Η αδημονία που τον έτρωγε έκανε τον Ραντ να βηματίζει πλάι στο τραπέζι που είχαν δειπνήσει. Δώδεκα βήματα. Το τραπέζι είχε μάκρος ακριβώς δώδεκα βήματα, όσες φορές κι αν το μετρούσε. Συγχυσμένος, βίασε τον εαυτό του να σταματήσει να κρατά λογαριασμό. Τι χαζομάρες κάνω. Δεν με νοιάζει πόσο μακρύ είναι το παλιοτράπεζο. Λίγα λεπτά μετά ανακάλυψε ότι μετρούσε πόσες βόλτες έκανε μπρος-πίσω στο τραπέζι. Τι λέει στη Μουαραίν και τον Λαν; Ξέρει γιατί μας κυνηγά ο Σκοτεινός; Ξέρει ποιον από μας θέλει β Σκοτεινός;
Κοίταξε τους φίλους του. Ο Πέριν έκανε ψίχουλα μια μπουκιά ψωμί και τα έσπρωχνε με το δάχτυλο στο τραπέζι. Τα κίτρινα μάτια του ατένιζαν τα ψίχουλα χωρίς να βλεφαρίζουν, αλλά έμοιαζαν να βλέπουν κάτι πολύ μακρινό. Ο Ματ είχε σωριαστεί στην καρέκλα του, με τα μάτια μισόκλειστα και μια υποψία χαμόγελου στο πρόσωπό του. Το χαμόγελο ήταν από νευρικότητα, όχι επειδή έβρισκε κάτι αστείο: Εξωτερικά έμοιαζε με τον παλιό Ματ, αλλά πού και πού άγγιζε ασυναίσθητα το εγχειρίδιο της Σαντάρ Λογκόθ πάνω από το παλτό του. Τι της λέει ο Φάιν; Τι ξέρει;
Τουλάχιστον ο Λόιαλ δεν φαινόταν να στενοχωριέται. Ο Ογκιρανός μελετούσε τους τοίχους. Στην αρχή είχε σταθεί στο κέντρο του δωματίου και κοίταζε, γυρνώντας αργά κυκλικά. Τώρα είχε σχεδόν κολλημένο το πλατύ του πρόσωπο στην πέτρα και ακολουθούσε τη γραμμή μιας συγκεκριμένης ένωσης με τα χοντρά του δάχτυλα. Μερικές φορές έκλεινε τα μάτια, σαν να ήταν πιο σημαντικό να νιώσει κάτι παρά να το δει. Τα αυτιά του καμιά φορά τινάζονταν μουρμούριζε μονολογώντας στα Ογκιρανά κι έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι υπήρχαν άλλοι στο δωμάτιο.
Ο Άρχοντας Άγκελμαρ στεκόταν μιλώντας χαμηλόφωνα με τη Νυνάβε και την Εγκουέν μπροστά στο μακρύ τζάκι στην άκρη του δωματίου. Ήταν καλός οικοδεσπότης και είχε την ικανότητα να κάνει τους άλλους να ξεχνούν τα βάσανά τους· αρκετές ιστορίες του έκαναν την Εγκουέν να γελάσει. Κάποια στιγμή ακόμα και η Νυνάβε έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε τρανταχτά. Ο Ραντ τινάχτηκε με τον αναπάντεχο ήχο και ξαναπήδησε, όταν η καρέκλα του Ματ έπεσε με πάταγο στο πάτωμα
“Μα το αίμα και τις στάχτες!” μούγκρισε ο Ματ, αγνοώντας τη Νυνάβε, που έσφιγγε το στόμα για το λεξιλόγιό του. Ξανασήκωσε την καρέκλα και ξανακάθισε χωρίς να κοιτάξει κανέναν. Το χέρι του ταξίδεψε στο παλτό του.
Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα κοίταξε τον Ματ αποδοκιμαστικά ―το βλέμμα του πέρασε και από τον Ραντ και τον Πέριν, δίχως να δείξει ότι είχε καλύτερη γνώμη γι’ αυτούς— και στράφηκε πάλι στις γυναίκες. Η διαδρομή που ακολουθούσε ο Ραντ τον είχε φέρει κοντά τους.
“Άρχοντά μου”, έλεγε η Εγκουέν, άνετα, λες και μιλούσε με τίτλους όλη της τη ζωή,’ νόμιζα ότι ήταν Πρόμαχος, αλλά τον είπες Ντάι Σαν και μιλάς για τα λάβαρο του Χρυσού Γερανού και το ίδιο είπαν και άλλοι. Μερικές φορές κάνεις σχεδόν σαν να είναι βασιλιάς. Θυμάμαι που κάποτε η Μουαραίν τον είχε αποκαλέσει τελευταίο Άρχοντα των Επτά Πύργων. Ποιος είναι;”
Η Νυνάβε κάρφωσε το βλέμμα στο κύπελλό της, αλλά για τον Ραντ ήταν ολοφάνερο ότι άκουγε με περισσότερη προσοχή απ’ όσο η Εγκουέν. Ο Ραντ σταμάτησε και προσπάθησε ν’ ακούσει κι αυτός, χωρίς να φανεί ότι κρυφάκουγε.
“Άρχοντας των Επτά Πύργων”, είπε ο Άγκελμαρ σμίγοντας τα φρύδια. “Ένας αρχαίος τίτλος, Αρχόντισσα Εγκουέν. Ακόμα και οι Υψηλοί Άρχοντες του Δακρίου δεν έχουν παλαιότερους, αν και η Βασίλισσα του Άντορ πλησιάζει”. Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι. “Δεν μιλά γι’ αυτό, αλλά η ιστορία είναι ευρέως γνωστή σ’ όλη τη Μεθόριο. Είναι βασιλιάς, ή θα έπρεπε να είναι· αλ’Λαν Μαντράγκοραν, Άρχοντας των Επτά Πύργων, Άρχοντας των Λιμνών, άστεφτος Βασιλιάς των Μαλκιρινών”. Σήκωσε το ξυρισμένο κεφάλι του και στα μάτια του είχε ένα φως, σαν να ένιωθε πατρική περηφάνια. Η φωνή του δυνάμωσε, γέμισε από τη δύναμη των συναισθημάτων του. Ολόκληρη η αίθουσα τον άκουγε καθαρά. “Εμείς της Σίναρ αυτοαποκαλούμαστε Μεθοριανοί, αλλά, πριν από λιγότερο από πενήντα χρόνια, το Σίναρ δεν ήταν πραγματική Μεθόριος χώρα. Βόρεια από μας και βόρεια του Αράφελ, υπήρχε η Μαλκίρ. Οι λόγχες του Σίναρ πήγαιναν βόρεια, αλλά η Μαλκίρ ήταν αυτό που συγκρατούσε τη Μάστιγα. Η Μαλκίρ, που η Ειρήνη να τιμά τη μνήμη της και το Φως να φωτίζει το όνομά της”.
“Ο Λαν είναι από τη Μαλκίρ”, είπε απαλά η Σοφία, σηκώνοντας το κεφάλι. Κάτι φαινόταν να τη βασανίζει.
Δεν ήταν ερώτηση, αλλά ο Αγκελμαρ ένευσε. “Ναι, Αρχόντισσα Νυνάβε, είναι ο γιος του αλ’Ακίρ Μαντράγκοραν, του τελευταίου εστεμμένου Βασιλιά των Μαλκιρινών. Πώς έγινε αυτό που είναι τώρα; Ίσως η αρχή να είναι ο Λάιν. Σε μια αποκοτιά, ο Λάιν Μαντράγκοραν, ο αδερφός του Βασιλιά, οδήγησε τους λογχοφόρους του μέσα από τη Μάστιγα, ως τις Ρημαγμένες Χώρες, ίσως κι ως το ίδιο το Σάγιολ Γκουλ. Η σύζυγος του Λάιν, η Μπρέγιαν, τον είχε προκαλέσει να κάνει αυτή την αποκοτιά εξαιτίας του φθόνου που έκαιγε την καρδιά της, επειδή στο θρόνο είχε ανεβεί ο αλ’Ακίρ αντί για τον Λάιν. Ο Βασιλιάς κι ο Λάιν ήταν όσο πιο κοντά μπορούσαν να είναι δυο αδέρφια, πιο κοντινοί κι από δίδυμοι, ακόμα κι όταν στο όνομα ταυ Ακίρ προστέθηκε το βασιλικό “αλ”, αλλά η ζήλια κατέτρωγε την Μπρέγιαν. Ο Λάιν ήταν ονομαστός για τους άθλους του και δικαίως, αλλά, ακόμα κι αυτός, ήταν δεύτερος μπροστά στον αλ’Ακίρ. Και ως άνδρας και ως βασιλιάς ήταν απ’ αυτούς που βγαίνουν μια φορά στα εκατό χρόνια, αν βγουν. Η Ειρήνη να τον τιμά κι αυτόν και την ελ’Ληάνα.
“Ο Λάιν πέθανε στις Ρημαγμένες Χώρες, μαζί με τους περισσότερους απ’ αυτούς που τον ακολούθησαν —άντρες τέτοιοι, που δεν της περίσσευαν της Μαλκίρ για να τους χάνει- και η Μπρέγιαν έριξε το φταίξιμο στον Βασιλιά, λέγοντας ότι ακόμα και το Σάγιολ Γκουλ θα είχε πέσει, αν ο αλ’Ακίρ είχε οδηγήσει τους υπόλοιπους Μαλκιρινούς στα βόρεια μαζί με τον σύζυγό της. Για να εκδικηθεί, κατέστρωσε μηχανορραφία με τον Κόγουιν Γκεμάλαν, που τον έλεγαν και Κόγουιν ο Μεγαλόκαρδος, για να αρπάξει το θρόνο για τον γιο της, τον Ίσαμ. Ο Μεγαλόκαρδος, τώρα, ήταν ήρωας, σχεδόν εξίσου κοσμαγάπητος με τον ίδιο τον αλ’Ακίρ και ένας από τους Μεγάλους Άρχοντες, αλλά, όταν οι Μεγάλοι Άρχοντες είχαν ρίξει τις ράβδους, μόνο δύο τον χώριζαν από τον Ακίρ και δεν είχε ξεχάσει ότι θα ανέβαινε στο θρόνο, αν δυο άντρες είχαν ρίξει αλλιώτικο χρώμα στη Λίθο της Στέψης. Οι δυο τους μαζί, ο Κόγουιν και η Μπρέγιαν, απέσυραν στρατιώτες από τη Μάστιγα για να αρπάξουν τους Επτά Πύργους, απογυμνώνοντας τα Οχυρά της Μεθορίου και μετατρέποντάς τα σε απλά φυλάκια.
“Αλλά η ζήλια του Κόγουιν κυλούσε βαθιά”. Αηδία έβαφε τη φωνή του Άγκελμαρ. “Ο Μεγαλόκαρδος, ο ήρωας, που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του σ’ όλες τις Μεθόριες, ήταν Σκοτεινόφιλος. Τώρα που τα Οχυρά της Μεθορίου είχαν εξασθενήσει, οι Τρόλοκ χύθηκαν στη Μαλκίρ σαν πλημμύρα. Ο Βασιλιάς αλ’Ακίρ και ο Λάιν μαζί ίσως να είχαν συνενώσει τη χώρα· το είχαν ξανακάνει. Αλλά ο χαμός του Λάιν στις Ρημαγμένες Χώρες είχε συνταράξει τον κόσμο και η εισβολή των Τρόλοκ τσάκισε το ηθικό πολλών και τη βούλησή τους να αντισταθούν. Πάρα πολλών. Οι Τρόλοκ, με την αριθμητική υπεροχή τους, έσπρωξαν τις Μαλκιρινές δυνάμεις πίσω στην καρδιά της χώρας τους.
“Η Μπρέγιαν το έσκασε μαζί με το γιο της, που ήταν βρέφος ακόμα, τον Ίσαμ, και έπεσε στα χέρια των Τρόλοκ, καθώς πήγαινε στα νότια μαζί του. Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τη μοίρα τους, αλλά μπορούμε να μαντέψουμε. Μπορώ να νιώσω οίκτο μόνο για το αγόρι. Η προδοσία του Κόγουιν του Μεγαλόκαρδου αποκαλύφθηκε και τον έπιασε ο νεαρός Τζάιν Τσάριν — που ήδη είχαν αρχίσει να τον αποκαλούν Γοργοπόδαρο. Όταν έφερε τον Μεγαλόκαρδο αλυσοδεμένο στους Επτά Πύργους, οι Μεγάλοι Άρχοντες ζήτησαν να του κόψουν το κεφάλι και να το καρφώσουν σ’ ένα κοντάρι σε κοινή θέα. Αλλά, επειδή στην αγάπη του λαού τον ξεπερνούσαν μονάχα ο αλ’Ακίρ και ο Λάιν, ο Βασιλιάς τον αντιμετώπισε σε μονομαχία και του πήρε τη ζωή, Ο αλ’Ακίρ έκλαψε, όταν σκότωσε τον Κόγουιν. Μερικοί λένε πως έκλαψε για έναν φίλο που είχε δοθεί στη Σκιά, κάποιοι πάλι είπαν πως έκλαψε για τη Μαλκίρ”. Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα κούνησε λυπημένα το κεφάλι.
“Είχε σημάνει η αρχή του ολέθρου για τους Επτά Πύργους, Δεν είχαν χρόνο να φέρουν βοήθεια από το Σίναρ ή το Αράφελ και δεν υπήρχε καμία ελπίδα πως η Μαλκίρ θα στεκόταν μόνη της, τώρα που πέντε χιλιάδες λογχοφόροι της είχαν πεθάνει στις Ρημαγμένες Χώρες και τα Οχυρά της Μεθορίου είχαν πέσει.
“Ο αλ’Ακίρ και η Βασίλισσά του, η ελ’Ληάνα, είπαν να τους φέρουν τον Λαν με την κούνια του. Στα μωρουδίστικα χέρια του ακούμπησαν το σπαθί των Μαλκιρινών βασιλιάδων, το σπαθί που φορά σήμερα. Ένα όπλο που κατασκεύασαν οι Άες Σεντάι στον Πόλεμο της Δύναμης, τον Πόλεμο της Σκιάς, που έφερε το τέλος της Εποχής των Θρύλων. Αλειψαν το κεφάλι του με λάδι, ονομάζοντάς τον Ντάι Σαν, Διαδηματοφόρο Πολέμαρχο, και τον έχρισαν επόμενο Βασιλιά των Μαλκιρινών και, εν ονόματί του, ώμοσαν τον αρχαίο όρκο των Μαλκιρινών βασιλιάδων και βασιλισσών”. Το πρόσωπο του Άγκελμαρ σκλήρυνε· είπε τις λέξεις σαν να είχε δώσει κι ο ίδιος αυτόν τον όρκο, ή κάποιον όμοιο. “Να σταθείς ενάντια στη Σκιά για όσο καιρό το σίδερο αντέχει και η πέτρα κρατά. Να υπερασπιστείς τους Μαλκιρινούς όσο έχεις έστω και μια σταγόνα αίμα. Να εκδικηθείς γι’ αυτό που δεν μπόρεσες να υπερασπιστείς”. Οι λέξεις αντήχησαν στο δωμάτιο.
“Η ελ’Ληάνα έβαλε ένα μενταγιόν στο λαιμό του γιου της για ενθύμιο και το βρέφος, που το είχε φασκιώσει η Βασίλισσα με τα χέρια της, δόθηκε σε είκοσι εκλεκτούς από τους Σωματοφύλακες του Βασιλιά, τους καλύτερους ξιφομάχους, τους πιο φοβερούς πολεμιστές. Μια διαταγή είχαν: να πάνε το παιδί στο Φαλ Μόραν.
“Ύστερα, ο αλ’Ακίρ και η ελ’Ληάνα οδήγησαν τους Μαλκιρινούς για να αντιμετωπίσουν τη Σκιά μια τελευταία φορά. Εκεί πέθαναν, στο Πέρασμα του Χέροτ, και πέθαναν και οι Μαλκιρινοί και οι Επτά Πύργοι γκρεμίστηκαν. Το Σίναρ και το Αράφελ και το Κάντορ, βρήκαν τους Ημιανθρώπους και τους Τρόλοκ στη Σκάλα του Τζεχάαν και τους γύρισαν πίσω, όχι όμως τόσο μακριά όσο ήταν πριν. Το μεγαλύτερο μέρος της Μαλκίρ έμεινε στα χέρια των Τρόλοκ και, χρόνο το χρόνο, μίλι το μίλι, το κατάπιε η Μάστιγα”.
Ο Άγκελμαρ ανάσανε βαριά. Όταν συνέχισε, η φωνή του έδειχνε λύπη και περηφάνια.
“Μονάχα πέντε Σωματοφύλακες έφτασαν ζωντανοί στο Φαλ Μόραν, όλοι τους πληγωμένοι, αλλά είχαν το παιδί απείραχτο. Από την κούνια του δίδαξαν όσα ήξεραν. Έμαθε τα όπλα, όπως τα άλλα παιδιά μαθαίνουν τα παιχνίδια τους, έμαθε και τη Μάστιγα, όπως τα άλλα παιδιά τον κήπο της μητέρας τους. Ο όρκος που δόθηκε πάνω από την κούνια του είναι χαραγμένος στο μυαλό του. Δεν έχει τίποτα να υπερασπιστεί, αλλά μπορεί να εκδικηθεί. Αρνείται τους τίτλους του, αλλά στις Μεθόριες τον αποκαλούν Άστεφο κι αν ποτέ υψώσει το Χρυσό Γερανό της Μαλκίρ, ένας στρατός θα έρθει να τον ακολουθήσει. Αλλά δεν θέλει να οδηγήσει ανθρώπους στο θάνατό τους. Στη Μάστιγα θα χορέψει με το θάνατο, όπως ένας μνηστήρας θα χόρευε με μια κόρη, αλλά δεν θα οδηγήσει εκεί άλλους.
“Αν πρέπει να μπείτε στη Μάστιγα και με λίγους άνδρες μονάχα, δεν υπάρχει καλύτερος για να σας πάει εκεί και να σας ξαναβγάλει γερούς. Είναι ο καλύτερους από τους Προμάχους και αυτό σημαίνει ότι είναι ο καλύτερος των καλύτερων. Καλύτερα να αφήσετε τα αγόρια εδώ για να μεστώσουν λιγάκι και να εμπιστευθείτε μονάχα τον Λαν. Η Μάστιγα δεν είναι μέρος για άπειρα παιδιά”.
Ο Ματ άνοιξε το στόμα και το ξανάκλεισε, όταν του έριξε μια ματιά ο Ραντ. Μακάρι να μάθαινε πότε είναι ώρα για να μιλήσει.
Η Νυνάβε άκουγε με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά σαν την Εγκουέν, αλλά τώρα κοίταξε το κύπελλό της, με πρόσωπο χλωμό. Η Εγκουέν άγγιξε το μπράτσο της και την κοίταξε με συμπόνια.
Στην πόρτα φάνηκε η Μουαραίν, με τον Λαν στο κατόπι της. Η Νυνάβε τους γύρισε την πλάτη.
“Τι είπε;” ζήτησε να μάθει ο Ραντ. Ο Ματ σηκώθηκε όρθιος, το ίδιο και ο Πέριν.
“Χωριατόπαιδο”, μουρμούρισε ο Άγκελμαρ κι έπειτα μίλησε με φυσιολογικό τόνο. “Έμαθες τίποτα, Άες Σεντάι, ή μήπως είναι ένας απλός τρελός;”
“Είναι τρελός”, είπε η Μουαραίν, “ή μισότρελος, αλλά δεν υπάρχει τίποτα απλό στον Πάνταν Φάιν”. Ένας υπηρέτης με λιβρέα σε μαύρα και χρυσά χρώματα υποκλίθηκε και πλησίασε, κρατώντας ένα ασημένιο δίσκο με μια γαλάζια λεκάνη, μια κανάτα, ένα κομμάτι κίτρινο σαπούνι και μια μικρή πετσέτα· κοίταξε με ανησυχία τον Αγκελμαρ. Η Μουαραίν του είπε να τα αφήσει στο τραπέζι. “Με συγχωρείς που στέλνω σε δουλειές τους υπηρέτες σου, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε. “Πήρα το ελεύθερο να του τα ζητήσω”.
Ο Άγκελμαρ ένευσε στον υπηρέτη, ο οποίος ακούμπησε το δίσκο στο τραπέζι και έφυγε βιαστικά. “Οι υπηρέτες μου θα κάνουν ό,τι διατάξεις, Άες Σεντάι”.
Το νερό που έχυσε η Μουαραίν στη λεκάνη άχνιζε, σαν να κόντευε να βράσει. Σήκωσε τα μανίκια της και άρχισε να τρίβει γερά τα χέρια της, χωρίς να την πειράζει το καυτό νερό. “Είπα ότι ήταν μιαρός, ή κάτι χειρότερο, αλλά και πάλι έκανα λάθος. Δεν νομίζω να συνάντησα ποτέ κάποιον τόσο ελεεινό και ταπεινωμένο και ταυτόχρονα τόσο βδελυρό. Νιώθω ρυπαρή που τον άγγιζα και δεν εννοώ τη βρώμα στο πετσί του. Ρυπαρή εδώ”. Άγγιξε το στήθος της. “Η διαφθορά της ψυχής του με κάνει να αμφιβάλλω αν έχει καν ψυχή. Πάνω του υπάρχει κάτι χειρότερο από το να είναι Σκοτεινόφιλος”.
“Φαινόταν τόσο αξιοθρήνητος”, μουρμούρισε η Εγκουέν. “Τον θυμάμαι που έφτανε στο Πεδίο του Έμοντ κάθε άνοιξη, πάντα γελαστός, φέρνοντας νέα απ’ έξω. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια ελπίδα γι’ αυτόν, ε; “Όσο κι αν στεκόσουν στη Σκιά, πάντα μπορείς να ξαναβρείς το Φως”, απήγγειλε.
Η Άες Σεντάι σκούπιζε με δύναμη τα χέρια της στην πετσέτα “Πάντα έτσι πίστευα”, είπε. “Ίσως ο Πάνταν Φάιν μπορεί να σωθεί. Μα ήταν Σκοτεινόφιλος πάνω από σαράντα χρόνια και αυτά που έχει κάνει, το αίμα και ο πόνος και ο θάνατος; θα πάγωναν την καρδιά σου, αν τα άκουγες. Το ελάχιστο μεταξύ αυτών —αν και φαντάζομαι πως για σας δεν είναι ασήμαντο― είναι ότι έφερε τους Τρόλοκ στο Πεδίο του Έμοντ”.
“Ναι”, είπε απαλά ο Ραντ. Άκουσε την Εγκουέν να βγάζει μια πνιχτή κραυγή. Έπρεπε να το καταλάβω. Που να καώ, έπρεπε να το καταλάβω τη στιγμή που του είδα.
“Έφερε Τρόλοκ κι εδώ;” ρώτησε ο Ματ. Κοίταξε τους πέτρινους τοίχους γύρω του και ρίγησε. Ο Ραντ σκέφτηκε πως πιο έντονα θυμόταν τους Μυρντράαλ παρά τους Τρόλοκ· οι τοίχοι δεν είχαν σταματήσει τον Ξέθωρο στο Μπάερλον ή στην Ασπρογέφυρα.
“Αν τους έφερε” ―ο Άγκελμαρ γέλασε— “θα σπάσουν τα δόντια τους στα τείχη του Φαλ Ντάρα. Πολλοί το έχουν πάθει”. Μιλούσε σε όλους, αλλά, προφανώς, τα λόγια του απευθύνονταν στην Εγκουέν και τη Νυνάβε, από τις ματιές που έριχνε. “Και μη στενοχωριέσαι ούτε για τους Ξέθωρους”. Ο Ματ κοκκίνισε. “Το βράδυ όλοι οι δρόμοι και τα στενά του Φαλ Ντάρα φωτίζονται. Και εντός των τειχών κανένας δεν επιτρέπεται να κρύβει το πρόσωπό του”.
“Γιατί το έκανε αυτό ο Πάνταν Φάιν;” ρώτησε η Εγκουέν.
“Πριν τρία χρόνια...” Η Μουαραίν άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό και κάθισε κάτω, σωριάστηκε, σχεδόν σαν να την είχε εξαντλήσει αυτό που είχε κάνει με τον Φάιν. “Αυτό το καλοκαίρι θα κλείσουν τρία χρόνια. Από τότε ακόμα. Το Φως σίγουρα μας χαμογελά, αλλιώς ο Πατέρας του Ψεύδους θα είχε θριαμβεύσει, ενώ εγώ ακόμα καθόμουν και έκανα σχέδια στην Ταρ Βάλον. Τρία χρόνια σας κυνηγά ο Φάιν για τον Σκοτεινό”.
“Αυτό είναι τρέλα!” είπε ο Ραντ. “Έρχεται στο Πεδίο του Έμοντ κάθε άνοιξη, σαν ρολόι. Τρία χρόνια; Εκεί μπροστά του ήμασταν και ποτέ δεν μας έριξε δεύτερη ματιά, εκτός από πέρυσι”. Η Άες Σεντάι τον έδειξε με το δάχτυλο, κάνοντάς τον να παγώσει.
“Ο Φάιν μου είπε τα πάντα, Ραντ. Ή σχεδόν τα πάντα. Πιστεύω πως αποσιώπησε κάτι, κάτι σημαντικό, παρά τα όσα έκανα, αλλά είπε αρκετά Πριν τρία χρόνια, ένας Ημιάνθρωπος ήρθε να τον βρει σε μια πόλη στο Μουράντυ. Φυσικά ο Φάιν κατατρόμαξε, αλλά μεταξύ των Σκοτεινόφιλων θεωρείται μεγάλη τιμή να σε καλέσουν έτσι. Ο Φάιν πίστεψε πως είχε επιλεγεί για σπουδαία πράγματα κι όντως έτσι ήταν, αλλά όχι με τον τρόπο που νόμιζε. Τον πήγαν βόρεια στη Μάστιγα, στις Ρημαγμένες Χώρες. Στο Σάγιολ Γκουλ. Όπου συνάντησε έναν άνθρωπο με μάτια από φωτιά, που είπε ότι ονομάζεται Μπα’άλζαμον”.
Ο Ματ ανακάθισε ανήσυχα και ο Ραντ ξεροκατάπιε. Έτσι θα γινόταν, φυσικά, μα δεν ήταν ευκολότερο να το αποδεχτεί κανείς. Μόνο ο Πέριν κοίταζε την Άες Σεντάι σαν να μην τον ξάφνιαζε τίποτα πια.
“Το Φως να μας φυλάει”, είπε ο Άγκελμαρ με θέρμη.
“Του Φάιν δεν του άρεσαν αυτά που του έκαναν στο Σάγιολ Γκουλ”, συνέχισε γαλήνια η Μουαραίν. “Όσο μιλούσαμε, ούρλιαζε για φωτιές που έκαιγαν. Σχεδόν πέθανε, καθώς τα έβγαζα αυτά από κει που τα έκρυβε μέσα του. Παρ’ όλο που τον Θεράπευσα, είναι ένα τσακισμένο ράκος. Θα χρειαστεί πολλή δουλειά για να ξαναβρεί τον εαυτό του. Όμως θα κάνω την προσπάθεια, έστω και μόνο για να μάθω τι άλλο κρύβει ακόμα. Επελέγη εξαιτίας της περιοχής όπου δούλευε. Όχι”, είπε γοργά, όταν οι άλλοι τινάχτηκαν, “όχι μόνο τους Δύο Ποταμούς, τουλάχιστον όχι τότε. Ο Πατέρας του Ψεύδους ήξερε που περίπου θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε, αλλά όχι με περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσο εμείς στην Ταρ Βάλον.
“Ο Φάιν είπε ότι έγινε το κυνηγόσκυλο του Σκοτεινού και, κατά κάποιον τρόπο, έχει δίκιο. Ο Πατέρας του Ψεύδους έβαλε τον Φάιν στο κυνήγι, αλλάζοντάς τον πρώτα για να μπορεί να κυνηγήσει σωστά. Αυτό που φοβάται να θυμηθεί ο Φάιν είναι τα πράγματα που του έκανε για να γίνουν αυτές οι αλλαγές· μισεί τον αφέντη του γι’ αυτό όσο τον φοβάται. Έτσι, ο Φάιν στάλθηκε να οσμίζεται και να κυνηγά σ’ όλα τα χωριά γύρω από το Μπάερλον, ως τα Όρη της Ομίχλης, ως κάτω στον Τάρεν και πιο πέρα στους Δύο Ποταμούς”.
“Πριν τρία χρόνια;” είπε αργά ο Πέριν. “Τη θυμάμαι εκείνη την άνοιξη. Ο Φάιν είχε έρθει πιο αργά απ’ όσο συνήθως, αλλά το παράξενο ήταν που έμεινε. Μια ολόκληρη βδομάδα καθόταν, αργόσχολα, γκρινιάζοντας που χαλούσε τα λεφτά του για δωμάτιο στο Πανδοχείο της Οινοπηγής. Ο Φάιν αγαπά τα λεφτά του”
“Τώρα το θυμήθηκα”, είπε ο Ματ. “Όλοι αναρωτιόνταν αν ήταν άρρωστος, ή αν του είχε γυαλίσει καμιά από τις γυναίκες του χωριού. Όχι ότι θα παντρευόταν καμιά τους πραματευτή, φυσικά. Αυτό θα ήταν σαν να παντρευόταν Ταξιδιώτη”. Η Εγκουέν τον κοίταξε υψώνοντας το φρύδι της και ο Ματ έκλεισε το στόμα.
“Μετά από αυτό, ξαναπήραν τον Φάιν στο Σάγιολ Γκουλ και το μυαλό του — αποστάχθηκε”. Ο Ραντ ένιωσε αναγούλα με τον τόνο της Άες Σεντάι· έλεγε περισσότερα γι’ αυτό που εννοούσε απ’ ό,τι η γκριμάτσα που φάνηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό της. “Αυτά πού είχε... νιώσει... συμπυκνώθηκαν και του ξανατσποθετήθηκαν. Όταν ξαναπήγε στους Δύο Ποταμούς την επόμενη χρονιά, μπόρεσε να διαλέξει τους στόχους του πιο συγκεκριμένα. Και μάλιστα πολύ πιο συγκεκριμένα απ’ όσο περίμενε ακόμα και ο Σκοτεινός. Ο Φάιν ήξερε με βεβαιότητα ότι αυτός που αναζητούσε ήταν ο ένας από τρεις στο Πεδίο του Έμοντ”.
Ο Πέριν γρύλισε και ο Ματ άρχισε να βρίζει με χαμηλή, άτονη φωνή, χωρίς να τον σταματά ούτε το αγριοκοίταγμα της Νυνάβε. Ο Αγκελμαρ τους κοίταξε με περιέργεια. Ο Ραντ ένιωσε μονάχα μια αχνή παγωνιά και αναρωτήθηκε γι’ αυτό. Πριν τρία χρόνια ο Σκοτεινός τον κυνηγούσε... τους κυνηγούσε. Κανονικά τα δόντια του θα έπρεπε να χτυπούν μ’ αυτά που άκουγε.
Η Μουαραίν δεν άφησε τον Ματ να τη διακόψει. Ύψωσε τη φωνή της για να ακουστεί. “Όταν ο Φάιν ξαναγύρισε στο Λάγκαρντ, ο Μπα’άλζαμον τον πλησίασε στο όνειρό του. Ο Φάιν αυτοταπεινώθηκε και έκανε τελετές που θα σας πάγωναν το αίμα, αν ακούγατε έστω και τα μισά γι’ αυτές, έτσι συνδέθηκε ακόμα περισσότερο με τον Σκοτεινό. Αυτό που γίνεται στα όνειρα μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο απ’ αυτό που γίνεται όταν κάποιος είναι ξυπνητός”. Ο Ραντ ανασάλεψε κάτω από την αυστηρή, προειδοποιητική ματιά της, αλλά εκείνη δεν σταμάτησε να μιλά. “Του υποσχέθηκε μεγάλη ανταμοιβή και εξουσία επί των βασιλείων μετά τη νίκη του Μπα’άλζαμον και του είπε ότι, όταν επέστρεφε στο Πεδίο του Έμοντ, θα έπρεπε να σημαδέψει τους τρεις που είχε βρει. Εκεί θα υπήρχε ένας Ημιάνθρωπος, που θα τον περίμενε μαζί με Τρόλοκ. Ξέρουμε τώρα πώς ήρθαν οι Τρόλοκ στους Δύο Ποταμούς. Πρέπει να υπήρχε ένα Ογκιρανό άλσος και μια Πύλη στη Μανέθερεν”.
“Το ομορφότερο όλων”, είπε ο Λόιαλ, “με εξαίρεση το άλσος της Ταρ Βάλον”. Άκουγε κι αυτός αφοσιωμένος όπως και οι άλλοι. “Οι Ογκιρανοί θυμούνται με αγάπη τη Μανέθερεν”. Ο Άγκελμαρ πρόφερε σιωπηλά το όνομα, υψώνοντας τα φρύδια με απορία Μανέθερεν.
“Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε η Μουαραίν. “Θα σου πω πώς να βρεις την Πύλη του Μάφαλ Ντανταράνελ. Πρέπει να χτιστεί τοίχος μπροστά της και να μπουν σκοποί και να μην επιτρέπεται να πλησιάσει κανείς. Οι Ημιάνθρωποι δεν έμαθαν ακόμα όλες τις Οδούς, αλλά αυτή η Πύλη είναι προς το νότο και απέχει λίγες μόνο ώρες από το Φαλ Ντάρα”.
Ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα τινάχτηκε, σαν να ξυπνούσε από λήθαργο. “Στο νότο; Μα την Ειρήνη! Κι άλλα βάσανα, που να λάμπα πάνω μας το Φως. Έτσι θα γίνει”.
“Ο Φάιν μας ακολούθησε από τις Οδούς;” ρώτησε ο Πέριν. “Έτσι πρέπει”.
Η Μουαραίν ένευσε. “Ο Φάιν θα σας ακολουθούσε και στον τάφο, επειδή είναι αναγκασμένος. Όταν ο Μυρντράαλ απέτυχε στο Πεδίο του Έμοντ, πήρε τον Φάιν και τους Τρόλοκ και ακολούθησαν τη διαδρομή μας. Ο Ξέθωρος δεν άφηνε τον Φάιν να ανέβει σε άλογο, αν και ο Φάιν πίστευε πως έπρεπε να έχει το καλύτερο άλογο στους Δύο Ποταμούς και να ηγείται της ομάδας, ο Μυρντράαλ τον ανάγκασε να τρέχει με τους Τρόλοκ και έβαλε τους Τρόλοκ να τον σηκώνουν στα χέρια, όταν τα πόδια του δεν άντεχαν άλλο. Μιλούσαν έτσι που να τους καταλαβαίνει, συζητούσαν τον καλύτερο τρόπο για να τον μαγειρέψουν, όταν θα ήταν πια άχρηστος. Ο Φάιν ισχυρίζεται πως στράφηκε εναντίον του Σκοτεινού πριν φτάσουν στον Τάρεν. Αλλά, μερικές φορές, φαίνεται καθαρά η απληστία που νιώθει για την ανταμοιβή που του υποσχέθηκαν.
“Όταν ξεφύγαμε περνώντας τον Τάρεν, ο Μυρντράαλ γύρισε με τους Τρόλοκ στην κοντινότερη Πύλη, στα Όρη της Ομίχλης, στέλνοντας τον Φάιν να περάσει μόνος του. Πίστεψε τότε πως ήταν ελεύθερος, αλλά, πριν φτάσει στο Μπάερλον, τον βρήκε ένας άλλος Ξέθωρος και αυτός δεν είχε τόση καλοσύνη. Τις νύχτες τον ανάγκαζε να κοιμάται κουλουριασμένος σε μια χύτρα των Τρόλοκ, για να του θυμίζει το τίμημα της αποτυχίας. Αυτός τον χρησιμοποίησε μέχρι τη Σαντάρ Λογκόθ. Ο Φάιν ήταν πια πρόθυμος να δώσει στον Μυρντράαλ και την ίδια του τη μητέρα, αν τον ελευθέρωνε, αλλά του Σκοτεινού δεν του αρέσει να δίνει κάτι που μπορεί να τον ωφελήσει.
“Αυτό που έκανα εκεί, που έστειλα μια ψευδαίσθηση των αποτυπωμάτων μας και της μυρωδιάς μας προς τα βουνά, ξεγέλασε τους Μυρντράαλ, αλλά όχι τον Φάιν. Οι Ημιάνθρωποι δεν τον πίστεψαν στην επιστροφή έσερναν πίσω τους τον Φάιν δεμένο σε λουρί. Μερικοί άρχισαν να τον πιστεύουν μόνο όταν φάνηκε πως προπορευόμασταν συνεχώς, όσο γρήγορα κι αν πήγαιναν αυτοί. Ήταν οι τέσσερις Μυρντράαλ που ξαναγύρισαν στη Σαντάρ Λογκόθ. Ο Φάιν ισχυρίζεται πως ήταν ο ίδιος ο Μπα’άλζαμον που διέταζε τους Μυρντράαλ”.
Ο Άγκελμαρ κούνησε το κεφάλι περιφρονητικά. “Ο Σκοτεινός; Μπα! Ο άνθρωπος ή λέει ψέματα, ή τρελάθηκε. Αν ο Σκοτεινόκαρδος ήταν ελεύθερος, τώρα όλοι θα ήμασταν πεθαμένοι, ή κάτι χειρότερο”.
“Ο Φάιν είπε την αλήθεια όπως την έβλεπε”, είπε η Μουαραίν. “Δεν μπορούσε να μου πει ψέματα, αν και έκρυψε πολλά. Αυτολεξεί, “Ο Μπα’άλζαμον εμφανίστηκε σαν τρεμάμενη φλόγα κεριού, φαινόταν και χανόταν, χωρίς να είναι δεύτερη φορά στο ίδιο μέρος. Τα μάτια του έκαψαν τους Μυρντράαλ και οι φωτιές του στόματος του μας αγκάλιασαν”.
“Κάτι”, είπε ο Λαν, “ανάγκασε τέσσερις Ξέθωρους να πάνε εκεί που φοβούνται να πάνε — σ’ ένα μέρος που φοβούνται σχεδόν όσο φοβούνται την οργή του Σκοτεινού”.
Ο Άγκελμαρ γρύλισε σαν να τον είχαν κλωτσήσει, φαινόταν ζαλισμένος.
“Στα ερείπια της Σαντάρ Λογκόθ το κακό τα έβαλε με το κακό”, συνέχισε η Μουαραίν και το βδελυρό πολέμησε με το ρυπαρό. Όταν μιλούσε γι’ αυτό ο Φάιν, μιλούσε κλαψουρίζοντας και τα δόντια του χτυπούσαν. Πολλοί Τρόλοκ πέθαναν εκεί, όταν τους βρήκαν το Μασάνταρ και άλλα πράγματα, μαζί και ο Τρόλοκ που κρατούσε το λουρί του Φάιν. Το έσκασε από την πόλη σαν να ήταν το Χάσμα του Χαμού στο Σάγιολ Γκουλ.
“Ο Φάιν πίστεψε πως, επιτέλους, ήταν ελεύθερος. Σκόπευε να το βάλει στα πόδια για να μην τον ξαναβρεί ποτέ ο Μπα’άλζαμον, να πάει να πέρατα της γης, αν χρειαζόταν. Φανταστείτε τη φρίκη του, όταν ανακάλυψε ότι η παρόρμηση του για το κυνήγι δεν λιγόστεψε. Αντίθετα, δυνάμωνε και θέριευε με κάθε μέρα που περνούσε. Δεν σταματούσε για να φάει, παρά μόνο ότι έβρισκε στο δρόμο καθώς σας κυνηγούσε —σκαθάρια και σαύρες που άρπαζε ενώ έτρεχε, μισοσαπισμένα σκουπίδια από χωματερές στα βάθη της νύχτας— και δεν μπορούσε να σταματήσει, παρά μόνο όταν εξαντλημένος σωριαζόταν σαν άδειο σακί. Και μόλις έβρισκε τη δύναμη να ξανασηκωθεί, αναγκαζόταν να συνεχίσει. Όταν έφτασε στο Κάεμλυν, μπορούσε να νιώσει το θήραμά του, ακόμα κι όταν αυτό ήταν ένα μίλι πιο πέρα. Εδώ, στα μπουντρούμια, μερικές φορές σήκωνε το βλέμμα χωρίς να συνειδητοποιεί τι έκανε. Κοίταζε προς αυτό το δωμάτιο”.
Ο Ραντ ένιωσε μια ξαφνική φαγούρα στη ράχη του· ήταν σαν να ένιωθε το βλέμμα του Φάιν πάνω του, μέσα από την πέτρα που τους χώριζε. Η Άες Σεντάι ένιωσε την ανήσυχη κίνησή του, αλλά συνέχισε την αδυσώπητη εξιστόρηση της,
“Αν ο Φάιν ήταν μισότρελος φτάνοντας στο Κάεμλυν, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στην τρέλα, όταν κατάλαβε ότι εκεί ήταν μόνο δύο από αυτούς που αναζητούσε. Η παρόρμησή του τον πρόσταζε να βρει όλους σας, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο, παρά μόνον να ακολουθήσει τους δύο που ήταν εκεί. Μίλησε για τα ουρλιαχτά όταν η Πύλη άνοιξε στο Κάεμλυν. Είχε στο νου του τη γνώση να την ανοίξει· δεν ξέρει πώς την απέκτησε· τα χέρια του είχαν δική τους βούληση και τον έκαψαν με τις φωτιές του Μπα’άλζαμον, όταν προσπάθησε να τα σταματήσει. Ο Φάιν δολοφόνησε τον μαγαζάτορα, που ήρθε να δει τι ήταν εκείνος ο θόρυβος. Όχι επειδή ήταν αναγκασμένος, αλλά εξαιτίας του φθόνου, επειδή ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ελεύθερα να βγει από το κελάρι του, ενώ τα δικά του πόδια τον παρέσερναν δίχως σταματημό στις Οδούς”.
“Τότε αυτός που ένιωσες ήταν ο Φάιν που μας ακολουθούσε”, είπε η Εγκουέν. Ο Λαν ένευσε. “Πώς γλίτωσε από τον... τον Μαύρο Ανεμο;” Η φωνή της έτρεμε· σταμάτησε για να ξεροκαταπιεί. “Στην Πύλη ήταν ακριβώς πίσω μας”.
“Γλίτωσε και δεν γλίτωσε”, είπε η Μουαραίν. “Ο Μαύρος Άνεμος τον βρήκε — και ο Φάιν ισχυρίστηκε πως καταλάβαινε τις φωνές. Μερικές τον χαιρέτησαν σαν όμοιό τους· άλλες τον φοβήθηκαν. Αμέσως μόλις ο Άνεμος τύλιξε τον Φάιν, αποτραβήχτηκε βιαστικά”.
“Το Φως να μας σώσει”. Ο ψίθυρος του Λόιαλ ήχησε σαν το βουητό πελώριας μέλισσας.
“Προσευχήσου γι’ αυτό”, είπε η Μουαραίν. “Ο Πάνταν Φάιν κρύβει πολλά ακόμα, πολλά που πρέπει να μάθω. Το κακό έχει χωθεί βαθιά μέσα του και είναι πιο δυνατό απ’ όσο έχω δει σε άλλο άνθρωπο ποτέ μου. Ίσως ο Σκοτεινός, καθώς έκανε ό,τι έκανε στον Φάιν, να του εντύπωσε ένα μέρος του εαυτού του, ίσως, ακόμα, χωρίς να το ξέρει, κάποιες από τις προθέσεις του. Όταν ανέφερα τον Οφθαλμό του Κόσμου, ο Φάιν έκλεισε σφιχτά το στόμα του, αλλά ένιωσε ότι κάτι ήξερε πίσω από τη σιωπή του. Μακάρι να είχα τώρα χρόνο. Αλλά δεν μπορούμε να περιμένουμε”.
“Αν αυτός ο άνθρωπος ξέρει κάτι”, είπε ο Αγκελμαρ, “μπορώ να τον κάνω να το πει”. Η έκφραση του δεν είχε καθόλου έλεος για τους Σκοτεινόφιλους· η φωνή του δεν υποσχόταν καθόλου οίκτο για τον Φάιν. “Αν μπορέσεις να μάθεις έστω κι ένα μέρος απ’ αυτό που θα αντιμετωπίσεις στη Μάστιγα, αξίζει να μείνεις μια μέρα παραπάνω. Υπάρχουν μάχες που χάθηκαν, επειδή οι προθέσεις του εχθρού ήταν άγνωστες”.
Η Μουαραίν αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι πικρά. “Άρχοντά μου, αν δεν χρειαζόμασταν να κοιμηθούμε καλά για μια νύχτα, θα έφευγα αμέσως, έστω κι αν έτσι ρισκάραμε να συναντήσουμε Τρόλοκ στο σκοτάδι. Συλλογίσου τι έμαθα από τον Φάιν. Πριν τρία χρόνια ο Σκοτεινός πρέπει να είχε βάλει να του φέρουν τον Φάιν στο Σάγιολ Γκουλ για να τον αγγίξει, παρά το γεγονός ότι ο Φάιν είναι Σκοτεινόφιλος και πιστός μέχρι εσχάτων. Πριν ένα χρόνο, ο Σκοτεινός μπορούσε να διατάξει τον Φάιν, τον Σκοτεινόφιλο, μέσα από τα όνειρά του. Φέτος, ο Μπα’άλζαμον περπατά στα όνειρα εκείνων που ζουν στο Φως και εμφανίζεται, έστω και με δυσκολία, στη Σαντάρ Λογκόθ. Όχι με το δικό του σώμα, φυσικά, αλλά ακόμα και η προβολή του μυαλού του Σκοτεινού, ακόμα και μια προβολή, που τρεμοπαίζει και σβήνει, είναι πιο επικίνδυνη και πιο θανάσιμη για τον κόσμο απ’ όλες μαζί τις ορδές των Τρόλοκ. Οι σφραγίδες του Σάγιολ Γκουλ εξασθενούν, Άρχοντα Αγκελμαρ. Δεν υπάρχει χρόνος”.
Ο Άγκελμαρ έσκυψε το κεφάλι συγκατανεύοντας, αλλά, όταν το ξανασήκωσε, το στόμα του ήταν πάλι σφιγμένο με πείσμα. “Άες Σεντάι, μπορώ να δεχτώ το ότι, όταν οδηγήσω τους λογχοφόρους μου στο Πέρασμα του Τάργουιν θα είμαστε, το πολύ, αντιπερισπασμός, ή μια αψιμαχία μακριά από την κύρια μάχη. Το καθήκον πηγαίνει τους ανθρώπους εκεί που πρέπει, όπως ακριβώς κάνει και το Σχήμα· ούτε το καθήκον ούτε το Σχήμα υπόσχονται ότι οι πράξεις μας θα έχουν μεγαλείο. Αλλά η αψιμαχία μας, ακόμα κι αν κερδίσουμε, θα είναι άχρηστη, αν χάσετε τη μάχη. Αφού λες ότι η ομάδα σου πρέπει να είναι μικρή, εγώ λέω ωραία και καλά, αλλά σε ικετεύω να κάνεις ό,τι χρειάζεται για να μπορέσεις να κερδίσεις. Αφησε αυτούς τους νεαρούς εδώ, Άες Σεντάι. Σου ορκίζομαι ότι μπορώ να βάλω στη θέση τους τρεις έμπειρους άνδρες, που δεν επιζητούν τη δόξα, καλούς ξιφομάχους, που θα είναι, σχεδόν, εξίσου χρήσιμοι στη Μάστιγα όσο ο Λαν. Άφησέ με να πάω στο Πέρασμα ξέροντας ότι έκανα ό,τι μπορούσα για να σε βοηθήσω να νικήσεις”.
“Πρέπει να πάρω αυτούς και όχι άλλους, Άρχοντα Άγκελμαρ”, είπε με απαλή φωνή η Μουαραίν. “Αυτοί θα δώσουν τη μάχη στον Οφθαλμό του Κόσμου”.
Ο Άγκελμαρ έμεινε με το στόμα ανοιχτό και κοίταξε τον Ραντ και τον Ματ και τον Πέριν. Ξαφνικά ο Άρχοντας του Φαλ Ντάρα έκανε ένα βήμα πίσω και το χέρι του έψαξε ασυναίσθητα για το σπαθί, το οποίο δεν το φορούσε ποτέ μέσα στο κτίριο. “Αυτοί οι τρεις δεν είναι... Δεν είσαι από το Κόκκινο Άτζα, Μουαραίν Σεντάι, αλλά ακόμα και συ δεν θα...” Ο ξαφνικός ιδρώτας έλαμψε στο ξυρισμένο κεφάλι του.
“Είναι τα’βίρεν”, είπε η Μουαραίν για να τον μαλακώσει. “Το Σχήμα υφαίνεται γύρω τους. Ο Σκοτεινός έχει ήδη προσπαθήσει επανειλημμένως να τους σκοτώσει. Τρεις τα’βίρεν σε ένα μέρος αρκούν για να αλλάξουν τη ζωή γύρω τους, όπως ένας ανεμοστρόβιλος παρασύρει ένα άχυρο. Όταν το μέρος είναι ο Οφθαλμός του Κόσμου, το Σχήμα ίσως υφάνει μέσα του ακόμα και τον Πατέρα του Ψεύδους και ίσως τον ξανακάνει ακίνδυνο”.
Ο Άγκελμαρ σταμάτησε να ψάχνει για το σπαθί του, αλλά ακόμα κοίταζε με αμφιβολία τον Ραντ και τους άλλους. “Μουαραίν Σεντάι, αφού λες ότι είναι, τότε είναι, αλλά εγώ δεν το βλέπω. Χωριατόπαιδα. Είσαι βέβαια, Άες Σεντάι;”
“Το αρχαίο αίμα”, είπε η Μουαραίν, “χωρίστηκε, σαν ποτάμι που ανοίγει σε χίλιες χιλιάδες ρυάκια, αλλά, μερικές φορές, τα ρυάκια πλησιάζουν για να ξαναφτιάξουν το ποτάμι. Το αρχαίο αίμα της Μανέθερεν είναι δυνατό και αγνό σχεδόν σε όλους αυτούς τους νεαρούς. Αμφιβάλεις για τη δύναμη που έχει το αίμα της Μανέθερεν, Άρχοντα Άγκελμαρ;”
Ο Ραντ έριξε μια πλάγια ματιά στην Άες Σεντάι. Σχεδόν σε όλους. Τόλμησε να ρίξει μια ματιά στη Νυνάβε· εκείνη είχε γυρίσει για να κοιτάζει και να ακούει, αν και απέφευγε πάλι να κοιτάξει τον Λαν. Ο Ραντ έπιασε το βλέμμα της Σοφίας. Εκείνη κούνησε το κεφάλι· δεν είχε πει αυτή στην Άες Σεντάι ότι ο Ραντ δεν ήταν γέννημα των Δύο Ποταμών. Τι ξέρει η Μουαραίν;
“Της Μανέθερεν”, είπε αργά ο Άγκελμαρ, νεύοντας. “Δεν θα αμφέβαλλα γι’ αυτό το αίμα”. Και μετά, πιο γρήγορα, “Ο Τροχός φέρνει παράξενους καιρούς. Χωριατόπαιδα φέρνουν την τιμή της Μανέθερεν στη Μάστιγα, μα αν υπάρχει αίμα που να μπορεί να δώσει το τελικό χτύπημα στον Σκοτεινό, αυτό θα ήταν το αίμα της Μανέθερεν. Θα γίνει όπως το επιθυμείς, Άες Σεντάι”.
“Τότε άφησέ μας να πάμε στα δωμάτιά μας”, είπε η Μουαραίν. “Πρέπει να φύγουμε με την ανατολή, επειδή ο χρόνος λιγοστεύει. Οι νεαροί πρέπει να κοιμηθούν κοντά μου. Λίγος χρόνος μένει πριν τη μάχη και δεν μπορούμε να αφήσουμε τον Σκοτεινό να τους χτυπήσει ξανά. Λίγος χρόνος”.
Ο Ραντ ένιωσε το βλέμμα της πάνω του, να εξετάζει τον ίδιο και τους φίλους του, ζυγίζοντας τη δύναμή τους και ανατρίχιασε. Λίγος χρόνος.