θα ’πρεπε να ξέρει κάτι παραπάνω από τον δήμαρχο για τις Άες Σεντάι. Αλλά, αν ο Ταμ στ’ αλήθεια είχε βγει έξω από τους Δύο Ποταμούς, τότε ίσως εκείνο που είχε πει στο Δυτικό Δάσος... Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του, διώχνοντας αυτές τις σκέψεις.

“Χρειάζεσαι ύπνο, παλικάρι μου”, είπε ο δήμαρχος.

“Ναι”, πρόσθεσε η κυρά αλ’Βερ. “Κοντεύεις να πέσεις κάτω ξερός”.

Ο Ραντ την κοίταξε έκπληκτος, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Δεν είχε προσέξει καν ότι είχε φύγει από το πλευρό του πατέρα του. Πραγματικά, χρειαζόταν ύπνο· η σκέψη και μόνο τον έκανε να χασμουρηθεί.

“Πάρε το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο”, είπε ο δήμαρχος. “Η φωτιά είναι αναμμένη”.

Ο Ραντ κοίταξε τον πατέρα του· ο Ταμ ακόμα κοιμόταν βαθιά κι αυτό τον έκανε να χασμουρηθεί ξανά. “Θα προτιμούσα να μείνω εδώ, αν δεν σας πειράζει. Για να είμαι κοντά του, όταν ξυπνήσει”.

Όσα είχαν να κάνουν με αρρώστους ανήκαν στην αρμοδιότητα της κυράς αλ’Βερ και ο δήμαρχος τα άφηνε πάνω της. Δίστασε για μια στιγμή, πριν γνέψει. “Αλλά να τον αφήσεις να ξυπνήσει μόνος του. Αν τον ενοχλήσεις στον ύπνο του...” Προσπάθησε να της πει ότι θα ακολουθούσε τις διαταγές της, όμως οι λέξεις σκόνταψαν σε άλλο ένα χασμουρητό. Εκείνη κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. “Όπου να ’ναι θα κοιμηθείς κι εσύ. Αν πρέπει να μείνεις εδώ, ζάρωσε κοντά στη φωτιά. Και πιες λίγο ζωμό βοδινού, πριν αποκοιμηθείς”.

“Θα πιω”, είπε ο Ραντ. Θα συμφωνούσε για όλα, αρκεί να έμενε στο δωμάτιο. “Και δεν θα τον ξυπνήσω”.

“Μην τολμήσεις”, του είπε σταθερά η κυρά αλ’Βερ, αλλά όχι με αγένεια. “Θα σου φέρω μαξιλάρι και κουβέρτες”.

Όταν τελικά η πόρτα έκλεισε πίσω του, ο Ραντ τράβηξε τη μοναδική καρέκλα του δωματίου κοντά στο κρεβάτι και κάθισε, έτσι ώστε να βλέπει τον Ταμ. Καλά έλεγε η κυρά αλ’Βερ για ύπνο —τα σαγόνια του έτριξαν, καθώς προσπαθούσε να μη χασμουρηθεί- αλλά δεν μπορούσε να κοιμηθεί ακόμα. Ο Ταμ ίσως ξυπνούσε ανά πάσα στιγμή και ίσως να μην έμενε ξύπνιος για ώρα. Ο Ραντ έπρεπε να τον περιμένει.

Έκανε μια γκριμάτσα και στριφογύρισε στην καρέκλα, βγάζοντας αφηρημένα τη λαβή του σπαθιού από τα πλευρά του. Ακόμα δεν ένιωθε καλά, που θα έλεγε σε κάποιον αυτά που του είχε πει η Μουαραίν, αλλά, στο κάτω-κάτω, αυτός ήταν ο Ταμ. Ήταν ο... Δίχως να το καταλάβει, έσφιξε τα δόντια με αποφασιστικότητα. Ο πατέρας μου. Μπορώ να πω στον πατέρα μου τα πάντα.

Έστριψε λίγο ακόμα στην καρέκλα και ακούμπησε το κεφάλι στη ράχη της. Ο Ταμ ήταν ο πατέρας του και κανένας δεν θα του έλεγε τι να πει και τι να μην πει στον πατέρα του. Απλώς έπρεπε να μείνει ξύπνιος, μέχρι να σηκωθεί ο Ταμ. Απλώς έπρεπε να...

Загрузка...