Οι σπασμένες πλάκες του λιθόστρωτου έτριζαν κάτω από τις οπλές των αλόγων, καθώς ο Λαν έβαζε την ομάδα στην πόλη. Απ’ ό,τι έβλεπε ο Ραντ, ολόκληρη η πόλη ήταν διαλυμένη, εγκαταλειμμένη, όπως είχε πει ο Πέριν. Ούτε ένα περιστέρι δεν πετούσε και αγριόχορτα, συνήθως ξεραμένα από καιρό, φύτρωναν από ρωγμές στους τοίχους και τους δρόμους. Οι περισσότερες στέγες είχαν καταρρεύσει. Οι γκρεμισμένοι τοίχοι έχυναν σωρούς από τούβλα και πέτρες στους δρόμους. Οι πύργοι σταματούσαν απότομα, με κοφτές, τραχιές προεξοχές, σαν σπασμένα κλαριά. Οι ανώμαλοι λόφοι από μπάζα, που στις πλαγιές τους φύτρωναν, αραιά και πού, καχεκτικά δέντρα, ίσως να ήταν απομεινάρια από παλάτια, ή από ολόκληρες γειτονιές της πόλης.
Όμως αυτά που είχαν απομείνει αρκούσαν για να αφήσουν τον Ραντ με κομμένη την ανάσα. Το μεγαλύτερο κτίριο του Μπάερλον εδώ θα χανόταν ακόμα και στις σκιές της πιο μικρής γωνιάς σχεδόν. Όπου κι αν κοίταζε, το βλέμμα του αντάμωνε παλάτια από χλωμά μάρμαρα, που κατέληγαν σε πελώριους θόλους. Όλα τα κτίρια έμοιαζαν να έχουν έναν τουλάχιστον θόλο· μερικά είχαν τέσσερις ή πέντε και όλοι είχαν διαφορετικό σχήμα. Υπήρχαν μακριοί διάδρομοι, μήκους εκατοντάδων βημάτων, με κιονοστοιχίες που έφταναν σε πύργους, οι οποίοι έμοιαζαν να αγγίζουν τον ουρανό. Σε κάθε διασταύρωση υπήρχε ένα μπρούτζινο σιντριβάνι, ή ο αλαβάστρινος οβελίσκος κάποιου μνημείου, ή άγαλμα σε βάθρο. Κι αν τα σιντριβάνια ήταν κατάστεγνα και οι περισσότεροι οβελίσκοι γκρεμισμένοι και πολλά αγάλματα τσακισμένα, αυτά που απέμεναν ήταν τόσο μεγαλοπρεπή, που δεν μπορούσε παρά να τα θαυμάσει.
Και νόμιζα ότι η Μπάερλον είναι πόλη! Κάψε με, μα ο Θομ πρέπει να γελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια τον. Όπως η Μουαραίν κι ο Λαν.
Τόσο είχε απορροφηθεί από το θέαμα, που αιφνιδιάστηκε, όταν ο Λαν σταμάτησε ξαφνικά μπροστά σε ένα κτίριο από λευκή πέτρα, που κάποτε ήταν διπλάσιο από το Ελάφι και το Λιοντάρι στο Μπάερλον. Δεν υπήρχε τίποτα που να δείχνει τι χρησιμότητα εξυπηρετούσε όταν η πόλη ζούσε κι έλαμπε, ίσως να ήταν ακόμα και πανδοχείο. Μόνο ένα κενό κουφάρι απέμενε από τους πάνω ορόφους —ο απογευματινός ουρανός φαινόταν μέσα από τα άδεια πλαίσια των παραθύρων, ενώ το γυαλί και το ξύλο είχαν χαθεί από καιρό- αλλά το πάτωμα του ισογείου φαινόταν γερό.
Η Μουαραίν, με τα χέρια ακόμα στο μπροστάρι, εξέτασε με προσοχή το κτίριο προτού νεύσει. “Μας κάνει”.
Ο Λαν πήδηξε από τη σέλα και σήκωσε την Άες Σεντάι στην αγκαλιά του. “Φέρτε τα άλογα μέσα”, διέταξε. “Βρείτε αίθουσα στο πίσω μέρος για να τη χρησιμοποιήσουμε σαν στάβλο. Πάρτε τα πόδια σας, χωριατάκια. Δεν είμαστε στο λιβάδι του χωριού”. Χάθηκε μέσα, κουβαλώντας την Άες Σεντάι.
Η Νυνάβε κατέβηκε από το άλογο και έτρεξε πίσω του, σφίγγοντας την τσάντα με τα βότανα και τις αλοιφές της. Η Εγκουέν την ακολούθησε κατά πόδας. Άφησαν τα άλογά τους εκεί που ήταν.
““Φέρτε τα άλογα μέσα””, μουρμούρισε ο Θομ με αποστροφή και φύσηξε τα μουστάκια του. Κατέβηκε, με αργές, μουδιασμένες κινήσεις, τεντώθηκε, άφησε ένα μακρόσυρτο αναστεναγμό και ύστερα πήρε τα γκέμια της Αλντίμπ. “Λοιπόν;” είπε, κοιτάζοντας τον Ραντ και τους φίλους του με υψωμένο το φρύδι.
Εκείνοι ξεπέζεψαν βιαστικά και μάζεψαν τα υπόλοιπα άλογα. Η είσοδος, στην οποία δεν υπήρχε τίποτα που να λέει αν κάποτε είχε πόρτες ή όχι, ήταν μεγάλη και με το παραπάνω για να χωρέσει τα ζώα, ακόμα και δύο-δύο.
Μέσα υπήρχε μια πελώρια αίθουσα, πλατιά σαν το κτίριο, με δάπεδο από βρώμικα πλακάκια και μερικά ξεφτισμένα παραπετάσματα στους τοίχους, που είχαν πάρει ένα καφετί χρώμα και φαινόταν έτοιμα να διαλυθούν με το πρώτο άγγιγμα. Τίποτα άλλο. Ο Λαν είχε φτιάξει ένα πρόχειρο μέρος σε μια γωνιά για τη Μουαραίν με το μανδύα του και το δικό της. Η Νυνάβε, που κάτι μουρμούριζε για τη σκόνη, ήταν γονατισμένη πλάι στην Άες Σεντάι και έψαχνε στην τσάντα της, την οποία κρατούσε ανοιχτή η Εγκουέν.
“Είναι αλήθεια, μπορεί να μην τη συμπαθώ”, έλεγε η Νυνάβε στον Πρόμαχο, καθώς ο Ραντ ερχόταν πίσω από τον Θομ σέρνοντας τη Μπέλα και τον Κλάουντ, “αλλά βοηθώ όσους χρειάζονται τη βοήθεια μου, είτε τους συμπαθώ είτε όχι”.
“Δεν σε κατηγόρησα, Σοφία. Το μόνο που είπα ήταν, πρόσεχε με τα βότανα σου”.
Εκείνη τον λοξοκοίταξε. “Το θέμα είναι ότι χρειάζεται τα βότανά μου, το ίδιο κι εσύ”. Το ύφος της ήταν δηκτικό στην αρχή και έγινε πιο σαρκαστικό στη συνέχεια. “Το θέμα είναι πως υπάρχει όριο σ’ αυτά που μπορεί να κάνει, ακόμα και με τη Μία Δύναμή της, έκανε ό,τι μπόρεσε και είναι έτοιμη να λιποθυμήσει. Το θέμα είναι πως σπαθί σου τώρα δεν μπορεί να τη βοηθήσει, Άρχοντα των Επτά Πύργων, αλλά τα βότανά μου μπορούν”.
Η Μουαραίν άγγιξε το μπράτσο του Λαν. “Ησύχασε, Λαν. Δεν έχει κακό σκοπό. Απλώς δεν ξέρει”. Ο Πρόμαχος ξεφύσηξε περιφρονητικά.
Η Νυνάβε σταμάτησε να ψάχνει στην τσάντα της και τον κοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια, αλλά μίλησε στη Μουαραίν. “Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρω. Τι είναι αυτό;”
“Κατ’ αρχάς”, απάντησε η Μουαραίν, “το μόνο που χρειάζομαι είναι λίγη ξεκούραση. Έπειτα συμφωνώ μαζί σου. Οι ικανότητές σου και οι γνώσεις σου θα είναι πιο χρήσιμες απ’ όσο νόμιζα. Τώρα, αν έχεις κάτι να με βοηθήσει να κοιμηθώ για καμιά ώρα χωρίς να ξυπνήσω ζαλισμένη-;”
“Αραιό τσάι από φοξτέιλ, μάρισιν, και—”
Ο Ραντ δεν άκουσε τη συνέχεια, επειδή μπήκαν με τον Θομ σε μια αίθουσα δίπλα στην άλλη, σε ένα θάλαμο που ήταν εξίσου μεγάλος και ακόμα πιο άδειος. Εδώ υπήρχε μόνο η σκόνη, που ήταν πυκνή και ανέγγιχτη, μέχρι τη στιγμή που μπήκαν. Στο πάτωμα δεν υπήρχαν ούτε καν ίχνη από πουλιά ή μικρά ζώα.
Ο Ραντ ξεσέλωσε τη Μπέλα και τον Κλάουντ, ο Θομ την Αλντίμπ και το μουνούχι του και ο Πέριν το άλογό του και τον Μαντάρμπ. Όλοι δούλευαν, εκτός από τον Ματ. Αυτός άφησε τα χαλινάρια να πέσουν στο κέντρο της αίθουσας. Εκτός από την πόρτα απ’ όπου είχαν μπει, υπήρχαν δύο ακόμα.
“Δρομάκι”, ανακοίνωσε ο Ματ, χώνοντας το κεφάλι του στην πρώτη. Αυτό το έβλεπαν κι από κει που βρίσκονταν. Η δεύτερη πόρτα ήταν μονάχα ένα μαύρο παραλληλόγραμμο στον πίσω τοίχο. Ο Ματ βγήκε αργά και ξαναμπήκε πολύ πιο γρήγορα, τινάζοντας με πυρετώδεις κινήσεις ιστούς αράχνης από τα μαλλιά του. “Εκεί δεν έχει τίποτα”, είπε, κοιτάζοντας άλλη μια φορά το δρομάκι.
“Θα φροντίσεις το άλογό σου;” είπε ο Πέριν. Είχε ήδη τελειώσει το δικό του και κατέβαζε τη σέλα από τον Μαντάρμπ. Κατά παράξενο τρόπο, ο επιβήτορας με τα φλογισμένα μάτια δεν τον δυσκόλευε, παρ’ όλο που παρακολουθούσε τον Πέριν με το βλέμμα. “Δεν θα κάνει άλλος τη δική σου δουλειά”.
Ο Ματ έριξε μια τελευταία ματιά στο δρομάκι και πλησίασε το άλογό του αναστενάζοντας.
Ο Ραντ, όπως άφηνε τη σέλα της Μπέλας στο πάτωμα, πρόσεξε ότι το πρόσωπο του Ματ ήταν συννεφιασμένο. Οι σκέψεις του έμοιαζαν να περιπλανιούνται αλλού και οι κινήσεις του ήταν ασυναίσθητες.
“Είσαι καλά, Ματ;” είπε ο Ραντ. Ο Ματ έβγαλε τη σέλα από το άλογό του και στάθηκε κρατώντας την. “Ματ; Ματ!”
Ο Ματ ξαφνιάστηκε και παραλίγο θα του έπεφτε η σέλα. “Τι; Α. Να... σκεφτόμουν”.
“Σκεφτόσουν;” τον κορόιδεψε ο Πέριν, καθώς άλλαζε τα χαλινάρια του Μαντάρμπ. “Κοιμόσουν”.
Ο Ματ κατσούφιασε. “Σκεφτόμουν για... για εκείνο που έγινε πριν. Για κείνες τις λέξεις. Που...” Τότε όλοι στράφηκαν να τον κοιτάξουν, όχι μόνο ο Ραντ, κι εκείνος έκανε μια ταραγμένη κίνηση. “Να, ακούσατε τι είπε η Μουαραίν. Σαν να μιλούσε κάποιος πεθαμένος με τα στόμα μου. Δεν μου αρέσει αυτό”. Μούτρωσε κι άλλο, όταν ο Πέριν χαχάνισε.
“Είπε ότι ήταν η πολεμική ιαχή του Ήμον — σωστά; Μπορεί να είσαι ο Ήμον που ξαναγύρισε. Έτσι που λες και ξαναλές πόσο βαρετό είναι το Πεδίο του Έμοντ, εμένα μου φαίνεται ότι θα σου άρεσε — να είσαι βασιλιάς, ήρωας ξαναγεννημένος”.
“Μην το λες!” Ο Θομ πήρε μια βαθιά ανάσα· όλοι τώρα κοίταξαν αυτόν. “Είναι επικίνδυνες κουβέντες, χαζολογήματα. Οι νεκροί μπορούν να ξαναγεννηθούν, ή να καταλάβουν ένα ζωντανό κορμί και δεν είναι κάτι που λέγεται στα αστεία”. Ανάσανε πάλι για να ηρεμήσει και συνέχισε. “Το αρχαίο αίμα, είπε εκείνη. Το αίμα, όχι ένας νεκρός. Άκουσα ότι μπορεί να συμβεί, κάποιες φορές. Το άκουσα, αν και στ’ αλήθεια δεν θα το φανταζόμουν... Ήταν οι ρίζες σου, αγόρι μου. Η γραμμή που περνά από σένα στον πατέρα σου, στον παππού σου, ως παλιά στη Μανέθερεν, μπορεί και πιο πέρα. Ε, τώρα ξέρεις ότι είσαι από παλιά οικογένεια. Μην το σκαλίζεις και κοίτα να χαρείς. Οι πιο πολλοί το μόνο που ξέρουν είναι ότι έχουν πατέρα”.
Μερικοί από μας δεν ξέρουμε ούτε αυτό, σκέφτηκε με πίκρα ο Ραντ. Ίσως η Σοφία να είχε δίκιο. Φως μου, μακάρι να είχε δίκιο.
Ο Ματ ένευσε όταν άκουσε τα λόγια του Βάρδου. “Μάλλον. Μόνο που... λες να έχει σχέση με αυτά που μας συνέβησαν. Τους Τρόλοκ και τα υπόλοιπα; Θέλω να πω... α, δεν ξέρω τι θέλω να πω”.
“Νομίζω ότι θα ’πρεπε να τα ξεχάσεις και να σκέφτεσαι πώς θα βγούμε από δω σώοι και αβλαβείς”. Ο Θομ έβγαλε τη μακριά πίπα από το μανδύα του. ” Επίσης, νομίζω πως θα καπνίσω τώρα”. Κούνησε την πίπα προς το μέρος τους και πήγε στη μπροστινή αίθουσα.
“Είμαστε μαζί σ’ αυτό, όλοι, όχι ένας μόνο από εμάς”, είπε ο Ραντ στον Ματ.
Ο Ματ τίναξε το κεφάλι και γέλασε, μ’ ένα κοφτό γέλιο. “Σωστά. Τέλος πάντων, μιας και λέμε ότι είμαστε μαζί, τώρα που ξεμπερδέψαμε με τα άλογα δεν πάμε να δούμε την πόλη; Πραγματική πόλη, δίχως πλήθη να σου πατάνε τον κάλο και να σε βαράνε στα πλευρά. Χωρίς κανέναν να μας κάνει τον σπουδαίο. Έχουμε ακόμα μια ώρα, μπορεί και δυο, πριν πέσει το σκοτάδι”.
“Μήπως ξέχασες τους Τρόλοκ;” είπε ο Πέριν.
Ο Ματ κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά. “Ο Λαν είπε ότι δεν έρχονται εδώ, δεν θυμάσαι; Όταν μιλάνε, ν’ ακούς”.
“Το θυμάμαι”, είπε ο Πέριν. “Κι ακούω. Αυτή η πόλη —η Αριντόλ;- ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν. Βλέπεις; Ακούω”.
“Η Αριντόλ πρέπει να ήταν η πιο λαμπρή πόλη στους Πολέμους των Τρόλοκ”, είπε ο Ραντ, “αφού ακόμα οι Τρόλοκ τη φοβούνται. Δεν φοβήθηκαν να έρθουν στους Δύο Ποταμούς και η Μουαραίν είπε ότι η Μανέθερεν ήταν —πώς το είπε ακριβώς- αγκάθι στο πόδι του Σκοτεινού”.
Ο Πέριν σήκωσε τα χέρια. “Μη μελετάς τον Ποιμένα της Νυκτός. Σε παρακαλώ;”
“Τι λέτε;” Ο Ματ γέλασε. “Πάμε”.
“Θα ’πρεπε να ρωτήσουμε τη Μουαραίν”, είπε ο Πέριν και ο Ματ τίναξε τα χέρια του στον αέρα.
“Να ρωτήσουμε τη Μουαραίν; Λες να μας αφήσει από τα μάτια της; Και η Νυνάβε; Μα το αίμα και τις στάχτες, Πέριν, δεν ρωτάς την κυρά Λούχαν τώρα που πήρες φόρα;”
Ο Πέριν συμφώνησε απρόθυμα και ο Ματ στράφηκε στον Ραντ μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. “Τι λες κι εσύ; Μια πραγματική πόλη; Με παλάτια!” Γέλασε πονηρά. “Χωρίς Λευκομανδίτες να μας κοιτάζουν”.
Ο Ραντ του έριξε μια αλλόκοτη ματιά, αλλά δίστασε μόνο για μια στιγμή. Αυτά τα παλάτια ήταν σαν να είχαν βγει από ιστορίες τραγουδιστών. “Εντάξει”.
Αλαφροπατώντας, για να μην τους ακούσουν στη μπροστινή αίθουσα, βγήκαν από το δρομάκι και το ακολούθησαν, πηγαίνοντας μακριά από την πρόσοψη του κτιρίου, σε ένα δρόμο στην άλλη πλευρά. Περπάτησαν γρήγορα και, όταν βρέθηκαν λίγα οικοδομήματα πιο πέρα από το κτίριο με τις λευκές πέτρες, ο Ματ άρχισε να πηδά και να χορεύει.
“Ελεύθερος”. Γέλασε. “Ελεύθερος!” Χόρεψε σε κύκλο, πιο αργά, κοιτάζοντας τα πάντα, γελώντας ακόμα. Οι σκιές του απογεύματος απλώθηκαν, μακριές και ακανόνιστες και ο ήλιος που βούλιαζε χρύσωσε τη χαλασμένη πόλη. “Ονειρευτήκατε ποτέ τέτοιο μέρος; Ε;”
Κι ο Πέριν γέλασε, όμως ο Ραντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα. Δεν ήταν σαν την πόλη του πρώτου ονείρου του, αλλά πάντως... “Αν θέλουμε να δούμε τίποτα”, είπε, “ας προχωρήσουμε. Δεν θα έχει φως για πολύ ακόμα”.
Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Ματ ήθελε να δει τα πάντα και παρέσυρε τους άλλους με τον ενθουσιασμό του. Σκαρφάλωναν σε σκονισμένα σιντριβάνια με δεξαμενές, τόσο μεγάλες που χωρούσαν τους πάντες στο Πεδίο του Έμοντ, μπαινόβγαιναν σε κτίσματα που διάλεγαν στην τύχη, αρκεί να ήταν τα μεγαλύτερα που έβρισκαν. Μερικά τα καταλάβαιναν και μερικά όχι. Τα παλάτια ήταν, προφανώς, παλάτια, αλλά τι σκοπό είχε ένα πελώριο κτίριο, που απ’ έξω ήταν ένας στρογγυλός, λευκός θόλος, μεγάλος σαν λόφος, ενώ το εσωτερικό του απαρτιζόταν από ένα μόνο, τερατώδες δωμάτιο; Και ένα περιτειχισμένο μέρος, ανοιχτό από πάνω και τόσο μεγάλο που χωρούσε όλο το Πεδίο του Έμοντ, περικυκλωμένο από ατέλειωτες σειρές πέτρινων πάγκων;
Ο Ματ άρχισε να νιώθει ανυπομονησία, επειδή το μόνο που έβρισκαν ήταν σκόνη, ή μπάζα, ή ξεθωριασμένα απομεινάρια από παραπετάσματα, που διαλύονταν όταν τα άγγιζες. Κάποια στιγμή βρήκαν μερικές ξύλινες καρέκλες ακουμπισμένες σ’ έναν τοίχο· έγιναν κομμάτια όταν ο Πέριν προσπάθησε να σηκώσει μία.
Τα παλάτια με τους πελώριους, άδειους θαλάμους τους, μερικοί εκ των οποίων χωρούσαν ολόκληρο το Πανδοχείο της Οινοπηγής και περίσσευε χώρος από κάθε πλευρά και από πάνω επίσης, έκαναν τον Ραντ να σκέφτεται πολύ τους ανθρώπους που κάποτε τα γέμιζαν. Του φαινόταν πως όλοι όσοι ζούσαν στους Δύο Ποταμούς μπορούσαν να σταθούν κάτω από αυτόν τον στρογγυλό θόλο και όσο για το μέρος με τους πέτρινους πάγκους... Σχεδόν μπορούσε να φανταστεί ότι έβλεπε τους ανθρώπους στις σκιές να κοιτάζουν αποδοκιμαστικά τους τρεις εισβολείς, που τάραζαν τη γαλήνη τους.
Τελικά, ακόμα κι ο Ματ κουράστηκε, όσο θαυμαστά κι αν ήταν τα κτίρια και θυμήθηκε ότι την προηγούμενη νύχτα είχε κοιμηθεί μονάχα μια ώρα. Το θυμήθηκαν και οι άλλοι. Ενώ χασμουριόντουσαν κάθισαν στα σκαλιά ενός ψηλού κτιρίου με πολλές σειρές από ψηλές πέτρινες κολώνες και συζήτησαν τι θα έκαναν μετά.
“Πάμε πίσω”, είπε ο Ραντ, “να κοιμηθούμε λίγο”. Έκρυψε το στόμα του με τη ράχη της παλάμης του. Όταν μπόρεσε πάλι να μιλήσει, είπε, “Ύπνος. Αυτό είναι το μόνο που θέλω”.
“Μπορείς να κοιμηθείς όποτε θελήσεις”, είπε ο Ματ αποφασισμένα. “Κοίτα πού είμαστε. Μια κατεστραμμένη πόλη. Θησαυροί”.
“Θησαυροί;” Τα σαγόνια του Πέριν έκαναν έναν κρότο. “Δεν έχει θησαυρό εδώ. Δεν έχει τίποτα εκτός από σκόνη”.
Ο Ραντ σήκωσε το χέρι του κόντρα στον ήλιο, μια κόκκινη μπάλα που καθόταν κοντά στις στέγες. “Βραδιάζει, Ματ. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει”.
“Μπορεί να υπάρχει θησαυρός”, επέμεινε ο Ματ χωρίς να υποχωρεί. “Όπως και να ’χει, θέλω να ανεβώ σ’ έναν απ’ αυτούς τους πύργους. Κοιτάξτε αυτόν εκεί πέρα. Είναι ολόκληρος. Πάω στοίχημα ότι, αν ανέβουμε, θα μπορούμε να δούμε ως τον ορίζοντα. Γι λέτε;”
“Οι πύργοι δεν είναι ασφαλείς”, είπε μια ανδρική φωνή από πίσω τους.
Ο Ραντ πετάχτηκε όρθιος και στριφογύρισε πιάνοντας τη λαβή του σπαθιού του και οι άλλοι ήταν εξίσου σβέλτοι.
Ένας άνδρας στεκόταν στο σκοτάδι, ανάμεσα στις κολώνες που υπήρχαν στο τέλος της σκάλας. Έκανε μισό βήμα μπροστά, σήκωσε το χέρι για να φυλάξει τα μάτια του και ξαναγύρισε πίσω. “Συγχωρέστε με”, είπε ευγενικά. “Έχω περάσει πολύ καιρό στο σκοτάδι εδώ μέσα. Τα μάτια μου ακόμα δεν συνήθισαν το φως”.
“Ποιος είσαι;” Ο Ραντ σκέφτηκε πως η προφορά του ήταν ασυνήθιστη, ακόμα και μετά το Μπάερλον κάποιες λέξεις τις πρόφερε αλλόκοτα και ο Ραντ με δυσκολία τον καταλάβαινε. “Τι γυρεύεις εδώ; Νομίζαμε ότι η πόλη είναι άδεια”.
“Είμαι ο Μόρντεθ”. Κοντοστάθηκε, σαν να περίμενε πως θα αναγνώριζαν το όνομα. Όταν δεν φάνηκε κάτι τέτοιο, μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και συνέχισε. “Θα μπορούσα να κάνω την ίδια ερώτηση και για σας. Πολύ καιρό έχει να έρθει κανείς στην Αριντόλ. Πολύ, πάρα πολύ καιρό. Δεν φανταζόμουν ότι θα βρω τρεις νεαρούς να περιπλανιούνται στους δρόμους της”.
“Πάμε για το Κάεμλυν”, είπε ο Ραντ. “Σταματήσαμε να βρούμε καταφύγιο για τη νύχτα”.
“Κάεμλυν”, είπε αργά ο Μόρντεθ. Γεύτηκε το όνομα καθώς Μιλούσε από τη γλώσσα του και κούνησε το κεφάλι. “Καταφύγιο για τη νύχτα, λέτε; Ίσως έρθετε μαζί μου”.
“Ακόμα δεν μας είπες τι κάνεις εδώ”, είπε ο Πέριν.
“Μα, είμαι κυνηγός θησαυρών, φυσικά”.
“Βρήκες κανέναν;” ζήτησε να μάθει γεμάτος έξαψη ο Ματ.
Του Ραντ του φάνηκε πως ο Μόρντεθ είχε χαμογελάσει, μα λόγω των σκιών δεν ήταν σίγουρος. “Βρήκα”, είπε ο άνδρας. “Μεγαλύτερο απ’ όσο περίμενα. Πολύ μεγαλύτερο. Μεγαλύτερο απ’ όσο μπορώ να κουβαλήσω. Δεν περίμενα να βρω τρεις δυνατούς, υγιείς νεαρούς. Αν με βοηθήσετε να πάρω στα άλογά μου ό,τι μπορώ να κουβαλήσω, τότε μπορείτε να πάρετε μερίδιο από τα υπόλοιπα. Όσο μπορείτε να σηκώσετε. Ό,τι κι αν αφήσω θα χαθεί, θα το πάρει κάποιος άλλος κυνηγός θησαυρών, πριν προλάβω να ξαναγυρίσω”.
“Σας είπα ότι τέτοια μέρη έχουν θησαυρούς”, αναφώνησε ο Ματ. Όρμησε στα σκαλιά. “Θα σε βοηθήσουμε να τον κουβαλήσεις. Μόνο πήγαινε μας εκεί”. Μαζί με τον Μόρντεθ χώθηκαν πιο βαθιά στις σκιές ανάμεσα στις κολώνες.
Ο Ραντ κοίταξε τον Πέριν. “Δεν μπορούμε να τον παρατήσουμε”. Ο Πέριν κοίταξε τον ήλιο που έγερνε και ένευσε.
Ανέβηκαν τα σκαλιά επιφυλακτικά και ο Πέριν χαλάρωσε τη θηλιά του τσεκουριού στη ζώνη του. Το χέρι του Ραντ έσφιξε το σπαθί του. Αλλά ο Ματ και ο Μόρντεθ περίμεναν ανάμεσα στις κολώνες· ο Μόρντεθ είχε σταυρώσει τα χέρια και ο Ματ κοίταζε ανυπόμονα το εσωτερικό του κτιρίου.
“Ελάτε”, είπε ο Μόρντεθ. “Θα σας δείξω το θησαυρό”. Χώθηκε μέσα και ο Ματ τον ακολούθησε. Οι άλλοι δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά μόνο να μπουν κι αυτοί.
Η αίθουσα μέσα ήταν γεμάτη σκιές, αλλά, σχεδόν αμέσως, ο Μόρντεθ έστριψε και ακολούθησε κάποια στενά σκαλοπάτια, που ελίσσονταν και κατηφόριζαν σε όλο και πυκνότερο σκοτάδι, ώσπου η ομάδα κατέληξε να προχωρά ψαχουλευτά στο απόλυτο σκότος. Ο Ραντ ψηλαφούσε με το χέρι τον τοίχο και ήταν σίγουρος ότι υπήρχε σκαλί μπροστά του μόνο όταν το άγγιζε με το πόδι του. Ακόμα και ο Ματ είχε αρχίσει να ανησυχεί, αν έκρινε κανείς από τον τόνο της φωνή του όταν είπε, “Πολύ σκοτεινά είναι εδώ πέρα”.
“Ναι, ναι”, αποκρίθηκε ο Μόρντεθ. Δεν φαινόταν να τον δυσκολεύει το σκοτάδι. “Πιο κάτω υπάρχουν φώτα. Ελάτε”.
Πραγματικά, τα κουλουριασμένα σκαλοπάτια κατέληξαν σε ένα διάδρομο που φωτιζόταν αμυδρά από σκόρπιους δαυλούς, οι οποίοι έβγαζαν καπνούς και ήταν στερεωμένοι σε σιδερένια στηρίγματα στους τοίχους. Οι φλόγες και οι σκιές που τρεμόπαιζαν βοήθησαν τον Ραντ να δει για πρώτη φορά καλά τον Μόρντεθ, ο οποίος προχώρησε βιαστικά, δίχως να σταθεί, κάνοντας τους νόημα να τον ακολουθήσουν.
Ο Ραντ σκέφτηκε πως ο άνδρας είχε κάτι παράξενο, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Ο Μόρντεθ ήταν ένας άνδρας κάπως καλοζωισμένος, με λαμπερή επιδερμίδα, με πεσμένα φρύδια, που τον έκαναν να μοιάζει σαν να κρυβόταν κάπου κοιτάζοντας. Ήταν κοντός, εντελώς φαλακρός, αλλά περπατούσε σαν να ήταν πιο ψηλός και από τους τρεις τους. Τα ρούχα του, επίσης, δεν έμοιαζαν με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ποτέ του ο Ραντ. Στενό, μαύρο παντελόνι και μαλακές κόκκινες μπότες που δίπλωναν στους αστραγάλους του. Μακρύ, κόκκινο γιλέκο, βαρυστολισμένο με χρυσάφι και χιονόλευκο πουκάμισο με πλατιά μανίκια και μανικέτια, που οι άκρες τους έφταναν σχεδόν ως τα γόνατά του. Οπωσδήποτε, δεν ήταν τα ρούχα για να εξερευνήσει κανείς μια κατεστραμμένη πόλη ψάχνοντας για θησαυρούς. Αλλά δεν ήταν ούτε αυτό που τον έκανε να φαντάζει παράξενος.
Εκείνη τη στιγμή ο διάδρομος κατέληξε σε ένα δωμάτιο με πλακάκια στους τοίχους και ο Ραντ ξέχασε κάθε παραδοξότητα. Αφησε μια κοφτή φωνή, όπως οι φίλοι του μια στιγμή πριν απ’ αυτόν. Κι εδώ, επίσης, το φως ερχόταν από μερικούς πυρσούς, που λέκιαζαν το ταβάνι με τον καπνό τους και έκαναν να έχει ο καθένας παραπάνω από μία σκιές, αλλά το φως αυτό καθρεφτιζόταν χίλιες φορές στους πολύτιμους λίθους και το χρυσάφι που ήταν σωριασμένα κάτω, τους λόφους από νομίσματα και κοσμήματα, τα κύπελλα και τις πιατέλες και τους δίσκους, τα επίχρυσα και στολισμένα με πετράδια σπαθιά και εγχειρίδια, όλα πεταμένα σε σωρούς, που έφταναν ως τη μέση ανθρώπου.
Ο Ματ με μια κραυγή έτρεξε μπροστά και γονάτισε μπροστά σε μια στοίβα. “Σακιά”, είπε με κομμένη την ανάσα, ψαχουλεύοντας το χρυσό. “Θα χρειαστούμε σακιά για να τα κουβαλήσουμε όλα”.
“Δεν μπορούμε να τα κουβαλήσουμε όλα”, είπε ο Ραντ. Έριξε ένα ανήμπορο βλέμμα γύρω του. Όλο το χρυσάφι που έφερναν οι έμποροι στο Πεδίο του Έμοντ μέσα σ’ ένα χρόνο δεν ήταν ούτε το ένα χιλιοστό ενός έστω απ’ αυτούς τους σωρούς. ” Όχι τώρα. Σκοτείνιασε σχεδόν”.
Ο Πέριν τράβηξε ένα τσεκούρι, τινάζοντας απρόσεχτα τις χρυσές αλυσίδες που είχαν μπλέξει πάνω του. Μια σειρά πετραδιών λαμπύριζε στην αστραφτερή μαύρη λαβή του και λεπτοδουλεμένα χρυσά σπειροειδή ποικίλματα κάλυπταν τις δίδυμες λεπίδες. “Αύριο, λοιπόν”, είπε, κρατώντας το τσεκούρι μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. “Η Μουαραίν και ο Λαν θα καταλάβουν, όταν τους δείξουμε αυτό”.
“Δεν είστε μόνοι;” είπε ο Μόρντεθ. Τους είχε αφήσει να τον περάσουν τρέχοντας για να μπουν στην αίθουσα του θησαυρού, αλλά μετά τους είχε ακολουθήσει. “Ποιοι άλλοι είναι μαζί σας;”
Ο Ματ, με τα χέρια χωμένα ως τον καρπό στα πλούτη εμπρός του, απάντησε αφηρημένα, “Η Μουαραίν και ο Λαν. Είναι επίσης η Νυνάβε, και η Εγκουέν και ο Θομ. Ο Θομ είναι Βάρδος. Πάμε στην Ταρ Βάλον”.
Ο Ραντ κράτησε την ανάσα του. Μετά, η σιωπή του Μόρντεθ τον έκανε να κοιτάξει τον άνδρα.
Το πρόσωπο του Μόρντεθ ήταν αλλοιωμένο από την οργή και από το φόβο επίσης. Τα χείλη του τραβήχτηκαν κι αποκάλυψαν τα δόντια του. “Στην Ταρ Βάλον!” Κούνησε τις σφιγμένες γροθιές του μπροστά τους. “Στην Ταρ Βάλον! Είπατε ότι πάτε σ’ αυτό το.. το... Κάεμλυν! Μου είπατε ψέματα!”
“Αν το θέλεις ακόμα”, είπε ο Πέριν στον Μόρντεθ, “θα ξανάρθουμε αύριο να σε βοηθήσουμε”. Ακούμπησε προσεκτικά το τσεκούρι στη στοίβα με τα κοσμήματα και τα πετραδοστόλιστα δισκοπότηρα. “Αν το θέλεις”.
“Όχι. Δηλαδή...” Ο Μόρντεθ, λαχανιασμένος, κούνησε το κεφάλι, σαν να μην μπορούσε ν’ αποφασίσει. “Πάρτε ό,τι θέλετε. Εκτός... Εκτός...”
Ξαφνικά ο Ραντ κατάλαβε τι τον έτρωγε τόση ώρα. Οι σκόρπιοι πυρσοί στο διάδρομο δημιουργούσαν έναν δακτύλιο σκιών γύρω τους, όπως τώρα πυρσοί της αίθουσας του θησαυρού. Μόνο που... Ήταν τόσο ξαφνιασμένος, που το είπε φωναχτά. “Δεν έχεις σκιά”.
Ένα κύπελλο έπεσε με πάταγο από το χέρι του Ματ.
Ο Μόρντεθ ένευσε και για πρώτη φορά τα σαρκώδη βλέφαρα του άνοιξαν διάπλατα. Το λαμπερό πρόσωπό του ξαφνικά έδειξε σφιγμένο, πεινασμένο. “Άρα”. Ίσιωσε το κορμί, φάνηκε ψηλότερος. “Αποφασίσθηκε”. Ξαφνικά, όχι μόνο φαινόταν, αλλά και ήταν ψηλότερος. Ο Μόρντεθ φούσκωσε σαν μπαλόνι και παραμορφώθηκε, με το κεφάλι του ζουλιγμένο στο ταβάνι και τους ώμους του να τρίβονται στους τοίχους, γεμίζοντας την άλλη πλευρά της αίθουσας, εμποδίζοντας τη διαφυγή τους. Με τα μάγουλα ρουφηγμένα και τα δόντια γυμνωμένα σε άγρια γκριμάτσα άπλωσε τα χέρια του, που ήταν αρκετά μεγάλα για να αρπάξουν με μιας ένα ανθρώπινο κεφάλι.
Ο Ραντ ούρλιαξε και πήδηξε προς τα πίσω. Τα πόδια του μπλέχτηκαν σε μια χρυσή αλυσίδα και βρόντηξε στο πάτωμα, κάτι που του έκοψε την ανάσα. Πάσχισε να ανασάνει, προσπαθώντας ταυτοχρόνως να πιάσει το σπαθί του, βάζοντάς τα με το μανδύα του, που είχε τυλιχτεί γύρω από τη λαβή. Η αίθουσα αντήχησε από τις κραυγές των φίλων του και τους βρόντους από τις χρυσές πιατέλες και τα κύπελλα που έπεφταν στο πάτωμα. Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ουρλιαχτό αγωνίας.
Κλαψουρίζοντας, σχεδόν, κατάφερε επιτέλους να ανασάνει, τη στιγμή που τραβούσε το σπαθί από τη θήκη του. Σηκώθηκε όρθιος με προσοχή, ενώ αναρωτιόταν ποιος από τους φίλους του είχε ουρλιάξει έτσι. Ο Πέριν τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια από την άλλη άκρη του δωματίου, μισοσκυμμένος, κρατώντας το τσεκούρι προς τα πίσω, σαν να ήταν έτοιμος να κόψει δέντρο. Ο Ματ κρυφοκοίταξε γύρω από ένα σωρό του θησαυρού, κρατώντας ένα εγχειρίδιο, που το είχε αρπάξει βιαστικά.
Κάτι σάλεψε στα βάθη των σκιών που έριχναν οι πυρσοί και όλοι τινάχτηκαν. Ήταν ο Μόρντεθ, που έσφιγγε τα γόνατά του στο στήθος του και είχε κουλουριαστεί στην πιο μακρινή γωνιά που μπορούσε να φτάσει.
“Μας ξεγέλασε”, είπε ο Ματ ξέπνοα. “Μας κορόιδεψε”.
Ο Μόρντεθ έγειρε πίσω το κεφάλι και στρίγκλισε γοερά· η σκόνη έπεσε, καθώς οι τοίχοι έτρεμαν. “Είστε όλοι νεκροί!” φώναξε.
“Όλοι νεκροί!” Και σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα, κάνοντας βουτιά από την άλλη άκρη της αίθουσας.
Ο Ραντ άνοιξε το στόμα άθελά του και παραλίγο θα του έπεφτε το σπαθί. Καθώς ο Μόρντεθ βουτούσε στον αέρα, λέπτυνε κι επιμηκύνθηκε, σαν καπνός. Λεπτός, όσο ένα δάχτυλο, έπεσε σε μια χαραμάδα στα πλακάκια του τοίχου κι εξαφανίστηκε μέσα της. Μια τελευταία κραυγή έμεινε ν’ αντηχεί στην αίθουσα, σβήνοντας αργά, ενώ αυτός είχε ήδη χαθεί..
“Είστε όλο νεκροί!”
“Πάμε να φύγουμε από δω”, είπε ξεψυχισμένα ο Πέριν, σφίγγοντας το τσεκούρι και προσπαθώντας να δει προς όλες τις κατευθύνσεις με μιας. Μπροστά στα πόδια του σκορπίστηκαν απαρατήρητα χρυσά στολίδια και πετράδια.
“Αλλά, ο θησαυρός”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ. “Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι”.
“Δεν θέλω τίποτα δικό του”, είπε ο Πέριν, που ακόμα γυρνούσε και κοίταζε παντού. Ύψωσε τη φωνή του και φώναξε προς τους τοίχους. “Είναι δικός σου ο θησαυρός, ακούς; Δεν πήραμε τίποτα!”
Ο Ραντ κοίταξε τον Ματ θυμωμένος. “Θέλεις να μας κυνηγήσει; Ή θα κάτσεις εδώ γεμίζοντας τις τσέπες σου, μέχρι να ξαναγυρίσει μ’ άλλους δέκα σαν αυτόν;”
Ο Ματ απλώς έδειξε τα χρυσάφια και τα πετράδια. Πριν όμως μπορέσει να πει κουβέντα, ο Ραντ είχε αρπάξει το ένα χέρι του και ο Πέριν το άλλο. Τον έβγαλαν κακήν-κακώς από την αίθουσα, ενώ ο Ματ πάλευε και φώναζε για το θησαυρό.
Πριν κάνουν δέκα βήματα στον διάδρομο, το αμυδρό φως πίσω τους άρχισε να χαμηλώνει. Έσβηναν και οι πυρσοί στην αίθουσα του θησαυρού. Ο Ματ σταμάτησε να φωνάζει. Τάχυναν το βήμα τους. Έσβησε ο πρώτος δαυλός έξω από το δωμάτιο, ύστερα ο επόμενος. Όταν έφτασαν στη σπειροειδή σκάλα, δεν χρειαζόταν πια να τραβούν τον Ματ. Έτρεχαν όλοι, με το σκοτάδι να τους πλησιάζει από πίσω. Ακόμα και η μαυρίλα των σκαλιών απλώς τους έκανε να κοντοσταθούν για μια στιγμή και μετά άρχισαν να τρέχουν, φωνάζοντας μ’ όλη τους τη δύναμη. Φώναζαν για να τρομάξουν οτιδήποτε τους περίμενε· φώναζαν για να θυμίζουν στον εαυτό τους ότι ήταν ακόμα ζωντανοί.
Χύθηκαν στην πάνω αίθουσα, γλιστρώντας και πέφτοντας στο σκονισμένο μάρμαρο, πέρασαν σκοντάφτοντας από τις κολώνες, κουτρουβάλησαν τα σκαλιά και έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον γεμάτοι μελανάδες στο δρόμο.
Ο Ραντ ξέμπλεξε από το σωρό και πήρε το σπαθί του Ταμ από το δρόμο, κοιτάζοντας ανήσυχος ολόγυρά του. Πάνω από τις στέγες φαινόταν λιγότερος από το μισό δίσκο του ήλιου. Οι σκιές απλώνονταν σαν σκοτεινά χέρια, γεμίζοντας σχεδόν το δρόμο και το φως που απέμενε τις έκανε να δείχνουν ακόμα πιο σκοτεινές. Ο Ραντ ανατρίχιασε. Οι σκιές έμοιαζαν σαν τον Μόρντεθ που άπλωνε τα χέρια του.
“Τουλάχιστον ξεφύγαμε από κει”. Ο Ματ σηκώθηκε κι αυτός από κάτω και ξεσκονίστηκε, με κινήσεις που ήταν ωχρή απομίμηση του συνηθισμένου τρόπου του. “Και τουλάχιστον εγώ—”
“Ξεφύγαμε, άραγε;” είπε ο Πέριν.
Αυτή τη φορά ο Ραντ ήξερε πως δεν ήταν η φαντασία του. Οι τρίχες του σβέρκου του σηκώθηκαν όρθιες. Κάτι τους παρακολουθούσε από το σκοτάδι στις κολώνες. Στριφογύρισε, κοίταξε τα κτίρια απέναντι. Ένιωθε πάνω του βλέμματα κι από κει. Έσφιξε πιο δυνατά τη λαβή του σπαθιού του, αν και αναρωτιόταν πόσο θα τον βοηθούσε. Τα μάτια που τους παρακολουθούσαν έμοιαζαν να είναι παντού. Οι άλλοι κοίταξαν γύρω επιφυλακτικά· ήξερε ότι το ένιωθαν κι αυτοί.
“Μένουμε στη μέση του δρόμου”, είπε βραχνά. Τον κοίταξαν κατάματα· η όψη τους έδειχνε όσο φόβο ένιωθε μέσα του. Ξεροκατάπιε. “Μένουμε στη μέση του δρόμου, αποφεύγουμε τις σκιές όσο μπορούμε και περπατάμε γρήγορα”.
“Πολύ γρήγορα”, συμφώνησε με ενθουσιασμό ο Ματ.
Οι παρατηρητές τους ακολούθησαν. Ή ήταν πολλοί παρατηρητές, πολλά μάτια που κοίταζαν, σχεδόν από κάθε κτίριο. Ο Ραντ δεν έβλεπε τίποτα να κινείται, όσο κι αν προσπαθούσε να διακρίνει κάτι, αλλά ένιωθε τα μάτια, βιαστικά, πεινασμένα. Δεν ήξερε τι θα ήταν χειρότερο. Χιλιάδες μάτια, ή λίγα μόνο, που τους ακολουθούσαν.
Στους δρόμους που έφτανε ακόμα ο ήλιος, πήγαιναν λίγο πιο σιγά, λιγάκι μόνο, κοιτάζοντας νευρικά το σκοτάδι, που πάντα έμοιαζε να βρίσκεται μπροστά τους. Κανένας δεν έδειχνε πρόθυμος να μπει στις σκιές· κανένας δεν ήξερε, αν κάτι καραδοκούσε εκεί. Η αδημονία των παρατηρητών ήταν κάτι απτό, κάθε φορά που οι σκιές απλώνονταν στο δρόμο και έφραζαν την πορεία τους. Έτρεχαν φωνάζοντας σε κείνα τα σκοτεινά μέρη. Του Ραντ του φαινόταν πως άκουγε ξερά, σερνάμενα γέλια.
Τελικά, ενώ σουρούπωνε, είδαν το κτίριο από λευκή πέτρα, από το οποίο τους φαινόταν πως είχαν φύγει πριν μέρες. Ξαφνικά, τα μάτια που τους παρακολουθούσαν έφυγαν. Ανάμεσα σε δύο βήματα, είχαν χαθεί ακαριαία. Ο Ραντ, δίχως λέξη, άρχισε να σιγοτρέχει, ακολουθούμενος από τους φίλους του και ύστερα να τρέχει μ’ όλη του τη δύναμη, σταματώντας μόνο όταν πέρασαν από την είσοδο και σωριάστηκαν λαχανιασμένοι.
Μια μικρή φωτιά έκαιγε στο μέσον του πλακοστρωμένου δαπέδου και ο καπνός της έβγαινε από μια τρύπα στο ταβάνι, με τρόπο που θύμισε στον Ραντ τον Μόρντεθ. Όλοι ήταν εκεί, εκτός από τον Λαν, μαζεμένοι γύρω από τις φλόγες τους και αντέδρασαν με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους. Η Εγκουέν, που ζέσταινε τα χέρια της στη φωτιά, ξαφνιάστηκε, καθώς οι τρεις ορμούσαν στην αίθουσα και έπιασε το λαιμό της· όταν είδε ποιοι ήταν αναστέναξε με ανακούφιση, κάτι που χάλασε την αυστηρή ματιά που προσπάθησε να τους ρίξει. Ο Θομ απλώς μουρμούρισε κάτι, χωρίς να βγάλει την πίπα από το στόμα, αλλά ο Ραντ έπιασε τη λέξη “βλάκες”, πριν ο Βάρδος αρχίσει πάλι να σκαλίζει τις φλόγες μ’ ένα ξύλο.
“Κοκορόμυαλοι! Εξυπνάκηδες!” ξέσπασε η Σοφία. Ήταν πυρ και μανία· τα μάτια της γυάλιζαν και κόκκινες πιτσιλάδες έκαιγαν στα μάγουλά της. “Στο Φως σας, γιατί το σκάσατε έτσι; Είστε καλά; Δεν έχετε κουκούτσι μυαλό; Ο Λαν βγήκε και σας ψάχνει και θα είστε τυχεροί, αν δεν σας δώσει ένα καλό μάθημα όταν γυρίσει”.
Το πρόσωπο της Άες Σεντάι δεν φανέρωνε καθόλου ταραχή, αλλά τα χέρια της είχαν ασπρίσει σφίγγοντας την άκρη του φορέματός της, μέχρι να μπουν οι τρεις φίλοι. Αυτό που της είχε δώσει η Νυνάβε πρέπει να είχε βοηθήσει, γιατί στεκόταν στα πόδια της. “Δεν έπρεπε να κάνετε αυτό που κάνατε”, είπε με φωνή καθαρή και γαλήνια, σαν λιμνούλα του Νεροδάσους. “Θα το συζητήσουμε αργότερα. Κάτι συνέβη εκεί έξω, αλλιώς δεν θα πέφτατε ο ένας πάνω στον άλλο έτσι. Πείτε μου”.
“Είπες ότι ήταν ασφαλές”, διαμαρτυρήθηκε ο Ματ, καθώς σηκωνόταν όρθιος. “Είπες ότι η Αριντόλ ήταν σύμμαχος της Μανέθερεν και οι Τρόλοκ δεν θα έμπαιναν στην πόλη και—”
Η Μουαραίν προχώρησε μπροστά, τόσο γρήγορα, που ο Ματ έπαψε να μιλά και έμεινε με το στόμα του να χάσκει, ενώ ο Ραντ με τον Πέριν σταμάτησαν απότομα εκεί που είχαν αρχίσει να σηκώνονται, μισογονατισμένοι. “Τρόλοκ; Είδατε Τρόλοκ μέσα από τα τείχη;”
Ο Ραντ ξεροκατάπιε. “Όχι Τρόλοκ”, είπε, και οι τρεις τους άρχισαν να μιλούν με έξαψη, ταυτοχρόνως.
Ο καθένας τους άρχισε να τα λέει από διαφορετικό σημείο. Ο Ματ άρχισε από κει που είχαν βρει το θησαυρό, μιλώντας, σχεδόν, σαν να τον είχε βρει μόνος του, ενώ ο Πέριν εξήγησε, γιατί είχαν φύγει εξαρχής χωρίς να μιλήσουν σε κανέναν. Ο Ραντ πήδηξε κατευθείαν σε κείνο που νόμιζε ότι είχε σημασία, στη συνάντηση τους με τον ξένο ανάμεσα στις κολώνες. Αλλά ήταν τόσο αναστατωμένοι, που κανένας τους δεν έλεγε τα πράγματα με τη σειρά που είχαν συμβεί· όποτε κάποιου του ερχόταν κάτι το ξεφούρνιζε, δίχως να νοιάζεται για τα πριν και τα μετά, ή για το ποιος έλεγε τι. Οι παρατηρητές. Όλοι μιλούσαν ασταμάτητα για τους παρατηρητές.
Η ιστορία, όπως την έλεγαν, ήταν σχεδόν ακατανόητη, αλλά ο φόβος τους ήταν ολοφάνερος. Η Εγκουέν άρχισε να ρίχνει ανήσυχες ματιές στα άδεια παράθυρα που έβλεπαν στο δρόμο. Τα τελευταία απομεινάρια του σούρουπου ξεθώριαζαν η φωτιά έμοιαζε αδύναμη και αμυδρή. Ο Θομ έβγαλε την πίπα από το στόμα του και αφουγκράστηκε με το κεφάλι γερμένο, σμίγοντας τα φρύδια. Το βλέμμα της Μουαραίν έδειχνε έγνοια, όχι όμως υπέρμετρη. Ώσπου...
Ξαφνικά, η Άες Σεντάι άφησε μια οξεία κραυγή και άρπαξε σφιχτά τον Ραντ από τον αγκώνα. “Μόρντεθ! Είσαι βέβαιος γι’ αυτό το όνομα; Είστε όλοι βέβαιοι; Μόρντεθ;”
Μουρμούρισαν “Ναι”, εν χορώ, αποσβολωμένοι από την ένταση της Άες Σεντάι.
“Σας άγγιξε;” τους ρώτησε. “Σας έδωσε τίποτα, ή κάνατε κάτι γι’ αυτόν; Πρέπει να μάθω”.
“Όχι”, είπε ο Ραντ. Κανένας μας. Τίποτα απ’ αυτά που λες”.
Ο Πέριν συμφώνησε, και πρόσθεσε, “Το μόνο που έκανε ήταν που πήγε να μας σκοτώσει. Δεν αρκεί; Φούσκωσε και γέμισε τη μισή αίθουσα, φώναξε ότι ήμασταν όλοι νεκροί, ύστερα εξαφανίστηκε”. Κούνησε το χέρι για να δείξει. “Σαν καπνός”. Ο Εγκουέν άφησε μια μικρή τσιρίδα.
Ο Ματ στριφογύρισε εκνευρισμένος. “Ασφαλείς, είπες! Έλεγες και ξανάλεγες ότι οι Τρόλοκ δεν έρχονται εδώ. Τι άλλο να σκεφτούμε;”
“Προφανώς δεν σκεφτήκατε τίποτα”, είπε εκείνη, πάλι με το ψυχρό και συγκρατημένο ύφος της. “Όποιος σκέφτεται θα πρόσεχε σ’ ένα μέρος που το φοβούνται ακόμα και οι Τρόλοκ”.
“Το φταίξιμο είναι του Ματ”, είπε η Νυνάβε, με σίγουρη φωνή. “Πάντα καταπιάνεται με ζαβολιές και οι άλλοι, όταν είναι κοντά του, χάνουν και το λιγοστό μυαλό που έχουν”.
Η Μουαραίν ένευσε, αλλά το βλέμμα της έμεινε στον Ραντ και τους δύο φίλους του. “Προς το τέλος των Πολέμων των Τρόλοκ, ένας στρατός στρατοπέδευσε σ’ αυτά τα ερείπια — Τρόλοκ, Σκοτεινόφιλοι, Μυρντράαλ, Άρχοντες του Δέους, χιλιάδες μαζί. Δεν ξαναβγήκαν και στάλθηκαν ανιχνευτές να μπουν στα τείχη. Οι ανιχνευτές βρήκαν όπλα, απομεινάρια από πανοπλίες και αίμα χυμένο παντού. Και μηνύματα γραμμένα στους τοίχους στη γλώσσα των Τρόλοκ, που καλούσαν τον Σκοτεινό να τους βοηθήσει στα τελευταία τους. Οι άνθρωποι που ήρθαν αργότερα δεν βρήκαν ίχνος από το αίμα και τα μηνύματα. Κάτι τα είχε ξύσει. Οι Ημιάνθρωποι και οι Τρόλοκ ακόμα το θυμούνται. Γι’ αυτό το λόγο δεν μπαίνουν”.
“Και αυτό το μέρος διάλεξες για να κρυφτούμε;” είπε ο Ραντ, μην πιστεύοντας αυτά που άκουγε. “Θα ήμασταν πιο ασφαλείς εκεί έξω, προσπαθώντας να τους ξεφύγουμε”.
“Αν δεν το είχατε σκάσει”, είπε η Μουαραίν υπομονετικά, “θα ξέρατε ότι έβαλα φυλαχτά γύρω απ’ αυτό το κτίριο. Ένας Μυρντράαλ ούτε που θα καταλάβαινε την ύπαρξη αυτών των φυλακτών, διότι σκοπός τους είναι να σταματήσουν ένα διαφορετικό είδος κακού, αλλά αυτό που κατοικεί στη Σαντάρ Λογκόθ δεν τα περνά, δεν τα πλησιάζει καν. Το πρωί θα μπορέσουμε να φύγουμε με ασφάλεια· αυτά τα πράγματα δεν αντέχουν το φως του ήλιου. Θα κρύβονται βαθιά στη γη”.
“Σαντάρ Λογκόθ;” είπε η Εγκουέν αβέβαια. “Νόμιζα είπες ότι η πόλη λέγεται Αριντόλ”.
“Κάποτε λεγόταν Αριντόλ”, απάντησε η Μουαραίν, “και ήταν ένα από τα Δέκα Έθνη, τις χώρες που αποτελούσαν το Δεύτερο Σύμφωνο, τις χώρες που αντιτάχθηκαν στον Σκοτεινό από τις πρώτες μέρες μετά το Τσάκισμα του Κόσμου. Τις μέρες που ο Θόριν αλ Τόρεν αλ Μπαν ήταν βασιλιάς της Μανέθερεν, βασιλιάς της Αριντόλ ήταν ο Μπάλγουεν Μάγιελ, ο Μπάλγουεν ο Σιδεροχέρης. Κάποιες μέρες απελπισμένες, ενώ κρατούσαν οι Πόλεμοι των Τρόλοκ, όταν φαινόταν πως ο Πατέρας του Ψεύδους οπωσδήποτε θα τους κατακτούσε, ο άνδρας που λεγόταν Μόρντεθ ήρθε στην αυλή του Μπάλγουεν”.
“Ο ίδιος;” αναφώνησε ο Ραντ, και ο Ματ είπε, “Δεν μπορεί!” Μια ματιά της Μουαραίν τους έκανε να σωπάσουν. Στο δωμάτιο επικράτησε σιωπή και μόνο η φωνή της Άες Σεντάι ακουγόταν.
“Δεν πέρασε καιρός από τον ερχομό του στην πόλη και ο Μόρντεθ είχε γίνει έμπιστος του Μπάλγουεν και σύντομα ήταν πρώτος απ’ όλους ύστερα από τον βασιλιά. Ο Μόρντεθ ψιθύριζε φαρμακερά λόγια στο αυτί του Μπάλγουεν και η Αριντόλ άρχισε να αλλάζει. Η Αριντόλ κλείστηκε στον εαυτό της, στέγνωσε. Λεγόταν ότι κάποιοι θα προτιμούσαν να δουν Τρόλοκ να πλησιάζουν, παρά άνδρες της Αριντόλ. Η νίκη του Φωτός είναι το παν. Αυτή ήταν η πολεμική ιαχή που τους πέρασε ο Μόρντεθ και οι άνθρωποι της Αριντόλ τη φώναζαν, ενώ οι πράξεις τους εγκατέλειπαν το Φως.
“Η ιστορία είναι πολύ μεγάλη για να ειπωθεί ολόκληρη και πολύ ζοφερή και μόνο αποσπάσματα της είναι γνωστά, ακόμα και στην Ταρ Βάλον. Πως ο γιος του Θόριν, ο Κάαρ, ήρθε για να ξαναφέρει την Αριντόλ στο Δεύτερο Σύμφωνο και ο Μπάλγουεν καθόταν στο θρόνο του, ένα μαραμένο κουφάρι, με το φως της τρέλας στα μάτια του, γελώντας, ενώ ο Μόρντεθ χαμογελούσε στο πλευρό του, διέταζε να θανατωθούν ο Κάαρ και η διπλωματική αποστολή σαν Φίλοι του Σκότους. Πως ο πρίγκιπας Κάαρ κατέληξε να ονομαστεί Κάαρ ο Μονόχειρας. Πως δραπέτευσε από τα μπουντρούμια της Αριντόλ και κατέφυγε μόνος του στις Μεθόριους, με τους αφύσικους ασασίνους του Μόρντεθ στο κατόπι του. Πως συνάντησε εκεί τη Ρία, η οποία δεν ήξερε ποιος ήταν και την παντρεύτηκε και έτσι άρχισε την πλέξη του Σχήματος, που κατάληξη της ήταν να πεθάνει ο ίδιος στα χέρια της γυναίκας του, να σκοτωθεί αυτή από τα δικά της χέρια μπροστά στον τάφο του και να πέσει η Άλεθ-λόριελ. Πως οι στρατιές της Μανέθερεν ήρθαν να εκδικηθούν τον Κάαρ και βρήκαν τις πύλες της Αριντόλ γκρεμισμένες και τίποτα ζωντανό δεν υπήρχε εντός των τειχών, αλλά κάτι χειρότερο από το θάνατο. Κανένας εχθρός δεν είχε έρθει στην Αριντόλ, εκτός από την Αριντόλ. Η καχυποψία και το μίσος είχαν γεννήσει κάτι που τρεφόταν απ’ αυτό που το είχε πλάσει, κάτι αιχμαλωτισμένο στη ρίζα της πόλης. Το Μασάνταρ ακόμα περιμένει, πεινασμένο. Οι άνθρωποι δεν μιλούσαν πια για την Αριντόλ. Την ονόμασαν Σαντάρ Λογκόθ, το Μέρος όπου Καρτερεί η Σκιά, ή, πιο απλά, το Καρτέρεμα της Σκιάς.
“Ο Μόρντεθ ήταν ο μόνος που δεν καταβροχθίσθηκε από το Μασάνταρ, παγιδεύτηκε όμως και περιμένει κι αυτός μέσα σ’ αυτά τα τείχη ατέλειωτους αιώνες. Τον έχουν δει κι άλλοι. Μερικούς τους επηρέασε με δώρα που στρεβλώνουν το νου και μιαίνουν το πνεύμα και το μίασμα πότε δυναμώνει και πότε εξασθενεί μέσα τους, ώσπου στο τέλος τους κυβερνά... ή τους σκοτώνει. Αν πείσει ποτέ κάποιον να τον συνοδεύσει στα τείχη, στα σύνορα της εξουσίας του Μασάνταρ, θα μπορέσει να καταβροχθίσει την ψυχή αυτού του ανθρώπου. Ο Μόρντεθ θα φύγει, φορώντας το σώμα εκείνου που αντάμωσε μοίρα χειρότερη από θάνατο, για να εξαπολύσει πάλι το κακό στον κόσμο”.
“Ο θησαυρός”, μουρμούρισε ο Πέριν, όταν η Μουαραίν σταμάτησε να μιλά. “Ήθελε να τον βοηθήσουμε να κουβαλήσει το θησαυρό στα άλογά του”. Φαινόταν καταβεβλημένος. “Πάω στοίχημα ότι, δήθεν, θα ήταν κάπου έξω από την πόλη”. Ο Ραντ ανατρίχιασε.
“Μα είμαστε ασφαλείς τώρα, ε;” ρώτησε ο Ματ. “Δεν μας έδωσε τίποτα και δεν μας άγγιξε. Δεν είμαστε ασφαλείς με τα φυλαχτά που έστησες;”
“Είμαστε ασφαλείς”, συμφώνησε η Μουαραίν. “Δεν μπορεί να περάσει τις γραμμές των φυλαχτών, ούτε αυτός, ούτε άλλος κάτοικος αυτού του μέρους. Και πρέπει να κρύβονται από το φως, έτσι, όταν ξημερώσει, θα μπορούμε να φύγουμε με ασφάλεια. Τώρα, προσπαθήστε να κοιμηθείτε. Τα φυλαχτά θα μας προστατεύσουν, μέχρι να γυρίσει ο Λαν”.
“Λείπει πολλή ώρα”. Η Νυνάβε κοίταξε ανήσυχα το νυχτερινό ουρανό. Είχε πέσει η νύχτα, ήταν πίσσα σκοτάδι.
“Ο Λαν θα είναι μια χαρά”, είπε παρηγορητικά η Μουαραίν, απλώνοντας τις κουβέρτες της δίπλα στη φωτιά ενώ μιλούσε. “Πριν βγει από την κούνια του τον έταξαν στον πόλεμο κατά του Σκοτεινού κι έβαλαν ένα σπαθί στα μωρουδίστικα χέρια του. Εκτός αυτού, θα ήξερα τη στιγμή και τον τρόπο του θανάτου του, όπως αυτός θα ήξερε το δικό μου. Αναπαύσου, Νυνάβε. Όλα θα πάνε καλά”. Όμως, εκεί που χωνόταν στις κουβέρτες κοντοστάθηκε και κοίταξε το δρόμο, σαν να ήθελε κι αυτή επίσης να ήξερε γιατί αργούσε ο Πρόμαχος.
Ο Ραντ ένιωθε τα χέρια και τα πόδια του βαριά σαν σίδερο και τα μάτια του ήθελαν να κλείσουν από μόνα τους, αλλά ο ύπνος δεν ερχόταν εύκολα και, όταν κοιμήθηκε, άρχισε να βλέπει όνειρα, μουρμουρίζοντας και πετώντας τις κουβέρτες του. Όταν ξύπνησε, ξύπνησε ξαφνικά και κοίταξε γύρω του για λίγο, πριν καταλάβει πού ήταν.
Το φεγγάρι είχε σηκωθεί, όμοιο με λεπτό πελεκούδι πριν τη νέα σελήνη και το αμυδρό φως του χανόταν στη νύχτα. Οι άλλοι κοιμούνταν ακόμα, όμως όχι όλοι γαλήνια. Η Εγκουέν και οι δύο φίλοι του στριφογυρνούσαν και μουρμούριζαν αχνά. Το ροχαλητό του Θομ, απαλό αυτή τη φορά, διακοπτόταν από μισοσχηματισμένες λέξεις. Ακόμα δεν φαινόταν ίχνος του Λαν.
Ξαφνικά ένιωσε ότι τα φυλαχτά δεν πρόσφεραν καμία προστασία. Κανείς δεν ήξερε τι μπορεί να υπήρχε εκεί στο σκοτάδι Σκέφτηκε πως αυτά ήταν ανοησίες και έβαλε κι άλλα ξύλα στα κάρβουνα που είχαν μείνει αναμένα. Η φωτιά ήταν αδύναμη και δεν ζέσταινε, αλλά, τουλάχιστον, είχε περισσότερο φως.
Δεν είχε ιδέα τι τον είχε ξυπνήσει από το δυσάρεστο όνειρό του. Στο όνειρο ήταν πάλι μικρό παιδί, κουβαλούσε το σπαθί του Ταμ με μια κούνια δεμένη στην πλάτη του και έτρεχε στους άδειους δρόμους, καταδιωκόμενος από τον Μόρντεθ, που φώναζε ότι μόνο το χέρι του ήθελε. Ήταν κι ένας γέρος, που όλη αυτή την ώρα τους έβλεπε και γελούσε κακαριστά, σαν τρελός.
Μάζεψε τις κουβέρτες του και ξάπλωσε, κοιτάζοντας το ταβάνι. Ήθελε πολύ να κοιμηθεί, ακόμα κι αν ήταν να δει κι άλλα όνειρα σαν το τελευταίο, αλλά δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια του.
Ξαφνικά, μέσα από το σκοτάδι, ο Πρόμαχος μπήκε στην αίθουσα, τρέχοντας σιωπηλά. Η Μουαραίν ξύπνησε και ανακάθισε, σαν να είχε χτυπήσει καμπανάκι. Ο Λαν άνοιξε τη χούφτα του· τρία μικρά αντικείμενα έπεσαν στις πλάκες μπροστά της με σιδερένια κλαγγή. Τρία σήματα κόκκινα σαν το αίμα, με μορφή κερασφόρων κρανίων.
“Υπάρχουν Τρόλοκ μέσα στα τείχη”, είπε ο Λαν. “Σε λιγότερο από μια ώρα θα βρίσκονται εδώ. Και οι Ντα-βολ είναι οι χειρότεροι από δαύτους”. Αρχισε να ξυπνά τους άλλους.
Η Μουαραίν άρχισε ήρεμα να διπλώνει τις κουβέρτες της. “Πόσοι; Ξέρουν ότι είμαστε εδώ;” Δεν έδειχνε να βιάζεται καθόλου.
“Νομίζω πως δεν το ξέρουν”, απάντησε ο Λαν. “Είναι πάνω από εκατό, φοβούνται τόσο, που είναι έτοιμοι να σκοτώσουν ό,τι κινείται, ακόμα και ο ένας τον άλλον. Τους πιέζουν οι Ημιάνθρωποι — είναι τέσσερις, για να κουμαντάρουν μια μόνο γροθιά. Αλλά, ακόμα και οι Μυρντράαλ φαίνεται πως το μόνο που θέλουν είναι να περάσουν από την πόλη και να ξαναβγούν, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ψευτοψάχνουν και κάνουν τόσο πρόχειρη δουλειά που, αν δεν έρχονταν κατευθείαν προς τα πάνω μας, θα έλεγα ότι δεν έχουμε τίποτα να φοβηθούμε”. Κοντοστάθηκε.
“Υπάρχει και κάτι άλλο;”
“Μόνο αυτό”, είπε ο Λαν αργά. “Οι Τρόλοκ μπήκαν στην πόλη επειδή τους ανάγκασαν οι Μυρντράαλ. Τι ανάγκασε τους Μυρντράαλ;”
Όλοι τον άκουγαν σιωπηλοί. Μετά ο Θομ βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του και η Εγκουέν έκανε μια ερώτηση με χαμηλή φωνή. “Ο Σκοτεινός;”
“Μην είσαι χαζή, κοπέλα μου”, είπε απότομα η Νυνάβε. “Ο Δημιουργός έχει αιχμαλωτίσει τον Σκοτεινό στο Σάγιολ Γκουλ”.
“Προς το παρόν, τουλάχιστον”, συμφώνησε η Μουαραίν. “Όχι, ο Πατέρας του Ψεύδους δεν είναι εκεί έξω, αλλά, ούτως ή άλλως, εμείς πρέπει να φύγουμε”.
Η Νυνάβε την κοίταξε στενεύοντας τα μάτια. “Να αφήσουμε την προστασία των φυλαχτών και να διασχίσουμε τη Σαντάρ Λογκόθ μέσα στη νύχτα”.
“Ή να μείνουμε εδώ και να αντιμετωπίσουμε τους Τρόλοκ”, είπε η Μουαραίν. “Για να τα βγάλουμε πέρα μ’ αυτούς, θα χρειαστεί η Μία Δύναμη. Αυτό θα κατέστρεφε τα φυλαχτά και θα προσέλκυε ακριβώς το πράγμα από το οποίο προστατεύουν τα φυλαχτά. Επίσης, θα ήταν σαν να ανάβαμε φωτιά για σινιάλα στην κορυφή ενός απ’ αυτούς τους πύργους για να τη δουν όλοι οι Ημιάνθρωποι, που είναι ως είκοσι μίλια κοντά. Προσωπικά δεν θα επέλεγα να φύγουμε, αλλά είμαστε ο λαγός και το κυνήγι το ορίζουν τα λαγωνικά”.
“Κι αν υπάρχουν κι άλλοι έξω από τα τείχη;” ρώτησε ο Ματ. “Τι θα κάνουμε;”
“Θα χρησιμοποιήσουμε το αρχικό μου σχέδιο”, είπε η Μουαραίν. Ο Λαν την κοίταξε. Εκείνη σήκωσε το χέρι και πρόσθεσε, “Το οποίο δεν μπορούσα να ακολουθήσω πριν, επειδή ήμουν εξαντλημένη. Αλλά τώρα αναπαύθηκα, χάρη στη Σοφία. Θα πάμε προς το ποτάμι. Εκεί, με το νερό να προστατεύει τα νώτα μας, μπορώ να εγείρω ένα μικρότερο φυλαχτό που θα απωθήσει τους Τρόλοκ και τους Ημιάνθρωπους, μέχρι να κάνουμε σχεδίες και να περάσουμε απέναντι. Ή, ακόμα καλύτερα, ίσως καταφέρουμε να ανέβουμε στο πλοίο κάποιου από τους έμπορους που έρχονται από τη Σαλδαία”.
Ο Λαν πρόσεξε ότι τα πρόσωπα όσων ήταν από το Πεδίο του Έμοντ έμειναν ανέκφραστα.
“Οι Τρόλοκ και οι Μυρντράαλ απεχθάνονται τα βαθιά νερά. Οι Τρόλοκ τα τρέμουν. Ούτε οι μεν, ούτε οι δε μπορούν να κολυμπήσουν. Οι Ημιάνθρωποι δεν μπαίνουν σε νερό, αν ξεπερνά τη μέση τους, ειδικά όταν είναι νερά που κυλούν. Οι Τρόλοκ δεν το κάνουν ούτε αυτό, αν μπορούν να το αποφύγουν”.
“Αρα, από τη στιγμή που θα περάσουμε το ποτάμι είμαστε ασφαλείς”, είπε ο Ραντ και ο Πρόμαχος ένευσε.
“Οι Τρόλοκ δύσκολα μπήκαν στη Σαντάρ Λογκόθ και εξίσου δύσκολα θα αναγκαστούν να φτιάξουν σχεδίες. Αν οι Μυρντράαλ τους βάλουν να διασχίσουν τον Αρινέλε μ’ αυτό τον τρόπο, οι μισοί Τρόλοκ θα το σκάσουν και οι άλλοι μισοί θα πνιγούν”.
“Ανεβείτε στα άλογα”, είπε η Μουαραίν. “Ακόμα δεν περάσαμε το ποτάμι”.